«Δεν είναι τόσο βαθιά», γκρίνιαξε ο Σάγκλιν, με την άκρη της γενειάδας του να γυαλίζει από γλίτσα.
«Αλλά εγώ δεν είμαι τόσο ψηλός», απάντησε αμέσως ο Όλιβερ.
Ο εκνευρισμένος νάνος κοίταξε τον Λούθιεν, που σήκωσε τον παραπονούμενο χάφλινγκ κάτω από τη μασχάλη του και άρχισε να προχωρά έτσι μέσα στον πάγο και το βούρκο.
«Ο Όλιβερ ντε Μπάροους να περπατά μέσα σε έναν υπόνομο!» συνέχισε να γκρινιάζει ο Όλιβερ. «Αν ήξερα πόσο χαμηλά θα έπεφτα δίπλα σε κάτι τύπους σαν εσένα…»
Η γκρίνια του έγινε ξαφνικά ένα πνιχτό βογγητό, καθώς ο Λούθιεν παραπάτησε κι έγειρε στο πλάι χτυπώντας στον τοίχο μαζί με τον Όλιβερ.
Ο Όλιβερ πήδησε όρθιος κι άρχισε να χτυπά το εφαρμοστό παντελόνι του τινάζοντας τις βρομιές. «Μπλιάχ! Τι αηδία!»
«Είμαστε στους υπόνομους της άνω πόλης», είπε ο Σάγκλιν με τη βραχνή φωνή του γεμάτη σαρκασμό. «Ίσως θα έπρεπε να μην κάνεις τόση φασαρία».
Ο Όλιβερ έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα στον Λούθιεν, αλλά ήξερε ότι ο φίλος του μάλλον διασκέδαζε με τις αντιδράσεις του. Και ήξερε επίσης ότι το πρόβλημα που τον ενοχλούσε ήταν ασήμαντο. Μπροστά στη σημασία αυτής της μέρας, ακόμη κι ο ίδιος ο Όλιβερ δεν μπορούσε να πάρει τη βρομιά των υπονόμων στα σοβαρά. Μία βδομάδα μόλις μετά την απελευθέρωσή τους από τα ορυχεία, οι νάνοι έδειξαν την αξία τους επιδιορθώνοντας παλιά όπλα και πανοπλίες, κατασκευάζοντας νέο εξοπλισμό και ανοίγοντας διόδους στους υπονόμους κάτω από την πολιορκημένη εμπορική συνοικία της πόλης. Τώρα ο Λούθιεν, ο Όλιβερ, ο Σάγκλιν και τριακόσιοι νάνοι προχωρούσαν σε πολλές παράλληλες διαδρομές για να εμφανιστούν ξαφνικά ανάμεσα στους εχθρούς τους.
Όμως, όσο σημαντικός κι αν ήταν ο σκοπός τους, ο Όλιβερ θεωρούσε ότι έχει κάθε δικαίωμα να γκρινιάζει για τη διαδρομή. Τα φανάρια φώτιζαν καλά τις σήραγγες, αλλά έκανε τρομερό κρύο. Τα κανάλια των υπονόμων ήταν σκεπασμένα από ένα χοντρό στρώμα πάγου, όμως υπήρχαν πρόσφατα απόβλητα πάνω από τον πάγο και το απλό κρύο δεν μπορούσε να εξουδετερώσει την τρομερή δυσωδία.
«Είχαν οχυρώσει τα ανοίγματα των υπονόμων», εξήγησε ο Σάγκλιν, «αλλά μπήκαμε μέσα από πολλά σημεία, πάνω από δέκα, αφού σκοτώσαμε επίσης τέσσερις Κυκλωπιανούς που ήταν εκεί κοντά».
«Δεν ξέφυγε κανείς να προειδοποιήσει ότι ερχόμαστε;» ρώτησε ο Λούθιεν για δέκατη φορά από τη στιγμή που ξεκίνησαν από την κάτω πόλη.
«Ούτε ένας», τον διαβεβαίωσε ο Σάγκλιν, επίσης για δέκατη φορά.
«Θα ήταν υπέροχα να περάσουμε όλο αυτό το βούρκο, για να βρούμε τον εχθρό να μας περιμένει», είπε σαρκαστικά ο Όλιβερ.
Ο Σάγκλιν τον αγνόησε ξεκινώντας πάλι την πορεία στο ίσιο τούνελ. Λίγο αργότερα σταμάτησε κι έκανε νόημα στους άλλους να κάνουν το ίδιο.
«Μας ανακάλυψαν!» έκανε ανήσυχος ο Όλιβερ.
Ο Σάγκλιν πήρε το φανάρι από έναν άλλο νάνο και το σήκωσε ψηλά, μπροστά στην είσοδο του περάσματος. Μετά έκανε ικανοποιημένος ένα νεύμα βλέποντας κάποιο παρόμοιο σήμα από την άλλη άκρη της διασταύρωσης και σήκωσε τον αντίχειρα. «Όλα στην ώρα τους», είπε ο νάνος κάνοντας νόημα στους άλλους να τον ακολουθήσουν πάλι.
Έφτασαν σε μια μικρή εσοχή στο τοίχωμα του περάσματος. Μια ανεμόσκαλα, φτιαγμένη πρόσφατα από τους νάνους, ήταν στερεωμένη στον ένα τοίχο της εσοχής και οδηγούσε σε μια ξύλινη καταπακτή, γύρω στα τέσσερα μέτρα πιο ψηλά.
Ο Λούθιεν έκανε νόημα στον Όλιβερ. Είχαν συμφωνήσει ότι ο ευκίνητος και μικρόσωμος χάφλινγκ θα έβγαινε πρώτος από τον υπόνομο, κάτι που ο Όλιβερ δέχθηκε πρόθυμα, ευχαριστημένος που θα έβγαινε από το βούρκο και τις ακαθαρσίες, έστω και αν τον περίμενε όλη η κυκλωπιανή δύναμη από πάνω. Άρχισε να ανεβαίνει αθόρυβα την ανεμόσκαλα.
Πριν φτάσει στην κορυφή, η καταπακτή άνοιξε τρίζοντας. Ο Όλιβερ πάγωσε στη θέση του, ενώ οι άλλοι περίμεναν σιωπηλοί.
«Ω, όχι», βόγγηξε ο χάφλινγκ, καθώς στην τρύπα της καταπακτής φάνηκε ένας γυμνός κυκλωπιανός πισινός. Ο Όλιβερ έχωσε το πρόσωπο στα χέρια, ελπίζοντας ότι θα τον προστατέψει το πλατύγυρο καπέλο του. «Σας παρακαλώ, ρίξτε του γρήγορα», ψιθύρισε. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τι τον περιμένει.
Πήρε μια ανάσα ανακούφισης όταν άκουσε τη χορδή από το τόξο του Λούθιεν να πάλλεται και αισθάνθηκε ένα κύμα αέρα από το βέλος που πέρασε δίπλα του. Κοιτάζοντας πάνω, το είδε να καρφώνεται βαθιά στον χοντρό πισινό του Κυκλωπιανού. Ο μονόφθαλμος ούρλιαξε και πετάχτηκε, για να δεχθεί ένα βέλος από τη βαλλίστρα ενός νάνου στο πρόσωπο καθώς έκανε την ανοησία να σκύψει πάνω από το άνοιγμα. Οι φωνές του σταμάτησαν και οι φίλοι άκουσαν τον Κυκλωπιανό να σωριάζεται νεκρός στο δάπεδο του μικρού δωματίου, από πάνω.
Ο Όλιβερ έφτιαξε το καπέλο του ενώ στρεφόταν στα πρόσωπα που τον κοίταζαν από κάτω. «Ξέρετε κάτι;» είπε σιγανά. «Οι μονόφθαλμοι είναι ίδιοι και από τις δύο άκρες!»
«Άντε, προχώρα!» τον μάλωσε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους και ανέβηκε την ανεμόσκαλα βγαίνοντας σε ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο, όπου η δυσωδία ήταν σχεδόν εξίσου έντονη όπως στους υπονόμους. Κάποιος άλλος μονόφθαλμος χτυπούσε την πόρτα.
«Μπέργκους;» φώναξε.
Ο Όλιβερ γύρισε στο άνοιγμα και κοίταξε κάτω κάνοντας νόημα στους άλλους να μη μιλήσουν. Μετά πήγε αθόρυβα στην πόρτα, που ξαφνικά τραντάχτηκε καθώς ο Κυκλωπιανός την έσπρωξε απ’ έξω. Ήταν κλεισμένη μόνο με έναν μικρό γάντζο.
«Μπέργκους;» γρύλλισε πάλι ο μονόφθαλμος, και ο Όλιβερ κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.
Η πόρτα τραντάχτηκε πιο δυνατά καθώς τη χτύπησε ο Κυκλωπιανός, ίσως με τον ώμο του. Ο Όλιβερ κοίταξε τον νεκρό μονόφθαλμο στο δάπεδο.
«Είσαι καλά;» ακούστηκε απ’ έξω, ενώ η πόρτα τραντάζονταν πάλι. Ο Όλιβερ πήγε να σταθεί δίπλα της βγάζοντας το ξίφος του.
Τρία δυνατά χτυπήματα.
«Μπέργκους!»
«Βοήθεια», γρύλλισε ο Όλιβερ μιμούμενος τη χοντρή μπάσα φωνή των Κυκλωπιανών και δίνοντας έναν τόνο αγωνίας στη φωνή του. Αμέσως μετά, αφού σήκωσε το ξίφος, έβγαλε τον γάντζο της πόρτας. Μια στιγμή αργότερα ο Κυκλωπιανός έπεσε πάνω στην πόρτα με τον ώμο και πετάχτηκε μέσα. Ο Όλιβερ τον κάρφωσε στο γόνατο με το ξίφος και του έβαλε τρικλοποδιά.
Ο κτηνάνθρωπος, έχοντας χάσει την ισορροπία του, σκόνταψε πάνω στον νεκρό σύντροφό του. Ο Όλιβερ τον ακολούθησε καθοδηγώντας το τρέκλισμά του με κεντρίσματα του ξίφους, μέχρι που ο Κυκλωπιανός κόντεψε να πέσει μέσα στην τρύπα. Άπλωσε όμως το χέρι του την τελευταία στιγμή και κρατήθηκε, με το κεφάλι και τους ώμους του μέσα στο άνοιγμα.
Ο Όλιβερ πήγε να τον καρφώσει, αλλά άκουσε μια χορδή τόξου από κάτω και ο Κυκλωπιανός τραντάχτηκε για μια στιγμή πριν μείνει ακίνητος. Ο χάφλινγκ έτρεξε κι έκλεισε πάλι την πόρτα, κοιτάζοντας πρώτα για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι κανείς εκεί κοντά. Μετά πλησίασε στον Κυκλωπιανό και τον έσπρωξε μέσα στην τρύπα.
«Καλή βολή», είπε στον Λούθιεν όταν τον είδε να περνά πάνω από το πτώμα για να φτάσει στη σκάλα. «Ξέρεις όμως ποια άκρη του Κυκλωπιανού χτύπησες;»
Ο Λούθιεν δεν σήκωσε καν το κεφάλι να τον κοιτάξει. Δεν ήθελε να ενθαρρύνει τον Όλιβερ, κάτι που θα γινόταν σίγουρα αν ο χάφλινγκ έβλεπε το πλατύ χαμόγελό του.
Σε όλη την πάνω πόλη οι εισβολείς βγήκαν αθόρυβα από πολλά τέτοια αποχωρητήρια, μέσα και έξω από σπίτια εμπόρων. Ήταν σκοτεινά ακόμη, λίγο πριν τα χαράματα, όταν άκουσαν ήχους μάχης στο τείχος κοντά στη Μητρόπολη.
«Πάνω στην ώρα», είπε ο Όλιβερ, γιατί ο αντιπερισπασμός —μια επίθεση από δυνάμεις της κάτω πόλης— ήταν μέρος του σχεδίου.
Ο Λούθιεν έκανε ένα καταφατικό νεύμα σκυθρωπός. Πάνω στην ώρα. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Κοίταξε γύρω του καθώς τα μάτια του προσαρμόζονταν στο σκοτάδι και είδε νάνους, που ζούσαν επί χρόνια σαν σκλάβοι του Γκρινσπάροου, να ξεπροβάλλουν από κάθε σκιά.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ ξεκίνησε προς το μέρος απ’ όπου ακουγόταν η μάχη, με τον Όλιβερ πίσω του. Διέσχισαν γρήγορα ένα δρομάκι, σταματώντας ξαφνικά στη διασταύρωση όταν άκουσαν βήματα να πλησιάζουν γρήγορα από την άλλη μεριά.
Ένας Κυκλωπιανός ξεπρόβαλε από τη γωνία και το μάτι του άνοιξε διάπλατα από την έκπληξη.
«Είναι τόσο εύκολο», παραπονέθηκε ο χάφλινγκ, καθώς κάρφωνε τον μονόφθαλμο στο στήθος. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα ο Τυφλωτής άνοιξε το κρανίο του κτηνάνθρωπου στα δύο.
Ο Λούθιεν κάτι πήγε να απαντήσει, αλλά ξαφνικά γύρισαν ακούγοντας να ξεσπά μάχη πίσω τους. Μερικοί Κυκλωπιανοί είχαν βγει από μια πάροδο πηγαίνοντας κι αυτοί στη μάχη, τη βρήκαν όμως πιο γρήγορα από ό,τι περίμεναν καθώς δύο ομάδες νάνων, ανάμεσά τους και ο Σάγκλιν, τους όρμησαν από παντού.
Αψιμαχίες ξεσπούσαν παντού στο εμπορικό τμήμα της πόλης, πληθαίνοντας συνεχώς καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλε από τον ορίζοντα να φωτίσει με τις λοξές ακτίνες του τις συμπλοκές. Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ συνάντησαν ελάχιστη αντίσταση —δύο Κυκλωπιανούς που τους νίκησαν εύκολα— με αποτέλεσμα γρήγορα να φτάσουν στο τείχος κοντά στη Μητρόπολη, όπου θα ενώνονταν με τους άλλους επαναστάτες. Είδαν όμως ότι οι νάνοι τους είχαν προλάβει κι έτσι οι Κυκλωπιανοί, που κρατούσαν αυτή τη θέση, αντιμετώπιζαν ήδη μεγάλη πίεση.
«Έχε τον νου σου!» είπε ο Λούθιεν στον Όλιβερ. Μετά έβγαλε το πτυσσόμενο τόξο, το άνοιξε, το στερέωσε με μια συνεχόμενη κίνηση και πέρασε το βέλος. Ενώ ο Όλιβερ φύλαγε τα νώτα του, ο Λούθιεν άρχισε να ρίχνει διαλέγοντας με προσοχή τους στόχους του.
Γάντζοι με σχοινιά πέρασαν πάνω από το τείχος. Με τους νάνους να απασχολούν τους Κυκλωπιανούς από τη μέσα πλευρά και άλλους να περιφέρονται στους δρόμους σταματώντας όποιες ενισχύσεις πήγαιναν προς εκείνο το σημείο, οι μονόφθαλμοι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν για πολύ. Ξωτικά και άνθρωποι, αφού πέρασαν από το τείχος, ενώθηκαν με τους άλλους επαναστάτες.
Ο Λούθιεν προσπάθησε να περάσει γρήγορα ένα βέλος στο τόξο του βλέποντας έναν άνθρωπο να γλιστρά, ενώ κάποιος Κυκλωπιανός πλησίαζε ήδη με το ξίφος του ψηλά για να τον σκοτώσει.
«Να πάρει!» φώναξε ο νεαρός Μπέντγουιρ, ξέροντας ότι δεν προλάβαινε.
Ο Κυκλωπιανός σταμάτησε ξαφνικά. Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, αλλά φρόντισε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία περνώντας το βέλος στο τόξο και σημαδεύοντας.
Ο Κυκλωπιανός σωριάστηκε κάτω μπρούμυτα πριν προλάβει να του ρίξει ο νεαρός, έχοντας δυο βέλη καρφωμένα στην πλάτη του. Ο Λούθιεν ακολούθησε τη γραμμή της βολής προς το τείχος και είδε μια γνωστή φιγούρα, όμορφη και ευκίνητη, με τα γωνιώδη χαρακτηριστικά της μισοξωτικής.
«Η Σιόμπαν!» είπε ο Όλιβερ πίσω του φανερά ευχαριστημένος, θαυμάζοντας την εντυπωσιακή μισοξωτική έτσι όπως στεκόταν πάνω στο τείχος μέσα στο πρωινό φως.
Πριν θυμηθεί ο Λούθιεν ότι κρατά ακόμη το τόξο με το βέλος στο χέρι του, η Σιόμπαν έριξε πάλι με το δικό της και άλλος ένας Κυκλωπιανός σωριάστηκε κάτω.
«Θα κάθεσαι να κοιτάς ή θα παίξεις;» του φώναξε ο Όλιβερ, ενώ περνούσε τρέχοντας δίπλα του. Ο Λούθιεν κοίταξε το κύριο πεδίο της σύγκρουσης, που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη τώρα στο τείχος και στην πλατεία δίπλα στην πανύψηλη Μητρόπολη. Πέρασε το τόξο στον ώμο του, έβγαλε τον Τυφλωτή και όρμησε πίσω από τον φίλο του.
Είδαν και οι δύο την Κατρίν να πηδά από το τείχος στη μέση της σύγκρουσης, ανάμεσα σε δυο Κυκλωπιανούς.
Ο Όλιβερ βόγγηξε με το θέαμα, αλλά ο Λούθιεν την ήξερε καλά και δεν ανησύχησε.
Η Κατρίν άρχισε να δουλεύει τη λόγχη της αποκρούοντας και χτυπώντας τους αιφνιδιασμένους μονόφθαλμους. Με έναν δυνατό λογχισμό κάρφωσε τον ένα στην κοιλιά, μετά ελευθέρωσε τη λόγχη και την περιέστρεψε χτυπώντας με το πίσω μέρος του κονταριού τον άλλο Κυκλωπιανό στο πρόσωπο. Περιστρέφοντας ξανά τη λόγχη στα χέρια της, έσχισε με την αιχμή τον λαιμό του μονόφθαλμου, μετά τη γύρισε πάλι και αποτελείωσε εκείνον που κρατούσε ήδη τα χυμένα του σπλάχνα.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ φανερά ευχαριστημένος. «Δύο στους δύο», είπε.
Καθώς ο Όλιβερ του έδειξε στο τείχος, ο Λούθιεν γύρισε και είδε την Σιόμπαν να σκοτώνει άλλον ένα Κυκλωπιανό, από ψηλά, με το θανάσιμο τόξο της.
«Ένας παραπάνω», είπε ικανοποιημένος ο Όλιβερ, με αποτέλεσμα να συνειδητοποιήσουν και οι δύο ότι είχαν διαλέξει ο καθένας μια διαφορετική “παράταξη”.
«Λάθος!» φώναξε ο Λούθιεν. Ο Όλιβερ γύρισε και είδε την Κατρίν να τρέχει με όλη της τη δύναμη. Σταμάτησε γλιστρώντας, έσκυψε ταυτόχρονα κι εκτόξευσε τη λόγχη της καρφώνοντας στον αυχένα έναν Κυκλωπιανό που το είχε βάλει στα πόδια. Ο μονόφθαλμος, πέφτοντας μπρούμυτα, σύρθηκε με τα μούτρα στο έδαφος.
«Φαίνεται ότι είναι ισόπαλες», είπε ο Όλιβερ με νόημα, ενώ ο Λούθιεν συνειδητοποιούσε ότι ο φίλος του δεν μιλούσε μόνο για τις πολεμικές ικανότητες των δύο γυναικών.
Το σχόλιο δεν άρεσε στον Λούθιεν και ο Όλιβερ το κατάλαβε. Απομακρύνθηκε τρέχοντας, κρατώντας ψηλά το ξίφος. «Θα κάθεσαι να κοιτάς ή θα παίξεις;» φώναξε πάλι.
Ο Λούθιεν ξέχασε τον θυμό του, παραμερίζοντας τη σύγχυση και τις σκέψεις του για τις δυο όμορφες γυναίκες. Δεν ήταν ώρα για διλήμματα. Πρόλαβε τον Όλιβερ και όρμησαν μαζί στη μάχη.
Σπίτια πλουσίων εμπόρων λεηλατήθηκαν κατά δεκάδες εκείνο το μοιραίο πρωί στο Μόντφορτ, ενώ πολλοί σκλάβοι απελευθερώθηκαν για να ορμήσουν κι αυτοί στη μάχη. Εκατοντάδες Κυκλωπιανοί σκοτώθηκαν.
Οι έμποροι όμως δεν εκτελέστηκαν επιτόπου, εκτός από εκείνους που αντιστάθηκαν στους επαναστάτες αρνούμενοι να παραδοθούν. Αυτή ήταν η πρώτη διαταγή που έδωσε ο Λούθιεν πριν αρχίσει η επίθεση, να τους δώσουν πρώτα την ευκαιρία να παραδοθούν. Δεν ένιωθε άνετα με το ρόλο του αρχηγού, αλλά σε αυτό το σημείο ήταν ανυποχώρητος και αποφασιστικός, γιατί πίστευε ακράδαντα στη δικαιοσύνη. Ήξερε ότι δεν είναι όλοι οι έμποροι του Μόντφορτ κακοί άνθρωποι και ότι, εκείνοι που πλούτισαν στη διάρκεια της βασιλείας του Γκρινσπάροου, δεν ήταν αναγκαστικά πιστοί στον παράνομο βασιλιά.
Η μάχη για την πόλη ήταν σκληρή, η φρουρά της πόλης και οι Πραιτωριανοί Φρουροί των εμπόρων αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν, αλλά τελικά νικήθηκαν. Η κατάληψη του Μόντφορτ ολοκληρώθηκε.
Με μοναδική εξαίρεση τη Μητρόπολη. Οι επαναστάτες απέφυγαν να επιτεθούν εκεί πριν καταλάβουν την υπόλοιπη πόλη, γιατί ήταν δύσκολο να κυριεύσουν το τεράστιο κτήριο. Οι πέντε πύλες του καθεδρικού ναού, καθώς και η μυστική είσοδος που είχαν ανοίξει οι νάνοι στο ανατολικό τείχος και στο γκρεμισμένο τμήμα του, ήταν ασφαλισμένες και ενισχυμένες, οπότε θα άντεχαν σε πολλές επιθέσεις.
Τώρα όμως η Μητρόπολη ήταν το μοναδικό τμήμα του Μόντφορτ που απέμενε σε όσους παρέμεναν πιστοί στον βασιλιά του Άβον. Και, με την κατάληψη των ορυχείων, οι Κυκλωπιανοί που ήταν κλεισμένοι μέσα στον ναό δεν είχαν να περιμένουν βοήθεια από πουθενά.
Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ επέστρεψαν στη Μητρόπολη αφού έκαναν έναν γύρο στο εμπορικό τμήμα που είχε καταληφθεί. Ο Λούθιεν ήλπιζε να βρει τον υποκόμη Όμπρεϊ ζωντανό, αλλά δεν τον βρήκε πουθενά. Αυτό δεν τον παραξένεψε. Κάτι σκουλήκια σαν τον Όμπρεϊ έχουν την ικανότητα να επιβιώνουν, και ο Λούθιεν υποψιαζόταν πού ακριβώς θα τον έβρισκε.
Οι δυο σύντροφοι ενώθηκαν με τον κύριο όγκο του στρατού τους, που είχε συγκεντρωθεί στις πλατείες γύρω από τη Μητρόπολη εκτοξεύοντας βρισιές, αλλά και κανένα βέλος πού και πού, σε όποιον Κυκλωπιανό εμφανιζόταν στα παράθυρα ή σε κάποιον από τους μικρότερους πύργους.
Ο Σάγκλιν πλησίασε τον Λούθιεν και τον άρπαξε από το χέρι. «Μπορούμε να μπούμε μέσα!» δήλωσε.
«Δεν έχουν πού να πάνε», του απάντησε ο Λούθιεν. Η απόλυτη σιγουριά της φωνής του ήταν καθησυχαστική. «Η μάχη τελείωσε».
«Μπορεί να υπάρχουν μέχρι και πεντακόσιοι Κυκλωπιανοί εκεί μέσα», είπε με αμφιβολία η Κατρίν Ο’ Χέιλ, πλησιάζοντας κι αυτή.
«Ένας λόγος παραπάνω για να μείνουμε έξω και να περιμένουμε», της απάντησε ο Λούθιεν. «Δεν έχουμε περιθώρια για απώλειες».
Οι φίλοι άρχισαν να περιφέρονται στην πλατεία βοηθώντας στην περιποίηση των τραυματιών, προσπαθώντας να οργανώσουν τους επαναστάτες. Τώρα που είχε τελειώσει η απειλή των Κυκλωπιανών, εμφανίζονταν μυριάδες άλλα προβλήματα. Είχαν αρχίσει λεηλασίες από πολλούς απελπισμένους αντάρτες που ζούσαν τόσο καιρό μέσα στη φτώχια, ενώ αρκετά σπίτια εμπόρων καίγονταν. Είχαν ξεσπάσει κάποιες συμπλοκές ανάμεσα σε νάνους και ανθρώπους, δυο φυλές που είχαν πολύ καιρό να ζήσουν μαζί, αφότου ο Μόρκνεϊ είχε στείλει τους περισσότερους νάνους στα ορυχεία. Και τέλος έπρεπε να αποφασιστεί ποια θα είναι η μοίρα των αιχμάλωτων εμπόρων.
Νωρίς εκείνο το απόγευμα, ο Λούθιεν είδε πάλι την Σιόμπαν να πλησιάζει με αποφασιστικό βήμα.
«Έλα μαζί μου», του είπε, και ο Λούθιεν διέκρινε την ανησυχία στη φωνή της.
Λίγο πιο κάτω, η Κατρίν και ο Όλιβερ τους κοίταζαν καθώς απομακρύνονταν.
«Νομίζω ότι τον θέλει για κάποια δουλειά», μουρμούρισε ο Όλιβερ στη γυναίκα από το Χέιλ.
Η Κατρίν τον αγριοκοίταξε. «Γιατί, νομίζεις ότι με νοιάζει;» του απάντησε κι απομακρύνθηκε.
Ο Όλιβερ κούνησε το κεφάλι του θαυμάζοντας εκείνη τη στιγμή τον Λούθιεν περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
«Βρισκόμαστε σε πολύ επικίνδυνη φάση», είπε η Σιόμπαν στον Λούθιεν όταν απομακρύνθηκαν από το πλήθος. Άρχισε να του λέει για τις λεηλασίες και για τα δυσαρεστημένα μουρμουρητά των επαναστατών.
Ο Λούθιεν δεν καταλάβαινε αυτές τις φαινομενικά παράλογες αντιδράσεις, έβλεπε όμως τι συμβαίνει γύρω του κι έτσι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τους φόβους της Σιόμπαν. Αυτή θα έπρεπε να είναι η στιγμή της δόξας τους, και όντως ήταν, αλλά μαζί με τη δόξα υπήρχε επίσης σύγχυση και αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Τώρα που η μάχη είχε τελειώσει, οι επαναστάτες δεν ήταν πια ενωμένοι.
«Οι αψιμαχίες θα συνεχιστούν σποραδικά για πολλές βδομάδες ίσως», είπε η Σιόμπαν.
«Η δύναμή μας είναι στην ενότητα», απάντησε ο Λούθιεν, αρχίζοντας να καταλαβαίνει το σκεπτικό της. Είχαν πετύχει τους στόχους τους. Ακόμη και όσοι ήταν κλεισμένοι στη Μητρόπολη, θα άντεχαν μόνο όσο θα κρατούσαν τα τρόφιμα που είχαν. Δεν μπορούσαν να τους απειλήσουν ουσιαστικά, γιατί οι επαναστάτες είχαν πιάσει ισχυρές οχυρωμένες θέσεις γύρω από τις ανοιχτές πλατείες της Μητρόπολης. Αν οι Κυκλωπιανοί έβγαιναν για να επιτεθούν, θα τους αποδεκάτιζαν οι τοξότες πριν καν φτάσουν σε απόσταση κατάλληλη για μάχη σώμα με σώμα.
Είχαν καταλάβει το Μόντφορτ λοιπόν, τι σήμαινε αυτό όμως; Στις βδομάδες πριν την τελική επίθεση ο Λούθιεν και οι άλλοι αρχηγοί είχαν βάλει αυτό τον στόχο, αλλά δεν είχαν κάνει κανένα σχέδιο για ό,τι θα ακολουθούσε.
Ο Λούθιεν κοίταξε προς τα δυτικά, στο εμπορικό τμήμα της πόλης και οι μαύροι καπνοί από τα σπίτια που καίγονταν εκεί του έδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η επανάσταση όντως βρίσκεται σε επικίνδυνη φάση. Κατάλαβε ότι έπρεπε να επιφορτιστεί με νέες ευθύνες ενεργώντας γρήγορα. Είχαν πάρει το Μόντφορτ, αλλά αυτό δεν θα σήμαινε τίποτα αν τώρα απλωνόταν αταξία και αναρχία στην πόλη.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ κοίταξε τα ρούχα και το σώμα του, είδε τις λάσπες από τους υπονόμους και αίματα από φίλους κι εχθρούς. Ο υπέροχος πορφυρός μανδύας όμως δεν είχε την παραμικρή κηλίδα, λες και η μαγική του φύση δεν ανεχόταν τέτοια ψεγάδια.
«Πρέπει να πλυθώ», είπε στην Σιόμπαν.
Αυτή κατένευσε. «Σου έχουν έτοιμο ζεστό νερό και καθαρά ρούχα».
Ο Λούθιεν την κοίταξε με περιέργεια. Για κάποιο λόγο, δεν ένιωσε καμία έκπληξη.
Σχεδόν μια ώρα αργότερα, έχοντας λιγότερο χρόνο από όσον θα ήθελε για να προετοιμαστεί, αλλά με την τάξη να καταρρέει όλο και περισσότερο ανάμεσα στον κόσμο που γιόρταζε τη νίκη, ο Λούθιεν Μπέντγουιρ βγήκε στη μέση της πλατείας, μπροστά στη Μητρόπολη. Ο νεαρός αισθάνθηκε το κεφάλι του να γυρίζει καθώς κοίταξε τη μάζα των θεατών. Όλοι οι συμπολεμιστές του, όλα τα ξωτικά του Μόντφορτ, ανάμεσά τους και οι Κάτερς, κι επίσης χιλιάδες άλλοι είχαν έλθει για να ακούσουν την Πορφυρή Σκιά και να μάθουν ποια θα είναι η μοίρα τους, σαν να ήταν ο Λούθιεν εκπρόσωπος του Θεού.
Προσπάθησε να μην κοιτάζει τα πρόσωπά τους, την επιθυμία και την ανάγκη που υπήρχε στα μάτια τους. Δεν ένιωθε άνετα με αυτό το ρόλο και δεν είχε ιδέα πώς και γιατί βρέθηκε ξαφνικά να είναι επιφορτισμένος με τέτοιες ευθύνες. Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να βάλει τον Όλιβερ να τους μιλήσει. Ο Όλιβερ ήξερε να μιλάει, να διαβάζει τις ανάγκες του κόσμου.
Ή την Σιόμπαν. Ο Λούθιεν την κοίταξε εξεταστικά καθώς τον οδηγούσε στα σκαλοπάτια του βάθρου για τις αγχόνες, που είχαν στήσει οι επαναστάτες για τους αιχμάλωτους Κυκλωπιανούς και εμπόρους οι οποίοι θα καταδικάζονταν σε θάνατο. Ίσως μπορούσε να πείσει την Σιόμπαν να μιλήσει.
Αμέσως έδιωξε αυτήν τη σκέψη. Η Σιόμπαν ήταν μισοξωτική, πιο κοντά στα ξωτικά παρά στους ανθρώπους. Γύρω του είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα δέκα χιλιάδες άτομα που παρακολουθούσαν από τους δρόμους, αλλά υπήρχαν χιλιάδες άλλοι πίσω από το τείχος, στην κάτω πόλη, οι οποίοι δεν θα έβλεπαν μα θα άκουγαν ό,τι τους μετέφεραν οι μπροστινοί — και μέσα σε αυτό το πλήθος, τα ξωτικά δεν ήταν πάνω από εφτακόσια.
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια δίπλα στη Σιόμπαν νιώθοντας κάποια παρηγοριά καθώς έβλεπε τα γνωστά πρόσωπα του Όλιβερ, της Κατρίν και του Σάγκλιν στην πρώτη σειρά. Τον κοίταζαν με προσδοκία, γεμάτοι σιγουριά. Πίστευαν σ’ αυτόν.
«Μην ξεχνάς το αληθινό όνομα της πόλης!» του ψιθύρισε στο αφτί η Σιόμπαν, πριν κατεβεί από το πάλκο. Ο Λούθιεν, η Πορφυρή Σκιά, ήταν μόνος.
Είχε προετοιμάσει μια σύντομη ομιλία, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί την αρχή της. Είδε Κυκλωπιανούς στα παράθυρα της Μητρόπολης να τον κοιτάζουν με την ίδια προσδοκία που έβλεπε στα πρόσωπα του πλήθους, και κατάλαβε ότι η μοίρα τους, όπως επίσης η μοίρα όλου του Εριαντόρ και του Άβον, θα καθοριζόταν εκείνη τη στιγμή.
Αυτή η σκέψη δεν τον βοήθησε καθόλου να ηρεμήσει.
Κοίταξε πάλι τους φίλους του από κάτω. Ο Όλιβερ τον χαιρέτισε αγγίζοντας τον γύρο του τεράστιου καπέλου του, η Κατρίν του έκλεισε το μάτι κάνοντας ένα αποφασιστικό νεύμα. Εκείνος όμως που του έδωσε όσο κουράγιο χρειαζόταν, ήταν ο Σάγκλιν, ο οποίος στεκόταν υπομονετικός, σχεδόν απαθής, με τα δυνατά χέρια του σταυρωμένα στο στήθος και το πρόσωπο σχεδόν ανέκφραστο· ο Σάγκλιν, που ο λαός του είχε υποφέρει τόσο πολύ υποδουλωμένος στην τυραννία του δούκα Μόρκνεϊ· ο αδάμαστος Σάγκλιν, που τους οδήγησε στα ορυχεία αντιδρώντας σε κάθε απόπειρα να δώσουν τέλος στη μάχη για το Μόντφορτ, μέχρι να πετύχουν τον σκοπό τους.
Μέχρι να πετύχουν τον σκοπό τους.
Ο Λούθιεν κοίταξε το πλήθος αποφασισμένος. Δεν προσπάθησε να θυμηθεί τα λόγια της ομιλίας του, αλλά μόνο να εκφράσει τα συναισθήματα της καρδιάς του.
«Συμπολεμιστές μου!» φώναξε. «Φίλοι μου! Αυτό που βλέπω μπροστά μου δεν είναι μια πόλη κατακτημένη.
Μια μεγάλη παύση, ενώ από τον κόσμο δεν ακουγόταν ούτε ένας ψίθυρος.
»Βλέπω μια πόλη απελευθερωμένη!» πρόσθεσε, ενώ ο κόσμος ξεσπούσε σε εκκωφαντικές ζητωκραυγές. Περιμένοντας να ησυχάσει το πλήθος, ο Λούθιεν έριξε μια ματιά στην Σιόμπαν, που άκουγε ήρεμη και γεμάτη σιγουριά.
»Πήραμε πίσω ένα μικρό μέρος από αυτά που δικαιωματικά μας ανήκουν», συνέχισε ο νεαρός Μπέντγουιρ παίρνοντας κουράγιο, νιώθοντας μια νέα ορμή. Σήκωσε το χέρι του με τον αντίχειρα και τον δείκτη ενωμένους. «Ένα μικρό μέρος», επανέλαβε δυνατά, θυμωμένα.
«Μόντφορτ!» φώναξε κάποιος.
«Όχι!» απάντησε γρήγορα ο Λούθιεν, πριν αρχίσει ο κόσμος να φωνάζει.
»Όχι!», συνέχισε. «Το Μόντφορτ δεν είναι παρά ένα σημείο πάνω στον χάρτη του βασιλιά Γκρινσπάροου». Το όνομα προκάλεσε πολλά γιουχαίσματα. «Ένας τόπος για να τον κατακτήσεις — και να τον κάψεις». Ο Λούθιεν άπλωσε το χέρι δείχνοντας τους καπνούς πίσω του, πιο αραιούς τώρα αλλά ακόμη ορατούς.
»Τι κερδίζουμε κυριεύοντας το Μόντφορτ και καίγοντας το Μόντφορτ;» φώναξε πάνω από τους μπερδεμένους ψίθυρους του κόσμου. «Τι κερδίζουμε κατακτώντας κτήρια και πράγματα, απλά πράγματα, που ο Γκρινσπάροου μπορεί να έλθει για να μας τα ξαναπάρει;»
»Τίποτα, έτσι λέω εγώ», συνέχισε ο Λούθιεν. «Αν αυτό που κατακτήσαμε ήταν το Μόντφορτ, τότε δεν καταφέραμε τίποτα!»
Χιλιάδες ψίθυροι, χιλιάδες απορημένες ερωτήσεις υψώθηκαν από το πλήθος, καθώς ο Λούθιεν σταμάτησε και περίμενε αφήνοντας την ανησυχία και τη σύγχυση να αυξηθεί.
»Αλλά δεν είναι το Μόντφορτ!» φώναξε επιτέλους και οι ψίθυροι μειώθηκαν, όμως οι απορημένες εκφράσεις παρέμειναν στα πρόσωπα. «Δεν είναι κάτι που ο βασιλιάς Γκρινσπάροου —ή μάλλον όχι: απλώς ο Γκρινσπάροου, γιατί δεν είναι δικός μου βασιλιάς!— δεν είναι κάτι που ο Γκρινσπάροου μπορεί να μας το πάρει. Δεν είναι το Μόντφορτ, σας λέω. Δεν είναι μια πόλη που την κατακτήσαμε για να την κάψουμε. Αυτό που πήραμε πίσω είναι το Κάερ Μακντόναλντ!
Ακολούθησε μια έκρηξη από φωνές, από ζητωκραυγές για τον Λούθιεν και για το Κάερ Μακντόναλντ. Ο νεαρός Μπέντγουιρ κοίταξε την Σιόμπαν που χαμογελούσε πλατιά. Θυμήσου το αληθινό όνομα της πόλης, του είχε πει και, τώρα που ο Λούθιεν είχε πει τα μαγικά λόγια, η Σιόμπαν του φαινόταν διαφορετική. Ήταν σαν να είχε φύγει ένα σύννεφο από το πρόσωπό της, έδειχνε δικαιωμένη, σίγουρη. Όχι, κάτι παραπάνω από σίγουρη, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν. Έδειχνε ασφαλής.
Η Σιόμπαν, η πρώην σκλάβα ενός εμπόρου, η μισοξωτική που πολεμούσε κρυφά επί χρόνια ενάντια στην άρχουσα τάξη και είχε σταθεί δίπλα στον Λούθιεν από την αρχή της ανόδου του στην ιεραρχία της αντίστασης, ήταν ελεύθερη, επιτέλους.
»Το Κάερ Μακντόναλντ!» φώναξε ο Λούθιεν όταν ο κόσμος ησύχασε λίγο. «Και τι σημαίνει αυτό; Ο Μπρους Μακντόναλντ, ο ήρωας που πολέμησε τους Κυκλωπιανούς, για τι πολέμησε;»
«Για την ελευθερία!» ακούστηκε μια κραυγή κάτω από το πάλκο και ο Λούθιεν ήξερε, χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξει, ότι ήταν η φωνή της Κατρίν Ο’ Χέιλ.
Η κραυγή επαναλήφθηκε από κάθε άκρη της πλατείας, γύρω από το τείχος, στους δρόμους της κάτω πόλης. Έφτασε στα αφτιά όσων, ακόμη κι εκείνη τη στιγμή, λεηλατούσαν τα πλουσιότερα σπίτια της πόλης και όσων είχαν κάψει σπίτια εμπόρων, και τους έκανε να ντραπούν.
«Δεν πήραμε πίσω ένα μέρος αλλά ένα ιδανικό», συνέχισε ο Λούθιεν. «Πήραμε πίσω αυτό που ήμασταν παλιά και αυτό που πρέπει να είμαστε. Στο Κάερ Μακντόναλντ βρήκαμε την καρδιά του παλιού μας ήρωα, και δεν είναι παρά ένα μικρό κομμάτι, ένα μικροσκοπικό κέρδος, μια φλόγα κεριού μέσα σε πηχτό σκοτάδι. Και βρίσκοντάς το αυτό, μπορούμε να υψώσουμε ξανά τη σημαία του Κάερ Μακντόναλντ στη Μητρόπολη…» Σταμάτησε αφήνοντας τον κόσμο να κοιτάξει για μια στιγμή στον ψηλότερο πύργο του καθεδρικού ναού, όπου φαίνονταν να κινούνται μερικές φιγούρες.
»Και θα την υψώσουμε!» υποσχέθηκε ο Λούθιεν στους ακροατές του όταν γύρισαν πάλι μπροστά, όμως αναγκάστηκε να ξανασταματήσει μέχρι να πάψουν οι ζητωκραυγές.
»Παίρνοντας πίσω αυτό το κομμάτι της κληρονομιάς μας, δεχθήκαμε μια ευθύνη», συνέχισε. «Ανάψαμε μια φωτιά, και τώρα πρέπει να σκαλίσουμε αυτή τη φωτιά για να φουντώσει, να μοιραστούμε το φως της και με άλλους. Με το Πορτ Τσάρλι στα δυτικά· με τα νησιά, το Μπέντγουιντριν, το Μάρβις και το Κάριθ στα βόρεια· με το Μπρόνεγκαν στα βόρεια βουνά και με το Ρόλγουιν ακόμη πιο βόρεια· με το Τσάλμπερς, τα Υψίπεδα του Έραντοχ στα ανατολικά και με το Νταν Κάριθ, μέχρι να φύγει το σκοτεινό πέπλο του Γκρινσπάροου, μέχρι που το Άιρον Κρος και το Τείχος του Μαλπουισάν να χωρίζουν όχι απλώς εκτάσεις γης αλλά κάτι παραπάνω. Μέχρι που το Εριαντόρ να ελευθερωθεί!»
Ήταν το τέλειο τέλος, σκέφτηκε ο Λούθιεν, τέλειο μέχρι την τελευταία συλλαβή και την τελευταία έμφαση. Ένιωθε εξάντληση κι ευφορία μαζί, κουρασμένος σαν να είχε μόλις πολεμήσει μόνος του ενάντια σε εκατό Κυκλωπιανούς και ικανοποιημένος σαν να τους είχε νικήσει.
Ο ενθουσιασμός, η αλληλεγγύη, είχαν φουντώσει πάλι μέσα στις τάξεις των επαναστατών. Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν ήξεραν ότι ο κίνδυνος είχε περάσει, προς το παρόν τουλάχιστον.
Οι στρατιές του Γκρινσπάροου θα έρχονταν, αλλά αν ο Λούθιεν και οι φίλοι του μπορούσαν να διατηρήσουν αυτήν τη συναίσθηση ενός ανώτερου σκοπού, αν κατάφερναν να μείνουν πιστοί στις αλήθειες που είχαν μέσα στην καρδιά τους, δεν ήταν δυνατό να νικηθούν.
Όσο έδαφος κι αν έπαιρνε πίσω ο Γκρινσπάροου, όσες ζωές κι αν έπαιρνε ο στρατός του, ήταν αδύνατο να νικηθούν.
Η συγκέντρωση δεν έχασε την ορμή της καθώς περνούσαν τα λεπτά. Θα μπορούσε να συνεχίσει όλη τη μέρα και τη νύχτα ακόμη. Αλλά τότε ακούστηκε μια φωνή από την κορυφή της Μητρόπολης, μια απάντηση στα λόγια του Λούθιεν Μπέντγουιρ.
«Ανόητοι, όλοι σας!» φώναξε μια φιγούρα που έστεκε στις επάλξεις του πύργου. Ακόμη και από αυτή την απόσταση, γύρω στα εκατόν πενήντα μέτρα, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ήταν ο υποκόμης Όμπρεϊ. «Το μόνο που κυριεύσατε είναι λίγο έδαφος. Και το μόνο που κερδίσατε είναι μιας στιγμής ανάπαυση και την υπόσχεση μια γρήγορης και τρομερής τιμωρίας.
Αυτά τα λόγια έσβησαν την ευθυμία και τη χαρά πολλών.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον αντίπαλό του. Παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, ο Όμπρεϊ φαινόταν ατάραχος, καλοντυμένος και πουδραρισμένος, η ενσάρκωση της αριστοκρατίας και της δύναμης.
Προσποιητής δύναμης, είπε στον εαυτό του ο σκληροτράχηλος Λούθιεν, γιατί αν και ο Όμπρεϊ φορούσε τα όπλα του πολεμιστή, ήταν ανάξιος στη χρήση τους.
Ο Λούθιεν τον μισούσε, μισούσε όλα όσα αντιπροσώπευε αλλά δεν μπορούσε να αρνηθεί την επιρροή του πάνω στον κόσμο, που δεν αντιλαμβανόταν τους σκοπούς του υποκόμη.
»Νομίζετε ότι μπορείτε να νικήσετε;» είπε ο Όμπρεϊ με έναν περιφρονητικό καγχασμό. «Νομίζετε ότι ο βασιλιάς Γκρινσπάροου, που έχει κατακτήσει ολόκληρες χώρες, που ακόμη και τώρα κάνει πόλεμο σε χώρες νότια της Γασκόνης και βασιλεύει είκοσι χρόνια, έχει ανησυχήσει με τα καμώματά σας; Ανόητοι, όλοι σας! Τα χειμωνιάτικα χιόνια δεν θα σας προστατέψουν! Απολαύστε τη δόξα της νίκης, αλλά να ξέρετε ότι η νίκη είναι φευγαλέο πράγμα, και ότι όλοι σας, μέχρι και τον τελευταίο, θα πληρώσετε με την ίδια την ψυχή σας για αυτό το θράσος!»
Ο Όλιβερ πλησίασε τον Λούθιεν. «Πες του ότι ήταν ηλίθιος που δεν φρουρούσε τους υπονόμους», είπε.
Ο Λούθιεν κατάλαβε τα κίνητρα του Όλιβερ, αλλά δεν έβλεπε τι αποτελεσματικότητα θα μπορούσε να έχει ένας τέτοιος λόγος. Ο Όμπρεϊ είχε ένα ισχυρό όπλο εδώ, έναν πολύ πραγματικό φόβο ανάμεσα στους επαναστάτες ότι άρχισαν κάτι που δεν υπάρχει ελπίδα να το τελειώσουν νικηφόρα. Το Μόντφορτ —το Κάερ Μακντόναλντ— ήταν ελεύθερο, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος τους δεν ήταν, και οι εχθροί που είχαν νικήσει σε αυτή την πόλη δεν ήταν παρά ένα μικροσκοπικό μέρος από τη δύναμη που μπορούσε να εξαπολύσει ο Γκρινσπάροου εναντίον τους.
Το ήξεραν όλοι, όπως το ήξερε και ο Όμπρεϊ, που έστεκε γεμάτος σιγουριά στην κορυφή του πανύψηλου πύργου απρόσιτος και απρόσβλητος.
Ο Όλιβερ είδε ότι ο Λούθιεν δεν είχε σκοπό να μιλήσει, έτσι μίλησε ο ίδιος. «Λες παχιά λόγια, αλλά πολεμάς σαν ηλίθιος!» φώναξε ο χάφλινγκ. Ακούστηκαν μερικές χλιαρές ζητωκραυγές, που όμως δεν ανησύχησαν τον υποκόμη.
»Δεν σκέφτηκε καν να κλείσει τους υπονόμους», φώναξε δυνατά ο Όλιβερ. «Αν και ο βασιλιάς του πολεμάει τόσο καλά, τότε μέχρι το καλοκαίρι θα τρώμε στο παλάτι του Άβον!»
Αυτό προκάλεσε νέες ζητωκραυγές, αλλά ο Όμπρεϊ τις έπνιγε γρήγορα. «Είναι ο ίδιος βασιλιάς που κατάκτησε όλο το Εριαντόρ», υπενθύμισε στον κόσμο.
Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν. Δεν θα κέρδιζαν τίποτα ανοίγοντας διάλογο με τον Όμπρεϊ, απλώς θα τους υπενθύμιζε συνεχώς πόσο δύσκολο είναι να νικήσουν. Ο Όλιβερ, αν και ετοιμόλογος, ουσιαστικά δεν είχε πυρομαχικά, δεν μπορούσε να πει τίποτα για να κεντρίσει τον υποκόμη, ούτε για να καθησυχάσει τους φόβους που δημιουργούσε ο Όμπρεϊ στον κόσμο.
Ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι η Σιόμπαν είχε πλησιάσει και στεκόταν δίπλα του.
«Τελείωσε την ομιλία σου!» του είπε βγάζοντας ένα παράξενο βέλος από τη φαρέτρα της. Ήταν διαφορετικό από τα άλλα βέλη της, είχε έντονο κόκκινο χρώμα, ενώ στο πίσω μέρος δεν είχε φτερό αλλά κάποιο υλικό που, ακόμη και η Σιόμπαν, δεν ήξερε τι είναι. Είχε βρει το βέλος εκείνο το πρωί και μόλις το άγγιξε της μετέδωσε συγκεκριμένες τηλεπαθητικές οδηγίες, της εξήγησε τον σκοπό του — και, για κάποιο λόγο που η Σιόμπαν δεν καταλάβαινε, η τηλεπαθητική φωνή της φαινόταν γνωστή.
Η Σιόμπαν, έχοντας αίμα ξωτικών στις φλέβες της, καταλάβαινε τους τρόπους και τα μέσα των μάγων, έτσι δεν αναρωτήθηκε ούτε για την παρουσία του βέλους ούτε για το μήνυμα που της μετέδωσε, αν και εξακολουθούσε να βλέπει με καχυποψία την προέλευσή του. Γιατί, σε τελική ανάλυση, οι μοναδικοί γνωστοί μάγοι σε όλα τα Νησιά της Θάλασσας του Άβον δεν ήταν σύμμαχοι των επαναστατών!
Κράτησε το βέλος, πάντως· έτσι, τώρα, βλέποντας αυτή την κατάσταση που συμφωνούσε επακριβώς με την τηλεπαθητική σκηνή που της μετέδωσε το βέλος, αισθάνθηκε απόλυτη εμπιστοσύνη τόσο για το βέλος όσο και για τον μάγο που της το έστειλε. Ένα όνομα εμφανίστηκε ως δια μαγείας στον νου της όταν ο Λούθιεν πήρε το βέλος από το χέρι της, ένα όνομα που η Σιόμπαν δεν αναγνώριζε.
Ο Λούθιεν κοίταξε το βέλος. Όντας κατακόκκινο, στη θέση των φτερών είχε προεξοχές με το λευκοκίτρινο χρώμα της αστραπής. Έμοιαζε να εκπέμπει έναν παράξενο, αδιόρατο κραδασμό. Κοίταξε την Σιόμπαν, είδε τη θυμωμένη ματιά που έριξε στον ψηλό πύργο και κατάλαβε τι του ζητούσε να κάνει.
Εκείνη τη στιγμή ο Λούθιεν συνειδητοποίησε πόσο σημαντικό ρόλο είχε παίξει η μισοξωτική, τόσο στη δική του ζωή όσο και στην επανάσταση. Η Σιόμπαν είχε αρχίσει να πολεμά πολύ πριν από τον Λούθιεν ενάντια στους εμπόρους και τους Κυκλωπιανούς, ενάντια στη βασιλεία του Γκρινσπάροου. Μαζί με τους Κάτερς έκλεβε και δημιουργούσε ένα δίκτυο που αργότερα έγινε ο στρατός του Λούθιεν. Η Σιόμπαν τον είχε αποδεχθεί, είχε αποδεχθεί την Πορφυρή Σκιά παροτρύνοντάς τον να προχωρήσει σε αυτό τον δρόμο. Εκείνη τον πληροφόρησε ότι οι Κυκλωπιανοί έπιασαν τον Σάγκλιν, αφότου ο νάνος βοήθησε τον Όλιβερ και τον Λούθιεν να ξεφύγουν μετά από κάποια αποτυχημένη προσπάθεια διάρρηξης. Η Σιόμπαν τον έστειλε στη Μητρόπολη και μετά στα ορυχεία και, όταν ο Λούθιεν με τον Όλιβερ πήγαν να σώσουν τον Σάγκλιν, εμφανίστηκαν εκεί οι Κάτερς για να τους βοηθήσουν.
Ακόμα, η δίκη της Σιόμπαν ήταν το γεγονός που έφερε τον Λούθιεν πάλι στη Μητρόπολη, εκείνη τη μοιραία μέρα που σκότωσε τον δούκα Μόρκνεϊ· και η Σιόμπαν, πάλι, τον ακολούθησε μέχρι την κορυφή του πύργου ενώ κυνηγούσε τον τρομερό μάγο.
Και τώρα του έδινε αυτό το βέλος, ένα βέλος που ο Λούθιεν ήξερε με κάποιον ακατανόητο τρόπο ότι θα έφτανε στον στόχο του. Η Σιόμπαν, που τον είχε οδηγήσει σε αυτή την ομιλία, τώρα του έλεγε να την τελειώσει. Κι όμως, η ίδια είχε ένα μακρύ τόξο στον ώμο της, μεγαλύτερο και ισχυρότερο από του Λούθιεν και ήταν καλύτερη τοξότρια απ’ αυτόν. Αν τούτο το βέλος ήταν μαγεμένο, όπως υποψιαζόταν ο Λούθιεν, η Σιόμπαν μπορούσε να κάνει τη βολή πιο εύκολα από τον ίδιο.
Δεν ήταν αυτό το θέμα όμως. Εδώ δεν παιζόταν απλώς η ζωή ενός ανόητου υποκόμη. Η Σιόμπαν δημιουργούσε έναν θρύλο. Δίνοντας το βέλος για να το ρίξει ο Λούθιεν, τον καθιστούσε τον αδιαμφισβήτητο ήρωα της μάχης για το Κάερ Μακντόναλντ.
Ο Λούθιεν συνειδητοποίησε τότε πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος της Σιόμπαν σε όλα αυτά, και συνειδητοποίησε επίσης κάτι περισσότερο για τη δική του σχέση με την μισοξωτική. Κάτι που τον τρόμαξε.
Όμως δεν είχε χρόνο για τέτοιες σκέψεις τώρα, άλλωστε η Σιόμπαν δεν θα απαντούσε στις ερωτήσεις του, αν τις έκανε. Ο Λούθιεν κοίταξε τον κόσμο και μετά τον Όμπρεϊ, στρέφοντας πάλι την προσοχή του στον διάλογο που συνεχιζόταν ανάμεσα στον υποκόμη και τον Όλιβερ.
Τα πειράγματα του χάφλινγκ προκαλούσαν πότε-πότε κάποια γέλια σ’ όσους στέκονταν γύρω του, στην πραγματικότητα όμως δεν είχε πρακτικές απαντήσεις στους φόβους που δημιουργούσαν οι απειλές του Όμπρεϊ. Μόνο μια επίδειξη δύναμης θα έδινε θάρρος στους επαναστάτες.
Ο Λούθιεν άνοιξε το πτυσσόμενο τόξο, δώρο του μάγου Μπριντ’Αμούρ, περνώντας το βέλος στη χορδή του. Σημάδεψε τον Όμπρεϊ και τράβηξε τη χορδή όσο πιο πίσω μπορούσε.
Εκατόν πενήντα μέτρα είναι πολύ μεγάλη απόσταση για να ρίξεις ένα βέλος. Πόσο πιο ψηλά έπρεπε να σημαδέψει για τέτοια απόσταση και για τόσο μεγάλη καμπύλη; Και τι γίνεται με τον άνεμο;
Και τι θα γινόταν αν αστοχούσε;
«Στην καρδιά», είπε η Σιόμπαν απαντώντας στις αμφιβολίες του με ήρεμο, ακλόνητο τόνο. « Ίσια στην καρδιά».
Ο Λούθιεν κοίταξε τον εχθρό του πάνω από το βέλος. «Όμπρεϊ!» φώναξε τραβώντας την προσοχή όλων. «Δεν υπάρχει χώρος στο Κάερ Μακντόναλντ για τα ψέματα και τις απειλές του Γκρινσπάροου!»
«Απειλές, που καλά θα έκανες να τις λάβεις σοβαρά υπόψη σου, ανόητε γιε του Γκάχρις Μπέντγουιρ!» απάντησε ο Όμπρεϊ, και ο Λούθιεν ενοχλήθηκε βλέποντας ότι είναι τόσο γνωστή η πραγματική του ταυτότητα.
Υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία τα συναισθημάτά του ήταν συγκεχυμένα, μια στιγμή αμφιβολίας για τον ρόλο που είχε αναλάβει σχεδόν χωρίς να το θέλει.
»Λέω την αλήθεια!» φώναξε ο Όμπρεϊ προς τον κόσμο. «Δεν μπορείτε να νικήσετε, ίσως όμως μπορείτε να διαπραγματευθείτε για να σώσετε τη ζωή σας».
Μόνο μια στιγμή αμφιβολίας. Αυτός ήταν ο Όμπρεϊ, που είχε έλθει στο νησί του Μπέντγουιντριν μαζί με την άθλια Αβονίζ, τη γυναίκα που ζήτησε τον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ στην αρένα αλλάζοντας έτσι τόσο δραματικά τη ζωή του Λούθιεν. Και, πάλι ήταν ο Όμπρεϊ, το σύμβολο του Γκρινσπάροου, το πιόνι ενός άνομου βασιλιά που ήθελε να γίνει ο επόμενος τύραννος της πόλης για να τρομοκρατεί τους κατοίκους του Μόντφορτ.
«Τελείωσε την ομιλία!» είπε η Σιόμπαν, και ο Λούθιεν άφησε τη χορδή.
Όταν το βέλος εκτοξεύτηκε προς τα πάνω, ο Όμπρεϊ το είδε, όμως κούνησε αδιάφορα το χέρι περιφρονώντας την ανόητη, μάταια προσπάθεια.
Στα μισά της απόστασης το βέλος φάνηκε να επιβραδύνεται, να χάνει την ορμή του. Ο Όμπρεϊ το αντιλήφθηκε και γέλασε δυνατά, γυρίζοντας για να μοιραστεί την ευθυμία του με τους Κυκλωπιανούς που έστεκαν πίσω του.
Το μαγικό ξόρκι του Μπριντ’Αμούρ άρπαξε το βέλος στον αέρα.
Ο Όμπρεϊ κοίταξε πάλι κάτω και το είδε να κινείται πιο γρήγορα ξαφνικά, πηγαίνοντας αλάνθαστα προς τον στόχο που είχε διαλέξει ο Λούθιεν.
Τα μάτια του υποκόμη άνοιξαν διάπλατα καθώς συνειδητοποίησε τον ξαφνικό κίνδυνο. Σήκωσε τα χέρια μπροστά του έντρομος, ανήμπορος να αντιδράσει.
Το βέλος, χτυπώντας τον με δύναμη κεραυνού, τον πέταξε πίσω. Αισθάνθηκε το στέρνο του να συντρίβεται από το χτύπημα και την καρδιά του να κομματιάζεται. Με κάποιον ακατανόητο τρόπο κατάφερε να φτάσει πάλι τρεκλίζοντας στην άκρη του πύργου και να κοιτάξει κάτω τον Λούθιεν, που έστεκε στο βάθρο της αγχόνης.
Ο εκτελεστής.
Ο Όμπρεϊ προσπάθησε να αρνηθεί την ύπαρξη του Λούθιεν, να αρνηθεί ότι ήταν δυνατό να γίνει μια τέτοια βολή. Πολύ αργά όμως, ήταν νεκρός κιόλας. Σωριάστηκε πάνω στις πολεμίστρες, ορατός από τον κόσμο που κοίταζε από κάτω.
Όλα τα μάτια γύρισαν στον Λούθιεν. Κανείς δεν μίλησε, ήταν όλοι εμβρόντητοι από την ακατόρθωτη βολή. Ακόμη και ο Όλιβερ και η Κατρίν δεν ήξεραν τι να πουν.
«Δεν υπάρχει χώρος στο Κάερ Μακντόναλντ για τα ψέματα και τις απειλές του Γκρινσπάροου!» είπε πάλι ο Λούθιεν.
Η στιγμή της σιωπής έσπασε. Δέκα χιλιάδες φωνές κραύγασαν με την αγαλλίαση και τον ενθουσιασμό της ελευθερίας, ενώ δέκα χιλιάδες γροθιές υψώνονταν θριαμβευτικά στον αέρα.
Ο Λούθιεν είχε τελειώσει την ομιλία του.