Ήταν τόσο αδύνατος που έμοιαζε άρρωστος, με το δέρμα του να κρέμεται πτυχωμένο πάνω από τα κόκαλα και με κατάμαυρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Τα κάποτε πυκνά καστανά μαλλιά του είχαν αραιώσει και γκριζάρει αφήνοντας μια ζώνη φαλάκρας στην κορυφή του κεφαλιού του. Όσα του είχαν απομείνει τα χτένιζε προς τα πίσω, έτσι που έμοιαζε να έχει μικρά φτερά πίσω από τα αφτιά του.
Τα φαινόμενα όμως καμιά φορά απατούν, κι αυτό ίσχυε σίγουρα για τούτο τον άνθρωπο. Ο δούκας Πάραγκορ του Πρίνσταουν ήταν ο υπαρχηγός του Γκρινσπάροου, ο ισχυρότερος από τους επτά δούκες που είχαν απομείνει. Μόνο ο Κρέσις, ο αρχηγός των Κυκλωπιανών και μοναδικός δούκας που δεν ήταν μάγος, είχε υψηλότερη θέση στη γραμμή διαδοχής για τον θρόνο, αν κι αυτός ήταν ένας καθαρά πολιτικός ελιγμός του βασιλιά και ο Πάραγκορ ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να τον αντιστρέψει, αν συνέβαινε κάτι στον Γκρινσπάροου.
Όμως, το πρόβλημα που απασχολούσε τον Πάραγκορ εκείνη τη μέρα δεν είχε σχέση με τον θρόνο. Τα γεγονότα στο Εριαντόρ γίνονταν όλο και πιο ανησυχητικά. Το Πρίνσταουν βρισκόταν πιο κοντά στο άγριο Εριαντόρ από όλες τις πόλεις του Άβον, γι’ αυτό ο Πάραγκορ ενδιαφερόταν προσωπικά για το αποτέλεσμα της επανάστασης. Έτσι, ο μάγος-δούκας είχε παρακολουθήσει με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Γνώριζε για την ήττα του Μπέλσεν’ Κριγκ έξω από το Μόντφορτ. Γνώριζε για την αιχμαλωσία του στόλου του Άβον. Επίσης, γνώριζε για την αποτυχία του Έσταμπρουκ, του ανθρώπου που είχε στείλει στον βορρά για να κρατήσει τους καβαλάρηδες του Έραντοχ μακριά από τον στρατό της Πορφυρής Σκιάς.
Μόλις εκείνο το πρωί, ένας σκυθρωπός Πάραγκορ είχε παρακολουθήσει χίλιους ιππείς να φτάνουν μαζί με την Πορφυρή Σκιά στο στρατόπεδο των επαναστατών στο Γκλεν Άλμπιν, ένα στρατόπεδο που όλο και μεγάλωνε.
«Κι όλα αυτά με τον Γκρινσπάροου να λείπει για διακοπές στη Γασκόνη!» βρυχήθηκε ο δούκας στον Θόουατλ, έναν κοντό και μυώδη Κυκλωπιανό με στραβά πόδια και μόνο ένα χέρι. Το άλλο το είχε χάσει, από τη μέση του πήχη και κάτω, ενώ έριχνε ένα από τα ίδια του τα παιδιά σε κάποιο λιοντάρι στον φημισμένο ζωολογικό κήπο του Πρίνσταουν. Ο μονόφθαλμος είχε φτιάξει ένα μεταλλικό κάλυμμα με ακίδα σαν στιλέτο στην άκρη, αλλά το κομμένο χέρι του ήταν πολύ ευαίσθητο και δεν μπορούσε να το φορέσει. Παρ’ όλα αυτά, ο Θόουατλ ήταν ο σκληρότερος Κυκλωπιανός του Πρίνσταουν, ασυνήθιστα έξυπνος κι ασυνήθιστα σκληρός ακόμη και για τη φυλή του.
«Δεν είναι παρά Εριαντοριανοί», απάντησε ο Θόουατλ φτύνοντας περιφρονητικά τη λέξη.
Ο Πάραγκορ κούνησε το κεφάλι και πέρασε τα δάχτυλα και των δύο χεριών μέσα από τα πεταχτά μαλλιά του, ανακατεύοντάς τα ακόμη περισσότερο. «Μην κάνεις το ίδιο λάθος με τον βασιλιά μας», είπε. «Υποτίμησε τον εχθρό στον βορρά και το μέγεθος αυτής της εξέγερσης».
«Είμαστε πιο δυνατοί», επέμεινε ο Θόουατλ.
Ο Πάραγκορ δεν διαφωνούσε σε αυτό. Ακόμη κι αν ενωνόταν όλο το Εριαντόρ κατά του Γκρινσπάροου, οι στρατιές του Άβον θα ήταν πολύ μεγαλύτερες, και ακόμη και χωρίς τον στόλο που άρπαξε ο εχθρός, το ναυτικό του Άβον ήταν μεγαλύτερο, με πληρώματα πιο εξοικειωμένα σε ναυμαχίες με τέτοια μεγάλα πλοία. Όμως, ένας πόλεμος τώρα, με πολλούς από τους στρατιώτες του Άβον να βρίσκονται στη νότια Γασκόνη σαν σύμμαχοι των Γασκόνων στον πόλεμό τους κατά του βασιλείου του Ντιρέ, θα τους κόστιζε ακριβά. Επιπλέον, αν περνούσαν τα βουνά ή το Τείχος του Μαλπουισάν και πολεμούσαν τους Εριαντοριανούς στο έδαφος τους, θα αντισταθμιζόταν σε κάποιο βαθμό η αριθμητική υπεροχή του Άβον.
«Φέρε τη λεκάνη μου», είπε ο Πάραγκορ.
«Αυτή από το κόκκινο σίδερο;» ρώτησε ο Θόουατλ.
«Φυσικά», είπε κοφτά ο Πάραγκορ, κάνοντας έναν εκνευρισμένο μορφασμό όταν είδε την έκφραση αμφιβολίας του Θόουατλ. Ο Κυκλωπιανός έφυγε όμως και γύρισε λίγο αργότερα κρατώντας τη λεκάνη.
«Τη χρησιμοποιείς πάρα πολύ», τόλμησε να προειδοποιήσει τον δούκα.
Τα μάτια του Πάραγκορ στένεψαν. Για φαντάσου, ένας Κυκλωπιανός να τον επιπλήττει για τη χρήση της μαγείας!
»Εσύ ο ίδιος μου είπες ότι η μαντεία είναι επικίνδυνη και δύσκολη», διαμαρτυρήθηκε ο Κυκλωπιανός.
Ο Πάραγκορ συνέχισε να τον κοιτάζει επίμονα, ώσπου ο μονόφθαλμος σήκωσε τους ώμους του και σώπασε. Ο Πάραγκορ δεν θα τον τιμωρούσε για την αυθάδειά του, γιατί ήξερε ότι τα λόγια του είχαν κάποια δόση αλήθειας. Η μαντεία με την οποία ο μάγος στέλνει τα μάτια και τα αφτιά του σε μακρινά μέρη, είναι μια λεπτή διαδικασία. Μπορεί να δει και να ανακαλύψει πολλά, συχνά όμως όσα δεν είναι παρά μισές αλήθειες. Ο Πάραγκορ μπορούσε να εντοπίσει ένα συγκεκριμένο γνωστό μέρος ή ένα συγκεκριμένο γνωστό του πρόσωπο —στις τελευταίες περιπτώσεις, όπως επίσης στην τωρινή, το πρόσωπο αυτό ήταν ο Έσταμπρουκ— αλλά αυτή η μαγική κατασκοπία είχε και τους περιορισμούς της. Ένας πραγματικός κατάσκοπος ή ανιχνευτής αφού συγκεντρώσει τις περισσότερες πληροφορίες του πριν ακόμη φτάσει στον στόχο, κατόπιν μπορεί να τις χρησιμοποιήσει άμεσα, γιατί αυτές οι πληροφορίες είναι αντικειμενικές. Το μάτι ενός μάγου όμως συνήθως πηγαίνει απευθείας στην καρδιά, έτσι δεν μπορεί να παρατηρήσει τα αδιόρατα γεγονότα που περιβάλλουν τον στόχο, γεγονότα που συχνά αποδεικνύονατι πολύ πιο σημαντικά.
Η μαντεία έχει τους περιορισμούς της, το κόστος της και τις παγίδες της. Απαιτεί μεγάλη μαγική ενέργεια, μπορεί να γίνει εθιστική σαν ναρκωτικό. Συχνά τα ερωτήματα που προκύπτουν για τον μάγο είναι περισσότερα από τις απαντήσεις που παίρνει, έτσι επιστρέφει ξανά και ξανά στην κρυστάλλινη σφαίρα ή στη μαγική λεκάνη του, για να στείλει κάπου μακριά την μαγική ματιά ή την ακοή του. Ο Πάραγκορ γνώριζε μάγους που τους βρήκαν νεκρούς στην καρέκλα, μπροστά από το μαντικό τους αντικείμενο, στραγγισμένους από τη ζωτική τους δύναμη.
Τώρα όμως ο δούκας έπρεπε να ξανακοιτάξει το Εριαντόρ. Είχε δει την ήττα στο Πορτ Τσάρλι, τη σφαγή στην πεδιάδα του Μόντφορτ, την πορεία προς το Έραντοχ, και όλα αυτά οδηγούσαν αναπόφευκτα στο Τείχος του Μαλπουισάν, που ήταν στην περιοχή του.
Ο Θόουατλ έβαλε τη λεκάνη σε ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι στο ιδιαίτερο γραφείο του δούκα, ένα λιτό δωμάτιο με λιγοστά έπιπλα, κάποιο τραπέζι, ένα μεγάλο αλλά απλό γραφείο με καρέκλα, ένα μικρό ντουλάπι και ένα έπιπλο με αρκετές εκατοντάδες συρταράκια, στον τοίχο. Κατόπιν ο Κυκλωπιανός πήγε στο ντουλάπι και πήρε μια κανάτα με προετοιμασμένο νερό. Άρχισε να το αδειάζει στη λεκάνη, αλλά το νερό πιτσίλισε και ο Πάραγκορ του πήρε θυμωμένος την κανάτα παραμερίζοντάς τον με ένα χτύπημα.
Ο Θόουατλ κούνησε το μεγάλο κεφάλι του. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ τον δούκα τόσο ταραγμένο.
Ο Πάραγκορ, αφού γέμισε τη λεκάνη, έβγαλε ένα λεπτό μαχαίρι κάτω από τις τεράστιες πτυχές του καφεκίτρινου χιτώνα του. Άρχισε να ψέλνει σιγά κουνώντας το χέρι του πάνω από τη λεκάνη, μετά κάρφωσε την παλάμη του αφήνοντας το αίμα να στάξει μέσα στο νερό.
Οι ψαλμοί συνεχίστηκαν για πολλά λεπτά, ενώ ο Πάραγκορ χαμήλωνε σιγά-σιγά το πρόσωπό του μέχρι που απείχε μερικά εκατοστά μόνο από τη λεκάνη. Κοίταξε βαθιά μέσα στον στρόβιλο του κόκκινου νερού.
Κοίταξε τις εικόνες που σχηματίστηκαν…
«Μια εύκολη νίκη», έλεγε ένας νεαρός. Ο Πάραγκορ, βλέποντας τον μανδύα που φορούσε, κατάλαβε ότι ήταν η Πορφυρή Σκιά! Βρισκόταν μέσα σε κάποια μεγάλη σκηνή και γύρω του υπήρχαν κάμποσα παράξενα άτομα: ένας κομψευόμενος χάφλινγκ, ένας γέρος που του ήταν άγνωστος και τρεις γυναίκες, όλες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Μία ήταν ψηλή, δυνατή με κόκκινα μαλλιά, μια άλλη ήταν πολύ πιο μικρόσωμη —είχε ίσως αίμα νεραϊδογέννητων— με γωνιώδη χαρακτηριστικά και μακριά σταρόχρωμα μαλλιά, ενώ η τρίτη ήταν σκληροτράχηλη και φορούσε τις γούνες των βουνήσιων. Ο Πάραγκορ την αναγνώρισε, ήταν η Καϊρίν Κάλθγουεϊν, η γυναίκα που νίκησε ο Έσταμπρουκ για να γίνει αρχηγός των καβαλάρηδων του Έραντοχ.
«Μα ο στρατός ήταν έτοιμος για μάχη», απάντησε ο δανδής χάφλινγκ με βαριά προφορά της Γασκόνης. «Και τώρα δεν έχουμε μάχη να του δώσουμε!»
Ο Πάραγκορ δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο χάφλινγκ, αλλά δεν άφησε τον νου του να περιπλανηθεί σε αναρωτήσεις. Έστειλε το βλέμμα του στις άκρες της λεκάνης αναζητώντας τον στόχο του, ώσπου είδε τον Έσταμπρουκ να κάθεται παθητικά σε ένα σκαμνί ακουμπώντας στο παραπέτο της σκηνής. Τι συνέβη και είναι τόσο αδρανής ο ιππότης; αναρωτήθηκε ο μάγος-δούκας. Η παραίτηση που είδε στο πρόσωπο του Έσταμπρουκ μπορεί να ήταν το πιο ανησυχητικό μήνυμα απ’ όλα!
Σιγά-σιγά ο Πάραγκορ συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να ξεφεύγει από την αρχική του πορεία. Ένιωθε ήδη το βάρος της μαγείας, δεν θα μπορούσε να αντέξει πολύ ακόμη. Κοντά στο κέντρο του αντίσκηνου και της λεκάνης, η Πορφυρή Σκιά μιλούσε πάλι.
«Οι άνθρωποι του Εριαντόρ ενώθηκαν σαν τα δάχτυλα ενός χεριού», είπε γεμάτος ποιητική διάθεση, όπως φαίνεται, ενώ σήκωνε το χέρι του στον αέρα. «Ενώθηκαν σαν μια γροθιά».
«Μια γροθιά που χτύπησε τον Γκρινσπάροου στη μύτη», είπε ο γέρος. «Γερό χτύπημα, αλλά του κάναμε πραγματική ζημιά;»
«Το Εριαντόρ είναι δικό μας», δήλωσε η κοκκινομάλλα.
«Μέχρι πότε;» ρώτησε κυνικά ο γέρος.
Αυτό τους σταμάτησε όλους. «Ο Γκρινσπάροου είναι στη Γασκόνη, αυτό το ξέρουμε με βεβαιότητα», συνέχισε ο γέρος. «Αλλά θα γυρίσει σύντομα, πιστεύω».
«Να σου θυμίσω ότι το σχέδιο ήταν δικό σου», διαμαρτυρήθηκε ο χάφλινγκ.
«Τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα σχεδιάσαμε».
«Απλώς πετύχαμε τον στόχο μας πιο εύκολα», απάντησε ο χάφλινγκ.
«Όχι όμως και με το ίδιο αποτέλεσμα για την Μπλόφα του Όλιβερ», απάντησε ο γέροντας. «Φοβάμαι ότι δεν τελειώσαμε ακόμη».
«Γιατί, τι έχει απομείνει;» ρώτησε ο χάφλινγκ.
«Εβδομήντα χιλιόμετρα δεν είναι τόσο μεγάλη πορεία την άνοιξη», είπε ο γέρος με πονηρό ύφος.
Η εικόνα μέσα στη λεκάνη θόλωσε καθώς ο Πάραγκορ έχασε την αυτοσυγκέντρωσή του από το σοκ. Ο κοκαλιάρης μάγος-δούκας ανασηκώθηκε κάτασπρος από τη λεκάνη κι έπεσε πίσω. Στο Πρίνσταουν! Οι επαναστάτες είχαν το θράσος να μιλούν για μια πορεία κατά του Πρίνσταουν!
Ο Πάραγκορ καταλάβαινε πολύ καλά τον κίνδυνο. Η δύναμη των επαναστατών δεν ήταν μικρή και ο Γκρινσπάροου δεν είχε ενεργήσει αρκετά γρήγορα. Οι στρατιές του Άβον δεν ήταν συγκεντρωμένες για πορεία, ενώ άλλωστε απείχαν πολύ μακριά από το Πρίνσταουν. Και οι επαναστάτες είπαν ότι είχαν κερδίσει ήδη άλλη μια μάχη. Ποια ήταν αυτή;
Το Τείχος του Μαλπουισάν;
Ο κοκαλιάρης δούκας πέρασε επανειλημμένα το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Έπρεπε να καθίσει στο σκοτάδι και να συγκεντρωθεί, να σκεφτεί. Αυτά τα λίγα που ήξερε δεν ήταν αρκετά, αλλά είχε κουραστεί.
Αυτοί είναι οι περιορισμοί —και το κόστος— της μαγείας.
«Το Πρίνσταουν», είπε η Σιόμπαν, συνεχίζοντας τον συλλογισμό του Μπριντ’Αμούρ. «Το Κόσμημα τον Άβον».
«Η Μπλόφα του Όλιβερ θα παιχτεί με μεγαλύτερο στοίχημα», συμφώνησε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Ο Γκρινσπάροου δεν θα το περιμένει ούτε θα το πιστέψει», είπε ο Όλιβερ. Μετά, πρόσθεσε με πιο σιγανή φωνή, για να τον ακούσει μόνο ο Λούθιεν: «Αφού εγώ στέκομαι εδώ και το ακούω, αλλά πάλι δεν το πιστεύω».
«Το Πρίνσταουν είναι απομονωμένο», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Δεν υπάρχει καμιά σημαντική στρατιωτική δύναμη σε ακτίνα τριακοσίων χιλιομέτρων».
Η Σιόμπαν είχε μια μπερδεμένη έκφραση, από τη μια μεριά αμφέβαλλε ότι είναι δυνατό να καταλάβουν το Πρίνσταουν, μα από την άλλη της είχε κινήσει το ενδιαφέρον αυτή η κίνηση. «Μπορούν να στείλουν έναν άλλο στόλο», είπε, «για να παρακάμψουν το τείχος και να μας αποκόψουν από το υπόλοιπο Εριαντόρ».
«Μπορούν», συμφώνησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Αλλά μην υποτιμάς τους Εριαντοριανούς που δεν έχουν προσχωρήσει ακόμη στον αγώνα μας και την προθυμία τους να το κάνουν. Το Τσάλμπερς είναι μια αρκετά μεγάλη πόλη και οι κάτοικοί του δεν είναι τυφλοί, ξέρουν τι έχει συμβεί στα βουνά, στο Τείχος του Μαλπουισάν. Άλλωστε», πρόσθεσε ο μάγος χαμογελαστός, τρίβοντας τα χέρια του, «θα χτυπήσουμε γρήγορα, μέσα στη βδομάδα».
Ο Όλιβερ ήξερε ότι αυτή μπορεί να ήταν η μοναδική του ευκαιρία για να τον γράψει η ιστορία συνδέοντας το όνομά του με μια τολμηρή επίθεση. Ήξερε επίσης ότι μπορεί να σκοτωθούν όλοι σε κάποιο πεδίο μάχης νότια του Εριαντόρ. Μεγάλο ρίσκο, αν σκεφτεί κανείς ότι ο αρχικός στόχος της επανάστασης (η οποία, ουσιαστικά, είχε αρχίσει κατά λάθος!) είχε ήδη επιτευχθεί. «Το Πρίνσταουν;» ρώτησε, τραβώντας την προσοχή των άλλων. «Αλλά για ποιο λόγο;»
«Για να πετύχουμε ανακωχή», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ χωρίς δισταγμό. Ο μάγος είδε ότι το πρόσωπο του Λούθιεν σκοτείνιασε.
»Σκεφτόσουν να φτάσεις μέχρι το τέλος;» τον επέπληξε. «Θέλεις να μπούμε στο Άβον και να κατακτήσουμε το Καρλάιλ; Θα έπρεπε σε μια τέτοια περίπτωση να προελάσει νότια όλο το Εριαντόρ, όμως και πάλι ο εχθρός θα ήταν τριπλάσιος!»
Ο Λούθιεν δεν ήξερε τι να πει, δεν ήξερε τι να σκεφτεί, ούτε τι στ’ αλήθεια ένιωθε. Η ολοκλήρωση του σχεδίου τους είχε έλθει εύκολα, το τείχος ήταν δικό τους ουσιαστικά. Το Εριαντόρ είχε ελευθερωθεί από τη σκιά του Γκρινσπάροου. Για πόσο καιρό όμως; είχε ρωτήσει ο Μπριντ’Αμούρ. Τότε ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι αυτός ο πόλεμος απείχε πολύ από το να τελειώσει, ο Γκρινσπάροου θα τους χτυπούσε ξανά και ξανά. Θα μπορούσαν να νικήσουν ολοκληρωτικά, ποτέ; Ίσως θα έπρεπε να φτάσουν ως το Καρλάιλ, για να δώσουν τέλος στη σκοτεινή βασιλεία του Γκρινσπάροου μια και καλή.
«Ο λαός του Άβον θα ενωθεί μαζί μας», είπε με κάτι σαν απελπισία στη φωνή του. «Όπως ενώθηκε ο λαός του Εριαντόρ».
Ο Μπριντ’Αμούρ πήγε να φέρει αντίρρηση, αλλά τον σταμάτησε ο Όλιβερ σηκώνοντας το χέρι. «Έχω εξασκηθεί σε τέτοια πράγματα, μαζί του», είπε ο χάφλινγκ.
«Θα μας δουν σαν εισβολείς», εξήγησε μετά στον Λούθιεν. «Και θα υπερασπιστούν τα σπίτια τους εναντίον μας».
«Τότε σε τι διαφέρει το Πρίνσταουν;» ρώτησε κοφτά ο Λούθιεν, ενοχλημένος από την προφανή αλήθεια.
«Διαφέρει στο ότι δεν είναι παρά μια μπλόφα, η Μπλόφα του Όλιβερ», απάντησε ο χάφλινγκ — μετά ακολούθησε το συνηθισμένο χτύπημα των δαχτύλων. «Και επειδή θέλω να δω τον ζωολογικό κήπο».
«Όταν καταλάβουμε το Πρίνσταουν, θα προτείνουμε ανακωχή στον Γκρινσπάροου», εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Με το Πρίνσταουν στα χέρια μας, θα έχουμε κάτι για να διαπραγματευτούμε». Η έκφραση του Λούθιεν έδειχνε αμφιβολίες ακόμη, και ο Μπριντ’Αμούρ τον καταλάβαινε. Ο νεαρός είχε μεγαλώσει σε ένα απομονωμένο νησί, μακριά από τις ίντριγκες της διεθνούς πολιτικής. Σκεφτόταν ότι, αφού ο Γκρινσπάροου είναι τόσο ισχυρός, απλώς θα προέλαυνε βόρεια από το Καρλάιλ και θα έπαιρνε πίσω το Πρίνσταουν δια της βίας, δεν λάβαινε υπόψη του όμως τον παράγοντα της αμηχανίας που θα προκαλούσε η κατάσταση στον Γκρινσπάροου. Ο μόνος τρόπος για να ελευθερωθεί το Εριαντόρ από τον ζυγό του Άβον ήταν να γίνουν ένα αγκάθι στο πλευρό του βασιλιά, να τον φέρουν σε τόσο δύσκολη θέση στις συνδιαλλαγές του με τα νότια βασίλεια, ιδιαίτερα με τη Γασκόνη, ώστε να μη θέλει να ασχοληθεί πια με το Εριαντόρ. Αν κατακτούσαν το Πρίνσταουν, μπορεί να πετύχαιναν αυτό τον σκοπό — αλλά, από την άλλη, ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι μπορεί επίσης να μην κατάφερναν τελικά τίποτα.
«Αυτό είναι το σχέδιο λοιπόν», είπε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ. «Παίρνουμε το Πρίνσταουν και μετά τους το προσφέρουμε πίσω».
«Αφού ελευθερώσουμε πρώτα τα ζώα», πρόσθεσε ο Όλιβερ προκαλώντας χαμόγελα σε όλους.
Επιφανειακά ακουγόταν απλό και λογικό. Όμως κανείς τους, ακόμη και ο ίδιος ο Μπριντ’Αμούρ, δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο εύκολο.
Την επόμενη μέρα ο στρατός έφτασε στο Τείχος του Μαλπουισάν, μία από τις πιο εντυπωσιακές κατασκευές σε όλο το Άβον. Είχε δεκαπέντε μέτρα ύψος και δέκα πλάτος, ενώ το μήκος του έφτανε σχεδόν τα πενήντα χιλιόμετρα, από το ανατολικό άκρο του Άιρον Κρος μέχρι τη Θάλασσα Ντόρσαλ. Κάθε πεντακόσια μέτρα υπήρχαν πύλες, με πιο εντυπωσιακή εκείνη του κάστρου του Νταν Κάριθ, που ξεπρόβαλλε από τα τελευταία απόκρημνα βράχια του βουνού, εκεί όπου η φυσική ορεινή πέτρα ενωνόταν με τους ογκόλιθους του τείχους. Το μισό Νταν Κάριθ ήταν πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, ψηλοί πύργοι και επάλξεις γεμάτες καταπέλτες και μεγαβαλλίστρες, ενώ το άλλο μισό ήταν υπόγειο, ένα δίκτυο από τούνελ γεμάτο τρόφιμα και όπλα.
Βλέποντας το Νταν Κάριθ, ο Λούθιεν, κατάλαβε πόσο σημαντική ήταν αυτή η εύκολη νίκη. Αν ο στρατός του υποχρεωνόταν να καταλάβει το Νταν Κάριθ από τους Πραιτωριανούς Φρουρούς, θα είχε τρομακτικές απώλειες, ενώ μια πολιορκία θα μπορούσε να κρατήσει πολύ χρόνο, μέχρι να αναγκαστούν οι μονόφθαλμοι να παραδοθούν. Η εξέγερση όμως είχε έλθει μέσα από τα τείχη της πόλης, έτσι τώρα το Νταν Κάριθ μαζί με όλο το Τείχος του Μαλπουισάν ήταν δικό τους.
Ο στρατός βρήκε θερμή και εορταστική υποδοχή. Οι Εριαντοριανοί ένιωθαν ανίκητοι, λες και το όνομα του Γκρινσπάροου δεν ήταν πια παρά μια κατάρα κατάλληλη μόνο για να την εκτοξεύουν ενάντια στους εχθρούς τους.
Ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, αλλά ακόμη κι αυτός δεν μπόρεσε να μην παρασυρθεί από την εορταστική ατμόσφαιρα, όταν ενώθηκαν οι δυο νικηφόροι στρατοί. Ο μάγος-στρατηγός καταλάβαινε ότι αυτό ήταν καλό για το ηθικό τους: ο εορτασμός ενίσχυε τη συμμαχία εξασφαλίζοντας ότι οι πιο ανεξάρτητες δυνάμεις, όπως οι καβαλάρηδες του Έραντοχ, θα παρέμεναν στους κόλπους της επανάστασης.
Έτσι, απόλαυσαν όσο μπορούσαν εκείνη τη μέρα στο τείχος, αντάλλαξαν ιστορίες για τις δύσκολες νίκες τους όπως επίσης για φίλους που είχαν δώσει τη ζωή τους. Ο στρατός από το Κάερ Μακντόναλντ και από τα βορινά οροπέδια στρατοπέδευσε στην πεδιάδα βόρεια του Νταν Κάριθ εκείνο το βράδυ.
Νιώθοντας ανίκητος.
Στο παλάτι του Πρίνσταουν, ο δούκας Πάραγκορ περπατούσε πάνω κάτω μέσα στο υπνοδωμάτιό του. Ήταν κουρασμένος από τις μαγικές του δραστηριότητες, αλλά σκεφτόταν αν πρέπει να καλέσει τον Γκρινσπάροου.
Τελικά αποφάσισε να μην το κάνει, καθώς συνειδητοποίησε τι αποτέλεσμα θα είχε μια τέτοια μακρινή επικοινωνία. Ο Γκρινσπάροου θα θεωρούσε ασήμαντο το πρόβλημα, θα του έλεγε ότι οι αντάρτες του Εριαντόρ δεν είναι παρά ένας όχλος.
Ο Πάραγκορ σκέφτηκε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Οι πιο κοντινοί μάγοι-δούκες βρίσκονταν στο Έβερσορν στον νότο, και στο Γουόρτσεστερ, μετά από το νότιο άκρο του Άιρον Κρος, στις όχθες της λίμνης Σπεϊθενφέργκους. Θα τους έπαιρνε μερικές βδομάδες για να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και μερικές ακόμη για να καλύψουν την απόσταση μέχρι το Πρίνσταουν, μέσα στη λάσπη και στα χιόνια που έλιωναν. Οι ίδιοι οι δούκες φυσικά μπορούσαν να έλθουν αμέσως με μαγικές μεθόδους, ενώ ίσως θα μπορούσαν να φέρουν μαζί τους επίσης μια μικρή δύναμη από Πραιτωριανούς Φρουρούς. Θα μπορούσαν όμως τόσο λίγοι πολεμιστές να κάνουν τίποτα ενάντια στη στρατιά που ερχόταν από το Εριαντόρ; Εξάλλου έπρεπε να συνυπολογίσει και τη δική του ντροπή, αν υποχρεωνόταν να τους παρακαλέσει να τον βοηθήσουν και τελικά οι Εριαντοριανοί αποφάσιζαν να μην επιτεθούν στο Πρίνσταουν!
«Έχω άλλους συμμάχους, όμως!» γρύλλισε ξαφνικά ο Πάραγκορ ξαφνιάζοντας τον Θόουατλ, που καθόταν πάνω στο χαλί σε μια γωνιά του πολυτελούς δωματίου.
Ο Θόουατλ τον κοίταξε αναγνωρίζοντας τη διαβολική έκφραση του αφέντη του. Ο Πάραγκορ θα καλούσε έναν δαίμονα ή, ίσως, περισσότερους από έναν.
»Για να δούμε μήπως μπορούμε να τους κόψουμε την όρεξη για πόλεμο!» συνέχισε ο δούκας. «Ίσως, αν σκοτωθεί η Πορφυρή Σκιά…»
«Αυτό θα μεγαλώσει τον θρύλο του», τον προειδοποίησε ο Κυκλωπιανός. «Θα τον κάνεις μάρτυρα και τότε θα γίνει ακόμη πιο δυνατός!»
Ο Πάραγκορ ήθελε να φέρει αντίρρηση, αλλά κατάλαβε ότι δεν είχε τι να πει. Ο ασυνήθιστα διορατικός μονόφθαλμος είχε δίκιο πάλι. Αλλά υπήρχαν τρόποι για να σκοτώσεις το πνεύμα ενός ανθρώπου χωρίς να σκοτώσεις και τον ίδιο. «Ίσως, λοιπόν, μπορώ να σπάσω τη θέληση της Πορφυρής Σκιάς», ψιθύρισε.
Ίσως μπορούσε να του ραγίσει την καρδιά.