«Δεν μπορούσαμε να μπούμε από τη χαμηλότερη πόρτα;» ρώτησε ο Όλιβερ ξεπαγιασμένος και ταλαιπωρημένος, ξέροντας ότι είχαν ακόμη πάνω από τριάντα μέτρα αναρρίχησης.
«Η πόρτα είναι καρφωμένη», ψιθύρισε ο Λούθιεν με το στόμα του κοντά στο αφτί του Όλιβερ. Ο πορφυρός μανδύας κάλυπτε όχι μόνο τον ίδιο αλλά και τον φίλο του. «Και δεν ήσουν υποχρεωμένος να έλθεις».
«Δεν θα ήθελα να χάσω το σχοινί μου», απάντησε ο ξεροκέφαλος χάφλινγκ.
Σκαρφάλωναν στον ανατολικό τοίχο της Μητρόπολης και βρίσκονταν στα μισά περίπου της απόστασης από το έδαφος ως την κορυφή του ψηλότερου πύργου. Η νύχτα δεν ήταν πολύ κρύα, αλλά σε αυτό το ύψος φυσούσε ένας δυνατός αέρας που τους ξεπάγιαζε, απειλώντας να τους ξεκολλήσει από τον τοίχο. Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι τις θηλιές που συγκρατούσαν τον μαγικό μανδύα. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο, αν τον άνοιγε ο αέρας αφήνοντας αυτόν και τον Όλιβερ εκτεθειμένους πάνω στον τοίχο του πύργου!
Φορούσε τον μανδύα καθημερινά από τότε που άρχισε η εξέγερση, γιατί ήταν ένα σύμβολο για τον λαό της πόλης. Η Πορφυρή Σκιά, ο θρύλος από το παρελθόν, ξαναγύρισε στη ζωή για να τους οδηγήσει στην ελευθερία. Αλλά ο μανδύας δεν ήταν ένα απλό ρούχο. Σκεπασμένος από την προστατευτική μαγεία του μανδύα, όταν τον τύλιγε γύρω του και κατέβαζε την κουκούλα, ο Λούθιεν γινόταν μια σκιά που συγχεόταν με τις άλλες σκιές, ουσιαστικά τελείως αόρατος. Αυτές τις βδομάδες της μάχης, είχε χρησιμοποιήσει τον μανδύα με αυτό τον τρόπο δυο-τρεις φορές μόνο, για να σκαρφαλώσει απαρατήρητος στο τείχος της άνω πόλης και να εντοπίσει τις θέσεις του εχθρού. Είχε σκεφτεί να βρει τον Όμπρεϊ και να τον σκοτώσει μέσα στο σπίτι του, αλλά η Σιόμπαν δεν τον είχε αφήσει, πείθοντάς τον ότι ο ανίκανος υποκόμης ουσιαστικά ήταν μια ευλογία για τους επαναστάτες.
Αυτήν τη φορά όμως ο Λούθιεν δεν είχε σκοπό να εγκαταλείψει το σχέδιό του. Γι’ αυτό άλλωστε δεν το είχε αποκαλύψει σε κανέναν εκτός από τον Όλιβερ.
Κι έτσι τώρα σκαρφάλωναν μαζί μέσα στη νύχτα στον ψηλότερο πύργο της Μητρόπολης. Ήξεραν και οι δύο ότι υπήρχαν Κυκλωπιανοί φρουροί στην κορυφή του πύργου, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά. Σε τελική ανάλυση, δεν είχαν λόγους να ανησυχούν. Δεν ασχολούνταν με τις κινήσεις των ανθρώπων στους δρόμους από κάτω και, σίγουρα, δεν περίμεναν να ανεβεί κανείς εκεί πάνω!
Η τελευταία ρίψη του Όλιβερ ήταν καλή, είχε εκτοξεύσει την αρπάγη μέχρι την άκρη του σχοινιού, αλλά, αφού αναρριχήθηκαν τα δεκαπέντε μέτρα μέχρι τη ζαρωμένη μπάλα, δεν βρήκαν πολλά μέρη γύρω τους για να στηριχτούν. Δεν υπήρχαν παράθυρα σ’ εκείνο το ύψος του πύργου και οι πέτρες ήταν λείες, φαγωμένες από τον ασταμάτητο άνεμο.
Ο Λούθιεν γάντζωσε τα δάχτυλά του σε μια χαραμάδα, με τα πόδια του μόλις να σκαλώνουν σε μια στενή προεξοχή. «Κάνε γρήγορα», είπε στον φίλο του.
Ο Όλιβερ κοίταξε πάνω και αναστέναξε. Ήταν στριμωγμένος ανάμεσα στον Λούθιεν και τον τοίχο, το μόνο πράγμα που τον κρατούσε για να μην πέσει ήταν ο σύντροφός του. Άρχισε να μαζεύει το σχοινί, θέλοντας να καλύψει με αυτήν τη ρίψη όλη την υπόλοιπη απόσταση μέχρι την κορυφή του πύργου.
«Γρήγορα!» είπε πιο επιτακτικά ο Λούθιεν, πράμα που έδωσε στον Όλιβερ να καταλάβει ότι ο φίλος του δεν κρατιόταν τόσο καλά. Μουρμουρίζοντας μια βλαστήμια στη γλώσσα της Γασκόνης, πέταξε την αρπάγη όσο πιο ψηλά μπορούσε. Έπιασε καλά, αλλά μόλις έξι μέτρα πάνω τους.
Ακούστηκε πάλι η ψιθυριστή βλαστήμια της Γασκόνης, αλλά ο Λούθιεν δεν έδωσε σημασία, γιατί είχε δει κάτι που δεν έβλεπε ο χάφλινγκ.
Ο Όλιβερ πιάστηκε γερά από τον Λούθιεν, ο οποίος, αφού έσφιξε το σχοινί, ανέβηκε μερικά μέτρα μόνο, σταματώντας πάνω σε μια πέτρα που προεξείχε από τον τοίχο.
«Φρόντισε, αυτή η ρίψη να είναι η τελευταία», ψιθύρισε ο Λούθιεν πατώντας γερά στην πέτρα.
Ο Όλιβερ τράβηξε τρεις φορές το σχοινί ελευθερώνοντας την αρπάγη, που έπεσε αθόρυβα από τον τοίχο. Μάζεψε το σχοινί και ετοιμάστηκε. Τώρα που ο Λούθιεν είχε καλό πάτημα, ο χάφλινγκ έκανε τη ρίψη προσεκτικά, χωρίς να βιαστεί.
Τα κατάφερε τέλεια. Η αρπάγη χτύπησε στον τοίχο με έναν ανεπαίσθητο θόρυβο μόλις μισό μέτρο κάτω από την κορυφή του πύργου.
Όταν ο Όλιβερ γατζώθηκε πάλι πάνω στον φίλο του, ο Λούθιεν έσφιξε το σχοινί έτοιμος να σκαρφαλώσει. Ο Όλιβερ όμως τον σταμάτησε πιάνοντας τον καρπό του και, όταν ο Λούθιεν έμεινε ακίνητος, άκουσε κι αυτός την κίνηση που προερχόταν από πάνω.
Έσκυψε κάτω από τον προστατευτικό μανδύα καλύπτοντας τον εαυτό του και τον Όλιβερ. Μετά από λίγο, όταν ο νεαρός Μπέντγουιρ τόλμησε να κοιτάξει προς τα πάνω, είδε τη σιλουέτα ενός Κυκλωπιανού, ο οποίος κοίταζε από τις πολεμίστρες προς το μέρος τους.
Ο Λούθιεν πίστεψε ότι όλα τελείωσαν, αλλά ο Κυκλωπιανός συνέχισε απλώς να κοιτάζει χωρίς καμιά ένδειξη ότι είχε δει τους δύο εισβολείς.
«Τίποτα», μουρμούρισε ο μονόφθαλμος και απομακρύνθηκε από την άκρη του πύργου επιστρέφοντας στη ζέστη της φωτιάς.
Ο Όλιβερ και ο Λούθιεν αναστέναξαν με ανακούφιση και μετά ο νεαρός Μπέντγουιρ άρχισε την αναρρίχηση που τους έφερε πια στην κορυφή του πύργου.
Άκουσαν τους Κυκλωπιανούς —τρεις τουλάχιστον— γύρω στα τέσσερα μέτρα μακριά.
Ο Όλιβερ ξεπρόβαλε πρώτος το κεφάλι του από τις επάλξεις επιβεβαιώνοντας τον αριθμό των εχθρών και την απόσταση. Η τύχη ήταν μαζί τους, γιατί λίγο μετά πρόσεξε τις κινήσεις ενός τέταρτου μονόφθαλμου στο κεφαλόσκαλο, μερικά σκαλοπάτια πιο χαμηλά από το δάπεδο του πύργου.
Ο Όλιβερ, αφού εξήγησε με νοήματα στον Λούθιεν τι θα κάνει, άρχισε να προχωρεί αθόρυβα από πολεμίστρα σε πολεμίστρα προς την καταπακτή.
Ο Λούθιεν άρχισε να μετρά από μέσα του. Ο Όλιβερ του είχε ζητήσει να μετρήσει μέχρι το πενήντα. Όταν τελείωσε, ανέβηκε κι αυτός στις επάλξεις κοιτάζοντας τους τρεις μονόφθαλμους που ήταν μαζεμένοι γύρω από τη μικρή φωτιά. Κάθισε πάνω στο τείχος, κατέβασε αθόρυβα τα πόδια του από τη μέσα μεριά κι έφερε το χέρι στη λαβή του ξίφους του. Έπρεπε να χτυπήσει γρήγορα και αδίστακτα, ελπίζοντας συνάμα ότι ο Όλιβερ είχε ήδη σκοτώσει τον Κυκλωπιανό στη σκάλα — και ότι θα υπήρχε μόνο ένας στη σκάλα!
Δεν είναι ώρα για τέτοιες σκέψεις, μάλωσε τον εαυτό του ο Λούθιεν. Είχαν φτάσει στην κορυφή του πύργου, εκατό μέτρα ύψος, δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Κατέβηκε από το τείχος, πήρε μια βαθιά ανάσα πατώντας γερά κάτω και όρμησε τραβώντας το σπαθί του.
Ο Τυφλωτής χτύπησε τον πρώτο Κυκλωπιανό καθώς ήταν ακόμη καθισμένος, χαράζοντας διαγώνια την πλάτη του από τον ώμο και κόβοντας τη σπονδυλική του στήλη. Ο Κυκλωπιανός σωριάστηκε κάτω χωρίς να βγάλει τον παραμικρό ήχο, ενώ ο Λούθιεν χτυπούσε πάλι τη στιγμή που ο δεύτερος πεταγόταν πάνω και στρεφόταν για να τον αντιμετωπίσει. Το σπαθί χτύπησε τον Κυκλωπιανό στον θώρακα —δύο νεκροί— αλλά σφηνώθηκε σε κάποιο πλευρό και δεν ελευθερώθηκε αμέσως, όταν ο Λούθιεν το τράβηξε απελπισμένα.
Ο τρίτος Κυκλωπιανός δεν του επιτέθηκε, γύρισε κι έτρεξε προς τη σκάλα. Στα μισά του δρόμου τραντάχτηκε παράξενα, μετά σταμάτησε, έπεσε στα γόνατα και σωριάστηκε ανάσκελα, νεκρός. Ο Λούθιεν είδε το μεν-γκος του Όλιβερ καρφωμένο βαθιά στο στήθος του, μια τέλεια ρίψη.
Ο Όλιβερ, προβάλλοντας από την καταπακτή, πήρε το όπλο του από τον νεκρό μονόφθαλμο. «Τι έτρωγαν;» ρώτησε πλησιάζοντας τη μικρή φωτιά. Σήκωσε ένα ξύλο. Στην άκρη του ήταν καρφωμένο ένα κομμάτι βραστό κρέας.
«Α, τι ωραία!» είπε ικανοποιημένος ο Όλιβερ καλοκαθίζοντας.
Πέρασαν μερικές στιγμές, πριν γυρίσει ο Όλιβερ και δει τον Λούθιεν να τον κοιτάζει σαν να μην πίστευε στα μάτια του. «Άντε, βιάσου», είπε ο χάφλινγκ στο παλληκάρι.
«Εσύ δεν θα ’ρθείς;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Είπα ότι θα σε ανεβάσω στον πύργο», απάντησε ο Όλιβερ, αρχίζοντας πάλι να τρώει.
Ο Λούθιεν γέλασε. Έβγαλε το σακίδιο που είχε στην πλάτη του και πήρε από μέσα ένα άλλο, μακρύτερο, μεταξωτό σχοινί, που το μήκος του ήταν ίσο με το ύψος του πύργου. Το έριξε στα πόδια του Όλιβερ. «Κοίτα να προετοιμάσεις την κάθοδο, τουλάχιστον», είπε στον χάφλινγκ.
Ο Όλιβερ του έκανε νόημα να φύγει. «Η δική σου δουλειά θα πάρει πιο πολλή ώρα από τη δική μου», είπε μπουκωμένος.
Ο Λούθιεν κάγχασε πάλι καθώς ξεκινούσε να φύγει. Φυσικά, ήταν λογικό να κατεβεί κάτω μόνος. Μέσα στη Μητρόπολη θα έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, για τούτο προτιμούσε να μην έχει και τον Όλιβερ χωμένο κάτω από το μανδύα του.
Στο πρώτο κεφαλόσκαλο βρήκε τον τέταρτο Κυκλωπιανό με ένα θανάσιμο τραύμα από ξίφος. Ένα ρίγος κατέβηκε τη ραχοκοκαλιά του Λούθιεν, καθώς αναλογιζόταν πόσο αποτελεσματικός είναι ο μικρόσωμος φίλος του. Όλα για τον αγώνα! υπενθύμισε στον εαυτό του αρχίζοντας να κατεβαίνει τη στριφογυριστή σκάλα. Δεν συνάντησε κανέναν στα τριακόσια σκαλοπάτια μέχρι το ισόγειο όπου, προς μεγάλη του ανακούφιση, βρήκε μισάνοιχτη την πόρτα που έβγαζε στον ημικυκλικό τοίχο της ανατολικής κόγχης του ναού.
Κοίταξε με τρόπο το τεράστιο εσωτερικό της Μητρόπολης. Υπήρχαν μερικοί δαυλοί αναμμένοι, κι άκουγε τα ροχαλητά δεκάδων Κυκλωπιανών που κοιμούνταν πάνω στους πάγκους του ναού. Υπήρχαν επίσης μερικοί που δεν κοιμούνταν, αλλά μιλούσαν μεταξύ τους φυλάγοντας, υποτίθεται, σκοπιά.
Είναι ήσυχοι, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Πιστεύουν ότι οι επαναστάτες δεν θα τολμήσουν να επιτεθούν στη Μητρόπολη, επειδή θα έχουν μεγάλες απώλειες. Αυτό ήταν καλό σημάδι.
Βγήκε από την πόρτα στην κόγχη του ναού και άρχισε να προχωρεί μέσα στις σκιές αθόρυβος, αόρατος. Είδε κι άλλους Κυκλωπιανούς ψηλά στο τριφόριο, αλλά ούτε αυτοί έδιναν μεγάλη προσοχή γύρω τους. Έστριψε δεξιά, προς βορρά, και κοίταξε στο εγκάρσιο κλίτος. Η πόρτα εκεί ήταν οχυρωμένη όπως το περίμενε και μια ομάδα Κυκλωπιανοί κάθονταν σε κύκλο μπροστά της, προφανώς παίζοντας χαρτιά.
Ήταν βαριεστημένοι και κουρασμένοι — σε λίγο δεν θα είχαν τίποτα να φάνε.
Ο Λούθιεν σκέφτηκε να κάνει έναν κύκλο γύρω από το εγκάρσιο κλίτος, να βγει πάλι στην κεντρική αίθουσα και να προχωρήσει από εκεί προς το δυτικό μέρος το ναού. Άλλαξε γνώμη, όμως. Γύρισε πίσω στην κόγχη, έκανε τον γύρο της και βγήκε στο νότιο εγκάρσιο κλίτος.
Στα μισά του δρόμου βρήκε αυτό που έψαχνε: έναν μεγάλο σωρό τρόφιμα. Ο νεαρός Μπέντγουιρ χαμογέλασε πλησιάζοντας. Έβγαλε ένα μικρό μαύρο κουτί που του είχε φτιάξει ο Σάγκλιν και μετά έξι μικρά σακουλάκια με τη μαύρη σκόνη που χρησιμοποιούσαν οι νάνοι στις εξορύξεις τους. Αφού εξέτασε για λίγο τον σωρό, τοποθέτησε τα σακουλάκια σε στρατηγικά σημεία. Έβαλε δύο ανάμεσα στα τρία βαρελάκια του νερού που είδε στη μια πλευρά του σωρού. Μάλλον πρέπει να ήταν το μόνο νερό που διέθεταν οι μονόφθαλμοι.
Μετά έβγαλε μερικά φλασκιά με πετρέλαιο, τυλιγμένα σε χοντρές γούνες για να μην κάνουν θόρυβο χτυπώντας μεταξύ τους και περιέλουσε με προσοχή τα τρόφιμα. Ένας Κυκλωπιανός, που βρισκόταν κοντά στην πόρτα του νότιου εγκάρσιου κλίτους, μύρισε απορημένος τον αέρα, αλλά η οσμή από το πετρέλαιο του Λούθιεν δεν ξεχώριζε εύκολα, καθώς αρκετά φανάρια έκαιγαν ήδη σε διάφορα σημεία της Μητρόπολης.
Όταν ο Κυκλωπιανός επέστρεψε στη σκοπιά του κοντά στην πόρτα, ο Λούθιεν μαζεύτηκε κάτω από τον μανδύα του μαζί με το μαύρο κουτί, που ήταν τετράγωνο, χωρίς κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πέρα από το γεγονός ότι είχε μια μικρή τρύπα στο πάνω μέρος. Ο Λούθιεν άνοιξε με προσοχή το κουτί. Κοίταξε το περιεχόμενό του προσπαθώντας να καταλάβει τον μηχανισμό που είχε κατασκευάσει ο Σάγκλιν, αλλά μέσα στο μισοσκόταδο δεν μπορούσε να δει πολλά πράγματα. Υπήρχαν δύο μικρά γυάλινα μπουκάλια, και ανάμεσά τους ήταν το φυτίλι με μια πλάκα πυροδότησης.
Αφού κοίταξε γύρω του για να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν Κυκλωπιανοί εκεί κοντά, έσκυψε πάνω από το μαύρο κουτί, φροντίζοντας να το κρύβει ο σωρός των τροφίμων και ο μανδύας του. Χτύπησε την πλάκα πυροδότησης. Πετάχτηκαν σπίθες, αλλά το φυτίλι δεν άναψε.
Κοίταξε πάλι γύρω του και μετά τη χτύπησε πάλι.
Αυτήν τη φορά το φυτίλι άναψε, αρχίζοντας να καίγεται αθόρυβα. Τώρα ο Λούθιεν διέκρινε τη συσκευή που είχε κατασκευάσει ο Σάγκλιν, το κίτρινο υγρό στο ένα μπουκάλι, το κοκκινωπό στο άλλο και ένα δερμάτινο σακουλάκι από κάτω, μάλλον γεμάτο από την ίδια μαύρη σκόνη.
Ενδιαφέρον, αλλά δεν είχε χρόνο να το μελετήσει κι άλλο. Ο Σάγκλιν του είχε εγγυηθεί για ένα χρονικό περιθώριο μέχρι να μετρήσει ως το είκοσι πέντε, όχι παραπάνω. Κλείνοντας το κουτί, απομακρύνθηκε αθόρυβα επιστρέφοντας στις σκιές και από εκεί στην κόγχη, όπου πέρασε την πόρτα προς τη σκάλα. Εκεί σταμάτησε για να παρακολουθήσει.
Ακούστηκε ένα σφύριγμα και το μαύρο κουτί εξερράγη βάζοντας φωτιά στον σωρό των τροφίμων. Οι Κυκλωπιανοί, με ξεφωνητά, άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ακούστηκε μια δεύτερη έκρηξη, μετά μια τρίτη, μια τέταρτη, η μία μετά την άλλη. Τα βαρελάκια του νερού συντρίφτηκαν.
Ο Λούθιεν στράφηκε κι άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα. Χαμογέλασε καθώς άκουσε άλλες τέσσερις εκρήξεις.
«Τελειώσαμε, φαντάζομαι», είπε ο Όλιβερ μασώντας ακόμη, όταν ο Λούθιεν βγήκε στην κορυφή του πύργου ξεφυσώντας λαχανιασμένος.
«Πρέπει να βιαστούμε, να πούμε στους φρουρούς γύρω από τη Μητρόπολη να έχουν τον νου τους», απάντησε ο Λούθιεν. «Γρήγορα οι Κυκλωπιανοί θα προσπαθήσουν να βγουν από τον ναό».
Ο Όλιβερ έκοψε μια τελευταία δαγκωματιά, σκούπισε τα λερωμένα χέρια του στον μανδύα ενός νεκρού Κυκλωπιανού και πήγε στον τοίχο όπου ήταν όλα έτοιμα, η αρπάγη κολλημένη στην πέτρα με το σχοινί της δεμένο στο μακρύτερο σχοινί, που έφτανε μέχρι τον δρόμο, επιτρέποντας τους να κατέβουν κατευθείαν κάτω.
Μέσα στη Μητρόπολη, οι Κυκλωπιανοί διαπίστωσαν ότι τα περισσότερα εφόδιά τους είχαν καταστραφεί, μαζί με όλο σχεδόν το νερό. Άρχισαν να σπρώχνονται και να μαλώνουν μεταξύ τους, να κατηγορούν ο ένας τον άλλο, μέχρι που ένας μονόφθαλμος βρήκε την απάντηση στο σχήμα μιας πορφυρής σκιάς σε σχήμα ανθρώπου με μανδύα, ανεξίτηλα αποτυπωμένη στον τοίχο της ανατολικής κόγχης.
Ο μαγικός μανδύας του Λούθιεν είχε αφήσει το σημάδι του.
Τα νέα ανέβηκαν τα δυτικά παράλια του Άβον, πέρασαν από τα βουνά στο Εριαντόρ ώσπου, από χωριό σε χωριό, έφτασαν στο Κάερ Μακντόναλντ και ακόμη παραπέρα. Ένας μεγάλος στόλος είχε ξεκινήσει αψηφώντας τα παγερά νερά. Τουλάχιστον πενήντα πλοία από το Άβον, αρκετά για να μεταφέρουν πάνω από δέκα χιλιάδες Πραιτωριανούς Φρουρούς. Και αυτά τα πλοία έπλεαν με βύθιση ως την ίσαλο γραμμή, έλεγαν οι φήμες, σημάδι ότι ήταν παραφορτωμένα, προφανώς γεμάτα στρατιώτες και οπλισμό.
Τα νέα έγιναν δεκτά με στωικότητα στο Ντουέλφ. Ο Λούθιεν και οι σύντροφοί του περίμεναν ότι θα έλθει στρατός φυσικά, αλλά η τελική επιβεβαίωση της αρχικής διάδοσης, η υπόθεση ότι ο Γκρινσπάροου γνώριζε όντως για την εξέγερση και απαντούσε στέλνοντας μια τεράστια δύναμη, προκάλεσε μια γενική σοβαρότητα.
«Θα ξεκινήσω για το Πορτ Τσάρλι το πρωί», είπε ο Λούθιεν στους συγκεντρωμένους αρχηγούς του. «Αν βιαστώ, θα φτάσω εκεί πριν από τον στόλο του Άβον».
«Αποκλείεται», απάντησε η Σιόμπαν απλά, τελεσίδικα.
Ο Λούθιεν την κοίταξε διαπεραστικά, όπως επίσης ο Όλιβερ, που ετοιμαζόταν να προσφερθεί να πάει μαζί με τον φίλο του (έχοντας την ελπίδα ότι μπορεί να έπειθε τον Λούθιεν να στρίψουν βόρεια και να κρυφτούν στις ερημιές).
«Εσύ πρέπει να κυβερνήσεις το Κάερ Μακντόναλντ», εξήγησε η Σιόμπαν.
«Δεν συνηθίζεται για έναν ηγέτη να φεύγει από τον τόπο που κυβερνά;» είπε ο Όλιβερ.
«Όχι, όταν ο τόπος αυτός είναι ανάστατος», απάντησε η Σιόμπαν. «Περιμένουμε την εξόρμηση των Κυκλωπιανών από τη Μητρόπολη, από μέρα σε μέρα».
«Οι μονόφθαλμοι δεν θα προλάβουν να διασχίσουν την πλατεία. Δεν θα μείνει κανείς τους ζωντανός», είπε ο Όλιβερ με σιγουριά, μια σιγουριά που συμμερίζονταν όλοι οι επαναστάτες.
«Όμως, ο Λούθιεν Μπέντγουιρ πρέπει να είναι εκεί», επέμεινε η Σιόμπαν χωρίς δισταγμό. «Όταν τελειώσει αυτή η μάχη, η πόλη θα είναι δική μας, εντελώς δική μας. Δεν είναι σωστό να συμβεί κάτι τόσο σημαντικό κι ο αρχηγός της εξέγερσης να βρίσκεται στα μισά του δρόμου για το Πορτ Τσάρλι».
«Το Πορτ Τσάρλι είναι πολύ σημαντικό», είπε ο Λούθιεν νιώθοντας λίγο σαν να τον είχαν αφήσει έξω από τη συζήτηση, σαν να μην ήταν καν στο δωμάτιο. «Θα παίξει κρίσιμο ρόλο για την επανάσταση και για το Κάερ Μακντόναλντ. Ενώ καθόμαστε εδώ κουβεντιάζοντας, οι σύντροφοι του Σάγκλιν δουλεύουν πυρετωδώς για να προετοιμάσουν την άμυνα της πόλης. Αν οι φήμες είναι αληθινές, τότε σε λίγο θα φτάσει στις πύλες μας ένας στρατός ισάριθμος με τη δική μας δύναμη».
«Όταν οι αντίπαλοι είναι ισοδύναμοι, ευνοείται ο αμυνόμενος», είπε η Κατρίν Ο’ Χέιλ.
«Μα αυτοί είναι Πραιτωριανοί Φρουροί», απάντησε ο Λούθιεν. «Γιγαντόσωμοι και δυνατοί, εξαιρετικά εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι, σίγουρα πεπειραμένοι βετεράνοι πολλών εκστρατειών».
«Αμφιβάλλεις για τις δικές μας ικανότητες;» ρώτησε η Κατρίν, με τόνο που ήταν γεμάτος θυμό.
«Θέλω το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα», τη διόρθωσε κατηγορηματικά ο Λούθιεν. Κατά βάθος, όμως, αμφέβαλλε όντως για την ικανότητα του ερασιτεχνικού στρατού τους να αντισταθεί σε δέκα χιλιάδες Πραιτωριανούς, όπως άλλωστε αμφέβαλλαν επίσης όλοι οι άλλοι μέσα στο δωμάτιο, ακόμη και η περήφανη Κατρίν.
»Έτσι, το Πορτ Τσάρλι είναι πολύ σημαντικό», συνέχισε ο Λούθιεν. «Δεν έχουν ασπασθεί τον αγώνα μας και, όπως είπες κι εσύ», εξήγησε στην Κατρίν, «δεν θα είναι εύκολο να πειστούν.
Η Κατρίν, σπρώχνοντας πίσω την καρέκλα της, σηκώθηκε από το τραπέζι.
»Πρέπει να ακινητοποιήσουμε τον στόλο στο λιμάνι», είπε ο Λούθιεν. «Αν οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι δεν τους αφήσουν να περάσουν, θα αναγκαστούν να συνεχίσουν την πορεία τους χάνοντας πιθανότατα πολλές μέρες καθώς θα αναζητούν κάποιο άλλο μέρος για να αποβιβαστούν».
«Ασε που, κάθε μέρα κατά την οποία παραμένουν στη θάλασσα, είναι άλλη μια μέρα όπου μπορεί να τους χτυπήσει καταιγίδα», είπε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν κατένευσε. «Ακόμα, θα είναι άλλη μια μέρα που θα λιγοστέψει τα εφόδιά τους, και ξέρουμε καλά τους Κυκλωπιανούς και την υπομονή τους. Στο μεταξύ ο Σάγκλιν με τους δικούς του θα κερδίσουν άλλη μια μέρα για να ολοκληρώσουν τις παγίδες τους γύρω από τα εξωτερικά τείχη του Κάερ Μακντόναλντ. Ο στόλος δεν πρέπει να πιάσει σε λιμάνι. Δεν πρέπει να αποτύχουμε σε αυτή την προσπάθεια».
«Σύμφωνοι», απάντησε η Σιόμπαν. «Αλλά δεν πρέπει να πας εσύ». Ο Λούθιεν πήγε κάτι να πει, όμως η Σιόμπαν τον έκοψε συνεχίζοντας να μιλά. «Υπάρχουν άλλοι που μπορούν να γίνουν απεσταλμένοι. Άλλωστε, δεν θα κάνει τόσο καλή εντύπωση το να πάει στο Πορτ Τσάρλι ο αρχηγός της εξέγερσης. Για να μην πούμε τίποτα για την αντίδραση των Κυκλωπιανών που θα υπάρχουν εκεί.
»Νομίζεις ότι θα τους εντυπωσιάσεις με την παρουσία σου», συνέχισε η Σιόμπαν μιλώντας με ωμή ειλικρίνεια αλλά χωρίς καμία επιθετικότητα. «Απλώς θα τους εντυπωσιάσεις με την ανοησία και την αφέλειά σου. Η θέση σου είναι εδώ —οι ηγέτες του Πορτ Τσάρλι το ξέρουν αυτό— και, αν εμφανιστείς εκεί, δεν θα τους φανείς άνθρωπος αρκετά συνετός για να σε ακολουθήσουν σε έναν πόλεμο».
Ο Λούθιεν την άκουγε με ανοιχτό το στόμα. Οι ώμοι του κρέμασαν καθώς κοίταξε τον Όλιβερ αναζητώντας συμπαράσταση.
«Δεν τα λέει άσχημα», παραδέχτηκε εκείνος.
Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να διαφωνήσει, δεν είχε κανένα επιχείρημα ενάντια στην απλή λογική της. Ένιωσε ξανά ότι τον έλεγχο τον έχει η Σιόμπαν κι όχι αυτός, ένιωσε σαν να είναι μια μαριονέτα που της τραβά τα νήματα αυτή η όμορφη και πανέξυπνη μισοξωτική. Δεν του άρεσε η αίσθηση, δεν του άρεσε καθόλου, αλλά σίγουρα χαιρόταν που είχε την Σιόμπαν δίπλα του να τον σταματά πριν κάνει ανόητα λάθη. Σκέφτηκε τον Μπριντ’Αμούρ τότε, συνειδητοποιώντας περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι είναι έξω από το στοιχείο του και χρειάζεται απεγνωσμένα βοήθεια.
«Ποιος θα πάει, τότε;» ρώτησε ο Όλιβερ την Σιόμπαν, βλέποντας από την έκφραση του Λούθιεν ότι της είχε παραχωρήσει το βήμα σε αυτό το θέμα. «Εσύ; Δεν νομίζω ότι μια μισοξωτική θα κάνει τόσο καλή εντύπωση».
Ο Όλιβερ δεν είχε πρόθεση να την προσβάλει, έτσι η Σιόμπαν δεν προσβλήθηκε. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η επιτυχία της επανάστασης.
«Θα πάω εγώ», είπε η Κατρίν. Όλα τα μάτια γύρισαν πάνω της, ενώ ο Λούθιεν ξαφνικά έγειρε μπροστά νιώθοντας μεγάλο ενδιαφέρον αλλά και μεγάλη ανησυχία.
»Ξέρω τον κόσμο του Πορτ Τσάρλι καλύτερα από όλους εδώ μέσα», δήλωσε η Κατρίν.
«Έχεις πάει ποτέ εκεί;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Είμαι από το Χέιλ, μια πόλη που μοιάζει πολύ με το Πορτ Τσάρλι», απάντησε η Κατρίν. «Οι συμπατριώτες μου έχουν τον ίδιο ανεξάρτητο τρόπο σκέψης. Δεν υποκύψαμε ποτέ στην κυριαρχία του Γκρινσπάροου. Δεν υποκύψαμε ποτέ σε καμία κυριαρχία εκτός από τη δική μας, ανεχόμαστε βασιλιάδες και δούκες μόνο επειδή δεν μας νοιάζει τι κάνουν.
Ο Λούθιεν κουνούσε κιόλας αρνητικά το κεφάλι του. Δεν ήταν σίγουρος για το αν ήθελε να αποχωριστεί την Κατρίν τώρα. Επίσης, δεν ήθελε να πάει εκείνη μόνη της δυτικά. Τα νέα για τη μάχη στο Κάερ Μακντόναλντ είχαν απλωθεί σε όλο το νότιο τμήμα του Εριαντόρ, έτσι ώστε κανείς δεν ήξερε ποιοι κίνδυνοι μπορεί να περίμεναν στον δρόμο έναν απεσταλμένο.
»Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που δεν πρέπει να πας», είπε η Κατρίν στον Λούθιεν. «Αν οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι δεν προχωρήσουν στον αγώνα μας, τότε θα ξεμπερδέψουν για φέτος με τους ετήσιους φόρους που πληρώνουν στον Γκρινσπάροου: θα του παραδώσουν την Πορφυρή Σκιά».
«Αμφιβάλλεις για την τιμή τους;» ρώτησε κατάπληκτος ο Λούθιεν.
«Καταλαβαίνω τον ρεαλισμό τους, απάντησε η Κατρίν. «Δεν νοιάζονται για σένα. Όχι ακόμη τουλάχιστον».
Το επιχείρημα της Κατρίν δεν έκανε τον Λούθιεν να αντιμετωπίσει θετικότερα την ιδέα να την αφήσει να πάει εκείνη. Και η ίδια θα μπορούσε να γίνει ατού στα παζαρέματα του Πορτ Τσάρλι με τον Γκρινσπάροου!
«Η Κατρίν έχει δίκιο», είπε ένας απρόσμενος σύμμαχος της Κατρίν Ο’ Χέιλ. «Εσύ αποκλείεται να πας, ενώ εκείνη μπορεί να πετύχει αυτό που θέλουμε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον στο Κάερ Μακντόναλντ», δήλωσε η Σιόμπαν.
Η Κατρίν την κοίταξε διαπεραστικά, καχύποπτη για τα κίνητρα της αντιζήλου της. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν η Σιόμπαν ήθελε να τη στείλει στο Πορτ Τσάρλι με την ελπίδα ότι μπορεί να τη σκοτώσουν ή να την αιχμαλωτίσουν, αλλά κοιτάζοντας στα μάτια της μισοξωτικής —αστραφτερά καταπράσινα μάτια, τόσο όμοια με τα δικά της— η Κατρίν δεν είδε καμία έχθρα, μόνο γνήσια ελπίδα ή και συμπάθεια ακόμη.
Ο Λούθιεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά η Σιόμπαν τον σταμάτησε. «Δεν πρέπει να αφήνεις τα προσωπικά σου συναισθήματα να στέκονται εμπόδιο στο γενικό καλό», τον μάλωσε κοιτάζοντάς τον αυστηρά. «Η Κατρίν είναι η καλύτερη επιλογή. Το ξέρεις αυτό, όπως το ξέρουμε όλοι μας». Η Σιόμπαν κοίταξε πάλι την Κατρίν κι έκανε ένα καταφατικό νεύμα χαμογελώντας. Η γυναίκα από το Χέιλ έκανε κι αυτή το ίδιο. Μετά η Σιόμπαν γύρισε πάλι στον Λούθιεν. «Μιλάω σωστά;»
Ο Λούθιεν αναστέναξε νικημένος για άλλη μια φορά από την κοινή λογική. «Πάρε τον Ριβερντάνσερ», παρακάλεσε την Κατρίν. Ο Ριβερντάνσερ ήταν το άλογό του, ένα εκπληκτικό Μόργκαν-Χαϊλάντερ από τα υψίπεδα του Έραντοχ, από τα καλύτερα άλογα σε όλο το Εριαντόρ. «Φεύγεις το πρωί».
«Απόψε», τον διόρθωσε βλοσυρή η Κατρίν. «Ο στόλος από το Άβον δεν μαζεύει τα πανιά του όταν νυχτώνει».
Ο Λούθιεν δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει. Ήθελε να τρέξει κοντά της και να την αγκαλιάσει σφιχτά, ήθελε να την προστατέψει από όλα τα κακά και τους κινδύνους του κόσμου. Είχε αντιληφθεί όμως ότι η Κατρίν και η Σιόμπαν είχαν δίκιο. Η Κατρίν ήταν η καλύτερη επιλογή και δεν χρειαζόταν καμία προστασία.
Χωρίς να πει άλλη λέξη, η Κατρίν γύρισε και βγήκε από το Ντουέλφ.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Όλιβερ. «Θα επιστρέψω όταν επιστρέψω», είπε αυτός. Τον χαιρέτισε αγγίζοντας τον γύρο του καπέλου του και ακολούθησε την Κατρίν.
Ο Λούθιεν γύρισε στην Σιόμπαν, περιμένοντας ότι θα προσπαθήσει να σταματήσει τον Όλιβερ, να τον μεταπείσει όπως είχε κάνει με τον Λούθιεν.
«Καλό ταξίδι», ήταν το μόνο που του είπε εκείνη. Ο Όλιβερ, αφού τη χαιρέτισε κι αυτή αγγίζοντας το καπέλο, βγήκε στον δρόμο.
Όσοι έμειναν στο Ντουέλφ είχαν πολλά να συζητήσουν εκείνο το βράδυ, αλλά για αρκετή ώρα έμειναν αμίλητοι ή έκαναν ιδιωτικές συζητήσεις. Ξαφνικά όρμησε μέσα ένας άνθρωπος.
«Η Μητρόπολη!» φώναξε.
Δεν χρειαζόταν να πει τίποτε άλλο. Ο Λούθιεν πετάχτηκε όρθιος από το σκαμνί του, κοντεύοντας να σωριαστεί κάτω καθώς ορμούσε προς την πόρτα. Η Σιόμπαν τον στήριξε κρατώντας τον από τον αγκώνα, ώσπου ο Λούθιεν βρήκε την ισορροπία του και την κοίταξε καλά καλά.
Το χαμόγελό της ήταν μεταδοτικό και ο Λούθιεν κατάλαβε ότι, παρ’ όλο που ο Όλιβερ και η Κατρίν μάλλον είχαν ξεκινήσει κιόλας, δεν θα πολεμούσε μόνος του εκείνο το βράδυ.
Οι απελπισμένοι Κυκλωπιανοί όρμησαν έξω από τη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πόρτα της Μητρόπολης ουρλιάζοντας και τρέχοντας, προσπαθώντας να διασχίσουν την πλατεία και να τρυπώσουν στα σκοτεινά δρομάκια. Σμήνη από βέλη τους χτύπησαν από όλες τις πλευρές και μετά οι επαναστάτες δεν περίμεναν καν την επίθεση των μονόφθαλμων. Όρμησαν για να τους συναντήσουν αντιμετωπίζοντας την απελπισία των Κυκλωπιανών με τη δική τους ασυγκράτητη οργή.
Ο Λούθιεν και οι άλλοι από το Ντουέλφ δεν μπήκαν στην άνω πόλη πηδώντας πάνω από το τείχος. Πέρασαν από το ανατολικό τείχος, στο σημείο όπου το είχαν γκρεμίσει παλιότερα και από εκεί έφτασαν κατευθείαν στη Μητρόπολη. Ενώ στην πλατεία συνεχιζόταν η σφαγή, πολλοί Κυκλωπιανοί σκέφτηκαν να γυρίσουν για να κλειστούν πάλι στον καθεδρικό ναό. Σε τελική ανάλυση, είχαν απομείνει μερικά τρόφιμα, οπότε αν κατάφερναν να μπουν μέσα και να κλείσουν πάλι τις πόρτες, θα είχαν να τα μοιραστούν με λιγότερους συντρόφους τους.
Αλλά η μικρή ομάδα του Λούθιεν τους πρόλαβε και κράτησε την κύρια πόρτα του ναού ανοιχτή για να μπουν μέσα οι επαναστάτες. Για άλλη μια φορά το καθαγιασμένο δάπεδο του μεγάλου καθεδρικού ναού σκεπάστηκε από αίμα. Για άλλη μια φορά ένας χώρος προσευχής γέμισε από ξεφωνητά, κραυγές λύσσας και βογγητά τραυματισμένων.
Όλα τελείωσαν εκείνη τη νύχτα. Δεν έμεινε ούτε ένας Κυκλωπιανός ζωντανός στο Κάερ Μακντόναλντ.