Το χιόνι σταμάτησε την επόμενη μέρα αφήνοντας ένα λευκό στρώμα μισού μέτρου σε όλο τον νότιο κάμπο του Εριαντόρ, ενώ σε μερικά κοιλώματα είχε συσσωρευτεί σε πολύ μεγαλύτερο ύψος, αρκετό για να καταπιεί έναν καβαλάρη μαζί με το άλογό του χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Παρ’ όλα αυτά, μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη έφυγε από το Κάερ Μακντόναλντ, κυρίως αποτελούμενη από πολεμιστές του Πορτ Τσάρλι, για να κυνηγήσει τις εφτά χιλιάδες Πραιτωριανούς Φρουρούς που είχαν ξεφύγει από τη μάχη. Φορώντας δερμάτινα γάντια και χοντρούς μάλλινους μανδύες, με πολλά στρώματα κάλτσες κάτω από μπότες από ελαφόδερμα και κουβαλώντας σάκους με ξερά προσανάμματα, οι Εριαντοριανοί ήταν καλά εφοδιασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον παγερό καιρό. Αντίθετα, οι Κυκλωπιανοί ήταν κουρασμένοι και πεινασμένοι, ενώ πολλοί τραυματίες είχαν εξασθενήσει από την αιμορραγία. Έτσι εκείνη η πρώτη παγωμένη νύχτα τους είχε ήδη προκαλέσει τρομακτικές απώλειες. Οι Εριαντοριανοί, πριν απομακρυνθούν τρία χιλιόμετρα από τις πύλες του Κάερ Μακντόναλντ, συνάντησαν γραμμές από παγωμένα πτώματα καθώς και Κυκλωπιανούς που έτρεμαν από το κρύο, με μπλε χείλια, χέρια τόσο μουδιασμένα και πρησμένα, ώστε δεν μπορούσαν καν να κρατήσουν όπλο.
Έτσι, άρχισε η συγκέντρωση των μονόφθαλμων και γρήγορα είχε σχηματιστεί μια φάλαγγα αιχμαλώτων με μήκος αρκετά χιλιόμετρα, μέχρι τις πύλες του Κάερ Μακντόναλντ. Ως το απόγευμα είχαν φτάσει στην πόλη πάνω από χίλιοι, ενώ οι αγγελιοφόροι υπολόγιζαν ότι αυτοί που κείτονταν νεκροί στο χιόνι ήταν διπλάσιοι ή τριπλάσιοι. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε ακόμη μια μεγάλη δύναμη που κατευθυνόταν προς το Πορτ Τσάρλι.
Ο Μπριντ’Αμούρ χρησιμοποίησε τη μαγική του όραση για να τους εντοπίσει και, με τον μάγο να κατευθύνει τους διώκτες, πολλοί Κυκλωπιανοί πιάστηκαν ή σκοτώθηκαν.
Ο υποδιοικητής Μακρυμανίκης, τραυματισμένος ακόμη από την κατάρρευση της γέφυρας και με τη μύτη ενός βέλους ξωτικών χωμένη βαθιά στον ώμο του, οδηγούσε την κύρια δύναμη περίπου από τρεις χιλιάδες Πραιτωριανούς. Αντιμετώπιζαν συνεχείς επιθέσεις σε κάθε βήμα της διαδρομής, μην έχοντας τη δύναμη να αντιδράσουν. Παρ’ όλα αυτά συνέχισαν την πορεία τους τρώγοντας τους νεκρούς τους και προσπαθώντας να προφυλαχτούν με όποιο τρόπο μπορούσαν από τον παγερό αέρα και το χιόνι.
Γρήγορα έμειναν δύο χιλιάδες, μια δύναμη ελάχιστα μεγαλύτερη από τους επαναστάτες που τους καταδίωκαν, αλλά ο καιρός βελτιωνόταν σταθερά και το χιόνι μειωνόταν ώρα με την ώρα. Από φόβο και μόνο, ο Μακρυμανίκης τους κρατούσε σε συνεχή κίνηση, μέχρι που επιτέλους είδαν από μακριά τα ψηλά κατάρτια των πλοίων του Άβον στο λιμάνι του Πορτ Τσάρλι.
Το θέαμα έφερε μεγάλη χαρά στους μονόφθαλμους, παρ’ ότι ήξεραν πως τώρα που είχαν φτάσει κοντά στην πόλη, η δύναμη η οποία τους καταδίωκε σίγουρα θα εξαπέλυε ολοκληρωτική επίθεση.
Εκείνο που δεν ήξεραν οι στρατιώτες του Άβον ήταν ότι ενώ εκείνοι πανηγύριζαν τη σωτηρία τους όταν είδαν τα κατάρτια, οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι τους παρακολουθούσαν άγρυπνα εντοπίζοντας τα σημεία όπου θα χτυπούσαν τα πληρώματα των πλοίων, που εντωμεταξύ είχαν μάθει να χειρίζονται με μεγάλη ικανότητα τους καταπέλτες.
Ένα-ένα τα σκάφη εξαπέλυσαν φλεγόμενη πίσσα και καλάθια με μυτερές πέτρες. Ο Μακρυμανίκης θα έδινε εντολή να επιτεθούν στην πόλη, αλλά η πρώτη βολή, μια φλεγόμενη μπάλα από μαύρη πίσσα, έθαψε τον υποδιοικητή εκεί όπου στεκόταν, καίγοντας τα όμορφα μαλλιά του, τα όμορφα μανίκια του και τις φαβορίτες του.
Οι μονόφθαλμοι, τρομοκρατημένοι, χωρίς αρχηγό πια, άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Μερικοί όρμησαν στο Πορτ Τσάρλι ενώ άλλοι στράφηκαν ανατολικά, αλλά γρήγορα έπεσαν πάνω στον γέρο-Ντόζιερ και τον στρατό του. Η σφαγή τελείωσε μέσα σε μια ώρα και χρειάστηκε μόνο ένα από τα αιχμαλωτισμένα πλοία για να μεταφέρει τους υπόλοιπους Κυκλωπιανούς στον βορρά, όπου το Νταϊαμοντγκέιτ θα χρησίμευε για φυλακή τους.
Πίσω στο Κάερ Μακντόναλντ οι ετοιμασίες για την προέλαση κατά του Τείχους του Μαλπουισάν ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Είχαν αποφασίσει να κάνουν μια διπλή επίθεση. Ο Σάγκλιν και οι νάνοι του θα πήγαιναν στο Άιρον Κρος για να φρουρούν τα περάσματα, πιστεύοντας ότι θα έβρισκαν και άλλους δικούς τους για να τους καλέσουν να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Η κύρια δύναμη, με επικεφαλής τον ίδιο τον Μπριντ’Αμούρ, θα χτυπούσε κάνοντας κύκλο γύρω από τους πρόποδες των βουνών.
Καθώς περνούσαν εκείνες οι μέρες της προετοιμασίας, έγινε φανερή η απίστευτη τόλμη αυτού του εγχειρήματος. Ο στρατός δεν θα ήταν τόσο μεγάλος, με τους πολεμιστές του Πορτ Τσάρλι να έχουν γυρίσει στην πόλη τους και με τους τόσους νεκρούς ή τραυματίες. Σχετικά με τους Πραιτωριανούς, αποφασίστηκε ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να τους κρατήσουν μέσα στην πόλη σε τόσο μεγάλους αριθμούς. Θα τους έστελναν δυτικά κι από εκεί θα τους μετέφεραν βόρεια, στο Νταϊαμοντγκέιτ, όπως και τους συντρόφους τους που είχαν αιχμαλωτιστεί στο πεδίο της μάχης έξω από το Πορτ Τσάρλι. Από το Νταϊαμοντγκέιτ δεν υπήρχε απολύτως καμιά ελπίδα διαφυγής.
Εφόσον ο Λούθιεν και ο Μπριντ’Αμούρ διέθεταν μόνο μερικές χιλιάδες στρατιώτες για αυτή την επιχείρηση, γρήγορα έγινε φανερό ότι η επιτυχία της Μπλόφας του Όλιβερ θα εξαρτιόταν από τις ενισχύσεις που μπορεί να έβρισκαν οι Εριαντοριανοί, καθώς θα περνούσαν οι μέρες. Ήξεραν ότι τα νέα διαδίδονταν στις πιο βόρειες πόλεις κι ότι σε όλη την περιφέρεια ξεσπούσαν ζητωκραυγές για την απελευθέρωση του Κάερ Μακντόναλντ. Όμως, ήξεραν επίσης ότι δεν επρόκειτο να έλθουν πολλοί χωρικοί για να μπουν στον αγώνα. Σε λίγο θα άρχιζε η εποχή της σποράς στη στεριά, αλλά και η καλύτερη εποχή του ψαρέματος για τους Εριαντοριανούς που ζούσαν από τη θάλασσα. Τόσο η κατάληψη της πόλης όσο και η υπεράσπισή της ενάντια σε έναν στρατό Πραιτωριανών ήταν απίστευτες επιτυχίες, αλλά οι Εριαντοριανοί είχαν ζήσει πολύ καιρό κάτω από την τυραννία του Γκρινσπάροου, για τούτο ήξεραν ότι οι επαναστάτες απέχουν πολύ από το να κερδίσουν αυτήν τη μάχη.
«Θα πάμε εγώ και ο Όλιβερ», ανακοίνωσε ο Λούθιεν στον Μπριντ’Αμούρ ένα πρωί καθώς περπατούσαν οι δυο τους στο τείχος της πόλης, παρατηρώντας τις προετοιμασίες ή επιβλέποντας τους στρατιώτες οι οποίοι συγκέντρωναν τις άμαξες και τα υποζύγια που θα μετέφεραν τα εφόδια.
Ο μάγος κοίταξε περίεργος τον νεαρό. «Θα πάτε;» ρώτησε.
«Θα βγούμε πριν από τον στρατό», του εξήγησε ο Λούθιεν. «Ακολουθώντας μια πιο βόρεια διαδρομή».
«Για να συγκεντρώσετε, σίγουρα, υποστηρικτές», συμπέρανε ο Μπριντ’Αμούρ και μετά έμεινε ακίνητος εξετάζοντας αυτή την ιδέα.
«Θα πάω ανοιχτά σαν Πορφυρή Σκιά, εχθρός του θρόνου», εξήγησε ο Λούθιεν.
«Υπάρχουν πολλοί Κυκλωπιανοί διάσπαρτοι σε αυτά τα χωριά», του υπενθύμισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Επίσης πολλοί έμποροι και ιππότες που συμπαθούν τον Γκρινσπάροου».
«Μόνο και μόνο επειδή αυτοί ευημερούν κάτω από την τυραννία ενός διεφθαρμένου βασιλιά, ενώ το υπόλοιπο Εριαντόρ υποφέρει!» είπε ο Λούθιεν, ενώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σφίγγονταν δίνοντάς του άγρια έκφραση.
«Για οποιονδήποτε λόγο», του απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Ξέρω τον λαό του Εριαντόρ», δήλωσε ο Λούθιεν. «Τον πραγματικό λαό του Εριαντόρ. Αν δεν ξεσηκώνονται για να σκοτώσουν τους Κυκλωπιανούς ή τους εμπόρους είναι μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν ελπίδα, επειδή πιστεύουν ότι, όσους κι αν σκοτώσουν, θα έλθουν πολύ περισσότεροι για να τους τιμωρήσουν κι αυτούς και τις οικογένειές του».
«Δεν είναι τόσο παράλογος φόβος», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο μάγος απλώς έπαιζε τον δικηγόρο του διαβόλου. Είχε καταλήξει ήδη στο συμπέρασμα ότι η ιδέα του Λούθιεν ήταν εξαιρετική, μια τολμηρή προσθήκη σε ένα τολμηρό σχέδιο. Και, σίγουρα, θα τους χρειαζόταν η βοήθεια των υποστηρικτών που μπορεί να συγκέντρωναν οι δύο φίλοι. Το Τείχος του Μαλπουισάν είχε χτιστεί από τους Γασκόνους πριν από αιώνες για το ενδεχόμενο ακριβώς μιας τέτοιας επανάστασης, όταν η Γασκόνη, αφού κατέλαβε το Άβον, αποφάσισε ότι δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο Εριαντόρ. Το τείχος είχε χτιστεί σαν άμυνα ενάντια στις βόρειες φυλές, γι’ αυτό δεν θα ήταν εύκολος στόχος!
«Τώρα όμως θα έχουν αρχίσει να ελπίζουν», είπε ο Λούθιεν. «Αυτή είναι η γοητεία της Πορφυρής Σκιάς, τίποτα παραπάνω. Το τι κάνω ενώ φορώ τον μανδύα, δεν έχει σημασία πια. Εκείνο που μετρά είναι ότι τον φορώ, αφήνοντάς τους να πιστεύουν ότι είμαι κάποιος ήρωας της παλιάς εποχής, που γύρισε για να τους ελευθερώσει».
Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταζε διαπεραστικά τον Λούθιεν και ο νέος άρχισε να νιώθει αμηχανία κάτω από αυτήν τη γνωστή, διεισδυτική εξέταση. Σιγά-σιγά όμως το πρόσωπο του μάγου φωτίστηκε, ώστε ο Λούθιεν τον αισθάνθηκε σαν πατέρα, έτσι όπως ήλπιζε άλλοτε να ήταν ο πατέρας του.
Ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι μέσα στην έξαψη των τελευταίων εβδομάδων δεν είχε σκεφτεί καθόλου τον Γκάχρις Μπέντγουιρ, από τότε που είχε έρθει η Κατρίν για να του φέρει τον Τυφλωτή, το οικογενειακό σπαθί των Μπέντγουιρ, μαζί με το νέο ότι η επανάσταση είχε απλωθεί σε όλο το νησί του Μπέντγουιντριν. Πώς να είναι ο Γκάχρις τώρα; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν. Αισθάνθηκε νοσταλγία για το σπίτι του αλλά την έδιωξε αμέσως μόλις σκέφτηκε τον Ίθαν, τον αδελφό του που ο Γκάχρις τον έστειλε να πεθάνει, καθώς επίσης τον Γκαρθ Ρόγκαρ, τον βάρβαρο φίλο του Λούθιεν, που ένας Κυκλωπιανός τον σκότωσε στην αρένα αφού τον είχε νικήσει ο Λούθιεν. Είχε φύγει από το Μπέντγουιρ για αυτούς και παρόμοιους πολύ σοβαρούς λόγους, και τα ραγδαία γεγονότα δεν του άφησαν χρόνο να ανησυχεί για έναν άνθρωπο που δεν θεωρούσε πια πατέρα του.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ κάτω από ένα διαφορετικό φως. Ξαφνικά αισθάνθηκε ότι χρειάζεται την επιδοκιμασία του γέρο-μάγου, ήθελε να τον βλέπει να χαμογελά όπως χαμογελούσε ο Γκάχρις κάθε φορά που ο Λούθιεν νικούσε στην αρένα.
Και αυτό ακριβώς έκανε ο Μπριντ’Αμούρ, χαμογέλασε βάζοντας το χέρι του στον ώμο του Λούθιεν. «Φύγε σήμερα», του είπε.
«Θα πάω στο Μπρόνεγκαν και από ’κεί στα υψίπεδα του Έραντοχ», είπε ο Λούθιεν. «Όταν θα επιστρέψω για να σε προφτάσω, στις ανατολικές παρυφές του Γκλεν Άλμπιν, θα έχω μαζί μου μια δύναμη μεγαλύτερη από αυτή που θα φύγει σε λίγο από το Κάερ Μακντόναλντ».
Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε χτυπώντας τον Λούθιεν στην πλάτη, καθώς εκείνος έφευγε για να βρει τον Όλιβερ και τα άλογά τους, για να ξεκινήσουν το ταξίδι τους.
Ο γέρο-μάγος έμεινε στο τείχος για αρκετή ώρα, στην αρχή παρακολουθώντας τον Λούθιεν και μετά χωρίς να κοιτάζει τίποτα συγκεκριμένο. Ο ίδιος είχε βάλει τον Λούθιεν σε αυτή την πορεία πριν από πολύ καιρό, εκείνη τη μέρα στη σπηλιά του δράκου όταν του έδωσε τον πορφυρό μανδύα. Όντας υπεύθυνος, εν μέρει τουλάχιστον, για την επιστροφή της Πορφυρής Σκιάς, όταν σκεφτόταν τον Λούθιεν τώρα, τόσο πρόθυμο να αναλάβει τις ευθύνες του έργου που έπεσε στους ώμους του, το γέρικο στήθος του φούσκωνε από περηφάνια.
Την περηφάνια που θα ένιωθε ένας πατέρας για τον γιο του.