25 Φαντάσματα

Ο Μαλάμους δεν είπε ούτε μια λέξη μέσα στις δύο μέρες που χρειάστηκαν οι δυο σύντροφοι για να φτάσουν στο Γκλεν Ντούριτς, την πλατιά κοιλάδα νοτιοανατολικά του Πρίνσταουν. Εδώ δεν υπήρχαν πια δέντρα που να προσφέρουν κάλυψη αλλά μόνο ένας δρόμος, που διέσχιζε ελικωτά την πυκνή χλόη.

Ο Λούθιεν, παίζοντας πάλι τον ρόλο του στρατηγού, μελετούσε το έδαφος φανταζόμενος τη μάχη που θα μπορούσε να γίνει εδώ. Το έδαφος ανηφόριζε δεξιά και αριστερά καταλήγοντας σε διαδοχικούς λόφους καλυμμένους με δέντρα. Τέλειο κάλυμμα για εφορμήσεις από ψηλότερο έδαφος! Ξωτικά τοξότες μπορούσαν να χτυπήσουν τον εχθρό από εκείνα τα δέντρα. Και εδώ κάτω δεν υπήρχε πουθενά μέρος για να καλυφθεί κανείς από τα θανάσιμα βέλη τους.

Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ, ώστε ξαφνιάστηκε όταν αισθάνθηκε το ξίφος του Όλιβερ να τον χτυπά στον ώμο. Σταμάτησε τον Ριβερντάνσερ και, γυρίζοντας πίσω, είδε τον φίλο του να ξεπεζεύει.

«Η δυτική άκρη του Γκλεν Ντούριτς», εξήγησε ο Μαλάμους. Ο Όλιβερ έδειξε δυτικά με το πιγούνι του, ενώ ο Λούθιεν μισόκλεινε τα μάτια για να δει μέσα στη λάμψη του ήλιου. Στο βάθος, όχι πολύ μακριά, υψώνονταν βουνά σκοτεινά και κρύα, και μπροστά τους…

Τι είναι αυτό; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν. Μια λευκορόδινη λάμψη.

Ο Όλιβερ τον πλησίασε. «Είναι άλλα οχτώ χιλιόμετρα», είπε. «Και δεν μου αρέσει να περπατάω στο σκοτάδι!»

Ο Λούθιεν κατέβηκε από τον Ριβερντάνσερ δίνοντας μετά τα γκέμια στον Μαλάμους. Ο άνδρας από τα οροπέδια τον κοίταξε για αρκετές στιγμές. «Η ευλογία του Σολ-Γιούντα να είναι μαζί σου, Πορφυρή Σκιά», είπε ξαφνικά και γύρισε τραβώντας δυνατά με το μυώδες χέρι του για να σύρει πίσω του τα τρία άλογα. «Θα περιμένω την επιστροφή σου».

Ο Λούθιεν απλώς γρύλλισε, άφωνος από την έκπληξη. Ο Σολ-Γιούντα ήταν ο θεός των βουνήσιων, ένας δικός τους θεός για τον οποίο πίστευαν ότι προφυλάσσει μόνο τους ίδιους, χωρίς να ενδιαφέρεται για κανέναν άλλο, φίλο ή εχθρό. Οι κάτοικοι των υψιπέδων προστάτευαν τον Σολ-Γιούντα από τους ξένους τόσο ζηλότυπα όσο διαφυλάσσει ένας δράκοντας τον χρυσό του. Έτσι, αυτή η απλή δήλωση του Μαλάμους, αυτές οι οχτώ λέξεις, ήταν ίσως ό,τι πιο φιλοφρονητικό είχε ακούσει ποτέ του ο Λούθιεν Μπέντγουιρ.

Έμεινε να κοιτάζει τον Μαλάμους για λίγο και μετά γύρισε τρέχοντας για να προλάβει τον Όλιβερ, που περπατούσε κιόλας προς τη λευκορόδινη λάμψη κάτω από τα σκοτεινά βουνά.

Λιγότερο από μια ώρα αργότερα, με τον ήλιο χαμηλά στον ουρανό αλλά ορατό ακόμη πάνω από το Άιρον Κρος, οι φίλοι πλησίασαν αρκετά την πόλη ώστε να δουν τη λαμπρότητα του Πρίνσταουν και να καταλάβουν γιατί είχε ονομαστεί “Κόσμημα του Άβον”.

Είχε το ίδιο μέγεθος με το Κάερ Μακντόναλντ, αλλά ενώ το Κάερ Μακντόναλντ είχε χτιστεί έτσι που να μπορούν οι κάτοικοί του να υπερασπιστούν την πόλη, φωλιασμένο ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά, το Πρίνσταουν είχε χτιστεί για να εντυπωσιάζει. Βρισκόταν σε έναν κάμπο λίγο μπροστά από τους πρόποδες των βουνών, απλωμένο και ευρύχωρο, όχι στριμωγμένο σαν το Κάερ Μακντόναλντ. Το περιτριγύριζε ένα χαμηλό τείχος από ανοιχτόχρωμο γρανίτη όχι πάνω από δυόμισι μέτρα ύψος, στο οποίο δεν φαίνονταν πυλώνες και πύργοι. Τα περισσότερα σπίτια μέσα στο τείχος ήταν πολύ μεγάλα. Τα πιο μικρά ήταν ξύλινα και ασβεστωμένα, ενώ τα μεγαλύτερα, που πρέπει να ανήκαν σε ευγενείς και εμπόρους, ήταν από λευκό μάρμαρο με μια απαλή ρόδινη απόχρωση.

Το μεγαλύτερο κτήριο δεν ήταν ο καθεδρικός ναός όπως στις περισσότερες μεγάλες πόλεις των Νησιών της Θάλασσας ταυ Άβον. Ο ναός ήταν εντυπωσιακός, ίσως εξίσου εντυπωσιακός με τη Μητρόπολη του Κάερ Μακντόναλντ, αλλά ωχριούσε μπροστά στο υπέροχο παλάτι. Ήταν χτισμένο στα δυτικά του Πρίνσταουν, στο υψηλότερο μέρος προς τη μεριά των βουνών, τέσσερις όροφοι από αστραφτερό μάρμαρο και φύλλο χρυσού, με σκαλιστούς κίονες σε όλη την πρόσοψη και μεγάλες πτέρυγες βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά, σαν τεράστια μπράτσα που απλώνονταν για να αγκαλιάσουν την πόλη. Στη μέση του κτηρίου υψωνόταν ένας χρυσός θόλος, που άστραφτε τόσο πολύ ώστε σε πονούσαν τα μάτια σου αν τον κοίταζες.

«Αυτός ο δούκας, θα είναι εκεί πέρα;» ρώτησε ο Όλιβερ και ο Λούθιεν δεν χρειάστηκε να ακολουθήσει το βλέμμα του, για να καταλάβει για ποιο κτήριο μιλούσε ο Όλιβερ. «Έπρεπε να κρατήσουμε τα άλογά μας, μόνο και μόνο για να πάμε από τη μια άκρη του παλατιού μέχρι την άλλη», είπε ο χάφλινγκ.

Ο Λούθιεν κάγχασε, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ο Όλιβερ αστειεύεται ή όχι. Του ήταν αδύνατο να φανταστεί πόσα δωμάτια μπορεί να είχε το παλάτι. Διακόσια; Τριακόσια; Αν κάλπαζε με τον Ριβερντάνσερ, θα του έπαιρνε μισή ώρα για να κάνει μια φορά τον κύκλο τους!

Οι δυο σύντροφοι ήταν αμίλητοι, αλλά σκέφτονταν και οι δύο το ίδιο πράγμα: πώς είναι δυνατό ένα τόσο τυραννικό βασίλειο να έχει τόση ομορφιά; Το θέαμα που έβλεπαν ήταν γεμάτο μεγαλείο και τελειότητα, ένα μέρος που εξυψώνει το πνεύμα και την καρδιά. Μήπως το βασίλειο του Άβον ήταν κάτι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί ο Λούθιεν, που δεν είχε έλθει ποτέ ως τώρα νότια; Ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν μπορούσε να συνδέσει αυτή την εικόνα του Πρίνσταουν με όσα ήξερε για τον μοχθηρό Γκρινσπάροου. Αυτή η υπέροχη πόλη που απλωνόταν μπροστά τους, έμοιαζε να χλευάζει την επανάστασή του και ακόμη περισσότερο τον θυμό του. Ήξερε ότι το Πρίνσταουν είχε χτιστεί πριν τη βασιλεία του Γκρινσπάροου, αλλά και πάλι η πόλη δεν ταίριαζε με την εικόνα που είχε ο Λούθιεν για το Άβον.

«Αυτό το παλάτι το έχτισαν οι δικοί μου», δήλωσε ο Όλιβερ, βγάζοντας τον Λούθιεν από τις σκέψεις του. Κοίταξε τον φίλο του, που κουνούσε το κεφάλι σαν να προσπαθούσε κι αυτός να καταλάβει την προέλευση του Πρίνσταουν.

«Υπάρχει γασκονική επιρροή εδώ», του εξήγησε ο Όλιβερ. «Από τα νότια και τα δυτικά της Γασκόνης, εκεί όπου είναι πιο γλυκό το κρασί. Έχουν κι εκεί τέτοια κτήρια».

Όχι τόσο μεγαλόπρεπα όμως, πρόσθεσε σιωπηλά ο Λούθιεν. Ίσως οι Γασκόνοι να έχτισαν ή να διεύρυναν το Πρίνσταουν όσο είχαν υπό την κατοχή τους το Άβον, αλλά ακόμη κι αν ο Όλιβερ είχε δίκιο, δηλαδή αν η αρχιτεκτονική θύμιζε κτήρια της νοτιοδυτικής Γασκόνης, ο Λούθιεν καταλάβαινε από το εντυπωσιασμένο βλέμμα του φίλου του ότι το Πρίνσταουν ήταν πολύ πιο μεγαλόπρεπο.

Ο Λούθιεν είχε σοκαριστεί από αυτό το απρόσμενο μεγαλείο, καθώς θυμήθηκε όμως την Κατρίν στα χέρια του δαίμονα, στον νου του κυριάρχησε αυτή η φρικτή εικόνα κι έκανε νόημα στον Όλιβερ, αρχίζοντας να περπατά με γοργό βήμα. Ο Όλιβερ τον ακολούθησε συνεχίζοντας να κοιτάζει το Πρίνσταουν. Από κάποιο σημείο μέσα στην πόλη, μάλλον κοντά στο παλάτι, ακούστηκε ένας σιγανός, αργόσυρτος βρυχηθμός καθαρής και άγριας δύναμης. Ο βρυχηθμός ενός λιονταριού.

«Σου αρέσουν τα αιλουροειδή;» ρώτησε ο Όλιβερ. Σκεφτόταν τον ζωολογικό κήπο, ευχόμενος να είχαν επισκεφθεί το Πρίνσταουν κάτω από άλλες, πιο ευχάριστες συνθήκες.

Μαύρα σύννεφα έτρεχαν στο σκοτεινό ουρανό όταν οι δυο σύντροφοι έκαναν τον κύκλο του Πρίνσταουν κατά μήκος του γρανίτινου τείχους, περπατώντας προς το παλάτι. Αφού πέρασαν μια απότομη καμπή στο τείχος, ο Λούθιεν σταμάτησε απορημένος. Κοιτάζοντας δυτικά, ανακάλυψε το βρόμικο μυστικό του Πρίνσταουν.

Από τα ανατολικά η πόλη έδειχνε τόσο καθαρή και όμορφη, ένα πραγματικό κόσμημα, εδώ όμως στα δυτικά ήταν κρυμμένη η αλήθεια. Το έδαφος κατηφόριζε πίσω από το παλάτι, όπου το τείχος της πόλης περιέβαλλε μια κυκλική κοιλάδα γεμάτη ετοιμόρροπες παράγκες. Δεν μπορούσαν να δουν πολλά πράγματα μέσα στο σκοτάδι, γιατί δεν υπήρχαν πολλές φωτιές εδώ, αλλά άκουγαν τα βογγητά των φτωχών, τις κραυγές των εξαθλιωμένων που ζούσαν στις καλύβες ή στον δρόμο.

Το θέαμα και οι ήχοι εμψύχωσαν τον Λούθιεν κατά έναν παράξενο τρόπο, γιατί ήταν μια επιβεβαίωση πως τα συμπεράσματά του για την παράνομη και τυραννική βασιλεία του μάγου ήταν σωστά. Συμπονούσε τους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτή την κρυμμένη κοιλάδα δυτικά της λαμπρής πόλης, αλλά η ύπαρξή τους του έδωσε κουράγιο για να πολεμήσει.

Ο Όλιβερ τον σταμάτησε τραβώντας τον μανδύα του.

«Αρκετά πλησιάσαμε», ψιθύρισε δείχνοντας τον τοίχο του παλατιού, που υψωνόταν σκοτεινό και πανύψηλο λίγο πιο κάτω.

«Ποιος είναι εκεί!» ακούστηκε μια δυνατή φωνή από το τείχος, βαριά φωνή Κυκλωπιανού, και οι δυο φίλοι έσκυψαν αμέσως με τον Λούθιεν να τραβά την κουκούλα του μανδύα πάνω από το κεφάλι του και τον Όλιβερ να χώνεται κάτω από τις μαγικές πτυχές του.

Πάνω στο τείχος εμφανίστηκαν κάμποσα φανάρια, κλειστά από τις τρεις πλευρές για να εστιάζουν το φως από την τέταρτη. Καθώς οι φωτεινές δέσμες των φαναριών περνούσαν μπροστά του ή πάνω του, ο Λούθιεν κρατούσε την ανάσα του, υπενθυμίζοντας επανειλημμένα στον εαυτό του ότι ο μανδύας θα τους κρύψει.

«Γυρίστε πίσω στις τρύπες σας!» φώναξε ο Κυκλωπιανός ενώ κάμποσες βαλλίστρες από το τείχος εκτόξευαν βέλη.

«Θα το προτιμούσα να μας έβλεπαν οι μονόφθαλμοι», είπε ο Όλιβερ.

Ακολούθησαν μερικά μπαράζ από βέλη ακόμη που, όταν τελείωσαν, τα ακουλούθησαν πάλι γέλια από το τείχος. «Ζητιάνοι!» ξεφύσηξε περιφρονητικά ένας Κυκλωπιανός, ενώ ακούγονταν κι άλλα γέλια.

Ο Όλιβερ βγήκε κάτω από τον μανδύα ισιώνοντας το μεγάλο πλατύγυρο καπέλο του και τον δικό του μανδύα. Αφού έδειξε νότια προς τον τοίχο του παλατιού, οι δυο σύντροφοι προχώρησαν μερικές δεκάδες μέτρα.

Ο Όλιβερ πλησίασε στον τοίχο και αφουγκράστηκε, μετά κατένευσε χαμογελώντας όταν άκουσε ροχαλητά από πάνω. Έσπρωξε πίσω τον μανδύα από τους ώμους του και έβαλε το χέρι στην τσέπη του ώμου του “διάρρήκτη” του, μιας εξάρτησης από δερμάτινα λουριά που του είχε χαρίσει ο Μπριντ’Αμούρ. Ο Όλιβερ τη φορούσε πάντα, όμως δεν φαινόταν με τα φουσκωτά μανίκια και τα απανωτά πολύχρωμα ρούχα του. Ήταν μόνο ένα σύνολο από απλά δερμάτινα λουριά, αλλά τα φαινόμενα συχνά απατούν, όπως συνέβαινε άλλωστε επίσης με τον ίδιο τον Μπριντ’Αμούρ. Αυτή η εξάρτηση ήταν μαγική, το ίδιο όπως πολλά από τα διαρρηκτικά εργαλεία που περιείχε. Από μια φαινομενικά μικροσκοπική τσέπη του ώμου, ο Όλιβερ έβγαλε τη μαγική του αρπάγη, τη ρυτιδωμένη μπάλα με το λεπτό κορδόνι, αλλά πριν προλάβει να την ξετυλίξει και να την εκτοξεύσει, ο Λούθιεν τον έπιασε από τα πόδια και τον σήκωσε ψηλά.

Ο Όλιβερ κατάλαβε. Το τείχος είχε μόνο δυόμισι μέτρα ύψος και ο Λούθιεν τον ύψωσε μέχρι το πάνω μισό του. Ο Όλιβερ, τυλίγοντας την αρπάγη στη ζώνη του για να την έχει πρόχειρη, αρπάχτηκε από την άκρη του τείχους και κοίταξε από πάνω.

Από την άλλη μεριά φαινόταν η έπαλξη, με πλάτος ενάμισι μέτρο. Ο Όλιβερ κοίταξε τον Λούθιεν με ένα άγριο χαμόγελο. Αφού έκανε νόημα στον νέο να κάνει ησυχία, μετά του ύψωσε ένα δάχτυλο ζητώντας του έτσι να περιμένει μια στιγμή. Κατόπιν ανέβηκε στο τείχος αθόρυβα σαν γάτα.

Μια στιγμή αργότερα, ενώ ο Λούθιεν άρχισε να ανησυχεί θέλοντας να πηδήσει ψήλα για να σκαρφαλώσει στο τείχος, ο Όλιβερ ξεπρόβαλλε από πάνω και άπλωσε το χέρι στον φίλο του. Ο Λούθιεν, πηδώντας, έπιασε με το ένα χέρι την άκρη του τείχους και με το άλλο το χέρι του Όλιβερ. Ανέβηκε και κύλησε αθόρυβα στην έπαλξη.

Τότε ήταν που τα μάτια του γούρλωσαν από κατάπληξη, γιατί αυτός και ο Όλιβερ βρίσκονταν ανάμεσα σε δυο καθισμένους Κυκλωπιανούς! Αμέσως όμως σκέφτηκε ότι ο Όλιβερ βρισκόταν ήδη εδώ πάνω, άρα ήξερε τι συνέβαινε, άλλωστε γρήγορα συνειδητοποίησε ότι οι δυο μονόφθαλμοι δεν ροχάλιζαν πια. Είδε τον Όλιβερ να σκουπίζει το αίμα από το λεπτό ξίφος του πάνω στο χιτώνιο του ενός νεκρού φρουρού.

Μόλις δέκα μέτρα πιο κάτω, η άλλη ομάδα των φρουρών, εκείνη που είχε ρίξει τα βέλη από το τείχος, συνέχιζε να παίζει ζάρια χωρίς να έχει αντιληφθεί την εισβολή.

Ο Όλιβερ γλίστρησε κάτω από τον μανδύα του Λούθιεν και οι δυο τους άρχισαν να προχωρούν αργά προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη όπου βρίσκονταν οι φρουροί, πλησιάζοντας τον τοίχο του παλατιού.

Για να φτάσουν στο κτήριο, έπρεπε να κατεβούν από το τείχος και να διασχίσουν μια μικρή αυλή που ήταν όμως γεμάτη καλοκλαδεμένους φράχτες από θάμνους· έτσι, με τη βοήθεια του μανδύα του Λούθιεν, δεν δυσκολεύτηκαν να φτάσουν στο παλάτι. Ο νεαρός Μπέντγουιρ κοίταξε τα παράθυρα από πάνω τους. Στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο υπήρχε φως. Στον τρίτο το φως ήταν πολύ πιο αμυδρό, ενώ τα παράθυρα του τετάρτου ορόφου ήταν τελείως σκοτεινά.

Ο Όλιβερ έδειξε τρία δάχτυλα και, με μια τελευταία ματιά τριγύρω που τον βεβαίωσε ότι δεν υπήρχαν Κυκλωπιανοί εκεί κοντά, στριφογύρισε την αρπάγη και την εκτόξευσε στέλνοντάς την δίπλα στο παράθυρο του τρίτου ορόφου.

Το μάρμαρο ήταν λείο σαν γυαλί, αλλά η ρυτιδωμένη μπάλα έπιασε καλά. Ο Όλιβερ, αφού τη δοκίμασε, άρχισε να σκαρφαλώνει. Ο Λούθιεν παρακολουθούσε από κάτω τον φίλο του να βγάζει από την εξάρτηση μια βεντούζα με έναν μεγάλο βραχίονα. Ο χάφλινγκ αφουγκράστηκε για λίγο στο παράθυρο, κόλλησε τη βεντούζα και γύρισε τον βραχίονα αργά πάνω στο τζάμι πιέζοντας με δύναμη.

Μια στιγμή αργότερα κατέβηκε πάλι κάτω κρατώντας το κομμένο γυαλί. «Το δωμάτιο είναι άδειο…» άρχισε να λέει, αλλά πάγωσε καθώς άκουσε να πλησιάζουν οπλισμένοι φρουροί.

Ο Λούθιεν πλησίασε τον Όλιβερ, έριξε τον μανδύα από πάνω του και οπισθοχώρησε κολλώντας στον τοίχο μαζί με τον χάφλινγκ.

Έξι Κυκλωπιανοί με τις ασημόμαυρες στολές των Πραιτωριανών Φρουρών εμφανίστηκαν στη γωνία σε σχηματισμό. Ο ένας κρατούσε έναν αναμμένο δαυλό. Ο Λούθιεν έσκυψε μπροστά, κάτω από την κουκούλα, για να σκεπαστεί τελείως το πρόσωπό του. Είχε εμπιστοσύνη στον μαγικό μανδύα, όμως ευχήθηκε να μην προσέξουν οι μονόφθαλμοι το λεπτό κορδόνι που κρεμόταν από τον τοίχο του παλατιού και να μην πέσουν πάνω τους καθώς περνούσαν!

Περνώντας σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο, ακριβώς δίπλα στον Όλιβερ και τον Λούθιεν, συνέχισαν τον δρόμο σαν να μην υπήρχαν οι δυο φίλοι. Κι όντως για τους Κυκλωπιανούς δεν υπήρχαν, αφού ήταν εντελώς αόρατοι κάτω από τις πτυχές του πορφυρού μανδύα.

Μόλις εξαφανίστηκαν οι φρουροί, ο Λούθιεν άνοιξε τον μανδύα και ο Όλιβερ πήγε στο σχοινί αρχίζοντας αμέσως να σκαρφαλώνει. Ο Λούθιεν, αφού κράτησε για λίγο το κορδόνι περιμένοντας να φτάσει ο Όλιβερ στο δεύτερο όροφο, πιάστηκε κι αυτός από το σχοινί και άρχισε να ανεβαίνει, θέλοντας να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από το έδαφος.

Οι δυο φίλοι είχαν την αίσθηση ότι πέρασαν πολλά λεπτά, στην πραγματικότητα όμως είχαν μπει στο παλάτι μέσα σε ελάχιστες στιγμές. Ο Όλιβερ πέρασε το χέρι του μέσα από την τρύπα στο παράθυρο και τράβηξε τρεις φορές το σχοινί ελευθερώνοντας την αρπάγη και τραβώντας τη μέσα. Είχαν εξαφανιστεί χωρίς ίχνη, εκτός από το στρογγυλό κομμάτι του γυαλιού στο γρασίδι και την εικόνα μιας πορφυρής σκιάς που είχε βάψει ανεξίτηλα τον λευκό τοίχο του παλατιού.

Ο Λούθιεν περίμενε να συνηθίσουν τα μάτια του στο σκοτάδι. Είχαν μπει στο παλάτι, αλλά πού έπρεπε να πάνε; Πόσες δεκάδες δωμάτια θα μπορούσαν να ψάξουν;

«Ο Πάραγκορ θα βρίσκεται στην κεντρική πτέρυγα», είπε ο Όλιβερ, που ήξερε αρκετά καλά τις συνήθειες των ευγενών. «Στα δωμάτια δίπλα στον θόλο. Αυτός ο θόλος είναι του ναού, άρα ο δούκας θα διαμένει εκεί κοντά».

«Νόμιζα ότι ο ναός είναι αυτός που είδαμε από μακριά», είπε ο Λούθιεν.

«Οι δούκες και οι πρίγκιπες είναι τεμπέληδες», απάντησε ο Όλιβερ. «Έχουν ναό και στο σπίτι τους».

Ο Λούθιεν κατένευσε συμφωνώντας με την εξήγηση.

«Τα μπουντρούμια θα είναι κάπου κάτω», συνέχισε ο Όλιβερ. Βλέποντας την έκφραση φρίκης στο πρόσωπο του φίλου του, πρόσθεσε αμέσως: «Δεν νομίζω ότι ο Πάραγκορ θα έβαζε στα μπουντρούμια μια τόσο πολύτιμη αιχμάλωτη. Πιστεύω ότι θα την έχει μαζί του ή κάπου κοντά του».

Ο Λούθιεν δεν απάντησε, προσπαθούσε απλώς να κρατήσει σταθερή την αναπνοή του. Ο Όλιβερ θεώρησε ότι συμφωνεί.

«Στον δούκα, λοιπόν», είπε και ξεκίνησε, αλλά ο Λούθιεν τον έπιασε από τον ώμο σταματώντας τον.

«Οι δούκες του Γκρινσπάροου δεν ακολουθούν τους νόμους του Θεού», είπε, αμφιβάλλοντας ξαφνικά για το σκεπτικό του Όλιβερ. «Δεν τους ενδιαφέρουν οι ναοί».

«Ναι, αλλά το παλάτι χτίστηκε πριν τον Γκρινσπάροου», απάντησε εκείνος χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. «Και οι παλιοί πρίγκιπες πίστευαν στον Θεό. Έτσι, τα καλύτερα δωμάτια θα είναι κοντά στον θόλο. Τώρα, θέλεις να καθίσεις εδώ στο σκοτάδι για να συζητήσουμε τη διαρρύθμιση του παλατιού ή θα πάμε να δούμε επιτόπου;»

Ο Λούθιεν δεν είχε άλλες ερωτήσεις και απαντήσεις, έτσι σήκωσε τους ώμους ακολουθώντας τον Όλιβερ στην κλειστή πόρτα του δωματίου, που ξεχώριζε μόνο επειδή φαινόταν το φως του διαδρόμου από την κλειδαρότρυπα.

Αυτή η κλειδαρότρυπα ήταν περίπου στο ύψος του κεφαλιού του Όλιβερ, που έριξε πρώτα μια ματιά από μέσα και μετά άνοιξε τολμηρά την πόρτα.

Με το φως, ο Λούθιεν είδε ότι το παλάτι του Πρίνσταουν ήταν εξίσου πλούσιο μέσα όπως και απ’ έξω. Στους τοίχους κρέμονταν τεράστιες ταπισερί με περίτεχνα σχέδια, μερικά υφασμένα με χρυσοκλωστή, ενώ σε όλο το μήκος του διαδρόμου υπήρχαν κατά διαστήματα σκαλιστά ξύλινα βάθρα με διάφορα έργα τέχνης: προτομές προηγούμενων βασιλιάδων ή ηρώων, απλά αγάλματα ή ακόμη πολύτιμα πετράδια και κοσμήματα μέσα σε γυάλινες προθήκες.

Πολλές φορές ο Λούθιεν αναγκάστηκε να τραβήξει πίσω του τον Όλιβερ με τη βία, καθώς ο χάφλινγκ κοίταζε σαν υπνωτισμένος αυτούς τους εκτεθειμένους θησαυρούς.

Ο Λούθιεν Μπέντγουιρ ήθελε να πάρει μόνο έναν θησαυρό από αυτό το παλάτι.

Σιγά-σιγά οι δυο σύντροφοι πλησίαζαν προς την κεντρική πτέρυγα του παλατιού. Οι διάδρομοι γίνονταν όλο πιο περίτεχνοι, πιο διακοσμημένοι, οι θησαυροί πιο πολύτιμοι και σε πιο μικρές αποστάσεις μεταξύ τους επιβεβαιώνοντας τον ισχυρισμό του Όλιβερ για την πιθανή θέση των δωματίων του δούκα. Ταυτόχρονα όμως γινόταν πιο έντονος κι ο φωτισμός: κάθε είκοσι βήματα κρέμονταν από το ταβάνι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι με εκατό αναμμένα κεριά ο καθένας. Πολλές πόρτες ήταν ανοιχτές και όλα τα δωμάτια φωτισμένα. Μολονότι ήταν πολύ αργά, κοντά στα μεσάνυχτα, το παλάτι δεν κοιμόταν. Ακουγόταν μια φασαρία που αιφνιδίασε τους δυο συντρόφους, ιδιαίτερα τον Λούθιεν, που σκέφτηκε μήπως πρέπει να κρυφτούν κάπου και να συνεχίσουν την αναζήτησή τους αργότερα. Ο Όλιβερ διαφώνησε όμως. Εφόσον είχαν μπει μέσα, κάθε καθυστέρηση θα ήταν επικίνδυνη τόσο για τους ίδιους όσο και για την Κατρίν.

«Άλλωστε», πρόσθεσε σιγά ο Όλιβερ, «δεν ξέρουμε καν αν θα τελειώσει η γιορτή. Στη Γασκόνη οι ευγενείς γλεντούν όλη τη νύχτα, κάθε νύχτα».

Ο Λούθιεν δεν έφερε αντίρρηση, απλώς ακολούθησε τον μικροσκοπικό σύντροφό του στη γιορτή. Έμποροι με τις καλοντυμένες κυρίες τους χόρευαν στα δωμάτια, βγαίνοντας συχνά για να στροβιλιστούν στον διάδρομο και να ξαναμπούν στην αίθουσα από την επόμενη ανοιχτή πόρτα. Και κάτι ακόμη χειρότερο για τον Λούθιεν και τον Όλιβερ, σε κάθε γωνία υπήρχαν Πραιτωριανοί Φρουροί.

Ο Όλιβερ αποφάσισε ότι το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να περπατούν στα φανερά, προσποιούμενοι ότι είναι κι αυτοί καλεσμένοι. Ο Λούθιεν, καταλαβαίνοντας ότι ακόμη και ο μαγικός μανδύας του δεν μπορούσε να τους προστατέψει από όλον αυτό τον κόσμο, συμφώνησε απρόθυμα. Σε τελική ανάλυση ήταν καλοντυμένος, ιδιαίτερα με αυτό τον υπέροχο μανδύα να λαμπυρίζει στους ώμους του, ενώ ο Όλιβερ είχε την ικανότητα να προσαρμόζεται παντού. Έτσι άρχισαν να προχωρούν στους διαδρόμους πότε σιγανοπερπατώντας, πότε μισο-χορεύοντας, ενώ ο Όλιβερ πήρε δύο ποτήρια με κρασί από τον πρώτο Κυκλωπιανό υπηρέτη που πέρασε κρατώντας έναν γεμάτο δίσκο.

Η ατμόσφαιρα ήταν πιο μεθυστική από το κρασί, με τη μουσική, την χαρούμενη φλυαρία και τις υποσχέσεις αγάπης τις οποίες έδιναν έκλυτοι έμποροι στις κυρίες που χαριεντίζονταν μαζί τους. Ο Όλιβερ έδειχνε να νιώθει άνετα σε αυτό το περιβάλλον, πράγμα που ενόχλησε τον Λούθιεν ο οποίος προτιμούσε το ύπαιθρο. Παρ’ όλα αυτά γρήγορα αισθάνθηκε ότι η μεταμφίεσή τους, ή ίσως η έλλειψη μεταμφίεσης, ήταν αποδεκτή σε αυτή την παρέα, ιδιαίτερα με το επιδεικτικό ντύσιμο του Όλιβερ και τον δικό του υπέροχο μανδύα, κι έτσι άρχισε να νιώθει πιο άνετα, σε σημείο που κατάφερε να χαμογελάσει όταν έπιασε μια νεαρή μισομεθυσμένη κυρία η οποία σκόνταψε καθώς έβγαινε από ένα δωμάτιο.

Όμως το χαμόγελό του έσβησε σχεδόν αμέσως. Η βαμμένη, παρφουμαρισμένη γυναίκα, του θύμιζε πολύ τη λαίδη Έλενα, μία από τις συνοδούς του υποκόμη Όμπρεϊ που είχε έλθει στην Νταν Βάρνα, την ιδιαίτερη πατρίδα του στο μακρινό νησί του Μπέντγουιντριν. Οι δυο κυρίες που συνόδευαν τον Όμπρεϊ, η Έλενα και η Αβονίζ, τα είχαν αρχίσει όλα, όταν οι καβγάδες τους οδήγησαν στον θάνατο του παιδικού του φίλου, του Γκαρθ Ρόγκαρ.

Ο Λούθιεν, αφού κράτησε την κυρία για να μην πέσει, την έστησε πάλι στα πόδια της, αλλά αυτή έπεσε πάλι στην αγκαλιά του.

«Ωωω, είσαι τόσο δυνατός», τραύλισε χαϊδεύοντας τα μυώδη μπράτσα του Λούθιεν με μάτια γεμάτα λαγνεία.

«Δυνατός και διαθέσιμος», επενέβη ο Όλιβερ καταλαβαίνοντας τον πιθανό κίνδυνο. Μπήκε ανάμεσά τους. «Πρώτα όμως, ο δυνατός φίλος μου κι εγώ πρέπει να μιλήσουμε με τον δούκα». Κοίταξε γύρω του απελπισμένος. «Μόνο που δεν μπορούμε να τον βρούμε!»

Η γυναίκα δεν του έδωσε σημασία. Άπλωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι του Όλιβερ για να χαϊδέψει πάλι το μπράτσο του νεαρού Μπέντγουιρ, χωρίς να έχει αντιληφθεί το επικίνδυνα άγριο βλέμμα του.

«Ναι, ναι», επέμεινε ο Όλιβερ. Της κατέβασε το χέρι τραβώντας το δυνατά για να την αναγκάσει να σκύψει και να τον κοιτάξει. «Μπορείς να πασπατέψεις όλο το δυνατό του σώμα, αλλά αφού μιλήσουμε με τον δούκα. Ξέρεις πού είναι;»

«Α, ο Πάρι έφυγε πριν από ώρα», είπε προκαλώντας συνοφρυωμένα βλέμματα στους δυο φίλους. Ένα εκατομμύριο ερωτήματα έτρεχαν στον νου του Λούθιεν. Πού μπορεί να πήγε ο Πάραγκορ; Και πού ήταν η Κατρίν;

»Πήγε στο υπνοδωμάτιό του», πρόσθεσε η κυρία και ο Λούθιεν κόντεψε να αναστενάξει δυνατά από ανακούφιση. Ο Πάραγκορ ήταν στο παλάτι!

Η κυρία έσκυψε και τους ψιθύρισε: «Λένε ότι έχει μια κυρία εκεί.

Ο Όλιβερ διέκρινε τη ζήλια στη φωνή της, όμως, ξέροντας την ανταγωνιστική νοοτροπία που επικρατούσε συνήθως ανάμεσα στις γυναίκες της αυλής ενός ευγενούς, δεν απόρησε.

»Μια ξένη», πρόσθεσε η κυρία με περιφρόνηση.

«Τότε πρέπει να τον βρούμε, πριν… πριν…» Ο χάφλινγκ έψαχνε να βρει έναν λεπτό τρόπο για να διατυπώσει τη φράση του. «Πριν!..» κατέληξε τελικά, κλείνοντας της το μάτι για να δείξει τι εννοεί.

«Είναι κάπου από κει», απάντησε η κυρία δείχνοντας στον διάδρομο, στην κατεύθυνση προς την οποία πήγαιναν ήδη οι δυο φίλοι.

Ο Όλιβερ χαμογέλασε και τη χαιρέτισε αγγίζοντας τον γύρο του καπέλου του. Μετά έστρεψε τη γυναίκα και την έσπρωξε πάλι μέσα στο δωμάτιο από το οποίο είχε βγει.

«Αυτοί οι άνθρωποι με αηδιάζουν», είπε ο Λούθιεν καθώς ξεκινούσαν πάλι.

«Φυσικά, φυσικά…» συμφώνησε ο Όλιβερ, παρ’ ότι πριν από όχι πολύ καιρό έπαιζε και ο ίδιος αυτά τα παιχνίδια στις συγκεντρώσεις των ευγενών, συνήθως προσφέροντας τον παρηγορητικό ώμο του στις κυρίες που δεν είχαν καταφέρει να τυλίξουν τον πιο πλούσιο ή τον πιο ισχυρό ή τον πιο όμορφο καλεσμένο (αν και ο Όλιβερ θεωρούσε πάντα ότι ο πιο όμορφος ήταν ο ίδιος). Φυσικά ήταν αηδιαστικοί, όπως είπε ο Λούθιεν, με ρηχά και ταπεινά πάθη. Ελάχιστοι ευγενείς στη Γασκόνη αλλά και στο Άβον, όπως έβλεπε τώρα ο Όλιβερ, έκαναν τίποτα πιο ουσιαστικό από το οργανώνουν γιορτές με πλούσια φαγητά και δεκάδες νεαρές βαμμένες κυρίες. Αυτές οι συχνές εκδηλώσεις ήταν όργια λαγνείας, απληστίας και λαιμαργίας.

Ο Όλιβερ, όμως, πίστευε ότι αυτές οι γιορτές μπορούν να είναι επίσης διασκεδαστικές.

Οι δυο φίλοι έγιναν πιο προσεχτικοί ενώ συνέχιζαν τον δρόμο τους προς το κεντρικό τμήμα του παλατιού, καθώς εδώ έβρισκαν λιγότερους καλεσμένους και περισσότερους Κυκλωπιανούς, ιδιαίτερα Πραιτωριανούς Φρουρούς. Η μουσική ακουγόταν πιο αμυδρά, ο φωτισμός ήταν πιο χαμηλός, ώσπου σε κάποιο σημείο ο Λούθιεν αποφάσισε ότι είναι ώρα να πάψουν να προσποιούνται τους καλεσμένους και να κρυφτούν κάτω από την προστασία του μαγικού μανδύα.

«Μα αν κρυφτούμε δεν θα μπορέσουμε να ρωτήσουμε πού είναι ο δούκας, ούτε πώς θα τον βρούμε!» διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ.

Ήταν καλό επιχείρημα, γιατί δεν είχαν ακόμη ιδέα ποιο δωμάτιο μπορεί να ήταν του δούκα. Δεν ήξεραν καν αν η “ξένη”, για την οποία είχε μιλήσει η κυρία, ήταν η Κατρίν. Ο Λούθιεν όμως δεν άλλαξε γνώμη. «Έχει πολλούς Κυκλωπιανούς», είπε. «Θα τραβούσαμε όλο πιο πολύ την προσοχή, ακόμη και αν ήμασταν καλεσμένοι».

Ο Όλιβερ, αφού σήκωσε τους ώμους, κρύφτηκε κάτω από τον μανδύα και ο Λούθιεν πήγε μαζί του δίπλα στον τοίχο, όπου άρχισαν να προχωρούν από σκιά σε σκιά. Λίγο αργότερα έφτασαν σε μια σκάλα που διευθυνόταν προς τα πάνω αλλά και προς τα κάτω. Ήταν δίλημμα, γιατί δεν ήξεραν προς τα πού να πάνε. Στον τέταρτο όροφο ή στον δεύτερο; Ή μήπως έπρεπε να παραμείνουν στον τρίτο όροφο, αφού ο διάδρομος συνεχιζόταν και πέρα από τη σκάλα;

Σε αυτό το σημείο χρειάζονταν λίγη τύχη, και τη βρήκαν, γιατί εκείνη τη στιγμή ανέβηκαν τη σκάλα ερχόμενες από τον δεύτερο όροφο δυο υπηρέτριες. Φορούσαν απλά λευκά ρούχα και ο Όλιβερ κατάλαβε ότι πρέπει να είναι μαγείρισσες ή καμαριέρες.

«Βρήκε όμορφη γυναίκα γι’ απόψε», είπε η μία. Ήταν γριά, με ένα μόνο δόντι στο στόμα της που ήταν στραβό, κίτρινο και ξεπρόβαλλε σε παράξενη γωνία σκεπάζοντας το κάτω χείλι της. «Είδες κατακόκκινα μαλλιά; Πρέπει να είναι σκέτη φλόγα!»

«Ο γέρο-παραλυμένος!» είπε η άλλη, που δεν ήταν πολύ πιο νέα, ούτε πολύ πιο όμορφη. «Είναι μικρό κορίτσι, δεν έχει ούτε τη μισή του ηλικία!»

«Σσσσ!» της απάντησε η πρώτη. «Μη μιλάς έτσι για τον δούκα!»

«Μπα! Ο δούκας ξέρει τι κάνει. Σίγουρα έχει τους λόγους του που μας έδιωξε!»

«Τουλάχιστον τελειώσαμε για απόψε», είπε η γριά με το ένα δόντι. «Εγώ πάω κατευθείαν στο κρεβάτι!»

«Το ίδιο και ο δούκας με την κοκκινομάλλα…» απάντησε η άλλη και γέλασαν και οι δύο κακαριστά. Πέρασαν δίπλα στους δυο φίλους χωρίς να τους δουν.

Ο Λούθιεν χρειάστηκε όλη τη δύναμη της θέλησής του για να περιμένει μέχρι να φύγουν οι καμαριέρες πριν κατεβεί τρέχοντας τη σκάλα. Ο Όλιβερ προσπάθησε να τον κρατήσει, αλλά ο Λούθιεν κατέβαινε ήδη τα σκαλοπάτια τρία-τρία.

Ο χάφλινγκ αναστενάζοντας πήγε να τον ακολουθήσει, σταμάτησε όμως μια στιγμή καθώς είδε ότι ο μανδύας είχε αφήσει άλλη μία ανεξίτηλη “πορφυρή σκιά” στον τοίχο δίπλα στη σκάλα.

Όταν κατέβηκαν στον κάτω όροφο, τα πράγματα ήταν λίγο πιο απλά. Υπήρχαν τρεις πόρτες μπροστά στη σκάλα, σε απόσταση μεταξύ τους γύρω στα τριάμισι μέτρα. Οι δύο πλαϊνές δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερο, ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι μάλλον οδηγούσαν σε διαδρόμους. Πήγε στη μεσαία συγκρατώντας τη διάθεσή του να ορμήσει μέσα κατευθείαν και δοκίμασε να γυρίσει μαλακά το χερούλι.

Η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

Ο Λούθιεν έκανε πίσω γρυλλίζοντας, έτοιμος να πέσει πάνω της για να τη σπάσει, αλλά ο Όλιβερ εμφανίστηκε δίπλα του κάνοντάς του νόημα να ηρεμήσει. Έβγαλε ένα λεπτό ασημόχρωμο διαρρηκτικό εργαλείο από κάποια τσέπη της εξάρτησης και μια στιγμή αργότερα γύρισε για να κοιτάξει τον Λούθιεν με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο, έχοντας ήδη ανοίξει την κλειδαριά. Ο Λούθιεν έσπρωξε την πόρτα και πέρασε δίπλα του βγαίνοντας σε έναν ακόμη διάδρομο. Ήταν πιο μικρός, με διακόσμηση από ψηφιδωτά και τρεις πόρτες σε κάθε πλευρά.

Μπροστά στη μία πόρτα, τη μεσαία της αριστερής πλευράς, στέκονταν δυο μεγαλόσωμοι Πραιτωριανοί Φρουροί.

«Ε, απαγορεύεται να μπείτε εδώ!» μούγκρισε ο ένας πλησιάζοντας, ενώ το χέρι του είχε πάει σε ένα βαρύ ρόπαλο που κρεμόταν από τη ζώνη του.

«Ο φίλος μου από ’δώ χρειάζεται ένα μέρος για να κάνει εμετό», αυτοσχεδίασε ο Όλιβερ δίνοντας ταυτόχρονα μια σκουντιά στον Λούθιεν.

Αυτός έσκυψε παραπατώντας σαν να ήταν έτοιμος να ξεράσει και ο Κυκλωπιανός παραμέρισε αηδιασμένος, αφήνοντάς τον να περάσει δίπλα του. Μετά γύρισε στον Όλιβερ για να διαμαρτυρηθεί, αλλά ένα λεπτό ξίφος του τρύπησε τον λαιμό.

Ο άλλος Πραιτωριανός, μην βλέποντας τι συμβαίνει πίσω από τον Λούθιεν, προχώρησε για να απομακρύνει τον μεθυσμένο. Ο Λούθιεν του έπιασε το χέρι κάνοντας ένα βήμα μπροστά, οπότε ξαφνικά ο φρουρός ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών με εμβρόντητη έκφραση, καθώς ο Τυφλωτής χώθηκε στην κοιλιά του με κατεύθυνση προς τα πάνω σημαδεύοντας τα πνευμόνια και την καρδιά του.

Ο χάφλινγκ έκλεισε την πόρτα προς τη σκάλα. «Ας ελπίσουμε ότι είμαστε στο σωστό μέρος», ψιθύρισε, αλλά το παλληκάρι δεν τον άκουγε, δεν περίμενε καν να διαρρήξει την κλειδαριά ο Όλιβερ. Έτρεξε μουγκρίζοντας στον διάδρομο στρίβοντας δεξιά, μετά πάλι απότομα αριστερά, έσπασε την πόρτα και βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα του δούκα Πάραγκορ.

Ο Πάραγκορ ήταν μέσα, καθόταν με την πλάτη προς το γραφείο του στη δεξιά γωνία του δωματίου γυρισμένος προς το κρεβάτι, όπου ήταν καθισμένη η Κατρίν με τους αστραγάλους και τους καρπούς δεμένους έχοντας έναν Πραιτωριανό Φρουρό από κάθε πλευρά.

Μέσα στο δωμάτιο υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι μεγαλύτερο, σκοτεινότερο, με νυχτεριδίσια φτερά και με κόκκινες φωτιές να αστράφτουν στα σκοτεινά μάτια του.

Загрузка...