«Βασιλεία; Δημοκρατία; Κυβέρνηση; Φτου!» ο Όλιβερ έφτυσε περιφρονητικά. Ταξίδευαν μια ολόκληρη βδομάδα και παρ’ όλο που είχε μπει για τα καλά η άνοιξη, ο καιρός δεν ήταν τόσο καλός — τουλάχιστον όχι ο καιρός που περίμεναν για την ένδοξη επιστροφή τους στο Κάερ Μακντόναλντ. Τώρα, με τα τείχη της πόλης να φαίνονται επιτέλους μπροστά τους και τη Μητρόπολη να ξεχωρίζει πελώρια κι επιβλητική πάνω στον λόφο, η συζήτησή τους είχε γυρίσει στη στέψη του νέου βασιλιά του ελεύθερου Εριαντόρ.
Ο Λούθιεν δεν είχε ποτέ την παραμικρή αμφιβολία για το ποιος θα πρέπει να είναι αυτός. Αρκετοί είχαν ζητήσει να φορέσει το στέμμα η Πορφυρή Σκιά, αλλά ο Λούθιεν ήξερε τις ικανότητές του και τα όρια τους. Βασιλιάς θα γινόταν ο Μπριντ’Αμούρ, αυτό ήταν το καλύτερο για το Εριαντόρ.
«…Φτου;» έκανε ερωτηματικά η Κατρίν.
«Κυβέρνηση…», επανέλαβε ο Όλιβερ. «Ξέρεις ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στη βασιλεία και στη δημοκρατία;
Η Κατρίν σήκωσε τους ώμους. Δεν ήταν καν σίγουρη για το τι ακριβώς είναι αυτή η δημοκρατία για την οποία τους είχε μιλήσει ο Μπριντ’Αμούρ αφού μπήκαν στο Εριαντόρ.
»Στη βασιλεία», εξήγησε ο χάφλινγκ, «ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την εξουσία του για εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους. Στη δημοκρατία συμβαίνει το αντίθετο».
Ο Λούθιεν και η Κατρίν χρειάστηκαν μερικές στιγμές για να καταλάβουν.
«Δηλαδή, με τη δική σου λογική, το Εριαντόρ θα ήταν καλύτερα χωρίς βασιλιά;» ρώτησε ο Λούθιεν. «Να αφήσουμε τις πόλεις να κυβερνιούνται μόνες τους;..»
«Αυτό θα κάνουν έτσι κι αλλιώς», απάντησε ο Όλιβερ, ενώ η Κατρίν δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει. Οι περήφανοι Εριαντοριανοί δεν θα υπέκυπταν στη θέληση κανενός, αν δεν ανήκε ο κυβερνήτης στην ιδιαίτερη πατρίδα του καθενός απ’ αυτούς.
«Παρ’ όλα αυτά χρειαζόμαστε έναν βασιλιά», συνέχισε αποφασιστικά ο Λούθιεν. «Χρειαζόμαστε κάποιον που να μιλά εκ μέρους της χώρας κατά τις συναλλαγές μας με άλλους τόπους. Πάντα ήταν έτσι τα πράγματα, πολύ πριν εμφανιστεί ο Γκρινσπάροου».
«Και ο Μπριντ’Αμούρ θα κρατήσει τον λαό του Εριαντόρ ενωμένο», συμφώνησε ο Όλιβερ. «Και θα φερθεί δίκαια στους νάνους και τα ξωτικά, δεν έχω καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Και πάλι όμως… κυβέρνηση…»
»…Φτου!» Ο Λούθιεν και η Κατρίν έφτυσαν μαζί και μετά ξέσπασαν κι οι τρεις στα γέλια.
Η λαμπρή στέψη του Μπριντ’Αμούρ έγινε μια φωτεινή και ηλιόλουστη μέρα, σε λιγότερο από μια βδομάδα μετά την επιστροφή του στρατού στο Κάερ Μακντόναλντ. Αν υπήρχε κανείς που διαφωνούσε με την επιλογή, δεν μίλησε, ενώ ακόμη και οι σκληροτράχηλοι βουνήσιοι από το Έραντοχ έδειχναν ικανοποιημένοι με τη μεγαλοπρέπεια της γιορτής.
Ο Μπριντ’Αμούρ είχε αποδεχθεί τον ρόλο του αρχηγού, καθώς είχαν τελειώσει πια οι πολεμικές συγκρούσεις και σε λίγο θα άρχιζαν οι διπλωματικές μονομαχίες. Ο Λούθιεν χαιρόταν για αυτή την ανάπαυλα, χαιρόταν που είχε φύγει από τους ώμους του το βάρος της ευθύνης.
Προσωρινά βέβαια. Δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι πήραν τέλος τα καθήκοντά του ή ότι τελείωσε πραγματικά ο πόλεμος. Είχε συζητήσει το θέμα με τον Μπριντ’Αμούρ και πίστευαν και οι δύο ότι ο Γκρινσπάροου είχε συμφωνήσει τόσο εύκολα μονάχα για να κερδίσει λίγο χρόνο. Ήξεραν κι οι δύο ότι μπορεί να τους περιμένει μία ακόμη μεγαλύτερη περιπέτεια κάπου στο μακρινό ή κοντινό μέλλον.
Ο Λούθιεν σκέφτηκε τον Έσταμπρουκ, που υπηρετούσε τόσα χρόνια το βασίλειο του Άβον. Τον Έσταμπρουκ, που θα θαβόταν στο Κάερ Μακντόναλντ. Μετά από μια ζωή υπηρεσίας προς το Άβον, ο ευγενής ιππότης είχε ζητήσει να τον θάψουν στο Εριαντόρ. Ο Λούθιεν σκεφτόταν συχνά αυτή την ειρωνεία.
Αλλά τούτες οι σκοτεινές σκέψεις είναι για κάποια άλλη μέρα, είπε στον εαυτό του. Η υπέροχα διακοσμημένη άμαξα πλησίασε στο βάθρο που είχε κατασκευαστεί στη μεγάλη πλατεία κοντά στη Μητρόπολη. Ο Μπριντ’Αμούρ, έχοντας πραγματικά βασιλική εμφάνιση με τον πλούσιο μοβ χιτώνα, με τα κατάλευκα μαλλιά και τη γενειάδα του καλοκομμένα και καλοχτενισμένα, βγήκε από την άμαξα κι ανέβηκε τη σκάλα κάτω από τις χαρμόσυνες ζητωκραυγές των χιλιάδων θεατών, που ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία.
Συγκεντρωμένοι για να τιμήσουν αυτήν τη μέρα, σκέφτηκε ο Λούθιεν διώχνοντας κάθε σκέψη του Γκρινσπάροου από τον νου του.
Αυτή η μέρα. Εριαντόρ ελεύθερο.