«Δεν θα ’πρεπε να είσαι εδώ πάνω», είπε ο Όλιβερ, με την ανάσα του να σχηματίζει ένα σύννεφο ατμού μπροστά του. Πιάστηκε από την άκρη της επίπεδης στέγης, ανέβηκε πάνω με μια έλξη, σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε τα χέρια του για να τονώσει την κυκλοφορία του αίματος.
Ο Λούθιεν δεν απάντησε, έδειξε μόνο με ένα νεύμα τη Μητρόπολη. Ο Όλιβερ πλησίασε τον φίλο του και αμέσως πρόσεξε την ένταση στα καστανά του μάτια. Ακολούθησε το βλέμμα του προς τα νοτιοδυτικά, κοιτάζοντας το τεράστιο οικοδόμημα που δέσποζε σε όλο το Μόντφορτ. Έβλεπε ακόμη το παγωμένο πτώμα του δούκα Μόρκνεϊ κολλημένο στον τοίχο του πύργου με τη λόγχη καρφωμένη στο κεφάλι. Το σχοινί γύρω από τον λαιμό του όμως δεν ήταν πια στερεωμένο στις επάλξεις.
«Έκοψαν το σχοινί», φώναξε ο χάφλινγκ βρίσκοντας τη σκηνή εξωφρενική και απαίσια, «αλλά ο δούκας δεν λέει να πέσει!» Πραγματικά, οι Κυκλωπιανοί είχαν κόψει το σχοινί από την πολεμίστρα όπου ήταν δεμένο, ελπίζοντας να πέσει το πτώμα του Μόρκνεϊ. Όμως το σχοινί παρέμενε παγωμένο και ντούρο, έτσι ώστε το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να δημιουργήσουν κάτι σαν απαίσια κεραία που προεξείχε από το κεφάλι του Μόρκνεϊ, σαν να ήταν το πτώμα ένα γιγάντιο έντομο.
Ο Λούθιεν έδειξε με ένα νέο νεύμα προς την κορυφή του πύργου, όπου ο Όλιβερ είδε Κυκλωπιανούς να πηγαινοέρχονται βλαστημώντας και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο. Ακριβώς κάτω από τις επάλξεις ο τοίχος γυάλιζε από νερό, ενώ ένα μέρος του πάγου είχε φύγει. Ο χάφλινγκ κατάλαβε τι συμβαίνει όταν είδε τους Κυκλωπιανούς να σηκώνουν ένα πελώριο αχνιστό καζάνι και να το γέρνουν πάνω από την άκρη της πολεμίστρας. Βραστό νερό άρχισε να τρέχει στον τοίχο.
Ένας από τους Κυκλωπιανούς γλίστρησε και μετά τραβήχτηκε πίσω μουγκρίζοντας από πόνο. Το καυτό καζάνι κατρακύλησε κι αυτό πίσω από το νερό κι άρχισε να πέφτει περιστρεφόμενο, παραμένοντας πάντα κοντά στον τοίχο, ώσπου βρόντηξε πάνω στη λαβή της λόγχης που ήταν καρφωμένη στο κεφάλι του Μόρκνεϊ. Σκάλωσε πάνω στο ξύλο κάνοντας τη λόγχη να πάρει κλίση προς τα κάτω. Οι μονόφθαλμοι πάνω στη στέγη τρόμαξαν καθώς το κεφάλι του Μόρκνεϊ τραντάχτηκε δυνατά, σχεδόν ξεκολλώντας από το σώμα. Η λόγχη ελευθερώθηκε και το καζάνι έπεσε στην αυλή από κάτω προκαλώντας τρομοκρατημένες κραυγές στους Κυκλωπιανούς, που έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις για να γλιτώσουν, και περιφρονητικά γιουχαίσματα στους πολλούς Εριαντοριανούς οι οποίοι παρακολουθούσαν το θέαμα από το τμήμα της πλατείας που βρισκόταν στην άλλη μεριά του τείχους, στην κάτω πόλη.
Στο μεταξύ οι σπρωξιές πάνω στον πύργο μετατράπηκαν σε κανονική συμπλοκή, ώσπου μερικοί άρπαξαν τον Κυκλωπιανό που έκανε την γκάφα και κρατούσε ακόμη το καμένο χέρι του, και τον πέταξαν πάνω από τις πολεμίστρες. Η δική του κραυγή ήταν η μόνη που ακούστηκε από την πέρα πλευρά του τείχους, αλλά τα γιουχαίσματα από την κάτω πόλη έγιναν τώρα ακόμη πιο δυνατά.
«Ω, πόσο με συγκινούν όταν θάβουν τους νεκρούς τους!» είπε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν δεν συμμερίστηκε την ευθυμία του. Ο Όμπρεϊ είχε πάρει τη Μητρόπολη και ο Λούθιεν είχε αποφασίσει συνειδητά να τον αφήσει να την κρατήσει, προς το παρόν τουλάχιστον. Το κόστος για να πάρουν πίσω τη Μητρόπολη, αν θα κατάφερναν βέβαια να διώξουν τους Κυκλωπιανούς, δεν άξιζε τις πολλές ζωές που θα χάνονταν.
Και πάλι όμως ο Λούθιεν αναρωτιόταν αν η απόφαση αυτή ήταν σωστή. Όχι επειδή χρειάζονταν τον καθεδρικό ναό για στρατηγικούς σκοπούς —μπορούσαν να τον υπερασπιστούν, όμως οι ανοιχτοί χώροι γύρω από το τεράστιο κτήριο το έκαναν άχρηστο σαν βάση για στρατιωτικές επιχειρήσεις— αλλά για την συμβολική του σημασία. Η Μητρόπολη, αυτός ο γιγάντιος επιβλητικός ναός του Θεού, το πιο μεγάλο και μεγαλόπρεπο κτίσμα σε όλο το Εριαντόρ, ανήκε στον λαό που το είχε χτίσει, όχι στους κακομούτσουνους Κυκλωπιανούς και στον παράνομο βασιλιά του Άβον. Ο καθεδρικός ναός ήταν η ψυχή του Μόντφορτ και όλου του Εριαντόρ. Κάθε χωριό, όσο μικρό ή μακρινό κι αν ήταν, καυχιόταν ότι είχε έναν τουλάχιστον κάτοικο που βοήθησε να χτιστεί η Μητρόπολη.
Οι Κυκλωπιανοί άδειασαν τώρα πάλι καυτό νερό από την κορυφή του πύργου και, αυτή τη φορά, κατάφεραν να μην τους πέσει και το καζάνι. Το βραστό νερό έφτασε μέχρι τον δούκα, οπότε το ξεπαγωμένο σχοινί κύλησε και κρεμάστηκε κάτω. Λίγο αργότερα, καθώς το πάνω μέρος του παγωμένου πτώματος του Μόρκνεϊ ξεκόλλησε από τον τοίχο, λύγισε στη μέση.
Οι δύο φίλοι δεν μπορούσαν να δουν καλά τι γινόταν στην κορυφή του πύργου, αλλά αφού πέρασε πολλή ώρα χωρίς να εμφανιστούν άλλοι Κυκλωπιανοί, συμπέραναν ότι τους είχε τελειώσει το καυτό νερό.
«Είναι πολύς δρόμος για να τον ανεβείς με ένα καζάνι γεμάτο καυτό νερό», είπε καγχάζοντας ο Όλιβερ, ενώ θυμόταν τη γυριστή σκάλα που ήταν δύσκολη, επικίνδυνη ακόμη και χωρίς το κρύο και τον πάγο.
«Ο Όμπρεϊ πιστεύει ότι αξίζει τον κόπο», είπε ο Λούθιεν, και ο Όλιβερ, συλλαμβάνοντας τον βαρύ τόνο του, κατάλαβε τι ενοχλούσε τον φίλο του.
Ο χάφλινγκ χάιδεψε το παγωμένο, καλοψαλιδισμένο γενάκι του κοιτάζοντας πάλι τον πύργο.
«Μπορούμε να πάρουμε πίσω τη Μητρόπολη», είπε, μαντεύοντας τον λόγο της κακοκεφιάς του Λούθιεν.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν αξίζει τις απώλειες που θα έχουμε».
«Ουσιαστικά, νικάμε σε αυτή τη σύγκρουση», είπε ο Όλιβερ. «Οι πλούσιοι έμποροι είναι αποκλεισμένοι στα σπίτια τους, ενώ δεν έχουν μείνει πια τόσοι πολλοί Κυκλωπιανοί». Κοίταξε προς τον πύργο της Μητρόπολης. «Και πριν από λίγο μειώθηκαν κατά έναν ακόμη», είπε με ένα περιφρονητικό ξεφύσημα.
Ο Λούθιεν δεν διαφωνούσε. Οι Εριαντοριανοί κόντευαν να ξαναπάρουν πίσω την πόλη τους, το Κάερ Μακντόναλντ όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, από τους λακέδες του Γκρινσπάροου. Πόσο θα κατάφερναν να την κρατήσουν όμως; Ήδη υπήρχαν φήμες για ένα στράτευμα που ερχόταν από το Άβον για να καταπνίξει την επανάσταση. Δεν είχαν επιβεβαιωθεί και μπορεί να μην ήταν παρά αποτέλεσμα φόβου, αλλά ο Λούθιεν δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο. Ο Γκρινσπάροου δεν θα ανεχόταν μια επανάσταση, δεν θα έχανε τόσο εύκολα το Εριαντόρ, έστω κι αν δεν το είχε κατακτήσει ποτέ αληθινά.
Ο Λούθιεν σκέφτηκε την επιδημία που σάρωσε το Εριαντόρ πριν από είκοσι χρόνια περίπου, τη χρονιά που γεννήθηκε. Η μητέρα του είχε πεθάνει σ’ εκείνη την επιδημία, όπως επίσης πολλοί άλλοι ακόμη, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού του Εριαντόρ. Οι περήφανοι Εριαντοριανοί δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν τον πόλεμο με τις στρατιές του Γκρινσπάροου —στρατιές που τις αποτελούσαν κυρίως Κυκλωπιανοί— γι’ αυτό παραδόθηκαν.
Και τότε απλώθηκε μια άλλη επιδημία στο Εριαντόρ, μια σκοτεινιά του πνεύματος. Ο Λούθιεν την είχε δει στον ίδιο του τον πατέρα, έναν άνθρωπο που είχε χάσει πια το κουράγιο του. Και την είχε δει επίσης σε ανθρώπους σαν τον Όμπρεϊ, Εριαντοριανούς που αποδέχτηκαν τον Γκρινσπάροου με όλη τους την καρδιά και κέρδιζαν από τη δυστυχία του λαού.
Οπότε, τι ακριβώς είχε ξεκινήσει αυτός και ο Όλιβερ εκείνη τη μέρα στη Μητρόπολη, όταν σκότωσε τον Μόρκνεϊ; Σκέφτηκε πάλι εκείνη τη μάχη. Ο Μόρκνεϊ είχε παραχωρήσει το σώμα του σε έναν δαίμονα, μια πρόσθετη επιβεβαίωση της αχρειότητας του Γκρινσπάροου και των ανθρώπων του. Και μόνο που σκεφτόταν εκείνο το φρικτό τέρας, τον Πρεχοτέκ, τον διαπερνούσαν ρίγη. Δεν θα νικούσε σ’ εκείνην τη μάχη, δεν θα κατάφερνε να καρφώσει το ξίφος του Όλιβερ στο κοκαλιάρικο στήθος του δούκα, αν δεν έκανε ο Μόρκνεϊ το λάθος να στείλει τον δαίμονα πίσω στην κόλαση, επειδή ήθελε να σκοτώσει μόνος του τον τσακισμένο Λούθιεν.
Καθώς αναλογιζόταν τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, την απίστευτη τύχη και τις απρόσμενες ανατροπές της μοίρας, αναρωτιόταν και ανησυχούσε: πόσοι αθώοι, παρασυρμένοι από τον θρύλο της Πορφυρής Σκιάς, θα τιμωρούνταν από τον αδίστακτο βασιλιά; Μήπως θα σάρωνε τη χώρα άλλη μια επιδημία σαν εκείνη που τσάκισε την καρδιά και τη θέληση του Εριαντόρ, όταν ο Γκρινσπάροου έγινε βασιλιάς του Άβον; Ή ο Γκρινσπάροου θα έστελνε απλώς τον κυκλωπιανό στρατό του να χτυπήσει το Μόντφορτ και να εξοντώσει όποιον δεν ήταν πιστός στον θρόνο;
Και ο Λούθιεν ήξερε ότι η επανάσταση θα εξαπλωνόταν πέρα από το Μόντφορτ. Η Κατρίν είχε έλθει από το νησί του Μπέντγουιντριν, την πατρίδα του, για να του φέρει το ξίφος του πατέρα του καθώς και νέα για τη γενική εξέγερση στο νησί. Ο Γκάχρις, ο πατέρας του Λούθιεν, ξαναβρήκε όπως φαίνεται την καρδιά και την παλιά περηφάνια του Εριαντόρ μαθαίνοντας τα κατορθώματα του γιου του. Ο κόμης του Μπέντγουιρ είχε δώσει διαταγή να μη μείνει κανένας Κυκλωπιανός ζωντανός στο νησί του Μπέντγουιντριν. Ο υποκόμης Όμπρεϊ είχε αφήσει στο νησί την Αβονίζ, πρώην σύντροφό του, για να γίνει σύζυγος του Γκάχρις, αλλά η Αβονίζ τώρα ήταν στη φυλακή.
Η σκέψη εκείνης της φαντασμένης και βαμμένης πόρνης έφερνε μια ξινίλα στον λαιμό του Λούθιεν. Ουσιαστικά, η Αβονίζ τα είχε αρχίσει όλα αυτά, με όσα έκανε στο Μπέντγουιντριν. Ο Λούθιεν είχε δεχθεί ανυποψίαστος το μαντίλι της πριν από μια φιλική μονομαχία στην αρένα, σύμβολο ότι ήταν πρόμαχός της. Όταν ο Λούθιεν νίκησε τον φίλο του, τον Γκαρθ Ρόγκαρ, η μοχθηρή Αβονίζ ζήτησε την εκτέλεση του ηττημένου.
Και έτσι ο Γκαρθ Ρόγκαρ πέθανε δολοφονημένος από έναν Κυκλωπιανό, τον οποίο σκότωσε αργότερα ο Λούθιεν. Οι αρχαίοι κανόνες έδιναν όντως στην Αβονίζ το δικαίωμα να απαιτήσει κάτι τέτοιο, αλλά η απλή ηθική σίγουρα δεν το επέτρεπε.
Η Αβονίζ είχε οδηγήσει τον Λούθιεν σε αυτό τον δρόμο όταν έδειξε με τον αντίχειρα προς τα κάτω, όταν απαίτησε τον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ. Πόσο ειρωνικό ήταν τώρα το γεγονός ότι ο Όμπρεϊ, ο άνθρωπος που είχε φέρει την πόρνη στο Μπέντγουιντριν, ήταν ο θανάσιμος εχθρός του Λούθιεν στη σύγκρουση για το Μόντφορτ.
Ο Λούθιεν ήθελε το κεφάλι του Όμπρεϊ και είχε σκοπό να το πάρει, αλλά φοβόταν πως στο μεταξύ θα τον προλάβαιναν τα αντίποινα του Γκρινσπάροου, με αποτέλεσμα να χάσει το κεφάλι του τόσο ο ίδιος όσο και πολλοί φίλοι του.
«Λοιπόν, γιατί είσαι τόσο θλιμμένος, φίλε μου;» ρώτησε ο Όλιβερ. Η υπομονή του είχε εξαντληθεί γρήγορα μέσα στον τσουχτερό αέρα. Δεν είχαν εμφανιστεί άλλοι Κυκλωπιανοί στην έπαλξη του πύργου, οπότε ο Όλιβερ σκέφτηκε ότι θα τους έπαιρνε τουλάχιστον μία ώρα για να κατεβούν κάτω, να γεμίσουν ένα άλλο καζάνι, να βράσουν το νερό και να το ανεβάσουν στον πύργο. Ο χάφλινγκ αγαπούσε την καλοπέραση, γι’ αυτό δεν είχε σκοπό να περιμένει τόση ώρα μέσα στον παγερό χειμωνιάτικο άνεμο.
Ο Λούθιεν σηκώθηκε τρίβοντας τα χέρια και τα μπράτσα του. «Έλα», είπε, προς μεγάλη ανακούφιση του Όλιβερ. «Θα συναντηθούμε με την Σιόμπαν στο Ντουέλφ. Επέστρεψαν οι ανιχνευτές της με νέα από τις ανατολικές και δυτικές περιοχές».
Ο Όλιβερ ακολούθησε τον Λούθιεν, αλλά ξαφνικά το βήμα του επιβραδύνθηκε. Οι ανιχνευτές είχαν γυρίσει;
Μάλλον ήξερε λοιπόν τι ενοχλούσε τον Λούθιεν.
Το Ντουέλφ, μια ταβέρνα που εξυπηρετούσε κυρίως νάνους και ξωτικά, ήταν γεμάτο κόσμο εκείνη τη μέρα. Έκανε πολύ κρύο έξω για σοβαρές μάχες, έτσι πολλοί από τους επαναστάτες είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να ξαναγεμίσουν το κελάρι τους και να ξεκουραστούν. Το Ντουέλφ βρισκόταν σε μία από τις φτωχότερες συνοικίες του Μόντφορτ, γι’ αυτό συνήθως σύχναζαν εκεί μόνο νάνοι και ξωτικά, τώρα όμως, επειδή πήγαινε εκεί η Πορφυρή Σκιά, ο ήρωας της επανάστασης, ήταν σχεδόν πάντα γεμάτο από κάθε είδους πελάτες.
Ο ταβερνιάρης, ένας λεπτός αλλά σκληροτράχηλος άνδρας (που τώρα έδειχνε ακόμη πιο άγριος, επειδή δεν είχε βρει τον χρόνο να ξυρίσει τα πυκνά μαύρα γένια του εδώ και μια βδομάδα), σκούπισε τα χέρια του με ένα πανί λερωμένο από μπίρα πριν έλθει να σταθεί μπροστά στον Όλιβερ και τον Λούθιεν, μόλις εκείνοι κάθισαν στις συνηθισμένες θέσεις τους στον πάγκο.
«Ψάχνουμε για την Σιόμπαν», είπε ο Λούθιεν.
Πριν προλάβει να απαντήσει ο Τάσμαν, ο νεαρός Μπέντγουιρ αισθάνθηκε ένα απαλό άγγιγμα στο αφτί του. Έκλεισε τα μάτια καθώς το χέρι γλίστρησε χαμηλότερα και άρχισε να του χαϊδεύει τον λαιμό, με εκείνο τον αισθησιακό τρόπο που είχε μόνο η Σιόμπαν.
«Έχουμε δουλειά», είπε ο Όλιβερ στον Τάσμαν. Μετά έριξε μια πλάγια ματιά στο ζευγάρι. «Αν και δεν είμαι σίγουρος για το ποια δουλειά ακριβώς ενδιαφέρει περισσότερο τον ξαναμμένο φίλο μου, αυτήν τη στιγμή».
Ο Λούθιεν άνοιξε τα μάτια και γύρισε κατεβάζοντας το χέρι της Σιόμπαν από τον λαιμό του. Ξερόβηξε αμήχανα όταν είδε ότι η Σιόμπαν δεν ήταν μόνη της, αλλά πως ανάμεσα στους συντρόφους της βρισκόταν επίσης μια βλοσυρή Κατρίν Ο’ Χέιλ.
Ο νεαρός κατάλαβε ότι τα χάδια στον λαιμό του είχαν σκοπό να κεντρίσουν την Κατρίν.
Ο Όλιβερ το κατάλαβε κι αυτός. «Υποψιάζομαι ότι ο πόλεμος πλησιάζει όλο πιο κοντά στο σπίτι μου», ψιθύρισε στον Τάσμαν. Ο ταβερνιάρης κάγχασε. Μετά έβαλε δυο ποτήρια μπίρα μπροστά στους δύο φίλους και απομακρύνθηκε. Ο Τάσμαν είχε την ικανότητα να ακούει ό,τι σημαντικό λεγόταν στον πάγκο, αλλά φρόντιζε πάντα να μην καταλαβαίνουν οι συνομιλητές ότι παρακολουθεί τη συζήτησή τους.
Ο Λούθιεν κοιτάχτηκε για μια ατελείωτη στιγμή με την Κατρίν, μετά ξερόβηξε πάλι. «Τι νέα από το Άβον;» ρώτησε τη Σιόμπαν.
Εκείνη κοίταξε πάνω από τον ώμο της έναν άλλο σύντροφό της, ένα ξωτικό ντυμένο με πολλά στρώματα χοντρά ρούχα και γούνες. Είχε κόκκινα μάγουλα και μακριές βλεφαρίδες οι οποίες άστραφταν από χιόνι που έλιωνε.
«Δεν είναι ενθαρρυντικά, κύριέ μου», είπε το ξωτικό με φανερό σεβασμό για την περίφημη Πορφυρή Σκιά.
Ο Λούθιεν ένιωσε αμηχανία με αυτή την επισημότητα. Ήταν ο αρχηγός των επαναστατών, τον είχαν αναγνωρίσει ως ήρωα του Εριαντόρ και, όσοι δεν ήταν στον άμεσο κύκλο των φίλων του, τον αποκαλούσαν πάντα “κύριέ μου” ή “άρχοντά μου” από σεβασμό.
«Συνεχίζονται οι αναφορές ότι έρχεται στράτευμα από το Άβον», εξακολούθησε το ξωτικό. «Ακούγονται φήμες για μεγάλη συγκέντρωση Κυκλωπιανών πολεμιστών στο Πρίνσταουν Πραιτωριανοί Φρουροί φαντάζομαι.
Είναι λογικό, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Το Πρίνσταουν βρισκόταν στην άλλη άκρη του Άιρον Κρος, στα νοτιοανατολικά. Δεν ήταν η πιο κοντινή μεγάλη πόλη στο Μόντφορτ, ήταν όμως πιο κοντά στο Τείχος του Μαλπουισάν, το μοναδικό πέρασμα της μεγάλης οροσειράς από το οποίο θα μπορούσε να περάσει ένας μεγάλος στρατός συναντώντας πάντως μεγάλες δυσκολίες ακόμη και το καλοκαίρι, πόσο μάλλον μέσα στον άγριο χειμώνα.
Όμως, μια διαδρομή από το Πρίνσταουν μέχρι το Μόντφορτ που θα περνούσε υποχρεωτικά από το κάστρο του Νταν Κάριθ, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο Τείχος του Μαλπουισάν και στο Άιρον Κρος, θα χρειαζόταν πολλές βδομάδες και θα είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες μέσα σε έναν τόσο σκληρό χειμώνα. Ο Λούθιεν βρήκε κάπως παρήγορο το νέο, γιατί ήταν απίθανο να ξεκινήσει ο Γκρινσπάροου από το Πρίνσταουν πριν λιώσουν τα χιόνια, με την άνοιξη.
»Υπάρχει και ένα άλλο ενδεχόμενο», είπε σκυθρωπά το ξωτικό, όταν είδε τη λάμψη της ελπίδας στα μάτια του Λούθιεν.
«Το Πορτ Τσάρλι», είπε η Κατρίν, αναφερόμενη στο λιμάνι δυτικά του Μόντφορτ.
Το ξωτικό κατένευσε.
«Η φήμη αυτή βασίζεται στη γνώση ή στον φόβο;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Δεν νομίζω ότι έχει διαδοθεί ακόμη κάποια τέτοια φήμη», απάντησε το ξωτικό.
«Στον φόβο, λοιπόν», είπε ο Όλιβερ. Έναν πολύ βάσιμο φόβο, σκέφτηκε, χωρίς να το πει. Τώρα που η κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί σε κάποιο βαθμό στο Μόντφορτ και οι επαναστάτες έστρεφαν το βλέμμα τους έξω από την πόλη, αφθονούσαν οι φήμες για έναν στόλο που θα ξεκινούσε από το Άβον για το Πορτ Τσάρλι. Ήταν μια λογική επιλογή για τον Γκρινσπάροου. Τα θαλάσσια στενά ανάμεσα στο Μπαράντουιν και το Άβον ήταν επικίνδυνα κατά τον χειμώνα, τα παγόβουνα δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, αλλά η απόσταση δεν ήταν μακρινή και τα μεγάλα πλοία του Άβον μπορούσαν να μεταφέρουν πάρα πολλούς Κυκλωπιανούς.
«Τι συμμάχους;..» άρχισε να ρωτά ο Λούθιεν, αλλά το ξωτικό τον διέκοψε έχοντας προβλέψει την ερώτηση.
«Οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι δεν είναι φίλοι των Κυκλωπιανών», είπε. «Σίγουρα χαίρονται που οι μονόφθαλμοι πεθαίνουν στο Μόντφορτ και που σκοτώθηκε ο δούκας Μόρκνεϊ».
«Αλλά;..» είπε ο Λούθιεν, καταλαβαίνοντας από τον τόνο του ξωτικού ότι υπήρχε και κάτι άλλο.
«…Αλλά δεν έχουν προσχωρήσει στον αγώνα μας», κατέληξε το ξωτικό.
«Ούτε και θα προσχωρήσουν», δήλωσε η Κατρίν. Όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω της, μερικά με ερωτηματικό βλέμμα σαν να αναρωτιούνταν τι ήξερε. Ο Λούθιεν κατάλαβε, γιατί είχε πάει αρκετές φορές στο Χέιλ, την πατρίδα της Κατρίν, μια πόλη με ελεύθερο και ανεξάρτητο πνεύμα όχι διαφορετική από το Πορτ Τσάρλι. Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν τόσο σίγουρος ότι το σκεπτικό της Κατρίν είναι σωστό. Τα ονόματα των αρχαίων ηρώων, και ειδικά το όνομα του Μπρους Μακντόναλντ, ξυπνούσαν περηφάνια και αφοσίωση σε όλο το Εριαντόρ συμπεριλαμβανομένου και του Πορτ Τσάρλι.
«Αν έρθει στόλος από το Άβον, πρέπει να τον σταματήσουμε στην ακτή», είπε αποφασισμένα ο Λούθιεν.
Η Κατρίν κούνησε το κεφάλι. «Αν δοκιμάσεις να μπεις με στρατό στο Πορτ Τσάρλι, θα αναγκαστείς να πολεμήσεις», είπε. «Όχι όμως με τους συμμάχους του Γκρινσπάροου…»
«Θα αφήσουν τους Κυκλωπιανούς να περάσουν;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Αφού δεν συμμαχούν μαζί μας, δεν είναι πιθανό να αντισταθούν στον Γκρινσπάροου», είπε ο Σιόμπαν.
Το μυαλό του Λούθιεν έτρεχε εξετάζοντας πιθανότητες. Θα μπορούσε να παρασύρει το Πορτ Τσάρλι στην επανάσταση; Και αν όχι, θα είχαν καμιά ελπίδα οι επαναστάτες αν προσπαθούσαν να αντισταθούν στον στρατό του Άβον;
«Ίσως θα έπρεπε να επανεξετάσουμε την πορεία μας», είπε μετά από μια στιγμή ο Όλιβερ.
«…Να επανεξετάσουμε την πορεία μας;» είπαν η Κατρίν και η Σιόμπαν μαζί.
«Να εξαφανιστούμε πάλι», διευκρίνησε ο χάφλινγκ. «Έτσι κι αλλιώς, ο χειμώνας είναι πολύ κρύος για μάχες. Έτσι, παύουμε απλώς να πολεμάμε. Τότε, εσύ κι εγώ», είπε στον Λούθιεν σκουντώντας τον, «θα φύγουμε από ’δώ σαν συνετοί άνθρωποι».
Αυτή η ξεκαθαρή δήλωση, ότι ίσως η εξέγερση είχε προχωρήσει περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, ήταν μια ψυχρολουσία για όλους όσους βρίσκονταν κοντά στον Όλιβερ, αλλά και για πολλούς που παρακολουθούσαν τη συζήτηση χωρίς να παίρνουν μέρος. Ο χάφλινγκ τους είχε υπενθυμίσει το τίμημα της αποτυχίας.
Η Σιόμπαν κοίταξε το ξωτικό δίπλα της, που απλώς σήκωσε ανήμπορα τους ώμους.
«Η ζωή μας δεν ήταν τόσο άσχημη πριν τον πόλεμο», είπε ο Τάσμαν πλησιάζοντας τον Λούθιεν και τον Όλιβερ από την πίσω μεριά του πάγκου.
«Υπάρχει και η διπλωματική προσέγγιση», είπε η Σιόμπαν. «Ακόμη και τώρα. Ο Όμπρεϊ ξέρει ότι δεν μπορεί να καταπνίξει την εξέγερση χωρίς βοήθεια από το Άβον, και θέλει τη θέση του δούκα. Ίσως σκεφτεί ότι, αν μπορέσει να κάνει μια συμφωνία και να σώσει το Μόντφορτ, ο Γκρινσπάροου θα τον ανταμείψει με τον τίτλο».
Ο Λούθιεν κοίταξε την Κατρίν Ο’ Χέιλ. Τα καταπράσινα μάτια της άστραφταν από θυμό. Ήταν φανερό ότι η διπλωματική οδός, η παράδοση, δεν άρεσε καθόλου στην περήφανη πολεμίστρια.
Πίσω από την Κατρίν κάμποσοι θαμώνες ταρακουνήθηκαν και μετά παραμέρισαν. Μετά, κάποιος έσπρωξε την Κατρίν και μια μικροσκοπική αλλά γεροδεμένη μορφή με κατάμαυρη γενειάδα ήλθε να σταθεί μπροστά στον Λούθιεν.
«Τι είναι αυτές οι ανοησίες;» ρώτησε ο νάνος Σάγκλιν, με τις ροζιασμένες γροθιές του σφιγμένες σαν να ήταν έτοιμος από στιγμή σε στιγμή να πηδήσει και να στραγγαλίσει τον Λούθιεν.
«Συζητάμε την πορεία μας», απάντησε ο Όλιβερ. Ο χάφλινγκ είδε τη φωτιά του θυμού στα μάτια του Σάγκλιν. Ο νάνος είχε ανακαλύψει την ελπίδα έχοντας γευτεί την ελευθερία, γι’ αυτό συχνά έλεγε ότι προτιμά τον θάνατο από την επιστροφή στην προηγούμενη σκλαβιά του.
Ο Σάγκλιν ξεφύσηξε. «Την πορεία σας την αποφασίσατε εκείνη τη μέρα στη Μητρόπολη», φώναξε. «Νομίζετε ότι μπορείτε να κάνετε πίσω, τώρα;»
«Εγώ και ο Λούθιεν, όχι», παραδέχτηκε ο χάφλινγκ. «Αλλά οι υπόλοιποι…»
Ο Σάγκλιν δεν τον άκουγε. Προχώρησε ανάμεσα στον Λούθιεν και τον Όλιβερ, τους παραμέρισε, αρπάχτηκε από την άκρη του πάγκου κι ανέβηκε πάνω.
«Ε!» βρυχήθηκε, έτσι όλοι σώπασαν. Ακόμη κι ο Τάσμαν δεν αντέδρασε, αν και δεν του άρεσε καθόλου που ο Σάγκλιν πατούσε πάνω στον γυαλισμένο πάγκο με τις μπότες του.
»Ποιος εδώ μέσα θέλει να παραδοθούμε;» φώναξε ο Σάγκλιν.
Κανείς δεν μίλησε.
«Σάγκλιν…» είπε ο Λούθιεν, προσπαθώντας να ηρεμήσει τον ευέξαπτο φίλο του.
Ο νάνος τον αγνόησε. «Ποιος εδώ μέσα θέλει να σκοτώσουμε τον Όμπρεϊ και να υψώσουμε τη σημαία του Κάερ Μακντόναλντ;»
Ξέσπασαν από παντού ζητωκραυγές. Πολλοί, βγάζοντας τα σπαθιά από τις θήκες, άρχισαν να τα χτυπούν μεταξύ τους πάνω από τα κεφάλια. Ακούστηκαν φωνές για το κεφάλι του Όμπρεϊ.
Ο Σάγκλιν πήδησε κάτω, ανάμεσα στον Όλιβερ και τον Λούθιεν. «Πήρατε την απάντησή σας», γρύλλισε, πηγαίνοντας να σταθεί ανάμεσα στην Κατρίν και την Σιόμπαν. Σταύρωσε τα χέρια στο πλατύτατο στήθος του και κοίταξε τον Λούθιεν με ένα σκληρό, αποφασισμένο βλέμμα.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ είδε την Κατρίν να χαμογελά στον νάνο και να τον χτυπά στην πλάτη.
Από όλα όσα είχε πει ο Σάγκλιν, το πιο σημαντικό ήταν το αρχαίο όνομα του Μόντφορτ, Κάερ Μακντόναλντ, φόρος τιμής στον παλιό ήρωα του Εριαντόρ.
«Καλά τα είπες, φίλε μου», είπε ο Όλιβερ. «Αλλά…»
Δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο.
«“Μπρους Μακντόναλντ” δεν είναι απλώς ένα όνομα», είπε ο Λούθιεν.
«Το ίδιο και “Πορφυρή Σκιά”, πρόσθεσε απρόσμενα η Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν έκανε μια στιγμιαία παύση ρίχνοντάς της ένα βλέμμα περιέργειας και εκτίμησης. «Ο Μπρους Μακντόναλντ είναι ένα ιδανικό», συνέχισε ο Λούθιεν. «Ένα σύμβολο για τον λαό του Εριαντόρ. Και, ξέρετε τι αντιπροσωπεύει ο Μπρους Μακντόναλντ;»
«Να σκοτώνουμε Κυκλωπιανούς;» ρώτησε ο Όλιβερ, που καταγόταν από τη Γασκόνη κι όχι από το Εριαντόρ.
«Την ελευθερία», τον διόρθωσε η Κατρίν. «Ελευθερία για κάθε άνδρα και γυναίκα». Κοίταξε την Σιόμπαν και τον Σάγκλιν. «Για κάθε ξωτικό και νάνο. Και για κάθε χάφλινγκ, Όλιβερ», πρόσθεσε κοιτάζοντάς τον διαπεραστικά στα μάτια. «Ελευθερία για το Εριαντόρ, για όλους τους κατοίκους του».
«Συζητάμε να σταματήσουμε κάτι που δεν σταματιέται πια», είπε ο Λούθιεν. «Πόσοι πλούσιοι έμποροι και πόσοι Κυκλωπιανοί φρουροί τους, έχουν σκοτωθεί; Πόσοι Πραιτωριανοί; Και τι γίνεται με τον δούκα Μόρκνεϊ; Νομίζετε ότι ο Γκρινσπάροου θα συγχωρήσει τόσο εύκολα;
Ο Λούθιεν κατέβηκε από το σκαμνί και στάθηκε μπροστά στον κόσμο. «Αρχίσαμε κάτι εδώ, κάτι πολύ σημαντικό για να το σταματήσουμε από φόβο και μόνο. Αρχίσαμε την απελευθέρωση του Εριαντόρ».
«Ας μην παρασυρόμαστε», επενέβη ο Όλιβερ. «Αλλιώς μπορεί να καταλήξουμε να ψάχνουμε για τα κεφάλια μας».
Ο Λούθιεν κοίταξε τον μικροσκοπικό του φίλο συνειδητοποιώντας πόσο είχε αρχίσει να υπαναχωρεί σε αυτό το θέμα, όχι μόνο ο Όλιβερ αλλά και πολλοί άλλοι, αν έκρινε από τους ψιθύρους που έφταναν στα αφτιά του. «Εσύ μου είπες να αποκαλυφθώ εκείνη τη μέρα στη Μητρόπολη», θύμισε στον Όλιβερ. «Εσύ μου είπες να αρχίσω την εξέγερση».
«Εγώ;» απάντησε αγανακτισμένος ο Όλιβερ. «Εγώ ήθελα απλώς να βγούμε από ’κεί μέσα ζωντανοί, εφόσον έκανες τη βλακεία να ρίξεις με το τόξο σου στον δούκα!»
«Εγώ βρισκόμουν εκεί για να σώσω την Σιόμπαν!» δήλωσε ο Λούθιεν.
«Κι εγώ βρισκόμουν εκεί για να σώσω εσένα!» του φώναξε ο Όλιβερ. Μετά αναστέναξε και χτύπησε τον Λούθιεν στον ώμο. «Εντάξει· είπαμε: ας μην παρασυρόμαστε».
Αλλά ο Λούθιεν δεν ηρέμησε καθόλου. Σκεφτόταν το πεπρωμένο, τον Μπρους Μακντόναλντ και τα ιδανικά που αντιπροσώπευε. Η Κατρίν ήταν μαζί του, το ίδιο και ο Σάγκλιν, το ίδιο και ο πατέρας του στο νησί του Μπέντγουιντριν. Κοίταξε την Σιόμπαν, αλλά δεν μπορούσε να διαβάσει τα συναισθήματα που κρύβονταν πίσω από τη λάμψη των πράσινων ματιών της. Θα ήθελε να δει κάποια αντίδραση από μέρους της, κάποια ένδειξη, αφού τις τελευταίες βδομάδες είχε γίνει ένας από τους πιο βασικούς συμβούλους του.
«Δεν μπορούμε να σταματήσουμε», φώναξε ο Λούθιεν για να τον ακούσουν όλοι μέσα στο Ντουέλφ. «Αρχίσαμε έναν πόλεμο και πρέπει να νικήσουμε».
«Θα έρθει στόλος από το Άβον», τον προειδοποίησε ο Όλιβερ.
«Τότε θα πρέπει να τους σταματήσουμε», απάντησε ο Λούθιεν, με τα καστανά του μάτια να αστράφτουν, «στο Πορτ Τσάρλι». Κοίταξε τον κόσμο, ύστερα τη Σιόμπαν και του φάνηκε ότι η λάμψη των ματιών της είχε μεγαλώσει, λες και η κοπέλλα χαιρόταν επειδή ο Λούθιεν μόλις είχε περάσει μια κρυφή δοκιμασία. «Γιατί οι κάτοικοι αυτής της πόλης θα ενωθούν μαζί μας», συνέχισε παίρνοντας κουράγιο, «όπως θα ενωθεί μαζί μας και όλο το Εριαντόρ». Έκανε μια στιγμιαία παύση, ενώ το αποφασισμένο χαμόγελό του έλεγε πολλά.
»Θα ενωθούν μαζί μας όταν θα δουν τη σημαία του Κάερ Μακντόναλντ πάνω από το Μόντφορτ», συνέχισε. «Όταν καταλάβουν ότι θα φτάσουμε μέχρι το τέλος».
Ο Όλιβερ σκέφτηκε να του υπενθυμίσει πόσο σκληρό μπορεί να είναι αυτό το τέλος, αλλά δεν το έκανε. Ποτέ του δεν είχε φοβηθεί τον θάνατο, ζούσε τη ζωή του σαν μια υπέρτατη περιπέτεια, και τώρα ο Λούθιεν, αυτός ο αφελής νεαρός που βρήκε μια μέρα στον δρόμο του, του άνοιγε για άλλη μια φορά τα μάτια.
Ο Σάγκλιν σήκωσε τη γροθιά στον αέρα. «Πηγαίνετέ με στα ορυχεία και θα σας δώσω ολόκληρο στρατό!» φώναξε.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον μικρόσωμο φίλο του. Ο Σάγκλιν ζητούσε από καιρό να κάνουν μια επίθεση στα ορυχεία του Μόντφορτ έξω από την πόλη, όπου ήταν φυλακισμένοι οι περισσότεροι νάνοι της περιοχής. Η Σιόμπαν τον είχε συμβουλέψει κι αυτή πολλές φορές να κάνει το ίδιο. Τώρα, έχοντας πάρει την απόφαση ότι δεν πρόκειται για μια απλή προσωρινή εξέγερση, έχοντας κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο κατά του Γκρινσπάροου, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα.
«Στα ορυχεία λοιπόν!» συμφώνησε. Ο Σάγκλιν, αφού ζητωκραύγασε, γύρισε να φύγει υψώνοντας τη γροθιά στον αέρα.
Πολλοί έφυγαν από το Ντουέλφ εκείνη την ώρα, για να διαδώσουν τα νέα. Ο Όλιβερ σκέφτηκε ότι μερικοί μπορεί να ήταν κατάσκοποι του Όμπρεϊ, οπότε θα έτρεχαν τώρα στον υποκόμη για να του πουν για το σχέδιο των επαναστατών.
Δεν έχει σημασία όμως, σκέφτηκε ο χάφλινγκ. Από την αρχή της επανάστασης στο κάτω τμήμα της πόλης, ο Όμπρεϊ και οι δυνάμεις του ήταν αποκλεισμένοι μέσα στα τείχη της άνω πόλης, γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ειδοποιήσουν τους Κυκλωπιανούς που φρουρούσαν τα ορυχεία του Μόντφορτ.
«Είσαι τρελός», είπε η Σιόμπαν στον Λούθιεν, αλλά το ύφος της ήταν χαϊδευτικό, όχι χλευαστικό. Τον πλησίασε και ακούμπησε τα χείλια της στο αφτί του. «Και τόσο άντρας!» πρόσθεσε ψιθυριστά, όμως αρκετά δυνατά για να ακουστεί. Του δάγκωσε το αφτί μ’ ένα σιγανό γρύλλισμα.
Ο Λούθιεν είδε πάνω από τον ώμο της την Κατρίν να παρακολουθεί βλοσυρή και κατάλαβε ότι αυτά τα καμώματα της Σιόμπαν, όπως και η προηγούμενη εκδήλωση τρυφερότητας, είχαν για στόχο τους την άλλη γυναίκα. Το παλληκάρι δεν ένιωσε ούτε δύναμη ούτε περηφάνια με την αντιζηλία ανάμεσά τους. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε, ήταν να πονέσει την Κατρίν Ο’ Χέιλ, που τόσα χρόνια στο Μπέντγουιντριν ήταν όχι μόνο ερωμένη του αλλά και κάτι παραπάνω, η καλύτερη του φίλη.
Η Σιόμπαν και το ξωτικό γύρισαν για να φύγουν, προηγουμένως όμως η Σιόμπαν έκλεισε το μάτι με νόημα στον Λούθιεν, ενώ κοίταξε με ανώτερο ύφος την Κατρίν καθώς περνούσε από μπροστά της.
Η Κατρίν ούτε καν ανοιγόκλεισε τα μάτια. Το πρόσωπό της δεν είχε καμία απολύτως έκφραση.
Αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τον Λούθιεν πολύ νευρικό.
Λίγο αργότερα, ο Λούθιεν, ο Όλιβερ και η Κατρίν στέκονταν μόνοι τους κοντά στην πόρτα του Ντουέλφ, έτοιμοι να βγουν έξω. Έριχνε πάλι πυκνό χιόνι, γι’ αυτό πολλοί από τους θαμώνες είχαν φύγει για να σκαλίσουν τη φωτιά στα σπίτια τους.
Η συζήτηση ανάμεσά τους ήταν φιλική αλλά φανερά τεταμένη, με τον Όλιβερ να κρατά τεχνηέντως το θέμα στον σχεδιασμά της επίθεσης ενάντια στα ορυχεία του Μόντφορτ.
Η ένταση ανάμεσα στον Λούθιεν και την Κατρίν δεν μειώθηκε όμως και, τελικά, ο Λούθιεν αποφάσισε ότι πρέπει να πει κάτι.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», τραύλισε, διακόπτοντας τον φλύαρο Όλιβερ στη μέση μιας φράσης του.
Η Κατρίν τον κοίταξε απορημένη.
»Εννοώ με την Σιόμπαν», εξήγησε ο Λούθιεν. «Ήμασταν φίλοι για ένα διάστημα. Δηλαδή…»
Ο Λούθιεν δεν ήξερε πώς να συνεχίσει. Κατάλαβε ότι ακούγεται τελείως ηλίθιος. Φυσικά η Κατρίν ήξερε ότι αυτός και η Σιόμπαν είναι εραστές, όπως το ήξεραν όλοι άλλωστε.
»Δεν ήσουν εδώ», μουρμούρισε. «Θέλω να πω…
Ο Όλιβερ έβγαλε ένα βογγητό και ο Λούθιεν κατάλαβε ότι πήγαινε από γκάφα σε γκάφα, μάλλον χειροτερεύοντας τα πράγματα. Δεν μπορούσε να σταματήσει όμως, δεν μπορούσε να αφήσει τα πράγματα όπως ήταν με την Κατρίν.
»Δεν είναι αυτό που νομίζεις», ξαναείπε, ενώ ο Όλιβερ, που είδε το βλοσυρό ύφος της Κατρίν, βόγγούσε πάλι.
»Η Σιόμπαν κι εγώ… έχουμε μια φιλία», συνέχισε ο Λούθιεν. Κατάλαβε ότι γινόταν ανόητος, ιδιαίτερα μετά τη σπουδαιότητα της προηγούμενης συζήτησης. Αλλά τα συναισθήματά του νίκησαν κάθε σύνεση κι έτσι δεν μπορούσε να σταματήσει. «Όχι, είναι κάτι παραπάνω. Έχουμε μια…»
«Νομίζεις ότι εσύ είσαι πιο σημαντικός για μένα από την ελευθερία του Εριαντόρ;» τον ρώτησε κοφτά η Κατρίν.
«Ξέρω ότι έχεις πληγωθεί…» απάντησε ο Λούθιεν, πριν συνειδητοποιήσει τι βλακεία έλεγε.
Η Κατρίν έκανε ένα γρήγορο βήμα μπροστά, άρπαξε τον νεαρό από τους ώμους και τον χτύπησε με το γόνατο ανάμεσα στα πόδια. Ο Λούθιεν διπλώθηκε στα δύο. Η Κατρίν φάνηκε έτοιμη να πει κάτι, μετά όμως σταμάτησε τρέμοντας και στράφηκε αλλού.
Ο Όλιβερ, βλέποντας τα πράσινα μάτια της γεμάτα δάκρυα, κατάλαβε πόσο βαθιά την είχαν πληγώσει τα λόγια του Λούθιεν.
«Μην ξανακάνεις ποτέ αυτό το λάθος με μένα», είπε η Κατρίν με ανέκφραστη φωνή και σφιγμένα δόντια, πριν φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Ο Λούθιεν ίσιωσε σιγά-σιγά το κορμί του με πρόσωπο κάτασπρο από τον πόνο, ενώ το βλέμμα του παρέμενε καρφωμένο στη γυναίκα που απομακρυνόταν. Όταν η Κατρίν χάθηκε, κοίταξε απελπισμένος τον Όλιβερ.
Ο χάφλινγκ κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να μη γελάσει.
«Μου φαίνεται ότι έχω αρχίσει να την ερωτεύομαι…», είπε ο Λούθιεν ξέπνοα, μορφάζοντας από την προσπάθεια που έκανε να μιλήσει.
«Την Κατρίν;» ρώτησε ο Όλιβερ δείχνοντας την πόρτα.
«Την Κατρίν», απάντησε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ χάιδεψε το γενάκι του. «Για να καταλάβω κάτι», είπε αργά, σκεφτικά. «Η μια γυναίκα σου δίνει γονατιά στα αχαμνά, ενώ η άλλη σου χώνει τη γλώσσα στο αφτί· κι εσύ προτιμάς αυτή με τη γονατιά;»
Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους. Ειλικρινά δεν ήξερε τι να απαντήσει.
Ο Όλιβερ κούνησε το κεφάλι του. «Αρχίζεις να με ανησυχείς σοβαρά, φίλε μου».
Αλλά και ο Λούθιεν ανησυχούσε. Δεν ήξερε τι νιώθει, ούτε για την Κατρίν ούτε για την Σιόμπαν. Νοιαζόταν και για τις δύο —κανείς δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη ερωμένη και φίλη είτε από την Κατρίν είτε από την Σιόμπαν— και αυτό τον μπέρδευε ακόμη περισσότερο. Ήταν πολύ νέος και ένιωθε συναισθήματα που δεν τα καταλάβαινε. Αλλά ταυτόχρονα ήταν η Πορφυρή Σκιά, ο αρχηγός της επανάστασης, και χίλιες ζωές, δέκα χιλιάδες ζωές, μπορεί να κρέμονταν από κάθε του απόφαση.
Ο Όλιβερ ξεκίνησε για την πόρτα κάνοντας νόημα στον Λούθιεν να τον ακολουθήσει. Ο νέος, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνέλθει, υπάκουσε πρόθυμα.
Ήταν μεγάλη ανακούφιση να μπαίνει επικεφαλής κάποιος άλλος πότε-πότε.