Το δωμάτιο ήταν γυμνό, με μοναδικό αντικείμενο κάποιο μαγκάλι πάνω σε ένα γερό τρίποδο κοντά στη νοτιοανατολική γωνία. Κάθε τοίχος διέθετε έναν αναμμένο δαυλό στο στήριγμά του, κατά τα άλλα ήταν απλοί και γκρίζοι όπως και το ταβάνι. Το δάπεδο όμως δεν ήταν συνηθισμένο. Πολύπλοκα τοποθετημένες ψηφίδες σχημάτιζαν ένα κυκλικό μωσαϊκό στο κέντρο του δωματίου, που συνέθετε μια πεντάλφα. Η εξωτερική περίμετρος του κύκλου ήταν μια διπλή γραμμή, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχαν ρούνοι δύναμης και προστασίας.
Ο Πάραγκορ στάθηκε μέσα στον κύκλο, με τον Θόουατλ δίπλα στο μαγκάλι. Ο Κυκλωπιανός είχε ένα μικρό κιβώτιο με πολλά εσωτερικά χωρίσματα κρεμασμένο με ιμάντα από τον δυνατό λαιμό του. Οι ψηφίδες του μωσαϊκού είχαν τοποθετηθεί πριν από πολλά χρόνια από τον ίδιο τον δούκα μία-μία, δουλειά που ήταν πολύ δύσκολη. Πολλές φορές ο Πάραγκορ τελείωνε ένα τμήμα και, όταν το επιθεωρούσε, ανακάλυπτε ότι δεν είναι τέλειο. Τότε ξήλωνε πάλι όλες τις ψηφίδες κι άρχιζε από την αρχή, γιατί ο Κύκλος της Μαγείας έπρεπε να είναι τέλειος, ώστε να προστατεύει τον μάγο από τους δαίμονες που θα καλούσε. Το σχέδιο είχε αντέξει στη δοκιμασία πολλών δαιμόνων, εδώ και τόσα χρόνια.
Ο Πάραγκορ, εντελώς ακίνητος, απάγγελε έναν μακροσκελή και πολύπλοκο ψαλμό, μια κλήση στην ίδια την κόλαση ανάμεικτη με χιλιάδες ξόρκια προστασίας. Κάθε τόσο σήκωνε το χέρι του προς τον Θόουατλ προφέροντας έναν αριθμό, οπότε εκείνος έβγαζε από το αντίστοιχο χώρισμα του κιβωτίου το βότανο ή τη σκόνη που περιείχε και το έριχνε στο μαγκάλι.
Μερικές φορές το συστατικό παρήγαγε καπνό με βαριά οσμή, άλλες μια ξαφνική φλόγα σαν μικρή έκρηξη. Καθώς περνούσαν οι ώρες και η μαγική τελετουργία συνεχιζόταν, η φωτιά στο μαγκάλι άρχισε να δυναμώνει. Στην αρχή υπήρχαν μόνο μερικές αδύναμες φλόγες, τώρα όμως στη μέση του μαγκαλιού μαινόταν μια δυνατή φωτιά, που η ζέστη της είχε λούσει στον ιδρώτα τον ήδη βρόμικο Κυκλωπιανό.
Ο Πάραγκορ δεν αντιλαμβανόταν τι συμβαίνει γύρω του. Η πραγματική πηγή της φωτιάς ήταν ο ίδιος και η μαγεία του. Υπάρχουν δύο ήδη μαγείας, ο δανεισμός και η γνήσια κλήση. Ο δανεισμός είναι ο πιο εύκολος τρόπος, αφού ο μάγος επιτρέπει στον δαίμονα να μπει στο σώμα του. Η γνήσια κλήση, την οποία έκανε τώρα ο Πάραγκορ, ήταν πολύ πιο δύσκολη και επικίνδυνη. Ο Πάραγκορ είχε σκοπό να φέρει έναν δαίμονα σε όλη του την ανίερη μεγαλοπρέπεια μέσα στο δωμάτιο και μετά να τον απελευθερώσει στον κόσμο, αφού πρώτα τον ανάγκαζε να υπακούσει σε μια σειρά από οδηγίες που θα του έδινε.
Οι δαίμονες μισούν την υποδούλωση, όπως μισούν ακόμη περισσότερο εκείνους που τους την επιβάλλουν, ο Πάραγκορ όμως ήταν σίγουρος για τη δύναμη της μαγείας του. Θα καλούσε τον Κοσνεκάλεν, έναν υποδεέστερο δαίμονα με τον οποίο είχε συναλλαχθεί αρκετές φορές στο παρελθόν.
Οι φλόγες στο μαγκάλι έγιναν από πορτοκαλί κίτρινες και μετά κατάλευκες, με την ένταση και τη μανία τους να μεγαλώνουν καθώς ο Πάραγκορ άρχισε να χορεύει. Ο μάγος περιστρεφόταν μέσα στον κύκλο του χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω από τη γραμμή, φωνάζοντας δυνατά, βάζοντας όλη την καρδιά του στον ανίερο ψαλμό, με τη φωνή του να ανοίγει τις ίδιες τις πύλες της κόλασης.
Σταμάτησε ξαφνικά και, απλώνοντας το αριστερό του χέρι προς τον Θόουατλ, του έδειξε τρεις φορές έξι. Ο Κυκλωπιανός, που δεν ήταν αρχάριος σε αυτή την τρομερή εμπειρία, έβαλε το χέρι στο έκτο διαμέρισμα της έκτης σειράς και έβγαλε μια καφέ γλοιώδη ουσία.
Όταν την άδειασε μέσα στο μαγκάλι, οι φλόγες έγιναν ακόμη πιο δυνατές καίγοντας τόσο έντονα ώστε ο Κυκλωπιανός αναγκάστηκε να κάνει κάμποσα βήματα πίσω. Ο Πάραγκορ, μέσα στον κύκλο, έπεσε στα γόνατα με το αριστερό του χέρι τεντωμένο και τα δάκρυα να ανακατεύονται με τον ιδρώτα πάνω στα χλομά χαρακτηριστικά του.
«Κοσνεκάλεν!» ικέτεψε. Κροταλίσματα σαν αστραπές περικύκλωσαν τις λευκές φλόγες, που έγιναν ακόμη μεγαλύτερες.
Ο Θόουατλ έτρεξε στην απέναντι γωνία του δωματίου, όπου ζάρωσε τρομοκρατημένος στο πάτωμα σκεπάζοντας τα μάτια του.
Μια διχαλωτή γλώσσα ξεπρόβαλε από τις φλόγες και πίσω της εμφανίστηκε μια σκιά, ένα τεράστιο κεφάλι με μεγάλα στριφτά κέρατα. Ένα χέρι με τερατώδεις μυς βγήκε από τη φωτιά, ενώ το ακολούθησε αμέσως ένα δερμάτινο φτερό — ένα τεράστιο δερμάτινο φτερό!
Η έκφραση του Πάραγκορ πέρασε από τον πόνο στην έκσταση και μετά στην περιέργεια. Ο Κοσνεκάλεν που ήξερε ήταν ένας λεπτός δαίμονας με μέγεθος ανθρώπου και μικρά κέρατα. Αυτός εδώ όμως ήταν πολύ μεγαλύτερος και ο Πάραγκορ ένιωθε ήδη ότι ήταν επίσης πολύ πιο ισχυρός.
Δάχτυλα με μακριά νύχια αυλάκωσαν τον αέρα καθώς ξεπρόβαλλε από τη φωτιά ένα δεύτερο χέρι, ώσπου μετά, με μια έκρηξη δύναμης οι φλόγες ξέρασαν ολόκληρο πια τον δαίμονα, ένα γιγάντιο τερατούργημα τρεισήμισι μέτρα ύψος με μαύρη σάρκα και λέπια που κάπνιζαν. Το πρόσωπό του ήταν φιδίσιο, με μακριά μυτερά δόντια να ξεπροβάλλουν από το πάνω σαγόνι του, από τα οποία έσταζε σάλιο, που σφύριζε αχνίζοντας σαν οξύ όταν χτυπούσε στο πέτρινο δάπεδο. Πόδια με τρία νυχάτα, μακριά δάχτυλα έξυσαν ανυπόμονα το δάπεδο, χαράζοντας βαθιές γραμμές στην πέτρα.
«Είσαι ο Κοσνεκάλεν;» ρώτησε ο Πάραγκορ ψιθυριστά.
«Όχι».
«Κάλεσα τον Κοσνε…»
«Ήρθα εγώ στη θέση του Κοσνεκάλεν!» βρυχήθηκε ο δαίμονας με φριχτή φωνή που αντήχησε σαν ξύσιμο και στριγγλιά μαζί στους πέτρινους τοίχους.
Ο Πάραγκορ προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία του. Έπρεπε να δείχνει ότι έχει τον έλεγχο, αλλιώς ο δαίμονας θα ξέφευγε από το δωμάτιο καταστρέφοντας τα πάντα στο διάβα του. «Ζητώ μόνο μια απλή υπηρεσία», είπε ο δούκας. «Μια υπηρεσία που θα είναι ευχάριστη για…»
«Ξέρω τι ζητάς, Πάραγκορ», μούγκρισε ο δαίμονας. «Ξέρω».
Ο Πάραγκορ ύψωσε το παράστημά του. «Ποιος είσαι;» ρώτησε, γιατί έπρεπε να ξέρει το όνομα του δαίμονα για να μπορέσει να του επιβληθεί. Ο έμπειρος μάγος ήξερε ότι αυτή είναι δύσκολη κι επικίνδυνη στιγμή, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη και ανακούφιση ο δαίμονας του απάντησε.
«Είμαι ο Πρεχοτέκ», είπε περήφανα. «Αυτός που ήταν μέσα στον Μόρκνεϊ, όταν εκείνος πέθανε.
Ο Πάραγκορ έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Το είχε μάθει αυτό από τον Κοσνεκάλεν, ο οποίος του αφηγήθηκε την ιστορία με κάθε λεπτομέρεια. Ο Πάραγκορ είχε αντιληφθεί ότι υπήρχε μεγάλη αντιζηλία ανάμεσα στους δαίμονες.
»Έχασα μέσα από τα χέρια μου μια απόλαυση τότε», συνέχισε ο Πρεχοτέκ συγκρατώντας με δυσκολία τον άγριο θυμό του. «Δεν θα τη χάσω πάλι».
«Μισείς την Πορφυρή Σκιά», συμπέρανε ο Πάραγκορ.
«Θα φάω την καρδιά της Πορφυρής Σκιάς!» απάντησε ο Πρεχοτέκ.
Ο Πάραγκορ χαμογέλασε με κακία. Ήξερε πώς να ανοίξει αυτή την καρδιά στον δαίμονα.
Η μαγική όραση του Πάραγκορ είχε εστιαστεί μονάχα στα γεγονότα βόρεια του Πρίνσταουν, στο Γκλεν Άλμπιν και πιο βόρεια ακόμη, στο Μπρόνεγκαν και στα υψίπεδα του Έραντοχ, όμως αυτή η εστίαση, αυτές οι αυτοεπιβεβλημένες παρωπίδες, δεν του είχαν επιτρέψει να αντιληφθεί τι συμβαίνει στα βορειοδυτικά, πάνω στα βουνά του Άιρον Κρος.
Ο Σάγκλιν στεκόταν περήφανα σ’ εκείνα τα βουνά κοιτάζοντας προς τα ανατολικά, προς τα τείχη και την πόλη του Πρίνσταουν. Αυτός, με τους υπόλοιπους νάνους, σχεδόν τριακόσιοι συνολικά, είχαν φύγει από το Κάερ Μακντόναλντ όταν ξεκίνησε την πορεία του ο στρατός, αλλά είχαν κατεβεί νότια, στην καρδιά των πανύψηλων βουνών όπου το χιόνι ήταν ακόμη πολύ και ο χειμώνας δεν είχε αρχίσει να υποχωρεί. Ο Σάγκλιν είχε πάει για να φρουρήσει τα περάσματα των βουνών, αν και ήξερε, τόσο αυτός όσο και ο Μπριντ’Αμούρ που τον έστειλε, ότι αυτά τα περάσματα θα ήταν κλεισμένα για περισσότερο από ένα μήνα ακόμη ή ίσως και πιο πολύ.
Ο Μπριντ’Αμούρ ήταν ο μόνος, εκτός από τους νάνους, ο οποίος ήξερε την πραγματική αποστολή που κρυβόταν πίσω από την επικίνδυνη πορεία του Σάγκλιν. Ο πρώτος στόχος αυτής της αποστολής πραγματοποιήθηκε σε λιγότερο από μια βδομάδα μετά την αναχώρησή τους από το Κάερ Μακντόναλντ, όταν επιτέλους έφτασαν σ’ εκείνο το πολύ βαθύ σπήλαιο, ψηλά στα βουνά. Για πολλά χρόνια οι ταλαιπωρημένοι νάνοι του Μόντφορτ, του τωρινού Κάερ Μακντόναλντ, άκουγαν φήμες για μέλη της φυλής τους που ζούσαν ελεύθερα κάπου στις κορυφές του Άιρον Κρος. Οι περισσότεροι νάνοι ήταν αρκετά μεγάλοι σε ηλικία κι έτσι θυμούνταν καλά τους νάνους των βουνών, που έρχονταν στην πόλη για να εμπορευτούν την εποχή πριν από τον Γκρινσπάροου, ενώ ένας από αυτούς, ένας γέροντας νάνος με γκρίζα γενειάδα, ο οποίος είχε υποδουλωθεί στα ορυχεία από την αρχή σχεδόν της βασιλείας του Γκρινσπάροου, ισχυριζόταν ότι ανήκει σε αυτή τη φυλή, τους απογόνους του Μπούρσο Αϊρονχάμερ. Ο γέροντας είχε επιζήσει μετά από είκοσι χρόνια καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία και μετά από τις άγριες μάχες του Μόντφορτ. Αυτός, και όχι ο Σάγκλιν, έφερε τους νάνους στα χιονισμένα περάσματα οδηγώντας τους μέσα από μυστικά τούνελ, για να φτάσουν τελικά στο βαθύ σπήλαιο, στο βασίλειο των νάνων του Μπούρσο.
Αυτά που είδαν ο Σάγκλιν και οι άλλοι νάνοι της πόλης σε εκείνο το σπήλαιο έκαναν την καρδιά τους να αγαλλιάσει, αφού κατάλαβαν, ίσως για πρώτη φορά, τι σημαίνει να είσαι νάνος. Πολύ κάτω από τη χιονοσκέπαστη κορυφή του βουνού, σε καπνισμένα τούνελ όπου βασίλευαν περισσότερο οι σκιές παρά φως, οι νάνοι γνώρισαν τη φυλή τους, την κληρονομιά τους. Το μέρος λεγόταν Νταν Ντάροου, Κοίτασμα τον Σιδήρου, και ήταν ένα σύμπλεγμα στοών πολλών χιλιομέτρων με μεγάλα σπήλαια. Εκεί ζούσαν και δούλευαν πέντε χιλιάδες νάνοι σε τέλεια αρμονία με την πέτρα, που ήταν η ουσία της ύπαρξής τους. Ο Σάγκλιν είδε θησαυρούς πέρα από κάθε φαντασία, στοίβες χρυσά και ασημένια τεχνουργήματα, αστραφτερά όπλα, αλυσιδωτές πανοπλίες ισάξιες με εκείνες των ισχυρότερων και πλουσιότερων ιπποτών σε όλα τα Νησιά της Θάλασσας του Άβον.
Ο Σάγκλιν και οι δικοί του ήταν νάνοι της πόλης, αλλά τους υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες τόσο ο βασιλιάς των ορυχείων, ο Μπέλικ νταν Μπούρσο όσο και οι εκατοντάδες νάνοι των βουνών, που συγκεντρώνονταν κάθε βράδυ στις μεγάλες υπόγειες αίθουσες για να ακούσουν τις ιστορίες του πολέμου, για την Πορφυρή Σκιά και τη νίκη στο Μόντφορτ.
Τώρα ο Σάγκλιν, ντυμένος με πλούσιες γούνες, στεκόταν σε έναν βράχο περιμένοντας τον βασιλιά Μπέλικ. Ο βασιλιάς των νάνων ήταν νεότερος από τον Σάγκλιν, με φλογερή κόκκινη γενειάδα και φρύδια τόσο φουντωτά ώστε κρέμονταν χαμηλά πάνω από τα γαλάζια μάτια του. Δεν άργησε στη συνάντηση, και το γοργό του βήμα καθώς πλησίαζε, έδωσε ελπίδες στον Σάγκλιν.
Ήξερε ότι θα ζητούσε πολλά από τον βασιλιά όπως επίσης από τους υπηκόους του και χαιρόταν γιατί ο Μπέλικ ήταν νεαρός νάνος, γεμάτος φλόγα αλλά και μίσος για τον Γκρινσπάροου.
Ο Μπέλικ, αφού ανέβηκε στον βράχο, στάθηκε δίπλα στον Σάγκλιν χαιρετώντας τον με ένα νεύμα. «Δεν τολμάμε να εμπορευτούμε με το Μόντφορτ, από τότε που πήρε τον θρόνο ο μάγος-βασιλιάς», είπε, κάτι που ο Σάγκλιν το είχε ακούσει εκατό φορές μέσα στις δύο μέρες που ήταν στο Νταν Ντάροου.
Ο Μπέλικ ξεφύσηξε. «Πολλοί δεν έχουν βγει από τα βουνά εδώ και είκοσι χρόνια», συνέχισε ο βασιλιάς των νάνων. «Αλλά μας αρέσουν τα βουνά, έτσι είμαστε ικανοποιημένοι».
Ο Σάγκλιν τον κοίταξε χωρίς να μιλήσει. Δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να πιστέψει αυτό τον ισχυρισμό.
«Ικανοποιημένοι…», επανέλαβε ο Μπέλικ, αλλά ο τόνος του δεν συμφωνούσε με το νόημα της λέξης. «Όμως δεν είμαστε ευτυχισμένοι. Οι περισσότεροι δεν έχουν καμιά επιθυμία να κατεβούν στους κάμπους, αλλά ακόμη κι εκείνοι που είναι ευχαριστημένοι εδώ, στενοχωριούνται επειδή δεν μπορούν να βγουν με ασφάλεια από τα βουνά».
«Φυλακισμένοι μέσα στο ίδιο σας το σπίτι», παρατήρησε ο Σάγκλιν.
Ο Μπέλικ κατένευσε. «Ακόμη, δεν μας αρέσει η μεταχείριση που έχει η φυλή μας στους κάμπους». Καθώς μιλούσε, έβαλε το δυνατό του χέρι στον ώμο του Σάγκλιν.
«Θα έλθετε μαζί μου, λοιπόν», συμπέρανε ο Σάγκλιν. «Στα ανατολικά».
Ο Μπέλικ κατένευσε πάλι. «Έρχεται πάλι καταιγίδα στα βουνά», είπε. «Ο χειμώνας δεν λέει να φύγει. Αλλά έχουμε άλλους τρόπους για να ταξιδέψουμε, υπόγειες στοές που θα μας πάνε στο ανατολικό άκρο του Νταν Ντάροου».
Ο Σάγκλιν χαμογέλασε προσπαθώντας να κρύψει τα συναισθήματά του. Να λοιπόν που μπορεί να επέστρεφε στη μάχη! Να επέστρεφε στο πλευρό του Λούθιεν και της Σιόμπαν με πέντε χιλιάδες οπλισμένους και θωρακισμένους νάνους πολεμιστές πίσω του.
Ο Λούθιεν καθόταν μόνος του πάνω σε κάποιον κομμένο κορμό δέντρου, αφήνοντας τη διάθεσή του να γίνει ένα με το μελαγχολικό απόγευμα. Ήξερε ότι ο Όλιβερ είχε δίκιο. Τις τελευταίες βδομάδες προσπαθούσε να αποφύγει τα συναισθήματά του. Πρώτα έστειλε την Κατρίν στο Πορτ Τσάρλι και μετά το έσκασε με τον Όλιβερ για το Γκλεν Άλμπιν. Προσπαθούσε να δικαιολογήσει τη δειλία του στο μέτωπο του έρωτα τονίζοντας τη γενναιότητά του στο μέτωπο του πολέμου.
Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι όμως. Στο στρατόπεδο επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός και κυκλοφορούσαν φήμες ότι γρήγορα θα περνούσαν το Τείχος του Μαλπουισάν για να προελάσουν νότια, αλλά ξαφνικά η μάχη είχε αρχίσει να του φαίνεται δευτερεύουσα. Πίστευε ότι μπορούν να νικήσουν, να πάρουν το Πρίνσταουν και να αναγκάσουν τον Γκρινσπάροου να τους παραχωρήσει την ανεξαρτησία τους, αλλά μετά τι θα ακολουθούσε; Θα γινόταν ο ίδιος βασιλιάς του Εριαντόρ;
Και αν γινόταν, θα ήταν η Κατρίν η βασίλισσά του;
Όλα επέστρεφαν αναπόφευκτα σε αυτό το πρόβλημα. Καθισμένος πάνω στο δέντρο, κοιτάζοντας το αδάμαστο Νταν Κάριθ, ένα σκοτεινό περίγραμμα στον γκρίζο ουρανό που σκοτείνιαζε γοργά καθώς χαμήλωνε ο ήλιος, ο Λούθιεν ένιωθε έντονα τη σύγκρουση μέσα του, μια σύγκρουση ανάμεσα στις ευθύνες του απέναντι στο Εριαντόρ και τις ευθύνες του απέναντι στον εαυτό του. Ήθελε να είναι η Πορφυρή Σκιά, ο αρχηγός της επανάστασης, ήθελε όμως επίσης να είναι ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, γιος του κόμη ενός μικρού νησιού, που περνούσε τον καιρό του λαβαίνοντας μέρος σε φιλικές μονομαχίες στην αρένα και κάνοντας έρωτα με την Κατρίν Ο’ Χέιλ στο δάσος.
Είχε φτάσει τόσο μακριά, τόσο γρήγορα, αλλά το ταξίδι δεν θα άξιζε τον κόπο αν του στοίχιζε τη γυναίκα που αγαπούσε.
«Δειλέ!» είπε στον εαυτό του. Σηκώθηκε, τεντώθηκε, μετά στράφηκε προς το στρατόπεδο και άρχισε να περπατά. Ήξερε πού θα είναι η Κατρίν, σε ένα μικρό αντίσκηνο στο βόρειο άκρο του μεγάλου στρατοπέδου, όπως ήξερε επίσης ότι έπρεπε να την αντιμετωπίσει τώρα αμέσως βάζοντας ένα τέλος στον φόβο του.
Μέχρι να φτάσει στο αντίσκηνο της Κατρίν, είχε πέσει ο ήλιος. Ένα φανάρι ήταν αναμμένο μέσα στη σκηνή, κι έτσι μπόρεσε να δει τη σιλουέτα της Κατρίν καθώς εκείνη έβγαζε το δερμάτινο χιτώνιό της. Κοίταξε τις αρμονικές καμπύλες γραμμές της σκιάς της για λίγο γεμάτος θαυμασμό και πάθος. Ήξερε ότι η Σιόμπαν είχε δίκιο. Νοιαζόταν πραγματικά για την Σιόμπαν, αλλά αυτή η γυναίκα, η Κατρίν, ήταν ο αληθινός του έρωτας. Όταν θα τελείωνε η τρελή φρενίτιδα της επανάστασης, ακόμη και αν θα νικούσαν, η νίκη δεν θα είχε νόημα για τον Λούθιεν Μπέντγουιρ αν δεν στεκόταν δίπλα του η Κατρίν.
Ήξερε ότι έπρεπε να μπει εκείνη τη στιγμή στο αντίσκηνο και να της τα πει όλα τούτα, αλλά δεν μπορούσε. Απομακρύνθηκε πάλι μέσα στο σκοτάδι βρίζοντας τον εαυτό του, χρησιμοποιώντας κάθε λογικό επιχείρημα για να ξεπεράσει τον φόβο του.
Του πήρε δύο ώρες για να συγκεντρώσει το κουράγιο του και να γυρίσει κρατώντας τώρα και ο ίδιος ένα φανάρι, με τα ρούχα του μουσκεμένα από την ομίχλη που είχε σηκωθεί και τα κόκαλά του περονιασμένα από τον παγερό αέρα.
«Ίσια μέσα!» ψιθύρισε αποφασισμένα προχωρώντας με γρήγορο βήμα. «Κατρίν…» είπε σιγά όταν έφτασε στο παραπέτασμα της σκηνής. Το παραμέρισε και, βάζοντας το κεφάλι του μέσα, έφερε μπροστά το φανάρι που κρατούσε.
Και τότε πάγωσε από φρίκη.
Η Κατρίν κειτόταν διαγώνια πάνω στο κρεβάτι εκστρατείας με τους ώμους να κρέμονται από κάτω, το κεφάλι της και το ένα χέρι να ακουμπούν στο έδαφος. Ο Λούθιεν χρειάστηκε αρκετά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει τι βλέπει και να καταφέρει μετά να πάρει το βλέμμα του από το απίστευτο θέαμα.
Για να δει τον γιγάντιο δαίμονα, που ήταν συσπειρωμένος μέσα στις σκιές δίπλα στο κρεβάτι της Κατρίν γεμίζοντας όλη τη γωνία του αντίσκηνου με τον όγκο του.
«Με θυμάσαι, ανόητε άνθρωπε;» μούγκρισε ο Πρεχοτέκ κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
Με μια αστραπιαία κίνηση ο Λούθιεν άφησε κάτω το φανάρι τραβώντας συγχρόνως τον Τυφλωτή. Έβγαλε μια κραυγή και όρμησε μπροστά στα τυφλά. Η επίθεση αιφνιδίασε τον δαίμονα, που ήταν πιο συνηθισμένος να βλέπει τους ανθρώπους να ζαρώνουν μπροστά του και να το βάζουν στα πόδια.
Ο Λούθιεν κατέβασε τον Τυφλωτή πάνω στο ένα σηκωμένο χέρι του Πρεχοτέκ χαράζοντας πάνω του μια γραμμή από γκριζοπράσινο αίμα, που σφύριζε και κάπνιζε όπου έσταζε στο έδαφος.
Ο Λούθιεν συνέχισε να χτυπά με ασυγκράτητη μανία ουρλιάζοντας. Δεν σκεφτόταν με τι πλάσμα πολεμά, δεν φοβόταν για τη ζωή του, το μόνο που ήξερε ήταν ότι η αγαπημένη του Κατρίν κειτόταν στο κρεβάτι, ίσως νεκρή, σκοτωμένη από αυτό το μοχθηρό τέρας.
Η φρενίτιδά του συνεχίστηκε και κατάφερε να χτυπήσει τον δαίμονα πάνω από δέκα φορές, μέχρι να εξαπολύσει ο Πρεχοτέκ μια αστραπή η οποία πέταξε τον Λούθιεν προς τα πίσω, πάνω στον ορθοστάτη της σκηνής. Πετάχτηκε όρθιος αμέσως με τα μαλλιά του ορθωμένα και τα μάτια του να έχουν θολώσει καθώς προσπαθούσε να ελέγξει τους μυϊκούς σπασμούς και να σφίξει γερά το σπαθί του.
«Θα σε κάψω ζωντανό», έγρουξε ο Πρεχοτέκ με μια φρικτή βραχνή φωνή. «Θα…»
Ενώ ο Λούθιεν ούρλιαζε με όλη του τη δύναμη ορμώντας ξανά, ο δαίμονας άπλωσε το πελώριο φτερό του για να τον σταματήσει. Δέχτηκε ένα χτύπημα στο τεράστιο στήθος του, αλλά είχε ήδη ανακόψει την ορμή του Λούθιεν, έτσι το σπαθί δεν χώθηκε βαθιά.
Ο Λούθιεν κατρακύλησε στο πλάι, όμως πετάχτηκε ξανά όρθιος και γύρισε ταυτόχρονα χτυπώντας πίσω του με το σπαθί, σίγουρος ότι ο δαίμονας θα τον ακολουθούσε.
Ο Πρεχοτέκ όμως είχε σταματήσει έξω από την ακτίνα του σπαθιού του μουγκρίζοντας χλευαστικά. Αμέσως μετά, πετάχτηκε ξαφνικά πάνω και οι τεράστιοι ώμοι του ανασήκωσαν όλο το αντίσκηνο.
Ο Λούθιεν είδε μια λάμψη, τη λάμα ενός λεπτού ξίφους να προεξέχει από το πίσω μέρος του αντίσκηνου πάνω από το ράντζο της Κατρίν, στοχεύοντας τον πισινό του Πρεχοτέκ.
«Α!» ακούστηκε μια θριαμβευτική κραυγή έξω από τη σκηνή.
Ο Πρεχοτέκ τίναξε το χέρι του και μια μπάλα φωτιάς διέλυσε το ύφασμα της σκηνής σε εκείνο το σημείο αποκαλύπτοντας έναν πολύ έκπληκτο Όλιβερ ντε Μπάροους.
«Μπορεί όμως και να κάνω λάθος», παραδέχτηκε ο χάφλινγκ καθώς γύριζε ο δαίμονας.
Ένα βέλος πέρασε πάνω από τον ώμο του Όλιβερ, για να καρφωθεί κατευθείαν στο απαίσιο φιδίσιο πρόσωπο του δαίμονα.
Ο Πρεχοτέκ μούγκρισε, ένας φρικτός εξώκοσμος ήχος, ενώ ο Λούθιεν αισθανόταν να ορθώνονται οι τρίχες στον σβέρκο του. Παρ’ όλα αυτά όρμησε πάλι, με τη σκέψη της Κατρίν να νικά τον τρόμο του.
Κατάφερε να χτυπήσει τον Πρεχοτέκ μια φορά με τον Τυφλωτή, όμως αμέσως ένα πελώριο χέρι τον πέταξε να κατρακυλήσει στο χώμα, έτσι ώστε ο Λούθιεν είδε τον κόσμο να γυρίζει γύρω του. Βρέθηκε πεσμένος μπρούμυτα σε μια γωνία της σκηνής αλλά τίναξε το κεφάλι του αυτόματα, αναγκάζοντας τον εαυτό του να σηκωθεί στα γόνατα. Είδε τον δαίμονα να πλησιάζει με το οξύ που είχε για σάλιο να στάζει από το μισάνοιχτο, φιδίσιο στόμα του.
Άλλο ένα βέλος και μετά άλλο ένα χτύπησαν τον Πρεχοτέκ, αλλά αυτός δεν έδωσε καν σημασία. Ο Όλιβερ όρμησε μέσα στη σκηνή, τον κάρφωσε με το ξίφος και μετά πετάχτηκε πάλι έξω, όμως ο Πρεχοτέκ και πάλι δεν σταμάτησε.
Ο Πάραγκορ του είχε δώσει εντολή να μη σκοτώσει τον Λούθιεν, αλλά ο πανίσχυρος Πρεχοτέκ δεν έπαιρνε διαταγές από ασήμαντους ανθρώπους.
Ο Λούθιεν, σίγουρος ότι σε λίγο θα ήταν νεκρός, άρχισε να ψάχνει γύρω για το σπαθί που του είχε πέσει. Ανασηκώθηκε στα γόνατα και έσφιξε τις γροθιές αποφασισμένος να πεθάνει παλεύοντας μανιασμένα. Ξαφνικά, καθώς τον τύφλωσε ένα δυνατό φως, έπεσε πίσω νομίζοντας ότι ο δαίμονας τον είχε χτυπήσει πάλι με τη μαγεία του.
Έκανε λάθος.
Ο Μπριντ’Αμούρ μπήκε στο αντίσκηνο πίσω από την αστραπή που είχε εκτοξεύσει, ενώ ο Πρεχοτέκ, άσχημα τραυματισμένος από το χτύπημα κι από τα βέλη που εκτοξεύονταν ασταμάτητα από την άλλη πλευρά, κατάλαβε ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει. Πετάχτηκε κι άρπαξε την αναίσθητη Κατρίν με το ένα χέρι του.
«Σκεφτείτε καλά τις συνέπειες μιας επίθεσης κατά του Πρίνσταουν!» βρυχήθηκε.
Ο Μπριντ’Αμούρ σταμάτησε το μαγικό ξόρκι για να μη χτυπήσει την Κατρίν. Η Σιόμπαν κάρφωσε άλλο ένα βέλος στην πλάτη του δαίμονα, αλλά ο Πρεχοτέκ ίσιωσε το σώμα του σηκώνοντας ψηλά το ελεύθερο χέρι, διαλύοντας ό,τι είχε απομείνει από το αντίσκηνο. Τα τεράστια φτερά του άρχισαν να χτυπούν δυνατά και ο Πρεχοτέκ υψώθηκε στον αέρα.
«Κατρίν!» φώναξε ο Λούθιεν προσπαθώντας να βρει το σπαθί του. Όρμησε στον Πρεχοτέκ άοπλος και πήδησε ψηλά αρπάζοντας το ένα πόδι του.
Το άλλο πόδι, με ένα δυνατό χτύπημα, τον έστειλε αναίσθητο στο έδαφος.
Μια φωτεινή λόγχη εμφανίστηκε στο χέρι του Μπριντ’Αμούρ. Την εκτόξευσε κατά του δαίμονα και βρήκε το στόχο του με μια έκρηξη και μια βροχή από σπίθες. Από το μεγάλο τόξο της Σιόμπαν εκτοξεύτηκαν άλλα δύο βέλη, που καρφώθηκαν στα πόδια του δαίμονα.
Αλλά ο Πρεχοτέκ ήταν πολύ δυνατός για να κλονιστεί από τέτοια χτυπήματα. Απομακρύνθηκε πετώντας μαζί με την Κατρίν, ενώ από το στρατόπεδο ακούγονταν φωνές απελπισίας από τους συντρόφους της και από πολλούς πολεμιστές που είχαν συγκεντρωθεί με τον θόρυβο της μάχης.
Φωνές απελπισίας και αγωνίας, πραγματική μουσική για τα αφτιά του δαίμονα.