Οι στήλες καπνού που υψώνονταν από τις καπνοδόχους του Φέλινγκ Ντάουνς ήταν ορατές από το σημείο όπου βρισκόταν η κυκλωπιανή δύναμη, η οποία τώρα προχωρούσε προς τα νοτιοανατολικά. Γρήγορα έφτασαν στον Φέλινγκ Ραν, ένα μικρό ποτάμι. Το πλάτος του δεν ξεπερνούσε τα έξι μέτρα, ενώ επίσης το βάθος του ήταν μέτριο με τα νερά του να φτάνουν γενικά μέχρι τη μέση. Στη μέση του ποταμού φαινόταν τρεχούμενο νερό, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του παρέμενε παγωμένο με κομμάτια γκρίζου πάγου σκεπασμένα από λευκό χιόνι.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ πήγε με τον αλογόχοιρό του μέχρι την όχθη, σε ένα σημείο λίγο πιο νότια από τη μοναδική γέφυρα που φαινόταν στην περιοχή, και κοίταξε το νερό και το χωριό πίσω από το ποτάμι. Μπορούσαν, αφού περάσουν απέναντι εδώ, μετά να στρίψουν κατευθείαν προς νότο για το Μόντφορτ συντρίβοντας το χωριό στο δρόμο τους, ή μπορούσαν να στρίψουν νότια τώρα κατευθυνόμενοι προς τους πρόποδες των λόφων δυτικά της πόλης. Ο πελώριος, αποκρουστικός αρχηγός των Κυκλωπιανών ήθελε να λεηλατήσει το χωριό, πίστευε ότι το αίμα και οι προμήθειες θα έκαναν καλό στους άνδρες του, αλλά δίσταζε, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει και ο ίδιος.Ίσως επειδή το χωριό ήταν τόσο δελεαστικός και εύκολος στόχος. Οι κάτοικοι της περιοχής ήξεραν ότι έρχονται οι Κυκλωπιανοί. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ ήταν σίγουρος γι’ αυτό, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τις επιθέσεις που είχε δεχτεί η δύναμή του σε όλη τη διαδρομή από το Πορτ Τσάρλι. Όλο το νότιο Εριαντόρ ήξερε για τον στρατό που ερχόταν, και ήταν φανερό ότι αυτό δεν άρεσε σε πολλούς. Γιατί λοιπόν οι κάτοικοι αυτού του χωριού απέναντι από το ποτάμι έμειναν στα σπίτια τους, ενώ ήξεραν ότι σε λίγο θα περνούσαν οι Κυκλωπιανοί; Και γιατί, σκέφτηκε ο Μπέλσεν’ Κριγκ, οι επαναστάτες του Μόντφορτ άφησαν άθικτη αυτήν τη γέφυρα, που προφανώς ήταν ο ευκολότερος δρόμος για την πόλη;
«Υπάρχει πρόβλημα, κύριέ μου;» Η φωνή που ακούστηκε πίσω του ξάφνιασε τον ασυνήθιστα στοχαστικό Κυκλωπιανό. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του, είδε τέσσερις από τους υποδιοικητές τους καβάλα σε αλογόχοιρους να τον ατενίζουν με περιέργεια.
«Οι στρατιώτες ανυπομονούν», είπε ο ίδιος υποδιοικητής, ένας λεπτός Κυκλωπιανός με μακριά σγουρά ασημόχρωμα μαλλιά και μεγάλες φαβορίτες, κάτι εντελώς ασυνήθιστο για τη φυλή του. Τον φώναζαν Μακρυμανίκη, γιατί συνήθιζε να φοράει φίνα πουκάμισα κουμπωμένα μέχρι ψηλά στον λαιμό, με μακριά μανίκια που έφταναν μέχρι το μέσο της παλάμης του.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ κοίταξε πάλι προς το Φέλινγκ Ραν και τους καπνούς του χωριού. Αυτούς τους τόσο δελεαστικούς καπνούς… Ο Κυκλωπιανός ήξερε ότι ο Μακρυμανίκης λέει την αλήθεια, ότι οι στρατιώτες του κοίταζαν το ίδιο θέαμα και τους έτρεχαν τα σάλια.
«Πρέπει να κινηθούμε», είπε ένας άλλος υποδιοικητής.
«Απέναντι ή νότια;» ρώτησε ο Μπέλσεν’ Κριγκ, περισσότερο τον εαυτό του παρά τους άλλους.
«Νότια;» αντέδρασε ο Μακρυμανίκης.
«Μπορούμε να πάμε νότια, στους πρόποδες, έτσι ώστε να πλησιάσουμε το Μόντφορτ από τα δυτικά χωράφια», είπε ένας κατώτερος Κυκλωπιανός, απλός υπασπιστής ενός υποδιοικητή. Ο Μακρυμανίκης πήγε να χτυπήσει τον αυθάδη, αλλά τον σταμάτησε ο άλλος υποδιοικητής, εξηγώντας ότι ο υπασπιστής του είχε υπηρετήσει πολλά χρόνια στη φρουρά του Μόντφορτ, άρα γνωρίζει καλά την περιοχή.
«Συνέχισε», διέταξε τον υπασπιστή ο Μπέλσεν’ Κριγκ.
«Λιγάκι πιο πάνω ο Φέλινγκ Ραν στενεύει πολύ», συνέχισε ο υπασπιστής δείχνοντας νότια. «Είναι απλώς μερικά ρυάκια που ενώνονται μεταξύ τους. Μπορούμε να πάμε προς τα εκεί, να τα περάσουμε περπατώντας και έτσι να έχουμε μόνο τρία χιλιόμετρα πορεία μέχρι το Μόντφορτ».
Οι υποδιοικητές δεν συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό του υπασπιστή, γιατί ήξεραν ότι είναι σημαντικό να λεηλατήσουν αυτό το χωριό εξασφαλίζοντας τρόφιμα και διασκέδαση για τους κουρασμένους στρατιώτες. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ ήξερε ότι έχουν δίκιο, και συμμεριζόταν τους φόβους των υποδιοικητών του για πιθανές λιποταξίες. Το χωριό ήταν στην άλλη όχθη του ποταμού, μόνο σε ένα χιλιόμετρο απόσταση, σε ομαλό εύκολο έδαφος. Μια γρήγορη, εύκολη λεηλασία.
Και πάλι όμως ο στρατηγός ένιωθε εκείνη την επίμονη αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ είχε δει πάρα πολλές μάχες και, όπως όλοι οι καλοί πολεμιστές, είχε μια έκτη αίσθηση που τον προειδοποιούσε για τον κίνδυνο. Κάτι δεν του άρεσε εδώ.
Πριν προλάβει όμως να επεξεργαστεί αυτά τα συναισθήματα, να τα εξηγήσει στους υφισταμένους του ή απλώς να διατάξει τον στρατό να στρίψει νότια, οι υποδιοικητές του άρχισαν να του αραδιάζουν κάθε δυνατό επιχείρημα για να δικαιολογήσουν το γιατί πρέπει να περάσουν το ποτάμι και να λεηλατήσουν το χωριό. Είχαν αντιληφθεί ότι ο στρατηγός τους είχε μάλλον διαφορετική γνώμη, έτσι φοβούνταν ότι θα έχαναν αυτή την εύκολη μάχη πριν τη μεγάλη σύγκρουση στα τείχη του Μόντφορτ.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ τους άκουσε με προσοχή. Φοβόταν μήπως είχε αρχίσει να ανησυχεί χωρίς λόγο, να βλέπει φαντάσματα. Ήταν φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος του Εριαντόρ είχε συμμαχήσει με τους επαναστάτες του Μόντφορτ —αυτό φαινόταν από τους ληστές που έκαναν επιθέσεις στα στρατόπεδά τους και από τις άμαξες με τα αχρηστεμένα τρόφιμα— αλλά οι κάτοικοι της υπαίθρου παρέμεναν ήσυχοι, ίσως όχι πιστοί στον Γκρινσπάροου, αλλά σίγουρα τρομοκρατημένοι.
Οι υποδιοικητές συνέχισαν να μιλούν. Ήθελαν γεύση από αίμα και ίσως λίγα τρόφιμα. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ αμφέβαλλε αν θα έβρισκαν είτε το ένα είτε το άλλο σε αυτό το ασήμαντο χωριό στην άλλη όχθη, αλλά τελικά υποχώρησε. Σε τελική ανάλυση, είχε μια δύναμη σχεδόν δεκαπέντε χιλιάδων Πραιτωριανών Φρουρών και το πιο βατό έδαφος του Μόντφορτ ήταν όντως από την άλλη μεριά του ποταμού.
«Θα περάσουμε απέναντι εδώ», δήλωσε ο στρατηγός και τα πρόσωπα των υποδιοικητών του φωτίστηκαν. «Το χωριό θα ισοπεδωθεί», συνέχισε, κάτι που έκανε ακόμη πιο πλατιά και άγρια τα χαμόγελά τους. «Αλλά», πρόσθεσε αυστηρά, κόβοντας την ξαφνική ευθυμία τους, «πρέπει να έχουμε δει τα τείχη του Μόντφορτ πριν τελειώσει η μέρα!»
Οι υποδιοικητές κοίταξαν όλοι τον υπασπιστή, που έκανε ενθουσιασμένος καταφατικά νεύματα. Το Μόντφορτ δεν απείχε πάνω από οχτώ χιλιόμετρα σε ομαλό έδαφος μετά το χωριό του Φέλινγκ Ντάουνς.
Όχι πολύ μακριά προς νότο, ο Λούθιεν με τους τριακόσιους πολεμιστές του περίμεναν ανήσυχοι. Ήταν κρυμμένοι πίσω από φράχτες, ανάμεσα σε βράχια, επίσης μέσα σε αυλάκια που είχαν σκάψει πίσω από μια ράχη. Περίμεναν ότι οι Κυκλωπιανοί θα ορμήσουν να περάσουν τη γέφυρα για να επιτεθούν στο Φέλινγκ Ντάουνς, όμως για κάποιο ακατανόητο λόγο ο στρατός είχε σταματήσει.
«Να πάρει», μουρμούρισε ο Λούθιεν καθώς διάβαιναν τα λεπτά χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Είχαν ποντάρει στο γεγονός ότι οι Κυκλωπιανοί θα περνούσαν απέναντι. Αν έστριβαν νότια πριν το ποτάμι, τότε ο Λούθιεν και οι πολεμιστές του έπρεπε να γυρίσουν πίσω στο Κάερ Μακντόναλντ με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Ακόμη κι αν ξέφευγαν χωρίς να πολεμήσουν —και ο Λούθιεν πίστευε ότι μπορούν— δεν θα είχαν κερδίσει τίποτα, μόνο θα είχαν χάσει, γιατί αυτοί οι τριακόσιοι άνδρες θα ήταν πιο χρήσιμοι αν έμεναν στην πόλη για να βοηθούσαν στις αμυντικές ετοιμασίες.
«Να πάρει!» ξαναείπε ο Λούθιεν ενώ η Σιόμπαν, που ήταν κρυμμένη δίπλα του, δεν είχε λόγια για να τον παρηγορήσει αυτήν τη φορά. Ήξερε το ρίσκο, γι’ αυτό περίμενε κι εκείνη να δει τι θα γίνει, δαγκώνοντας το χείλι της.
Συνέχισαν να παρακολουθούν καθώς αρκετοί Κυκλωπιανοί ξεχώρισαν από την κύρια μάζα του στρατού κι έτρεξαν στη γέφυρα. Οι μονόφθαλμοι βράδυναν το βήμα τους μόλις πλησίασαν, αρχίζοντας να δείχνουν συγκεκριμένα σημεία ο ένας στον άλλο. Γρήγορα έγινε φανερό ότι είχαν πάει να επιθεωρήσουν τη γέφυρα.
«Να πάρει!» ακούστηκε πάλι από τους επιδρομείς, και αυτή τη φορά δεν το είχε πει ο Λούθιεν αλλά η Σιόμπαν.
Η γέφυρα του Φέλινγκ Ραν υψωνόταν γύρω στα τέσσερα-πέντε μέτρα πάνω από το παγωμένο νερό, φτιαγμένη όλη από ξύλο. Ήταν φαρδιά, γερή και εξυπηρετούσε την περιοχή εδώ και πάρα πολύ καιρό, με μερικές μικροεπισκευές μόνο. Χωρούσε δέκα άλογα ή εφτά αλογόχοιρους σε παράταξη, και η καμπυλωτή επιφάνειά της ήταν αυλακωμένη από τις αμέτρητες εμπορικές άμαξες που την είχαν διασχίσει πηγαίνοντας από το Πορτ Τσάρλι στο Μόντφορτ.
Οι πέντε Κυκλωπιανοί, που είχαν σταλεί να την επιθεωρήσουν, ανέβηκαν στη γέφυρα χωρίς κανένα δισταγμό. Το ύψος της ήταν μόνο τεσσεράμισι μέτρα, ενώ το νερό ήταν ρηχό και το ρεύμα όχι πολύ γρήγορο. Οι πέντε Κυκλωπιανοί απλώθηκαν, δύο από κάθε πλευρά και ένας στη μέση να κατευθύνει την επιθεώρηση. Έπεσαν στα γόνατα, πιάστηκαν από την άκρη και έσκυψαν για να κοιτάξουν από κάτω.
Τα μεγάλα δρύινα δοκάρια έδειχναν γερά, ακλόνητα. Ακόμη και οι Κυκλωπιανοί, που δεν φημίζονταν για τις μηχανικές τους γνώσεις ή ικανότητες, έβλεπαν καθαρά την αντοχή της γέφυρας. Γρήγορα ακούστηκε ένα «γιο-χο» —το σήμα των Κυκλωπιανών ότι όλα είναι καλά— και μετά άλλο ένα, και τα δύο από τη δεξιά πλευρά της γέφυρας.
Ο μονόφθαλμος που κοίταζε από αριστερά προς την ανατολική όχθη, είδε κάτι παράξενο. Το ξύλο της γέφυρας ήταν παλιό και μαυρισμένο, εκτός από δύο χοντρές καβίλιες που έδειχναν ολοκαίνουριες, με πριονίδι ακόμη στις άκρες τους.
«Γιο-χο!» φώναξε ο πρώτος Κυκλωπιανός της αριστερής πλευράς, που μετά πλησίασε τον σύντροφό του από την ίδια πλευρά, τον μόνο που δεν είχε δώσει ακόμη το σήμα.
«Γιο-χο;» ρώτησε, σκύβοντας για να δει τι είχε τραβήξει την προσοχή του συναδέλφου του.
Εκείνος του έδειξε τις καινούριες καβίλιες.
«Και λοιπόν;» είπε ο άλλος μονόφθαλμος. «Έριξε πολύ χιόνι τον χειμώνα. Η γέφυρα χρειαζόταν φτιάξιμο».
Ο πρώτος Κυκλωπιανός δεν ήταν τόσο σίγουρος. Είχε μια επίμονη υποψία, γι’ αυτό ήθελε να πάει κάτω από τη γέφυρα για να δει από κοντά τι συμβαίνει. Ο σύντροφός του δεν ενθουσιάστηκε καθόλου με αυτή την ιδέα.
«Φώναξε “γιο-χο”!» επέμεινε.
«Μα η καβίλια…»
«Αν δε φωνάξεις, θα στρίψουμε νότια», γρύλλισε ο μονόφθαλμος.
«Μα αν πέσει…» άρχισε να λέει ο πρώτος Κυκλωπιανός, αλλά ο σύντροφός του τον έκοψε πάλι.
«Τότε αυτοί που είναι πάνω θα πέσουν κάτω», απάντησε. «Αλλά εκείνοι που θα περάσουν —και εμείς θα είμαστε οι πρώτοι— θα πάνε στο χωριό και θα φάνε. Το στομάχι μου γουργουρίζει όλη μέρα σήμερα και χτες! Φώναξε λοιπόν, γιατί αλλιώς θα σου χώσω τη γροθιά στο μάτι σου!»
«Τι βλέπετε;» φώναξε ο Κυκλωπιανός που έστεκε στη μέση της γέφυρας.
Ο περίεργος Κυκλωπιανός έριξε μια τελευταία ματιά στις καβίλιες και μετά στον αγριεμένο σύντροφό του. «Γιο-χο!» φώναξε, και ο μονόφθαλμος στη μέση, ανυπομονώντας κι αυτός να φτάσει στην πόλη, δεν έδωσε σημασία στην καθυστέρηση.
Το σήμα έφτασε στον στρατό, που άρχισε να κινείται αμέσως, με τους Κυκλωπιανούς να πυκνώνουν τις τάξεις τους για να χωρέσουν στη γέφυρα.
Κάτω από αυτήν τη γέφυρα, κρυμμένοι μέσα σε μικρά κιβώτια ανάμεσα στα κεντρικά δοκάρια, τρεις νάνοι πήραν βαθιές ανάσες ανακούφισης. Είχαν αφουγκραστεί με αγωνία την αρχική συζήτηση των ανιχνευτών στην άκρη της γέφυρας, αλλά τώρα άκουγαν ικανοποιημένοι τα βήματα των στρατιωτών και τις οπλές των αλογόχοιρων στις σανίδες από πάνω τους. Κρατούσαν από ένα μεγάλο ξύλινο σφυρί ο καθένας, έτοιμοι να ξεκαρφώσουν εκείνες τις αμφιλεγόμενες καβίλιες για να γκρεμίσουν τη γέφυρα, όταν θα έπαιρναν το σήμα.
Πιο κάτω στον νότο, η Σιόμπαν, ο Λούθιεν και οι άλλοι επιδρομείς αναστέναξαν κι αυτοί με ανακούφιση όταν είδαν τον στρατό του Άβον να περνά τη γέφυρα. Ο Λούθιεν έβγαλε το πτυσσόμενο τόξο και το άνοιξε. Οι άλλοι πέρασαν μακριά βέλη στις χορδές τους. Περίμεναν.
Η μισή δύναμη των Κυκλωπιανών είχε περάσει στην άλλη όχθη μαζί με όλο το ιππικό, όμως οι επιδρομείς δεν είχαν ρίξει ακόμη.
Οι γραμμές των μονόφθαλμων αναπτύσσονταν στον δρόμο πλησιάζοντας στο Φέλινγκ Ντάουνς. Οι Κυκλωπιανοί θα έβρισκαν το χωριό άδειο από κατοίκους και από εφόδια. Οι χωρικοί όμως είχαν αφήσει πολλές παγίδες, δόκανα, κι ακόμα κτήρια μουλιασμένα με πετρέλαιο, εφοδιασμένα με τσακμακόπετρες και μέταλλα στα κουφώματα της κάθε πόρτας, ώστε να πιάσουν φωτιά όταν κάποιος Κυκλωπιανός θα έμπαινε μέσα.
Οι επιδρομείς έπρεπε να ενεργοποιήσουν την ενέδρα την κατάλληλη στιγμή. Δεν ήθελαν να παγιδέψουν πάρα πολλούς Κυκλωπιανούς από αυτή την πλευρά της γέφυρας, γιατί θα τους έπαιρνε μερικά λεπτά για να κατεβούν στο ποτάμι και να τους επιτεθούν, ενώ από την άλλη μεριά δεν έπρεπε να περιμένουν τόσο πολύ ώστε να προλάβουν να περάσουν όλοι οι μονόφθαλμοι. Μια ξωτικιά ήταν κρυμμένη σε λιγότερο από εξήντα μέτρα απόσταση από τη γέφυρα, σε μια βαθιά τρύπα κάτω από κάποιο μοναχικό δέντρο. Η δουλειά της ήταν να μετρά τους μονόφθαλμους και να κάνει σήματα, έτσι τώρα ο Λούθιεν με τους άλλους περίμεναν να δουν τη λάμψη του καθρέφτη.
Εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του στρατού είχε πια περάσει, οι μονόφθαλμοι που απέμεναν στην άλλη όχθη ήταν πολύ σίγουροι, με αποτέλεσμα να έχει χαλαρώσει ο σχηματισμός τους. Η Σιόμπαν κοίταξε δεξιά-αριστερά κάνοντας νεύμα με το κεφάλι και τα μεγάλα τόξα τεντώθηκαν περιμένοντας το τελικό σήμα.
Μόλις ο καθρέφτης άστραψε, ο αέρας τραντάχτηκε από τις δονήσεις των χορδών. Ο πρώτος καταιγισμός έπεσε στην απέναντι όχθη, ανατολικά της γέφυρας, ένα μπαράζ από τριακόσια βέλη που είχε σκοπό να εμποδίσει όσους μονόφθαλμους είχαν περάσει ήδη απέναντι, να γυρίσουν πίσω στην άλλη όχθη πριν πέσει η γέφυρα.
Τα θανάσιμα βέλη προκάλεσαν σύγχυση στους Κυκλωπιανούς. Ακούστηκαν ουρλιαχτά και φωνές, ενώ στα νότια ήχησε ένα κέρας.
Πάνω στη γέφυρα είχε ξεσπάσει τέτοιος πανικός, με τους Κυκλωπιανούς να προσπαθούν να αποφασίσουν προς ποια όχθη να τρέξουν, ώστε δεν άκουσαν καν τους χτύπους, όταν οι νάνοι άρχισαν να χτυπούν τις καβίλιες κάτω από τη γέφυρα.
Το δεύτερο μπαράζ ήρθε από τον νότο και αυτή τη φορά χτύπησε τους τριακόσιους Κυκλωπιανούς που είχαν απομείνει στη δυτική όχθη.
Στις τάξεις των μονόφθαλμων ακούστηκαν διαταγές, καθώς οι διοικητές προσπαθούσαν να γυρίσουν τον στρατό για να αντιμετωπίσει τον απρόσμενο εχθρό. Οι Κυκλωπιανοί που ήταν κοντά στη γέφυρα, και από τις δύο όχθες, προσπαθούσαν να κάνουν σχηματισμό βάζοντας δίπλα-δίπλα τις μεγάλες ασπίδες τους για να αποκρούσουν το επόμενο μπαράζ.
Μια ομάδα ιππικού, μια ντουζίνα Κυκλωπιανοί σε αλογόχοιρους, ανάμεσά τους και ο υποδιοικητής Μακρυμανίκης, ανέβηκε καλπάζοντας στη γέφυρα από τα δυτικά. Ήθελαν να περάσουν απέναντι για να αναλάβουν τη διοίκηση της δύναμης που είχε μείνει στην άλλη όχθη.
Δοκάρια βόγγηξαν κι έτριξαν. Ακούστηκε ένας τρομερός κρότος καθώς έσπαζε ο πάγος κάτω από τη γέφυρα και μετά ακολούθησαν παφλασμοί. Η μονάδα του ιππικού βρισκόταν τώρα στη μέση της γέφυρας και οι έφιπποι Κυκλωπιανοί σκόρπιζαν τους πεζικάριους πετώντας μερικούς στο ποτάμι.
Η γέφυρα κατέρρευσε από κάτω τους.
Τώρα όλα τα βέλη από τον νότο ήταν συγκεντρωμένα στους άτυχους Κυκλωπιανούς που είχαν παγιδευτεί στη δυτική όχθη. Κάθε μπαράζ είχε λιγότερα θύματα, καθώς όλο περισσότεροι έπαιρναν θέση στον πυκνό σχηματισμό με τις μεγάλες ασπίδες τους ευθυγραμμισμένες άκρη με άκρη.
Οι επιδρομείς βγήκαν από τις κρυψώνες τους αλαλάζοντας Ελεύθερο Εριαντόρ! και Κάερ Μακντόναλντ!, εκτοξεύοντας τα τελευταία βέλη. Μετά όρμησαν στον εχθρό. Όταν έφτασαν σε απόσταση πέντε-έξι μέτρων, οι Κυκλωπιανοί βγήκαν πίσω από τις ασπίδες ορμώντας κι αυτοί, ανυπομονώντας να πολεμήσουν σώμα με σώμα. Αυτή η τακτική τους ήταν αναμενόμενη όμως, γι’ αυτό οι επαναστάτες αμέσως φρενάρισαν και γονάτισαν εκτοξεύοντας άλλο ένα μπαράζ από βέλη, τούτη τη φορά σχεδόν εξ επαφής.
Αυτός ο τελευταίος καταιγισμός αποδεκάτισε τους Κυκλωπιανούς σκοτώνοντας σχεδόν εκατό στρατιώτες και ρίχνοντας τους υπόλοιπους σε σύγχυση.
Ο Τυφλωτής βγήκε από τη θήκη και ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, με τον πορφυρό μανδύα να ανεμίζει στον πρωινό άνεμο, καθοδήγησε την έφοδο.
Στην άλλη όχθη του ποταμού ο κυκλωπιανός στρατός ούρλιαζε και βλαστημούσε. Μερικοί έριχναν λόγχες, άλλοι βέλη με βαλλίστρες, όμως, σαν μονόφθαλμοι, δεν είχαν σωστή αντίληψη του βάθους, οπότε οι βολές τους, αν και πυκνές, ήταν άστοχες.
Αλλά ο εχθρός ήταν ορατός και οι Κυκλωπιανοί διψούσαν για αίμα. Πολλοί άρχισαν να περνούν με προσοχή από τη γέφυρα πατώντας στα πεσμένα δοκάρια, ενώ άλλοι, υπακούοντας στη διαταγή του τυραννικού διοικητή τους, κατέβηκαν στην όχθη και προσπάθησαν να περάσουν πατώντας πάνω στον πάγο.
Μερικοί έφτασαν ως τη μέση σχεδόν, αλλά ξαφνικά ο πάγος έσπασε με αποτέλεσμα να βρεθούν μέσα στο παγωμένο νερό.
Στη δυτική όχθη η σφαγή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Οι επαναστάτες είχαν μεγάλη αριθμητική υπεροχή, πάνω από δύο προς ένα, αλλά όσοι Κυκλωπιανοί είχαν απομείνει, Πραιτωριανοί Φρουροί όλοι, αρχικά αντιστάθηκαν. Καθώς όμως πέθαιναν όλο περισσότεροι και γινόταν φανερό ότι δεν πρόκειται να έλθει βοήθεια από την άλλη όχθη, ομάδες μονόφθαλμων άρχισαν να το βάζουν στα πόδια προς τα δυτικά, προς την κατεύθυνση από όπου είχαν έλθει, ενώ μέσα τους εύχονταν να μπορούσαν να γυρίσουν τρέχοντας στο Καρλάιλ.
Δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν πολύ όμως. Μόλις στα εκατό μέτρα απόσταση από τη γέφυρα βρήκαν κι άλλους εχθρούς, τις ανεξάρτητες ομάδες των ανταρτών που παρενοχλούσαν την κυκλωπιανή δύναμη από τότε που έφυγε από το Πορτ Τσάρλι.
Οι επαναστάτες από το Κάερ Μακντόναλντ, βλέποντας κι αυτοί την απρόσμενη βοήθεια, πήραν θάρρος, ενώ αντίθετα οι Κυκλωπιανοί έχασαν κι αυτό που τους είχε απομείνει. Και μέσα σε όλα ήταν ο Λούθιεν, που έτρεχε από συμπλοκή σε συμπλοκή, χτυπούσε με τον Τυφλωτή και φώναζε για το Εριαντόρ εμψυχώνοντας τους πολεμιστές του.
Οι Κυκλωπιανοί από την άλλη όχθη του ποταμού, ιδιαίτερα ένας πελώριος, κακομούτσουνος μονόφθαλμος πάνω σε έναν πελώριο, κακομούτσουνο αλογόχοιρο, πρόσεξαν κι αυτοί την Πορφυρή Σκιά. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ φώναξε να του δώσουν μια βαλλίστρα.
Η Σιόμπαν με τα εκατό ξωτικά, που πήραν μέρος στην επιδρομή, απομακρύνθηκαν από την συμπλοκή, όταν έγινε φανερό ότι οι υπόλοιποι Κυκλωπιανοί θα εξοντωθούν εύκολα. Τα ξωτικά πήραν τα τόξα τους, παρατάχθηκαν στη δυτική όχθη και άρχισαν να απαντούν στις άστοχες βολές των μονόφθαλμων. Συγκέντρωσαν κυρίως την προσοχή τους σ’ εκείνους που είχαν πέσει στο ποτάμι ή προσπαθούσαν να περάσουν από την πεσμένη γέφυρα. Τα μισά ξωτικά κάλυψαν τους τρεις θαρραλέους νάνους, που ξεπρόβαλαν μέσα από τα ξύλα και βγήκαν στη δυτική όχθη.
Πολύ γρήγορα η γέφυρα είχε καθαριστεί από μονόφθαλμους, ενώ όσοι ήταν ακόμη ζωντανοί μέσα στο ποτάμι, που ξαφνικά είχε γίνει κόκκινο, γύρισαν και προσπάθησαν να ανεβούν στη δική τους όχθη.
Ο Λούθιεν ήλθε στην όχθη για να σταθεί δίπλα στη Σιόμπαν, με τον Τυφλωτή στο χέρι να στάζει κυκλωπιανό αίμα. Κοίταξε την μισοξωτική δίπλα του — και ξαφνικά έγειραν και οι δύο στο πλάι, καθώς ένα βέλος έσκισε τον αέρα ανάμεσά τους. Κοίταξαν απέναντι, είδαν τον Μπέλσεν’ Κριγκ και κατάλαβαν ότι αυτός ο τεράστιος Κυκλωπιανός τους είχε ρίξει. Ή μάλλον είχε ρίξει στον Λούθιεν. Η βολή δεν ήταν τυχαία.
Τα ξωτικά συνέχισαν το μπαράζ, αλλά οι Κυκλωπιανοί, που δεν δίσταζαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους για να σώσουν το δικό τους τομάρι, τραβήχτηκαν γρήγορα πίσω, ξέροντας ότι δεν μπορούν να αναμετρηθούν με ξωτικά στο τόξο.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ έμεινε στη θέση του ακίνητος πάνω στον αλογόχοιρο. Ο μονόφθαλμος στρατηγός και ο Λούθιεν κοίταζαν επίμονα ο ένας τον άλλο. Οι δυο στρατοί θα συγκρούονταν πολύ γρήγορα, αλλά ξαφνικά ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι οι δύο δυνάμεις, όλοι οι άνθρωποι, οι νάνοι και τα ξωτικά από τη μια πλευρά και όλοι οι Κυκλωπιανοί από την άλλη, δεν ήταν παρά προεκτάσεις των δύο στρατηγών τους. Ξαφνικά, η επικείμενη μάχη για το Μόντφορτ, για το Κάερ Μακντόναλντ, έγινε μια προσωπική μονομαχία.
Η Σιόμπαν έριξε με το τόξο της πριν προλάβει να τη σταματήσει ο Λούθιεν. Το βέλος της, αφού πέρασε πάνω από το ποτάμι, χτύπησε τον Μπέλσεν’ Κριγκ στον ώμο.
Ο Κυκλωπιανός στρατηγός ούτε καν μόρφασε. Χωρίς να πάρει το επίμονο βλέμμα του από τον Λούθιεν, σήκωσε το χέρι κι έσπασε το βέλος. Μετά έκανε ένα βλοσυρό νεύμα, ο Λούθιεν απάντησε με ένα παρόμοιο και ο Μπέλσεν’ Κριγκ στρέφοντας τον αλογόχοιρό του απομακρύνθηκε καλπάζοντας. Πέρασε μέσα από έναν καταιγισμό βελών αλλά, αν κάποιο χτύπησε τον ίδιο ή τον αλογόχοιρο, δεν πρέπει να τους έκανε σημαντική ζημιά.
Ο Λούθιεν έμεινε αμίλητος στην όχθη κοιτάζοντας τον τερατώδη αντίπαλό του. Ο εχθρός είχε γίνει πραγματικός γι’ αυτόν τώρα, πολύ πραγματικός. Το δέος και ο φόβος που ένιωσε όταν είδε για πρώτη φορά την ασημόμαυρη μάζα του στρατού του Άβον, μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο τώρα που είχε δει τον αρχηγό του.
Στη δυτική όχθη η συμπλοκή τελείωσε σε μερικά λεπτά. Οι απώλειες των επιδρομέων ήταν λιγότεροι από ογδόντα άτομα, μόνο πληγωμένοι κυρίως φέροντας τραύματα όχι σοβαρά, ενώ πάνω από τριακόσιοι Κυκλωπιανοί κείτονταν νεκροί στο χιόνι και στη λάσπη.
Μια αδιαμφισβήτητη νίκη για τους επαναστάτες, αλλά καθώς ο στρατός του Άβον απομακρυνόταν προς τη γέφυρα πηγαίνοντας προς το Φέλινγκ Ντάουνς και μετά προς το Κάερ Μακντόναλντ, ο Λούθιεν αναρωτήθηκε αν αυτή η ασήμαντη αψιμαχία θα επηρέαζε την τελική έκβαση της σύγκρουσης.
Αργότερα εκείνο το πρωί ο Όλιβερ και η Κατρίν με τη δύναμη του Πορτ Τσάρλι, που βρισκόταν ακόμη πολλά χιλιόμετρα δυτικά, είδαν τους μαύρους καπνούς στα ανατολικά, καθώς το Φέλινγκ Ντάουνς παραδινόταν στις φλόγες και την οργή του κυκλωπιανού στρατού.
Το θέαμα ήταν γλυκόπικρο, γιατί οι πολεμιστές του Πορτ Τσάρλι είχαν μάθει ήδη από τις ομάδες των ανεξάρτητων ανταρτών ότι η ενέδρα στο Φέλινγκ Ντάουνς είχε πάει καλά. Από την άλλη μεριά όμως οι καπνοί τους θύμιζαν ότι ο πόλεμος δεν θα ήταν χωρίς κόστος, όπως επίσης, σε ένα πιο πρακτικό, άμεσο επίπεδο, ότι είχαν ακόμη μια μεγάλη πορεία μπροστά τους και μια μεγάλη μάχη αμέσως μετά.
Καθώς απλωνόταν το σούρουπο στο Εριαντόρ, ο στρατός του Πορτ Τσάρλι στρατοπέδευσε για τελευταία φορά πριν τη μάχη. Ο Όλιβερ απομακρύνθηκε μόνος του από το στρατόπεδο με τον Θρεντμπέαρ διασχίζοντας τα σκοτεινά χωράφια. Έφτασε σε έναν ψηλό λόφο κι από εκεί είδε τις φωτιές.
Εκατοντάδες φωτιές, χιλιάδες φωτιές, μια αχανής θάλασσα από Κυκλωπιανούς. Ο πολυλογάς Όλιβερ μην έχοντας δει ποτέ του τόσους πολλούς εχθρούς συγκεντρωμένους, άρχισε να φοβάται πολύ, περισσότερο για τον Λούθιεν και τους κατοίκους του Μόντφορτ παρά για τον εαυτό του, γιατί ήξερε πως όσο γρήγορα κι αν προχωρούσαν, όσο νωρίς κι αν έφευγαν, η δύναμη του Πορτ Τσάρλι δεν θα έφτανε στο πεδίο της μάχης παρά μόνο στο τέλος της επόμενης μέρας.
«Ο Λούθιεν θα κροτήσει», ακούστηκε μια φωνή, που ξάφνιασε τον Όλιβερ τόσο πολύ ώστε κόντεψε να πέσει από το άλογό του. Ο Μπριντ’Αμούρ πλησίασε περπατώντας και στάθηκε δίπλα του.
Ο Όλιβερ κοίταξε ταντού γύρω του αλλά, καθώς δεν είδε κανένα άλογο εκεί κοντά, κατάλαβε ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε έρθει με μαγικό τρόπο.
»Ο Λούθιεν θα αντέξει στην πρώτη επίθεση», διαβεβαίωσε ο μάγος, σαν να είχε διαβάσει κάθε σκέψη και ανησυχία του.
Τα λόγια του ήταν μικρή παρηγοριά για τον Όλιβερ, που συνέχισε να κοιτάζει το τεράστιο κυκλωπιανό στρατόπεδο στα νότια κι ανατολικά.
Οι φωτιές των Κυκλωπιανών ήταν ορατές επίσης από τους ψηλούς πύργους του Κάερ Μακντόναλντ και ο Λούθιεν με την Σιόμπαν, ανεβασμένοι στον ψηλότερο πύργο της Μητρόπολης, τις κοίταζαν για πολλή ώρα σιωπηλοί.
Ήξεραν επίσης ότι, εφόσον αυτοί έβλεπαν τις φωτιές, οι πεινασμένοι και εξοργισμένοι Κυκλωπιανοί έβλεπαν κι εκείνοι τα σκοτεινά τείχη του Κάερ Μακντόναλντ.
Εκείνο το βράδυ στην πόλη είχε απλωθεί μια νεκρική σιγή.