Όταν άρχισε να χαράζει, ο ουρανός ήταν γκρίζος, σκεπασμένος από τα πρώτα σύννεφα μίας ακόμη καταιγίδας. Μόλις τα διαπερνούσαν για λίγο οι ακτίνες του ήλιου, το βρεγμένο έδαφος άστραφτε, όπως άστραφταν επίσης τα κράνη, οι ασπίδες και οι λόγχες του στρατού του Άβον που είχε σχηματίσει τρία πελώρια τετράγωνα, τέσσερις με πέντε χιλιάδες στρατιώτες στο καθένα.
Ο Λούθιεν παρακολουθούσε το θέαμα ανεβασμένος πάνω στον χαμηλό πυλώνα του εσωτερικού τείχους της πόλης. Μετά την ενέδρα στο Φέλινγκ Ραν, ο Λούθιεν και οι άλλοι επιδρομείς είχαν φτάσει στην πόλη λίγο πριν από τη δύναμη του Άβον, αφήνοντας τους Κυκλωπιανούς να στρατοπεδεύσουν στον κάμπο. Οι μονόφθαλμοι είχαν συναντήσει κάποια μικροαντίσταση στους λόφους ανάμεσα στο Φέλινγκ Ντάουνς και το Μόντφορτ. Δεν ήταν οργανωμένη επίθεση, αλλά μια σειρά από γρήγορα χτυπήματα που είχαν τη μορφή αντιπερισπασμού, επιτρέποντας στην ομάδα του Λούθιεν να περάσει το ποτάμι σε αρκετή απόσταση νότια και να επιστρέψει στην προστασία της πόλης καθώς έπεφτε η νύχτα.
Τώρα μπροστά στον Λούθιεν απλωνόταν μια ακάλυπτη ζώνη τριάντα μέτρων, από την οποία οι νάνοι είχαν απομακρύνει όλα τα χτίσματα και τις άμαξες. Η ζώνη τελείωνε στο χαμηλότερο εξωτερικό τείχος, που η βάση του ήταν ανασκαμμένη και στηριγμένη από την εσωτερική της πλευρά πάνω σε σφήνες. Το τείχος ήταν έτοιμο να πέσει προς τα έξω. Χοντρά τεντωμένα σχοινιά ξεκινούσαν από το πάνω μέρος του καταλήγοντας στην εσωτερική ζώνη ανάμεσα στα δύο τείχη, στο ένα τρίτο της απόστασης μέχρι το εσωτερικό τείχος. Τα σχοινιά ήταν δεμένα σε γερούς πασσάλους στο έδαφος και δίπλα σε κάθε πάσσαλο στεκόταν ένας νάνος με τσεκούρι.
Ο Λούθιεν έλπιζε ότι αυτοί οι νάνοι θα περίμεναν πολύ πριν ενεργήσουν. Η πρώτη τους άμυνα θα ήταν το εξωτερικό χαμηλό τείχος, πίσω από το οποίο ήταν παραταγμένοι ώμο με ώμο τοξότες και λογχοφόροι. Ο Λούθιεν είδε την Σιόμπαν μέσα σε αυτήν τη γραμμή, με το τόξο της στο χέρι και τα μακριά σταρένια μαλλιά της να ξεχύνονται κάτω από ένα ασημόχρωμο φτερωτό κράνος.
Αναζήτησε με το βλέμμα του τον Σάγκλιν, αλλά δεν τον είδε πουθενά. Βασικά, δεν έβλεπε κανέναν νάνο τριγύρω, εκτός από τους είκοσι που ήταν έτοιμοι να κόψουν τα σχοινιά και έναν-δύο σε θέσεις στο εξωτερικό τείχος. Ο Λούθιεν κοίταξε δεξιά και αριστερά τη δική του γραμμή στο εσωτερικό τείχος, αλλά για κάποιο λόγο δεν είδε επίσης κανένα νάνο. Στράφηκε πάλι στην Σιόμπαν θαυμάζοντας την άγρια ομορφιά της, την απίστευτη δύναμη του χαρακτήρα της. Όλοι γύρω της στρέφονταν σε αυτήν για καθοδήγηση, όπως στρέφονταν και στην Πορφυρή Σκιά.
Ο Λούθιεν βγήκε από τις σκέψεις του για την όμορφη μισοξωτική ακούγοντας πίσω του το σφύριγμα του βλήματος από έναν καταπέλτη της Μητρόπολης. Κοίταξε έξω από τα τείχη και είδε τα τρία ασημόμαυρα τετράγωνα των Κυκλωπιανών να προχωρούν, μια σειρά από συμπαγές μέταλλο, ασπίδες δίπλα-δίπλα, γύρω στους εξήντα πέντε στρατιώτες στην πρώτη σειρά κάθε τετραγώνου. Ο Όλιβερ τον είχε προειδοποιήσει ότι θα χρησιμοποιήσουν αυτή την τακτική, εξηγώντας του ότι οι σχηματισμοί λέγονται “χελώνες”, αλλά καμία περιγραφή δεν μπορούσε να τον προετοιμάσει για τη μεγαλοπρέπεια αυτού του θεάματος. Μία χελώνη ήταν βόρεια της πόλης, δεύτερη βορειοδυτικά και τρίτη δυτικά, μια τριπλή επίθεση που θα πίεζε τα δύο κύρια εξωτερικά τείχη. Τουλάχιστον δεν είμαστε περικυκλωμένοι, σκέφτηκε ο Λούθιεν, αλλά φυσικά δεν ήταν εύκολο να περικυκλωθεί το Κάερ Μακντόναλντ, γιατί το νότιο και ανατολικό τμήμα του ενωνόταν με τα πανύψηλα βουνά που ήταν ουσιαστικά αδιάβατα αυτή την εποχή του χρόνου.
Η όποια ανακούφιση μπορεί να ένιωσε με αυτήν τη σκέψη έσβησε καθώς η προέλαση των Κυκλωπιανών συνεχιζόταν. Οι μονόφθαλμοι έρχονταν σαν σύννεφο καταιγίδας, αργά, αποφασιστικά. Πάνω από τον θόρυβο της προέλασης και τη φασαρία που γινόταν στο τείχος, ο Λούθιεν άκουγε τους Κυκλωπιανούς τυμπανιστές να παίζουν έναν βαρύ, μονότονο ρυθμό.
Σαν τους χτύπους μιας καρδιάς, συνεχείς και αναπόφευκτους.
Μια μπάλα αναμμένης πίσσας έπεσε στο πεδίο μπροστά στους Κυκλωπιανούς πιτσιλίζοντας μερικούς στην μπροστινή γραμμή. Οι ασπίδες τους όμως απέκρουσαν τα φλεγόμενα κομμάτια και έτσι δεν επιβραδύνθηκε στιγμή η πορεία τους.
Ένας κόμπος πανικού υψώθηκε στον λαιμό του Λούθιεν, μια ξαφνική παρόρμηση να το σκάσει, να φύγει από την πίσω πύλη του Κάερ Μακντόναλντ και να τρέξει στα βουνά. Δεν είχε φανταστεί ότι θα ήταν έτσι η επίθεση, τόσο ελεγχόμενη και αποφασισμένη. Περίμενε ότι ο Κυκλωπιανός αρχηγός θα έκανε κάποια ανακοίνωση, περίμενε να ηχήσει ένα κέρας και μετά να ακολουθήσει μια έφοδος, με τους Κυκλωπιανούς να αλαλάζουν.
Αυτή η προέλαση όμως ήταν πολύ υπολογισμένη και γεμάτη σιγουριά. Οι Πραιτωριανοί Φρουροί κρατούσαν κλειστό σχηματισμό και οι γραμμές τους σχεδόν δεν διαταράχθηκαν όταν η επόμενη βολή του καταπέλτη έπεσε στη μέση της χελώνης. Μερικοί πρέπει να σκοτώθηκαν ή να τραυματίστηκαν, ήταν αναπόφευκτο, αλλά ο σχηματισμός παρέμεινε ακλόνητος, συνέχισε να προχωρεί με τον ήχο τον τύμπανων ασταμάτητος, αναπόφευκτος. Ο Λούθιεν άρχισε να φοβάται ότι το ίδιο ήταν αναπόφευκτη και η επικρεμάμενη πτώση του Κάερ Μακντόναλντ.
Κοίταξε γύρω του. Καθώς όλοι είχαν σωπάσει από τη μέσα πλευρά του τείχους, συνειδητοποίησε ότι άνδρες και γυναίκες είχαν τους ίδιους φόβους. Μια φωνή μέσα του, είπε ότι ήταν ώρα να φανεί ηγέτης τους, πραγματικός ηγέτης. Οι επαναστάτες βρίσκονταν σε μια κρίσιμη στιγμή, πριν ακόμη αρχίσει η μάχη.
Ο Λούθιεν ανέβηκε πάνω στις επάλξεις τραβώντας τον Τυφλωτή από τη θήκη του. «Κάερ Μακντόναλντ!» φώναξε. «Εριαντόρ ελεύθερο!»
Όσοι περίμεναν πίσω από το εξωτερικό τείχος, γύρισαν να κοιτάξουν πίσω, μερικοί μάλιστα απορημένοι. Άλλοι όμως, όπως η Σιόμπαν, κατάλαβαν και εκτίμησαν αυτό που έκανε ο νεαρός Μπέντγουιρ.
Ο Λούθιεν έτρεξε κατά μήκος του τείχους μέχρι τον πυλώνα από την άλλη πλευρά της πελώριας μπροστινής πύλης του Κάερ Μακντόναλντ. Συνέχισε την πολεμική ιαχή, ώσπου γρήγορα άρχισαν να την επαναλαμβάνουν όλοι οι στρατιώτες στο τείχος της πόλης.
Εκείνοι που βρίσκονταν πίσω από το εξωτερικό τείχος, με τον εχθρό να πλησιάζει γρήγορα σε ακτίνα βολής, δεν φώναξαν, όμως ενθαρρύνθηκαν από τις φωνές των συντρόφων πίσω τους. Μια σειρά από τόξα υψώθηκε κατά μήκος του τείχους με τα βέλη περασμένα στις χορδές.
Ο κυκλωπιανός στρατός συνέχιζε την αργή και σταθερή πορεία του. Δεκαπέντε μέτρα μακριά. Δώδεκα μέτρα.
Η Σιόμπαν και οι σύντροφοί της κρατούσαν ακόμη τα τόξα τους τεντωμένα, καθώς δεν έβλεπαν στόχους πίσω από αυτό το οχύρωμα των μεταλλικών ασπίδων. Άλλο ένα βλήμα του καταπέλτη προσγειώθηκε στη μέση του σχηματισμού, ακολουθούμενο αμέσως μετά από ένα βέλος μεγαβαλλίστρας που προερχόταν από κάποιον πύργο της Μητρόπολης. Χτύπησε στην μπροστινή σειρά και καμιά ασπίδα δεν μπόρεσε να το κρατήσει. Λύγισε τα μέταλλα και τα διαπέρασε καρφώνοντας έναν Κυκλωπιανό. Η δύναμη του βέλους έριξε κάτω εκείνους που στέκονταν δίπλα του επιφέροντας ένα προσωρινό ρήγμα στον σχηματισμό.
Οι τοξότες αντέδρασαν αμέσως και τα βέλη διαπέρασαν τη μάζα των μονόφθαλμων προκαλώντας πολλά θύματα.
Η χελώνη που πλησίαζε στη βορειοδυτική πλευρά του εξωτερικού τείχος, σε απόσταση έξι μόλις μέτρων έσπασε τον σχηματισμό και οι Κυκλωπιανοί έκαναν έφοδο ουρλιάζοντας άγρια. Οι χορδές των τόξων βούιξαν, ενώ οι λογχοφόροι άρχισαν να καρφώνουν προς τα κάτω τους μονόφθαλμους που προσπαθούσαν να ανεβούν το τείχος.
Η Σιόμπαν λίγο πιο βόρεια φώναξε στα ξωτικά να εξαπολύσουν το πρώτο μπαράζ, πριν ακόμη σπάσουν τον σχηματισμό τους οι Κυκλωπιανοί της χελώνης μπροστά τους. Ήταν ένα υπολογισμένο ρίσκο που αποδείχτηκε σωστό, γιατί σε τόσο μικρή απόσταση τα βέλη από τα πολύ ισχυρά τόξα των ξωτικών διαπέρασαν τις μεταλλικές ασπίδες, έτσι ώστε τα ξωτικά, με τις αστραπιαίες κινήσεις τους, πρόλαβαν να περάσουν τα επόμενα βέλη και να ρίξουν πάλι σχεδόν αμέσως.
Ακολούθησε ένα τρίτο και ένα τέταρτο μπαράζ πριν προλάβουν οι Κυκλωπιανοί να διανύσουν τα έξι μέτρα μέχρι το τείχος, αλλά όση ζημιά και να έκαναν τα βέλη, δεν ενόχλησαν τη μεγάλη μάζα των Κυκλωπιανών, πέντε χιλιάδες Πραιτωριανούς Φρουρούς σε αυτήν τη χελώνη μόνο. Οι μονόφθαλμοι δεν πανικοβλήθηκαν, δεν έκλαψαν για τους νεκρούς τους. Όρμησαν στο τείχος και άρχισαν να σκαρφαλώνουν, συχνά πατώντας πάνω στους νεκρούς τους.
Τα ξωτικά της Σιόμπαν πολέμησαν γενναία —όπως επίσης οι άλλοι, κυρίως άνθρωποι, που κρατούσαν τη βορειοδυτική γωνία και τη δυτική πλευρά— αλλά η γραμμή τους ήταν πολύ λεπτή και αραιή, με αποτέλεσμα το τείχος να παραβιάστεί σε αρκετά σημεία μέσα σε λίγες στιγμές.
Ξάφνου, από το εσωτερικό τείχος ακούστηκαν τρία κοφτά σαλπίσματα από κέρας, κι αμέσως, όλοι όσοι μπορούσαν, υποχώρησαν από το εξωτερικό τείχος τρέχοντας προς την πύλη της πόλης.
Οι νάνοι ήταν έτοιμοι με τα τσεκούρια αλλά, προς τιμή τους, περίμεναν μέχρι την τελευταία στιγμή, δίνοντας σ’ εκείνους που πολεμούσαν στο εξωτερικό τείχος όσο περισσότερον χρόνο μπορούσαν για να ξεφύγουν. Στο τέλος όμως δεν γινόταν να περιμένουν άλλο, καθώς Κυκλωπιανοί είχαν μπει μέσα στην αμυντική γραμμή και τους πλησίαζαν, έτσι ώστε αν δεν χρησιμοποιούσαν αμέσως τα τσεκούρια για να κόψουν τα σχοινιά, θα βρίσκονταν να μάχονται σώμα με σώμα.
Ένα-ένα τα σχοινιά κόπηκαν βγάζοντας εκκωφαντικούς κρότους, και οι πέτρες του εξωτερικού τείχους έτριξαν.
Ο Λούθιεν κρατούσε την ανάσα του. Το τείχος έμοιαζε να μένει στη θέση του για μερικές ατελείωτες στιγμές, στηριγμένο ίσως από την πίεση που δεχόταν από την άλλη πλευρά. Τελικά γκρεμίστηκε αρχίζοντας από τα δυτικά και προχωρώντας κυκλικά προς τα βόρεια, σαν ένα μεγάλο κύμα που σκάει σε παραλία.
Στην πραγματικότητα δεν σκοτώθηκαν πολλοί Κυκλωπιανοί από την πτώση του τείχους. Δεν κατέρρευσε πάνω τους αλλά έπεσε αργά, σαν δέντρο, γι’ αυτό πολλοί πρόλαβαν να τραβηχτούν πίσω. Όμως, η σύγχυση που ακολούθησε, έσπασε τον σχηματισμό τους, έτσι ώστε, όταν οι τοξότες του Λούθιεν στο εσωτερικό τείχος εξαπέλυσαν το πρώτο μπαράζ από βέλη, ήταν περισσότερα αυτά που χτύπησαν κυκλωπιανή σάρκα παρά μεταλλικές ασπίδες.
Ο Λούθιεν δεν παρακολούθησε αυτό το εξοντωτικό μπαράζ. Αυτός και πενήντα άλλοι βρίσκονταν στο πλάτωμα πίσω από την κύρια πύλη, καβάλα στα καλύτερα άλογα που υπήρχαν στην πόλη. Οι εσωτερικές πόρτες του Κάερ Μακντόναλντ άνοιξαν, ενώ ταυτόχρονα έπεφταν σχοινιά και ανεμόσκαλες από την εξωτερική πλευρά του τείχους, για να βοηθήσουν τη φυγή εκείνων που έρχονταν απ’ έξω. Οι τοξότες διάλεγαν τους στόχους τους με προσοχή, σκοτώνοντας τους Κυκλωπιανούς που προπορεύονταν, ώστε όσο το δυνατόν λιγότεροι επαναστάτες να συμπλακούν σε μάχη σώμα με σώμα έξω από την πόλη.
Το ιππικό όρμησε από την πύλη με επικεφαλής τον Λούθιεν, με τον πορφυρό μανδύα και τα κοκκινωπά μαλλιά του να ανεμίζουν πίσω του και τον Τυφλωτή υψωμένο στον γκρίζο πρωινό ουρανό.
Πίσω από τα ερείπια του εξωτερικού τείχους, ο Μπέλσεν’ Κριγκ και οι υποδιοικητές του ανασυντάχθηκαν γρήγορα εξαπολύοντας μια νέα μανιασμένη επίθεση. Ο Λούθιεν και οι έφιπποι σύντροφοί του ετοιμάστηκαν να την αντιμετωπίσουν και να την επιβραδύνουν, ώστε να προλάβουν να μπουν στην πόλη εκείνοι που έρχονταν τρέχοντας από το εξωτερικό τείχος. Ο νεαρός Μπέντγουιρ ανασύνταξε το ιππικό γύρω του ορίζοντας τη γραμμή της εφόδου. Ο κύριος όγκος των Κυκλωπιανών απείχε είκοσι μέτρα, έχοντας εισχωρήσει κατά δέκα μέτρα από το εξωτερικό τείχος.
Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν κατάπληκτα καθώς το έδαφος ανασηκώθηκε μπροστά στα πόδια του εχθρού και ο Σάγκλιν με τους πεντακόσιους νάνους του βγήκαν από τις κρυψώνες τους, αρχίζοντας να κατακρεουργούν τους μισητούς μονόφθαλμους εχθρούς τους.
Άλλος ένας καταιγισμός από βέλη έπεσε από το τείχος πίσω από τον Λούθιεν. Η μεγαβαλλίστρα της Μητρόπολης άνοιξε μια τεράστια τρύπα στις γραμμές των Κυκλωπιανών.
«Εριαντόρ ελεύθερο!» βρυχήθηκε ο Λούθιεν ορμώντας με πενήντα ιππείς δίπλα του σε μετωπική σύγκρουση με την ασημόμαυρη μάζα των Πραιτωριανών.
Ακολούθησαν τα πιο φρικτά και συγκεχυμένα λεπτά της νεαρής ζωής του Λούθιεν Μπέντγουιρ μέσα σ’ εκείνο το συνονθύλευμα από σώματα, το βουητό από τα βέλη, τις κραυγές των ετοιμοθάνατων. Παντού, έβρισκε έναν Κυκλωπιανό για να χτυπήσει με το σπαθί του. Ξαφνικά έχασε το άλογο κάτω από τα πόδια του, μα τον έπιασε, καθώς έπεφτε, ένας νάνος τον οποίο δεν πρόλαβε να ευχαριστήσει, γιατί αμέσως τους χώρισε μια ομάδα εχθρών που χτυπούσαν προς όλες τις πλευρές.
Ο Λούθιεν χτυπήθηκε κάμποσες φορές αλλά σχεδόν δεν το πρόσεξε. Κάρφωσε έναν Κυκλωπιανό με τον Τυφλωτή βυθίζοντας τη λάμα στο σώμα του μέχρι τα μισά περίπου, μετά ελευθέρωσε το σπαθί και χτύπησε διαγώνια τυφλώνοντας έναν άλλο. Ο πρώτος Κυκλωπιανός όμως δεν είχε πεθάνει, ήταν τόσο εξαγριωμένος, χαμένος και τρομοκρατημένος ταυτόχρονα, που ήταν αδύνατο να σωριαστεί κάτω και να πεθάνει.
Ο Λούθιεν αισθάνθηκε αίμα να τρέχει στο πλάι από το πόδι του. Γύρισε για να αποτελειώσει τον τραυματισμένο μονόφθαλμο αλλά δεν πρόλαβε, καθώς όρμησε ανάμεσά τους ένα νέο κύμα που τους χώρισε. Στις προηγούμενες συγκρούσεις, ακόμη και μέσα ή γύρω από τη Μητρόπολη, οι συμπλοκές του Λούθιεν ήταν πάντα προσωπικές, βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με έναν αντίπαλο, δίπλα-δίπλα μ’ έναν φίλο, μέχρι να μπορέσει να περάσει στην επόμενη συμπλοκή. Αυτήν τη φορά όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι μισοί Κυκλωπιανοί με τους οποίους ξιφομάχησε είχαν ήδη τραύματα από προηγούμενες συγκρούσεις, ενώ οι περισσότεροι φίλοι που είδε, παρασύρθηκαν από τη μανιασμένη πίεση των μονόφθαλμων πριν προλάβει καν να τους κάνει ένα νεύμα αλληλεγγύης.
Από τους τοξότες που είχαν υποχωρήσει στο εσωτερικό τείχος για να ενισχύουν τις γραμμές των αμυνόμενων, τα βέλη έπεφταν με καταιγιστικό ρυθμό. Με το ιππικό του Λούθιεν και τους νάνους να πολεμούν μέσα στις τάξεις του εχθρού, οι Κυκλωπιανοί δεν μπορούσαν να φτιάξουν αμυντικό σχηματισμό.
Όμως η ορμή του ιππικού και των νάνων είχε εξαντληθεί, για τούτο η γραμμή των Κυκλωπιανών μπορεί να λύγισε αλλά δεν έσπασε. Η μάχη μετατράπηκε σε μια φρενιτιώδη υποχώρηση για τους ιππείς και για τους λίγους νάνους που κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μάζα των Πραιτωριανών.
Έβγαιναν σε μικρές ομάδες μέσα από τις τάξεις των μονόφθαλμων, όλοι με τα όπλα και τα σώματά τους να στάζουν αίματα, έτσι ώστε δεν θα κατάφερνε ούτε ένας νάνος ή ιππέας να επιστρέψει στην πόλη, αν δεν κάλυπταν την υποχώρησή τους οι τοξότες από το τείχος.
Ο Λούθιεν ήταν σίγουρος πια ότι θα πεθάνει. Σκότωσε έναν Κυκλωπιανό, αλλά το σπαθί του σφηνώθηκε στο στέρνο του αντιπάλου του. Πριν προλάβει να το ελευθερώσει και να γυρίσει για να αμυνθεί, τον χτύπησε στα πλευρά ένα βαρύ ρόπαλο. Ζαλισμένος, με κομμένη την ανάσα, στριφογύρισε και σωριάστηκε κάτω.
Το επόμενο πράγμα που αντιλήφθηκε ήταν ότι μισότρεχε προς το τείχος στηριγμένος πάνω σε κάποιον ο οποίος σχεδόν τον κουβαλούσε. Άκουγε τα γρυλλίσματα των Κυκλωπιανών πίσω του, άκουγε το βουητό από τα βέλη πάνω από το κεφάλι του, αλλά κατά κάποιο τρόπο του φαίνονταν όλα μακρινά.
Τον ανέβασαν από μια ανεμόσκαλα, ώσπου τον έπιασαν από πάνω κάμποσα χέρια και τον τράβηξαν στο τείχος. Καθώς έπεφτε προς τα μέσα κοίταξε πίσω και το τελευταίο πράγμα που είδε πριν χάσει τις αισθήσεις του ήταν το πρόσωπο και η γενειάδα του Σάγκλιν, καθώς ο καλός του φίλος ανέβαινε στο τείχος στηρίζοντάς τον.
«Σε χρειάζονται πάνω στο τείχος!» ακούστηκε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του Λούθιεν, μια μακρινή έκκληση, μια φωνή που αναγνώριζε. Ανοίγοντας τα θολωμένα μάτια του είδε την Σιόμπαν σκυμμένη από πάνω του.
»Μπορείς να σηκωθείς;» τον ρώτησε.
Ο Λούθιεν δεν καταλάβαινε, αλλά ούτε αντιστάθηκε καθώς η Σιόμπαν ανασήκωσε το κεφάλι του από την κουβέρτα και τον έπιασε από το χέρι.
«Το τείχος;» ρώτησε ο Λούθιεν. Ανακάθισε διώχνοντας τη ζάλη από το μυαλό του. Ξαφνικά του ήρθαν όλες οι αναμνήσεις από εκείνο το πρωί, η φρίκη της μάχης, το αίμα, τα ουρλιαχτά, σαν τις εικόνες ενός εφιάλτη που δεν έχεις ξεχάσει ακόμη μέσα στο φως της αυγής.
«Κρατήσαμε», τον πληροφόρησε η Σιόμπαν, καθώς τον τραβούσε για να τον σηκώσει όρθιο. Μόλις σηκώθηκε, τον κράτησε και τον σταθεροποίησε. «Τους χτυπήσαμε, τους σκορπίσαμε. Το πεδίο της μάχης είναι γεμάτο από τους νεκρούς τους.
Τα λόγια της άρεσαν στον Λούθιεν, αλλά υπήρχε κάτι στον τόνο της, μια βαθύτερη ένταση, σαν να προσπαθούσε να πείσει περισσότερο τον εαυτό της παρά εκείνον. Έτσι δεν παραξενεύτηκε όταν η Σιόμπαν συνέχισε:
»Αλλά ανασυντάχθηκαν και προελαύνουν πάλι», του εξήγησε. «Τα τραύματά σου δεν είναι τόσο άσχημα, και η παρουσία σου είναι απαραίτητη στο τείχος». Καθώς του μιλούσε, τον έσερνε ταυτόχρονα στηρίζοντάς τον, με αποτέλεσμα ο Λούθιεν να αισθανθεί πάλι σαν μαριονέτα, σαν διακοσμητικό σύμβολο της επανάστασης. Εκείνη τη στιγμή δεν αμφέβαλλε ότι αν είχε σκοτωθεί, η Σιόμπαν δεν θα το έλεγε σε κανέναν. Θα τον έστηνε απλώς στο τείχος, θα έδενε τον Τυφλωτή στο σηκωμένο χέρι του και θα έκρυβε έναν νάνο κάτω από τον μανδύα για να φωνάζει πολεμικές ιαχές.
Όταν όμως ανέβηκαν στο τείχος, ο Λούθιεν άρχισε να δικαιολογεί την ψυχρότητα των πράξεων της Σιόμπαν. Το πεδίο της μάχης μπροστά στο Κάερ Μακντόναλντ, σ’ όλη τη ζώνη μέχρι τα ερείπια του εξωτερικού τείχους, ήταν στρωμένο από πτώματα, μουσκεμένο από αίμα, τεράστιες λίμνες αίμα που δεν το απορροφούσε το παγωμένο έδαφος. Κάθε τόσο, καθώς κάποιος από το τείχος πετούσε ένα αντικείμενο κάτω, ο αέρας γέμιζε φτεροκοπήματα από αμέτρητα όρνεα που πετιούνταν τρομαγμένα στον γκρίζο ουρανό — έναν ουρανό ο όποιος είχε σκοτεινιάσει καθώς προχωρούσε η μέρα.
Ήταν μια τόσο τραγική, απίστευτη σκηνή σφαγής, ώστε ο Λούθιεν δεν μπορούσε να την συλλάβει καλά με τον νου του. Οι περισσότεροι νεκροί ήταν Κυκλωπιανοί, ασημί και μαύρο κοκκινισμένα από το αίμα, αλλά ανάμεσά τους υπήρχαν επίσης αλλιώτικα πτώματα, άνδρες, γυναίκες, μερικά ξωτικά και πολλοί, πολλοί νάνοι.
Αυτό είδε περισσότερο ο Λούθιεν, τους νεκρούς νάνους. Τους γενναίους νάνους που πετάχτηκαν στη μέση του κυκλωπιανού στρατού προκαλώντας χάος και καταστροφή, παρ’ όλο που ήξεραν ότι πολλοί θα το πλήρωναν με τη ζωή τους. Ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι κείτονταν όλοι νεκροί στο πεδίο της μάχης, έχοντας θυσιαστεί όχι για να σώσουν το Κάερ Μακντόναλντ αλλά μόνο για να αποκρούσουν την πρώτη κυκλωπιανή επίθεση.
Με πρόσωπο χλομό, ανασαίνοντας βαθιά, ο Λούθιεν κοίταξε την Σιόμπαν. «Πόσοι;» ρώτησε.
«Πάνω από τριακόσιοι», απάντησε εκείνη σκυθρωπή. «Οι διακόσιοι, νάνοι». Μετά η Σιόμπαν ύψωσε το παράστημά της, τράβηξε πίσω τους ώμους και έσφιξε το λεπτό της σαγόνι. «Αλλά οι νεκροί Κυκλωπιανοί είναι πενταπλάσιοι», είπε· πράγματι ο Λούθιεν κοιτάζοντας κάτω υπολόγισε ότι πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον τόσα πτώματα στο πεδίο της μάχης.
Μετά κοίταξε πέρα από το γκρεμισμένο εξωτερικό τείχος την ασημόμαυρη μάζα, τον στρατό του Άβον που πλησίαζε πάλι. Η θέση του ήλιου στον ουρανό ξεχώριζε μόνο σαν μια περιοχή με πιο ανοιχτόγκριζο χρώμα, που από το ύψος όπου βρισκόταν έδειχνε ότι δεν ήταν ακόμη μεσημέρι. Οι Πραιτωριανοί όμως προήλαυναν πάλι για να επαναλάβουν τη σφαγή, να σκεπάσουν τους νεκρούς με ένα δεύτερο στρώμα σκοτωμένων.
«Όλα μέσα σε ένα πρωί!» ψιθύρισε.
Γύρισε για να εξετάσει τη γραμμή των αμυνόμενων. Αυτήν τη φορά δεν θα υπήρχε η πτώση του εξωτερικού τείχους, ούτε η ενέδρα των νάνων. Αυτήν τη φορά οι Κυκλωπιανοί θα έφταναν μέχρι το εσωτερικό τείχος και, αν νικούσαν τους υπερασπιστές του, αν έμπαιναν στην πόλη, το Κάερ Μακντόναλντ θα έπεφτε.
Θα έπεφτε, η επανάσταση θα έπαιρνε τέλος, το Εριαντόρ δεν θα ελευθερωνόταν. Ο Λούθιεν δεν εξέτασε τις προσωπικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο, δεν σκέφτηκε καν ότι μπορεί να πέθαινε μέσα στις επόμενες ώρες, ούτε αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αν έπεφτε η πόλη χωρίς να σκοτωθεί ο ίδιος. Τώρα διακυβεύονταν πολύ περισσότερα και η κατάσταση ήταν πολύ σημαντική για να κάνει κανείς προσωπικές σκέψεις.
Μια νέα δύναμη κύλησε στα τσακισμένα μέλη του. Σήκωσε το σπαθί του ψηλά στον αέρα τραβώντας την προσοχή όλων γύρω του.
«Εριαντόρ ελεύθερο!» ακούστηκε η ιαχή. «Κάερ Μακντόναλντ!»
Δίπλα του η Σιόμπαν έκανε ένα ικανοποιημένο νεύμα. Φοβόταν ότι ο Λούθιεν θα λιποθυμούσε από τα τραύματά του, ενώ σκεφτόνταν επίσης ότι το παλληκάρι θα έβρισκε πολύ δύσκολη την επόμενη μάχη. Είχε κάνει όμως αυτά που έπρεπε να κάνει, οπότε, αν μετά από αυτή την επίθεση ήταν ανάμεσα στους νεκρούς, η Σιόμπαν θα φρόντιζε να καλλιεργήσει τον μύθο του. Θα πρόσθετε το όνομα του Λούθιεν στις πολεμικές ιαχές των στρατιωτών που θα απέμεναν για να υπερασπίσουν το Κάερ Μακντόναλντ.
Αλλά αυτές οι σκέψεις είναι για μια άλλη φορά, σκέφτηκε η Σιόμπαν. Οι καταπέλτες έριξαν, η μεγαβαλλίστρα αντήχησε και οι χελώνες των Κυκλωπιανών —δύο τώρα, όχι τρεις όπως στην πρώτη επίθεση— συνέχισαν να προχωρούν. Πάνω στο τείχος χίλια τόξα τεντώθηκαν κι έριξαν, και ξανά, και ξανά και ξανά ένα πυκνό χαλάζι από βέλη που σφύριζαν και χτυπούσαν σε ασπίδες διερχόμενα πότε-πότε μέσα από κάποιο άνοιγμα του κυκλωπιανού σχηματισμού.
Και αυτοί συνέχιζαν να προχωρούν, μια ασημόμαυρη ασταμάτητη πλημμύρα. Διάβηκαν τα ερείπια του εξωτερικού τείχους και συνέχισαν περνώντας γύρω ή πάνω από τους νεκρούς. Ο ασταμάτητος κρότος από τα βέλη που χτυπούσαν πάνω σε μέταλλο έγινε ένας συνεχής αχός, που ανακατευόταν με το βούισμα από τις χορδές των τόξων κάνοντας τον ίδιο τον αέρα να δονείται.
Η Πραιτωριανή Φρουρά έσπασε τον σχηματισμό μονάχα αφού είχε πλησιάσει τουλάχιστον δεκαπέντε μέτρα κοντά στο τείχος. Εμφανίστηκαν ανεμόσκαλες και δεκάδες Κυκλωπιανοί άρχισαν να στριφογυρίζουν σχοινιά με μεγάλους γάντζους ορμώντας προς το τείχος. Μια μεγάλη ομάδα που κρατούσε ένα κομμένο δέντρο, επιτέθηκε στην κεντρική πύλη.
Ένας καταιγισμός βελών από τους πυλώνες της πύλης αποδεκάτιζε τους Κυκλωπιανούς που κρατούσαν τον πολιορκητικό κριό, αλλά αμέσως έπαιρναν τη θέση τους άλλοι.
Γρήγορα ακούστηκε η μεταλλική κλαγγή των σπαθιών κι από τις δυό μεριές του οχυρώματος. Κραυγές μανίας ανακατεύτηκαν με κραυγές αγωνίας, βρυχηθμούς, θρήνους και ξεφωνητά θριάμβου, που την επόμενη στιγμή γίνονταν ουρλιαχτά αγωνίας καθώς χτυπούσε ο επόμενος αντίπαλος.
Στην αρχή οι Κυκλωπιανοί πέθαιναν ασταμάτητα, δέκα μονόφθαλμοι για κάθε έναν επαναστάτη. Αλλά καθώς αγκριφώνονταν περισσότεροι γάντζοι στο τείχος, καθώς όλο και πιο πολλοί Πραιτωριανοί κατάφερναν να ανεβούν πιέζοντας τη γραμμή των υπερασπιστών, η αναλογία άρχισε να αλλάζει.
Γρήγορα έγινε πέντε προς έναν, μετά δύο προς έναν.
Ο Λούθιεν έμοιαζε να βρίσκεται παντού, έτρεχε στις επάλξεις, χτυπούσε αστραπιαία κι έτρεχε στην επόμενη συμπλοκή να κόψει στον δρόμο του ένα χοντρό σχοινί Κυκλωπιανών. Έχασε τον λογαριασμό για το πόσους είχε σκοτώσει — άλλωστε δεν μπορούσε να ξέρει από όλους όσους χτύπησε πόσοι τραυματίστηκαν απλώς και πόσοι πέθαναν. Αισθανόταν ότι οι επαναστάτες θα κρατήσουν, αλλά το τίμημα θα είναι πολύ βαρύ.
Ένας τρομερός βρόντος, ένα τράνταγμα σαν από σεισμό στο τείχος κοντά στους πυλώνες κόντεψε να τον πετάξει κάτω, ενώ επίσης μερικοί επαναστάτες και Κυκλωπιανοί που βρίσκονταν εκεί κοντά έχασαν την ισορροπία τους.
Ακολούθησε ένα δεύτερο τράνταγμα, μετά ένα τρίτο που συνοδευόταν από δυνατά σφυροκοπήματα.
«Η πύλη!» φώναξε κάποιος και ο Λούθιεν κατάλαβε. Κοιτάζοντας κάτω είδε μια μάζα μονόφθαλμων να ορμούν προς το άνοιγμα, καθώς και τον κορμό του δέντρου που τώρα ήταν πεταμένος, κάτω έχοντας εκπληρώσει την αποστολή του.
Ο Λούθιεν, αφού έτρεξε προς την εσωτερική πλευρά του τείχους, πήδησε κάτω, μέσα στη συμπλοκή που είχε ξεσπάσει. Ήταν σίγουρος ότι θα σκοτωνόταν, όμως δεν μπορούσε να σταματήσει. Οι Κυκλωπιανοί είχαν μπει στην πόλη περνώντας από τη σπασμένη πύλη. Εδώ θα κρατούσε ή θα έπεφτε το Κάερ Μακντόναλντ και εδώ έπρεπε να βρίσκεται ο Λούθιεν Μπέντγουιρ.
Γρήγορα έγινε ό,τι είχε γίνει και κατά την πρώτη μάχη στο εξωτερικό τείχος, όπου δεν υπήρχαν ξεκάθαρες γραμμές, μόνο μια μάζα από στρατιώτες που σκότωναν και σκοτώνονταν. Ο Λούθιεν σκόνταψε πάνω σε έναν ετοιμοθάνατο και αυτό του έσωσε τη ζωή, γιατί καθώς ήταν σκυμμένος, ένα κυκλωπιανό σπαθί που έσταζε ακόμη από το αίμα του επαναστάτη στον οποίο είχε σκοντάψει ο νέος, πέρασε σφυρίζοντας πάνω από το κεφάλι του. Κατάλαβε ότι αν σταματούσε, ο Κυκλωπιανός θα τον σκότωνε πριν προλάβει να γυρίσει και να αντιμετωπίσει την επίθεσή του, έτσι έριξε το βάρος του μπροστά εκτινασσόμενος σαν αστραπή μέσα σε μια άλλη συμπλοκή.
Βρέθηκε ανάμεσα σε τρεις Κυκλωπιανούς.
Πάνω στο τείχος η Σιόμπαν με τα ξωτικά της συνέχισαν να στέλνουν μια συνεχή βροχή από βέλη στη μάζα των μονόφθαλμων έξω από το Κάερ Μακντόναλντ, ενώ οι πιο μεγαλόσωμοι και δυνατοί από τους ανθρώπους πολεμούσαν με τους Κυκλωπιανούς που ανέβαιναν πεισματικά με σχοινιά και σκάλες.
«Στοχεύσετε τους αρχηγούς τους!» διέταξε η Σιόμπαν, κι αμέσως πολλοί από τους τοξότες άρχισαν ήδη να κάνουν ακριβώς αυτό. Έψαχναν μέσα στο πλήθος αναζητώντας τους μονόφθαλμους που έδιναν διαταγές, και όποιος εντόπιζε κάποιον, φώναζε στους κοντινούς τοξότες να συγκεντρώσουν εκεί την προσοχή τους.
Ένας-ένας οι υποδιοικητές του Μπέλσεν’ Κριγκ σωριάστηκαν στο χώμα.
Ο Λούθιεν έπεσε γονατιστός ενώ το σπαθί του διέγραφε ένα ημικύκλιο μπροστά του, αλλά μετά σηκώθηκε για να γονατίσει πάλι διαγώνια απωθώντας τους δύο Κυκλωπιανούς προς τα πίσω. Μετά πάτησε γερά με το ένα πόδι, σηκώθηκε, πέταξε ψηλά το ξίφος του τρίτου Κυκλωπιανού με ένα χτύπημα και με το επόμενο τον ξεκοίλιασε.
Όρμησε μπροστά ξεκαρφώνοντας τον Τυφλωτή καθώς περνούσε κι έκανε μεταβολή προς τα δεξιά, χρησιμοποιώντας τον μονόφθαλμο, που έπεφτε, σαν ασπίδα ενάντια στους άλλους δύο οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει. Στρεφόμενος, στάθηκε καλυμμένος από τον ετοιμοθάνατο Κυκλωπιανό χτυπώντας προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ο ένας από τους Κυκλωπιανούς είχε μια τρίαινα, ο άλλος ένα σπαθί, μα ο Λούθιεν χτύπησε και τα δύο όπλα παραμερίζοντάς τα με τη μανιασμένη επίθεσή του. Ο Κυκλωπιανός με την τρίαινα τραβήχτηκε πίσω, κράτησε το όπλο του γερά με το ένα χέρι και το εκσφενδόνισε με στόχο το κεφάλι του Λούθιεν.
Εκείνος, γρήγορος σαν γάτα, έσκυψε αποκρούοντας ταυτόχρονα, με το σπαθί του να σηκώνεται ψηλά και να παραμερίζει την ιπτάμενη τρίαινα. Δεν την άφησε όμως να φύγει πίσω του, αλλά την άρπαξε με το ελεύθερο χέρι καθώς το σπαθί έκοβε την ορμή της, την αντέστρεψε ακουμπώντας το άκρο του κονταριού της στο δάπεδο μπροστά του και την έγειρε πλαγιαστά, μπροστά στον άλλο Κυκλωπιανό με το σπαθί, που ορμούσε εναντίον του.
Ο μονόφθαλμος προσπάθησε να σταματήσει, αλλά δεν τα κατάφερε εγκαίρως. Η τρίαινα τον κάρφωσε στον ώμο.
Ο Λούθιεν δεν ασχολήθηκε καν μαζί του. Άφησε την τρίαινα αμέσως αφού την έστησε κάτω και όρμησε προς τον τρίτο Κυκλωπιανό, εκείνον που του την είχε πετάξει. Αυτός οπισθοχώρησε προσπαθώντας να τραβήξει ένα κοντό σπαθί από τη ζώνη του. Κατάφερε να το βγάλει αλλά ήταν πολύ αργά, ο Λούθιεν το χτύπησε δυνατά στη λαβή και του το πέταξε από το χέρι.
Ο Τυφλωτής σηκώθηκε κόβοντας σαν μαχαίρι και άνοιξε το πρόσωπο του Κυκλωπιανού από το πηγούνι μέχρι το μέτωπο. Μετά το σπαθί στράφηκε προς τα κάτω σε μια διαγώνια κυκλική κίνηση, που έκοψε τον ώμο του μονόφθαλμου όπως και το κάτω μέρος του λαιμού του, ώσπου κατέληξε στη δεξιά πλευρά του θώρακα. Ο Λούθιεν πρόλαβε να τον καρφώσει άλλη μια φορά στην κοιλιά, καθώς εκείνος έπεφτε κάτω.
Την επόμενη στιγμή γύρισε αστραπιαία σηκώνοντας ενστικτωδώς το σπαθί μπροστά του και μόλις που πρόλαβε να αποκρούσει το σπαθί του τρίτου Κυκλωπιανού. Ο Τυφλωτής υψώθηκε, απέκρουσε ξανά, μια τρίτη φορά ακόμα, και με κάθε απόκρουση ο Λούθιεν κέρδιζε έδαφος αναγκάζοντας τον αντίπαλό του να οπισθοχωρήσει. Ένιωθε να τον σπρώχνει μια ασυγκράτητη μανία. Εδώ ήταν η πατρίδα του, το Εριαντόρ! Κάρφωνε κι έκοβε, έσκυβε και χτυπούσε τον μονόφθαλμο χαμηλά, μετά πηδούσε πάνω στοχεύοντας το μάτι του.
«Πόσα χτυπήματα θα αποκρούσεις;» βρυχήθηκε στα μούτρα του Κυκλωπιανού, απωθώντας τον συνέχεια προς τα πίσω μέχρι που εκείνος σκόνταψε.
Ένα ρόπαλο, που εκτοξεύτηκε από μια κοντινή συμπλοκή, χτύπησε τον Λούθιεν στο πόδι με αποτέλεσμα να παραπατήσει κι αυτός. Ο Κυκλωπιανός προσπάθησε να ανακόψει την ορμή του, να περάσει στην επίθεση καρφώνοντας με το κοντό σπαθί του, αλλά ο Λούθιεν οπισθοχώρησε πριν ορμήσει ξάφνου πάλι μπροστά, περνώντας δίπλα από το απλωμένο όπλο, και καρφώσει τον Τυφλωτή στην καρδιά του αντιπάλου του.
Όλα είχαν συμβεί μέσα σε μερικές στιγμές. Σκότωσε τρεις αντιπάλους πριν προλάβει καλά-καλά να στάξει το αίμα από το σπαθί του. Ο Λούθιεν, ελευθερώνοντας τον Τυφλωτή από τον Κυκλωπιανό, γύρισε αμέσως, σίγουρος ότι κάποιος άλλος θα ήταν έτοιμος να του επιτεθεί. Παρατήρησε με έκπληξη ότι οι Κυκλωπιανοί τριγύρω είχαν λιγοστέψει απρόσμενα. Κοίταξε την πύλη και είδε ότι οι σκληροτράχηλοι νάνοι του Σάγκλιν, πολεμώντας σε ευθεία γραμμή, είχαν καταφέρει να απωθήσουν τους Κυκλωπιανούς έξω από τα τείχη και τώρα πολλοί απ’ αυτούς είχαν βάλει την πλάτη τους στη σπασμένη πόρτα κρατώντας την κλειστή. Ωστόσο, θα έπρεπε να είχαν μπεί περισσότεροι Κυκλωπιανοί από τη σπασμένη πύλη.
Έτρεξε σε μια στοίβα κιβώτια εκεί κοντά, πήδησε πάνω τους και από αυτό το ψηλότερο σημείο κατάλαβε την τακτική των μονόφθαλμων. Αντί να μείνουν για να πολεμήσουν κοντά στην πύλη, πολλοί είχαν ξεφύγει και έτρεχαν σκορπίζοντας στους δρόμους του Κάερ Μακντόναλντ.
Ακούστηκε μια κραυγή από το τείχος, ότι οι Κυκλωπιανοί έξω υποχωρούσαν. Επαναλήφθηκε σε όλο το μήκος της αμυντικής γραμμής συνοδευόμενο από ζητωκραυγές. Με τη σφαγή να γίνεται όλο και πιο μονόπλευρη στο εσωτερικό της πύλης, η δεύτερη επίθεση είχε απωθηθεί όπως κι η πρώτη.
Ο Λούθιεν δεν ένιωθε μεγάλη διάθεση για ζητωκραυγές. «Έξυπνο!», ψιθύρισε με ένα νοερό χειροκρότημα για τον αντίπαλό του στρατηγό, ο οποίος θα ήταν σίγουρα εκείνος ο πελώριος και άσχημος Κυκλωπιανός που είχε δει στον Φέλινγκ Ραν.
Μια στιγμή αργότερα βρέθηκε δίπλα του η Σιόμπαν με τον ώμο της μουσκεμένο από φρέσκο αίμα. «Υποχώρησαν», του είπε.
«Όμως, πολλοί χώθηκαν μέσα στην πόλη», της απάντησε σκυθρωπός ο Λούθιεν.
«Θα τους κυνηγήσουμε και θα τους βρούμε», του υποσχέθηκε η Σιόμπαν και ο Λούθιεν δεν αμφέβαλλε για τα λόγια της. Ήξερε όμως, όπως ήξερε και η Σιόμπαν, ότι το κυνήγι των Κυκλωπιανών θα είχε το κόστος τους. Ο σκοπός του ελιγμού ήταν ακριβώς τούτος, να αναγκαστούν να ψάξουν αυτούς τους μονόφθαλμους, γιατί θα χρειάζονταν μέχρι και δέκα επαναστάτες για να βρουν κάθε Κυκλωπιανό που θα είχε κρυφτεί στα πολλά δρομάκια του Κάερ Μακντόναλντ.
Κάπου μακριά από το τείχος ακούστηκε μια κραυγή: «Φωτιά!» ενώ μια στήλη μαύρου καπνού άρχισε να ανεβαίνει αργά από το εσωτερικό της πόλης. Οι Κυκλωπιανοί είχαν πιάσει κιόλας δουλειά.
Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας το τείχος, σκέφτηκε πάλι τον έξυπνο αντίπαλό του, έναν πολύ καλύτερο στρατηγό απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από τη φυλή των μονόφθαλμων. Πρέπει να υπήρχαν γύρω στις είκοσι χιλιάδες αντίπαλοι εκατέρωθεν αντιμέτωποι μεταξύ τους, ενώ μερικές χιλιάδες ακόμη ήταν ήδη νεκροί, αλλά ξαφνικά ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι πρόκειται για μια προσωπική σύγκρουση, όπως είχε γίνει και στον Φέλινγκ Ραν. Ο άσχημος Κυκλωπιανός εναντίον του νεαρού Μπέντγουιρ.
Και, αν έχανε, όλο το Κάερ Μακντόναλντ θα πλήρωνε βαρύ τίμημα.