«Την πήρε!» φώναξε ο Λούθιεν. Ήταν εκνευρισμένος ή και απελπισμένος ακόμη, με την ατελείωτη συζήτηση που γινόταν λίγο αργότερα στη σκηνή του Μπριντ’Αμούρ. Ο μάγος, ο Όλιβερ, η Σιόμπαν και η Καϊρίν συζητούσαν τη σημασία της επιδρομής του δαίμονα, και το βασικό ερώτημα τώρα ήταν αν πρέπει να κάνουν την επίθεση κατά του Πρίνσταουν, όπως είχαν σχεδιάσει αρχικά, ή αν η απαγωγή της Κατρίν έδειχνε μια επιθυμία για ανακωχή.
Ο Έσταμπρουκ, που βρισκόταν κι αυτός στη σκηνή, καθόταν σε ένα σκαμνί παράμερα εντελώς αποθαρρυμένος.
«Μην ξεχνάς ότι ο δαίμονας δεν τη σκότωσε, πράγμα που είναι το πιο σημαντικό», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ στον Λούθιεν, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει. «Είναι αιχμάλωτη, δηλαδή θα έχει μεγαλύτερη αξία αν…»
«Μεγαλύτερη αξία για ποιον;» ρώτησε ο Όλιβερ.
Ο Μπριντ’Αμούρ δεν ήταν σίγουρος. Μπορεί ο Γκρινσπάροου να είχε ανακαλύψει από τη Γασκόνη τι συμβαίνει και γι’ αυτό να έστειλε τον δαίμονα. Το πιθανότερο όμως ήταν ότι αυτό το έκανε ο Πάραγκορ, ο δούκας του Πρίνσταουν.
«Δεν μπορούμε να παραμείνουμε ακινητοποιημένοι εδώ», είπε η Σιόμπαν, ενώ η Καϊρίν ήλθε και στάθηκε δίπλα της δείχνοντας ότι συμφωνεί. «Ο στρατός μας δεν είναι μισθοφορικός. Οι πολεμιστές μας είναι άνδρες και γυναίκες που έχουν να φροντίσουν τα αγροκτήματα τους. Αν καθίσουμε εδώ άπραγοι, θα χάσουμε πολλούς συμμάχους».
«Την πήρε ο δούκας Πάραγκορ του Πρίνσταουν», αποφάσισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Ξέρει ότι πηγαίνουμε σ’ αυτόν και ξέρει ότι δεν μπορεί να μας αντιμετωπίσει».
«Θα πρέπει να αλλάξουμε κάποια από τα σχέδιά μας», είπε η Σιόμπαν. «Θα μπορούσαμε ίσως να στείλουμε κατασκόπους, ή να προτείνουμε ανακωχή στον δούκα όταν θα είμαστε μπροστά στα τείχη του».
Αυτή η υπολογιστική συζήτηση έκανε το αίμα του Λούθιεν να βράζει. Ο Πάραγκορ είχε αρπάξει την Κατρίν, αλλά οι φίλοι του μιλούσαν για ευρύτερα σχέδια και σημαντικότερα πράγματα. Για τον Λούθιεν Μπέντγουιρ δεν υπήρχε τίποτα πιο σημαντικό στον κόσμο από την σωτηρία της Κατρίν — ούτε καν η ελευθερία του Εριαντόρ. Ο Μπριντ’Αμούρ και η Σιόμπαν διαμόρφωναν τα σχέδιά τους κατάλληλα για να προστατέψουν την αιχμάλωτη Κατρίν, όμως το κύριο μέλημά τους δεν ήταν η σωτηρία της αλλά η επανάσταση.
Και αυτό είναι το σωστό, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν, μολονότι δεν μπορούσε να υποταχθεί ο ίδιος σ’ αυτήν τη λογική. Κούνησε απελπισμένος τα χέρια, κοίταξε τον απογοητευμένο Έσταμπρουκ και βγήκε από τη σκηνή αφήνοντας πίσω του μερικές στιγμές αμήχανης σιωπής.
«Αυτό ακριβώς που ήλπιζε ο Πάραγκορ», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. Δεν έκρινε τον Λούθιεν, απλώς έκανε μια παρατήρηση.
«Ξέρετε φυσικά πού σκοπεύει να πάει», είπε η Σιόμπαν.
«Έχει ξεκινήσει κιόλας», απάντησε ο Όλιβερ, που ήξερε καλά τον νεαρό του φίλο. Κανείς δεν αμφέβαλλε γι’ αυτό.
Ο Μπριντ’Αμούρ δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Έπρεπε να προσπαθήσει να αλλάξει γνώμη στον Λούθιεν; Ή να του προσφέρει τη βοήθειά του, να συμπαραταχθεί με το σκεπτικό του Λούθιεν ότι η σημαντικότερη προτεραιότητα ήταν η σωτηρία της Κατρίν; Ο Μπριντ’Αμούρ ένιωθε διχασμένος. Ήξερε όμως ότι δεν μπορεί να τρέξει να κυνηγήσει τον δαίμονα, ούτε για την Κατρίν ούτε για κανέναν άλλο. Η κυρίαρχη ευθύνη του δεν ήταν απέναντι σε ένα μόνο άτομο αλλά σε όλο το Εριαντόρ.
«Πρέπει να πάει», είπε ξαφνικά η Σιόμπαν τραβώντας την προσοχή όλων τους. Κοίταζε το παραπέτασμα της σκηνής καθώς μιλούσε, σαν να έβλεπε κιόλας τον Λούθιεν να φεύγει. «Αυτή είναι η θέση του.
Όταν κοίταξε πάλι τους άλλους, πρόσεξε πιο πολύ τον Όλιβερ που την παρατηρούσε καχύποπτα.
»Έτσι θα φουντώσει ακόμη περισσότερο ο θρύλος της Πορφυρής Σκιάς», επέμεινε η Σιόμπαν.
«Ή μήπως η περιφρονημένη γυναίκα θέλει να δει τον πρώην εραστή της νεκρό;» ρώτησε ωμά ο Όλιβερ.
Ο Μπριντ’Αμούρ έκανε έναν μορφασμό πόνου. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζονταν τώρα, ήταν να αρχίσουν να μαλώνουν μεταξύ τους!
«Σωστή ερώτηση», απάντησε ήρεμα η Σιόμπαν διαλύοντας την ένταση. «Αλλά δεν είμαι γυναίκα, δεν είμαι καν άνθρωπος», υπενθύμισε στον Όλιβερ. «Η Κατρίν κινδυνεύει και ο Λούθιεν πρέπει να πάει να τη σώσει. Αν δεν το κάνει, θα περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του θεωρώντας τον εαυτό του δειλό».
«Αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Δεν θέλουμε για αρχηγό μας έναν δειλό», είπε ψυχρά η Καϊρίν Κάλθγουεϊν.
Ο Όλιβερ τους κοίταξε έναν-έναν, εξίσου εκνευρισμένος με τον Λούθιεν. Ήξερε ότι έχουν δίκιο, τα επιχειρήματά τους ήταν σωστά, αλλά αυτό δεν τον παρηγορούσε καθόλου. Ήταν δίπλα στον Λούθιεν από την αρχή, πριν ακόμη ο Μπριντ’Αμούρ δώσει στον νεαρό Μπέντγουιρ τον πορφυρό μανδύα, πριν ακόμη αρχίσουν να ακούγονται ψίθυροι για την Πορφυρή Σκιά στα δρομάκια του Μόντφορτ. Τώρα ο Λούθιεν έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, πήγαινε να σώσει τη γυναίκα που αγαπούσε, έτσι ο Όλιβερ έπρεπε να ακφουγκραστεί κι αυτός την καρδιά του και να βοηθήσει τον φίλο του.
Αφού έκανε μια κοφτή υπόκλιση στους άλλους, βγήκε από τη σκηνή.
Ο Έσταμπρουκ του Νιουκάστλ, ο αριστοκράτης ιππότης που η ζωή του στηριζόταν σε αυστηρές ηθικές αρχές, χαιρέτισε σιωπηλά τους δυο γενναίους άνδρες.
Ο Λούθιεν προχωρούσε καβάλα στον Ριβερντάνσερ κάτω από τη σκιά του Τείχους του Μαλπουισάν. Ο ήλιος ήταν χαμηλά ακόμη, μόλις είχε ξεπροβάλλει από τον ορίζοντα στην ανατολή ρίχνοντας λοξές και μακριές σκιές. Δεν ήταν τόσο σκοτεινές όσο ο ίσκιος που είχε απλωθεί στην καρδιά του νεαρού Μπέντγουιρ. Είχε την αίσθηση ότι ο κόσμος είχε σταματήσει το προηγούμενο βράδυ, λες κι όλα, η επανάσταση, η επερχόμενη εισβολή, είχαν πάψει να υπάρχουν, σαν να ήταν σκιασμένα από μια παράλυση, ένα μούδιασμα του πνεύματος που δεν θα του περνούσε παρά μόνο αν έπαιρνε πάλι την Κατρίν από τα χέρια του δαίμονα και του μοχθηρού αφέντη του.
Ήθελε να βιαστεί, να σπιρουνίσει τον Ριβερντάνσερ εξαναγκάζοντάς τον σε δυνατό καλπασμό, ήξερε όμως ότι δεν πρέπει να τραβήξει την προσοχή, ούτε των φίλων του που μπορεί να προσπαθούσαν να τον σταματήσουν, ούτε ίσως κάποιων κατασκόπων του εχθρού που θα προειδοποιούσαν τον δούκα του Πρίνσταουν.
Οι φρουροί τον γνώριζαν φυσικά, γι’ αυτό τον άφησαν να περάσει την πύλη προς το Άβον χωρίς να τον σταματήσουν.
Ο Λούθιεν είδε έκπληκτος από την άλλη μεριά του τείχους έναν δανδή χάφλινγκ να τον περιμένει καβάλα σε ένα κίτρινο πόνι.
«Τουλάχιστον περίμενες να ξημερώσει», είπε ο Όλιβερ ρουφώντας τη μύτη του. Έδειχνε να είναι σε άθλια κατάσταση, η μύτη του ήταν κατακόκκινη. Ξαφνικά φταρνίστηκε, ένα τρομερό φτάρνισμα για κάποιο τόσο μικρόσωμο πλάσμα, και μετά έβγαλε ένα κιτρινοκόκκινο καρό μαντίλι για να σκουπίσει τη μύτη και το μουστάκι του.
«Περίμενες εδώ όλη νύχτα;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Από την ώρα που έφυγες από τη συνάντηση», απάντησε ο Όλιβερ. «Νόμισα ότι θα έφευγες αμέσως».
Ο Λούθιεν δεν κατάφερε να χαμογελάσει, παρ’ όλο που τον είχε συγκινήσει η αφοσίωση του φίλου του. Όμως, αυτήν τη φορά δεν ήθελε να έλθει μαζί του ο Όλιβερ. Δεν ήθελε να έλθει κανείς. «Πρέπει να πάω μόνος μου», είπε ανυποχώρητα, και όταν ο Όλιβερ δεν απάντησε, έκανε έναν κοφτό ήχο με το στόμα σπιρουνίζουντας ταυτόχρονα τον Ριβερντάνσερ, αναγκάζοντας το μεγαλόσωμο άλογο να ξεκινήσει.
Ο Όλιβερ με τον Θρεντμπέαρ τον ακολούθησαν, ενώ το μικρό πόνι έτρεχε για να προλάβει τις μεγαλύτερες δρασκελιές του Ριβερντάνσερ.
Η βλοσυρή έκφραση του Λούθιεν δεν έφερε αποτέλεσμα αφού, όταν έκανε τον Ριβερντάνσερ να τρέξει πιο γρήγορα, ο Θρεντμπέαρ τον μιμήθηκε. Τελικά ο Λούθιεν σταμάτησε το άλογό του και ανακάθισε στη σέλα κοιτάζοντας επίμονα τον Όλιβερ. Αυτός φταρνίστηκε ξαφνικά λούζοντας τον φίλο του.
«Πρέπει να πάω εγώ», είπε ο Λούθιεν πιο αποφασιστικά.
«Δεν έχω αντίρρηση», απάντησε ο Όλιβερ.
«Εγώ, μόνος μου», επέμεινε ο Λούθιεν.
«Μπορεί και να κάνεις λάθος».
Ο Λούθιεν αναστέναξε και κοίταξε γύρω του σαν να προσπαθούσε να βρει κάποια λύση. Ήξερε πόσο ξεροκέφαλος μπορούσε να γίνει ο Όλιβερ, όπως ήξερε επίσης πόσο γρήγορα μπορεί να τρέξει ο Θρεντμπέαρ, όσο κι αν δεν του φαινόταν.
»Ξέρεις κανέναν άλλο που να χωράει κάτω από τον μανδύα σου;» ρώτησε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον φίλο του για μερικές στιγμές πριν σηκώσει ψηλά τα χέρια νικημένος. Στην πραγματικότητα ένιωθε μια τεράστια ανακούφιση. Ήταν αποφασισμένος να προσπαθήσει να σώσει την Κατρίν, γι’ αυτό δεν ήθελε να πάρει κάποιον άλλο μαζί του σε αυτή την τόσο επικίνδυνη περιπέτεια που θα μπορούσε κάλλιστα να του στοιχίσει τη ζωή. Ήξερε όμως ότι η θέση του Όλιβερ ήταν όντως δίπλα του, όπως και η δική του θέση θα ήταν δίπλα στον Όλιβερ αν αντιστρέφονταν τα πράγματα. Έτσι θα είχε παρέα στο μεγάλο ταξίδι και στις περιπέτειες που θα ακολουθούσαν, έναν έμπιστο φίλο που τον είχε βοηθήσει ήδη πολλές φορές σε δύσκολες καταστάσεις.
Πριν ξεκινήσουν πάλι, άκουσαν ποδοβολητά αλόγων πίσω τους. Κοιτάζοντας προς το τείχος είδαν δύο καβαλάρηδες, έναν μεγαλόσωμο με το χαρακτηριστικό κερασφόρο κράνος των βουνήσιων και έναν πιο λεπτό.
«Η Σιόμπαν», είπε ο Όλιβερ και, μόλις πλησίασαν οι δυο καβαλάρηδες, ο Λούθιεν είδε ότι ο φίλος του είχε δίκιο. Το παλληκάρι άρχισε να εκνευρίζεται. Μπορούσε να δικαιολογήσει τον ερχομό του Όλιβερ, αλλά τώρα η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο!
Η Σιόμπαν κι ο καβαλάρης σταμάτησαν δίπλα στους δυο συντρόφους.
«Δεν θα ’ρθεις», είπε αμέσως ο Λούθιεν, πριν προλάβει να μιλήσει η Σιόμπαν.
Η μισοξωτική τον κοίταξε παράξενα, σαν να μην καταλάβαινε. «Φυσικά όχι», απάντησε. «Το καθήκον μου είναι απέναντι στο Εριαντόρ, όχι απέναντι στον Λούθιεν ή την Κατρίν.
Για κάποιον, όχι άμεσα κατανοητό λόγο, αυτή η δήλωση πλήγωσε τον Λούθιεν.
»Αλλά συμφωνώ με την απόφασή σου», συνέχισε η Σιόμπαν. «Ακόμα, σου εύχομαι κάθε επιτυχία και νίκη. Περιμένω να σε δω — κι εσένα επίσης», πρόσθεσε κοιτάζοντας τον Όλιβερ, «μαζί με την Κατρίν, να μας υποδεχθείτε όταν θα μπούμε από την πύλη του Πρίνσταουν.
Ο Λούθιεν ένιωσε καλύτερα.
»Σου έφερα αυτό», συνέχισε η Σιόμπαν και, απλώνοντας το χέρι της, αποκάλυψε μια πέτρα με κεχριμπαριά χρώμα που είχε το μέγεθος αυγού κότας. «Από τον Μπριντ’Αμούρ», εξήγησε, όταν ο Λούθιεν πήρε την πέτρα. «Όταν τελειώσετε την αποστολή σας ή όταν βρίσκεστε σε μεγάλη ανάγκη, ο μάγος ζήτησε να την πετάξετε σε έναν τοίχο και να πείτε το όνομά του τρεις φορές».
Ο Λούθιεν ψηλάφισε την πέτρα απορώντας με το ελάχιστο βάρος της. Δεν ήξερε ποιος είναι ο σκοπός της, είχε δει όμως πολλές φορές τη μαγεία του Μπριντ’Αμούρ και καταλάβαινε ότι δεν ήταν κάποιο ασήμαντο δώρο. «Κι αυτός;» ρώτησε κοιτάζοντας τον βουνήσιο.
«Δεν θα πάτε με τα άλογα στο Πρίνσταουν;» ρώτησε η Σιόμπαν.
Ο Λούθιεν είχε αρχίσει να καταλαβαίνει.
»Ο Μαλάμους θα έρθει μαζί σας μέχρι το ανατολικό άκρο του Γκλεν Ντούριτς, από όπου αρχίζει να φαίνεται το Πρίνσταουν», συνέχισε η Σιόμπαν. «Θα σας περιμένει εκεί με τ’ άλογά σας». Ξαφνικά η Σιόμπαν ξεπέζεψε δίνοντας τα γκέμια του αλόγου της στον Μαλάμους. «Για την Κατρίν», είπε στον Λούθιεν. «Θα γυρίσω με τα πόδια στο τείχος, δεν είναι μακριά».
Χαιρέτισε με ένα νεύμα τον Λούθιεν, μετά τον Όλιβερ, έδωσε ένα αποχαιρετιστήριο χτύπημα στα καπούλια του αλόγου της και ξεκίνησε περπατώντας για το Τείχος του Μαλπουισάν, επιστρέφοντας στα καθήκοντα που δεν της επέτρεπαν να έρθει μαζί τους.
Ο Λούθιεν την κοίταζε με ειλικρινή θαυμασμό. Ήξερε ότι η Σιόμπαν ήθελε να έρθει. Παρ’ ότι η Κατρίν ήταν αντίζηλός της, οι δυο γυναίκες ένιωθαν βαθιά εκτίμηση η μία για την άλλη.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ κοίταξε τα δώρα της Σιόμπαν, το δώρο του Μπριντ’Αμούρ και μετά τον Όλιβερ, που περίμενε υπομονετικά να ξεκινήσουν.
Η νύχτα ήταν ακόμα σκοτεινή, αλλά η χαραυγή γινόταν όλο και φωτεινότερη.
Πάνω σ’ έναν προμαχώνα του Τείχους του Μαλπουισάν, ο Έσταμπρουκ, ο πρώτος των Έξι Ιπποτών, κοίταζε τις μικροσκοπικές φιγούρες στον κάμπο, τους Εριαντοριανούς που είχαν εισβάλλει στο Άβον, την πατρίδα του περήφανου ιππότη. Η εικόνα του δαίμονα, του μοχθηρού Πρεχοτέκ, δεν έλεγε να φύγει από τον νου του. Εδώ κι είκοσι χρόνια ο Έσταμπρουκ ζούσε στη σκιά του Γκρινσπάροου ακούγοντας ιστορίες για ακρότητες και για συμμαχίες με δαίμονες. Μερικοί έλεγαν ότι η φρικτή επιδημία που έσπασε τη θέληση του Εριαντόρ για πόλεμο, πριν από είκοσι χρόνια, ήταν έργο του βασιλιά του Άβον, αλλά ο Έσταμπρουκ είχε απορρίψει τις φήμες θεωρώντας τις ανοησίες των χωρικών.
Μερικοί έλεγαν ότι ο Γκρινσπάροου είναι μαύρος μάγος, φίλος των δαιμόνων, δαίμονας και ο ίδιος.
Αλλά ο Έσταμπρουκ είχε αδιαφορήσει επίσης γι’ αυτές τις φήμες, για όλες τις φήμες.
Τώρα όμως ο αριστοκράτης ιππότης του θρόνου είχε δει την αλήθεια με τα ίδια του τα μάτια. Οι φήμες είχαν επαληθευτεί διχάζοντας τον Έσταμπρουκ του Νιουκάστλ. Είχαν υλοποιηθεί σε μια δαιμονική φρικτή μορφή, που ο ευγενής πολεμιστής δεν μπορούσε στο εξής ν’ αγνοήσει ή να ξεχάσει.
Κοίταζε τον Λούθιεν και τον Όλιβερ που απομακρύνονταν. Μολονότι αυτό ερχόταν σε αντίθεση με όσα υπερασπιζόταν σε όλη του τη ζωή, ο Έσταμπρουκ ευχήθηκε μέσα του να πετύχουν, να φέρουν πίσω την Κατρίν σώα και αβλαβή αφήνοντας τον δούκα Πάραγκορ, τον ίδιο τον δούκα που είχε στείλει τον ιππότη στο Εριαντόρ, νεκρό μέσα σε μια λίμνη από αίμα.