Η μάχη μέσα στην πόλη δεν τελείωσε το σούρουπο. Το τείχος και ο ανοιχτός χώρος πίσω από την πύλη καθαρίστηκαν γρήγορα, αλλά πολλοί Κυκλωπιανοί είχαν πάλι τρυπώσει μέσα στις σκιές του Κάερ Μακντόναλντ. Γρήγορα άναψαν αρκετές φωτιές σε δρομάκια και αρκετά κτήρια τυλίχτηκαν στις φλόγες. Λίγο μετά τη δύση, ξέσπασε η θύελλα που είχε προβλέψει η Σιόμπαν. Άρχισε με καταρρακτώδη βροχή, που σφυροκοπούσε τις στέγες των σπιτιών σβήνοντας γρήγορα τις φωτιές στα στρατόπεδα του Άβον και του Πορτ Τσάρλι. Καθώς προχωρούσε η νύχτα κι έπεφτε η θερμοκρασία, η βροχή μετατράπηκε σε ένα πυκνό, υγρό χιόνι.
Ο Λούθιεν το παρακολούθησε για λίγο από τον προμαχώνα δίπλα στην πύλη της πόλης και, αργότερα, από τη στέγη του Ντουέλφ. Ήταν λες κι ο Θεός, αηδιασμένος από τη σφαγή, ήθελε να σβήσει τη μακάβρια σκηνή. Θα χρειαζόταν όμως κάτι πολύ περισσότερο από το χιόνι, όσο πολύ κι αν ήταν, για να σβήσουν αυτές οι εικόνες από τον νου του Λούθιεν Μπέντγουιρ.
«Λούθιεν!» ακούστηκε από κάτω. Ήταν η βαριά βραχνή φωνή του Σάγκλιν. Ο Λούθιεν διέσχισε με προσοχή τη γλιστερή στέγη και κοίταξε τον νάνο στον δρόμο.
»Απεσταλμένος από το στρατόπεδο του Όλιβερ», εξήγησε ο Σάγκλιν δείχνοντας την πόρτα της ταβέρνας.
Ο Λούθιεν κατανεύοντας πήγε στην υδρορροή για να κατεβεί στον δρόμο. Το περίμενε ότι οι σύμμαχοί τους θα έστελναν απεσταλμένο, μάλιστα αναρωτιόταν αν θα ερχόταν ολόκληρη η δύναμη μέσα στην πόλη.
Προφανώς όμως δεν είχαν τέτοιο σκοπό, γιατί η ώρα ήταν αρκετά περασμένη και οι φωτιές του στρατοπέδου τους έκαιγαν ακόμη στα δυτικά, πέρα από τον Φέλινγκ Ραν. Ο απεσταλμένος θα του εξηγούσε τις προθέσεις του εκστρατευτικού σώματος του Πορτ Τσάρλι, ώστε να μπορέσει να συντονίσει ανάλογα την άμυνα του Κάερ Μακντόναλντ. Ο Λούθιεν αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά γρήγορα, καθώς κατέβαινε γλιστρώντας την υδρορροή και πηδούσε απαλά στον δρόμο, που ήταν κιόλας σκεπασμένος από πέντε πόντους χιόνι.
Μπορεί να έχει έλθει η Κατρίν, σκέφτηκε. Δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή πόσο ήθελε να ξαναδεί τη φλογερή κοκκινομάλλα από το Χέιλ.
Όταν μπήκε στο Ντουέλφ, διαπίστωσε ότι ο απεσταλμένος δεν ήταν ούτε η Κατρίν ούτε ο Όλιβερ, ούτε καν ο Μπριντ’Αμούρ, αλλά μια νέα γυναίκα, σχεδόν κοριτσάκι, η Τζίνα Ντ’ Έλφινμπροκ από το Πορτ Τσάρλι. Τα γαλανά της μάτια άστραψαν όταν είδε τον Λούθιεν, τον θρύλο που ήταν γνωστός σαν Πορφυρή Σκιά, πράγμα που έκανε τον Λούθιεν να αισθανθεί αμηχανία.
Η συνάντηση ήταν σύντομη, γιατί η Τζίνα έπρεπε να γυρίσει στο στρατόπεδο πολύ πριν τα χαράματα, έτσι ώστε να αποφύγει περιπόλους Κυκλωπιανών κατά τη διαδρομή. Ο Όλιβερ ντε Μπάροους ήθελε να φέρει την εκστρατευτική δύναμη του Πορτ Τσάρλι μέσα στην πόλη, του είπε η κοπέλλα, αλλά δεν μπορούσαν να περάσουν με ασφάλεια τον Φέλινγκ Ραν. Οι Κυκλωπιανοί ήταν εκεί κοντά, στον βορρά, βρίσκονταν σε συνεχή επιφυλακή και δεν θα επέτρεπαν μια τέτοια κίνηση.
Ο Λούθιεν απογοητεύτηκε. Πολλοί από τους υπερασπιστές του Κάερ Μακντόναλντ ήταν νεκροί ή σοβαρά τραυματισμένοι, έτσι δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στην άμυνα της πόλης. Αν οι δύο χιλιάδες άνδρες του Όλιβερ έμπαιναν μέσα στην πόλη, θα κάλυπταν όλα τα κενά της άμυνάς της και οι Κυκλωπιανοί θα αναγκάζονταν να αρχίσουν πάλι την επίθεσή τους ουσιαστικά από το ίδιο σημείο όπου είχαν αρχίσει την προηγούμενη μέρα.
«Τις πιο ολόψυχες ευχαριστίες μας σε σένα και σ’ όλο σας τον στρατό», είπε ο Λούθιεν στην Τζίνα, που τώρα ήταν η σειρά της να κοκκινίσει. «Πες στους αρχηγούς σας ότι τα κατορθώματά τους εδώ δεν θα είναι μάταια, ότι το Κάερ Μακντόναλντ δεν θα πέσει. Πες στον Όλιβερ, από μένα προσωπικά, ότι ξέρω πως θα εμφανιστεί εκεί όπου τον χρειαζόμαστε περισσότερο. Και πες στην Κατρίν Ο’ Χέιλ να προσέχει το άλογό μου!» Ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να μη ρίξει μια πλάγια ματιά στη Σιόμπαν καθώς μίλησε για την Κατρίν, αλλά η μισοξωτική δεν φάνηκε να ενοχλείται καθόλου.
Η Τζίνα Ντ’ Έλφινμπροκ έφυγε από το Ντουέλφ και την πόλη διανύοντας με προσοχή μέσα στη μανιασμένη θύελλα τα λίγα χιλιόμετρα που τη χώριζαν από το στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι.
Αργότερα εκείνο το βράδυ, ο Λούθιεν και η Σιόμπαν ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι συζητώντας για τη μέρα που πέρασε και γι’ αυτή που θα ερχόταν. Ο άνεμος είχε δυναμώσει, τράνταζε το οίκημα του Τάινι Άλκοουβ και κατέβαινε με δυνατό βουητό μέσα από την καμινάδα, παρά τη φωτιά που έκαιγε δίνοντας στον αέρα μέσα στο μικρό δωμάτιο μια μυρωδιά καπνού.
Η Σιόμπαν κόλλησε δίπλα στον Λούθιεν ακουμπισμένη στον ένα αγκώνα, κοιτάζοντας το συγκεντρωμένο πρόσωπο του νέου. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, αλλά ήταν φανερό ότι ο νους του ταξίδευε κάπου αλλού.
«Δεν κινδυνεύουν», του ψιθύρισε η Σιόμπαν. «Έχουν ανάψει φωτιές και ξέρουν πώς να προφυλαχτούν από τον καιρό. Άλλωστε, έχουν έναν μάγο ανάμεσά τους και, απ’ όσα μου έχεις πει για τον Μπριντ’Αμούρ, θα ξέρει ένα-δυο κόλπα για να αντιμετωπίσει τη χιονοθύελλα».
Ο Λούθιεν δεν αμφέβαλλε γι’ αυτό, που ήταν όντως μια παρήγορη σκέψη. «Θα μπορούσαμε να τους οδηγήσουμε από τα νότια και να τους φέρουμε μέσα στην πόλη από τους πρόποδες», είπε.
«Δεν ξέραμε καν ούτε την έκταση ούτε τη θέση του στρατοπέδου τους παρά μόνο πολύ μετά τη δύση», απάντησε η Σιόμπαν.
«Ωστόσο, θα έπαιρνε μερικές ώρες μόνο», επέμεινε ο Λούθιεν. «Ακόμη και με τη θύελλα. Τα περισσότερα μονοπάτια από εκείνη την πλευρά είναι προστατευμένα, δεν είχαν πολύ χιόνι πριν αρχίσει η θύελλα». Αναστέναξε βαθιά. «Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να τους φέρουμε μέσα».
Η Σιόμπαν δεν αμφισβητούσε τα λεγόμενά του, όμως το τελευταία πράγμα που χρειαζόταν τώρα ο Λούθιεν ήταν οι τύψεις. «Ο Όλιβερ ξέρει την περιοχή εξίσου καλά μ’ εσένα», θύμισε στον Λούθιεν. «Αν η δύναμη του Πορτ Τσάρλι ήθελε να μπει στο Κάερ Μακντόναλντ, θα το έκανε.
Ο Λούθιεν δεν ήταν τόσο σίγουρος γι’ αυτό, όμως η συζήτηση δεν είχε νόημα πια γιατί είχαν περάσει για τα καλά τα μεσάνυχτα και δεν μπορούσε να γίνει τίποτα πια.
»Ο Σάγκλιν μου είπε ότι οι δικοί του έφτιαξαν μερικές καινούριες παγίδες για τους Κυκλωπιανούς», είπε η Σιόμπαν, προσπαθώντας να φέρει τη συζήτηση σε ένα πιο ευχάριστο θέμα. «Όταν έλθουν πάλι οι εχθροί μας, θα είναι πιο δύσκολο να ανεβούν στο τείχος, ενώ αν μείνουν στα ανοιχτά για πολύ, ο Όλιβερ με τους δικούς του θα τους πιέσουν από πίσω».
«Ο Όλιβερ δεν έχει αρκετούς στρατιώτες για να το κάνει αυτό».
Η Σιόμπαν κούνησε το κεφάλι της γελώντας. «Θα τους χτυπήσουν από μακριά!» επέμεινε. «Θα τους ρίξουν με τα τόξα στην πλάτη και μετά θα το σκάσουν».
Ο Λούθιεν δεν ήταν τόσο σίγουρος, αλλά και πάλι δεν ήθελε να επιμείνει. Συνέχισε να κοιτάζει στο ταβάνι τις τρεμάμενες σκιές που έριχναν οι φλόγες του τζακιού καθώς χόρευαν από τον άνεμο ο οποίος λυσσομανούσε. Γρήγορα αισθάνθηκε την αναπνοή της Σιόμπαν δίπλα του να γίνεται βαθιά και ρυθμική, ώσπου σε λίγο τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος.
Ονειρεύτηκε τον αντίπαλό του, τον τεράστιο, άσχημο Κυκλωπιανό. Από τον νου του πέρασαν ένας-ένας όλοι οι τακτικοί ελιγμοί της μέρας, όλες οι κινήσεις που είχε κάνει ο μονόφθαλμος: το πρώτο ισχυρό χτύπημα κατά της πόλης· η δεύτερη επίθεση, η παραπλανητική κίνηση στην οποία πολλοί Κυκλωπιανοί εμπρηστές τρύπωσαν μέσα στην πόλη· η αντίδρασή του όταν εμφανίστηκαν οι ενισχύσεις των επαναστατών στο πεδίο της μάχης, η ξαφνική και οργανωμένη στροφή των επιδέξιων Πραιτωριανών Φρουρών. Οι Κυκλωπιανοί θα είχαν εξοντωθεί στο πεδίο της μάχης σ’ εκείνη τη φάση, θα βρίσκονταν περικυκλωμένοι, ανήμποροι να αμυνθούν αποτελεσματικά. Ο αρχηγός τους όμως αντέδρασε άμεσα και αποφασιστικά, έστριψε τη δύναμή του και καταδίωξε τον στρατό του Πορτ Τσάρλι πίσω μέχρι τον Φέλινγκ Ραν.
Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν ξαφνικά, αν και δεν είχε κοιμηθεί παρά μία ώρα περίπου. Δίπλα του, η Σιόμπαν, αφού άνοιξε κι αυτή νυσταγμένα το ένα μάτι, βόλεψε το μάγουλό της πάνω στο μυώδες στήθος του.
«Δεν θα ξανάρθει!» είπε ο Λούθιεν, με φωνή που ακούστηκε δυνατή μέσα στο μουρμουρητό του ανέμου.
Η Σιόμπαν σήκωσε το κεφάλι και τα μακριά μαλλιά της χύθηκαν στον ώμο του Λούθιεν.
»Οι Κυκλωπιανοί», της εξήγησε ο Λούθιεν καθώς ανασηκωνόταν στους αγκώνες για να κοιτάξει την κόκκινη λάμψη στο τζάκι. «Δεν θα ξανάρθουν!»
«Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε η Σιόμπαν. Κούνησε το κεφάλι παραμερίζοντας τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Μετά ανακάθισε και οι κουβέρτες έπεσαν από πάνω της.
«Ο αρχηγός τους είναι πολύ έξυπνος», συνέχισε ο Λούθιεν, μιλώντας όχι μόνο σε αυτήν αλλά και στον εαυτό του. «Ξέρει ότι η άφιξη του συμμαχικού στρατού θα του στοιχίσει ακριβά, αν χτυπήσει πάλι τα τείχη».
«Μα έχει έλθει για να πάρει πίσω την πόλη», του υπενθύμισε η Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν σήκωσε το δάχτυλο ψηλά, μια χειρονομία έμπνευσης. «Όμως, με όλα όσα έχουν συμβεί, μάλιστα με τη χιονοθύελλα, ξέρει ότι μπορεί να χάσει».
Η έκφραση της Σιόμπαν έδειχνε τις αμφιβολίες της πιο καθαρά απ’ ό,τι μπορεί να έκανε με οποιαδήποτε ερώτηση. Οι Κυκλωπιανοί ήταν επίμονοι, ξεροκέφαλοι. Οι δυο τους είχαν ακούσει πολλές ιστορίες κυκλωπιανών φυλών, που έκαναν έφοδο κατά του εχθρού τους παρά τη μεγάλη του αριθμητική υπεροχή και εξοντώθηκαν μέχρι τον τελευταίο.
Ο Λούθιεν κούνησε το κεφάλι του απορρίπτοντας το λογικό σκεπτικό της. «Αυτοί είναι Πραιτωριανοί Φρουροί», είπε. «Και ο αρχηγός τους είναι πονηρός. Δεν θα επιτεθεί στην πόλη αύριο».
«Σήμερα», τον διόρθωσε η Σιόμπαν, γιατί ήταν περασμένα μεσάνυχτα. «Και πώς το ξέρεις;»
Ο Λούθιεν είχε έτοιμη την απάντηση. «Γιατί ούτε κι εγώ θα έκανα επίθεση στην πόλη αύριο… σήμερα», είπε.
Η Σιόμπαν τον κοίταξε διαπεραστικά για αρκετές στιγμές, αλλά δεν αμφισβήτησε ανοιχτά το επιχείρημά του. «Δηλαδή τι περιμένεις ότι θα κάνει;» ρώτησε.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Λούθιεν δεν είχε ιδέα τι μπορεί να έκανε ο αντίπαλός του, τώρα όμως του ήρθε η σκέψη ξαφνικά και πεντακάθαρα. «Θα περάσει το ποτάμι», είπε και, όταν τελείωσε τη φράση του, δυσκολευόταν να πάρει ανάσα.
Η Σιόμπαν κούνησε με αμφιβολία το κεφάλι.
»Θα περάσει το ποτάμι και θα επιτεθεί στη δύναμη του Πορτ Τσάρλι σε ανοιχτό έδαφος», επέμεινε ο Λούθιεν όλο πιο ανήσυχος.
«Ο στόχος του είναι η πόλη», επέμεινε η Σιόμπαν.
«Όχι!» απάντησε ο Λούθιεν κοφτά, πιο έντονα απ’ ό,τι θα ήθελε. «Θα τους χτυπήσει σε ανοιχτό έδαφος, κι όταν τους εξοντώσει, θα μπορεί πια να γυρίσει σε μας».
«…Αν του έχει απομείνει αρκετή δύναμη για να επιστρέψει σε μας», απάντησε η Σιόμπαν. «Και μέχρι να γυρίσει, θα έχουμε τελειώσει περισσότερα οχυρωματικά έργα». Κούνησε το κεφάλι της πάλι αμφισβητώντας τους ισχυρισμούς του, αλλά έβλεπε από την αυστηρή έκφραση του Λούθιεν ότι δεν τον είχε πείσει.
»Ο χρόνος λειτουργεί εναντίον του», συνέχισε η Σιόμπαν. «Ουσιαστικά δεν έχουν καθόλου τρόφιμα, ενώ είναι πολύ μακριά από τη βάση τους, εξαντλημένοι και τραυματισμένοι.
Ο Λούθιεν ήθελε να της υπενθυμίσει πάλι ότι δεν έχουν να κάνουν με συνηθισμένους Κυκλωπιανούς αλλά με Πραιτωριανούς Φρουρούς, όμως η Σιόμπαν συνέχισε τα επιχειρήματά της:
»Και αν έχεις δίκιο», είπε, «τι μπορούμε να κάνουμε εμείς; Ο Όλιβερ με τους άλλους δεν είναι ανόητοι. Θα τους δουν να πλησιάζουν, οπότε θα είναι ανοιχτός ο δρόμος τους για να μπουν στο Κάερ Μακντόναλντ».
«Ο εχθρός δεν θα τους αφήσει ανοιχτό δρόμο», απάντησε σκυθρωπός ο Λούθιεν.
«Πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στους συμμάχους μας», είπε η Σιόμπαν. «Η δική μας εύθυνη είναι να υπερασπίσουμε το Κάερ Μακντόναλντ». Σταμάτησε καθώς πρόσεξε τη λαχανιασμένη ανάσα του Λούθιεν. Ήταν φανερό ότι ήταν ταραγμένος κι ανήσυχος.
»Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», επέμεινε η Σιόμπαν. Έσκυψε και, αφού τον φίλησε, έγειρε πάλι πίσω χωρίς να σκεπάσει τη γύμνια της. «Έχε τους εμπιστοσύνη», είπε. Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τον Λούθιεν στο μάγουλο, μετά στον λαιμό, ώσπου οι μύες του χαλάρωσαν κάτω από το απαλό της χάδι.
«Κι όμως, υπάρχει κάτι», είπε εκείνος ξαφνικά. Ανακάθισε για να κοιτάξει την Σιόμπαν στα μάτια. «Μπορούμε να βγούμε έξω πριν τα χαράματα, να ακολουθήσουμε τα βόρεια μονοπάτια. Αν κάνουμε κύκλο…
Ο Λούθιεν σταμάτησε. Η Σιόμπαν τον κοίταζε εμβρόντητη, σαν να μην πίστευε στα αφτιά της.
»Ο εχθρός θα τους χτυπήσει στα ανοιχτά», της είπε ικετευτικά. «Και μετά, αν αποφασίσει ότι οι δυνάμεις του δεν είναι αρκετές για να καταλάβει την πόλη, θα γυρίσει για να επιστρέψει στο Πορτ Τσάρλι, που τώρα θα είναι ανυπεράσπιστο. Οι Κυκλωπιανοί θα τους σφάξουν όλους και θα εγκατασταθούν στην πόλη· καθώς η άνοιξη ήδη πλησιάζει, ο Γκρινσπάροου θα έχει δικό του λιμάνι στο Εριαντόρ για να στείλει μια δεύτερη, μεγαλύτερη δύναμη εναντίον μας».
«Πόσους σκέφτεσαι να στείλεις έξω;» ρώτησε η Σιόμπαν. Οι εξηγήσεις του Λούθιεν είχαν αρχίσει να την ανησυχούν.
«Τους περισσότερους», απάντησε αυτός χωρίς δισταγμό.
Η Σιόμπαν τον κοίταξε βλοσυρή. «Αν στείλεις έξω τους περισσότερους και ο εχθρός επιτεθεί πάλι στο Κάερ Μακντόναλντ, θα οχυρωθούν μέσα στην πόλη πριν προλάβουμε να τους χτυπήσουμε. Θα είμαστε χωρίς καταφύγιο, θα μας σκορπίσουν στους κάμπους του Εριαντόρ».
Ο Λούθιεν περίμενε αυτή την κριτική· όντως, το επιχείρημα της Σιόμπαν ήταν βάσιμο σε μεγάλο βαθμό. Αλλά δεν πίστευε ότι ο αντίπαλός του θα χτυπούσε αμέσως την πόλη. Το ένστικτο του έλεγε ότι οι Κυκλωπιανοί θα επιτεθούν στον στρατό του Πορτ Τσάρλι.
«Το κάνεις εξαιτίας της;» ρώτησε η Σιόμπαν ξαφνικά, απρόσμενα.
Ο Λούθιεν την κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Η αναφορά στην Κατρίν με αυτό τον τρόπο τον πλήγωσε, πολύ περισσότερο μάλιστα επειδή για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως είναι αλήθεια.
Η Σιόμπαν είδε την αντίδρασή του. «Λυπάμαι», είπε με ειλικρίνεια. «Ήταν τρομερό αυτό που είπα». Έσκυψε κοντά του και τον φίλησε πάλι.
»Ξέρω ότι η πρώτη σου φροντίδα είναι το Κάερ Μακντόναλντ», ψιθύρισε. «Ξέρω ότι οι αποφάσεις σου βασίζονται στο τι είναι καλύτερο για όλους. Δεν αμφιβάλλω ποτέ γι’ αυτό». Τον φίλησε ξανά, και ξανά, πιο παθιασμένα αυτήν τη φορά, ενώ ο Λούθιεν την αγκάλιαζε και την έσφιγγε πάνω του, νιώθοντας τη ζέστη του κορμιού της, έχοντας ανάγκη αυτήν τη ζέστη.
Μετά όμως, σε τούτη τη νύχτα των αποκαλύψεων, τραβήχτηκε πίσω με απορημένη έκφραση που την αιφνιδίασε.
«Όλα αυτά δεν γίνονται για μένα, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε επικριτικά.
Η Σιόμπαν φάνηκε να μην καταλαβαίνει.
»Όλα αυτά», επανέλαβε με ειλικρίνεια ο Λούθιεν. «Ο έρωτας που κάνουμε. Δεν αγαπάς εμένα, τον Λούθιεν Μπέντγουιρ, αλλά την Πορφυρή Σκιά, τον αρχηγό της επανάστασης».
«Είναι ένα και το αυτό», απάντησε η Σιόμπαν.
« Όχι», απάντησε ο Λούθιεν κουνώντας αργά το κεφάλι. «Όχι. Γιατί η επανάσταση θα τελειώσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και μέχρι τότε μπορεί να τελειώσω κι εγώ. Από την άλλη μεριά όμως μπορεί να μην πεθάνω, και σ’ αυτή την περίπτωση πώς θα βλέπει η Σιόμπαν τον Λούθιεν Μπέντγουιρ, όταν δεν θα χρειάζεται πια την Πορφυρή Σκιά;»
Μέσα στο μισοσκόταδο ο Λούθιεν είδε τους ώμους της να κρεμούν και μαζί τους όλο της το σώμα. Κατάλαβε ότι την είχε πληγώσει, αλλά ταυτόχρονα την είχε βάλει σε σκέψεις.
«Ποτέ μην αμφιβάλλεις ότι σε αγαπώ, Λούθιεν Μπέντγουιρ», του ψιθύρισε.
«Αλλά…» την παρακίνησε ο Λούθιεν.
Η Σιόμπαν γύρισε και κοίταξε τα κάρβουνα που έλαμπαν στο τζάκι. «Δεν γνώρισα ποτέ τον πατέρα μου», είπε, και η ξαφνική αλλαγή συζήτησης μπέρδεψε τον Λούθιεν. «Ήταν ξωτικό, ενώ η μητέρα μου άνθρωπος».
«Ο πατέρας σου πέθανε;»
Η Σιόμπαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έφυγε πριν γεννηθώ».
Ο Λούθιεν διέκρινε τον πόνο στη φωνή της και ένιωσε την καρδιά του έτοιμη να σπάσει. «Υπήρχαν προβλήματα», είπε προσπαθώντας να την παρηγορήσει. «Οι νεραϊδογέννητοι…»
«Οι νεραϊδογέννητοι ήταν ελεύθεροι τότε», τον έκοψε η Σιόμπαν. «Αυτό έγινε πριν τον Γκρινσπάροου — σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν τον Γκρινσπάροου.
Ο Λούθιεν σώπαινε τώρα γιατί συνειδητοποιούσε ότι η Σιόμπαν, σύμφωνα με αυτά που έλεγε, πρέπει να ήταν σχεδόν εξήντα χρονών! Αιφνίδια άρχισε να καταλαβαίνει πολλά, να βλέπει πολλά γεγονότα στη σωστή τους προοπτική, πράγματα που ούτε καν είχε καθίσει να σκεφτεί μέσα στις ορμητικές εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων.
»Είμαι μισοξωτική», συνέχισε η Σιόμπαν. «Θα ζήσω τρεις αιώνες, ίσως τέσσερις, εκτός αν με σκοτώσει κάποιος εχθρός». Γύρισε για να κοιτάξει τον Λούθιεν στα ίσια, κι αυτός παρά το αμυδρό φως έβλεπε καθαρά τα όμορφα γωνιώδη χαρακτηριστικά, τα έντονα πράσινα μάτια της. «Ο πατέρας μου έφυγε επειδή δεν άντεχε να δει τη γυναίκα που αγαπούσε και το παιδί του να γερνούν και να πεθαίνουν», του εξήγησε. «Γι’ αυτό υπάρχουν τόσο λίγοι με τη δική μου, ανάμικτη καταγωγή. Οι νεραϊδογέννητοι μπορούν να αγαπήσουν τους ανθρώπους αλλά ξέρουν ότι, αν το κάνουν αυτό, θα ζουν μετά μόνοι κι απαρηγόρητοι για αιώνες».
«Είμαι ένας προσωρινός σύντροφος», είπε ο Λούθιεν, με φωνή που δεν έκρυβε καμιά πικρία.
«Ποιος ξέρει τι θα συμβεί με τον πόλεμο να μαίνεται γύρω μας;» απάντησε η Σιόμπαν. «Σ’ αγαπώ, Λούθιεν Μπέντγουιρ».
«…Αλλά η επανάσταση είναι πιο σημαντική», συνέχισε τα λόγια της ο Λούθιεν.
Ήταν μια αλήθεια που η Σιόμπαν δεν μπορούσε να αρνηθεί. Αγαπούσε όντως τον Λούθιεν, αγαπούσε την Πορφυρή Σκιά, αλλά όχι με την ένταση με την οποία ένας άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει έναν άλλο άνθρωπο. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ επώδυνο για τα ξωτικά και τα μισοξωτικά, που έχουν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Κι ο Λούθιεν άξιζε κάτι καλύτερο, συνειδητοποίησε τότε η Σιόμπαν.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται.
Κάπου μέσα του ο Λούθιεν ήθελε να της φωνάξει να μείνει. Την είχε ποθήσει από την πρώτη στιγμή, τότε που την είχε δει να περνά στον δρόμο σαν μια απλή σκλάβα.
Αλλά δεν μίλησε. Καταλαβαίνοντας όσα του είπε η Σιόμπαν, συμφωνούσε σιωπηλά. Την αγαπούσε και η Σιόμπαν τον αγαπούσε κι αυτή, αλλά η σχέση τους δεν ήταν γραφτό να συνεχιστεί.
Όμως υπήρχε μια άλλη γυναίκα, που ο Λούθιεν την αγαπούσε κι εκείνη. Το ήξερε ο ίδιος, το ήξερε και η Σιόμπαν.
«Οι Κυκλωπιανοί δεν θα επιτεθούν στην πόλη αύριο», επανέλαβε ο Λούθιεν, καθώς η Σιόμπαν έριχνε έναν βαρύ μανδύα στους ώμους της.
«Το σκεπτικό σου μας οδηγεί σε ένα τρομερό ρίσκο», απάντησε εκείνη.
Ο Λούθιεν κατένευσε. «Δείξε μου εμπιστοσύνη», ήταν το μόνο που είπε, καθώς έφευγε η Σιόμπαν.