«Θα χιονίσει απόψε», είπε η Σιόμπαν στον Λούθιεν και στους άλλους που έστεκαν δίπλα της στο τείχος. Στην πόλη πίσω τους μαίνονταν κάμποσες πυρκαγιές. Το απόγευμα είχαν βρει πολλούς Κυκλωπιανούς και τους είχαν πιάσει, υπήρχαν κι άλλοι όμως που τριγύριζαν κάνοντας σαμποτάζ.
«Δεν θα περιμένει», της απάντησε ο Λούθιεν.
Η Σιόμπαν τον κοίταξε. Από τον τόνο του καθώς επίσης και από το γεγονός ότι είχε αναφερθεί στον αρχηγό των Κυκλωπιανών κι όχι στον στρατό του Άβον, κατάλαβε τι μπορεί να σκεφτόταν ο νεαρός Μπέντγουιρ.
Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της προς την πόλη, είδε άλλη μια ομάδα πολεμιστών με πρόσωπα μαύρα από την καπνιά να βγαίνουν από ένα δρομάκι και να έρχονται προς το τείχος. Από κάτω, οι νάνοι του Σάγκλιν δούλευαν σκληρά για να ενισχύσουν την πύλη, η οποία όμως δεν ήταν σχεδιασμένη εξ αρχής για να αντέξει σε τόσο μεγάλη πίεση. Μέχρι τότε οι μάχες για την πόλη ήταν σχετικά μικρής κλίμακας, κυρίως με ληστρικές φυλές Κυκλωπιανών. Η κύρια πύλη, αν και μεγάλη, δεν είχε καταρρακτή, τη σιδερένια καγκελωτή πόρτα που ανοιγοκλείνει κατακόρυφα και είναι πολύ πιο δύσκολο να παραβιαστεί. Οι νάνοι είχαν κάνει σχέδια να κατασκευάσουν μια τέτοια πόρτα αλλά δεν πρόλαβαν, καθώς έπρεπε να δώσουν προτεραιότητα σε άλλα αμυντικά έργα, όπως στην προετοιμασία του εξωτερικού τείχους για να καταρρεύσει την κατάλληλη στιγμή.
«Βάλε τους στο τείχος», είπε ο Λούθιεν σε έναν άνδρα δίπλα του, αναφερόμενος στην ομάδα που έβγαινε από την πόλη. «Και στείλε ισάριθμούς άνδρες πίσω στην πόλη για να κυνηγήσουν τους Κυκλωπιανούς και να βοηθήσουν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους που σβήνουν τις φωτιές». Ο άνθρωπος κατένευσε σκυθρωπός, φεύγοντας αμέσως.
»Ξεκίνα λοιπόν!» ψιθύρισε ο Λούθιεν μέσα στον παγερό αέρα, αφού στράφηκε πάλι στον κάμπο έξω από την πόλη, ενώ η Σιόμπαν καταλάβαινε ότι μιλούσε στον εχθρό του. Ο πόλεμος ήταν σκληρός και γινόταν όλο και σκληρότερος. Όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες της πόλης πολεμούσαν στα τείχη, τώρα όμως ακόμη και οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά καθώς και οι τραυματίες έπρεπε να βοηθήσουν πολεμώντας είτε τους μονόφθαλμους είτε τις φωτιές. «Ας τελειώνουμε!»
«Είσαι τόσο σίγουρος ότι θα έλθουν οι μονόφθαλμοι», είπε η Σιόμπαν.
«Η θύελλα θα είναι δυνατή», απάντησε ο Λούθιεν. «Και ο αρχηγός τους το ξέρει. Η προέλαση κατά της πόλης θα είναι πιο δύσκολη τη πρωί, αν θα μπορέσουν καν να προελάσουν μέσα στη θύελλα, να ανεβούν την ανηφοριά μέσα στον αέρα και το χιόνι». Ο Λούθιεν κούνησε το κεφάλι του. «Όχι», είπε απευθυνόμενος στους γύρω του. «Ο εχθρός δεν θα περιμένει. Η κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει είναι τώρα, με τον ήλιο ακόμη στον ουρανό και τις φωτιές να καίνε πίσω μας, με τις θέσεις μας εξασθενημένες στο τείχος και την πύλη τσακισμένη ακόμη από την προηγούμενη επίθεση».
«Οι νάνοι δουλεύουν γρήγορα», είπε ένας πολεμιστής, θέλοντας να αναφερθεί σε κάτι θετικό.
Ο Λούθιεν δεν έφερε αντίρρηση.
«Ναι, θα έλθουν τώρα», συμφώνησε η Σιόμπαν. «Μπορούμε όμως να τους κρατήσουμε;»
Ο Λούθιεν της έριξε μια ματιά πριν κοιτάξει τα άλλα πρόσωπα, που ξαφνικά παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον τη συζήτηση. «Θα κρατήσουμε», είπε αποφασιστικά ο Λούθιεν, με σφιγμένα τα δόντια. «Θα τους διώξουμε από την πύλη μας πάλι, θα τους σκοτώσουμε στον κάμπο και μετά θα αφήσουμε τη θύελλα να τους σταματήσει, να παγώσει τους λίγους που θα ’χουν μείνει ζωντανοί. Εριαντόρ ελεύθερο!»
Ζητωκραυγές ξέσπασαν σ’ εκείνο το μέρος του τείχους. Η Σιόμπαν δεν φώναξε. Συνέχισε να κοιτάζει διαπεραστικά, επίμονα τον Λούθιεν, ενώ αυτός είχε γυρίσει πάλι προς τον κάμπο και δεν την πρόσεχε. Η Σιόμπαν ήξερε ότι η σιγουριά που έδειχνε ήταν για χάρη των άλλων επαναστατών. Ο Λούθιεν δεν ήταν ανόητος. Τρεις, τέσσερις ή ίσως και πέντε χιλιάδες Κυκλωπιανοί είχαν σκοτωθεί ή ήταν πολύ σοβαρά τραυματισμένοι για να πολεμήσουν πάλι, αλλά επίσης οι γραμμές των υπερασπιστών, με τις απώλειες που είχαν και με εκείνους που κυνηγούσαν Κυκλωπιανούς μέσα στην πόλη ή πάλευαν με τις φλόγες, είχαν αραιώσει στον ίδιο σχεδόν βαθμό. Επιπλέον, κάθε επαναστάτης που χανόταν και κάθε τοξότης που θα μπορούσε να εκτοξεύσει μια ντουζίνα βέλη πριν ακόμη πλησιάσουν στο τείχος οι μονόφθαλμοι, άξιζε όσο αρκετοί Κυκλωπιανοί.
Στην προηγούμενη επίθεση παραλίγο να χάσουν το τείχος, μολονότι οι πιθανότητες τους ευνοούσαν πολύ περισσότερο και τα οχυρωματικά έργα της πόλης ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση.
Ο Λούθιεν κοίταξε διαπεραστικά την Σιόμπαν, σαν να είχε ακούσει με κάποιο τρόπο τις σιωπηλές της αμφιβολίες. «Στείλε μήνυμα σε όλη την πόλη», είπε. «Όσοι δεν είναι στο τείχος ή δεν έχουν άλλα καθήκοντα, να αποσυρθούν μέσα στα τείχη της εμπορικής συνοικίας. Οι περισσότεροι ας πάνε στη Μητρόπολη.
Ο Σιόμπαν δάγκωσε το χείλι της. Κρύωνε από το αίμα που είχε χάσει, από τον παγερό αέρα αλλά και από την επιβεβαίωση ότι ο Λούθιεν συμμεριζόταν τις αμφιβολίες της. Αυτά ήταν σχέδια υποχώρησης και τα έβαζε σε εφαρμογή γιατί πίστευε ότι το εξωτερικό τείχος, επομένως και η κάτω πόλη, θα χανόταν πριν πέσει η νύχτα.
»Και δώσε όπλα σε όλους», πρόσθεσε ο Λούθιεν καθώς απομακρυνόταν η Σιόμπαν. «Ακόμη και στα παιδιά. Ακόμη και στους πολύ ηλικιωμένους».
Η Σιόμπαν δεν γύρισε να τον κοιτάξει για να μη δει ο Λούθιεν τον αθέλητο μορφασμό της. Το ενδεχόμενο της ήττας την πονούσε βαθιά, όπως πονούσε και τον Λούθιεν. Μετά τη μάχη, οι νικητές Κυκλωπιανοί δεν θα έδειχναν έλεος.
Ήταν όλοι εξοικειωμένοι με αυτό το είδος μάχης τώρα, μετά από μία μόνο μέρα, έτσι δεν υπήρξε κανένας πανικός στο τείχος όταν εμφανίστηκε πάλι η ασημόμαυρη μάζα χωρισμένη σε δύο πελώρια τετράγωνα που προχωρούσαν αργά προς την πόλη.
Άκουσαν τον ρυθμικό χτύπο των τύμπανων και την βροντή των βημάτων. Πότε-πότε ακουγόταν η χορδή ενός τόξου αλλά, απ’ αυτή την απόσταση, ακόμη και τα βέλη από τα μεγάλα τόξα των ξωτικών δεν μπορούσαν να διαπεράσουν το φράγμα των μεταλλικών ασπίδων. Ο Λούθιεν ήθελε να δώσει εντολή να σταματήσουν να ρίχνουν. Οι Κυκλωπιανοί θα πλησίαζαν γρήγορα, πολύ γρήγορα.
Δεν μίλησε όμως, καθώς συνειδητοποίησε ότι η επιθυμία του να μαλώσει τους πολεμιστές του οφειλόταν σε εκνευρισμό και φόβο, κι ότι τα ίδια αυτά συναισθήματα έκαναν τους επαναστάτες να ρίχνουν βέλη τόσο μακριά. Οι τοξότες δεν προκαλούσαν ουσιαστικές απώλειες στους Κυκλωπιανούς, αλλά τόνωναν το δικό τους κουράγιο.
Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι το κουράγιο και η βλακεία μπορεί να μην απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους.
Έδιωξε αυτές τις ανόητες σκέψεις από το μυαλό και την καρδιά του. Βρισκόταν στο Κάερ Μακντόναλντ, στον τόπο του, στο Εριαντόρ, δεν ήταν βλακεία λοιπόν να πεθάνει εδώ για αυτή την ιδέα που λέγεται ελευθερία, μια κατάσταση που ο Λούθιεν δεν είχε γνωρίσει ουσιαστικά μέσα στις δύο μόλις δεκαετίες της ζωής του.
Οι Κυκλωπιανοί, αφού έφτασαν στα ερείπια του εξωτερικού τείχους, πέρασαν από πάνω τους σαν ένα ασταμάτητο κύμα ασημόμαυρου θανάτου. Τα τόξα άρχισαν να ρίχνουν το ένα μετά το άλλο ή πολλά μαζί, ενώ οι καταπέλτες και οι μεγαβαλλίστρες έριχναν όσο πιο γρήγορα προλάβαιναν να φορτώσουν οι χειριστές τους καλάθια με πέτρες ή βαριές λόγχες. Αλλά πόσους θα κατάφερναν να σκοτώσουν; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν καθώς έριχνε κι αυτός με το τόξο του. Εκατό; Πεντακόσιους; Ακόμη και αν σκότωναν τόσους πολλούς, οι Κυκλωπιανοί μπορούσαν να αντέξουν τις απώλειες. Ο αέρας γύρω από τον Λούθιεν βούιζε από τις δονήσεις των χορδών, αλλά οι τάξεις των Κυκλωπιανών δεν κλονίστηκαν. Οι υπερασπιστές της πόλης είχαν εγκλιματιστεί γρήγορα σε αυτό το είδος μάχης, όμως το ίδιο είχε γίνει και με τους Πραιτωριανούς, αφού οι επαναστάτες δεν είχαν να τους χτυπήσουν με τίποτα το καινούριο ή απροσδόκητο.
Τα τετράγωνα των παρατάξεων μετατράπηκαν σε έναν όχλο που έτρεχε προς το τείχος. Εμφανίστηκαν εκατοντάδες σχοινιά με γάντζους, επίσης δεκάδες σκάλες από ίσιους κορμούς με κλαδιά καρφωμένα ή δεμένα σαν σκαλοπάτια, γιατί οι Κυκλωπιανοί δεν είχαν μείνει άπραγοι στο διάστημα πριν τη νέα επίθεση. Το τείχος του Κάερ Μακντόναλντ δεν ήταν αρκετά ψηλό για να τους καθυστερήσει. Οι υπερασπιστές στο μεταξύ δεν προλάβαιναν να σκοτώσουν όλους τους μονόφθαλμους, να κόψουν όλα τα σχοινιά, να σπρώξουν μακριά όλες τις σκάλες.
Ο Λούθιεν αναρωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να σημάνει υποχώρηση αμέσως, να τρέξουν όλοι πίσω στο εσωτερικό τείχος, δίπλα στη Μητρόπολη, αφήνοντας την κάτω πόλη στους Κυκλωπιανούς. Μέσα στις λίγες στιγμές που χρειάστηκε για να σκεφτεί, ξέσπασε για τα καλά η μάχη και το δίλημμα δεν είχε πια νόημα.
Οι νάνοι του Σάγκλιν, μια συμπαγής δύναμη παρά την κούραση και τα τραύματα, κρατούσαν τον ανοιχτό χώρο στην κύρια πύλη. Κοιτάζοντας έξω από τον πυλώνα, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι οι νάνοι δεν ήταν αρκετοί. Ένα πλήθος από Πραιτωριανούς Φρουρούς προσπαθούσαν ήδη να σπάσουν τις κλεισμένες πόρτες. Πίσω τους περίμενε μια ομάδα ιππικού με μεγάλους αλογόχοιρους και τους πιο μεγαλόσωμους και δυνατούς Κυκλωπιανούς. Ο Λούθιεν είδε τον άσχημο στρατηγό ανάμεσα στις τάξεις τους. Ήθελε να φωνάξει στους τοξότες να συγκεντρώσουν τις βολές τους σε αυτό το σημείο αλλά, όταν κοίταξε γύρω, κατάλαβε ότι ήταν πολύ αργά. Ελάχιστοι από τους επαναστάτες στο τείχος κρατούσαν ακόμη τα τόξα τους, ενώ όσοι τα κρατούσαν, τα χρησιμοποιούσαν σαν ρόπαλα για να χτυπήσουν τους Κυκλωπιανούς που ανέβαιναν στο τείχος σε μια πεισματική ασταμάτητη ροή.
Ο Λούθιεν έτρεξε κατά μήκος του τείχους. Έκοψε ένα σχοινί, μετά ένα δεύτερο, κατόπιν άκουσε μια φωνή από κάτω και αποφάσισε ότι το καλύτερο σημείο θα ήταν ανάμεσα στους νάνους. Τα ρήγματα στο τείχος ήταν επικίνδυνα φυσικά, αλλά αν έχαναν τον χώρο μπροστά στην πύλη, θα έχαναν και το μεγαλύτερο μέρος της πόλης.
Όταν βρέθηκε ανάμεσα στους νάνους του Σάγκλιν, είδε ότι η μάχη είχε αρχίσει ήδη στην πύλη. Ένα από τα μεγάλα θυρόφυλλα είχε πέσει από την πίεση και στο άνοιγμα είχαν αρχίσει να στοιβάζονται νεκροί, νάνοι και Κυκλωπιανοί.
Ο Λούθιεν, συναντώντας τον Σάγκλιν, έπιασε τον φίλο του από τον ώμο — ένας αποχαιρετισμός.
«Δεν θα τους κρατήσουμε αυτήν τη φορά», παραδέχτηκε ο νάνος, ενώ ο Λούθιεν μπόρεσε να κάνει μόνο ένα καταφατικό νεύμα, καθώς δεν είχε λόγια για να απαντήσει στην σκληρή αλλά προφανώς σωστή πρόβλεψη.
Οι Κυκλωπιανοί άρχισαν να κερδίζουν έδαφος στην πύλη, η πίεσή τους ανάγκαζε τους νάνους να υποχωρούν. Κάθε βήμα προς τα πίσω μεγάλωνε την περιοχή της σύγκρουσης, αφήνοντας περισσότερο χώρο για να μπουν κι άλλοι Κυκλωπιανοί στη μάχη.
«Εριαντόρ ελεύθερο!» είπε ο Λούθιεν στον Σάγκλιν. Αντάλλαξαν ένα χαμόγελο και όρμησαν μαζί για να πεθάνουν.
Από τα πράσινα μάτια της Σιόμπαν κυλούσαν δάκρυα καθώς έτρεχε από θέση σε θέση πάνω στο τείχος, ενισχύοντας την άμυνα όπου έβλεπε κάποιον Κυκλωπιανό να έχει πατήσει στις επάλξεις. Το ξίφος της ήταν γεμάτο σημάδια από τα σχοινιά που έκοβε και τα χτυπήματα πάνω στις πέτρες του τείχους, αλλά κι αυτά δεν φαίνονταν κάτω από το αίμα, φρέσκο ή ξεραμένο, που σκέπαζε τη λεπίδα.
Έτρεξε σε άλλο ένα ρήγμα της αμυντικής γραμμής, αλλά σταμάτησε ξαφνικά σχεδόν γλιστρώντας πάνω στα αίματα, καθώς είδε ένα ασημί κράνος να ξεπροβάλει πάνω από το τείχος. Το ξίφος της κατέβηκε με δύναμη ανοίγοντας στη μέση το κράνος μαζί με το κρανίο του Κυκλωπιανού.
Επέτρεψε στον εαυτό της να πάρει μια ανάσα και να κοιτάξει το τείχος για μια στιγμή. Οι Κυκλωπιανοί ανέβαιναν σε μεγάλους αριθμούς. Σε λίγο θα άρχιζαν να πηδούν μέσα στην πόλη, οπότε θα τελείωναν όλα. Τα πράγματα έδειχναν ότι θα υψωθεί πάλι η σημαία του Μόντφορτ και του Γκρινσπάροου και κάτω από την τυραννία τους ο λαός της Σιόμπαν, τα νεραϊδογέννητα ξωτικά, θα γνώριζαν για άλλη μια φορά τη δουλεία.
Η Σιόμπαν κούνησε το κεφάλι και ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη. Δεν θα έκανε ξανά την πόρνη για κάποιον έμπορο που θα είχε την εύνοια του Γκρινσπάροου! Όχι, θα πέθαινε εδώ, σήμερα, σκοτώνοντας όσους Πραιτωριανούς μπορούσε, με την ελπίδα —μια ελπίδα που γινόταν όλο πιο φευγαλέα— ότι οι προσπάθειές της δεν θα πήγαιναν εντελώς χαμένες, ότι οι μεταγενέστεροι θα είχαν καλύτερη μοίρα, χάρη στη δική της θυσία.
Άλλο ένα ασημί κράνος εμφανίστηκε πάνω από τις επάλξεις. Άλλος ένας Κυκλωπιανός έπεσε νεκρός στο έδαφος κάτω από το τείχος.
Ο Λούθιεν πολεμούσε τώρα δίπλα στον Σάγκλιν, όμως δεν είχαν καταφέρει να πλησιάσουν τη σπασμένη πύλη. Οι τάξεις των νάνων δεν μπορούσαν να παραμείνουν αρκετά συνεκτικές για να αναχαιτίσουν τους Κυκλωπιανούς, που συνέχιζαν να μπαίνουν σε ένα συνεχές, ασταμάτητο κύμα.
Ο Λούθιεν αναρωτήθηκε πότε θα ορμούσε μέσα το ιππικό του εχθρού. Ευχόταν να βρει μια ευκαιρία, μία μόνο ευκαιρία να χτυπήσει τον αποκρουστικό αρχηγό των μονόφθαλμων. Μπορεί να κατάφερνε τουλάχιστον να κερδίσει μια προσωπική νίκη, έστω κι αν ο πόλεμος είχε πια χαθεί.
Ο Τυφλωτής διέγραψε μια κυκλική τροχιά αποκρούοντας την τελευταία στιγμή μια κυκλωπιανή λόγχη. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι αυτό ήταν το τίμημα της απροσεξίας του και για μια στιγμή φοβήθηκε ότι οι φαντασίες του για τον αρχηγό του εχθρού τον είχε φέρει σε πολύ επικίνδυνη θέση, χωρίς χώρο να υποχωρήσει!
Ο μονόφθαλμος αντίπαλός του, βλέποντας ένα άνοιγμα, όρμησε με όλη του τη μανία. Ξαφνικά όμως παραπάτησε κι έπεσε στο πλάι, ενώ πίσω του φάνηκε ο Σάγκλιν που έκλεισε το μάτι στον φίλο του.
«Στην πόρτα;» ρώτησε ο νάνος.
«Υπάρχει άλλο μέρος για μας;» απάντησε ο Λούθιεν και γύρισαν μαζί αναζητώντας ένα άνοιγμα, που θα τους οδηγούσε στην πρώτη γραμμή της μάχης.
Σταμάτησαν ξαφνικά καθώς ακούστηκε ένα δυνατό σφύριγμα από τις πέτρες πάνω από τη σπασμένη πόρτα. Πράσινες σπίθες και πράσινη φωτιά τινάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις και η μάχη σταμάτησε, καθώς νάνοι, Κυκλωπιανοί κι άνθρωποι γύρισαν να κοιτάξουν.
Ακολούθησε μια έκρηξη η οποία εκτίναξε εκτυφλωτική φωτιά και ένα σύννεφο γκριζοπράσινου καπνού, που όμως χάθηκαν όσο απότομα είχαν εμφανιστεί, ενώ στη θέση τους, αντί για την απλή λεία πέτρα του τείχους, φάνηκε ξαφνικά μια καγκελόπορτα — μια τεράστια καγκελόπορτα!
«Για όνομα του Μπρους Μακντόναλντ!..» ακούστηκε η κραυγή του Σάγκλιν ανάμεσα στις εμβρόντητες φωνές όλων όσων παρακολούθησαν το απίστευτο θέαμα, ιδιαίτερα των άτυχων Κυκλωπιανών που βρίσκονταν ακριβώς κάτω από το τεράστιο ακιδωτό κατασκεύασμα.
Η καγκελόπορτα κατέβηκε με έναν δυνατό βρόντο συντρίβοντας τους μονόφθαλμους από κάτω κι εμποδίζοντας την προέλαση όσων ήταν έξω από την πύλη, μα και την υποχώρηση όσων είχαν ήδη μπεί μέσα στην πόλη.
Οι νάνοι δεν περίμεναν για εξηγήσεις, όρμησαν με μανία στη μάχη ελπίζοντας να καθαρίσουν γρήγορα το μέρος για να ενισχύσουν την άμυνα του τείχους.
Ο Λούθιεν έμεινε για μερικές στιγμές να κοιτάζει απορημένος την καγκελόπορτα. Ήξερε ότι ήταν μαγικό δημιούργημα —ήταν ένας από τους λίγους πολεμιστές που είχαν ξαναδεί κάτι παρόμοιο στο παρελθόν— αλλά αναρωτιόταν αν το είχε προκαλέσει κάποιος που έπαιρνε μέρος στη μάχη ή ήταν ένα άγνωστο μαγικό ξόρκι το οποίο ενυπήρχε στο ίδιο το Κάερ Μακντόναλντ, κάποια μαγική προφύλαξη ενσωματωμένη μέσα στις πέτρες του τείχους για να ενεργοποιηθεί όταν οι υπερασπιστές της θα βρίσκονταν σε έσχατη ανάγκη.
Ένα κέρας ακούστηκε από την πέρα άκρη του κάμπου, ενώ οι ζητωκραυγές των υπερασπιστών στο τείχος έδιναν απάντηση στα ερωτήματα του Λούθιεν. Ξέφυγε από τη συμπλοκή, ανέβηκε στις επάλξεις και είδε την έφοδο συμμάχων.
Το βλέμμα του καρφώθηκε αμέσως σε ένα κάτασπρο άλογο και σε ένα άσχημο κίτρινο πόνι και, μολονότι δεν ήταν παρά δυο μικρά στίγματα στον μακρινό κάμπο, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι είχαν φτάσει ο Όλιβερ και η Κατρίν.
Όντως είχαν έρθει, οδηγώντας μαζί τους μια δύναμη που είχε αυξηθεί σε δύο χιλιάδες πολεμιστές σχεδόν, με το εκστρατευτικό σώμα του Πορτ Τσάρλι να υπερδιπλασιάζεται από τις ομάδες των ανεξάρτητων ανταρτών που προσχώρησαν στις τάξεις τους κατά τη διάρκεια της πορείας.
Μια βροχή από βέλη άρχισε να πέφτει πάνω στους ταραγμένους μονόφθαλμους έξω από το τείχος. Εδώ κι εκεί γίνονταν εκρήξεις πάνω από τα κεφάλια τους, εκτοξεύοντας κομμάτια μυτερό ατσάλι που τους πονούσαν και τους τύφλωναν.
Ο Λούθιεν ήξερε να αναγνωρίζει τα αποτελέσματα της μαγείας και, καθώς κοίταζε τους συμμάχους που πλησίαζαν, κατάλαβε ποιος άλλος είχε απαντήσει στο κάλεσμα του Κάερ Μακντόναλντ. «Ο Μπριντ’Αμούρ!» ψιθύρισε με φωνή γεμάτη ευγνωμοσύνη και ξαφνική ελπίδα.
Η Σιόμπαν βρέθηκε δίπλα του εκείνη τη στιγμή, τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της φιλώντας τον στο μάγουλο. Ο Λούθιεν τύλιξε το χέρι του στη μέση της κι έκανε μια περιστροφή γύρω της, έναν χορό καθαρής χαράς.
«Ήρθε η Κατρίν!» φώναξε η Σιόμπαν. «Και ο Όλιβερ! Κι έφεραν και μερικούς φίλους!»
Η στιγμή της αγαλλίασης για το ζευγάρι, αλλά και για όλους τους υπερασπιστές, έσβησε γρήγορα από την πραγματικότητα της μάχης που συνεχιζόταν. Ο Λούθιεν κοίταξε τη σκηνή προσπαθώντας να επινοήσει κάποιο νέο σχέδιο. Αν και οι εχθροί είχαν ακόμη την αριθμητική υπεροχή, αναρωτήθηκε μήπως θα μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρο τον κυκλωπιανό στρατό στο πεδίο της μάχης εκείνη τη στιγμή. Αν κατάφερναν να συντηρήσουν τη σύγχυση στις τάξεις των μονόφθαλμων, αν υπήρχαν κάποιες λιποταξίες ανάμεσα τους…
Αλλά τούτοι ήταν Πραιτωριανοί και ο Λούθιεν ήξερε πόσο ικανός είναι ο αρχηγός τους. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ μελέτησε κι αυτός τα γεγονότα και μετά έδωσε εντολή να αλλάξουν κατεύθυνση όλες οι κυκλωπιανές δυνάμεις, όσες δεν είχαν παγιδευτεί μέσα στην πόλη.
«Όχι!» έκανε ξέπνοα ο Λούθιεν, βλέποντας τους χιλιάδες Πραιτωριανούς με τις ασημόμαυρες στολές να σχηματίζουν μια νέα παράταξη εναντίον των ενισχύσεων που πλησίαζαν. Ακόμη κι από αυτή την απόσταση, μπορούσε να υπολογίσει τον αριθμό των συμμάχων τους. Δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τους δύο χιλιάδες, λιγότεροι από το ένα τέταρτο των εχθρών που θα έπεφταν σε λίγο πάνω τους.
Ο Λούθιεν φώναξε στους τοξότες να ρίξουν στους Κυκλωπιανούς που απομακρύνονταν. Ήθελε να οργανώσει μια δύναμη και να τρέξει έξω από την πόλη για να βοηθήσει την Κατρίν και τον Όλιβερ. Αλλά η μάχη στο τείχος και στο μέσα μέρος από την πύλη δεν είχε κερδηθεί ακόμη, γι’αυτό δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να παρακολουθεί.
«Τρέξτε…» ψιθύρισε επανειλημμένα και η καρδιά του αλάφρωσε λίγο όταν η συμμαχική δύναμη γύρισε και άρχισε μια τακτική υποχώρηση.
Ο στρατός του Άβον άρχισε την καταδίωξη, αλλά ο Όλιβερ με τους σύντροφους του δεν είχαν αιφνιδιαστεί από τη στροφή των Κυκλωπιανών. Το περίμεναν ότι οι εχθροί θα τους κυνηγήσουν, γι’ αυτό γύρισαν πίσω στον Φέλινγκ Ραν, πέρασαν το ποτάμι με αυτοσχέδιες γέφυρες που είχαν αφήσει πίσω τους και κατέλαβαν καλές αμυντικές θέσεις στην άλλη όχθη.
Μετά χάλασαν τις γέφυρες και οι Κυκλωπιανοί συνάντησαν μπροστά τους ένα φυσικό εμπόδιο που δεν μπορούσαν να το διασχίσουν εύκολα, ιδιαίτερα αφού υπήρχαν εκατοντάδες τοξότες οι οποίοι τους έριχναν από μακριά.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ έβραζε από θυμό, αλλά δεν ήταν ανόητος. Είχε χάσει τη μάχη και περίπου δύο χιλιάδες άνδρες, ίσως, αλλά τώρα πια ήταν σίγουρος ότι οι επαναστάτες είχαν παίξει το τελευταίο τους χαρτί. Ακόμη και με αυτές τις απροσδόκητες ενισχύσεις, ο αρχηγός των Κυκλωπιανών δεν φοβόταν το ενδεχόμενο μιας ήττας.
Μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο αύριο.
Κι έτσι η κυκλωπιανή δύναμη κινήθηκε βόρεια. Ο ήλιος έδυσε, βρίσκοντας προηγουμένως ένα άνοιγμα ανάμεσα στα πυκνά σύννεφα για να φωτίσει τα τείχη της πόλης που ονομαζόταν ακόμη Κάερ Μακντόναλντ.
Τουλάχιστον για μία μέρα ακόμη.