Το Πορτ Τσάρλι ήταν μια πυκνοκατοικημένη κωμόπολη με άσπρα σπίτια χτισμένα σε στενές τακτικές σειρές πάνω σε διαδοχικές αναβαθμίδες στους πρόποδες του Άιρον Κρος, με θέα προς την ταραγμένη Θάλασσα του Άβον. Έλεγαν ότι τις πιο καθαρές μέρες, από τα ψηλότερα σπίτια του χωριού, έβλεπες τους λευκοπράσινους γκρεμούς του Μπαράντουιν στα δυτικά να καλούν τις ψυχές των ανθρώπων. Το Πορτ Τσάρλι ήταν όμορφος τόπος, και γινόταν ακόμη πιο όμορφος τις σπάνιες εκείνες μέρες που έλαμπε ο ήλιος, με το φως του να σε θαμπώνει πέφτοντας στα λευκά σπίτια και τους λευκούς φράχτες, που κύκλωναν κάθε αυλή σημειώνοντας τα όρια κάθε κλιμακωτής αναβαθμίδας της πόλης.
Έτσι ήταν η μέρα, φωτεινή, ηλιόλουστη και πρόσχαρη, όταν ο Όλιβερ και η Κατρίν αντίκρισαν από μακριά το Πορτ Τσάρλι. Δεν υπήρχε χιόνι γύρω από την πόλη, μόνο ανεμοδαρμένα βράχια, λευκοί ή γκρίζοι όγκοι ανάμεσα στα τετραγωνισμένα και περιποιημένα σπίτια. Γύρω της έβλεπες πράσινα και καφέ μπαλώματα εδώ κι εκεί, και μερικά δέντρα γυμνά, να στέκονται περήφανα ανάμεσα σε σπίτια και βράχια.
«Είναι νωρίς ακόμη, δεν έχουν ανθίσει τα φυτά», είπε ο Όλιβερ. Χτύπησε με τις φτέρνες την κοιλιά του Θρεντμπέαρ, του κίτρινου πόνι του, κάνοντας το να πάει πιο γρήγορα.
Η Κατρίν σπιρούνισε επίσης τον Ριβερντάνσερ και το δυνατό λευκό άλογο έφτασε εύκολα το μικρόσωμο πόνι.
»Έχω έλθει εδώ την άνοιξη», της εξήγησε ο Όλιβερ. «Πρέπει να δεις το Πορτ Τσάρλι την άνοιξη!» Άρχισε να περιγράφει τα ανθισμένα δέντρα, τα πολλά λουλούδια που φύτρωναν στις ρωγμές των βράχων και στα παρτέρια, στα παράθυρα των σπιτιών, αλλά η Κατρίν δεν του έδινε πολλή προσοχή, αφού δεν χρειαζόταν περιγραφές. Γι’ αυτήν, το Πορτ Τσάρλι ήταν το Χέιλ σε μεγαλύτερη κλίμακα. Θυμόταν καλά τη γη της νιότης της, τον άνεμο που σάρωνε τα παγωμένα νερά, τα λαμπερά χρώματα, μοβ κυρίως πάνω στο γκρίζο και το λευκό. Άκουσε τον αχό της παλίρροιας, εκείνο το υπόκωφο βουητό, το γρύλλισμα της ίδιας της γης, θυμήθηκε το νησί του Μπέντγουιρ και τα ταξίδια με το πλοίο που φαινόταν τόσο υπέροχο και πελώριο δεμένο στην προβλήτα, όμως τόσο ασήμαντο και μικροσκοπικό όταν η στεριά γινόταν μια σκούρα γραμμή στον γκρίζο ορίζοντα.
Και θυμόταν πάνω απ’ όλα τη μυρωδιά, τη βαριά αλμύρα του αέρα. Βαριά και υγιεινή, αρχέγονη θα ’λεγες. Το Πορτ Τσάρλι και το Χέιλ, δυο μέρη όπου νιώθεις πιο ζωντανός, όπου η ψυχή βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα του απτού κόσμου.
Ο Όλιβερ, βλέποντας τη μακρινή ονειροπαρμένη έκφραση στα πράσινα μάτια της Κατρίν, σώπασε.
Μπήκαν στην πόλη από τα βορειοανατολικά και ακολούθησαν τον μοναδικό κεντρικό δρόμο, που λίγο πιο κάτω χωριζόταν στα δύο, δεξιά προς τους αμμόλοφους και τη θάλασσα, αριστερά προς το κάτω μέρος της πόλης. Ο Όλιβερ πήγε να στρίψει αριστερά, αλλά η Κατρίν ήξερε καλύτερα.
«Πάμε στις αποβάθρες», του εξήγησε.
«Πρέπει να βρούμε τον δήμαρχο», φώναξε πίσω της ο Όλιβερ, καθώς είδε ότι η Κατρίν ακολουθούσε άλλον δρόμο.
«Τον λιμενάρχη», τον διόρθωσε η Κατρίν, γιατί ήξερε ότι στο Πορτ Τσάρλι, όπως και στο Χέιλ, εκείνος που έχει τον έλεγχο του λιμανιού έχει και τον έλεγχο της πόλης.
Οι οπλές των αλόγων τους χτυπούσαν δυνατά πάνω στον σανιδοστρωμένο δρόμο που διέσχιζε την αμμουδιά φτάνοντας στις αποβάθρες, αλλά έπαψαν να ακούγονται όταν πλησίασαν στο λιμάνι, όπου τα κύματα πάφλαζαν εκκωφαντικά και πολλά δεμένα σκάφη χτυπούσαν πάνω στις ξύλινες προβλήτες. Από πάνω έκραζαν γλάροι, ενώ κάθε τόσο χτυπούσαν καμπάνες διαπερνώντας με τον κοφτό τους ήχο το συνεχές βουητό της θάλασσας. Κάποιο σκάφος πλησίαζε με μισοκατεβασμένα τα πανιά έχοντας ένα σμήνος λευκούς και γκρίζους γλάρους να φτεροκοπούν δυνατά από πάνω του, σημάδι ότι το πλήρωμα είχε πιάσει καλή ψαριά εκείνη τη μέρα.
Ο Όλιβερ είδε έναν άνδρα και μια γυναίκα να δουλεύουν πάνω στο κατάστρωμα του σκάφους. Έκοβαν ψαροκέφαλα με τεράστια μαχαίρια και τα πετούσαν στον αέρα χωρίς να κάνουν τον κόπο να κοιτάξουν, ξέροντας ότι οι γλάροι δεν θα αφήσουν κανένα κομμάτι να πέσει κάτω.
Η Κατρίν προχώρησε πρώτη σε μια ράμπα που τους έβγαλε στον μακρύ σανιδοστρωμένο χώρο ανάμεσα στα σπίτια και τη θάλασσα. Επτά μακριές προβλήτες παρατάσσονταν η μια δίπλα στην άλλη μέσα στο λιμάνι, αρκετός χώρος για περίπου διακόσια αλιευτικά, πέντε φορές περισσότερα από τον μικρό στόλο του Χέιλ. Η Κατρίν φαντάστηκε αυτά τα μικρά σκάφη να κάνουν ελιγμούς γύρω από τεράστια πολεμικά γαλιόνια. Δεν είχε δει πολλά τέτοια μεγάλα πλοία στη ζωή της, πέρα από εκείνα που έπιαναν μερικές φορές στην Νταν Βάρνα κι ένα που είχε προσπεράσει το αλιευτικό του πατέρα της στα ανοιχτά έξω από τη δυτική ακτή του Μπέντγουιντριν. Δεν ήξερε τι δυνατότητες έχουν, αλλά μπορούσε να φανταστεί τη δύναμή τους, γι’ αυτό η εικόνα της προκάλεσε ρίγος.
Έδιωξε τις ενοχλητικές σκέψεις καθώς κοίταξε καλύτερα το λιμάνι. Ευχήθηκε να ήταν πολύ ρηχό, για να μην μπορέσουν να πιάσουν τα μεγάλα πλοία. Αν έμπαινε ο εχθρός σε μικρότερα αποβατικά σκάφη, οι ψαράδες του Πορτ Τσάρλι θα έκαναν πολύ δύσκολη την αποβίβασή τους.
Η Κατρίν συνειδητοποίησε ότι προτρέχει. Αυτά τα σχέδια θα έρχονταν αργότερα και θα τα έκαναν εκείνοι που ήξεραν καλύτερα τα νερά. Προς το παρόν, αυτή κι ο Όλιβερ έπρεπε απλώς να πείσουν τους κατοίκους του Πορτ Τσάρλι να αντισταθούν στο στράτευμα εισβολής, μην αφήνοντας τις δυνάμεις του Γκρινσπάροου να μπουν στο λιμάνι.
Οι οπλές του Ριβερντάνσερ βροντούσαν πάνω στις σανίδες, με τον Θρεντμπέαρ να ακολουθεί. Η Κατρίν ήξερε τη διαμόρφωση του λιμανιού, ήταν παρόμοια με εκείνη του Χέιλ, έτσι κατευθύνθηκε προς την τέταρτη, την κεντρική προβλήτα.
«Δεν θα έπρεπε να κατεβούμε από τα άλογα;» ρώτησε ανήσυχος ο Όλιβερ κοιτάζοντας τις χαραμάδες ανάμεσα στα μαδέρια της προβλήτας, όπως επίσης την επιφάνεια του σκοτεινού νερού σε μεγάλο βάθος από κάτω. Είχε άμπωτη, γι’ αυτό γρήγορα ο Όλιβερ και η Κατρίν βρέθηκαν δέκα ολόκληρα μέτρα πάνω από το επίπεδο του νερού.
Η Κατρίν δεν απάντησε, συνέχισε να κατευθύνεται προς το μικρό σπίτι που ήταν χτισμένο πάνω στην προβλήτα. Ήταν ακόμη νωρίς το απόγευμα, για τούτο στο λιμάνι ήταν δεμένα πολύ λίγα ψαράδικα. Μερικοί γέροι θαλασσόλυκοι τριγύριζαν στις αποβάθρες κοιτάζοντας με περιέργεια τους παράξενους νεοφερμένους, ιδιαίτερα μάλιστα τον κομψευόμενο χάφλινγκ που φαινόταν τόσο γραφικός και τόσο αταίριαστος με το ανεμοδαρμένο λιμάνι.
Πριν φτάσουν στο κτήριο, βγήκε να τους προϋπαντήσει μια ηλικιωμένη γυναίκα με μελαψό, ρυτιδωμένο πρόσωπο και αραιά λευκά μαλλιά — θα ’λεγες ότι ο ασταμάτητος άνεμος της είχε πάρει τα μισά.
Τους χαιρέτισε με ένα νεύμα καθώς ξεπέζευαν και χαμογέλασε δείχνοντας περισσότερο ούλα παρά δόντια. Τα λιγοστά δόντια που της απέμεναν ήταν στραβά και μαυρισμένα. Τα μάτια της είχαν ένα πολύ ανοιχτό γαλάζιο χρώμα, σχεδόν ξεπλυμένο, ενώ τα μέλη και τα δάχτυλά της ήταν στραβά, λυγισμένα σε παράξενες γωνίες, με τις αρθρώσεις τους γεμάτες προεξοχές και κόμπους.
Δεν ήταν απωθητική όμως. Είχε μια καλοσύνη πάνω της, έβλεπες αμέσως ότι είναι μια πραγματικά ευγενική και τίμια ψυχή, ένας άνθρωπος που ακολούθησε τον ίσιο δρόμο στη ζωή του.
«Δεν θα βρείτε πλοίο για τον νότο, τουλάχιστον για δυο βδομάδες ακόμη», τους είπε με ένρινη φωνή. «Και για τον βορρά, υπολογίστε τέσσερις βδομάδες».
«Δεν ψάχνουμε για πλοίο», απάντησε η Κατρίν. «Αναζητούμε τον λιμενάρχη».
Η γριά την κοίταξε για λίγο, προσέχοντας τα τραχιά χέρια της και τον τρόπο με τον οποίο στεκόταν ευθυτενής παρά τον δυνατό τσουχτερό αέρα. Μετά άπλωσε εγκάρδια το χέρι της. «Με βρήκατε», είπε. «Γκρέτελ Σουίνι».
«Κατρίν Ο’ Χέιλ», είπε η Κατρίν, και όταν η Γκρέτελ άκουσε το όνομα του βόρειου λιμανιού, χαμογέλασε κατανεύοντας. Η γριά λιμενάρχισσα κατάλαβε ότι είχε μπροστά της μια θαλασσινή. Δεν ήξερε τι συμπέρασμα να βγάλει για τον Όλιβερ όμως, μέχρι που θυμήθηκε κάτι. Η Γκρέτελ ήταν λιμενάρχης του Πορτ Τσάρλι σχεδόν δύο δεκαετίες και φρόντιζε να παρακολουθεί όλα τα ξένα πλοία που φόρτωναν και ξεφόρτωναν. Φυσικά, δεν θυμόταν όλους όσους είχαν περάσει από την πόλη της, αλλά τον Όλιβερ ήταν δύσκολο να τον ξεχάσει.
«Γασκόνος…», είπε απλώνοντας το χέρι στον Όλιβερ.
Αυτός το πήρε και το έφερε στα χείλια του. «Όλιβερ ντε Μπάροους», συστήθηκε· μετά άφησε το χέρι της Γκρέτελ και έκανε μια βαθιά υπόκλιση, με το καπέλο του να αγγίζει την ξύλινη αποβάθρα.
«Σίγουρα Γασκόνος», είπε πάλι η Γκρέτελ στην Κατρίν κλείνοντας το μάτι.
Η Κατρίν μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Ακούσατε για τη μάχη στο Μόντφορτ;» ρώτησε.
Τα σχεδόν λευκά μάτια της Γκρέτελ άστραψαν. Είχε καταλάβει κιόλας πολλά. «Παράξενο να βάλετε για απεσταλμένο έναν Γασκόνο», είπε.
«Ο Όλιβερ είναι φίλος», εξήγησε η Κατρίν. «Φίλος δικός μου και φίλος του Λούθιεν Μπέντγουιρ».
«Ώστε είναι αλήθεια!» είπε η Γκρέτελ. «Ο γιος του κόμη του Μπέντγουιντριν…» Κούνησε το κεφάλι με ξινισμένη έκφραση. «Σίγουρα είναι μακριά από το σπίτι του». Η Κατρίν και ο Όλιβερ κοιτάχτηκαν προσπαθώντας και οι δύο να αξιολογήσουν την αντίδραση της Γκρέτελ. «Όπως είστε κι εσείς!»
«Προσπαθούμε να κάνουμε αυτό το σπίτι δικό μας ξανά, όπως ήταν και πρώτα», απάντησε η Κατρίν.
Η Γκρέτελ δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται. «Φτιάχνω τσάι», είπε γυρίζοντας προς το σπίτι. «Θα έχετε πολλά να μου πείτε και σίγουρα πολλά να μου προτείνετε· ας πάμε μέσα λοιπόν να μιλήσουμε με την άνεσή μας».
Ο Όλιβερ και η Κατρίν συνέχισαν να κοιτάζονται, καθώς η Γκρέτελ έμπαινε στο σπίτι.
«Δεν θα είναι εύκολο», είπε ο Όλιβερ.
Η Κατρίν συμφώνησε με ένα νεύμα. Ήξερε ότι οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι δεν πρόκειται να εντυπωσιαστούν από μια εξέγερση. Αυτή η πόλη έμοιαζε τόσο πολύ με το Χέιλ! Γιατί να επαναστατήσουν, σε τελική ανάλυση, όταν είναι ήδη ελεύθεροι; Οι ψαράδες του Πορτ Τσάρλι δεν υπάκουαν σε κανέναν πέρα από τη θάλασσα και, έχοντας τη θάλασσα για μοναδικό τους κυρίαρχο, δεν τους απασχολούσε ο Λούθιεν, ούτε η μάχη του στο Μόντφορτ ή και ο ίδιος ο Γκρινσπάροου ακόμη.
Καθώς οι δύο φίλοι έδεναν τα άλογά τους, ένα αγοράκι βγήκε τρέχοντας από το σπίτι και απομακρύνθηκε προς την πόλη.
«Η Γκρέτελ καλεί μερικούς φίλους», εξήγησε η Κατρίν.
Το χέρι του Όλιβερ πήγε ενστικτωδώς στη λαβή του ξίφους του, αλλά το τράβηξε πάλι όταν θυμήθηκε τα ευγενικά μάτια της Γκρέτελ, νιώθοντας ντροπή που έκανε μια τέτοια σκέψη έστω και για μια στιγμή.
«Λοιπόν, πάμε για τσάι;» ρώτησε η Κατρίν. Σκεφτόταν το έργο που είχαν μπροστά τους, να πείσουν την Γκρέτελ και τους συμπατριώτες της για τη σπουδαιότητα της εξέγερσης, να ζητήσουν από αυτούς τους ανθρώπους να ρισκάρουν τη ζωή τους σε μια μάχη που κατά πάσα πιθανότητα δεν τους ενδιέφερε. Ξαφνικά ένιωσε πολύ κουρασμένη.
Ο Όλιβερ μπήκε στο σπίτι με την Κατρίν να τον ακολουθεί.
Πριν έλθουν οι άλλοι, η Γκρέτελ δεν είχε σκοπό να ακούσει τίποτα για τα προβλήματα στο Μόντφορτ — που η Κατρίν επέμενε να αποκαλεί Κάερ Μακντόναλντ, ούτε και για τους παλιούς θρύλους που ξαναζωντάνεψαν.
«Παλιοί ψαράδες», τους εξήγησε η λιμενάρχης. «Πολύ γέροι για να δουλεύουν στα πλοία, κι έτσι το Πορτ Τσάρλι εκμεταλλεύεται τη σοφία τους. Ξέρουν τη θάλασσα».
«Τα προβλήματα μας δεν αφορούν μόνο τη θάλασσα», της υπενθύμισε ευγενικά ο Όλιβερ.
«Η θάλασσα όμως είναι το μόνο που ενδιαφέρει εμάς», του απάντησε η Γκρέτελ, μια καυστική απάντηση που υπενθύμισε στον Όλιβερ και ακόμη περισσότερο στην Κατρίν, πόσο δύσκολη προσπάθεια τους περίμενε.
Η Γκρέτελ ήθελε να μιλήσουν για το Χέιλ. Ήξερε μερικούς από τους γέρους ψαράδες αυτού του χωριού, τους είχε γνωρίσει στη θάλασσα ψαρεύοντας σολομούς πριν από πολλά χρόνια, στα νιάτα της, όταν ήταν καπετάνιος στο σκάφος της. Αν και η Κατρίν ήταν ανυπόμονος τύπος, γυναίκα της δράσης και όχι της άσκοπης κουβέντας (ιδιαίτερα τώρα που τα πλοία του Άβον πλησίαζαν γοργά στα παράλια του Εριαντόρ!) αναγκάστηκε να της κάνει το χατίρι και, σιγά-σιγά, άρχισαν να της αρέσουν οι ιστορίες που τους έλεγε η Γκρέτελ για την επικίνδυνη Θάλασσα του Άβον.
Ο Όλιβερ ξεκουραζόταν στο μεταξύ πίνοντας το τσάι του και απολαμβάνοντας τις οσμές και τους ήχους του παραθαλάσσιου σπιτιού. Σε λίγο άρχισαν να φτάνουν οι άλλοι γερο-θαλασσόλυκοι, ένας-ένας ή δύο-δύο, μέχρι που το μικρό σπίτι της Γκρέτελ γέμισε από μελαψά ρυτιδωμένα πρόσωπα που μύριζαν όλα θάλασσα και ψάρι. Ο Όλιβερ είχε την εντύπωση ότι αναγνώρισε έναν από τους άνδρες, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί από πού, και η υποψία του επιβεβαιώθηκε όταν αυτός τον κοίταξε κλείνοντάς του το μάτι. Ίσως να ήταν στο πλήρωμα του πλοίου που τον είχε φέρει στο Πορτ Τσάρλι πριν από μερικά χρόνια ή μπορεί να δούλευε στην πανσιόν, όπου είχε μείνει μέχρι που βαρέθηκε το λιμάνι κι έφυγε για το Μόντφορτ.
Συνέχισε να κοιτάζει για λίγο τον γέροντα που, περιέργως, ήταν σκεπασμένος με μια κουβέρτα αν και καθόταν δίπλα στο τζάκι, αλλά τελικά σήκωσε τους ώμους εγκαταλείποντας την προσπάθεια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πού τον έχει ξαναδεί.
Πάντως, η συγκέντρωση ήταν σπουδαία και η Κατρίν ένιωθε σαν στο σπίτι της — περισσότερο απ’ όσο είχε νιώσει από τότε που έφυγε από το Χέιλ, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, για να εκπαιδευτεί στην αρένα της Νταν Βάρνα.
«Λοιπόν», είπε η Γκρέτελ, μετά από μια ιδιαίτερα άσεμνη ιστορία για δυο πλοία που “έτυχε” να πλευρίσουν το ένα δίπλα στο άλλο μέσα στη νύχτα. «Απ’ ό,τι βλέπω, μαζευτήκαμε όλοι».
«Αυτό είναι το δημοτικό σας συμβούλιο;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Όχι, είναι οι γέροι που δεν μπορούν πια να δουλέψουν πάνω στα πλοία», τον διόρθωσε η Γκρέτελ. «Και που δεν έχουν γεράσει ακόμη τόσο πολύ ώστε να είναι κατάκοιτοι. Αυτοί που θα γυρίσουν σε λίγο με τα πλοία, θα μάθουν όσα θα πούμε».
Κοίταξε την Κατρίν κάνοντάς της νόημα ότι το βήμα είναι δικό της.
Η Κατρίν σηκώθηκε αργά. Θυμήθηκε το δικό της περήφανο χωριό προσπαθώντας να φανταστεί με ποιον τρόπο θα αντιδρούσαν οι συμπατριώτες της, αν αντιμετώπιζαν μια παρόμοια κατάσταση. Οι κάτοικοι του Χέιλ δεν ασχολούνταν με τον Γκρινσπάροου, δεν σπαταλούσαν τα λόγια τους μιλώντας γι’ αυτόν, όπως άλλωστε και οι άνθρωποι του Πορτ Τσάρλι. Όμως, εκείνο που χρειαζόταν τώρα ήταν η δράση, και η αμφιταλάντευση απέχει πολύ από τη δράση.
Πήγε στη μέση του δωματίου και ακούμπησε σε ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι. Σκέφτηκε τον Λούθιεν στο Κάερ Μακντόναλντ, την εμπνευσμένη ομιλία του στην πλατεία δίπλα στη Μητρόπολη. Ευχήθηκε να ήταν μαζί τους τώρα, όμορφος και εκφραστικός όπως πάντα. Ξαφνικά τα έβαλε με τον εαυτό της για την αλαζονεία της να νομίζει ότι μπορεί να τον αντικαταστήσει.
Έδιωξε αυτές τις αρνητικές σκέψεις από το μυαλό της. Ο Λούθιεν δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει με αυτούς τους ανθρώπους που ήταν ψαράδες σαν τους συμπατριώτες της Κατρίν. Τα λόγια του μπορούσαν να παρασύρουν εκείνους που είχαν κάτι να χάσουν. Άλλωστε, όποιος κι αν διεκδικούσε την κυριαρχία του Εριαντόρ, και επομένως του Πορτ Τσάρλι, είτε ήταν ο Γκρινσπάροου είτε ο Λούθιεν είτε οποιοσδήποτε άλλος, οι κάτοικοι αυτής της πόλης θα συνέχιζαν να αναγνωρίζουν μόνο έναν βασιλιά: τη Θάλασσα του Άβον.
Η Κατρίν συνέχισε να διστάζει, όμως οι ψαράδες, άνδρες και γυναίκες που είχαν περάσει ατελείωτες ώρες περιμένοντας ήρεμα στα πλατιά ήσυχα νερά της θάλασσας, σεβάστηκαν την καθυστέρηση και δεν την πίεσαν.
Η Κατρίν σκέφτηκε το Πορτ Τσάρλι, τις τακτικές σειρές των σπιτιών και την περιποιημένη πόλη, ένα όμορφο μέρος φτιαγμένο στο πιο αφιλόξενο σημείο. Έμοιαζε τόσο πολύ με το Χέιλ!
Δεν διέφερε όμως πολύ, επίσης, από τις περισσότερες πόλεις του νότιου Εριαντόρ, σκέφτηκε η Κατρίν, ιδιαίτερα από εκείνες που ήταν χτισμένες στη σκιά του Άιρον Κρος. Το πρόσωπό της φωτίστηκε, καθώς κατάλαβε ποια πρέπει να είναι η πορεία της ομιλίας της. Οι άνθρωποι του Πορτ Τσάρλι δεν ενδιαφέρονταν για την πολιτική των στεριανών, αλλά κι αυτοί, όπως και όλοι οι κάτοικοι του Εριαντόρ και του Άβον, μισούσαν τους Κυκλωπιανούς. Ήταν γνωστό ότι ελάχιστοι μονόφθαλμοι ζούσαν μέσα ή κοντά στο Πορτ Τσάρλι. Ακόμη και οι έμποροι εδώ συνήθως είχαν ανθρώπους για φύλακες και όχι Κυκλωπιανούς, όπως σε όλους τους άλλους τόπους.
«Έχετε ακούσει για την εξέγερση στο Κάερ Μακντόναλντ», άρχισε να λέει. Σταμάτησε για μια στιγμή, προσπαθώντας να αξιολογήσει τις αντιδράσεις τους, αλλά δεν υπήρχε καμία.
Τα μάτια της Κατρίν στένεψαν. Όρθωσε το παράστημά της απομακρυνόμενη λίγο από το τραπέζι. «Ακούσατε ότι σκοτώσαμε πολλούς Κυκλωπιανούς;
Τα νεύματα γύρω της συνοδεύτηκαν από σκυθρωπά χαμόγελα, πράγμα που έδωσε στην Κατρίν να καταλάβει ότι είχε βρει τον σωστό δρόμο. Μιλούσε πάνω από μια ώρα πριν αρχίσουν οι πρώτες ερωτήσεις, που τις απάντησε μία-μία μέχρι την τελευταία, καθώς επίσης κάθε απορία και ανησυχία.
»Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι χρόνος», κατέληξε απευθυνόμενη κυρίως στην Γκρέτελ. «Κρατήστε τον στόλο του Άβον παγιδευμένο στο λιμάνι σας, για μια βδομάδα ίσως. Δεν χρειάζεται να ρισκάρετε ούτε μία ζωή. Μετά θα δείτε! Το Κάερ Μακντόναλντ θα αντιμετωπίσει την επίθεση, θα καταστρέψει τον στρατό του Γκρινσπάροου και θα τον εξαναγκάσει να κάνει ανακωχή. Έτσι, το Εριαντόρ θα είναι πάλι ελεύθερο».
«…Για να το κυβερνήσει κάποιος άλλος βασιλιάς», απάντησε ένας γέροντας.
«Καλύτερα αυτός, όποιος κι αν είναι», είπε η Κατρίν, συλλογιζόμενη ότι ήξερε ποιος θα ήταν ο επόμενος βασιλιάς του Εριαντόρ, αλλά δεν υπήρχε λόγος να το αναφέρει εκείνη τη στιγμή, «παρά ένας μάγος που έχει κάνει συμμαχία με τους δαίμονες. Καλύτερα αυτός παρά ένας άνθρωπος που καλεί Κυκλωπιανούς στην αυλή του και τους διορίζει στην προσωπική Πραιτωριανή Φρουρά του».
Τα κεφάλια συνέχισαν να κινούνται καταφατικά και, όταν η Κατρίν κοίταξε τον Όλιβερ, είδε ότι κι αυτός χαμογελούσε κάνοντας καταφατικά νεύματα. Ευχαριστημένη από την ομιλία της, γύρισε για να κοιτάξει την Γκρέτελ με ερωτηματική έκφραση που ζητούσε μιαν απάντηση.
Εκείνη τη στιγμή, ένας μεσόκοπος άνδρας με γκρίζα μαλλιά και ροδοκόκκινο αξύριστο πρόσωπο όρμησε μέσα στο σπίτι λαχανιασμένος κι αλαφιασμένος.
«Τους είδες», είπε η Γκρέτελ. Ήταν περισσότερο δήλωση παρά ερώτηση.
«Ρίχνουν άγκυρα πέντε μίλια νότια!» είπε ο νεοφερμένος. «Είναι πολύ κοντά στην παραλία, για να πλησιάσουν μέσα στο σκοτάδι».
«Πολεμικά πλοία;» ρώτησε η Κατρίν.
Ο άνδρας κοίταξε απορημένος πρώτα την Κατρίν και μετά τον Όλιβερ. Γύρισε στην Γκρέτελ, αλλά αυτή του έκανε νόημα ότι μπορεί να μιλήσει.
«Όλος ο αναθεματισμένος στόλος του Άβον», της απάντησε.
«Μέχρι και πενήντα;» Η Κατρίν ήθελε να μάθει.
«Θα έλεγα πιο κοντά στα εβδομήντα, κυρά μου», απάντησε ο άνθρωπος. «Μεγάλα σκαριά, και βαρυφορτωμένα».
Η Κατρίν κοίταξε πάλι την Γκρέτελ, κατάπληκτη με την ψυχραιμία που διατήρησε η ηλικιωμένη λιμενάρχισσα, αλλά και όλοι οι άλλοι, παρά τα άσχημα νέα. Το χαμόγελο της Γκρέτελ ήταν παρήγορο και αφοπλιστικό. Όταν έκανε ένα καταφατικό νεύμα, η Κατρίν σκέφτηκε ότι είχε πάρει την απάντηση που ήθελε.
«Οι δυο σας θα μείνετε με τον Φέλπσι Ντόζιερ», είπε η Γκρέτελ. «Στο Ορίζων, παλιό αλλά καλό σκαρί».
Ο Ντόζιερ, ο πιο ηλικιωμένος στη συγκέντρωση, ίσως ο πιο ηλικιωμένος άνθρωπος που είχε δει ποτέ η Κατρίν, σηκώθηκε και χαιρέτισε ανασηκώνοντας τον μάλλινο σκούφο του, ενώ το πλατύ χαμόγελό του αποκάλυπτε το ένα, μοναδικό δόντι που του είχε απομείνει. «Τώρα πια συνήθως είναι αραγμένο στο λιμάνι», είπε σχεδόν απολογητικά.
«Θα πω στον γιο μου να φροντίσει τα άλογά σας», συνέχισε η Γκρέτελ, με τόνο που έδειχνε ότι η συνάντηση είχε τελειώσει. Αρκετοί άλλοι σηκώθηκαν, τεντώθηκαν για να ξεμουδιάσουν και τράβηξαν για την πόρτα. Είχε νυχτώσει στο μεταξύ κι έξω είχε σκοτάδι και κρύο, με τον άνεμο να μουγκρίζει φυσώντας από τη θάλασσα.
«Έχουμε πολλές προετοιμασίες», είπε η Κατρίν, αλλά η Γκρέτελ τη σταμάτησε.
«Οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι κάνουν τέτοιες προετοιμασίες πριν ακόμη γεννηθείς εσύ, καλό μου κορίτσι», της είπε. «Είπες ότι χρειάζεστε μια βδομάδα, και ξέρουμε πώς να σας τη δώσουμε».
«Το βάθος του λιμανιού;» ρώτησε η Κατρίν κοιτάζοντας γύρω της. Δεν αμφέβαλλε για τα λόγια της Γκρέτελ, αλλά συγχρόνως δεν μπορούσε να πιστέψει το πώς αυτοί οι άνθρωποι έπαιρναν τόσο ελαφρά εβδομήντα πολεμικά πλοία.
«Ρηχό», απάντησε ο γέρος δίπλα στο τζάκι, αυτός που είχε ξαναδεί ο Όλιβερ. «Τα πλοία θα έχουν μόνο τα τελευταία δώδεκα μέτρα από τις δύο μακρύτερες προβλήτες για να πιάσουν. Και μπορούμε εύκολα να γκρεμίσουμε αυτό το κομμάτι».
Ο Όλιβερ πρόσεξε ότι η προφορά του δεν έμοιαζε με των άλλων, αλλά κι αυτό το στοιχείο τον μπέρδεψε ακόμη περισσότερο. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να τον ξέρει σίγουρα αυτό τον άνθρωπο, αλλά για κάποιον λόγο δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος είναι, λες και κάτι είχε μπει στο μυαλό του κλέβοντάς του μια ανάμνηση.
Αποφάσισε να μην ασχοληθεί περισσότερο —τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;— και έφυγε μαζί με την Κατρίν και τον Φέλπσι Ντόζιερ. Βρήκαν το Ορίζων δεμένο κοντά στην ακτή στη διπλανή προβλήτα και ο Φέλπσι τους οδήγησε στην καμπίνα του καπετάνιου, που ήταν απρόσμενα άνετη και καλά επιπλωμένη, ενώ το υπόλοιπο σκάφος δεν ήταν σε τόσο καλή κατάσταση.
«Κοιμηθείτε να ξεκουραστείτε», τους είπε ο γέρο-Ντόζιερ αφού τους πέταξε μαξιλάρια από μια ντουλάπα. Μετά χαιρέτισε με ένα νεύμα γυρίζοντας να φύγει.
«Πού πας εσύ;» ρώτησε ο Όλιβερ, γιατί είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο γέροντας κοιμόταν πάνω στο σκάφος.
Ο Ντόζιερ έβγαλε ένα ασθματικό αλλά πονηρό γέλιο. «Η Γκρέτελ θα με αφήσει να μείνω μαζί της απόψε», είπε. Χαιρέτισε πάλι πιάνοντας την άκρη του σκούφου του. «Θα σας δω τα χαράματα».
Έφυγε, ενώ ο Όλιβερ έκανε έναν χαιρετισμό σεβασμού προς την πόρτα. Ευχήθηκε να είχε κι αυτός τόση φλόγα σε τέτοια ηλικία. Μετά, αφού έβγαλε τις ψηλές του μπότες, σωριάστηκε σε μία από τις δύο κουκέτες στο μικροσκοπικό αμπάρι απλώνοντας αμέσως το χέρι για να χαμηλώσει τη φλόγα του φαναριού. Βλέποντας όμως ότι η Κατρίν είχε ένα ύφος σαν θηρίο στο κλουβί, δίστασε.
«Νόμισα ότι θα ένιωθες σαν στο σπίτι σου εδώ μέσα», είπε.
Ο Κατρίν τον κοίταξε. «Πρέπει να γίνουν πολλά», του απάντησε.
«Δεν θα τα κάνουμε εμείς», επέμεινε ο Όλιβερ. «Είχαμε μεγάλο και κουραστικό ταξίδι. Μην είσαι ανόητη, εκμεταλλεύσου την ευκαιρία και κοιμήσου, γιατί ο δρόμος της επιστροφής δεν θα είναι μικρότερος».
Η Κατρίν συνέχισε να δείχνει ανήσυχη, αλλά ο Όλιβερ χαμήλωσε το φανάρι. Σε λίγο η Κατρίν ξάπλωσε στην κουκέτα της και, λίγο αργότερα, το απαλό λίκνισμα κι ο παφλασμός των κυμάτων τη νανούρισαν φέρνοντάς της όνειρα από το Χέιλ.
Την ξύπνησε το φως, όπως επίσης τον Όλιβερ. Ήταν οι πρώτες ακτίνες της αυγής. Ακούγοντας φασαρία έξω, κόσμο που έτρεχε στις προβλήτες, κατάλαβαν ότι μάλλον είχε φανεί ο στόλος. Κατέβηκαν μαζί από τις κουκέτες και η Κατρίν όρμησε στην πόρτα, ενώ ο Όλιβερ φορούσε τις μπότες του.
Η πόρτα ήταν κλειδωμένη, συρτωμένη απ’ έξω.
Η Κατρίν την έσπρωξε δυνατά με τον ώμο της, νομίζοντας ότι είχε κολλήσει.
Τίποτα.
«Τι ανοησία είναι αυτή;» ρώτησε ο Όλιβερ πλησιάζοντας δίπλα της.
«Δεν είναι ανοησία, ήρωά μου», ακούστηκε μια φωνή από πάνω. Σήκωσαν το κεφάλι και είδαν μια μπουκαπόρτα να ανοίγει. Μισόκλεισαν τα μάτια από το ξαφνικό φως, αλλά είδαν ότι το άνοιγμα ήταν κλεισμένο με κάγκελα. Η Γκρέτελ τους κοίταζε γονατισμένη στο κατάστρωμα, από πάνω.
«Μας υποσχέθηκες!..» τραύλισε η Κατρίν.
Η Γκρέτελ κούνησε το κεφάλι. «Είπα ότι ξέρουμε πώς να σας δώσουμε μια βδομάδα. Δεν είπα ότι θα το κάνουμε».
Για μια στιγμή η Κατρίν σκέφτηκε να αρπάξει το μεν-γκος από τη ζώνη του Όλιβερ και να καρφώσει τη γριά λιμενάρχισσα.
Αλλά η Γκρέτελ της χαμογέλασε σαν να είχε διαβάσει τις επικίνδυνες σκέψεις της. «Ήμουν κι εγώ κάποτε νέα, Κατρίν Ο’ Χέιλ», είπε. «Νέα και μαχητική. Ξέρω τη φωτιά που καίει στις φλέβες σου επιταχύνοντας τους χτύπους της καρδιάς σου. Όχι πια όμως. Η αγάπη μου για το ξίφος μετριάστηκε από τη σοφία του χρόνου. Κάτσε ήσυχη, κοπέλα μου, κι έχε πίστη στον κόσμο».
«Πίστη σ’ έναν κόσμο γεμάτο δόλο;» φώναξε η Κατρίν.
«Πίστη στο ότι δεν τα ξέρεις όλα», απάντησε η Γκρέτελ. «Πίστη στο ότι ο δικός σου τρόπος μπορεί να μην είναι ο καλύτερος».
«Θα αφήσετε τους μονόφθαλμους να περάσουν από το Πορτ Τσάρλι;» ρώτησε ωμά ο Όλιβερ.
«Δύο από τα πλοία του Άβον έπιασαν ήδη», απάντησε η Γκρέτελ. «Να τους ξεφορτωθούμε γρήγορα — αυτό αποφασίσαμε. Να περάσουν από ’δώ και να πάνε στα τσακίδια!»
«Καταδικάζετε το Κάερ Μακντόναλντ!» είπε η Κατρίν.
Αυτή η κατηγορία φάνηκε να πονάει τη Γκρέτελ. Άφησε την μπουκαπόρτα να κλείσει.
Η Κατρίν γρύλλισε πέφτοντας πάλι πάνω στην πόρτα, αλλά μάταια. Η πόρτα άντεχε, ήταν φυλακισμένοι.
Γρήγορα άκουσαν τα ρυθμικά βήματα και τα τύμπανα των πρώτων Κυκλωπιανών, που περνούσαν από την προβλήτα με στρατιωτικό βήμα. Άκουγαν μια φωνή Κυκλωπιανού πάνω από τις άλλες, απρόσμενα εύγλωττη για τη φυλή των μονόφθαλμων, αλλά βέβαια κανείς από τους δύο δεν είχε ακούσει για τον Μπέλσεν’ Κριγκ.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ ο Τρομερός είχε φθάσει με περίπου δεκαπέντε χιλιάδες σκληροτράχηλους πολεμιστές για να συντρίψει την εξέγερση και να φέρει το κεφάλι του Λούθιεν Μπέντγουιρ στον βασιλιά του, στο Καρλάιλ.