9 Προετοιμασίες

Ο Λούθιεν βάδισε σ’ όλο το μήκος της αμυντικής γραμμής του Κάερ Μακντόναλντ, στην περιοχή έξω από το εξωτερικό τείχος της πόλης. Το Κάερ Μακντόναλντ είχε τρεις ξεχωριστές οχυρώσεις. Το ψηλότερο και φαρδύτερο τείχος ήταν μέσα στην πόλη, και χώριζε τη συνοικία των πλούσιων εμπόρων από τις φτωχότερες περιοχές. Μετά υπήρχε μια φαρδιά και χαμηλή οχύρωση που περιέβαλλε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και, τέλος, δεκαπέντε μέτρα πιο έξω υπήρχε η εξωτερική οχύρωση, ένα γυμνό λεπτό τείχος, μιάμιση φορά το ύψος ενός κοντού άνδρα, που σε μερικά σημεία δεν ήταν παρά πέτρες στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη.

Έξω από αυτό το εξωτερικό τείχος, το έδαφος ήταν γυμνό με ελάχιστα δέντρα ή σπίτια. Κατηφορικό έδαφος που μπορείς να το υπερασπιστείς καλά, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Οι Κυκλωπιανοί, κανονικά θα έρχονταν σε πυκνό σχηματισμό, και μπορούσαν να επιτεθούν μόνο από τα βόρεια ή τα δυτικά. Ανατολικά και νότια ήταν τα βουνά, κρύα, σκεπασμένα με χιόνι και, μολονότι ίσως μερικοί μονόφθαλμοι να πλησίαζαν από εκεί μόνο και μόνο για να πιέσουν τους υπερασπιστές της πόλης, ο κύριος όγκος θα πλησίαζε αναγκαστικά από το ανοιχτό μέρος ανεβαίνοντας την ανηφόρα.

Το έδαφος αυτό είχε γίνει ακόμη πιο επικίνδυνο χάρη στους εργατικούς νάνους του Σάγκλιν. Όλοι τους χαιρετούσαν τον Λούθιεν καθώς περνούσε, αλλά λίγοι έκαναν τον κόπο να σηκώσουν το κεφάλι, δεν ήθελαν να διακόψουν την τόσο ζωτική δουλειά τους. Μερικοί άνοιγαν χαρακώματα σκάβοντας το παγωμένο ακόμη χώμα εκατοστό προς εκατοστό. Οι τάφροι είχαν γύρω στο μισό μέτρο βάθος και ήταν αρκετά στενές. Δεν θα πρόσφεραν κάλυψη, αλλά αν ένας Κυκλωπιανός σκόνταφτε εκεί, θα κοβόταν η ορμή του ή μπορεί επίσης να έσπαζε το πόδι του. Άλλοι νάνοι έκαναν μία επιπλέον προσθήκη σε αυτές τις παγίδες τοποθετώντας μυτερούς αγκαθωτούς πασσάλους στη μια πλευρά τους, προς τη μεριά της πόλης.

Ο Λούθιεν άρχισε να νιώθει κάποια ελπίδα καθώς παρακολουθούσε αυτή την ήσυχη και μεθοδική δουλειά, στην πραγματικότητα όμως οι νάνοι εδώ ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι ήταν στο τείχος, όπου ο Λούθιεν βρήκε και τον Σάγκλιν.

Ο νάνος στεκόταν μαζί με μερικούς φίλους του μπροστά σε ένα μικρό τραπέζι μελετώντας μια στοίβα περγαμηνές. Κάθε τόσο, αφού κοίταζε το τείχος, έβγαζε ένα γρύλλισμα. Χάρηκε όταν είδε τον Λούθιεν, αν και δεν τον πρόσεξε παρά μόνο όταν εκείνος ακούμπησε το χέρι στον ώμο του.

«Πώς πάει;» ρώτησε ο Λούθιεν.

Ο Σάγκλιν κούνησε το κεφάλι του, χωρίς να φαίνεται ικανοποιημένος. «Το έχουν κάνει πολύ γερό αυτό το αναθεματισμένο το τείχος», εξήγησε, αλλά ο Λούθιεν δεν κατάλαβε το πρόβλημα. Αυτό ακριβώς δεν ήθελαν;

«Μόνο δυόμισι μέτρα ύψος και όχι πολύ παχύ», του εξήγησε ο Σάγκλιν. «Δεν θα σταματήσει τους Κυκλωπιανούς για πολύ. Ένας αλογόχοιρος μπορεί να το γκρεμίσει το αναθεματισμένο».

«Μα εσύ είπες ότι το έχουν κάνει γερό», είπε ο Λούθιεν.

«Την υποδομή εννοώ», είπε ο Σάγκλιν. «Έχουν φτιάξει καλά την υποδομή».

Ο Λούθιεν κούνησε το κεφάλι του. Γιατί είχε σημασία αυτό;

Ο Σάγκλιν κατάλαβε ότι ήταν προτιμότερο να αρχίσει από την αρχή. «Αποφασίσαμε να μην κρατήσουμε αυτό το τείχος», είπε δείχνοντας το δεύτερο τείχος του Κάερ Μακντόναλντ.

«Ποιος το αποφάσισε;»

«Οι δικοί μου κι εγώ», απάντησε ο Σάγκλιν. «Ρωτήσαμε την Σιόμπαν, η οποία συμφώνησε.

Ο Λούθιεν αισθάνθηκε πάλι εκείνη την παράξενη αίσθηση ότι δεν έχει κανέναν έλεγχο της κατάστασης, ότι η Σιόμπαν χειρίζεται ξανά τα νήματα της μαριονέτας. Για μια στιγμή θύμωσε που αποφάσισαν χωρίς αυτόν, αλλά μετά ηρέμησε σιγά-σιγά συνειδητοποιώντας ότι, αν οι έμπιστοι σύντροφοί του ζητούσαν την έγκρισή του για όλα, θα σταματούσαν τα πάντα και δεν θα κατάφερναν να κάνουν τίποτα σημαντικό.

»Σκεφτόμαστε λοιπόν να πολεμήσουμε στην αρχή εδώ, αλλά μετά να υποχωρήσουμε στην πόλη», συνέχισε ο Σάγκλιν.

«Μα, αν οι Κυκλωπιανοί πάρουν αυτό το τείχος, θα έχουν μια ισχυρή θέση, θα μπορούν με την ησυχία τους να αναδιοργανωθούν και να ξεκουραστούν», είπε ο Λούθιεν.

Ο νάνος σήκωσε τους ώμους. «Γι’ αυτό προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο για να το γκρεμίσουμε το καταραμένο!» γκρίνιαξε.

«Δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε εκείνη την μαύρη σκόνη που είχε το κουτί;» ρώτησε ο Λούθιεν μετά από λίγη σκέψη. «Το κουτί που εξερράγη καταστρέφοντας τα εφόδια στη Μητρόπολη».

«Δεν έχουμε τέτοια ποσότητα!» απάντησε ενοχλημένος ο Σάγκλιν και ο Λούθιεν αισθάνθηκε ανόητος που δεν σκέφτηκε ότι οι ικανοί νάνοι θα είχαν εξετάσει ήδη τη λύση της μαύρης σκόνης. «Άσε που είναι δύσκολο να το φτιάξεις», πρόσθεσε ο Σάγκλιν. «Επικίνδυνο.

Ο νάνος σήκωσε τελικά το κεφάλι από την περγαμηνή περνώντας τα δάχτυλα μέσα από τη φουντωτή γενειάδα του. Σκέφτηκε ότι ο Λούθιεν προσπαθούσε απλώς να βοηθήσει, καθώς επίσης ότι η άμυνα του Κάερ Μακντόναλντ είναι ακόμη πιο σημαντική γι’ αυτόν απ’ ό,τι για τους νάνους.

»Θα χρησιμοποιήσουμε ένα μέρος της μαύρης σκόνης», εξήγησε ο νάνος, «στα πιο δύσκολα σημεία του τείχους, αλλά, να πάρει, το έχουν φτιάξει καλά!»

«Θα μπορούσαμε να το γκρεμίσουμε από τώρα και απλώς να αρχίσουμε την άμυνά μας από το δεύτερο τείχος», είπε ο Λούθιεν, αλλά ο Σάγκλιν άρχισε να κουνάει το κεφάλι του πριν εκείνος τελειώσει τη φράση του.

«Θα το γκρεμίσουμε», διαβεβαίωσε τον Λούθιεν. «Αλλά το κόλπο είναι να το κάνουμε να πέσει προς τα έξω, πάνω στους ηλίθιους μονόφθαλμους».

Ενώ ο Σάγκλιν άρχισε να μελετά πάλι τις περγαμηνές του, ένας άλλος νάνος του έκανε μια ερώτηση. Ο Λούθιεν τους χαιρέτισε με ένα νεύμα και απομακρύνθηκε καθησυχασμένος από την ικανότητα των συντρόφων του. Ο Σάγκλιν και οι δικοί του προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν κάθε πλεονέκτημα, να χτυπήσουν τους Κυκλωπιανούς με κάθε ευκαιρία.

Και έτσι πρέπει, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Αλλιώς δεν έχουμε ελπίδα.


Οι δυο παγιδευμένοι φίλοι κάθονταν σκυθρωποί όλο το πρωί ακούγοντας τους Κυκλωπιανούς. Χιλιάδες πόδια που περνούσαν με στρατιωτικό βήμα, κλαγγή από βαριές πανοπλίες και ασπίδες, κρότος από οπλές αλογόχοιρων, των υποζυγίων που προτιμούσαν οι Κυκλωπιανοί. Ήταν επικίνδυνα ζώα, πιο μικρά κι αργά από τα άλογα, αλλά επίσης πιο ανθεκτικά και δυνατά. Άκουσαν επίσης να περνούν άμαξες, σίγουρα φορτωμένες με όπλα και τρόφιμα.

Καθώς οι Κυκλωπιανοί συνέχιζαν να περνούν ασταμάτητα, η Κατρίν με τον Όλιβερ δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να τους σταματήσουν. Ακόμη κι αν έβρισκαν κάποιον τρόπο για να βγουν από το αμπάρι του Ορίζων, δεν υπήρχε τρόπος πια να καθυστερήσουν τον στρατό του Άβον.

«Όταν περάσουν, θα μας ελευθερώσουν», είπε ο Όλιβερ, πράγμα στο οποίο συμφωνούσε η Κατρίν έχοντας την αίσθηση ότι η Γκρέτελ και οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι δεν ήσαν ενάντια στους επαναστάτες. Απλώς δεν ήθελαν προβλήματα στην πόλη τους. Για την περήφανη Κατρίν, όμως, αυτή η θέση ήταν απαράδεκτη. Είχε αρχίσει πόλεμος και, γι’ αυτήν, όποιος Εριαντοριανός δεν έπαιρνε μέρος στον αγώνα, ήταν στην καλύτερη περίπτωση δειλός.

»Και τότε θα πρέπει να τρέξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε», συνέχισε ο Όλιβερ. «Θα πάμε βόρεια και ανατολικά, για να παρακάμψουμε τον στρατό και να προειδοποιήσουμε τους φίλους μας». Κόντεψε να πει: “Τους φίλους μας στο Κάερ Μακντόναλντ”, αλλά εκείνη τη στιγμή, με την ασταμάτητη, αποθαρρυντική βουή του στρατού στην προβλήτα από πάνω τους, ο χάφλινγκ είχε την αίσθηση ότι πολύ γρήγορα η πόλη στα βουνά μπορεί να ονομαζόταν πάλι Μόντφορτ.

«Αν και δεν ξέρω σε τι θα βοηθήσει αυτό», απάντησε η Κατρίν με πικρία. Αφού χτύπησε τη γροθιά της στην πόρτα, σωριάστηκε πίσω στην κουκέτα της.

Ο θόρυβος έξω συνεχίστηκε όλο το πρωί, μέχρι το απόγευμα. Η διάθεση του Όλιβερ έφτιαξε όταν βρήκε μερικά τρόφιμα σ’ ένα ντουλαπάκι κάτω από την κουκέτα του, αλλά η Κατρίν δεν μπορούσε να φάει.

Τελικά η φασαρία έξω άρχισε να μειώνεται κάπως. Ο συνεχής θόρυβος έγινε σποραδικός, οι φωνές των Κυκλωπιανών ήταν τώρα πολύ λιγότερες. Μετά ακούστηκε επιτέλους ένα χτύπημα στην πόρτα.

Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Γκρέτελ. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό, αλλά δεν είχε απολογητική ή ένοχη έκφραση.

«Ωραία», είπε στον Όλιβερ. «Βλέπω βρήκες τα τρόφιμα που σας αφήσαμε».

«Μου αρέσει πολύ το ψάρι!» δήλωσε πανευτυχής εκείνος. «Ω!» έκανε μετά χαμηλώνοντας το βλέμμα όταν είδε την Κατρίν να τον αγριοκοιτάζει.

«Μας υποσχέθηκες!..» γρύλλισε η Κατρίν στην Γκρέτελ.

Εκείνη σήκωσε το χέρι παραμερίζοντας την επίκρισή της σαν να ήταν κάτι ασήμαντο. «Κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε», είπε.

«Ακόμη κι αν έτσι καταδικάζετε άλλους Εριαντοριανούς;» απάντησε η Κατρίν.

«Ήταν προς το συμφέρον όλων μας να αφήσουμε τους Κυκλωπιανούς να περάσουν, να τους αντιμετωπίσουμε σαν φίλους», προσπάθησε να της εξηγήσει η Γκρέτελ.

Αλλά η Κατρίν δεν άκουγε. «Η μοναδική μας ελπίδα ήταν να ακινητοποιήσουμε τον στόλο στο λιμάνι, να τους κρατήσουμε στη θάλασσα μέχρι να ολοκληρωθούν οι οχυρώσεις του Κάερ Μακντόναλντ και να συγκεντρώσουμε ενισχύσεις από όλη τη χώρα», επέμεινε.

«Και τι ήθελες να κάνουμε, δηλαδή;»

«Να μην τους αφήσετε να αποβιβαστούν!» φώναξε η Κατρίν. «Να καταστρέψετε τις εξωτερικές προβλήτες!»

«Και μετά τι θα γινόταν;» ρώτησε η Γκρέτελ. «Λες να κάθονταν οι μονόφθαλμοι στα πλοία τους με σταυρωμένα χέρια; Είσαι έξυπνη κοπέλα. Θα πήγαιναν βόρεια, θα έβρισκαν μια παραλία, θα αποβιβάζονταν εκεί και δεν θα μπορούσαμε να τους σταματήσουμε!»

«Έτσι θα κερδίζαμε λίγο χρόνο», απάντησε η Κατρίν χωρίς δισταγμό.

«Η πόλη μας έχει τρεις χιλιάδες ψυχές», της εξήγησε η Γκρέτελ. «Δεν θα μπορούσαμε να τους σταματήσουμε· κι αν έκαναν επίθεση στο Πορτ Τσάρλι…»

Άφησε τη φράση της μισοτελειωμένη να αιωρείται στον αέρα δραματική και δυσοίωνη, αλλά ξανά η Κατρίν δεν θέλησε να δεχθεί τα επιχειρήματά της.

«Το μόνο που έχει σημασία είναι η ελευθερία του Εριαντόρ», δήλωσε με σφιγμένα δόντια, ενώ τα πράσινα μάτια της άστραφταν επικίνδυνα. Τίναξε τα κόκκινα μαλλιά από το πρόσωπό της για να δει η Γκρέτελ την ανυποχώρητη βλοσυρή της έκφραση.

«Η Γκρέτελ επαναλαμβάνει τα δικά μου λόγια», ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα, καθώς ένας γέροντας έμπαινε στο μικρό δωμάτιο. Είχε κατάλευκα γένια, μακριά μαλλιά δεμένα πίσω αλογοουρά, ενώ τα ρούχα του ήταν πλούσια και βαριά, με ζωηρό μπλε χρώμα.

Ο Όλιβερ τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα, μόνο τότε συνειδητοποιώντας ποιος ήταν αυτός που καθόταν δίπλα στο τζάκι στη συγκέντρωση. Έξυπνη μεταμφίεση!

«Δεν σε ξέρω», είπε η Κατρίν έτοιμη να τον αγνοήσει, παρ’ ότι τα ρούχα κι η όψη του έδειχναν ότι είναι σημαντικός άνθρωπος. Για μια στιγμή φοβήθηκε μήπως είναι κάποιος από τους δούκες του Γκρινσπάροου.

«Α, σε ξέρω όμως εγώ, Κατρίν Ο’ Χέιλ», είπε ο γέροντας. «Η καλύτερη φίλη που είχε ποτέ ο Λούθιεν Μπέντγουιρ».

«Έι!» έκανε στο μεταξύ ο Όλιβερ καθώς πεταγόταν όρθιος από την κουκέτα.

Η Κατρίν, κοιτάζοντας τον χάφλινγκ και μετά τον γέροντα, είδε τα βλέμματα αναγνώρισης ανάμεσά τους και τα χαμόγελα που θα αντάλλασσαν δυο φίλοι. Ξαφνικά κατάλαβε.

«Ο Μπριντ’Αμούρ;» είπε ξέπνοα.

Ο γέροντας έκανε μια βαθιά υπόκλιση όλο χάρη. «Πολύ σωστά, Κατρίν Ο’ Χέιλ· ήταν καιρός να σε γνωρίσω», είπε. «Είμαι γέρος», συνέχισε κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στον Όλιβερ, «και γερνάω όλο περισσότερο κάθε μέρα, αλλά μπορώ ακόμη να εκτιμήσω μια τέτοια ομορφιά σαν τη δική σου».

Η πρώτη παρόρμηση της Κατρίν ήταν να του δώσει γροθιά. Πώς τολμούσε να σκέφτεται κάτι τόσο ασήμαντο μια τέτοια στιγμή; Μετά όμως, καταλαβαίνοντας ότι ο τόνος του δεν ήταν ανέμελος, συνειδητοποίησε με κάποιον τρόπο ότι η ομορφιά στην οποία αναφερόταν ο Μπριντ’Αμούρ ήταν κάτι πολύ περισσότερο από την εξωτερική της εμφάνιση. Ξαφνικά τον αισθάνθηκε σαν έναν πατέρα, έναν σοφό επιτηρητή των γεγονότων που τους παρακολουθεί και τους βοηθά, όπως οι γέροντες ψαράδες στο Χέιλ που εκπαίδευαν τους αρχάριους στη θάλασσα. Ο Μπριντ’Αμούρ έμοιαζε μ’ εκείνους τους παλιούς ψαράδες, αλλά η εκπαίδευση που πρόσφερε αφορούσε την ίδια τη ζωή. Η Κατρίν τα ένιωσε αυτά ενστικτωδώς, γι’ αυτό όταν μετά θυμήθηκε τι είπε ο μάγος υποστηρίζοντας τα λόγια της Γκρέτελ, αισθάνθηκε κάποια παρηγοριά και άρχισε να ελπίζει ότι εφαρμόζεται ήδη κάποιο άλλο σχέδιο, ένα καλύτερο σχέδιο.

«Πρέπει να αφήσουμε τους μονόφθαλμους να περάσουν από το Πορτ Τσάρλι», είπε ο Μπριντ’Αμούρ απευθυνόμενος περισσότερο στην Κατρίν, σαν να ήξερε ότι αυτή θα ήταν πιο δύσκολο να πειστεί. «Πρέπει να αφήσουμε τον Γκρινσπάροου να νομίζει ότι η εξέγερση στο Μόντφορτ…»

«Στο Κάερ Μακντόναλντ», τον διόρθωσε η Κατρίν.

«Όχι», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. « Όχι ακόμη. Άσ’ τους να νομίζουν ότι η εξέγερση στο Μόντφορτ είναι κάτι ασήμαντο, ένα μεμονωμένο συμβάν που δεν αρέσει σε καμία άλλη πόλη. Πρέπει να κάνουμε μακροπρόθεσμα σχέδια».

«Όμως τα οχυρωματικά έργα δεν θα ολοκληρωθούν έγκαιρα!» διαμαρτυρήθηκε η Κατρίν, με φωνή που είχε σχεδόν έναν τόνο θρήνου.

«Μακροπρόθεσμα!» επέμεινε κοφτά ο Μπριντ’Αμούρ. «Αν θέλουμε πραγματικά να ελευθερωθεί το Εριαντόρ, τότε αυτή η δύναμη των Κυκλωπιανών θα είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μας. Αν δεν τους είχαμε αφήσει να μπουν στο λιμάνι, αν τους είχαμε δείξει ότι έχει επαναστατήσει όλο το Εριαντόρ, απλώς λοιπόν θα έστελναν ένα από τα πλοία τους πίσω στον νότο για να μεταδώσει την είδηση στον Γκρινσπάροου και να επιστρέψει με ενισχύσεις. Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι Κυκλωπιανοί θα καταλάμβαναν το Πορτ Τσάρλι, θα ενίσχυαν την οχύρωση της πόλης και θα εξασφάλιζαν έτσι στον Γκρινσπάροου ένα λιμάνι βόρεια του Άιρον Κρος.

»Πόσους πολεμιστές πιστεύεις ότι θα έχανε ο Λούθιεν προσπαθώντας να διώξει δεκατέσσερις χιλιάδες Πραιτωριανούς Φρουρούς από το Πορτ Τσάρλι;» ρώτησε βλοσυρός ο γέρο-μάγος κόβοντας όλη τη φόρα της Κατρίν. Δεν είχε σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο, προφανώς δεν το είχε σκεφτεί ούτε ο Λούθιεν, αλλά τώρα που τους το εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ φαινόταν απόλυτα λογικό και απόλυτα τρομακτικό.

«Δεν είμαστε εχθροί σου Κατρίν Ο’ Χέιλ», είπε η Γκρέτελ.

Η Κατρίν την κοίταξε διαπεραστικά, με έκφραση που ρωτούσε καθαρά εκείνο το οποίο την απασχολούσε.

»…Αλλά είμαστε εχθροί των μονόφθαλμων», επιβεβαίωσε η Γκρέτελ. «Κατά την γνώμη μας, όποιος κυβερνά το Εριαντόρ πρέπει να είναι από το Εριαντόρ, όχι από το Άβον».

Η Κατρίν, βλέποντας την ειλικρίνεια της Γκρέτελ, κατάλαβε ότι το Πορτ Τσάρλι είχε μπει όντως στην αγώνα κατά του Γκρινσπάροου. Κι επειδή γνώριζε πώς λειτουργεί το σύστημα στη δική της πόλη, ήξερε ότι η Γκρέτελ δεν θα έκανε μια τόσο ξεκάθαρη δήλωση αν δεν είχε τη συμφωνία των δικών της.

«Και πάλι όμως πιστεύω ότι θα ήταν πιο εύκολο να τους κρατήσουμε μακριά από το λιμάνι», επέμεινε παρ’ όλα αυτά η Κατρίν. «Ίσως θα μπορούσαμε να βυθίσουμε ένα-δυο από τα πλοία τους και να στείλουμε έτσι καμιά χιλιάδα Κυκλωπιανούς στον βυθό της θάλασσας!»

«Α, ναι», συμφώνησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Τότε όμως δεν θα έμεναν στα χέρια μας όσα πλοία δεν θα βυθίζαμε!» Η Κατρίν και ο Όλιβερ κοίταξαν τον Μπριντ’Αμούρ. Στο πρόσωπό του είχε απλωθεί ένα πλατύ, ανελέητο χαμόγελο. « Όχι αύριο βράδυ, αλλά μεθαύριο», είπε, και η Γκρέτελ έκανε ένα σοβαρό καταφατικό νεύμα.

Ο μάγος στράφηκε προς τους δυο συντρόφους. «Μεθαύριο η νύχτα θα είναι σκοτεινή», τους εξήγησε. «Αρκετά σκοτεινή για να ανεβούμε απαρατήρητοι στα πλοία του Άβον. Σε δυο νύχτες, το Εριαντόρ θα έχει τον δικό του στόλο».

Το χαμόγελο του μάγου ήταν μεταδοτικό. Η απάντηση του Όλιβερ εξέφραζε και τα συναισθήματα της Κατρίν: «Πολύ μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι».

Загрузка...