Για τον απλό παρατηρητή, το βορειοδυτικό τμήμα του Εριαντόρ δεν ήταν τόσο διαφορετικό από την υπόλοιπη χώρα. Ατελείωτοι κάμποι με πυκνό πράσινο γρασίδι —οι Εριαντοριανοί την ονόμαζαν “πυκνή χλόη”— απλώνονταν μέχρι τον ορίζοντα προς κάθε κατεύθυνση, ένα ομοιόμορφο πράσινο κάλυμμα. Όταν ήταν καθαρός ο ουρανός, έβλεπες μέχρι τα βόρεια βουνά, ενώ προς τα νοτιοδυτικά φαίνονταν ακόμη και οι κορυφές του Άιρον Κρος, σαν μικρές λευκές και γκρίζες κουκίδες που ξεπρόβαλλαν στο βάθος πάνω από τον πράσινο ορίζοντα.
Στα βορειοανατολικά όμως η περιοχή ήταν πολύ διαφορετική. Εκεί βρίσκονταν τα υψίπεδα του Έραντοχ, όπου ο αέρας ήταν πιο παγερός, η σχεδόν ασταμάτητη βροχή πιο ψυχρή και οι άνδρες πιο σκληροτράχηλοι. Τα ζώα που ζούσαν εκεί είχαν μακρύ, πυκνό τρίχωμα· ακόμη και τα άλογα, τα Μόργκαν Χαϊλάντερ σαν τον Ριβερντάνσερ του Λούθιεν, είχαν μακρύτερο τρίχωμα για να προστατεύονται από τα στοιχεία της φύσης.
Στα υψίπεδα δεν είχε πέσει τόσο πολύ χιόνι αυτό τον χειμώνα, αν και συνήθως εδώ χιόνιζε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο νότιο Εριαντόρ. Έτσι το στρώμα του χιονιού δεν ήταν πολύ παχύ, όταν ο Λούθιεν και ο Όλιβερ διάβηκαν το Πέρασμα του Μακντόναλντ και μπήκαν στην περιοχή. Τα πάντα ήταν γκρίζα και καφετί με ελάχιστα μπαλώματα πράσινου, μέχρι εκεί που έβλεπε το μάτι. Σκοτάδι και μελαγχολία με τα χρώματα της βαρυχειμωνιάς, ενώ η άνοιξη φαινόταν να θέλει πολύ καιρό ακόμη ώσπου να ’ρθεί.
Οι δυο σύντροφοι κατασκήνωσαν γύρω στα είκοσι χιλιόμετρα ανατολικά του Μπρόνεγκαν εκείνο το βράδυ, στα σύνορα των υψιπέδων. Όταν ξύπνησαν το άλλο πρωί, επικρατούσε μια ασυνήθιστα ζεστή θερμοκρασία και πυκνή ομίχλη, καθώς το τελευταίο χιόνι έλιωνε κι εξατμιζόταν.
«Θα έχουμε αργή πορεία σήμερα», είπε ο Όλιβερ.
«Όχι», απάντησε ο Λούθιεν χωρίς δισταγμό. «Τα εμπόδια είναι λίγα».
«Πόσο μακριά σκέφτεσαι να φτάσουμε;» τον ρώτησε ο Όλιβερ. «Η πορεία από το Κάερ Μακντόναλντ θα έχει αρχίσει».
Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι αυτό που έλεγε ο Όλιβερ ήταν σωστό. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Μπριντ’Αμούρ, η Κατρίν, η Σιόμπαν κι όλος ο στρατός θα είχαν βγει από τις πύλες της πόλης και θα προχωρούσαν βόρεια και δυτικά, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή που είχαν πάρει ο Λούθιεν με τον Όλιβερ. Όμως, όταν θα έφταναν στο Πέρασμα του Μακντόναλντ θα έστριβαν νότια προς το Γκλεν Άλμπιν, ενώ ο Λούθιεν και ο Όλιβερ είχαν συνεχίσει ίσια προς βορρά, για να φτάσουν στο Μπρόνεγκαν και μετά στο Έραντοχ.
«Πόσο μακριά;» ρώτησε πάλι ο Όλιβερ.
«Μέχρι και το Μπέι Κόλθγουιν, αν χρειαστεί», απάντησε ήρεμα ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ ήξερε ότι αυτή η απάντηση ήταν παράλογη. Απείχαν τρεις μέρες σκληρής πορείας μέχρι τα κρύα σκοτεινά νερά του Μπέι Κόλθγουιν. Ώσπου να πάνε εκεί και να γυρίσουν, ο Μπριντ’Αμούρ θα είχε φτάσει στο τείχος και η μάχη θα τελείωνε. Από την άλλη μεριά όμως ο χάφλινγκ καταλάβαινε τα συναισθήματα που είχαν προκαλέσει αυτή την απάντηση από τον Λούθιεν. Στο Μπρόνεγκαν βρήκαν θερμή υποδοχή, με πολλά συγχαρητήρια χτυπήματα στην πλάτη και πολλά κεράσματα μπίρας. Όμως οι υποσχέσεις συμμαχίας από τους κατοίκους του Μπρόνεγκαν, όπως επίσης από άλλες κοντινές πόλεις που είχαν στείλει απεσταλμένους για να μιλήσουν με τον Λούθιεν, ήταν στην καλύτερη περίπτωση επιφυλακτικές. Η μόνη περίπτωση για να αποφασίσουν οι κάτοικοι αυτών των περιοχών να πολεμήσουν κοντά στην Πορφυρή Σκιά, αψηφώντας τον βασιλιά Γκρινσπάροου, ήταν να τους αποδείξει ο Λούθιεν ότι όλο το Εριαντόρ θα έπαιρνε μέρος σε αυτό τον πόλεμο. Ο Λούθιεν έπρεπε να περάσει από το Μπρόνεγκαν στο ταξίδι της επιστροφής ή τουλάχιστον να στείλει έναν απεσταλμένο εκεί, και αν δεν θα είχε καταφέρει να συγκεντρώσει κι άλλους υποστηρικτές, τότε αυτός και ο Όλιβερ θα επέστρεφαν μόνοι τους στο Γκλεν Άλμπιν.
Κι έτσι βρέθηκαν στα υψίπεδα, ίσως για να αντιμετωπίσουν την πιο κρίσιμη δοκιμασία της ενότητας του Εριαντόρ. Οι κάτοικοι των υψιπέδων, οι βουνήσιοι, ήταν ανεξάρτητοι, σκληροτράχηλοι και ανθεκτικοί. Πολλοί μπορεί να τους χαρακτήριζαν απολίτιστους. Ήσαν οργανωμένοι σε φυλές, που βασίζονταν σε γενεαλογικές γραμμές και συχνά πολεμούσαν μεταξύ τους. Ήσαν κυνηγοί, όχι αγρότες, πολύ καλύτεροι με το ξίφος παρά με το αλέτρι, γιατί στα υψίπεδα του Έραντοχ επιζούσαν μόνο οι δυνατοί.
Αυτό το γνώριζε ο νεαρός Μπέντγουιρ, ο στρατηγός που είχε πετύχει τη συντριβή του Μπέλσεν’ Κριγκ έξω από το Κάερ Μακντόναλντ. Όλοι οι βουνήσιοι, ακόμη και τα παιδιά, ήξεραν ιππασία και μάλιστα καλή, οπότε αν ο Λούθιεν κατάφερνε να στρατολογήσει έστω κι ένα μικρό μέρος από τις χιλιάδες που ζούσαν σε αυτή την περιοχή, θα είχε ένα ιππικό που θα μπορούσε να νικήσει τους καλύτερους Πραιτωριανούς του Γκρινσπάροου. Όμως οι βουνήσιοι ήταν προληπτικός και απρόβλεπτος λαός. Κατά πάσα πιθανότητα είχαν ακούσει για την περιοδεία της Πορφυρής Σκιάς, γι’ αυτό, όταν ο Λούθιεν με τον Όλιβερ θα έμπαιναν στο Έραντοχ, η υποδοχή τους —καλή ή κακή— θα είχε ήδη αποφασιστεί.
Οι δυο φίλοι συνέχισαν την πορεία τους όλη σχεδόν εκείνη τη μέρα, με τον Λούθιεν να προσπαθεί να κρατήσει βορειοανατολική κατεύθυνση προς το Μένιχεν Ντι, το μοναδικό χωριό όλης της περιοχής. Ουσιαστικά ήταν ένας εμπορικός σταθμός, ένα σημείο συνάντησης. Πολλές από τις φυλές των βουνήσιων θα πήγαιναν σε λίγο εκεί με άλογα που τους περίσσευαν και με στοίβες γούνες, για να τα ανταλλάξουν με αλάτι, μπαχαρικά και πολύτιμες πέτρες που έφερναν οι έμποροι άλλων περιοχών.
Η ομίχλη δεν διαλύθηκε καθόλου εκείνη τη μέρα και, μολονότι προσπαθούσαν να κρατήσουν ψηλά το ηθικό τους, ο υγρός αέρας και το μονότονο έδαφος (όπου μπορούσαν να το δουν), έκανε δύσκολη και κουραστική την πορεία τους.
«Πρέπει να κατασκηνώσουμε γρήγορα», είπε ο Λούθιεν, τα πρώτα λόγια που αντάλλασσαν εδώ κι αρκετές ώρες.
«Αδύνατο να ανάψουμε φωτιά απόψε», γκρίνιαξε ο Όλιβερ, διαπίστωση στην οποία ο Λούθιεν δεν είχε ν’ αντιτείνει τίποτα. Όντως, θα περνούσαν μια κρύα, άβολη νύχτα, γιατί δεν θα μπορούσαν να ανάψουν φωτιά με τα λίγα μουσκεμένα κλαδιά που μπορεί να έβρισκαν τριγύρω.
«Θα φτάσουμε στο Μένιχεν Ντι αύριο», είπε ο Λούθιεν. «Εκεί υπάρχει πάντα κατάλυμα για τους ειρηνικούς ταξιδιώτες».
«Εδώ είναι το πρόβλημα», είπε δραματικά ο Όλιβερ. «Είμαστε εμείς ειρηνικοί ταξιδιώτες;»
Ο Λούθιεν και πάλι δεν είχε απάντηση στην ερώτηση του ασυνήθιστα σκυθρωπού φίλου του.
Συνέχισαν να ταξιδεύουν, καθώς ο ήλιος, που φαινόταν μόνο σαν ένα πιο φωτεινό σημείο στο γκρίζο της ομίχλης, χαμήλωσε στον ορίζοντα πίσω τους. Λίγο αργότερα ο Λούθιεν αισθάνθηκε εκείνη την αδιόρατη ανατριχίλα του κινδύνου, το ένστικτο του πολεμιστή. Κάτι πέρα από τις συνειδητές του αισθήσεις τον ειδοποιούσε να είναι σε επιφυλακή.
Κοιτάζοντας τον Όλιβερ, είδε ότι κι αυτός καθόταν πιο σφιγμένος στη σέλα, έτοιμος να πεταχτεί μακριά ή να τραβήξει το ξίφος του.
Τα αφτιά του Ριβερντάνσερ, αφού κόλλησαν στο κεφάλι του, μετά ορθώθηκαν πάλι κάμποσες φορές. Ο Θρεντμπέαρ ξεφύσηξε.
Εμφανίστηκαν σαν φαντάσματα μέσα στην ομίχλη προχωρώντας αθόρυβα στο μαλακό γρασίδι. Ήταν τυλιγμένοι με γούνες και προβιές και, καθώς φορούσαν κράνη με κέρατα ή φτερά, δεν θύμιζαν ανθρώπους. Έμοιαζαν σαν προεκτάσεις των αλόγων τους, πλάσματα βγαλμένα από εφιάλτη.
Οι δυο σύντροφοι σταμάτησαν χωρίς να αποπειραθούν να βγάλουν τα όπλα τους, άναυδοι από το θέαμα αυτής της ενέδρας. Οι βουνήσιοι, γιγαντόσωμοι άνδρες όλοι τους, πολύ πιο ψηλοί και σωματώδεις ακόμη κι από τον Λούθιεν, πλησίαζαν από κάθε γωνία σφίγγοντας σιγά-σιγά τον κλοιό γύρω τους.
«Πες μου ότι ονειρεύομαι», ψιθύρισε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Μερικές φορές πρέπει να κάνεις αυτό που σου λένε», του είπε ο Όλιβερ. «Ακόμη και αν είναι ψέμα!»
Οι βουνήσιοι είχαν σταματήσει σε μικρή απόσταση, όση χρειαζόταν για να μη διακρίνεται καλά η μορφή τους, μοιάζοντας περισσότερο με τέρατα παρά με ανθρώπους. Ο Όλιβερ τους έδωσε σιωπηλά συγχαρητήρια για την τακτική τους. Ήξεραν το έδαφος, ήξεραν την ομίχλη και σίγουρα ήξεραν πώς να κάνουν εντυπωσιακή εμφάνιση.
«Θέλουν να προχωρήσουμε πρώτοι», ψιθύρισε ο Λούθιεν με την άκρη των χειλιών του.
«Θα μπορούσα να πέσω κάτω και να αρχίσω να τρέμω», είπε ο χάφλινγκ σαρκαστικά.
«Δεν ανέχονται τους δειλούς. Τους σκοτώνουν», απάντησε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ εξέτασε με ειλικρίνεια τα συναισθήματα που είχαν ξυπνήσει μέσα του οι βουνήσιοι, που έστεκαν ακόμη σιωπηλοί μόλις δέκα μέτρα μακριά τους. «Τότε είμαι καταδικασμένος», παραδέχτηκε.
Ο Λούθιεν κάγχασε, παρά τη δύσκολη κατάσταση που αντιμετώπιζαν. «Το ξέραμε τι μας περιμένει», είπε τελικά, μια υπενθύμιση για να δώσει κουράγιο στον εαυτό του.
«Χαιρετισμούς από το Κάερ Μακντόναλντ», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Την πόλη που παράνομα της δόθηκε το όνομα Μόντφορτ από εκείνον που διεκδικεί τη βασιλεία όλου του Άβον και όλου του Εριαντόρ».
Δεν πήραν καμία απάντηση για αρκετές στιγμές. Μετά ένας καβαλάρης βγήκε μπροστά με το μαύρο άλογό του, πλησιάζοντας τον Λούθιεν και τον Όλιβερ αρκετά για να τον δουν καθαρά.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ τον κοίταξε με περιέργεια, γιατί δεν φαινόταν να είναι κάτοικος των υψίπεδων. Ήταν μεγαλόσωμος, όμως δεν φορούσε ούτε προβιές ούτε γούνες, αλλά μια μαύρη πανοπλία που όμοια της ο νέος δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Είχε πτυχές και αρθρώσεις, με μεταλλικά γάντια στα χέρια. Ακόμη και το πρόσωπό του ήταν προστατευμένο. Φορούσε ένα κυλινδρικό κράνος, επίπεδο από πάνω —ο νέος πρόσεξε ότι είχε δύο σχισμές για τα μάτια και όχι μία, που σήμαινε ότι δεν ήταν Κυκλωπιανός— και κρατούσε μια πελώρια ασπίδα μαύρη σαν την πανοπλία του, με θυρεό που ο Λούθιεν δεν γνώριζε: μια σκελετώδης μορφή με απλωμένα χέρια και σπαθί γυρισμένο προς τα πάνω στο ένα χέρι και σπαθί γυρισμένο προς τα κάτω στο άλλο. Μια μικρή σημαία με παρόμοιο θυρεό ανέμιζε στην κορυφή μιας μακριάς λόγχης, που ο άγνωστος κρατούσε με άνεση στο χέρι. Ακόμη και το άλογό του ήταν σκεπασμένο με πανοπλία στο κεφάλι, στον λαιμό, στο στήθος και στα πλευρά του.
«Μόντφορτ!» δήλωσε ο άγνωστος με βαθιά φωνή. «Νόμιμα ονομασμένο από τον νόμιμο βασιλιά».
«Ωχ!» έκανε ο Όλιβερ.
«Δεν είσαι από τα υψίπεδα», απάντησε ο Λούθιεν.
Ο σιδερόφρακτος ιππότης μετακινήθηκε πάνω στο άλογό του, που μισοσηκώθηκε στα πίσω πόδια νευρικά. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι η φράση του τον έκανε να σαστίσει λίγο, γιατί η εικασία του ήταν σωστή. Ο ιππότης δεν ήταν από το Έραντοχ και αυτό σήμαινε ότι η επιρροή που είχε πάνω στους ντόπιους ήταν πολύ αβέβαιη. Θα πρέπει να είχε αποκτήσει κάποια θέση ανάμεσά τους χάρη στη δύναμή του και μόνο, αφού θα είχε νικήσει αρκετούς από τους μεγαλύτερους πολεμιστές του Έραντοχ. Όποιος κατάφερνε να τον νικήσει, θα κληρονομούσε τη θέση του και έτσι ο Λούθιεν ήξερε κιόλας ότι πρέπει να τον αντιμετωπίσει, μια προοπτική που δεν του άρεσε καθόλου, καθώς ο ιππότης ήταν γιγαντόσωμος και προστατευμένος από την πανοπλία.
«Ποιος είσαι εσύ, λοιπόν, που έρχεσαι κουδουνίζοντας μέσα στη δυνατή ανοιξιάτικη βροχή;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«“Μέσα στη δυνατή ανοιξιάτικη βροχή;”» του ψιθύρισε κατάπληκτος ο Λούθιεν.
«Γιατί, δεν σου άρεσε η έκφρασή μου;» του απάντησε με απορία, επίσης ψιθυρίζοντας ο Όλιβερ.
Ο άγνωστος με την πανοπλία ύψωσε το παράστημά του. «Είμαι ο Μαύρος Ιππότης!» δήλωσε.
Οι δυο σύντροφοι το σκέφτηκαν για μια στιγμή.
«Μα φυσικά», είπε τελικά ο Όλιβερ. «Ποιος άλλος θα μπορούσες να είσαι;»
«Έχετε ακουστά για μένα;»
«Όχι!
Ο Μαύρος Ιππότης έβγαλε ένα γρύλλισμα απορίας.
»Ποιος άλλος θα μπορούσες να είσαι;» επανέλαβε ο Όλιβερ. «Έτσι που είσαι μαύρος σαν τη νύχτα;»
«Τι;» ρώτησε ο άλλος μπερδεμένος.
«Εκτός αν η νύχτα θα είχε φεγγάρι», είπε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ γέλασε έκπληκτος με τη συνεισφορά του φίλου του στον λεκτικό διαξιφισμό. «Έχεις αρχίσει να γίνεσαι καλός σε αυτό το παιχνίδι», του είπε.
«Τι;» ρώτησε ο ιππότης.
Ο Όλιβερ αναστέναξε κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν καταλαβαίνεις, ανόητη κουδουνίστρα», είπε. «Αν ήσουν άσπρος θα σε έλεγαν “Άσπρο Ιππότη”».
Δεν έβλεπαν το πρόσωπο του άλλου κάτω από το μεταλλικό κράνος, αλλά φαντάστηκαν και οι δύο το σαγόνι του να κρεμιέται από την κατάπληξη. «Ε;» έκανε.
Οι δυο φίλοι κοιτάχτηκαν σηκώνοντας τους ώμους. «Χωριάτης!» είπαν και οι δύο μαζί.
«Είμαι ο Μαύρος Ιππότης!» δήλωσε ο άγνωστος με την πανοπλία.
«Ορμάμε κατευθείαν;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Φυσικά», απάντησε ο Όλιβερ και έβγαλαν και οι δύο δυνατές ιαχές. Ο Λούθιεν, αφού τράβηξε τον Τυφλωτή, φτέρνισε τον Ριβερντάνσερ που ανταποκρίθηκε ορμώντας μπροστά με ένα μεγάλο άλμα. Ο Θρεντμπέαρ δεν ακολούθησε όμως, ο Όλιβερ συνέχισε να κάθεται απαθής στη σέλα του.
Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι θα τα βρει σκούρα, αμέσως μόλις η λόγχη του ιππότη χαμήλωσε προς το μέρος του, αφού είδε ότι το μακρύ όπλο θα μπορούσε να διαπεράσει την άμυνά του ή ίσως και το στήθος του, πριν ακόμη πλησιάσει αρκετά τον αντίπαλό του έστω και για να γρατζουνίσει το ρύγχος του άλογου του. Χαμήλωσε το χέρι με το ξίφος πιάνοντας τα γκέμια του Ριβερντάνσερ και με τα δύο χέρια. Τώρα μπορούσε να τον σώσει μόνο η ιππική του επιδεξιότητα, όχι η πολεμική του ικανότητα.
Περίμενε μέχρι την τελευταία δυνατή στιγμή και μετά έστριψε ξαφνικά τον Ριβερντάνσερ αριστερά, μακριά από τον ιππότη. Το δυνατό, ευκίνητο άλογο ανταποκρίθηκε αμέσως με μια απότομη στροφή πετώντας κομμάτια χώμα με τις οπλές του, φαίνεται όμως ότι ο ιππότης περίμενε αυτή την κίνηση, γιατί έστριψε κι αυτός γυρίζοντας τη λόγχη του και προλαβαίνοντας να αυλακώσει τον ώμο του Λούθιεν. Ο νεαρός Μπέντγουιρ έκανε μια γκριμάτσα τραβώντας δυνατά τα γκέμια του Ριβερντάνσερ προς την άλλη μεριά.
Ξανά το δυνατό άλογο ανταποκρίθηκε, με τις οπλές του να χώνονται βαθιά στο χώμα. Ο Λούθιεν πήγε να σηκώσει τον Τυφλωτή, αλλά αισθάνθηκε έναν πόνο στον τραυματισμένο δεξιό του ώμο. Εύστροφος κι ευκίνητος, έπιασε το σπαθί με το αριστερό του χέρι και χτύπησε με δύναμη στη μέση της λόγχης. Μετά, αλλάζοντας γωνία, στην επιστροφή της κίνησής του, χτύπησε με δύναμη τον θώρακα του ιππότη με την κόψη του σπαθιού.
Ο Τυφλωτής αναπήδησε πάνω στο μέταλλο χωρίς να μπορέσει να το σχίσει.
Οι δυο καβαλάρηδες απομακρύνθηκαν. Ο ιππότης πέταξε τη σπασμένη λόγχη, ενώ ο Λούθιεν ίσιωσε το κορμί του στη σέλα πιάνοντας πάλι το ξίφος με το δεξί του χέρι και δοκιμάζοντας τη λαβή του. Πρόσεξε τα επιδοκιμαστικά βλέμματα των βουνήσιων καθώς γύριζε τον Ριβερντάνσερ μπροστά τους. Πήγαινε καλά το πράγμα ως τώρα, γιατί θαύμαζαν το θάρρος του και πιθανότατα θαύμαζαν επίσης το άλογό του. Ο Ριβερντάνσερ δεν ήταν τόσο ψηλός όσο το άλογο του Μαύρου Ιππότη, ήταν όμως πιο μεγαλόσωμος και δυνατός. Επιπλέον ήταν Μόργκαν Χαϊλάντερ, από τα καλύτερα άλογα που είχαν γεννηθεί στα υψίπεδα του Έραντοχ. Ο Γκάχρις Μπέντγουιρ είχε πληρώσει μια μικρή περιουσία για αυτόν, και τώρα ο Λούθιεν, βλέποντας τα επιδοκιμαστικά νεύματα των ντόπιων, σκέφτηκε ότι το άλογο αξίζει αυτό το ποσό μέχρι το τελευταίο χρυσό νόμισμα.
Οι δυο αντίπαλοι στάθηκαν πάλι ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο Μαύρος Ιππότης έπιασε το σπαθί του και το μισοέβγαλε από τη θήκη του αλλά μετά σταμάτησε. Το κοίταξε για μια στιγμή, μετά το άφησε να πέσει πάλι στη θήκη κι έβγαλε έναν κεφαλοθραύστη. Τον σήκωσε πάνω από το κεφάλι του αρχίζοντας να τον περιστρέφει χωρίς καμία προσπάθεια, με την αγκαθωτή σιδερένια μπάλα να διαγράφει αργούς κύκλους στην άκρη μιας βαριάς μαύρης αλυσίδας. Καλύτερα από τη λόγχη, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Τώρα τουλάχιστον θα κατάφερνε να τον πλησιάσει αρκετά για να μπορέσει να χτυπήσει κι αυτός.
Μετά το παλληκάρι αναστέναξε, καθώς αναρωτήθηκε σε τι θα ωφελούσε αυτό. Ήδη είχε χτυπήσει δυνατά τον αντίπαλό του την πρώτη φορά, ένα χτύπημα που θα έπρεπε να τον είχε ρίξει κάτω. Ο Μαύρος Ιππότης όμως ούτε καν βόγγηξε όταν το δέχτηκε και, αν πονούσε τώρα, σίγουρα δεν το έδειχνε.
Ο ιππότης ξεκίνησε με το άλογό του, ενώ ο Λούθιεν σήκωνε τους ώμους φτερνίζοντας τον Ριβερντάνσερ. Πέρασαν κοντά αυτήν τη φορά, τόσο κοντά που ο Λούθιεν αισθάνθηκε το ξεφύσημα από τα ρουθούνια του ψηλού αλόγου του Μαύρου Ιππότη.
Ο νέος εξαπέλυσε ένα ανάποδο χτύπημα, που βρήκε τον ιππότη κάτω από το χέρι καθώς σήκωνε τον κεφαλοθραύστη. Αμέσως μετά ο Τυφλωτής υψώθηκε σε μια γρήγορη απόκρουση, που άλλαξε πορεία στη σιδερένια μπάλα πριν διαλύσει το κρανίο του Λούθιεν.
Τούτη τη φορά ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν άφησε να γίνει κι άλλο τέτοιο πέρασμα. Ήξερε ότι έχει το πλεονέκτημα στα άλογα, γι’ αυτό έστριψε τον Ριβερντάνσερ ακολουθώντας τον Μαύρο Ιππότη. Στη στιγμή, καλπάζοντας δίπλα του, πρόλαβε να του καταφέρει τρία δυνατά χτυπήματα με το ξίφος πριν γυρίσει ο ιππότης για να του τα ανταποδώσει. Συνέχισαν έτσι, με τα άλογά τους να τρέχουν δίπλα-δίπλα, χτυπώντας ο ένας τον άλλο. Ο Λούθιεν βρήκε τις περισσότερες φορές τον στόχο, ενώ ο Τυφλωτής έκοβε το μεγαλύτερο μέρος της ορμής του κεφαλοθραύστη. Παρ’ όλα αυτά, η βαριά μπάλα τον χτύπησε αρκετές φορές, αλλά το σπαθί του Λούθιεν αναπηδούσε πάνω στην πανοπλία χωρίς αποτέλεσμα.
Τελικά ο Λούθιεν έστριψε ξαφνικά τον Ριβερντάνσερ και οι αντίπαλοι χωρίστηκαν ανασαίνοντας βαριά. Ήξερε ότι δεν μπορεί να νικήσει έτσι. Αυτή η έφιππη σύγκρουση ήταν πολύ γρήγορη για να καταφέρει να βρει κάποιο αδύνατο σημείο στην πανοπλία του αντιπάλου του. Προφανώς, ο Μαύρος Ιππότης το ήξερε αυτό, γιατί γύρισε το άλογό του και το έστρεψε προς τον Λούθιεν.
«Πέρασμα!» φώναξε και όρμησε πάλι καλπάζοντας.
Ο Λούθιεν έσκυψε χαμηλά ψιθυρίζοντας στο αφτί του Ριβερντάνσερ. «Σε χρειάζομαι τώρα», είπε στο άλογο. «Δείξου δυνατός και συγχώρεσέ με!» Οι δυο αντίπαλοι όρμησαν ο ένας προς τον άλλο για ένα ακόμη κοντινό πέρασμα, με τις οπλές των αλόγων να εκτοξεύουν χώμα και χόρτα.
Ο Λούθιεν ζάρωσε κολλητά στον δυνατό λαιμό του Ριβερντάνσερ κι έφερε το άλογό του κατευθείαν πάνω στην πορεία του αντιπάλου του. Ο ιππότης ορθώθηκε πάνω στη σέλα από έκπληξη, το άλογό του έχασε τον βηματισμό του.
Αυτό ακριβώς ήθελε κι ο Λούθιεν.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν μείωσε καθόλου ταχύτητα. Ο Ριβερντάνσερ έπεσε πάνω στο άλογο του Μαύρου Ιππότη και κόντεψε να το πετάξει κάτω. Το άλογο σχεδόν κάθισε στο έδαφος, πριν καταφέρει να ξαναβρεί κάπως την ισορροπία του. Ο ιππότης, καθώς προσπαθούσε να κρατηθεί με όλη του τη δύναμη στη σέλα, δέχτηκε ένα χτύπημα χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, τη στιγμή που ο Λούθιεν κατέβασε τον Τυφλωτή πάνω από τον λαιμό του αλόγου, το οποίο παραπατούσε.
Ο Λούθιεν είχε ζαλιστεί από το τράνταγμα της σύγκρουσης, αλλά κρατιόταν κι αυτός με όλη του τη δύναμη. Εστιάστηκε στον στόχο του, ξέροντας τι πρέπει να κάνει πριν ακόμη αρχίσει την έφοδο. Η επίθεσή του δεν είχε για στόχο της τον θώρακα του ιππότη —θα ήταν ανώφελο άλλωστε— ούτε τις σχισμές του κράνους του, που δεν μπορούσε να τις φτάσει, καθώς ο αντίπαλός του είχε γείρει προς τα πίσω. Τον χτύπησε στα δάχτυλα, έτσι ώστε τα γκέμια έφυγαν από τα χέρια του ιππότη. Καθώς ο Ριβερντάνσερ παραπατούσε, ζαλισμένος κι αυτός, ο Λούθιεν αγκίστρωσε τα γκέμια του εχθρικού αλόγου με το σπαθί του και τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Το άλογο του Μαύρου Ιππότη ορθώθηκε στα πίσω πόδια.
Ο Λούθιεν κόντεψε να πέσει από την άλλη μεριά του αλόγου του, με τη δύναμη που έβαλε, αλλά κατάφερε να κρατηθεί και, κοιτάζοντας πίσω, είδε τον Μαύρο Ιππότη να γλιστρά από τη σέλα του και να βροντά με δύναμη στο χώμα.
Κατέβηκε από τον Ριβερντάνσερ, όμως κόντεψε να πέσει κι αυτός κάτω μπρούμυτα, καθώς ο κόσμος γύριζε ακόμη γύρω του. Παραπάτησε και πλησίασε τρεκλίζοντας στον πεσμένο αντίπαλό του, που προσπαθούσε μάταια να σηκωθεί με τη βαριά πανοπλία. Ξαφνικά ο κεφαλοθραύστης διέγραψε μια θανάσιμη κυκλική τροχιά, πιάνοντας τον νεαρό Μπέντγουιρ εκτός ισορροπίας.
Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα καθώς έγερνε πίσω γλιστρώντας στη λάσπη και πέφτοντας κι αυτός κάτω.
Ο ιππότης κύλησε στο πλάι και κατάφερε να σηκωθεί. Ο Λούθιεν σηκώθηκε επίσης, έτσι ώστε και οι δυο αντίπαλοι στάθηκαν πάλι ο ένας απέναντι στον άλλο.
«Η επίθεσή σου ήταν ανήθικη», δήλωσε ο Μαύρος Ιππότης. «Χτύπησες το άλογό μου!»
«Το άλογό μου χτύπησε το άλογό σου», τον διόρθωσε αγαναχτισμένος ο Λούθιεν.
«Υπάρχουν κανόνες στη μονομαχία!»
«Υπάρχουν κανόνες στην επιβίωση!» απάντησε ο Λούθιεν. «Πώς μπορώ να πολεμήσω με κάποιον που φορά τέτοια πανοπλία; Εσύ τι είδους κανόνες ακολουθείς;»
«Αυτό είναι το πλεονέκτημα της ανώτερης θέσης», βρυχήθηκε ο Μαύρος Ιππότης. «Εμπρός λοιπόν, sans equine!»
Ο Όλιβερ, που παρακολουθούσε τη μονομαχία, κοίταξε με περιέργεια τον ιππότη. Η τελευταία φράση του ήταν στη γλώσσα της Γασκόνης. Τη χρησιμοποιούσαν οι ευγενείς κυρίως, και σήμαινε μονομαχία “χωρίς άλογα”, όμως όχι πάντα ανάμεσα σε εχθρούς.
Ο Λούθιεν πλησίασε επιφυλακτικά. Μπορούσε να τον χτυπήσει δέκα φορές χωρίς αποτέλεσμα, ενώ ένα και μόνο χτύπημα με τον κεφαλοθραύστη ίσως να του θρυμμάτιζε το κρανίο ή τα πλευρά. Επιπλέον, το δεξί του χέρι ήταν ακόμη μουδιασμένο από το τραύμα της λόγχης. Οι δυο αντίπαλοι έκαναν κύκλους εξαπολύοντας μετρημένα χτυπήματα για μερικά βήματα, αλλά μετά ο Μαύρος Ιππότης βρυχήθηκε κι όρμησε ανεμίζοντας τον κεφαλοθραύστη σε σταυρωτή τροχιά.
Δεν μπορούσε να κινηθεί τόσο καλά με την πανοπλία, έτσι ο Λούθιεν απέφυγε εύκολα τα χτυπήματα, σπαθίζοντας τον ιππότη στο πίσω μέρος του ώμου. Αυτός γύρισε και προσπάθησε να επιτεθεί ξανά, αλλά ο ευκίνητος Λούθιεν ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά του χτυπώντας κάθε τόσο με τον Τυφλωτή. Μπορεί να μην προκαλούσε σοβαρή βλάβη στον αντίπαλό του, τον ανάγκαζε όμως να κινείται, έτσι ώστε ήδη τον άκουγε να ανασαίνει λαχανιασμένα μέσα στην πανοπλία.
«Ένας έντιμος πολεμιστής θα στεκόταν και θα πολεμούσε!» δήλωσε ο Μαύρος Ιππότης.
«Ένας ηλίθιος πολεμιστής θα στεκόταν και θα πέθαινε», απάντησε ο Λούθιεν. «Μιλάς συνεχώς για τιμή, αλλά κρύβεσαι πίσω από ένα μεταλλικό τείχος! Βλέπεις το πρόσωπό μου, ενώ εγώ βλέπω μόνο δυο σχισμές σε ένα κράνος!»
Αυτό έβαλε τον ιππότη σε σκέψεις. Ξαφνικά σταμάτησε και χαμήλωσε τον κεφαλοθραύστη. «Έχεις δίκιο», είπε, και ο Λούθιεν τον είδε έκπληκτος να λύνει τους ιμάντες του κράνους. Όταν το έβγαλε, τότε ο Λούθιεν αισθάνθηκε ακόμη μεγαλύτερη κατάπληξη, γιατί ο αντίπαλός του ήταν πολύ μεγαλύτερος από ό,τι νόμιζε, είχε ίσως τριπλάσια ηλικία από τη δική του! Το πρόσωπό του ήταν τραχύ και πλατύ, το δέρμα του σκληραγωγημένο, γεμάτο βαθιές ρυτίδες. Τα γκρίζα μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά αλλά είχε ένα πελώριο μουστάκι επίσης γκρίζο, μια λωρίδα φουντωτές τρίχες που απλώνονταν από τη μέση του ενός μάγουλου μέχρι τη μέση του άλλου. Είχε μεγάλα σκουροκάστανα μάτια, πλατιά μύτη και στενό πιγούνι που προεξείχε περήφανα.
Ο Μαύρος Ιππότης πέταξε το κράνος στο έδαφος. «Τώρα έλα να μονομαχήσουμε τίμια, νεαρέ».
Όταν όρμησε πάλι, αυτήν τη φορά ο Λούθιεν αντιμετώπισε την επίθεση μετωπικά κι ο Τυφλωτής χτύπησε με τέλειο συγχρονισμό την αλυσίδα του κεφαλοθραύστη στη μέση ανάμεσα στην μπάλα και στη λαβή. Η μπάλα τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από το σπαθί του Λούθιεν. Τράβηξε με δύναμη θέλοντας να αποσπάσει το όπλο από το χέρι του αντιπάλου του, ο ιππότης όμως αποδείχτηκε απίστευτα δυνατός και, μολονότι ο Λούθιεν βρισκόταν σε καλύτερη γωνία, δεν κατάφερε να του αποσπάσει τον κεφαλοθραύστη.
Ο Λούθιεν αισθανόταν ακόμη έναν μουντό πόνο στον ώμο του από το τραύμα, το ξέχασε όμως καθώς το αριστερό χέρι του Μαύρου Ιππότη, με το μεταλλικό γάντι, τον χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο. Αισθάνθηκε να τρέχει αίμα από τη μύτη και το χείλος του, να κυλά στο στόμα του με μια αλμυρόγλυκη γεύση.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας, μετά όμως όρμησε αμέσως μπροστά πριν προλάβει να τον χτυπήσει πάλι ο αντίπαλός του. Ο ιππότης σήκωσε με δύναμη το γόνατο, αλλά ο Λούθιεν είχε την ετοιμότητα να γυρίσει το ένα πόδι για να προστατέψει τους βουβώνες του· δέχτηκε όμως το χτύπημα στον μηρό.
Ο Λούθιεν έβαλε την ανοιχτή παλάμη στο πιγούνι του Μαύρου Ιππότη και έσπρωξε με δύναμη απελευθερωνόμενος από τη λαβή του. Οπισθοχώρησε τραβώντας απεγνωσμένα το σπαθί για να το ξεμπλέξει από την αλυσίδα.
Δέχτηκε κι άλλο χτύπημα με τη μεταλλική γροθιά, αυτήν τη φορά στο στήθος, και μετά ένα τρίτο πάνω στο τραύμα του ώμου του. Αντέδρασε χτυπώντας, αλλά μόρφασε από πόνο όταν το χέρι του χτύπησε τον μεταλλικό θώρακα του ιππότη.
Μια αριστερή γροθιά τον βρήκε στα πλευρά. Ο Λούθιεν κινήθηκε προς το πλάι ρίχνοντας το βάρος του στο μπέρδεμα των δύο όπλων, προσπαθώντας να αλλάξει τη γωνία για να ελευθερώσει το ξίφος ή να σπρώξει τη λαβή του κεφαλοθραύστη πάνω από το χέρι του ιππότη για να τον αναγκάσει να τον αφήσει.
Ξαφνικά ο Τυφλωτής ελευθερώθηκε από την αλυσίδα τόσο απότομα, ώστε ο Λούθιεν παραπάτησε περνώντας δίπλα από τον αντίπαλό του και πέφτοντας στο ένα γόνατο. Ο ιππότης γύρισε αμέσως υψώνοντας ταυτόχρονα τον ελευθερωμένο κεφαλοθραύστη πάνω από το κεφάλι του. Είχε σκοπό να χτυπήσει αμέσως, αλλά η λεπίδα του Τυφλωτή ήταν πολύ πιο κοφτερή και γερή από ό,τι υπολόγιζε, ενώ ο κεφαλοθραύστης ήταν παλιό όπλο, εξίσου γέρικο με τον ιδιοκτήτη του. Η σιδερένια αλυσίδα, εξασθενημένη από την ηλικία και από τη λεπίδα του καλύτερου σπαθιού σε όλο το Εριαντόρ, κόπηκε σε έναν κρίκο και η αγκαθωτή μπάλα εκτοξεύτηκε στον αέρα.
Λίγο πιο κάτω, ο Θρεντμπέαρ πετάχτηκε μπροστά με ένα σπιρούνισμα του Όλιβερ, που σήκωσε επιδέξια τα χέρια του, προστατευμένα από τα πράσινα γάντια, και έπιασε την μπάλα στον αέρα.
Ο Μαύρος Ιππότης δεν είχε αντιληφθεί ότι έχασε το όπλο του. Βρυχήθηκε κι όρμησε ανεμίζοντας τη λαβή με τη μισή αλυσίδα, αλλά σταμάτησε βλέποντας το χαμόγελο του Λούθιεν.
«Ένα λεπτό, καλέ μου ιππότη», ακούστηκε η φωνή του Όλιβερ από πίσω. Ο ιππότης γύρισε αργά και είδε τον Όλιβερ να κρατά την μπάλα του κεφαλοθραύστη από τη σπασμένη αλυσίδα. Κοίταξε από το όπλο του στον Όλιβερ με μια έκφραση κατάπληξης, σαν να μην πίστευε στα μάτια του. Μετά, βρέθηκε ξαφνικά να κοιτάζει τον γκρίζο ουρανό, καθώς ο Λούθιεν του κλότσησε τα πόδια, και βρέθηκε πεσμένος ανάσκελα στο έδαφος.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ κάθισε πάνω στο θώρακα με την αιχμή του Τυφλωτή στον λαιμό του αντιπάλου του.
«Σε ικετεύω», είπε ο Μαύρος Ιππότης και ο Λούθιεν παραξενεύτηκε, γιατί δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα ενός τέτοιου πολεμιστή να κλαυθμυρίζει. «Σε παρακαλώ, επίτρεψέ μου μια τελευταία προσευχή στον Θεό πριν με σκοτώσεις», είπε. «Νίκησες δίκαια, δεν διαμαρτύρομαι, αλλά σου ζητώ να με αφήσεις να απευθυνθώ για τελευταία φορά στον Θεό».
Ο Λούθιεν δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο από έναν οπαδό του Γκρινσπάροου. «Ποιος είσαι;» ρώτησε.
«Φυσικά, φυσικά, το όνομά μου…» είπε ο Μαύρος Ιππότης. «Κι εγώ επίσης πρέπει να μάθω το δικό σου πριν με σκοτώσεις…» πρόσθεσε αναστενάζοντας.
»Είμαι ο Έσταμπρουκ του Νιουκάστλ», δήλωσε. «Άρχοντας Προστάτης, πρώτος των Έξι Ιπποτών».
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ. «Πρώτος των Έξι;» είπε σιωπηλά κουνώντας μόνο τα χείλια του. Ο Λούθιεν είχε ακούσει για αυτή την ομάδα ιπποτών που ήταν προσωπικοί σωματοφύλακες του παλιού βασιλιά του Άβον και των κυβερνητών των έξι μεγαλύτερων πόλεων του βασιλείου. Νόμιζε ότι η ομάδα είχε διαλυθεί με την εμφάνιση του Γκρινσπάροου, αφού τώρα υπήρχαν οι μονόφθαλμοι Πραιτωριανοί Φρουροί, αλλά προφανώς είχε κάνει λάθος.
Κατάλαβε ότι πρέπει να σκεφτεί πολύ προσεχτικά την κατάσταση. Τράβηξε τον Τυφλωτή από τον λαιμό του ιππότη και σκούπισε το αίμα από το πρόσωπό του, κοιτάζοντας ταυτόχρονα αυτό τον παράξενο ηλικιωμένο πολεμιστή που ήταν ξαπλωμένος από κάτω του.
«Είσαι πολύ μακριά από το Νιουκάστλ», του είπε.
Ο ιππότης φάνηκε να ξαναβρίσκει ένα μέρος από την αξιοπρέπειά του, παρά τη δύσκολη θέση όπου βρισκόταν. «Είμαι σε αποστολή», δήλωσε. «Την πρώτη αποστολή για έναν από τους Έξι Ιππότες, από τότε που…» Το πρόσωπό του ζάρωσε καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί. Είχε περάσει πολύς καιρός.
»Δεν έχει σημασία όμως», εξακολούθησε ο Έσταμπρουκ μετά από λίγο. «Προσευχήθηκα. Μπορείς να πεις το όνομά σου και να με σκοτώσεις τώρα». Πήρε μια βαθιά ανάσα κοιτάζοντας τον Λούθιεν. «Κάν’ το!» είπε κοφτά.
Ο Λούθιεν κοίταξε γύρω του. Φυσικά δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει, αναρωτιόταν όμως πώς μπορεί να έβλεπαν οι σκληροτράχηλοι βουνήσιοι ό,τι θα έκανε ή δεν θα έκανε.
«Δεν άκουσα να πει κανείς ότι η μονομαχία είναι μέχρι θανάτου», είπε. Σηκώθηκε απλώνοντας το χέρι του. Ο Μαύρος Ιππότης τον κοίταξε εξεταστικά για μια στιγμή, μετά το έπιασε και ο Λούθιεν τον βοήθησε να σηκωθεί.
«Πάω να δω τα άλογά μας», είπε ο Έσταμπρουκ βλέποντας τον Όλιβερ να πλησιάζει, και απομακρύνθηκε.
Ο Λούθιεν τον είδε επίσης και, με τα αίματα να τρέχουν ακόμη από τη μύτη του, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. «Είπες ότι θα ορμήσουμε», του φώναξε.
«Δεν είπα τέτοιο πράγμα», τον διόρθωσε ο Όλιβερ.
«Το υπονόησες!» γρύλλισε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ πήρε μια βαθιά ανάσα σηκώνοντας τους ώμους. «Άλλαξα γνώμη».
Η συζήτησή τους πήρε τέλος όμως, καθώς οι έφιπποι βουνήσιοι πλησίασαν ξαφνικά από όλες τις μεριές και τους στρίμωξαν, πελώριοι ιππείς με τρομερά όπλα, διπλές λόγχες και φαρδιά πολεμικά τσεκούρια με λεπίδες όσο το στήθος ενός μεγαλόσωμου άνδρα.
Ο Λούθιεν ξερόβηξε. «Αγαπητέ άρχοντα Έσταμπρουκ», είπε. «Θα μπορούσες να μιλήσεις στους… χμ… φίλους σου;»