21 Γκλεν Άλμπιν

Ψίθυροι ενθουσιασμού ακούγονταν ανάμεσα στους Εριαντοριανούς στρατιώτες, όταν στρατοπέδευσαν στη μεγάλη κοιλάδα του Γκλεν Άλμπιν, βορειοανατολικά του Άιρον Κρος. Το Νταν Κάριθ, κάτω από το Τείχος του Μαλπουισάν, δεν είχε φανεί ακόμη, φαινόταν όμως ήδη το βουνό στο οποίο ήταν χτισμένο το φρούριο. Η ώρα της μάχης θα ερχόταν μέσα στις δύο επόμενες μέρες, μπορεί και μέσα στο επόμενο απόγευμα.

Οι Εριαντοριανοί πίστευαν ότι μπορούν να κυριεύσουν το Νταν Κάριθ και το τείχος μόνο με τη δύναμη που είχε ξεκινήσει από το Κάερ Μακντόναλντ, τους πέντε χιλιάδες πολεμιστές που στρατοπέδευσαν στο Γκλεν Άλμπιν. Οι ελπίδες τους μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο όμως, γιατί σύμφωνα με τις φήμες σε λίγο θα έφταναν ενισχύσεις. Έλεγαν ότι ο Λούθιεν επιστρέφει με χίλιους σκληροτράχηλους ιππείς από το Έραντοχ και άλλους τόσους αγρότες-πολεμιστές από τα μικρότερα χωριουδάκια του κεντρικού Εριαντόρ. Εκείνο το βράδυ, καθώς οι στρατιώτες έστηναν το στρατόπεδο, είχαν την αίσθηση ότι όλη η χώρα έχει επαναστατήσει κατά του Γκρινσπάροου.

Πολλές σκέψεις απασχολούσαν την Κατρίν, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το Εριαντόρ είχε επαναστατήσει και θα πολεμούσε μέχρι το τέλος — ελευθερία ή θάνατος. Ήταν κάτι που η περήφανη γυναίκα από το Χέιλ ονειρευόταν από πολύ μικρή, και όμως, τώρα που πλησίαζε η πραγματοποίηση αυτού του ονείρου, υπήρχε κάτι που μείωνε τη χαρά της.

Είχε χάσει τον Λούθιεν. Άκουγε τους ψιθύρους των φίλων που μιλούσαν πίσω από την πλάτη της. Τα λόγια τους δεν είχαν κακεντρέχεια αλλά μόνο συμπάθεια, πράγμα που την πονούσε ακόμη περισσότερο. Ήξερε ότι ο Λούθιεν και η Σιόμπαν είναι εραστές, το ήξερε από καιρό, αλλά μόνο τώρα, με την επανάσταση να πλησιάζει στο τέλος της και να φαίνονται πια οι προοπτικές της ζωής μετά τον πόλεμο, άρχισε η Κατρίν να αντιλαμβάνεται το βάρος αυτής της αλήθειας.

Περπατούσε μόνη της περνώντας αθόρυβα δίπλα από τους φρουρούς και τους πολεμιστές που ήταν μαζεμένοι γύρω από τις φωτιές, πολλοί παίζοντας τυχερά παιχνίδια ή τραγουδώντας τα παλιά τραγούδια του Εριαντόρ. Μερικοί την είδαν και τη χαιρέτισαν χαμογελώντας πλατιά, κατάλαβαν όμως από την έκφρασή της ότι ήθελε να μείνει μόνη εκείνο το βράδυ, για τούτο δεν την πλησίασαν. Η Κατρίν βγήκε από τη βόρεια πλευρά του στρατοπέδου στα σκοτεινά χωράφια όπου τα άστρα έμοιαζαν πιο κοντά, κι εκεί στάθηκε μόνη με τις σκέψεις της.

Ο πόλεμος, που είχε αρχίσει πριν από μόνο έξι μήνες, μάλλον δεν θα κρατούσε άλλους έξι. Και τι θα έμενε τότε για την Κατρίν Ο’ Χέιλ; Είτε νικούσαν το Άβον είτε όχι, ένιωθε ότι η ζωή χωρίς τον Λούθιεν δεν θα ήταν πλήρης. Είχε ταξιδέψει τριακόσια χιλιόμετρα για να βρεθεί κοντά του, είχε κάνει άλλα τριακόσια μαζί με αυτό τον στρατό, πηγαίνοντας σε αποστολές για το Εριαντόρ και τον αγώνα του, όμως τώρα είχε την αίσθηση ότι όλες οι προσπάθειές της θα ήταν μάταιες.

Ένας λυγμός ήταν ο μοναδικός ήχος που έβγαλε, και της τον άρπαξε από το στόμα ο άνεμος.

Ξαφνιάστηκε, αν και ταυτόχρονα βαθιά μέσα της δεν απόρησε, όταν μια λεπτή μορφή, πολύ πιο μικρόσωμη από την ίδια, ήλθε αθόρυβα και στάθηκε δίπλα της.

Η Κατρίν δεν ήξερε τι να πει. Είχε έλθει εδώ για απομονωθεί και να σκεφτεί αυτά που είχε χάσει, να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα της ζωής της, και να που η Σιόμπαν την είχε ακολουθήσει έξω από το στρατόπεδο.

Η Σιόμπαν!

Η Κατρίν δεν την κοίταξε, δεν μπορούσε να την κοιτάξει. Ρούφηξε τη μύτη της, ξερόβηξε και μετά γύρισε απότομα για να επιστρέψει στο στρατόπεδο.

«Πόσο πεισματάρα και πόσο ηλίθια θα πρέπει να είσαι, αν αφήσεις να σου φύγει ο άνδρας που σε αγαπά και που τον αγαπάς», είπε ξαφνικά η Σιόμπαν σταματώντας την Κατρίν επιτόπου.

Η γυναίκα από το Χέιλ έκανε μεταβολή κοιτάζοντας με απορία την αντίζηλό της. Κι εσύ πόσο ηλίθια θα είσαι αν τον αφήσεις σε μένα; αναρωτήθηκε, αλλά δεν μίλησε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πού το πάει η Σιόμπαν.

Η μισοξωτική τίναξε τα μακριά μαλλιά πάνω από τον ώμο της, κοίταξε για μια στιγμή τα άστρα και μετά γύρισε πάλι στην Κατρίν. «Δεν είναι ο πρώτος άνδρας που έχω αγαπήσει», είπε.

Η Κατρίν δεν μπόρεσε να κρύψει τον πόνο από το πρόσωπό της, όταν άκουσε αυτή την επιβεβαίωση του δεσμού τους. Το ήξερε από καιρό, αλλά κάπου βαθιά μέσα της διατηρούσε κάποια τελευταία ίχνη ελπίδας.

»Και δεν θα είναι ο τελευταίος», συνέχισε η Σιόμπαν. Το βλέμμα της υψώθηκε πάλι στα αστέρια, ενώ η Κατρίν δεν ένιωθε να τη μισεί τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή, όταν αναγνώρισε τον ειλικρινή πόνο που είχε απλωθεί στα όμορφα, γωνιώδη χαρακτηριστικά της. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Λούθιεν Μπέντγουιρ», είπε η Σιόμπαν, με φωνή που ήταν ένας ψίθυρος. «Ούτε κι εσένα, Κατρίν Ο’ Χέιλ, και όταν θα είστε θαμμένοι και οι δύο βαθιά στη γη, εγώ, νέα ακόμη με τα μέτρα της φυλής μου, θα προσπαθώ να επισκέπτομαι τους τάφους σας, ή τουλάχιστον να σταματώ και να σας μνημονεύω.

Γύρισε πάλι στην Κατρίν, που την κοίταζε με ανοιχτό το στόμα. Δάκρυα έτρεχαν από τα πράσινα μάτια της και η Κατρίν τα έβλεπε να γυαλίζουν καθώς κυλούσαν στα ψηλά ζυγωματικά της.

»Ναι», συνέχισε η Σιόμπαν. Έκλεισε τα μάτια παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, εισπνέοντας το άρωμα της άνοιξης. «Θα κρατήσω στη μνήμη μου αυτήν τη νύχτα», είπε. «Τις οσμές και τις εικόνες, τη ζεστασιά του αέρα, τον κόσμο που ξαναξυπνά· και όταν στους αιώνες που θα ακολουθήσουν νιώσω πάλι μια τέτοια νύχτα σαν αυτή, θα μου θυμίζει τον Λούθιεν και την Κατρίν, τους δυο ερωτευμένους, το ζευγάρι των θρύλων».

Η Κατρίν την κοίταζε μην ξέροντας πώς να αντιδράσει σε αυτά τα απρόσμενα λόγια και στην ασυνήθιστα ειλικρινή συμπεριφορά της μισοξωτικής.

Η Σιόμπαν την κοίταξε στα μάτια σφίγγοντας το σαγόνι. «Καλά κάνεις και πονάς επειδή ο Λούθιεν κι εγώ γίναμε εραστές», είπε ωμά αιφνιδιάζοντας πάλι την Κατρίν και αντιστρέφοντας ξανά τα συναισθήματά της. «Και όμως», συνέχισε η Σιόμπαν χωρίς δισταγμό, «θεωρώ ότι είναι σε κάποιο βαθμό επίσης δικό μου έργο —όχι: ότι είναι σε μεγάλο βαθμό επίσης δικό μου έργο— το γεγονός ότι ο νεαρός Λούθιεν Μπέντγουιρ έγινε αυτός που έγινε. Αυτός ο άνθρωπος καταλαβαίνει τώρα την αγάπη, και μπορεί να κοιτάξει την Κατρίν Ο’ Χέιλ με το βλέμμα ενός άνδρα και όχι με τα αφελή μάτια ενός φιλήδονου εφήβου.

Η Κατρίν γύρισε αλλού δαγκώνοντας το χείλι της.

»Αρνήσου το αν θέλεις», συνέχισε η Σιόμπαν, καθώς την πλησίαζε αναγκάζοντάς την να την κοιτάξει πάλι. «Άφησε την ανόητη περηφάνια σου να παγώσει την καρδιά σου αν θέλεις. Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι ο Λούθιεν Μπέντγουιρ αγαπάει εσένα, μόνο εσένα, και ότι εγώ δεν σε απειλώ».

Η Σιόμπαν της χαμογέλασε εγκάρδια τότε, ένα απαραίτητο τέλος, πριν απομακρυνθεί αφήνοντας την Κατρίν μόνη με τις σκέψεις της, μόνη με τη νύχτα.


Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ κατασκήνωσαν νότια του Μπρόνεγκαν εκείνο το βράδυ, μαζί με μια δύναμη που είχε σχεδόν το μισό μέγεθος από τον στρατό που ήταν στρατοπεδευμένος στο Γκλεν Άλμπιν. Μετά την ήττα του, ο Έσταμπρουκ είχε μιλήσει όντως στους “φίλους” του όπως του είχε ζητήσει ο Λούθιεν, δίνοντας στους δύο συντρόφους κάποια περιθώρια και χρόνο.

Ο Έσταμπρουκ, αριστοκράτης ως το τέλος, παραχώρησε αμέσως και απροκάλυπτα στον Λούθιεν τη θέση της ηγεσίας που είχε κερδίσει πάνω στους χίλιους συγκεντρωμένους ιππείς. Ο Λούθιεν τον κοίταζε ανήσυχος όταν το έκανε, ξέροντας ότι μια τέτοια αλλαγή δεν θα ήταν εύκολη.

Η Καϊρίν Κάλθγουεϊν, μια γιγαντόσωμη, δυνατή γυναίκα, η καλύτερη ιππέας σε όλο το Έραντοχ, την οποία είχε νικήσει ο Έσταμπρουκ σε μονομαχία πριν από μερικές μέρες όπως κι άλλους πολεμιστές, διεκδίκησε πάλι αυτήν τη θέση. Σύμφωνα με τον αρχαίο κώδικα των ιππέων, ο τίτλος δεν μπορούσε να περάσει από ξένο σε ξένο.

Ο Λούθιεν, σαν γιος κόμη, γνώριζε τα θέματα εθιμοτυπίας και καταλάβαινε τις βασικές παραδόσεις του Έραντοχ. Ο Έσταμπρουκ είχε πάρει ηγετική θέση νικώντας την αρχηγό των ιππέων, αλλά αυτή η θέση ήταν αναγκαστικά προσωρινή.

Ουσιαστικά, πολύ προσωρινή. Ο Έσταμπρουκ ήταν ξένος, και όταν οι βουνήσιοι θα αποφάσιζαν ποια τελικά θα ήταν η σειρά προτεραιότητας ανάμεσά τους, θα προκαλούσαν τον Μαύρο Ιππότη σε μονομαχία ένας-ένας, οπότε αυτός θα έπρεπε να τους νικήσει όλους. Και αν κάποιος από τους καβαλάρηδες τον νικούσε, δεν θα έδειχνε έλεος.

«Η Καϊρίν Κάλθγουεϊν είναι η νόμιμη αρχηγός;» ρώτησε ο Λούθιεν τους ιππείς γύρω του.

«Δικαιωματικά, χάρη στα κατορθώματα και στο αίμα της», απάντησε ένας, ενώ οι άλλοι συμφωνούσαν με καταφατικά νεύματα.

«Δεν ήλθα στο Έραντοχ για να γίνω αρχηγός σας», τους διαβεβαίωσε ο Λούθιεν, «αλλά για να ζητήσω τη συμμαχία σας. Να ζητήσω να ενωθείτε μαζί μου και με τον λαό του Κάερ Μακντόναλντ ενάντια στον Γκρινσπάροου, που δεν είναι βασιλιάς μας».

Οι άνδρες και οι γυναίκες του Έραντοχ δεν ήταν πολύπλοκοι άνθρωποι. Όντας η ζωή τους απλή και τίμια, ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη σειρά από κανόνες, βασικές κατευθυντήριες γραμμές που εξασφάλιζαν την επιβίωση και την τιμή τους. Έτσι, ο Λούθιεν δεν χρειαζόταν να πει τίποτε άλλο. Όταν ξεκίνησε για να γυρίσει στο Μπρόνεγκαν, οι καβαλάρηδες του Έραντοχ δεν ήταν πίσω του, ήταν δίπλα του. Ο Λούθιεν με τον Όλιβερ είχαν την αίσθηση ότι οι ανεξάρτητοι κάτοικοι του Έραντοχ ήθελαν από την αρχή να προσχωρήσουν στην επανάσταση, αλλά δεν το είχαν κάνει, επειδή ήταν υποχρεωμένοι να υπακούσουν τον Μαύρο Ιππότη.

Οι δύο φίλοι με τον Έσταμπρουκ και τους καβαλάρηδες του Έραντοχ είχαν κατασκηνώσει τώρα νότια του Μπρόνεγκαν μαζί με εκατοντάδες αγρότες, που πήραν ευχαρίστως τα όπλα για τον αγώνα, όταν έμαθαν ότι το Έραντοχ προσχώρησε στην επανάσταση.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ έμειναν ξύπνιοι μέχρι αργά, με τον χάφλινγκ τυλιγμένο σε κουβέρτες να προσπαθεί να καθαρίσει τα υπέροχα ρούχα του και να γυαλίσει την αγκράφα της ζώνης και το ξίφος του. Ο Όλιβερ είχε βάλει το μοβ παντελόνι του στη φωτιά για να στεγνώσει, ήταν όμως πολύ κοντά στις φλόγες και ο Λούθιεν χαμογέλασε σιωπηλά όταν είδε ότι το παντελόνι άρχισε να καπνίζει.

Ο χάφλινγκ στρίγγλισε όταν το πρόσεξε. Το τράβηξε από τη φωτιά ρίχνοντας ένα θυμωμένο βλέμμα στον ικανοποιημένο φίλο του.

«Ήμουν έτοιμος να σου το πω», είπε ο Λούθιεν με αθώο ύφος.

«Δεν μου το είπες όμως!» είπε ο Όλιβερ.

Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους, όπως τους είχε σηκώσει και ο Όλιβερ την ίδια εκείνη μέρα, μετά την οδυνηρή μονομαχία του Λούθιεν με τον Μαύρο Ιππότη. «Άλλαξα γνώμη», απάντησε ο νεαρός Μπέντγουιρ μιμούμενος τη γασκωνική προφορά του φίλου του.

Ο Όλιβερ πήρε ένα ξύλο για να τον χτυπήσει και ο Λούθιεν σήκωσε το χέρι του για να αποκρούσει το χτύπημα, αλλά με την κίνηση τον πόνεσε ο τραυματισμένος ώμος του. Γέλασε βογγώντας ταυτόχρονα.

Την ίδια στιγμή πλησίασε στη φωτιά τους ο Έσταμπρουκ κρατώντας ένα μικρό αγγείο. Έμοιαζε να έχει το μισό μέγεθος χωρίς την επιβλητική πανοπλία του Μαύρου Ιππότη. «Ένα βάλσαμο», εξήγησε πλησιάζοντας τον Λούθιεν. «Θα καθαρίσει τα τραύματά σου και θα μαλακώσει τον πόνο. Θα τα βοηθήσει να επουλωθούν σωστά». Σαν ανήσυχη μητέρα, ο ιππότης έσκυψε πάνω από τον Λούθιεν παίρνοντας με το χέρι του από το βάζο μια ποσότητα από την γκρίζα δύσοσμη αλοιφή.

Ο Λούθιεν έγειρε το κεφάλι για να απομακρύνει τα μακριά μαλλιά του από τον ώμο, ώστε να μπορέσει να του βάλει την αλοιφή ο Έσταμπρουκ. Στο μεταξύ, αυτός και ο Όλιβερ κοίταζαν με περιέργεια τον ιππότη. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο Έσταμπρουκ, ο Πρώτος από τους Έξι Ιππότες, βρισκόταν στο Εριαντόρ αυτή την εποχή. Ο Λούθιεν δεν είχε βρει την ευκαιρία να τον ρωτήσει ως τώρα, γιατί όλη τη μέρα ταξίδευαν κάνοντας συζητήσεις για τη συμμαχία του Έραντοχ με τον επαναστατικό στρατό. Αλλά δεν μπορούσε να περιμένει άλλο.

«Γιατί είσαι εδώ;» τον ρώτησε στα ίσια.

Ο Έσταμπρουκ τον κοίταξε έκπληκτος και, με τον μορφασμό που έκανε, το τεράστιο μουστάκι του ανασηκώθηκε τόσο πολύ που άγγιξε την άκρη της μύτης του. «Είμαι Άρχοντας Προστάτης», απάντησε, λες και αυτό τα εξηγούσε όλα.

«Ναι, αλλά ο βασιλιάς Γκρινσπάροου είναι στη Γασκόνη», είπε ο Όλιβερ. «Γιατί σε έστειλε εσένα τόσο βόρεια;»

«Ο Γκρινσπάροου;» είπε ο Έσταμπρουκ. «Όχι, δεν με έστειλε αυτός! Με έστειλε ο δούκας Πάραγκορ, ο δούκας του Πρίνσταουν».

«Πότε;» ρώτησε ο Λούθιεν.

«Έκανα επίσκεψη στην πόλη. Θαυμάσια πόλη αυτό το Πρίνσταουν. Με υπέροχα πάρκα και ζωολογικό κήπο!»

Ο Όλιβερ ήθελε να τον ρωτήσει για τον ζωολογικό κήπο, αλλά ο Λούθιεν είχε άλλες προτεραιότητες. «Λοιπόν, ο δούκας…» επέμεινε.

Ο Έσταμπρουκ τον κοίταξε με απορία για μια στιγμή, σαν να μην καταλάβαινε. «Α, ναι, βέβαια, ο Πάραγκορ, ένας κοκαλιάρης τύπος», είπε τελικά καταφέρνοντας να θυμηθεί τον αρχικό του λόγο. «Εγώ λέω ότι θα έπρεπε να σταματήσει το πολύ διάβασμα και να αρχίσει να τρώει περισσότερο!

»Χμ… ναι, πριν από δυο βδομάδες», πρόσθεσε αμέσως μετά, βλέποντας ότι ο Λούθιεν τον κοίταζε βλοσυρός. «Με κάλεσε σε ένα μεγάλο συμπόσιο και μετά μου ζήτησε να έλθω βόρεια, στο Έρα… Έραντοϊ. Αλήθεια, πώς το είπες αυτό το μέρος;»

«Έραντοχ», του απάντησε ο Όλιβερ.

«Ναι, στο Έραντοχ», συνέχισε ο Έσταμπρουκ. «“Πήγαινε στο Έραντοχ”, έτσι μου είπε. Να επιβάλλω την τάξη στην περιοχή, εκ μέρους του βασιλιά. Ήμουν υποχρεωμένος να υπακούσω, αφού είμαι Άρχοντας Προστάτης και ο Πάραγκορ είναι εκπρόσωπος του νόμιμου βασιλιά του Άβον».

Ήταν απόλυτα λογικό. Ο δούκας Πάραγκορ είδε τα προβλήματα που είχαν αρχίσει στο Εριαντόρ και, επειδή βρισκόταν κοντά στο Έραντοχ, ήξερε την αξία των καβαλάρηδων αυτής της περιοχής. Ο δούκας δεν θα είχε εντυπωσιάσει τους πολεμοχαρείς βουνήσιους, ούτε οι συνηθισμένοι συνοδοί του, οι μάγοι και οι Κυκλωπιανοί. Τότε όμως φθάνει στο Πρίνσταουν ο Έσταμπρουκ, ένας ιππότης της παλιάς σχολής, ένας πολεμιστής με αδιαμφισβήτητη τιμή, και ο δούκας βρίσκει τον απεσταλμένο του.

«Γιατί όμως άλλαξες στρατόπεδο;» ρώτησε ο Όλιβερ.

«Δεν άλλαξα!» δήλωσε ο Έσταμπρουκ όταν κατάλαβε τι υπονοούσε ο χάφλινγκ. «Ο φίλος σου με νίκησε σε τίμια μονομαχία, κι έτσι του είμαι υποχρεωμένος για εκατό μέρες». Κοίταξε τον Λούθιεν. «Φυσικά καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να με χρησιμοποιήσεις ενάντια στον βασιλιά μου. Το σπαθί μου τότε θα είναι σιωπηλό».

Ο Λούθιεν κατένευσε χαμογελώντας ικανοποιημένος. «Μέσα σε αυτό το διάστημα, καλέ μου ιππότη», είπε, «θα έχεις μάθει την αλήθεια για τον βασιλιά Γκρινσπάροου και για το τι έχουμε αρχίσει στο Εριαντόρ».


Τώρα ήταν η σειρά της Σιόμπαν να θρηνήσει την απώλεια του Λούθιεν, αν και το ήξερε από εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα στο Κάερ Μακντόναλντ ότι ο δεσμός τους δεν θα συνεχιστεί. Όμως τώρα αυτή η απόφαση ήταν πια επίσημη και τελεσίδικη, όπως έπρεπε να είναι.

Παρ’ όλα αυτά την πονούσε, και η Σιόμπαν κατάλαβε ότι κι εκείνη δεν θα είχε ύπνο τούτο το βράδυ. Περιπλανήθηκε για λίγο στο στρατόπεδο σταματώντας για να πάρει μέρος στα τραγούδια σε μια φωτιά, στα τυχερά παιχνίδια σε μια άλλη. Φτάνοντας στο νοτιοανατολικό άκρο του στρατοπέδου είδε τη μεγάλη σκηνή του Μπριντ’Αμούρ. Μια λάμπα έκαιγε μέσα και οι σκιές έδειχναν ότι ο γέρο-μάγος είναι ξύπνιος.

Όταν μπήκε μέσα η Σιόμπαν, ο Μπριντ’Αμούρ χτυπούσε τα χέρια του με ένα πλατύ χαμόγελο απλωμένο από το ένα αφτί ως το άλλο. Η μισοξωτική είδε ότι μόλις είχε ρίξει ένα ύφασμα πάνω σε κάποιο στρογγυλό αντικείμενο που ήταν τοποθετημένο πάνω σε μια βάση — σίγουρα η κρυστάλλινη σφαίρα του.

«Είδες τον Λούθιεν», είπε. «Και έμαθες ότι οι φήμες για τις ενισχύσεις που φέρνει, έχουν βάση».

Ο Μπριντ’Αμούρ την κοίταξε συγχυσμένος για μια στιγμή «Α, όχι, όχι», απάντησε μετά. «Έχει πολλή ομίχλη εκεί πάνω. Πάρα πολλή ομίχλη. Νομίζω ότι τον είδα για λίγο νωρίτερα, αλλά μπορεί να έκανα λάθος, μπορεί να ήταν κάποιος βουνήσιος ή και κανένας τάρανδος ακόμη. Πολλή ομίχλη».

«Που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τις…»

«Οι φήμες συνήθως έχουν κάποιο βαθμό αλήθειας», την διέκοψε ο Μπριντ’Αμούρ.

Η Σιόμπαν αναστέναξε. «Θα χρειαστούμε δύο στρατηγικά σχέδια», είπε. «Δύο σχέδια μάχης. Ένα για πόλεμο χωρίς βοήθεια από τον Λούθιεν και άλλο ένα αν έλθει όντως με χιλιάδες πολεμιστές».

«Δεν χρειάζεται», απάντησε αινιγματικά ο Μπριντ’Αμούρ.

Η Σιόμπαν τον κοίταξε σοβαρή. Δεν είχε διάθεση για τα παιχνίδια του γέρο-μάγου.

Ο Μπριντ’Αμούρ το κατάλαβε και αναρωτήθηκε για μια στιγμή τι μπορεί να την έχει στενοχωρήσει. «Το νέο της νίκης μας στο Κάερ Μακντόναλντ έχει διαδοθεί παντού», εξήγησε αμέσως, ανυπομονώντας να φέρει πάλι το χαμόγελο στο όμορφο πρόσωπο της Σιόμπαν. «Η σημαία που κυματίζει πάνω από το Νταν Κάριθ είναι ο σταυρός σε πράσινο φόντο!»

Η Σιόμπαν τον κοίταξε έκπληκτη, προσπαθώντας να καταλάβει τι της λέει. Όμως, σιγά-σιγά κατάλαβε. Ο μάγος είχε ισχυριστεί ότι στο φρούριο στο Τείχος του Μαλπουισάν υψώθηκε η παλιά σημαία του Εριαντόρ! «Το τείχος πάρθηκε;» ρώτησε άναυδη.

«Το τείχος είναι δικό μας!» επιβεβαίωσε ο μάγος υψώνοντας τη φωνή του.

Η Σιόμπαν δεν μπορούσε να μιλήσει. Πώς ήταν δυνατό να τους δοθεί έτοιμη μια τέτοια νίκη;

«Η πλειοψηφία των κατοίκων του Νταν Κάριθ και εκείνων που ζουν στους πύργους των πυλών κατά μήκος του τείχους δεν είναι Κυκλωπιανοί, δεν είναι καν πολίτες του Άβον, είναι Εριαντοριανοί», της εξήγησε ο μάγος. «Ήταν υπηρέτες των στρατιωτών, τεχνίτες και βοηθοί οι περισσότεροι, αλλά είχαν εύκολη πρόσβαση στα οπλοστάσια».

«Άκουσαν για την Πορφυρή Σκιά», είπε η Σιόμπαν.

Ο Μπριντ’Αμούρ έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του και έγειρε πίσω στην καρέκλα ακουμπώντας το κεφάλι στον κεντρικό ορθοστάτη της σκηνής του. «Έτσι φαίνεται», είπε.

Загрузка...