Η μάχη —ο θρίαμβος για τους επαναστάτες— τελείωσε γρήγορα, με τη μισή στρατιά του Μπέλσεν’ Κριγκ να έχει εξοντωθεί και την άλλη μισή να περιπλανιέται στα τυφλά στη γύρω περιοχή. Οι απώλειες για τους Εριαντοριανούς ήταν απρόσμενα μικρές. Ο στρατός του Πορτ Τσάρλι μπορούσε να μετρήσει τους νεκρούς του στα δάχτυλα έξι χεριών, ενώ η ομάδα του Λούθιεν, εκείνη που είχε ορμήσει στην κυκλωπιανή παράταξη, μετρούσε μεγαλύτερες απώλειες.
Οι δύο στρατοί του Εριαντόρ συγκεντρώθηκαν στο πεδίο της μάχης κοντά στο σημείο όπου ήταν το στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι. Περιποιήθηκαν τους τραυματίες, αποτελείωσαν τους Κυκλωπιανούς που ήταν πολύ σοβαρά τραυματισμένοι και έβαλαν τους αιχμάλωτους μονόφθαλμους στη σειρά. Ευτυχώς δεν υπήρχαν πολλοί αιχμάλωτοι, λιγότεροι από εκατό συνολικά, και αυτοί, έχοντας δει την περήφανη Πραιτωριανή Φρουρά να παθαίνει τέτοια συντριπτική ήττα, δεν είχαν τη δύναμη να αντιδράσουν.
Η θύελλα γύρω τους δυνάμωνε, ενώ η μέρα είχε σκοτεινιάσει αν και κόντευε μεσημέρι. Ο Μπριντ’Αμούρ οργάνωσε την πορεία τοποθετώντας όλους τους τοξότες μπροστά. Έγινε μια μικρή αψιμαχία καθώς περνούσαν απέναντι στον Φέλινγκ Ραν, με τους τοξότες να ρίχνουν στον εχθρό και τους Κυκλωπιανούς να αντιδρούν πετώντας βαριές λόγχες, οι οποίες όμως, χάρη στη συνηθισμένη αστοχία των μονόφθαλμων, δεν εύρισκαν τον στόχο τους.
Οι οχυρωμένοι στρατιώτες του Άβον δεν είχαν κουράγιο να πολεμήσουν, άρχισαν να σπάνε τις τάξεις τους και να τρέπονται σε φυγή πριν ακόμη φτάσουν οι Εριαντοριανοί στο ποτάμι. Όλη την υπόλοιπη μέρα το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετώπισε ο στρατός του Εριαντόρ ήταν η χιονοθύελλα, που μαινόταν γύρω τους καθώς προσπαθούσαν να ξαναγυρίσουν στην προστασία του Κάερ Μακντόναλντ.
Ο Λούθιεν, καβάλα στον Ριβερντάνσερ και πάλι, άκουσε τις ζητωκραυγές καθώς πλησίαζαν στα τείχη της πόλης, αφού τα νέα της θριαμβευτικής νίκης είχαν προηγηθεί. Είχε χάσει μερικούς φίλους εκείνη τη μέρα, μια γυναίκα και δυο άνδρες που σύχναζαν στο Ντουέλφ, αλλά η λύπη του μετριαζόταν από την πεποίθηση ότι οι φίλοι του δεν σκοτώθηκαν μάταια. Είχαν νικήσει. Το Εριαντόρ είχε νικήσει! Ο νικηφόρος στρατός μαζί με τους συμμάχους από το Πορτ Τσάρλι, αφού μπήκαν στην πόλη, σκόρπισαν στους δρόμους και οι πολεμιστές χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες αρχίζοντας να αφηγούνται ολοένα τα ένδοξα γεγονότα της μέρας.
Ο Λούθιεν, η Κατρίν κι ο Όλιβερ γύρισαν στο σπίτι του Τάινι Άλκοουβ για να μιλήσουν για όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες εβδομάδες. Ο νεαρός Μπέντγουιρ ξανάβλεπε με μεγάλη χαρά τους αγαπημένους του φίλους, ιδιαίτερα την Κατρίν. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο του έλειψε όλο αυτό το διάστημα. Φυσικά σκεφτόταν ταυτόχρονα την Σιόμπαν και όσα είχαν πει το προηγούμενο βράδυ, αλλά δεν είχε καταφέρει ακόμη να καταλάβει πραγματικά τη σημασία τους.
Το μόνο που ήξερε εκείνη τη στιγμή ήταν ότι χαιρόταν τόσο πολύ που έβλεπε πάλι την Κατρίν Ο’ Χέιλ.
Λίγο αργότερα ήρθε στο σπίτι ο Μπριντ’Αμούρ, η Σιόμπαν και ο Σάγκλιν, ο οποίος επίσης είχε κάνει πολλή δουλειά εκείνη τη μέρα.
«Σκοτώσαμε όλους τους Κυκλωπιανούς που τριγύριζαν στους δρόμους του Κάερ Μακντόναλντ», τον διαβεβαίωσε ο νάνος. «Τέρμα οι φωτιές.
Ο Μπριντ’Αμούρ, καθισμένος στην πιο άνετη από τις τρεις καρέκλες στο μικρό δωμάτιο, ύψωσε μια κούπα με κρασί σαν πρόποση για τα ευχάριστα νέα. Η Σιόμπαν και ο Όλιβερ, που είχαν καθίσει κι αυτοί και έπιναν κρασί, σήκωσαν τις κούπες τους. Ο Λούθιεν με την Κατρίν και τον Σάγκλιν ύψωσαν κούπες με υδρόμελι.
Ο Λούθιεν, καθισμένος στο πέτρινο πεζούλι του τζακιού, κοίταξε την Κατρίν που καθόταν από την άλλη μεριά της παραστιάς και ένιωσε να τους θερμαίνει κάτι περισσότερο από τη φωτιά που έκαιγε ανάμεσά τους.
»Ή μάλλον», συμπλήρωσε ο Σάγκλιν πλησιάζοντας στο τζάκι, «τέρμα οι ανεπιθύμητες φωτιές!»
Αυτό προκάλεσε ένα μικρό γέλιο στην παρέα.
«Έχουμε ακόμη αρκετές χιλιάδες Κυκλωπιανούς, που κυκλοφορούν ελεύθεροι στην περιοχή», είπε ο Όλιβερ.
«Μέσα στη χιονοθύελλα», είπε η Κατρίν, «δεν θα επιζήσουν πολλοί».
«Και όσους επιζήσουν θα τους πιάσουμε», δήλωσε βλοσυρή η Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν κατένευσε. Στον δρόμο της επιστροφής στο Κάερ Μακντόναλντ είχαν οργανώσει ήδη ομάδες καταδίωξης, που θα έπιαναν γρήγορα τους Κυκλωπιανούς.
»Δεν υπάρχουν χωριά εδώ κοντά, εκτός από το Φέλινγκ Ντάουνς», συνέχισε η Σιόμπαν. «Και οι μονόφθαλμοι δεν θα βρουν καταφύγιο εκεί, γιατί όλα τα σπίτια έχουν καταστραφεί. Το πιθανότερο είναι να κατευθυνθούν προς το Πορτ Τσάρλι».
Ο Λούθιεν σχεδόν δεν παρακολουθούσε τι λέει η Σιόμπαν, τον απασχολούσε περισσότερο ο σοβαρός της τόνος. Είχαν νικήσει σε μια δύσκολη μάχη, αλλά η Σιόμπαν δεν επέτρεπε στον εαυτό της να γαληνέψει. Ναι, για εκείνη το πιο σημαντικό ήταν η επανάσταση, μόνο αυτή την απασχολούσε. Θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να ελευθερώσει το Εριαντόρ και τον λαό του από τον Γκρινσπάροου.
Ό,τι χρειαζόταν, όπως το να κοιμηθεί με την Πορφυρή Σκιά; Ο Λούθιεν έδιωξε αμέσως αυτήν τη σκέψη, μαλώνοντας τον εαυτό του που την έκανε. Υπήρχε κάτι ουσιαστικό ανάμεσα τους, κάτι υπέροχο και ζεστό. Ήξεραν και οι δύο ότι δεν θα συνέβαινε ποτέ κάτι περισσότερο, αλλά ο Λούθιεν αποφάσισε εκείνη τη στιγμή να μην ξαναδεί τη χαμένη σχέση του με την Σιόμπαν με αμφιβολία ή μεταμέλεια. Είχε γίνει καλύτερος μέσα από την επαφή μαζί της και η ζωή του ήταν πιο όμορφη, επειδή η Σιόμπαν εξακολουθούσε να αποτελεί μέρος της. Έτσι, κοιτάζοντάς την τώρα, ο Λούθιεν αισθάνθηκε με όλη του την καρδιά ότι το ίδιο ένιωθε κι εκείνη.
Πήρε το βλέμμα του από την Σιόμπαν, που συνέχισε να μιλά για όσα είχαν να κάνουν ακόμη και στράφηκε προς την Κατρίν. Την έπιασε να τον κοιτάζει και, όταν τον είδε να γυρίζει, κοκκίνισε (κάτι σπάνιο για τα ηλιοκαμένα μάγουλα της Κατρίν) απομακρύνοντας απ’ αυτόν το βλέμμα της.
Ο Λούθιεν χαμογέλασε για να κρύψει την θλίψη του κι έκλεισε τα μάτια, κρατώντας στον νου του την εικόνα της Κατρίν καθώς ακουμπούσε το κεφάλι του πίσω. Τον πήρε ο ύπνος, ενώ η συζήτηση συνεχιζόταν ακόμη πιο έντονη γύρω του.
«Ο ατρόμητος αρχηγός μας!» είπε χαμογελώντας ο Όλιβερ, βλέποντας ότι ο φίλος του είχε αποκοιμηθεί.
Γέλασαν και οι πέντε σε βάρος του, ενώ η Κατρίν άπλωνε το χέρι για να τον κουνήσει.
«Άσ’ τον να κοιμηθεί», της είπε η Σιόμπαν. Αμέσως δημιουργήθηκε κάποια ένταση, καθώς η Κατρίν γύρισε να την κοιτάξει.
»Όλο αυτό το διάστημα μοχθούσε μέρα και νύχτα», συνέχισε η Σιόμπαν αγνοώντας την έκφραση της Κατρίν, μια έκφραση που αποκάλυπτε την αντιζηλία ανάμεσά τους.
Η Κατρίν τράβηξε το χέρι της πίσω.
«Φυσικά, οι Κυκλωπιανοί που το έσκασαν δεν πρόκειται να δημιουργήσουν προβλήματα», είπε ο Μπριντ’Αμούρ με κάπως δυνατή φωνή κι έντονο ύφος, κάνοντας όλα τα μάτια να στραφούν πάνω του. «Πολλοί θα πεθάνουν στη χιονοθύελλα, κι εκείνοι που θα επιζήσουν δεν θα είναι σε θέση να αντισταθούν όταν θα τους βρούμε. Θα κατευθυνθούν δυτικά, βέβαια, θα προσπαθήσουν να φτάσουν στον στόλο τους, που δεν είναι πια δικός τους!»
«Μπορεί να τους αντισταθεί το Πορτ Τσάρλι;» ρώτησε σοβαρός ο Όλιβερ, συλλογιζόμενος ότι οι περισσότεροι πολεμιστές της πόλης ήταν στο Κάερ Μακντόναλντ.
«Πολύ λίγοι θα φτάσουν εκεί», του υποσχέθηκε η Σιόμπαν.
«Άλλωστε, θα στείλουμε αρκετούς στρατιώτες πριν φτάσουν οι μονόφθαλμοι», πρόσθεσε αμέσως ο Μπριντ’Αμούρ. «Θα τους παρενοχλούμε σε όλη τη διαδρομή, αφού ξέρουμε πιο σύντομους δρόμους. Όχι, δεν θα δημιουργήσουν προβλήματα. Ο στρατός του Άβον νικήθηκε».
«Τι σημαίνει όμως αυτό;» ρώτησε ο Σάγκλιν, κάνοντας την ερώτηση που απασχολούσε όλους.
Βαθιά σιωπή. Εξετάζοντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της σημερινής νίκης συνειδητοποίησαν όλοι ότι, σε τελική ανάλυση, μπορεί να ήταν πολύ ασήμαντη, ένα φευγαλέο, προσωρινό φως μέσα στο σκοτάδι της τυραννίας του Γκρινσπάροου.
«Σημαίνει ότι κερδίσαμε μια μάχη», είπε τελικά ο Μπριντ’Αμούρ. «Επίσης ότι τώρα έχουμε έναν στόλο για να παρεμποδίσουμε άλλες προσπάθειες εισβολής από τη μεριά του Πορτ Τσάρλι.
»Όμως, ο Γκρινσπάροου θα μας πάρει πιο σοβαρά τώρα», συνέχισε ο μάγος. «Το χιόνι είναι παχύ ακόμη, αυτό μας ευνοεί και μας δίνει χρόνο, αλλά οι μέρες θα αρχίσουν να ζεσταίνουν και το χιόνι δεν θα κρατήσει πια πολύ. Αφού λιώσει, μπορούμε να περιμένουμε ότι γρήγορα θα εισβάλει μια στρατιά από το Τείχος του Μαλπουισάν, κατά πάσα πιθανότητα θα υπάρξει μάλιστα και μια δεύτερη στρατιά που θα έλθει από τα περάσματα του Άιρον Κρος, και οι δύο τους θα είναι μεγαλύτερες από τη δύναμη που μόλις νικήσαμε».
Η εορταστική διάθεση έσβησε, με το σκληρό αλλά αναπόφευκτο ερώτημα του νάνου και τη φανερή αλήθεια της απάντησης του μάγου.
Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε έναν-έναν τους συντρόφους του. Ήξερε ότι αυτοί οι πέντε ήταν αντιπροσωπευτικοί Εριαντοριανοί. Η περήφανη Κατρίν που ποθούσε απεγνωσμένα να επιστρέψει η εποχή της ελευθερίας και της δόξας του Εριαντόρ· οι περισσότεροι νησιώτες ήταν σαν αυτή —στο Μπέντγουιντριν, στο Μάρβις, στο Κάριθ— όπως ήταν επίσης οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι και οι φυλές βόρεια από τα υψίπεδα του Έραντοχ στην περιοχή του Μπέι Κόλθγουιν.
Η οργισμένη Σιόμπαν, χτυπημένη από την αδικία και πλημμυρισμένη από σκέψεις εκδίκησης, ήταν τόσο αντιπροσωπευτική των πιο εξελιγμένων κατοίκων του Μόντφορτ —ή μάλλον, όχι, του Κάερ Μακντόναλντ· τώρα μπορούσε να ονομαστεί έτσι η πόλη— σκέφτηκε ο μάγος. Αυτή ήταν ο αρχιτέκτονας όλης της προσπάθειας, το μυαλό που κινούσε τα νήματα της επανάστασης, περήφανη αλλά όχι τόσο που να μην επιτρέψει τη διείσδυση ενός μάγου στον νου της, όταν βεβαιώθηκε ότι αυτό θα ωφελούσε τον λαό της.
Μετά ο Σάγκλιν, που ο λαός του είχε υποφέρει περισσότεροι από όλους. Ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι ο νάνος είχε ξεπεράσει πια την παραίτηση αλλά και την οργή. Οι νάνοι που είχαν πεθάνει στη θανάσιμη ενέδρα κοντά στο πεσμένο εξωτερικό τείχος δεν ήταν ούτε απογοητευμένοι ούτε οργισμένοι. Έκαναν αυτό που πίστευαν ότι πρέπει να κάνουν, με την απλή ελπίδα ότι η θυσία τους θα βοηθήσει το Εριαντόρ και τον λαό τους. Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε τον νάνο με τη μακριά γενειάδα, έναν αγνό στρατιώτη. Αν είχε δέκα χιλιάδες σαν τον Σάγκλιν, πίστευε ότι θα μπορούσε να σαρώσει τον Γκρινσπάροου και όλο το Άβον από προσώπου γης.
Και ο Όλιβερ, η προσωποποίηση των πολλών ξένων κακοποιών του Εριαντόρ. Κάμποσοι από εκείνους, που δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στο Άβον ή στη Γασκόνη ή ακόμη και σε άλλες μακρινότερες χώρες, κατέφευγαν στο ορεινό Εριαντόρ. Η αξία του στο πεδίο της μάχης ήταν αναμφίβολη, όπως και η προσφορά του σαν έμπιστος σύντροφος του Λούθιεν. Αλλά η πραγματική αξία του Όλιβερ, και πολλών άλλων του είδους του που σίγουρα θα εμφανίζονταν καθώς θα εξαπλωνόταν η επανάσταση, ήταν κυρίως το γεγονός ότι γνώριζαν μακρινά μέρη και μακρινούς λαούς. Αν αυτή η επανάσταση, αυτός ο πόλεμος, έφτανε σε μια εξελικτική φάση που θα έκανε τη Γασκόνη να αποφασίσει να αναμειχθεί, οι γνώσεις του Όλιβερ θα αποδεικνύονταν πολύτιμες. Ο Όλιβερ, διπλωμάτης; Ο Μπριντ’Αμούρ σκεφτόταν αυτό το ενδεχόμενο για αρκετή ώρα.
Και τέλος ο Λούθιεν, που κοιμόταν ακόμη με την πλάτη ακουμπισμένη στο πέτρινο τζάκι. Ο Λούθιεν ήταν ένας συνδυασμός όλων των άλλων, συνειδητοποίησε ο Μπριντ’Αμούρ. Περήφανος σαν νησιώτης, οργισμένος σαν κάτοικος του Κάερ Μακντόναλντ, αγνός και ανιδιοτελής στρατιώτης, το σύμβολο που χρειαζόταν απελπισμένα το Εριαντόρ. Μετά τα κατορθώματά του στη μάχη, ο Λούθιεν είχε γίνει αναμφίβολα ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο θα στηριζόταν είτε η επιτυχία είτε η αποτυχία του Εριαντόρ. Ήδη η ιστορία για το “Ρίσκο του Λούθιεν” είχε διαδοθεί πέρα από τα τείχη της πόλης, για να αναμειχθεί με τις ιστορίες της Πορφυρής Σκιάς, του μυστηριώδη επαναστάτη που στράφηκε ενάντια σε ό,τι αντιπροσωπεύει ο μοχθηρός Γκρινσπάροου. Ποιος θα το φανταζόταν ότι ο νεαρός από το Μπέντγουιντριν θα μπορούσε να γίνει τόσο διάσημος τόσο γρήγορα;
«Εγώ!» είπε ο Μπριντ’Αμούρ απαντώντας άθελά του μεγαλόφωνα στο ίδιο του το ερώτημα. Ο μάγος ξερόβηξε αμήχανα κάμποσες φορές και κοίταξε γύρω του.
«Τι πράγμα;» ρώτησε ο Λούθιεν ξυπνώντας και ανακλαδιζόμενος.
«Τίποτα, τίποτα», είπε με απολογητικό ύφος ο μάγος. «Απλώς σκεφτόμουν φωναχτά».
Οι άλλοι δεν έδωσαν σημασία εκτός από τον διορατικό Όλιβερ, που συνέχισε να κοιτάζει τον μάγο σαν να διάβαζε κάθε του σκέψη.
«Ξέρετε», είπε μετά από λίγο ο χάφλινγκ τραβώντας την προσοχή όλων, «κάποτε ήμουν στο Άνγκαροθ». Βλέποντας ότι η δήλωσή του δεν εντυπωσίασε κανέναν, ο Όλιβερ έσπευσε να εξηγήσει. «Μια ζεστή χώρα νότια της Γασκόνης».
«Στον πόλεμο του Άνγκαρ;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ, πιο ενημερωμένος από τους άλλους παρ’ όλο που είχε περάσει τους τελευταίους αιώνες κοιμισμένος στη σπηλιά του.
«Άνγκαρ;» είπε ο Λούθιεν.
«Ακριβώς», απάντησε ο Όλιβερ. «Πολέμησα με τον ίδιο τον Ντιμπουά, στο Τέταρτο Σύνταγμα της Καμπαλέζ.
Ο Μπριντ’Αμούρ ύψωσε το ένα φρύδι κάνοντας ένα καταφατικό νεύμα. Φαινόταν εντυπωσιασμένος, παρ’ ότι αυτό το όνομα δεν έλεγε τίποτα στους υπόλοιπους. Ο Όλιβερ φούσκωσε από περηφάνια κοιτάζοντας γύρω του, αλλά ξεφούσκωσε πάλι όταν είδε την άγνοια του ακροατηρίου του.
»Το Τέταρτο της Καμπαλέζ», επανέλαβε με σπουδαιοφανές ύφος. «Ήμασταν βαθιά μέσα στην Άνγκαροθ, πίσω από τους Κόκκινους Λογχοφόρους, τον μεγαλύτερο και τρομερότερο στρατό αυτής της χώρας.
Ο Μπριντ’Αμούρ, καθώς είδε τους άλλους να τον κοιτάζουν με περιέργεια, έκανε ένα δεύτερο καταφατικό νεύμα δίνοντας βάρος στην αφήγηση του Όλιβερ, μολονότι κι ο ίδιος αμφέβαλλε πολύ αν ο Όλιβερ είχε βρεθεί ποτέ του έστω και κοντά στην Ανγκαρόθ. Ελάχιστοι από τους Γασκόνους που πήγαν σε αυτή την άγρια χώρα κατάφεραν να γυρίσουν πίσω. Αλλά ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε την περίπτωση του Ντιμπουά και του Τέταρτου Συντάγματος, ήταν μία από τις πιο περίφημες νίκες στην ιστορία των πολέμων.
»Ήταν αδύνατο να νικήσουμε», συνέχισε ο Όλιβερ. «Ήμασταν διακόσιοι ενάντια σε κάμποσες χιλιάδες, και κανείς μας δεν πίστευε ότι θα βγούμε από ’κεί ζωντανοί».
«Και τι κάνατε;» ρώτησε ο Λούθιεν μετά από μια βαριά και δραματική παύση, δίνοντας στον Όλιβερ την παρακίνηση που χρειαζόταν.
Ο Όλιβερ χτύπησε τα δάχτυλά του στον αέρα ενώ κορδωνόταν περήφανα. «Επιτεθήκαμε, φυσικά!»
«Αλήθεια λέει», είπε ο Μπριντ’Αμούρ, προλαβαίνοντας την έκφραση αμφιβολίας που είχε αρχίσει να απλώνεται στα πρόσωπα των άλλων. «Ο Ντιμπουά άπλωσε τους άνδρες του στη βλάστηση γύρω από το στρατόπεδο του εχθρού, κάθε άνδρας με ένα τύμπανο. Είχαν ξύλα που τα χτυπούσαν πάνω στα δέντρα και μιμούνταν τις κραυγές ελεφάντων κι άλλων πολεμικών θηρίων, για να κάνουν τον εχθρό να πιστέψει ότι είναι πολύ περισσότεροι, ένας ολόκληρος στρατός».
«Οι Κόκκινοι Λογχοφόροι ήταν κουρασμένοι από τη μάχη», πρόσθεσε ο Όλιβερ. «Επίσης δεν είχαν καλό έδαφος για να κάνουν μια τέτοια μάχη. Έτσι υποχώρησαν σε κάποιο βουνό».
«Ο Ντιμπουά τους ακολουθούσε και τους παρενοχλούσε με κενές απειλές σε όλη τη διαδρομή», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Μέχρι να καταλάβουν την μπλόφα του οι αρχηγοί των Λογχοφόρων, το Τέταρτο είχε λάβει τις ενισχύσεις που χρειαζόταν. Οι λογχοφόροι του Ανγκαρόθ κατέβηκαν από το βουνό πιστεύοντας ότι θα συνέτριβαν μια τέτοια μικρή δύναμη, αλλά τους συνέτριψε εκείνους ο Ντιμπουά με τις ενισχύσεις του. Ήταν η μοναδική νίκη των Γασκόνων σε αυτή την εκστρατεία».
Ο Όλιβερ τον κοίταξε με ένα ξινισμένο ύφος, που όμως έσβησε γρήγορα καθώς ανυπομονούσε να ανακοινώσει τον δικό του ρόλο σε αυτήν τη στρατηγική νίκη. «Ήθελαν να το ονομάσουν “Μπλόφα του Όλιβερ”», δήλωσε.
Ο Μπριντ’Αμούρ κατάφερε να κρύψει το γέλιο του.
«Εξαιρετική ιστορία», είπε ο Σάγκλιν, όχι ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος.
«Αλλά έχει κάποιο νόημα για μας;» ρώτησε η Κατρίν.
Ο Όλιβερ ξεφύσηξε θιγμένος και κούνησε το κεφάλι του σαν να έλεγε ότι η ερώτηση ήταν γελοία. «Δεν είμαστε όπως το Τέταρτο Σύνταγμα της Καμπαλέζ;» ρώτησε.
«Πες καθαρά τι εννοείς», είπε ο Σάγκλιν.
«Να επιτεθούμε, φυσικά», απάντησε ο Όλιβερ χωρίς δισταγμό. Αυτό έκανε πολλά μάτια να ανοίξουν διάπλατα. Ο χάφλινγκ δεν έδωσε σημασία στην κατάπληξή τους αλλά κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ, όπου υποψιαζόταν ότι θα έβρισκε κάποια συμπαράσταση.
Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε χαμογελώντας. Είχε από την αρχή την ελπίδα ότι θα έκανε αυτή την πρόταση κάποιος άλλος, για να αποφύγει να την κάνει ο ίδιος. Ήξερε ότι η συνεισφορά του θα ήταν πιο σημαντική αν συμφωνούσε με τα σχέδια που πρότειναν άλλοι, παρά αν προσπαθούσε να πείσει τους επαναστάτες για σχέδια που είχε επινοήσει ο ίδιος.
Η Κατρίν σηκώθηκε από το τζάκι χτυπώντας τα χέρια στο πίσω μέρος του σκονισμένου παντελονιού της. «Να επιτεθούμε, πού;» ρώτησε. Ήταν φανερό ότι έβρισκε εξωφρενική την ιδέα.
«Στο τείχος», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Στο Τείχος του Μαλπουισάν, πριν προλάβει ο Γκρινσπάροου να περάσει τον στρατό του βόρεια του Πρίνσταουν».
Ξαφνικά, η σκέψη αυτή δεν φαινόταν τόσο παράλογη στον Λούθιεν. «Αν καταλάβουμε το Νταν Κάριθ, θα κόψουμε τη χώρα στα δύο», είπε. «Με τα βουνά και το τείχος, με έναν ισχυρό στόλο να φρουρεί τα λιμάνια μας, θα αναγκάσουμε τον Γκρινσπάροου να μας επιτεθεί σε έδαφος που θα διαλέξουμε εμείς».
«Και η τολμηρή επίθεση θα τον κάνει να νομίσει ότι είμαστε ισχυρότεροι απ’ ό,τι είμαστε πραγματικά», πρόσθεσε ο Όλιβερ με ένα πονηρό χαμόγελο.
Τα πράσινα μάτια της Σιόμπαν άστραφταν από ελπίδα. «Και θα γίνουμε ισχυρότεροι», είπε, «όταν μάθουν τη νίκη μας οι βόρειες επαρχίες, όταν αντιληφθεί όλο το Εριαντόρ την αλήθεια της επανάστασης». Κοίταξε τους άλλους γύρω της, σχεδόν φωνάζοντας από πάθος. «Όταν όλο το Εριαντόρ θα αρχίσει να ελπίζει».
«Η Μπλόφα του Όλιβερ, λοιπόν;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ.
Κανείς δεν διαφώνησε και ο χάφλινγκ χαμογέλασε πλατιά — αλλά μόνο για μια στιγμή. Ξαφνικά, ο Όλιβερ, που φυσικά δεν είχε πάει ποτέ με τον Ντιμπουά στο Ανγκαρόθ, συνειδητοποίησε ότι τους είχε βάλει σε μια πολύ τολμηρή και επικίνδυνη πορεία. Ξερόβηξε, ενώ η έκφρασή του φανέρωνε την ανησυχία του. «Πάντως, φοβάμαι…» άρχισε να λέει, αλλά αμέσως αισθάνθηκε πάνω του το βάρος από τα βλέμματα του Λούθιεν, της Σιόμπαν, του Σάγκλιν και της Κατρίν. «…Έχουν αυτούς τους μάγους», συνέχισε, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την ξαφνική του μεταστροφή. Ένιωθε ότι θα πρέπει να δείξει κάποιες αμφιβολίες, για να αποφύγει τις επικρίσεις στην περίπτωση μιας πιθανής καταστροφής. Αν όμως εφαρμοζόταν αυτό το σχέδιο, ιδιαίτερα αν πετύχαινε, ο χάφλινγκ ήθελε όσο τίποτε άλλο να γίνει γνωστό σαν “Μπλόφα του Όλιβερ”. «Δεν μου αρέσει και τόσο η ιδέα να προκαλέσω τόσους μάγους».
Ο Μπριντ’Αμούρ παραμέρισε το επιχείρημα με μια κίνηση του χεριού του. «Η μαγεία δεν είναι αυτή που ήταν, αγαπητέ μου Όλιβερ», διαβεβαίωσε τον χάφλινγκ, αλλά και τους άλλους. «Αλλιώς ο Μόρκνεϊ θα είχε μετατρέψει τον Λούθιεν σε στάχτες στην κορυφή της Μητρόπολης και θα σε είχε αφήσει εσένα παγωμένο σαν υδρορροή στο τοίχωμα του πύργου! Κι εγώ θα ήμουν πολύ πιο αποτελεσματικός στο πεδίο της μάχης, σε διαβεβαιώνω.
Ο μάγος είχε έναν τόνο μεγάλης σιγουριάς. Από τότε που έφυγε από τη σπηλιά όπου ζουσε για τόσον καιρό, ο Μπριντ’Αμούρ είχε αντιληφθεί ότι η ουσία της μαγείας είχε αλλάξει. Υπήρχε ακόμη, σαν μια ενέργεια στον αέρα, αλλά όχι τόσο δυνατή όσο παλιά. Και ήξερε τον λόγο. Οι συναλλαγές του Γκρινσπάροου με τους δαίμονες είχαν διαστρέψει την παλιά τέχνη, την είχαν κάνει κάτι σκοτεινό και κακόβουλο, κι αυτό με τη σειρά του είχε εξασθενίσει την ίδια τη δομή της συμπαντικής υφής, την πηγή της μαγικής δύναμης. Ο Μπριντ’Αμούρ ένιωθε μια βαθιά θλίψη γι’ αυτή την απώλεια, μια νοσταλγία για τον παλιό καιρό, τότε που ένας ικανός μάγος ήταν πολύ-πολύ ισχυρότερος, τότε που οι καλύτεροι από τους μάγους μπορούσαν να αντιμετωπίσουν έναν ολόκληρο στρατό και να τον τρέψουν σε φυγή. Αλλά ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι σε αυτό τον πόλεμο με τον Γκρινσπάροου και τους μάγους-δούκες του, όπου ο ίδιος ήταν ο μοναδικός μάγος βόρεια των βουνών, αυτή η εξασθένηση της μαγικής δύναμης μπορεί να ήταν η μοναδική ελπίδα του Εριαντόρ.
»Στο Τείχος του Μαλπουισάν, λοιπόν!» είπε.
Ο Λούθιεν κοίταξε την Κατρίν, μετά τον Σάγκλιν και τέλος την Σιόμπαν, αλλά δεν χρειαζόταν επιβεβαίωση από τους φίλους του αυτήν τη φορά. Το Κάερ Μακντόναλντ ήταν ελεύθερο, αλλά δεν θα παρέμενε έτσι αν περίμεναν να κάνει ο Γκρινσπάροου την επόμενη κίνησή του. Ο πόλεμος ήταν μια παρτίδα σκακιού, και έπαιζαν με τα λευκά.
Ήταν ώρα να κινηθούν.