Ο Λούθιεν δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου όλη την υπόλοιπη νύχτα, έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι κοιτάζοντας τις σκιές στο ταβάνι, ενώ σκεφτόταν την Σιόμπαν, την Κατρίν — και τον εχθρό του. Κυρίως τον εχθρό, τον δικό του εχθρό, τον πανύψηλο κακομούτσουνο Κυκλωπιανό, ο οποίος ήταν πιο έξυπνος και πονηρός από κάθε άλλον μονόφθαλμο που είχε γνωρίσει ως τότε.
Η Σιόμπαν γύρισε στο διαμέρισμα μια ώρα πριν τα χαράματα και τον βρήκε ξύπνιο και ντυμένο, να κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά στο τζάκι κοιτάζοντας τη δυνατή φωτιά που είχε ανάψει.
«Δεν θα ’ρθεί», της είπε ο Λούθιεν με ήρεμη, σίγουρη φωνή. «Θα περάσει με τον στρατό του το ποτάμι για να αιφνιδιάσει τη δύναμη του Όλιβερ».
Καθώς δεν πήρε καμία απάντηση από την Σιόμπαν, γύρισε να την κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Στεκόταν στην πόρτα κρατώντας τον μανδύα του.
Ο Λούθιεν φόρεσε τις μπότες του και την πλησίασε παίρνοντας τον μανδύα από τα χέρια της και ακολουθώντας την έξω από το διαμέρισμα του Τάινι Άλκοουβ.
Η πόλη ήταν ήδη ξύπνια, γεμάτη κίνηση, και η μεγαλύτερη φασαρία γινόταν εκεί κοντά. Η Σιόμπαν είχε συγκεντρώσει ουσιαστικά όλο τον στρατό, έτοιμη να ακολουθήσει τον Λούθιεν έξω από το Κάερ Μακντόναλντ. Το χιόνι είχε μετατραπεί σε χιονόνερο και μετά σε βροχή, αλλά ο άνεμός δεν είχε κοπάσει. Απαίσιος καιρός, παρ’ όλ’ αυτά όμως οι χιλιάδες πολεμιστές της φρουράς του Κάερ Μακντόναλντ είχαν συγκεντρωθεί εδώ, έτοιμοι να κάνουν μια γρήγορη και δύσκολη πορεία στα δυτικά, έτοιμοι να αψηφήσουν τα στοιχεία της φύσης και τους Κυκλωπιανούς. Ο Λούθιεν ήξερε ποιος τους είχε ξεσηκώσει.
Κοίταξε την Σιόμπαν που στεκόταν ήρεμα δίπλα του και τα μάτια του βούρκωσαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης. Ήξερε πόσο μεγάλο ήταν το ρίσκο: αν έκανε λάθος και ο αντίπαλός του χτυπούσε πάλι το Κάερ Μακντόναλντ, η πόλη θα έπεφτε. Η Σιόμπαν το ήξερε επίσης, όπως κι όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες, όλα τα ξωτικά και οι νάνοι που είχαν συγκεντρωθεί εδώ μές στην αυγή. Θα ρισκάριζαν όλοι, θα ακολουθούσαν τον Λούθιεν.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ αισθάνθηκε το τεράστιο βάρος της ευθύνης στους ώμους του, αλλά δεν επέτρεψε στον εαυτό του παρά μια στιγμή αμφιβολίας. Έχοντας εξετάσει ξανά και ξανά αυτή την κίνηση όλη τη νύχτα, ήταν σίγουρος ότι κατάλαβε σωστά τον αντίπαλό του, ότι προέβλεψε σωστά τις κινήσεις του.
Η Σιόμπαν και ο Σάγκλιν τον πήραν παράμερα.
«Εγώ δεν θα έρθω μαζί σας», τον πληροφόρησε ο νάνος.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε με απορία, μην ξέροντας πώς να ερμηνεύσει αυτή την απρόσμενη δήλωση.
«Θα μείνει μια μικρή δύναμη στο Κάερ Μακντόναλντ, οι περισσότεροι νάνοι», του εξήγησε η Σιόμπαν. «Χειρίζονται καλύτερα τις μεγαβαλλίστρες και τους καταπέλτες και έχουν στήσει παγίδες που μόνο αυτοί ξέρουν πώς να ενεργοποιήσουν».
«Ασε που δεν τα καταφέρνουμε πολύ καλά μέσα στο ψηλό χιόνι», πρόσθεσε με ένα γέλιο ο Σάγκλιν. «Παγώνει η γενειάδα μας, ξέρεις».
Ο Λούθιεν κατάλαβε τότε ότι η απόφαση του Σάγκλιν να μείνει στην πόλη δεν οφειλόταν σε αμφιβολίες. Το Κάερ Μακντόναλντ έπρεπε να διαθέτει μια μικρή φρουρά, γιατί ακόμη και αν η πρόβλεψη του Λούθιεν αποδειχνόταν σωστή, οι Κυκλωπιανοί μπορεί να έστελναν μια μικρή δύναμη στην πόλη για να κρατήσει τους υπερασπιστές της μέσα στα τείχη.
«Θα πάρετε όλα τα άλογα», άρχισε ο Σάγκλιν ξετυλίγοντας έναν χάρτη της περιοχής. «Υπάρχουν μερικοί ανάμεσά σας που ξέρουν καλά τα μονοπάτια που θα χρειαστείτε. Έχουμε στείλει επίσης ανιχνευτές που θα επιστρέφουν και θα σας δίνουν αναφορά καθώς θα προχωρείτε, μήπως και ο καιρός σας αναγκάσει να ακολουθήσετε κάποια εναλλακτική πορεία». Καθώς μιλούσε, ο Σάγκλιν, κινούσε το κοντόχοντρο δάχτυλό του πάνω στον χάρτη: θα διέσχιζαν τους λόφους έξω από τη νότια πύλη του Κάερ Μακντόναλντ, θα προχωρούσαν προς τα δυτικά, θα έκαναν τον κύκλο του στρατοπέδου του Πορτ Τσάρλι και μετά θα επέστρεφαν βόρεια για να βρεθούν στον κάμπο, όπου θα συναντούσαν τους Κυκλωπιανούς.
Ξεκίνησαν χωρίς καθυστέρηση, μια μεγάλη φάλαγγα από έξι χιλιάδες απελπισμένους και αποφασισμένους πολεμιστές. Ανάμεσά τους ήταν όλα τα ξωτικά μαζί με όλο το ιππικό, αν και σε ολόκληρη την πόλη υπήρχαν λιγότερα από διακόσια ικανά άλογα. Βγήκαν από την πόλη σαν φαντάσματα μέσα στο σκοτάδι, λίγο πριν τα χαράματα, χωρίς φώτα και χωρίς φασαρία. Αθόρυβα.
Πολλοί κρατούσαν μακριά τόξα, ενώ κάθε τοξότης κουβαλούσε αρκετές φαρέτρες με βέλη. Μια ομάδα έφερνε σακίδια με επιδέσμους κι αλοιφές και οι δυο ντουζίνες νάνοι που ήρθαν μαζί τους ήταν χωρισμένοι σε τετράδες, που η καθεμιά κουβαλούσε έναν πελώριο κορμό δέντρου στους ώμους. Η πορεία ήταν αργή στο ολισθηρό έδαφος —ο Λούθιεν με τους άλλους ιππείς πήγαιναν πεζοί δίπλα στα άλογά τους, σε όλη τη διαδρομή ανάμεσα στους λόφους— αλλά η βροχή είχε διαβρώσει σημαντικά το χιόνι. Πότε-πότε, καθώς συναντούσαν κάποιο χαμηλό σημείο όπου είχε συγκεντρωθεί παχύ στρώμα παγωμένου χιονιού, περνούσαν από μέσα χρησιμοποιώντας σπαθιά και τσεκούρια για να ανοίγουν δρόμο.
Καθώς φώτιζε ο ουρανός με τον ερχομό της αυγής, είδαν το στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι στον κάμπο, βόρεια, από την απέναντι όχθη του Φέλινγκ Ραν. Ο Λούθιεν, αφού βρήκε ένα ψηλό σημείο, έμεινε να κοιτάζει για πολλή ώρα προς εκείνη την κατεύθυνση αναζητώντας κάποια ένδειξη της παρουσίας Κυκλωπιανών.
Πέρα από το στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι, ο κάμπος ήταν άδειος.
Αμφιβολίες έζωσαν τον νεαρό Μπέντγουιρ. Κι αν είχε κάνει λάθος; Κι αν οι Κυκλωπιανοί πήγαιναν στο Κάερ Μακντόναλντ;
Τις έδιωξε συγκεντρώνοντας την προσοχή του στην πορεία που θα ακολουθούσαν. Το έδαφος γινόταν επίπεδο μετά από μερικές εκατοντάδες μέτρα προς βορρά. Ένας καβαλάρης μπορούσε να φτάσει στο στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι σε είκοσι λεπτά. Ο Λούθιεν έστειλε τρεις, με πληροφορίες για τον Όλιβερ. Τους είπε να διασχίσουν την υπόλοιπη δύσκολη περιοχή μαζί και μετά να χωριστούν, όταν θα περνούσαν τον κάμπο, για την περίπτωση που τριγύριζαν Κυκλωπιανοί.
Λίγο αργότερα ο Λούθιεν είδε τους τρεις αυτούς καβαλάρηδες να είναι ακόμη στη φάλαγγα, που συνέχιζε την αργή πορεία της. Πλησιάζοντάς τους απορημένος που δεν είχαν φύγει, ανακάλυψε ότι τους είχε σταματήσει η Σιόμπαν.
«Οι ανιχνευτές μου στους πρόποδες των λόφων εντόπισαν Κυκλωπιανούς κατάσκοπους στον κάμπο», του εξήγησε.
Ο Λούθιεν κοίταξε πάλι βόρεια, προς το στρατόπεδο. «Πρέπει να ενημερώσουμε τους φίλους μας για τη θέση μας», είπε.
«Ήδη έχουμε πολύ κακή κάλυψη», απάντησε η Σιόμπαν. «Αν μας ανακαλύψουν…» Άφησε τη φράση της να αιωρείται βαριά στον αέρα, οπότε ο Λούθιεν δεν επέμεινε. Αν ο αντίπαλός του ανακάλυπτε την κίνησή τους πριν αρχίσει η πορεία του στρατού του Άβον, τότε σίγουρα θα χτυπούσε το Κάερ Μακντόναλντ.
Ο Λούθιεν αισθάνθηκε πάλι αμφιβολίες. Αν υπήρχαν Κυκλωπιανοί ανιχνευτές στον κάμπο ανάμεσα στη φάλαγγα των επαναστατών και το στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι, μήπως είχαν αντιληφθεί ήδη την παρουσία τους;
Η Σιόμπαν, βλέποντας το πρόσωπό του να σκοτεινιάζει, του έπιασε το χέρι για να τον καθησυχάσει.
Το στράτευμα πήρε θέσεις βορειοανατολικά του στρατοπέδου του Πορτ Τσάρλι κατεβαίνοντας μέχρι την άκρη των χωραφιών. Κρύφτηκαν έτοιμοι να κάνουν έφοδο και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Ήταν πολύ κατάλληλο το έδαφος, σκεφτόταν ο Λούθιεν, γιατί όταν θα έκαναν την επίθεση, θα έτρεχαν στον κατήφορο για να ορμήσουν στους Κυκλωπιανούς, που θα βάδιζαν σε ολισθηρό και ανηφορικό έδαφος.
Όταν θα έκαναν επίθεση, αναρωτήθηκε ο Λούθιεν, ή αν έκαναν; Συνέχισε να κοιτάζει τα άσπρα χωράφια. Ήταν άδεια, το μόνο που φαινόταν ήταν η βροχή, η οποία έπεφτε συνεχώς παρασυρμένη από τον άνεμο.
Πέρασε μια ατελείωτη ώρα. Η μέρα φώτιζε, ενώ η δυνατή βροχή γινόταν ένα παγερό ψιλόβροχο. Στο στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι οι σύμμαχοί τους είχαν αρχίσει να κινούνται, μάζευαν τα αντίσκηνα και ετοίμαζαν τα πράγματά τους.
Άλλη μια ώρα και ακόμη κανένα ίχνος των Κυκλωπιανών.
Άλλη μια ώρα, και τίποτα ακόμη.
Η Σιόμπαν περίμενε μαζί με τον Λούθιεν. «Οι σύμμαχοί μας δεν περνούν το ποτάμι», του έλεγε συνέχεια, κάτι που σήμαινε ότι το Κάερ Μακντόναλντ δεν δεχόταν επίθεση, ότι οι μονόφθαλμοι δεν είχαν κινηθεί.
Αυτό ανησυχούσε πολύ τον Λούθιεν. Πίστευε ότι ο αντίπαλός του θα επιτεθεί με το πρώτο φως της αυγής επιχειρώντας μια γρήγορη και σκληρή έφοδο. Αναρωτήθηκε μήπως οι Κυκλωπιανοί πήγαν από την άλλη μεριά, κάνοντας κύκλο προς τα ανατολικά για να χτυπήσουν την πόλη. Θα ήταν εξαιρετικό σχέδιο, γιατί αν κατάφερναν να περάσουν το δύσκολο έδαφος, ο στρατός του Άβον δεν θα παγιδευόταν ανάμεσα στους υπερασπιστές του Κάερ Μακντόναλντ και τις δυνάμεις του Πορτ Τσάρλι. Επιπλέον, οι πολεμιστές του Πορτ Τσάρλι θα έπρεπε να κάνουν όλο τον γύρο της πόλης ή να την διασχίσουν, μόνο και μόνο για να φθάσουν στη μάχη.
Ο Λούθιεν, σχεδόν πανικόβλητος, κοίταξε γύρω στο στρατόπεδο τους ιππείς που έτριβαν τα μουσκεμένα άλογα, τους νάνους που μούλιαζαν με πετρέλαιο τους μεγάλους κορμούς, τους τοξότες που δοκίμαζαν τα τόξα τους. Ξαφνικά αισθάνθηκε ανόητος. Άρχισε πια να νιώθει σίγουρος ότι τους είχε οδηγήσει στην καταστροφή. Ήθελε να τους δώσει εντολή να τα μαζέψουν για να επιστρέψουν γρήγορα στο Κάερ Μακντόναλντ, λίγο ακόμα και θα έφτανε στο σημείο να το κάνει.
Δεν μπορούσε όμως. Είχαν απομακρυνθεί πολύ πια για να αλλάξουν γνώμη. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν, ήταν να περιμένουν και να παρακολουθούν.
Άλλη μία ώρα, ενώ η βροχή δυνάμωσε πάλι κι έπεφτε ανακατεμένη με πυκνό χιονόνερο. Κανένα νέο από το Κάερ Μακντόναλντ ακόμη, μολονότι στον γκρίζο ουρανό πάνω από την πόλη υψωνόταν μαύρος καπνός.
Άλλος ένας μεμονωμένος εμπρηστής, σκέφτηκε ο Λούθιεν. Δεν έχει ξεσπάσει μάχη — αποκλείεται!
Η σκέψη αυτή δεν τον παρηγόρησε.
Κοίταξε την Σιόμπαν, που φαινόταν ανήσυχη κι αυτή. Ο χρόνος ήταν εναντίον τους, γιατί όσο περνούσαν τα λεπτά γινόταν πιο αβέβαιη η επιτυχία της ενέδρας τους, μια και θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί ότι, αφού οι Κυκλωπιανοί δεν έκαναν επίθεση, κατά πάσα πιθανότητα συγκέντρωναν πληροφορίες.
«Πρέπει να δοκιμάσουμε να ειδοποιήσουμε τις δυνάμεις του Πορτ Τσάρλι», της είπε ο Λούθιεν.
«Είναι επικίνδυνο», τον προειδοποίησε η Σιόμπαν.
«Πρέπει να μάθουν», επέμεινε ο Λούθιεν. «Αν οι Κυκλωπιανοί κινηθούν ενάντια στην πόλη, πρέπει να το πληροφορηθούμε αμέσως για να τους χτυπήσουμε από πίσω πριν περάσουν το τείχος».
Η Σιόμπαν σκέφτηκε τον συλλογισμό του. Ήξερε, όπως και ο Λούθιεν άλλωστε, ότι αν οι μονόφθαλμοι χτυπούσαν όντως την πόλη, καμιά προειδοποίηση δεν θα έπαιζε πλέον ρόλο, καταλάβαινε όμως την ανάγκη του Λούθιεν να κάνει κάτι. Ήταν μια ανάγκη που την ένιωθε κι αυτή.
Μόλις είχε αρχίσει να γνέφει καταφατικά, όταν έφτασε μια ειδοποίηση από την πρώτη γραμμή των πολεμιστών, ψιθυριστά, από τον ένα στον άλλο.
«Στα βόρεια!»
Ο Λούθιεν σηκώθηκε όρθιος όπως και όλοι οι άλλοι κοιτάζοντας μέσα από την δυνατή βροχή. Επιτέλους, διέκρινε την ασημόμαυρη μάζα να κινείται νότια, με σκοπό να περικυκλώσει το στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι και να κόψει κάθε δυνατότητα υποχώρησης προς τα δυτικά.
Η καρδιά του Λούθιεν άρχισε να χτυπά πιο δυνατά.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ θεωρούσε τον εαυτό του πολύ έξυπνο. Σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη της ψυλής του, ήταν αρκετά ικανός και τολμηρός ώστε να αυτοσχεδιάζει όταν χρειαζόταν. Ο στόχος του ήταν το Μόντφορτ και, αν δεν κατάφερνε να καταλάβει την πόλη, θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις στον ανελέητο Γκρινσπάροου.
Από την άλλη μεριά ήξερε ότι δεν μπορεί να καταλάβει το Μόντφορτ τώρα που υπήρχε ένας δεύτερος στρατός στο πεδίο της μάχης, ενώ επιπλέον μπορεί να έρχονταν κι άλλοι αντάρτες από όλη την περιοχή για να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Έτσι ο πονηρός στρατηγός αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει. Χώρισε τους έντεκα χιλιάδες Πραιτωριανούς που του είχαν απομείνει στέλνοντας τρεις χιλιάδες νότια, στην ανατολική όχθη του Φέλινγκ Ραν, για να χρησιμοποιήσουν τον ποταμό σαν αμυντικό προκάλυμμα, όπως τον είχε χρησιμοποιήσει η δύναμη του Πορτ Τσάρλι εναντίον του. Αυτή η ομάδα μάλλον δεν θα πολεμούσε εκείνη τη μέρα, αλλά θα κρατούσε τους επαναστάτες του Πορτ Τσάρλι στη δυτική όχθη, όπου ο Μπέλσεν’ Κριγκ και οι υπόλοιποι οχτώ χιλιάδες Κυκλωπιανοί θα τους τσάκιζαν.
Η κύρια δύναμη των μονόφθαλμων περπατούσε όλο το πρωί. Κινήθηκαν προς βορρά, πέρασαν τον Φέλινγκ Ραν και έστριψαν πάλι νότια, φροντίζοντας να περάσουν μακριά από τον εχθρό ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί παρά μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά. Ο Κυκλωπιανός αρχηγός ήξερε ότι υπάρχει καλό έδαφος δυτικά του στρατοπέδου. Αφού έλιωνε αυτό τον όχλο των ανταρτών, μετά, ανάλογα με τις απώλειες και τον καιρό, θα έπαιρνε την απόφασή του: ή θα στρεφόταν πάλι κατά του Μόντφορτ ή θα γύριζε δυτικά και θα συνέτριβε το Πορτ Τσάρλι.
Ο εχθρός είχε φανεί. Γρήγορα θα καταλάβαιναν ότι δεν μπορούν να περάσουν στην απέναντι όχθη και, μέχρι να αντιληφθούν την παγίδα για ν’ αντιδράσουν, δεν θα είχαν τον χρόνο ούτε καν για να καταφύγουν ομαδικά στα βουνά. Μερικοί μπορεί να σκόρπιζαν και να ξέφευγαν, αλλά ο Μπέλσεν’ Κριγκ ήταν σίγουρος ότι θα τσάκιζε την κύρια δύναμή τους.
Ναι, ο Κυκλωπιανός αρχηγός θεωρούσε τον εαυτό του πολύ έξυπνο εκείνο το πρωί, και όντως ήταν, αλλά σε αντίθεση με τον Λούθιεν δεν είχε λάβει υπόψη του την εξυπνάδα του αντιπάλου του. Καθώς η κυκλωπιανή στρατιά έφτανε στο ομαλό έδαφος στα δυτικά, ένας άλλος στρατός είχε ακόμη καλύτερη θέση. Βρισκόταν από πάνω τους, στους λόφους προς τον νότο.
«Αυτό δεν είναι και τόσο καλό», είπε ο Όλιβερ στην Κατρίν, όταν ειδοποιήθηκαν για την κίνηση των Κυκλωπιανών. Στέκονταν μαζί κάτω από ένα μοναχικό δέντρο, με τον Θρεντμπέαρ και τον Ριβερντάνσερ δίπλα τους να στέκουν με το κεφάλι σκυφτό μέσα στη δυνατή βροχή.
«Μάλλον θα έχουν μπλοκάρει το ποτάμι», είπε η Κατρίν δείχνοντας προς τα εκεί. Όντως, φαινόταν κάποια κίνηση στα χωράφια ανατολικά, στην απέναντι όχθη του Φέλινγκ Ραν. «Πρέπει να υποχωρήσουμε γρήγορα στα βουνά».
«Τόσο έξυπνο!» ψιθύρισε ο Όλιβερ ειλικρινά απορημένος. Δεν του άρεσε καθόλου η κατάσταση. Αν οι Κυκλωπιανοί τους κυνηγούσαν μέχρι το ανώμαλο έδαφος στα νότια, δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν τον στρατό τους ενωμένο. Πολλοί θα σκοτώνονταν και ακόμη περισσότεροι θα βρίσκονταν να περιπλανιούνται χωρίς ελπίδα στα βουνά, όπου θα πέθαιναν από την πείνα ή το κρύο, ή θα τους σκότωναν οι περίπολοι των Κυκλωπιανών.
Αλλά πού αλλού μπορούσαν να πάνε; Ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσουν τον στρατό του Άβον σε ομαλό και ανοιχτό έδαφος.
Ένας ξαφνικός κρότος ακούστηκε από πάνω τους με μια ταυτόχρονη λάμψη και οσμή από θειάφι. Κοίταξαν πάνω και είδαν τον Μπριντ’Αμούρ να υλοποιείται σε ένα κλαδί του δέντρου, το οποίο όμως αποδείχτηκε πολύ γλιστερό. Ο μάγος, μην μπορώντας να κρατηθεί, κατρακύλησε στο έδαφος.
Ο Μπριντ’Αμούρ πετάχτηκε πάνω τινάζοντας τα χέρια του και ισιώνοντας τα ρούχα του. Βλέποντάς τον, θα νόμιζες ότι είχε πέσει σκόπιμα. «Λοιπόν», είπε εύθυμα, «είστε έτοιμοι για τη μάχη της ημέρας;
Η Κατρίν και ο Όλιβερ τον κοίταξαν κατάπληκτοι.
»Μη φοβάστε!» τους είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Οι εχθροί μας δεν είναι τόσο πολλοί, ούτε τόσο ικανοί. Είναι πεινασμένοι, κουρασμένοι και πολύ μακριά από τη βάση τους. Ελάτε, λοιπόν, στα άλογα και στην πρώτη γραμμή!»
Ο Όλιβερ και η Κατρίν δεν μπορούσαν να καταλάβουν την καλή του διάθεση. Δεν ήξεραν ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε παρακολουθήσει με τα μαγικά του μάτια όσα είχαν συμβεί εκείνη τη νύχτα και το πρωί. Ο μάγος γνώριζε από ώρες για τον ελιγμό των Κυκλωπιανών, όπως γνώριζε επίσης ότι οι φίλοι τους ήταν κρυμμένοι νότια, έτοιμοι να επέμβουν.
Αποφάσισε όμως να μην ενημερώσει ακόμη την Κατρίν και τον Όλιβερ.
Η Κατρίν παραμέρισε τα μουσκεμένα μαλλιά από το πρόσωπό της κοιτάζοντας τον Όλιβερ. Σήκωσαν και οι δύο απορημένοι τους ώμους. Ο Μπριντ’Αμούρ όμως έμοιαζε να ξέρει τι κάνει, έτσι πήραν τα άλογά τους και ακολούθησαν τον μάγο. Το στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι ήταν ανάστατο, οι επαναστάτες έπιαναν αμυντικές θέσεις προετοιμαζόμενοι για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των Κυκλωπιανών.
«Ελπίζω να τους έχει έτοιμα μερικά μεγάλα μπουμ», είπε ο Όλιβερ στην Κατρίν, αφού ο μάγος τους άφησε στην πρώτη γραμμή. Κοίταξε τη μάζα των ασημόμαυρων Πραιτωριανών.
«Δεν είναι τόσοι πολλοί», απάντησε σαρκαστικά η Κατρίν, καθώς η κυκλωπιανή δύναμη είχε αριθμητική υπεροχή τουλάχιστον τέσσερεις προς έναν.
«Πολύ μεγάλα μπουμ», είπε ο Όλιβερ.
Οι Κυκλωπιανοί άρχισαν την επίθεση με άγριες ιαχές, ενώ την ίδια στιγμή η θύελλα δυνάμωσε και η βροχή μετατράπηκε σε χιόνι.
Οι σκληραγωγημένοι ψαράδες του Πορτ Τσάρλι, προς τιμή τους, δεν έσπασαν τις γραμμές τους για να το βάλουν στα πόδια. Είχαν ειδοποιηθεί ήδη ότι μια άλλη κυκλωπιανή δύναμη ήταν οχυρωμένη στην ανατολική όχθη, επιπλέον όλα έδειχναν ότι, αυτή η μάζα των εχθρών που πλησίαζε φωνάζοντας, θα τους ισοπέδωνε. Αλλά δεν το έβαλαν στα πόδια. Τα τόξα άρχισαν να ρίχνουν ασταμάτητα ενώ ταυτόχρονα οι πολεμιστές του Πορτ Τσάρλι τραγουδούσαν πιστεύοντας ότι αυτές είναι οι τελευταίες τους στιγμές.
Ο Μπριντ’Αμούρ στεκόταν πιο πίσω από τις πρώτες γραμμές με τα αδύνατα λευκά του χέρια σηκωμένα στον ουρανό, το κεφάλι ριγμένο πίσω και τα μάτια κλειστά, απλώνοντας τη μαγεία του προς τη θύελλα, προς την ενέργεια που κρυβόταν μέσα στα πυκνά σύννεφα. Πολλοί από τους απλούς ψαράδες γύρω του φοβήθηκαν, γιατί δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη μαγεία και όλοι είχαν μεγαλώσει διδασκόμενοι ότι είναι μια διαβολική δύναμη. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν τόλμησε να διακόψει το ξόρκι του μάγου, ενώ ο γέρο-Ντόζιερ, που θυμόταν την εποχή πριν τον Γκρινσπάροου, έμεινε κοντά στον μάγο προσπαθώντας να καθησυχάσει τους τρομαγμένους συντρόφους του.
Ο Μπριντ’Αμούρ ένιωθε σαν να επιμηκυνόταν όλο του το σώμα και να τεντωνόταν προς τον ουρανό. Φυσικά το σώμα του δεν είχε αλλάξει διαστάσεις, αλλά το πνεύμα του όντως είχε υψωθεί ψηλά μπαίνοντας μέσα στα σύννεφα, συλλαμβάνοντας και συγκεντρώνοντας την ενέργεια. Την εστίασε, τη διαμόρφωσε και την εκτόξευσε κάτω με τη μορφή ενός κεραυνού, που έπεσε στις πρώτες γραμμές των Κυκλωπιανών οι οποίοι εφορμούσαν.
Σώματα με ασημόμαυρες στολές πετάχτηκαν στον αέρα. Ένας άτυχος μονόφθαλμος δέχτηκε όλη τη δύναμη του κεραυνού και η μεταλλική πανοπλία του άστραψε εκτοξεύοντας μπλε σπίθες.
«Α, αυτό ήταν πολύ ωραίο!» είπε ικανοποιημένος ο Όλιβερ. Κοίταξε δεξιά του την Κατρίν, καβάλα στον Ριβερντάνσερ, η οποία στεκόταν σε ένα σημείο πολύ πιο ψηλά από τον ίδιο. Η Κατρίν όμως δεν παρακολουθούσε τη σκηνή μπροστά τους, δεν κοίταζε καν τον μάγο πίσω τους. Ήταν γυρισμένη αριστερά, προς τον Όλιβερ, κοιτάζοντας νότια.
«Όχι τόσο καλό όσο αυτό!» του απάντησε.
Ο Όλιβερ γύρισε τη στιγμή που ακούστηκαν σαλπίσματα από κέρας, σημάδι πως ξεκινούσε η επίθεση με επικεφαλής το ιππικό του Λούθιεν. Είδε τέσσερα σύννεφα μαύρου καπνού καθώς οι νάνοι είχαν ανάψει τους κορμούς. Ήταν τόσο μουσκεμένοι με πετρέλαιο ώστε δεν μπορούσε να τους σβήσει ούτε μια τέτοια θύελλα. Είχαν δέσει σχοινιά σε ξυλόκαρφα με χοντρό κεφάλι που υπήρχαν στην κάθε άκρη του κορμού και, ανά δυο νάνοι, αφού έπιασαν από ένα σχοινί ο καθένας, άρχισαν να τρέχουν στα τυφλά στην κατηφόρα ορμώντας στον εχθρό με τους κυλιόμενους, φλεγόμενους κορμούς ανάμεσά τους.
«Ο Λούθιεν», ψιθύρισε η Κατρίν.
«Πραγματικά, τον αγαπάω αυτό τον άνθρωπο», δήλωσε ο Όλιβερ.
«Το ίδιο κι εγώ», μουρμούρισε στον εαυτό της η Κατρίν, αλλά ο Όλιβερ την άκουσε και χαμογέλασε ικανοποιημένος —αν και ταυτόχρονα έπρεπε να ομολογήσει ότι ζήλευε τον νεαρό του φίλο!
Στον κυκλωπιανό σχηματισμό ξέσπασε παραφροσύνη. Οι μονόφθαλμοι έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο προσπαθώντας να φύγουν από τη μέση. Πολλοί μέσα στην απελπισία τους πετούσαν στους νάνους λόγχες ή ακόμη και τα σπαθιά τους.
Αλλά οι γενναίοι νάνοι συνέχισαν απτόητοι την πορεία τους φτάνοντας μέχρι τους εχθρούς πριν αφήσουν τους κορμούς, που σάρωσαν δεκάδες Κυκλωπιανούς.
Πίσω από τους νάνους ακολουθούσε η Σιόμπαν με τα ξωτικά, που έτρεχαν ρίχνοντας ταυτόχρονα με τα τόξα, και κατόπιν οι υπόλοιποι υπερασπιστές του Κάερ Μακντόναλντ. Δεν υπήρχε τρόπος να τους ανακόψουν στο ολισθηρό έδαφος, αλλά κι οι επαναστάτες δεν είχαν σκοπό να σταματήσουν, ούτε καν να επιβραδύνουν την πορεία τους. Συνέχισαν ακάθεκτοι και με την ορμή τους ποδοπάτησαν πολλούς εχθρούς, αναγκάζοντας ακόμη περισσότερους να το σκάσουν από τη μάχη.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ, που βρισκόταν στο κέντρο της γραμμής κοντά στο πίσω μέρος του κυκλωπιανού σχηματισμού, παρακολουθούσε έξαλλος αλλά και ανήμπορος να αντιδράσει. Ο μονόφθαλμος στρατηγός δεν είχε διανοηθεί ποτέ ότι οι άνθρωποι θα έδειχναν τόση τόλμη και ότι θα έβγαιναν από το Μόντφορτ.
Άλλος ένας κεραυνός έσκασε ανάμεσα στους άνδρες του. Σκότωσε ελάχιστους, αλλά προκάλεσε τρόμο σε όσους ήταν εκεί κοντά. Η μάχη μόλις είχε αρχίσει, η δύναμη του Πορτ Τσάρλι δεν είχε εφορμήσει ακόμη και όμως ο Μπέλσεν’ Κριγκ έβλεπε καθαρά τον κίνδυνο. Οι στρατιώτες του ήταν εξαντλημένοι, εξασθενημένοι από την πείνα. Τη νύχτα μερικοί είχαν λιποτακτήσει, κάτι που ήταν ουσιαστικά ανήκουστο για την Πραιτωριανή Φρουρά. Χρειάζονταν μια νίκη τώρα, και ο Μπέλσεν’ Κριγκ είχε πιστέψει ότι θα νικούσε εύκολα το μικρό στράτευμα.
Έκανε λάθος όμως.
Άλλος ένας κεραυνούς τράνταξε το έδαφος κοντά στον κυκλωπιανό αρχηγό, πέφτοντας τόσο κοντά ώστε τον πιτσίλισαν τα αίματα από έναν άνδρα του που έγινε κομμάτια.
Ο πελώριος μονόφθαλμος τράβηξε το σπαθί του. Αφού κοίταξε τη γραμμή της σύγκρουσης που πλησίαζε προς το μέρος του, με τυπική κυκλωπιανή αγριότητα, αποφάσισε να καθοδηγήσει τους άνδρες του με το παράδειγμά του.
Ένα λεπτό αργότερα συνάντησε τον πρώτο εχθρό. Μια γρήγορη προέλαση με τον αλογόχοιρο, ένα γρήγορο χτύπημα με το σπαθί του και ο Μπέλσεν’ Κριγκ προχώρησε παρακάτω με το όπλο του να στάζει αίμα.
Η ομάδα του Λούθιεν, εκατόν εβδομήντα ιππείς, ήταν η πρώτη που χτύπησε τις κυκλωπιανές γραμμές. Ήταν αδύνατο, τόσο γι’ αυτούς όσο και για τους πεζούς που έτρεχαν πίσω τους να κόψουν ταχύτητα στη γλιστερή πλαγιά, έτσι δεν προσπάθησαν καν, αλλά χρησιμοποίησαν το βάρος και την ορμή των αλόγων τους για να σκορπίσουν τις πρώτες γραμμές των μονόφθαλμων.
Δεν υπήρχαν μεμονωμένοι στόχοι για να διαλέξουν, μόνο μια μάζα που μπορούσες να τη χτυπάς στα τυφλά, και αυτό ακριβώς έκανε ο Λούθιεν, με τα σπαθί του να βρίσκει τον στόχο σε κάθε χτύπημα κόβοντας κράνη και κρανία, γυρίζοντας το άλογό του από τη μία και από την άλλη, καρφώνοντας ό,τι έβλεπε να κινείται από κάτω του. Ακούσε ουρλιαχτά τρόμου από τα ανατολικά, το κατρακυλητό των φλέγόμενων κορμών και τις ιαχές που εξαπέλυαν οι νάνοι μέσα στη μανία τους. Ακούγοντας βουητό από τις χορδές των τόξων και κλαγγή μετάλλου πάνω σε μέταλλο, κατάλαβε ότι όλες οι δυνάμεις του έχουν πέσει στη μάχη.
Ένας κεραυνός τράνταξε το έδαφος και λίγο αργότερα άλλος ένας, και ο Λούθιεν, ο οποίος ήξερε τη δύναμη των μάγων, χάρηκε που ο Μπριντ’Αμούρ ήταν με το μέρος τους.
Μετά άκουσε ακόμη περισσότερες κραυγές, καθώς επίσης τους μεταλλικούς κρότους της μάχης από κάπου μπροστά. Η δύναμη του Πορτ Τσάρλι είχε εξαπολύσει κι αυτή την επίθεσή της. Συλλογιζόμενος τον Όλιβερ και την Κατρίν πάνω στον Θρεντμπέαρ και τον Ριβερντάνσερ, ευχήθηκε να επιζήσουν οι φίλοι του.
Αλλά αυτές ήταν όλες φευγαλέες μακρινές σκέψεις για τον νεαρό Μπέντγουιρ, καθώς από κάτω του κόχλαζε μια ασημόμαυρη θάλασσα. Δέχτηκε ένα λοξό χτύπημα στο μηρό, που πόνεσε περισσότερο το άλογό του παρά τον ίδιο. Ο Τυφλωτής κατέβηκε διαγράφοντας μια κυκλική τροχιά καθώς ο Λούθιεν προσπάθησε να ανταποδώσει το χτύπημα, αλλά ο μονόφθαλμος είχε χαθεί κιόλας παρασυρμένος από τη μανία της μάχης. Αυτό δεν ήταν πρόβλημα όμως, υπήρχαν πολλοί άλλοι εχθροί σε ακτίνα δράσης. Το σπαθί του κατέβηκε με τόση δύναμη, ώστε διέλυσε ένα κράνος σπάζοντας επίσης τον λαιμό του Κυκλωπιανού που το φορούσε.
Κι έτσι συνεχίστηκε το πράγμα για πολλά λεπτά. Οι Κυκλωπιανοί είχαν ρίξει από τα άλογά τους το ένα τρίτο των ιππέων, αλλά ήταν πολύ περισσότεροι οι νεκροί μονόφθαλμοι γύρω τους και πολλοί ακόμη αυτοί που προσπαθούσαν να το σκάσουν.
Ο Λούθιεν συνέχιζε την πίεση, ακολουθούσε τη μάζα των μονόφθαλμων χτυπώντας μανιασμένος. Κάθε τόσο φώναζε: «Εριαντόρ ελεύθερο!» αισθανόμενος κάποια ανακούφιση όταν του απαντούσε μια παρόμοια ιαχή, που τον διαβεβαίωνε ότι δεν χωρίστηκε από τους συντρόφους του.
Η μάχη δεν κράτησε πολύ — δεν ήταν σαν την επίθεση στα τείχη του Κάερ Μακντόναλντ, ούτε σαν τη συμπλοκή στο εσωτερικό της πύλης όταν οι Κυκλωπιανοί την είχαν παραβίασει. Οι μονόφθαλμοι, με τσακισμένο το ηθικό και βλέποντας μια εύκολη νίκη να μετατρέπεται σε τρομερή συντριβή, έσπαζαν όπου δέχονταν ισχυρή πίεση, σκόρπιζαν προσπαθώντας να ανασυνταχθούν ξανά σε κάποια στοιχειώδη αμυντική παράταξη. Κάθε φορά όμως οι Εριαντοριανοί τους χτυπούσαν μανιασμένα διαλύοντας τους σχηματισμούς τους.
Μέχρι να αντιληφθούν οι μονόφθαλμοι το μέγεθος της δύναμης που τους χτύπησε απροσδόκητα από τον νότο, αρκετές εκατοντάδες ήταν ήδη νεκροί, ενώ η παρουσία ενός μάγου στο στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι, ενός πολύ ισχυρού μάγου, ξύπνησε τον τρόμο στην καρδιά τους. Είχαν ζήσει κάτω από τον Γκρινσπάροου και ήξεραν τη δύναμη του μάγου-βασιλιά.
Την ήξεραν καλά.
Όπου εμφανιζόταν ο Μπέλσεν’ Κριγκ ή οι έφιπποι υποδιοικητές του υπήρχε μεγαλύτερη οργάνωση και αποφασιστικότητα, αλλά ήδη ο γιγαντόσωμος μονόφθαλμος στρατηγός καταλάβαινε την καταστροφή που αντιμετώπιζε ο στρατός του. Είχε την αμυδρή ελπίδα ότι οι τρεις χιλιάδες στρατιώτες στην άλλη όχθη του ποταμού, αντιλαμβανόμενοι τι συμβαίνει, θα έπεφταν στη μάχη, αλλά για να το κάνουν αυτό θα έπρεπε να παρακούσουν την εντολή του. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ γνώριζε τους περιορισμούς της φυλής του. Οι Πραιτωριανοί ήταν πολύ καλοί στρατιώτες, πειθαρχημένοι και γενναίοι (για Κυκλωπιανούς), αλλά δεν αυτοσχεδίαζαν. Δέχονταν έναν και μοναδικό αρχηγό, σε αυτή την περίπτωση τον Μπέλσεν’ Κριγκ, και υπάκουαν τυφλά τις διαταγές του. Τους είχε διατάξει να οχυρωθούν, να κρατήσουν τις θέσεις τους, και αυτό θα έκαναν παρακολουθώντας ηλίθια ενώ η κύρια δύναμη του στρατού θα αποδεκατιζόταν στο πεδίο της μάχης.
Ο Κυκλωπιανός στρατηγός είδε τον Λούθιεν και το ιππικό του Κάερ Μακντόναλντ να διαλύουν την παράταξή του, νότια από το σημείο όπου βρισκόταν. Όταν αναγνώρισε τον νεαρό Μπέντγουιρ, τον άνθρωπο με τον πορφυρό μανδύα που είχε ξαναδεί στο ποτάμι, κατάλαβε ποιος είχε οργανώσει αυτή την ενέδρα. Όπως ο Λούθιεν είχε αντιληφθεί ότι ο Μπέλσεν’ Κριγκ είναι ο στρατηγός των Κυκλωπιανών, έτσι κι αυτός τώρα αναγνώρισε την ηγετική θέση του Λούθιεν.
Όμως, η οργή που κυρίεψε τον Κυκλωπιανό ήταν πολύ μεγάλη για να αναγνωρίσει ιπποτικά την ικανότητα του αντιπάλου του. Ήθελε να ορμήσει στον Λούθιεν με τον αλογόχοιρό του και να τον κάνει κομμάτια! Αλλά δεν ήταν τόσο ανόητος ώστε να κάνει ένα τέτοιο λάθος. Ο σχηματισμός του, το κλασικό τετράγωνο που είχε ο στρατός του στην αρχή της επίθεσης, δεν υπήρχε πια, ούτε μπορούσε να αναδιοργανώσει κάποιο σημαντικό τμήμα της τρομοκρατημένης και εξαντλημένης δύναμής του. Ήταν αδύνατο κάτω από αυτές τις συνθήκες, με τον εχθρό να τους πιέζει από δύο πλευρές και έναν μάγο να εξαπολύει κεραυνούς από τον ουρανό.
Σκέφτηκε να συγκεντρώσει όσους άνδρες μπορούσε και να ορμήσει ανατολικά στο ποτάμι για να ενωθεί με τον υπόλοιπο στρατό του στην απέναντι όχθη, αλλά οι ανιχνευτές που έστειλε γύρισαν πίσω με αποθαρρυντικά νέα. Η κύρια δύναμη του Κάερ Μακντόναλντ είχε ενωθεί ήδη με το στράτευμα από το Πορτ Τσάρλι.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ κοίταξε πάλι νότια και είδε τον Λούθιεν για μια στιγμή μόνο, με τον πορφυρό μανδύα να ανεμίζει και το ξίφος του σηκωμένο ψηλά. Αυτός πάλι! σκέφτηκε ο Κυκλωπιανός. Αυτός ο άθλιος άνθρωπος τα έκανε όλα αυτά.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ γύρισε κι έδωσε μια μονολεκτική διαταγή, μια διαταγή που η Πραιτωριανοί Φρουροί δεν είχαν συνηθίσει να εφαρμόζουν. «Τρέξτε!»
Σιγά-σιγά ο Λούθιεν βγήκε από την κύρια μάζα των πολεμιστών ή, μάλλον, η μάζα αραίωσε βαθμιαία γύρω του. Χρειαζόταν πιο πολύς κόπος για να βρει στόχους, γι’ αυτό, όταν εντόπιζε κάποιον Κυκλωπιανό, φτέρνιζε το άλογό του αναγκάζοντάς το σε σύντομο καλπασμό και τον σκότωνε.
Τώρα ορμούσε πάλι πίσω από έναν εχθρό που είχε τραπεί σε φυγή, όταν ο Κυκλωπιανός παραπάτησε βογγώντας και φάνηκε να πιάνει τα αχαμνά του. Αμέσως μετά ο Λούθιεν είδε να ξεπροβάλλει πίσω του ένας γνωστός του εντυπωσιακός χάφλινγκ, με τον πλατύ γύρο του καπέλου του να κρέμεται χαμηλά από το βάρος του χιονιού.
Ο Όλιβερ χοροπηδούσε γύρω από τον μονόφθαλμο καρφώνοντάς τον επανειλημμένα με το ξίφος του.
Ο Λούθιεν ξαφνιάστηκε και χάρηκε τόσο πολύ, ώστε σχεδόν δεν πρόσεξε έγκαιρα έναν δεύτερο Κυκλωπιανό που πλησίαζε τον φίλο του από πίσω.
«Όλιβερ!» φώναξε, φοβούμενος ότι ήταν πολύ αργά.
Αλλά ο πανέξυπνος χάφλινγκ δεν αιφνιδιάστηκε. Γύρισε πέφτοντας στο ένα γόνατο και κάρφωσε τον Κυκλωπιανό πίσω του, τη στιγμή που εκείνος σήκωνε το σπαθί του πάνω από το κεφάλι του. Το λεπτό ξίφος χώθηκε βαθιά στον βουβώνα του μονόφθαλμου που, όπως ο σύντροφός του πριν από λίγο, διπλώθηκε στα δύο βογγώντας. Ο επόμενος ξιφισμός του Όλιβερ του άνοιξε μια τρύπα στον λαιμό.
Ο χάφλινγκ στράφηκε τότε για να κοιτάξει τον Λούθιεν, που πέρασε καλπάζοντας δίπλα του και, με ένα δυνατό χτύπημα του Τυφλωτή, αποτελείωσε τον πρώτο Κυκλωπιανό που είχε τραυματίσει ο Όλιβερ.
«Έχασα το άλογό μου!» φώναξε ο χάφλινγκ.
«Πίσω σου!» απάντησε ο Λούθιεν καθώς άλλος ένας Πραιτωριανός, κάποιος γιγαντόσωμος μονόφθαλμος με αγκαθωτό ρόπαλο, ερχόταν προς τον Όλιβερ.
Ο χάφλινγκ γύρισε σκύβοντας ενώ ο Λούθιεν ορμούσε εναντίον του υψώνοντας το σπαθί του. Ο Κυκλωπιανός πρόλαβε να σηκώσει το ρόπαλο για να αποκρούσει τον Τυφλωτή, αλλά η ορμή του Λούθιεν, καθώς περνούσε δίπλα του καλπάζοντας, του πέταξε το όπλο από το χέρι. Ο μονόφθαλμος δεν είχε τρόπο να αποκρούσει τον ξιφισμό του Όλιβερ, που στόχευσε πάλι χαμηλά, στην πιο ευαίσθητη περιοχή.
Ο Λούθιεν γύρισε και αποτελείωσε τον ανυπεράσπιστο Κυκλωπιανό που είχε διπλωθεί στα δύο.
«Γιατί τους χτυπάς συνέχεια εκεί;» ρώτησε ο Λούθιεν, λίγο ενοχλημένος από την αδυναμία του Όλιβερ σε αυτά τα χαμηλά καρφώματα.
«Μπα;» έκανε ο χάφλινγκ, σαν να είχε θιχτεί από αυτή την κατηγορία. «Φαντάζομαι ότι εσύ, αν είχες το δικό μου ύψος, θα τους χτυπούσες στο μάτι, ε;» Ο Λούθιεν αναστέναξε αποστομωμένος, ενώ ο Όλιβερ κροτάλιζε τα δάχτυλά του προς την κατεύθυνση του νεαρού Μπέντγουιρ.
»Άλλωστε», συμπλήρωσε πονηρά ο Γασκόνος, «νόμιζα ότι σου αρέσουν τα χτυπήματα στα αχαμνά». Τα μάτια του Λούθιεν στένεψαν καθώς έπιασε την μπηχτή για τη γονατιά της Κατρίν εκείνο το βράδυ στο Ντουέλφ. «Μπορεί να με ερωτευτεί αυτός ο μονομάτης», συνέχισε ο Όλιβερ. Στράφηκε μ’ έναν καγχασμό για να κοιτάξει τον Κυκλωπιανό, που κειτόταν νεκρός στο έδαφος. Μετά σήκωσε τους ώμους και γύρισε πάλι στον Λούθιεν. «Δηλαδή μπορεί, αν ζούσε».
Μια ομάδα καβαλάρηδων πέρασε δίπλα από τους δύο φίλους· ένας σταμάτησε για μια στιγμή κοντά στον Λούθιεν. «Οι μονόφθαλμοι αρχηγοί το σκάνε με τους αλογόχοιρους!» είπε λαχανιασμένος.
Ο Λούθιεν γύρισε το άλογό του σκύβοντας για να πιάσει το χέρι του Όλιβερ.
«Μα, το πόνι μου!» διαμαρτυρήθηκε ο χάφλινγκ, καθώς ο Λούθιεν τον ανέβαζε με ένα τράβηγμα πίσω από τη σέλα. Ο Όλιβερ σφύριξε διαπεραστικά κοιτάζοντας γύρω του, αλλά το χιόνι ήταν πιο πυκνό τώρα και φυσούσε δυνατός αέρας. Το κίτρινο πόνι δεν φαινόταν πουθενά.
Η μάχη είχε απλωθεί στα χωράφια προς βορρά, με τους Κυκλωπιανούς να έχουν τραπεί σε φυγή. Ο Λούθιεν και οι καβαλάρηδες, γύρω στους είκοσι συνολικά, αγνόησαν τους πεζούς Κυκλωπιανούς που έτρεχαν να σωθούν και όρμησαν να προλάβουν τους αρχηγούς των μονόφθαλμων.
Οι αλογόχοιροι είναι αρκετά γρήγοροι, ιδιαίτερα σε λασπωμένο έδαφος, αλλά όχι τόσο γρήγοροι όσο τα άλογα, έτσι γρήγορα οι επαναστάτες έφτασαν τον Μπέλσεν’ Κριγκ και μια ντουζίνα αξιωματικούς, όσους του είχαν απομείνει.
Το ιππικό ρίχτηκε πίσω τους με ιαχές για το Εριαντόρ και το Κάερ Μακντόναλντ. Οι Κυκλωπιανοί αρχηγοί ήξεραν ότι δεν θα καταφέρουν να ξεφύγουν από τα άλογα, έτσι γύρισαν για να αντιμετωπίσουν την επίθεση.
Ο Λούθιεν είδε τον γιγαντόσωμο μονόφθαλμο στρατηγό, και ο Μπέλσεν’ Κριγκ είδε τον Λούθιεν. Θα ’λεγες ότι ήταν μόνοι τους στο πεδίο της μάχης. Ο Λούθιεν ευθυγράμμισε το άλογό του ενώ ο Μπέλσεν’ Κριγκ έκανε το ίδιο με τον αλογόχοιρό του, και κανένας άλλος από τη μία ή την άλλη παράταξη δεν κινήθηκε για να επέμβει στη μονομαχία τους.
Ο Λούθιεν σταμάτησε, το ίδιο και ο Μπέλσεν’ Κριγκ. Κοιτάχτηκαν με μίσος.
«Κατέβα», είπε ο Λούθιεν στον Όλιβερ.
Ο χάφλινγκ κοίταξε τον πελώριο Κυκλωπιανό, μόλις δέκα μέτρα πιο κάτω. Αισθανόταν απτό το μίσος ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, την έχθρα, αρχηγός εναντίον αρχηγού. «Ώρα να πηγαίνω», συμφώνησε και πήδησε από τα καπούλια του αλόγου του Λούθιεν κάνοντας μια τούμπα προς τα πίσω για να προσγειωθεί έτσι πιο άνετα όρθιος — δηλαδή σχεδόν, γιατί έπεσε σε ένα ιδιαίτερα γλιστερό σημείο και προσγειώθηκε ξαφνικά στον πισινό του. Ο χάφλινγκ πετάχτηκε πάνω ντροπιασμένος κοιτάζοντας γύρω του σχεδόν με πανικό, αλλά δεν τον είχε προσέξει κανείς.
«Κάερ Μακντόναλντ!» γρύλλισε ο Λούθιεν στον Κυκλωπιανό αρχηγό.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ έγειρε το τεράστιο κεφάλι του με απορία, αλλά αμέσως το πρόσωπό του φωτίστηκε καθώς κατάλαβε. «Μόντφορτ!» απάντησε.
Ο Λούθιεν όρμησε με μια δυνατή κραυγή ενώ ο Μπέλσεν’ Κριγκ έκανε το ίδιο. Τα μεγάλα σπαθιά τους έβγαλαν μια δυνατή κλαγγή, καθώς περνούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο. Δεν τραυματίστηκε κανείς από τους δύο, όμως το μπράτσο του Λούθιεν μούδιασε από το τρομερό χτύπημα του Κυκλωπιανού.
Τότε ο Όλιβερ συνειδητοποίησε ότι είχε ένα σοβαρό πρόβλημα. Στεκόταν μόνος του στη μέση του ανοιχτού χώρου, όπου ξαφνικά ο τερατώδης μονόφθαλμος ήταν πιο κοντά του από τον Λούθιεν! Ο χάφλινγκ κοίταξε πανικόβλητος το ξίφος του, τόσο μικροσκοπικό μπροστά σε αυτό το έφιππο τέρας, προς μεγάλη του ανακούφιση όμως ο μονόφθαλμος ούτε καν τον πρόσεξε, απλώς έστριψε τον αλογόχοιρο και άρχισε τη δεύτερη επίθεση.
Τα σπαθιά χτύπησαν πάλι μεταξύ τους, ψηλά στον αέρα. Ο Λούθιεν όμως είχε σταθεροποιήσει το κράτημά του αυτήν τη φορά, έτσι ο Τυφλωτής περιστράφηκε προς τα κάτω ακολουθώντας την τρομερή ορμή του χτυπήματος του μονόφθαλμου, ενώ ο Λούθιεν έσκυψε και το σπαθί του Μπέλσεν’ Κριγκ κόντεψε να του ξυρίσει το κεφάλι, καθώς διέγραφε με απίστευτη ταχύτητα την κυκλική τροχιά του.
Ο ευκίνητος Λούθιεν είχε αφήσει το σπαθί να φύγει τελείως από το χέρι του, για να το ξαναπιάσει αμέσως με αντίστροφη λαβή. Έκανε έναν αστραπιαίο ξιφισμό σημαδεύοντας τον μηρό του Μπέλσεν’ Κριγκ, αλλά η κίνησή του δεν ήταν όσο γρήγορη έπρεπε, με αποτέλεσμα να καρφωθεί ο Τυφλωτής βαθιά στα πλευρά του αλογόχοιρου.
Το δυνατό ζώο συνέχισε τον καλπασμό του, γι’ αυτό ο Λούθιεν αναγκάστηκε να αφήσει τα γκέμια και να πιάσει τη λαβή του σπαθιού με τα δύο χέρια για να μην το χάσει. Κατάφερε να το κρατήσει, αλλά καθώς το σπαθί ξεκαρφωνόταν από τον αλογόχοιρο, ο Λούθιεν έπεσε από το άλογό του. Σωριάστηκε στο λασπόχιονο και, καθώς σηκωνόταν πάλι, είδε τον Μπέλσεν’ Κριγκ να σηκώνεται κι αυτός ξεμπλέκοντας τα μέλη του από το πεσμένο ζώο.
«Τώρα θα πεθάνεις!» είπε ο Κυκλωπιανός πλησιάζοντας χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Το μεγάλο σπαθί του διέγραψε μια οριζόντια κυκλική τροχιά και μετά επανήλθε με ένα γρήγορο αντίστροφο χτύπημα. Ο Λούθιεν μόλις που πρόλαβε να αποκρούσει.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ συνέχισε την επίθεση με κατακόρυφο χτύπημα από ψηλά ακολουθούμενο από έναν οριζόντιο ξιφισμό. Ο Λούθιεν απέκρουσε πηδώντας στο πλάι την τελευταία στιγμή.
Ο Κυκλωπιανός χτυπούσε μανιασμένα, αλλά ο Λούθιεν τον αντιμετώπιζε χωρίς δυσκολία αφήνοντάς τον να εξαντλήσει την δύναμή του, αποκρούοντας απλώς ή αποφεύγοντας κάθε επίθεση. Κάθε τόσο έβρισκε ένα μικρό άνοιγμα, οπότε ο Τυφλωτής διαπερνούσε την άμυνα του Μπέλσεν’ Κριγκ, αλλά οι κινήσεις του έπρεπε να είναι γρήγορες και να τραβά αμέσως το σπαθί, για να αποκρούσει την επόμενη άγρια επίθεση.
Ο Λούθιεν έβλεπε λεπτές γραμμές από αίμα στα σημεία όπου είχε χτυπήσει τον αντίπαλό του, ήξερε όμως ότι δεν του είχε προκαλέσει κανένα σοβαρό τραύμα. Ένιωθε σαν σφήκα που, τσιμπώντας έναν γίγαντα, είναι αδύνατο να τα βγάλει πέρα. Ο Λούθιεν έπνιξε τον πανικό που ξύπνησε μέσα του, λέγοντας στον εαυτό του ότι η σφήκα μπορεί να νικήσει.
Αλλά μόνο αν δεν έκανε το παραμικρό λάθος.
Η μονομαχία συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, με τον Λούθιεν να αποφεύγει τους ξιφισμούς προκαλώντας συγχρόνως μικροτραύματα στον Μπέλσεν’ Κριγκ, αυτός όμως έμοιαζε να μη νιώθει τίποτα, ούτε οι επιθέσεις του επιβραδύνονταν από διαφαινόμενη εξάντληση. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο αντίπαλός του ήταν καλός, πολύ καλύτερος από κάθε Κυκλωπιανό που είχε αντιμετωπίσει ως τότε. Και δυνατός! Ήξερε ότι, αν έχανε έστω και μία απόκρουση, αν ο μονόφθαλμος κατάφερνε να τον χτυπήσει έστω και μια φορά, θα τον έκοβε στα δύο.
Και ξαφνικά συνέβη αυτό που ήθελε να αποφύγει. Καθώς οπισθοχωρούσε, πάτησε σε ένα σημείο με ανώμαλο πάγο και γλίστρησε πέφτοντας στο ένα γόνατο. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ όρμησε αμέσως κατεβάζοντας με δύναμη το μεγάλο σπαθί του.
Ο Λούθιεν ύψωσε τον Τυφλωτή οριζόντια πάνω από το κεφάλι του. Το ξίφος του Μπέλσεν’ Κριγκ, χτυπώντας το όπλο του νέου κοντά στη λαβή, σταμάτησε, αλλά το χέρι του Λούθιεν υποχώρησε από την τρομερή δύναμη του χτυπήματος με αποτέλεσμα να χαλαρώσει το σφίξιμό του στη λαβή. Δεν είχε τραυματιστεί, αλλά ο πόνος ήταν δυνατός.
Αφού έπιασε τον Τυφλωτή με το αριστερό χέρι, έκανε έναν οριζόντιο ξιφισμό προσπαθώντας να αναγκάσει το μονόφθαλμο τέρας να οπισθοχωρήσει. Τον βρήκε στην κοιλιά, αλλά όχι αρκετά δυνατά για να τον σταματήσει.
Ο Λούθιεν έσπευσε να τραβήξει πίσω το σπαθί για την επόμενη απόκρουση, αλλά ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά καθώς κάποιος ή κάτι ανέβηκε τρέχοντας στην πλάτη του.
Πατώντας στους ώμους του Λούθιεν, ο Όλιβερ αιφνιδίασε τον Μπέλσεν’ Κριγκ. Το μάτι του Κυκλωπιανού άνοιξε διάπλατα, ένας υπέροχος στόχος, αλλά ο Όλιβερ είχε χάσει στο μεταξύ την ισορροπία του, καθώς ο Λούθιεν γλιστρούσε στο πλάι. Ο χάφλινγκ αστόχησε και το ξίφος του καρφώθηκε στο μάγουλο του κτηνάνθρωπου.
Ο Κυκλωπιανός ούρλιαξε και άπλωσε τα πελώρια χέρια του οπισθοχωρώντας. Ξαναβρήκε γρηγορότερα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς την αυτοκυριαρχία του, ενώ ο Λούθιεν και ο Όλιβερ σηκώνονταν όρθιοι και στέκονταν δίπλα-δίπλα.
«Είσαι ένα μονόφθαλμο τέρας», τον πείραξε ο Όλιβερ. «Δεν ξέρεις την αξία των φίλων!»
Σαν για να υπογραμμίσει τη δήλωσή του (ή ο Όλιβερ να είχε συγχρονίσει έτσι τα πράγματα), ένα λαμπερό άσπρο άλογο με το μακρύ του τρίχωμα να αστράφτει από το νερό, πλησίασε τον Κυκλωπιανό από πίσω καλπάζοντας, ανορθώθηκε και τον χτύπησε στους ώμους πετώντας τον κάτω μπρούμυτα.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ σηκώθηκε φτύνοντας λάσπη για να δει ευθύς ότι ήταν περικυκλωμένος από τον Λούθιεν, τον Όλιβερ και, τώρα, την Κατρίν Ο’ Χέιλ υπέροχη πάνω στον Ριβερντάνσερ, με τα κόκκινα μαλλιά της σκούρα από το νερό κι ένα στρώμα από λευκό χιόνι να έχει μαζευτεί στους ώμους της. Το χαμόγελό της ήταν πλατύ, φωτεινό, ενώ τα πράσινα μάτια της άστραφταν περισσότερο κι από τους παγοκρύσταλλους που είχαν σχηματιστεί στις άκρες των μαλλιών της — άστραφταν από χαρά για τη νίκη που είχαν πετύχει εκείνη τη μέρα.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ κοίταξε γύρω του αναζητώντας βοήθεια. Είδε τον τελευταίο του υποδιοικητή να γέρνει γλιστρώντας αργά από τον αλογόχοιρο και πίσω του να αποκαλύπτεται ο νικητής αντίπαλός του με το ξίφος κόκκινο από αίμα. Από το ιππικό του Λούθιεν είχαν απομείνει πάνω από μια ντουζίνα καβαλάρηδες, μαζί με τους λίγους που είχε φέρει μαζί της η Κατρίν, ανάμεσά τους επίσης μια λεπτή γυναίκα καβάλα σε ένα κίτρινο πόνι με κοντή ουρά.
Ο Όλιβερ χαμογέλασε βλέποντας τον αγαπημένο του Θρεντμπέαρ, αλλά μετά σοβάρεψε πάλι και κοίταξε τον Κυκλωπιανό αρχηγό.
«Νομίζω πρέπει να παραδοθείς», είπε.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ κοίταζε γύρω του για αρκετές στιγμές. Ο Λούθιεν σχεδόν άκουγε τις σκέψεις του, παγιδευμένου αγριμιού που αναζητά μια διέξοδο. Δεν υπήρχε καμία όμως. Ο Λούθιεν δεν ήξερε τι θα έκανε ο Μπέλσεν’ Κριγκ, ποια επιλογή θα προτιμούσε, ξαφνικά όμως ο μονόφθαλμος πέταξε κάτω το πελώριο σπαθί του.
Όλοι χαλάρωσαν και ο Λούθιεν πλησίασε τον Κυκλωπιανό αρχηγό. Το δεξί του χέρι πονούσε ακόμη, μπόρεσε όμως να πιάσει πάλι τον Τυφλωτή κινώντας με κόπο τους μυώνες του και κάνοντας συγχρόνως έναν μορφασμό πόνου.
Ξαφνικά ο Μπέλσεν’ Κριγκ έβγαλε ένα μαχαίρι και όρμησε πάνω του.
«Λούθιεν!» φώναξαν η Κατρίν κι ο Όλιβερ μαζί. Αλλά πριν ακόμη βγει η λέξη από το στόμα τους, ο Λούθιεν άπλωσε αστραπιαία το ελεύθερο αριστερό του χέρι και έπιασε τον καρπό του Κυκλωπιανού. Ήταν αδύνατο να μετακινήσει το τεράστιο χέρι του Μπέλσεν’ Κριγκ, αλλά το χρησιμοποίησε σαν στήριγμα για να σταθεροποιηθεί ο ίδιος. Ταυτόχρονα, το σπαθί του κάρφωσε τον κτηνάνθρωπο διαπερνώντας τον θώρακά του και τα πνευμόνια του.
Έμειναν σε αυτήν τη μακάβρια στάση για λίγο, μετά όμως ο Μπέλσεν’ Κριγκ μούγκρισε —όσοι παρακολουθούσαν έμειναν με ανοιχτό το στόμα— αρχίζοντας να σπρώχνει πάλι το μαχαίρι προς τον Λούθιεν.
Αυτός έσφιξε πιο δυνατά το σπαθί του και το έσπρωξε προς τα πάνω. Η κίνηση του Μπέλσεν’ Κριγκ σταμάτησε ξαφνικά. Έμειναν πάλι σε αυτή την στάση κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, με τα πρόσωπά τους να απέχουν μεταξύ τους μόνο μερικά εκατοστά.
«Τελείωσες», γρύλλισε ο Λούθιεν και ο ετοιμοθάνατος Μπέλσεν’ Κριγκ δεν είχε πια τίποτε ν’ απαντήσει, γιατί ο νεαρός Λούθιεν ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά του σε όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης ανάμεσά τους.
Ο Λούθιεν έσπρωξε πάλι το σπαθί του προς τα πάνω αλλά αμέσως το αισθάνθηκε να κατεβαίνει, καθώς τα πόδια του Μπέλσεν’ Κριγκ λύγιζαν αργά και ο Κυκλωπιανός έπεφτε στα γόνατα. Ο Λούθιεν αισθάνθηκε τη δύναμη να φεύγει από το πελώριο χέρι του αντιπάλου του. Το μαχαίρι έπεσε κάτω.
Ο Λούθιεν ελευθέρωσε τον Τυφλωτή κι έκανε πίσω, αλλά ακόμη και τότε ο Μπέλσεν’ Κριγκ δεν έπεσε. Ο νεκρός αρχηγός των Κυκλωπιανών έμεινε γονατισμένος στο πεδίο της μάχης.
Ήδη είχε αρχίσει να μαζεύεται χιόνι πάνω του.