8 ΟΠΟΥ ΟΙ ΚΥΡΙΟΙ ΦΕΡΜΕΝ ΡΙΣΑΡ ΚΑΙ ΑΡΜΑΝ ΜΟΝΣΑΡΜΕΝ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΘΡΑΣΟΣ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΟΥΝ ΤΟΝ «ΦΑΟΥΣΤ» ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ» ΑΙΘΟΥΣΑ, ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΠΟΥ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ.

ΟΜΩΣ, το Σάββατο το πρωί, μπαίνοντας στο γραφείο τους οι διευθυντές βρήκαν ένα διπλό γράμμα του Φ. τ. Ο.:

Αγαπητοί διευθυντές,

Θα κρατήσει πολύ ο πόλεμος;

Αν πάντως εξακολουθείτε να επιθυμείτε την ειρήνη, ιδού το τελεσίγραφό μου:

Σας θέτω τους κάτωθι τέσσερις όρους:

1ο Να μου επιστρέψετε το θεωρείο μου· θέλω από δω και μπρος να είναι πάντα στη διάθεση μου.

2ο Ο ρόλος της «Μαργαρίτας», θα ερμηνευτεί απόψε το βράδυ, από την Κριστίν Ντααέ. Μη σας απασχολεί το θέμα της Καρλότας. Απόψε θα είναι άρρωστη.

3ο Μου είναι απαραίτητες οι πιστές υπηρεσίες της μαντάμ Ζιρί, της ταξιθέτριας μου, και ως εκ τούτου απαιτώ την άμεση επαναπρόσληψή της.

4o Πληροφορήστε με, μ' ένα γράμμα σας που μπορείτε να δώσετε στη μαντάμ Ζιρί, αν δέχεστε κι εσείς, όπως και οι προκάτοχοι σας, τους όρους που αναγράφονται στο καταστατικό, σχετικά με το μηνιαίο επίδομά μου. Θα σας πληροφορήσω αργότερα για τον τρόπο με τον οποίο θα παίρνω τα χρήματα.


Αν δεν ικανοποιήσετε τις επιθυμίες μου, απόψε ο Φάουστ θα παιχτεί μέσα σε μια αίθουσα καταραμένη.


Ελπίζω να έγινα κατανοητός, χαίρετε!

Φ.τ.Ο.


«Ε, λοιπόν, αυτός ο τύπος πραγματικά μου δίνει στα νεύρα!… Δεν τον αντέχω!…» ούρλιαξε ο Ρισάρ υψώνοντας εκδικητικά τις γροθιές του κι αφήνοντας τες να πέσουν με θόρυβο πάνω στο γραφείο του.

Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα ο Μερσιέ, ο διαχειριστής.

«Ο Λασενάλ θα ήθελε να δει έναν απ' τους δυο κυρίους. Φαίνεται πως πρόκειται για κάτι επείγον, είναι αναστατωμένος».

«Ποιος είναι ο Λασενάλ;» ρώτησε ο Ρισάρ.

«Είναι ο επικεφαλής των ιπποκόμων σας».

«Πώς; Ο επικεφαλής των ιπποκόμων μου;»

«Μάλιστα, κύριε», εξήγησε ο Μερσιέ… «στην Όπερα υπάρχουν πολλοί ιπποκόμοι και ο κύριος Λασενάλ είναι ο διευθυντής τους».

«Και τι κάνει αυτός ο ιπποκόμος;»

«Έχει την υψηλή ευθύνη του ιπποστάσιου».

«Ποιανού ιπποστάσιου;»

«Μα, του δικού σας κύριε, του ιπποστάσιου της Όπερας».

«Υπάρχει ιπποστάσιο στην Όπερα; Μα την πίστη μου, δεν είχα ιδέα! Και πού βρίσκεται;»

«Στα υπόγεια, από τη μεριά της Ροτόντας. Είναι μια πολύ σημαντική υπηρεσία. Έχουμε δώδεκα άλογα».

«Δώδεκα άλογα! Και τι διάβολο τα κάνουμε;»

«Μα, τα χρησιμοποιούμε στις παρελάσεις της Εβραίας, του Προφήτη κ.λ.π. Χρειαζόμαστε άλογα ειδικά εκπαιδευμένα που να “ξέρουν τα κατατόπια”. Οι ιπποκόμοι έχουν αναλάβει την εκπαίδευση τους. Ο κύριος Λασενάλ είναι πολύ καλός στη δουλειά του. Παλιά, είχε την επίβλεψη των ιπποφορβείων του Φρανκόνι».

«Πολύ ωραία όλ' αυτά,… αλλά τι θέλει από μένα;»

«Δεν ξέρω, κύριε… Πάντως, ποτέ δεν τον έχω ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση».

«Πείτε του να περάσει!…»

Ο κύριος Λασενάλ μπαίνει μέσα. Στο ένα του χέρι κρατά ένα μαστίγιο με το οποίο χτυπά νευρικά τη μια του μπότα.

«Καλημέρα σας, κύριε Λασενάλ», είπε, εντυπωσιασμένος ο Ρισάρ. «Σε τι οφείλουμε αυτήν την τιμή;»

«Κύριε διευθυντά, έρχομαι να σας ζητήσω να διώξετε το ιπποφορβείο».

«Τι είπατε; Θέλετε να διώξω τ' άλογά μας;»

«Δεν πρόκειται για τα άλογα, αλλά για τους ιπποκόμους».

«Πόσους ιπποκόμους έχετε, κύριε Λασενάλ;»

«Έξι!»

«Έξι ιπποκόμους! Δεν είναι κάπως πολλοί;»

«Πρόκειται για θέσεις που δημιουργήθηκαν και μας επιβλήθηκαν από τη γραμματεία των Καλών Τεχνών», παρενέβη ο Μερσιέ. «Είναι κατειλημμένες από προστατευόμενους της κυβέρνησης και, αν μου επιτρέπετε, νομίζω πως…»

«Στα παλιά μου τα παπούτσια η κυβέρνηση!…» είπε δυναμικά ο Ρισάρ. «Για δώδεκα άλογα δε χρειαζόμαστε παραπάνω από τέσσερις ιπποκόμους».

«Έντεκα άλογα!» διόρθωσε ο κύριος Λασενάλ.

«Δώδεκα!» επανέλαβε ο Ρισάρ.

«Έντεκα!» επιμένει ο Λασενάλ.

«Α! μα ο κύριος διαχειριστής μου είπε πως έχετε δώδεκα άλογα!»

«Είχα δώδεκα, μα τώρα μου έχουν μείνει μόνο έντεκα γιατί μου 'κλεψαν τον Σεζάρ!»

Και μ' αυτά τα λόγια ο κύριος Λασενάλ δίνει ένα δυνατό χτύπημα με το μαστίγιο στην μπότα του.

«Μας έκλεψαν τον Σεζάρ!» φώναξε ο διαχειριστής, «το άσπρο άλογο του Προφήτη;»

«Δεν υπάρχουν δυο Σεζάρ!» λέει ξερά ο κύριος Λασενάλ. «Ήμουν δέκα χρόνια στον Φρανκόνι και έχω δει κάμποσα άλογα! Κανένα όμως δεν ήταν σαν τον Σεζάρ! Ο Σεζάρ ήταν μοναδικός… και μας τον έκλεψαν».

«Και πώς έγινε αυτό;»

«Δεν έχω ιδέα! Κανείς δεν ξέρει τίποτα! Γι' αυτό και σας ζήτησα να διώξετε όλους τους ιπποκόμους».

«Καλά, κι οι ιπποκόμοι σας τι λένε;»

«Κουταμάρες… μερικοί κατηγορούν τους κομπάρσους… άλλοι υποστηρίζουν πως τον έκλεψε ο θυρωρός».

«Ο θυρωρός; Μα κόβω το κεφάλι μου γι' αυτόν! είμαι σίγουρος για την εντιμότητά του!» διαμαρτυρήθηκε ο Μερσιέ.

«Επιτέλους, κύριε Λασενάλ», φώναξε ο Ρισάρ, «κάτι θα πρέπει να υποψιάζεστε!…»

«Ναι, πραγματικά, κάτι υποψιάζομαι! Ναι!» δήλωσε ξαφνικά ο κύριος Λασενάλ, «και θα σας το πω. Για μένα δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία». Ο κύριος υπεύθυνος του ιπποστάσιου πλησίασε τους κυρίους διευθυντές και τους ψιθύρισε στ' αφτί: «Το Φάντασμα χτύπησε ξανά!»

Ο Ρισάρ αναπήδησε.

«Α, όχι! και σεις λοιπόν… και σεις!»

«Τι θα πει και γω; Είναι πολύ φυσικό…»

«Μα, πώς είναι δυνατόν! Κύριε Λασενάλ! Πώς είναι δυνατόν, κύριε πρώτε ιπποκόμε…»

«…Αφήστε με να σας πω τι νομίζω, αφού πρώτα σας πω τι είδα…»

«Τι είδατε λοιπόν, κύριε Λασενάλ;»

«Όπως σας βλέπω και με βλέπετε, κύριε, είδα μια μαύρη σκιά καβάλα πάνω σ' ένα άσπρο άλογο που ήταν ίδιος ο Σεζάρ!»

«Καλά και δεν τρέξατε πίσω απ' τ' άσπρο άλογο και τη μαύρη σκιά;»

«Και βέβαια έτρεξα και φώναξα, κύριε διευθυντά, αλλά το 'σκασαν με εκπληκτική ταχύτητα και δεν άργησαν να εξαφανιστούν μέσα στη νύχτα…»

Ο κύριος Ρισάρ σηκώθηκε:

«Εντάξει, κύριε Λασενάλ. Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα… θα κάνουμε λοιπόν μήνυση εναντίον του φαντάσματος…»

«Και θα διώξετε όλους τους ιπποκόμους μου!»

«Μα φυσικά! Χαίρετε κύριε!»

Ο κύριος Λασενάλ χαιρέτησε κι έφυγε.

Ο Ρισάρ άφριζε.

«Κανονίστε το λογαριασμό αυτού του ηλίθιου!»

«Μα, είναι φίλος της κυβέρνησης!» τόλμησε να πει ο Μερσιέ…

«Και παίρνει το απεριτίφ του στον Τορτόνι, παρέα με τους Λαγκρενέ, Σκολ και Περτουιζέ, τον εξολοθρευτή λιονταριών», πρόσθεσε ο Μονσαρμέν. «Θα 'χουμε όλον τον κόσμο εναντίον μας! Θ' αρχίσει να λέει ιστορίες για το φάντασμα, όλος ο κόσμος θα διασκεδάζει σε βάρος μας και θα μας περιγελά! Αν γελοιοποιηθούμε, έχουμε τελειώσει!»

«Εντάξει, ας μη μιλάμε άλλο γι' αυτό…» συμφώνησε ο Ρισάρ που ήδη το μυαλό του έτρεχε αλλού.

Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα. Σίγουρα, ήταν μια στιγμή που την πόρτα αυτή δεν τη φύλαγε ο συνηθισμένος κέρβερος, γιατί είδαν τη μαντάμ Ζιρί που μπήκε μέσα μ' όλη της την άνεση, κρατώντας στο χέρι ένα γράμμα και λέγοντας βιαστικά:

«Συγνώμη, κύριοι, αλλά σήμερα το πρωί έλαβα ένα γράμμα από το φάντασμα της Όπερας. Μου γράφει να έρθω σε σας γιατί έχετε κάτι να μου δώσετε…»

Δεν πρόλαβε ν' αποτελειώσει τη φράση της. Είδε το πρόσωπο του κυρίου Φερμέν Ρισάρ· ήταν κάτι το τρομερό. Ο αξιότιμος διευθυντής της Όπερας ήταν έτοιμος να ξεσπάσει. Η οργή που τον πλημμύριζε, δεν είχε ακόμη αρχίσει να εκδηλώνεται εξωτερικά, μόνο που το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο και τα μάτια του έλαμπαν αγριεμένα. Δεν είπε τίποτα. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Ξάφνου όμως δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κίνηση. Πρώτα, ξεκίνησε το αριστερό του χέρι που άγγιξε την αστεία φιγούρα της μαντάμ Ζιρί και την έκανε να κάνει μισή στροφή και μια τόσο γρήγορη πιρουέτα, που εκείνη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μιαν απελπισμένη κραυγή. Μετά, ήταν το δεξί πόδι, το δεξί πόδι του αξιότιμου διευθυντή που πήγε κι άφησε το αποτύπωμά του πάνω στον μαύρο ταφτά της φούστας της, που, σίγουρα, δεν είχε ποτέ μέχρι τότε αντιμετωπίσει μια τέτοια προσβολή, σ' ένα παρόμοιο μέρος.

Το συμβάν ήταν τόσο ξαφνικό, που όταν η μαντάμ Ζιρί ξαναβρέθηκε στο διάδρομο, τα 'χε εντελώς χαμένα. Ξαφνικά όμως, συνειδητοποίησε τι είχε γίνει και τότε όλη η Όπερα αντήχησε από τις άγριες κραυγές της, τις βίαιες διαμαρτυρίες της και τις κατάρες της. Χρειάστηκε να έρθουν τρεις νεαροί για να την κατεβάσουν στην είσοδο του κτιρίου και δυο αστυφύλακες για να τη βγάλουν στο δρόμο.

Την ίδια ώρα περίπου, η Καρλότα, που έμενε σ' ένα μικρό ξενοδοχείο στην οδό Φομπούρ — Σεντ — Ονορέ, χτυπούσε το κουδούνι για να έρθει η καμαριέρα της και να της φέρει την αλληλογραφία της στο κρεβάτι. Ανάμεσα στα γράμμματα υπήρχε κι ένα ανώνυμο που έγραφε:

«Αν τραγουδήσετε απόψε το βράδυ, προσέξτε μήπως σας συμβεί κάποιο μεγάλο κακό, ακριβώς την ώρα που θα τραγουδάτε… κάτι που θάναι χειρότερο κι απ' το θάνατο».

Αυτή η απειλή ήταν γραμμένη με κόκκινο μελάνι και μ' ένα γραφικό χαραχτήρα δισταχτικό και αδέξιο.

Η Καρλότα, μετά απ' αυτό το γράμμα, δεν είχε πια καμιά όρεξη για πρωινό. Έκανε πέρα το δίσκο με τη ζεστή σοκολάτα που της είχε φέρει η καμαριέρα. Κάθησε στο κρεβάτι και σκεφτόταν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που λάβαινε παρόμοια γράμματα· ποτέ όμως, κανένα, δεν ήταν τόσο απειλητικό.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευε στα χίλια δυο που σκαρφίζεται η ζήλεια κι έλεγε στον κόσμο πως είχε κάποιον κρυφό εχθρό που είχε ορκιστεί να την εξοντώσει. Υποστήριζε πως μηχανορραφούσαν εναντίον της και πως, κάποια απ' αυτές τις μέρες, θα φαινόντουσαν τ' αποτελέσματα της ραδιουργίας. Παρ' όλ' αυτά, πρόσθετε, δεν επρόκειτο να κάνει πίσω.

Η αλήθεια είναι, ότι, αν πραγματικά υπήρχε κάποια μηχανορραφία, αυτή είχε στηθεί από την ίδια την Καρλότα ενάντια στην κακομοίρα την Κριστίν, που δεν υποψιαζόταν τίποτα. Η Καρλότα δεν είχε συγχωρήσει ποτέ την Κριστίν για το θρίαμβο που έκανε όταν την αντικατέστησε.

Όταν έμαθε την εξαιρετική υποδοχή που έγινε στην αντικαταστάτριά της, η Καρλότα έγινε αμέσως καλά από μια βρογχίτιδα. Τα προβλήματα που είχε με τη διεύθυνση της Όπερας ξεπεράστηκαν ως δια μαγείας και δεν έκφρασε ξανά την παραμικρή διάθεση να εγκαταλείψει τη δουλειά της. Μετά από κείνη τη βραδιά, έβαλε όλα της τα δυνατά να «σβύσει» την επιτυχία της ανταγωνίστριάς της, κινητοποιώντας θεούς και δαίμονες για να μην ξαναπάρει η Κριστίν κάποιο ρόλο, που θα της έδινε την ευκαιρία για ένα νέο θρίαμβο. Μερικές εφημερίδες, που είχαν αρχίσει να πλέκουν το εγκώμιο της Κριστίν, σταμάτησαν να γράφουν για την Κριστίν και ασχολιόντουσαν μόνο με την Καρλότα. Τέλος, ακόμα και στο ίδιο το θέατρο, η διάσημη ντίβα μιλούσε περιφρονητικά για την Κριστίν και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να της δημιουργήσει προβλήματα.

Η Καρλότα δεν είχε ούτε καρδιά ούτε ψυχή. Δεν ήταν παρά ένα εργαλείο! Βέβαια, ένα θαυμάσιο εργαλείο! Το ρεπερτόριό της συμπεριλάμβανε το κάθε τι που θα φιλοδοξούσε να τραγουδήσει μια μεγάλη καλλιτέχνιδα. Γνώριζε εξίσου καλά τους γερμανούς δασκάλους, τους ιταλούς και τους γάλλους. Κανείς ποτέ μέχρι τότε δεν είχε ακούσει την Καρλότα να τραγουδά παράφωνα ή να ξεχνάει τα λόγια κάποιου ρόλου από το τεράστιο ρεπερτόριο της. Μ' άλλα λόγια, επρόκειτο για ένα εργαλείο δυναμικό και καλοκουρδισμένο, για ένα εργαλείο αξιοθαύμαστης ακρίβειας. Όμως, κανένας δε θα μπορούσε να πει στην Καρλότα αυτό που ο Ροσσίνι είπε στην Κράους, όταν τραγούδησε γι' αυτόν στα γερμανικά τα «Σκοτεινά Δάση»: «Κορίτσι μου, τραγουδάς με την ψυχή σου, και η ψυχή σου είναι όμορφη!»

Πού ήταν η δική σου ψυχή, ω, Καρλότα, όταν χόρευες στις τρώγλες της Βαρκελώνης; Πού ήταν, όταν αργότερα, στο Παρίσι, τραγούδησες πάνω στις θλιβερές πίστες τα κυνικά κουπλέ του χυδαίου μιούζικ-χολ; Πού ήταν η ψυχή σου, όταν μπρος στους δασκάλους που 'χαν συγκεντρωθεί στο σπίτι κάποιου εραστή σου, έκανες ν' αντηχήσει αυτό το υπάκουο όργανο που το καταπληκτικό του προτέρημα ήταν πως μπορούσε να τραγουδήσει με την ίδια αδιάφορη τελειότητα, ένα μεγαλειώδη έρωτα κι ένα χυδαίο όργιο; Ω, Καρλότα! Αν ποτέ είχες μια ψυχή και την έχασες, θα 'πρεπε να την είχες ξαναβρεί όταν έγινες Ιουλιέτα, Ελβίρα, Οφηλία και Μαργαρίτα! Άλλοι, ξεκίνησαν από πολύ πιο χαμηλά, αλλά με την τέχνη και με τη βοήθεια της αγάπης, εξαγνίστηκαν!

Τελικά, όταν σκέφτομαι όλες αυτές τις μικρότητες και τις κακίες της Καρλότας σε βάρος της Κριστίν Ντααέ, πραγματικά δεν μπορώ να συγκρατήσω το θυμό μου και δε μου φαίνεται διόλου περίεργο που η αγανάκτησή μου εκφράζεται με κάπως γενικές παρατηρήσεις πάνω στην τέχνη γενικά και πάνω στο τραγούδι ειδικότερα, με τις οποίες βέβαια οι θαυμαστές της Καρλότας θα διαφωνήσουν.

Όταν η Καρλότα έπαψε πια να σκέφτεται την απειλή αυτού του παράξενου γράμματος, σηκώθηκε.

«Θα δούμε», είπε… και μ' ένα πολύ αποφασιστικό ύφος πρόφερε μερικές ισπανικές βρισιές.

Το πρώτο πράγμα που είδε κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο ήταν μια νεκροφόρα. Η νεκροφόρα και το γράμμα την έπεισαν πως πραγματικά, εκείνο το βράδυ διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο. Κάλεσε σπίτι όλους τους φίλους της, τους πληροφόρησε πως την απειλούσαν, (χωρίς αμφιβολία επρόκειτο για κάποια μηχανορραφία της Κριστίν Ντααέ) και δήλωσε πως έπρεπε να κατατροπώσουν αυτήν τη μικρή γεμίζοντας την αίθουσα με θαυμαστές της, θαυμαστές της Καρλότας. Μπορούσε να μένει ήσυχη, έτσι δεν είναι; Υπολόγιζε στη βοήθεια τους για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχόμενου και για την πάταξη τυχόν ταραξιών, στην περίπτωση που θα προσπαθούσαν να προκαλέσουν κάποιο σκάνδαλο.

Ο προσωπικός γραμματέας του κυρίου Ρισάρ, που πήγε να μάθει τα νέα για την υγεία της ντίβας, επέστρεψε με τη διαβεβαίωση πως αυτή αισθανόταν θαυμάσια, αλλά και πως, ακόμη κι αν ήταν «του θανατά», θα τραγουδούσε τη Μαργαρίτα. Καθώς ο γραμματέας, εκφράζοντας την επιθυμία των κυρίων του, συμβούλεψε επίμονα την ντίβα ν' αποφύγει κάθε απροσεξία, να μη βγει καθόλου έξω, να φυλάγεται από τα ρεύματα κ.λ.π., κ.λ.π., ήταν αναπόφευκτο να συνδέσει η Καρλότα αυτές τις υπερβολικές κι αναπάντεχες συμβουλές, με τις απειλές του γράμματος.

Ήταν πέντε η ώρα, όταν έλαβε ξανά ένα ανώνυμο γράμμα, με τον ίδιο γραφικό χαραχτήρα. Ήταν σύντομο. Έγραφε: «Είστε συναχωμένη. Κι αν είσασταν λογική, θα καταλαβαίνατε πως είναι μια τρέλα το να θελήσετε να τραγουδήσετε απόψε».

Η Καρλότα χαχάνισε, ανασήκωσε τους υπέροχους ώμους της και τραγούδησε δυο τρεις νότες, πράγμα που την καθησύχασε. Οι φίλοι της κράτησαν την υπόσχεση τους. Ήρθαν όλοι. Μάταια όμως έψαχναν να βρουν τους άγριους συνωμότες που είχαν αναλάβει να κατατροπώσουν. Αν εξαιρούσε κανείς μερικούς «αμύητους», μερικούς έντιμους μπουρζουάδες που τα πράα πρόσωπά τους δεν έκφραζαν καμιά άλλη επιθυμία, εκτός από το να ξανακούσουν μια μουσική που εδώ και πολύν καιρό είχε κερδίσει την επιδοκιμασία τους, όλοι οι άλλοι ήταν οι συνηθισμένοι πιστοί φίλοι της Όπερας, που τα εκλεπτυσμένα τους, ειρηνικά και χρηστά ήθη απέκλειαν κάθε σκέψη για οποιαδήποτε απρεπή εκδήλωση. Το μόνο πράγμα που ήταν αφύσικο εκείνη τη βραδιά ήταν η παρουσία των κυρίων Ρισάρ και Μονσαρμέν στο θεωρείο No 5. Οι φίλοι της Καρλότας σκέφτηκαν πως ίσως οι κύριοι διευθυντές είχαν προειδοποιηθεί για το ενδεχόμενο ενός σκανδάλου και γι' αυτό θέλησαν να βρίσκονται στην αίθουσα έτσι ώστε να μπορέσουν, αν χρειαστεί, να σταματήσουν κάθε εκδήλωση στη γέννηση της. Ωστόσο, επρόκειτο για μια αυθαίρετη υπόθεση, όπως ξέρετε. Το μόνο που σκεφτόντουσαν οι κύριοι Ρισάρ και Μονσαρμέν ήταν το φάντασμα τους.

Τίποτα;… Άδικα ρωτώ, περιμένοντας με αγωνία,

Τη Φύση και τον Δημιουργό.

Καμιά φωνή δε μου ψιθυρίζει,

Μια λέξη παρηγοριάς!…

Την ώρα που ο διάσημος βαρύτονος Κάρολους Φόντα τραγουδούσε το πρώτο κάλεσμα του δόκτορα Φάουστ προς τις δυνάμεις του σκότους, ο Φερμέν Ρισάρ, που καθόταν στη θέση του φαντάσματος — τη δεξιά θέση της πρώτης σειράς — έσκυψε, (με την καλύτερη διάθεση του κόσμου) προς το συνεργάτη του και του είπε:

«Εσύ, άκουσες καμιά φωνή να σου ψιθυρίζει λεξούλες;»

«Ας περιμένουμε! δεν πρέπει να βιαζόμαστε», είπε στον ίδιο ειρωνικό τόνο ο κύριος Αρμάν Μονσαρμέν. «Η παράσταση” μόλις τώρα άρχισε και ξέρεις καλά πως το φάντασμα συνήθως έρχεται στη μέση της πρώτης πράξης».

Η πρώτη πράξη τέλειωσε δίχως να συμβεί τίποτα, πράγμα που δεν ξάφνιασε τους φίλους της Καρλότας, μια που στην πρώτη πράξη η Μαργαρίτα δεν εμφανίζεται καθόλου. Όσο για τους διευθυντές, μόλις κατέβηκε η αυλαία αλληλοκοιτάχτηκαν χαμογελώντας:

«Πάει η μία!» είπε ο Μονσαρμέν.

«Ναι, το φάντασμα καθυστέρησε!» δήλωσε ο Φερμέν Ρισάρ.

Ο Μονσαρμέν, αστειευόμενος πάντα, συνέχισε:

«Η αίθουσα είχε μια πολύ καλή συμπεριφορά, αν αναλογιστεί κανείς πως πρόκειται για μια καταραμένη αίθουσα».

Ο Ρισάρ καταδέχτηκε να χαμογελάσει. Έδειξε στο συνεργάτη του μια αρκετά μπανάλ, συμπαθητική, χοντρή κυρία, ντυμένη στα μαύρα, που καθότανε σε μια πολυθρόνα στη μέση της αίθουσας έχοντας δίπλα της δυο άντρες με συνηθισμένη εμφάνιση και ρεντικότα.

«Μα, τι κόσμος είναι αυτός;» ρώτησε ο Μονσαρμέν.

«Αυτός ο κόσμος, αγαπητέ μου, είναι η θυρωρός μου, ο αδελφός της και ο άντρας της».

«Τους έδωσες εισητήρια;»

«Μα την πίστη μου, ναι!… Η θυρωρός μου δεν είχε πάει ποτέ στην Όπερα… είναι η πρώτη φορά… κι αφού τώρα θα είναι υποχρεωμένη να έρχεται κάθε βράδυ, ήθελα να έχει μια καλή θέση πριν αρχίσει ν' ασχολείται με τις θέσεις των άλλων».

Ο Μονσαρμέν ζήτησε εξηγήσεις και τότε ο Ρισάρ τον πληροφόρησε πως είχε αποφασίσει ν' αντικαταστήσει τη μαντάμ Ζιρί με τη θυρωρό του, στην οποία είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.

«Α! τώρα που αναφέραμε τη μαντάμ Ζιρί», είπε ο Μονσαρμέν, «το ξέρεις πως έχει καταθέσει μήνυση εναντίον σου;»

«Με μάρτυρα ποιον, μήπως το φάντασμα;»

Το φάντασμα! Ο Μονσαρμέν το είχε ξεχάσει σχεδόν ολότελα. Εξάλλου, το μυστηριώδες πρόσωπο, δεν είχε κάνει τίποτα για να θυμίσει την παρουσία του στους κυρίους διευθυντές.

Ξαφνικά, η πόρτα του θεωρείου άνοιξε διάπλατα και φάνηκε έκπληκτος ο διαχειριστής.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησαν κι οι δυο, παραξενεμένοι που έβλεπαν το διαχειριστή σ' ένα τέτοιο μέρος, μια τέτοια στιγμή.

«Συμβαίνει», είπε ο διαχειριστής, «πως οι φίλοι της Κριστίν Ντααέ δημιουργούν φασαρίες σε βάρος της Καρλότας. Η Καρλότα είναι έξω φρενών».

«Τι είναι πάλι αυτή η ιστορία;» είπε ο Ρισάρ συνωφρυομένος.

Εκείνη την ώρα όμως άνοιγε η αυλαία κι ο διευθυντής έκανε νόημα στο διαχειριστή ν' αποσυρθεί.

Όταν έφυγε ο διαχειριστής, ο Μονσαρμέν ψιθύρισε στ' αφτί του Ρισάρ:

«Έχει, λοιπόν, φίλους, η Ντααέ;» ρώτησε.

«Ναι», είπε ο Ρισάρ, «έχει».

«Ποιους;»

Ο Ρισάρ έδειξε με το βλέμμα ένα από τα πρώτα θεωρεία όπου καθόντουσαν δυο άντρες. «Τον κόμη ντε Σανιύ;»

«Ναι, μου 'χει μιλήσει τόσο θερμά για την Ντααέ, που αν δεν ήξερα πως είναι ο φίλος της Σορέλι…»

«Για φαντάσου!…» μουρμούρησε ο Μονσαρμέν. «Και ποιος είναι αυτός ο κατάχλομος νέος άντρας που κάθεται δίπλα του;»

«Είναι ο αδελφός του, ο υποκόμης».

«Θα 'κανε καλύτερα να πάει να κοιμηθεί… μοιάζει άρρωστος».

Η σκηνή αντηχούσε από χαρούμενα τραγούδια. Ένα μεθύσι μουσικής. Ο θρίαμβος της πρόποσης.

Κρασί ή μπίρα Μπίρα ή κρασί

Να γεμίσει το ποτήρι μου!

Φοιτητές, μπουρζουάδες, στρατιώτες, νέα κορίτσια και χαρούμενες κυρίες, λικνίζονταν μπρος στο καπηλειό, κάτω απ' την επιστασία του Θεού Βάκχου. Η Σίμπελ έκανε την εμφάνισή της.

Η Κριστίν Ντααέ ήταν γοητευτική μέσα στη μεταμφίεσή της. Τα δροσερά της νιάτα, η μελαγχολική της χάρη, μάγευαν όλο τον κόσμο. Οι οπαδοί της Καρλότας σκέφτηκαν πως από τον τρόπο που το κοινό θα επευφημούσε την Κριστίν, θα καταλάβαιναν τις διαθέσεις των οπαδών της. Όμως αυτά ήταν μόνο αυθαίρετες υποθέσεις των οπαδών της Καρλότας. Τίποτα το ιδιαίτερο δε συνέβη.

Αντίθετα, μόλις η Μαργαρίτα διέσχισε τη σκηνή και τραγούδησε δυο στροφές απ' το ρόλο της:

Όχι κύριοι, δεν είμαι ούτε δεσποινίς ούτε όμορφη και δεν έχω ανάγκη τη βοήθειά σας! H αίθουσα γέμισε από ηχηρά μπράβο. Αυτό το ξέσπασμα, ήταν τόσο αναπάντεχο και τόσο άχρηστο, που όσοι δεν ήξεραν τι συνέβαινε στα παρασκήνια, αλληλοκοιταζόντουσαν κι αναρωτιόντουσαν τι συνέβαινε. Πάντως, κι αυτή η πράξη ολοκληρώθηκε χωρίς να συμβεί τίποτα το δυσάρεστο. Όλοι σκέφτηκαν πως ό,τι ήταν να συμβεί θα συνέβαινε στην τρίτη πράξη. Μερικοί, που έμοιαζαν νάναι καλύτερα πληροφορημένοι απ' τους άλλους, υποστήριζαν πως το «σκάνδαλο» θα ξεσπούσε στην Κούπα του Βασιλιά της Τυλέ και βιαζόντουσαν να πάνε στην είσοδο των μελών για να ειδοποιήσουν την Καρλότα.

Την ώρα του διαλείμματος, οι διευθυντές εγκαταλείψαν το θεωρείο για να πάνε να μάθουν αυτήν την ιστορία της μηχανορραφίας, που ανάφερε ο διαχειριστής· δεν άργησαν όμως να επιστρέψουν στο θεωρείο τους ανασηκώνοντας τους ώμους και αντιμετωπίζοντας την όλη ιστορία σαν μια ανοησία. Το πρώτο πράγμα που είδαν μπαίνοντας στο θεωρείο ήταν ένα κουτί με εγγλέζικες καραμέλες πάνω στο τραπεζάκι. Ποιος να τις είχε φέρει άραγε; Ρώτησαν τις ταξιθέτριες αλλά καμιά δεν ήξερε τίποτα.

Επέστρεψαν πάλι στο τραπεζάκι και τότε είδαν πλάι στο κουτί με τις καραμέλες ένα ζευγάρι κυάλια. Κοίταξε ο ένας τον άλλον. Δεν είχαν πια καμιά διάθεση να γελάσουν. Στο νου τους ερχόντουσαν όλ' αυτά που τους είχε διηγηθεί η μαντάμ Ζιρί… κι ύστερα… τους φαινόταν πως γύρω τους υπήρχε ένα περίεργο ρεύμα αέρα… Κάθησαν σιωπηλοί, πραγματικά εντυπωσιασμένοι.

Στη σκηνή ήταν ο κήπος της Μαργαρίτας…

Πείτε του τι σκέφτομαι γι' αυτόν Δώστε του τις ευχές μου…

Καθώς τραγουδούσε, κρατώντας το μπουκέτο της από πασχαλιές και τριαντάφυλλα, η Κριστίν, σηκώνοντας το κεφάλι, είδε στο θεωρείο του τον υποκόμη ντε Σανιύ και από κείνη τη στιγμή όλοι πρόσεξαν πως η φωνή της ήταν λιγότερο σταθερή, λιγότερο καθαρή και κρυστάλλινη. Κάτι τι που αγνοούσαν, έκανε το τραγούδι της πιο μουντό, πιο βαρύ… Ήταν κάτι που 'χε να κάνει με φόβο.

«Περίεργη κοπέλα», σχολίασε δυνατά ένας φίλος της Καρλότας που καθόταν κοντά στην ορχήστρα… «Την προηγούμενη φορά ήταν εξαίσια και να σήμερα που τραυλίζει. Δεν έχει καμιά πείρα, καμιά μέθοδο!»

Μόνο σε σας πιστεύω Μιλήστε του εκ μέρους μου.

Ο υποκόμης έκρυψε το κεφάλι στα χέρια του. Έκλαιγε. Πίσω του, ο κόμης δάγκωνε με μανία το μουστάκι του, σήκωνε τους ώμους και έσμιγε τα φρύδια του. Για να εξωτερικεύει ο κόμης, που συνήθως είναι τόσο αξιοπρεπής και ψύχραιμος, με τόσο πολλά συμπτώματα τα συναισθήματα του, θα πρέπει να ήταν έξω φρενών. Και πραγματικά, έτσι ήταν. Είδε τον αδελφό του να επιστρέφει από ένα μυστηριώδες αστραπιαίο ταξίδι σε κατάσταση ιδιαίτερα ανησυχητική. Οι εξηγήσεις που είχε δώσει δεν μπόρεσαν με κανέναν τρόπο να καθησυχάσουν τον κόμη, ο οποίος, καθώς ανησυχούσε και ήθελε να μάθει τι είχε συμβεί, ζήτησε να συναντήσει την Κριστίν Ντααέ. Αυτή όμως, είχε το θράσος να του απαντήσει πως δεν μπορούσε να δεχτεί ούτε αυτόν ούτε τον αδελφό του. Έτσι, υπέθετε φριχτά πράγματα. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει στην Κριστίν πως έκανε τον Ραούλ να υποφέρει, αλλά κυρίως δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον Ραούλ που επέτρεπε στον εαυτό του να υποφέρει εξαιτίας της Κριστίν. Α! Ήταν πέρα για πέρα λάθος του, όταν ενδιαφέρθηκε γι' αυτήν τη μικρή που ο θρίαμβος της παρέμενε ανεξήγητος.

Μακάρι, το άνθος των χειλιών του

Να ήξερε τουλάχιστον να δώσει

Ένα γλυκό φιλί.

«Χάσου, μικρή παμπόνηρη», γκρίνιαξε ο κόμης.

Κι αναρωτήθηκε τι να ήθελε… τι μπορούσε να ελπίζει… Ήταν αγνή, δεν είχε φίλο, ούτε κάποιον προστάτη… αυτός ο Άγγελος του Βορρά θα πρέπει να ήταν πανούργος!

Ο Ραούλ, πίσω απ' τις παλάμες του, που έκρυβαν τα παδικά του δάκρυα, σκεφτόταν συνέχεια το γράμμα που είχε λάβει γυρνώντας στο Παρίσι. Η Κριστίν, αφού το 'χε σκάσει κυριολεκτικά σαν κλέφτρα απ' το Περός, είχε φτάσει πριν απ' αυτόν και του 'στειλε το ακόλουθο γράμμα: «Αγαπημένε, παλιέ μου φίλε, πρέπει να βρείτε το κουράγιο να μη με ξαναδείτε ποτέ πια, να μην μου ξαναμιλήσετε ποτέ πια… αν μ' αγαπάτε λίγο, κάντε το για μένα, για μένα που δε θα σας ξεχάσω ποτέ… αγαπημένε μου Ραούλ. Πάνω απ' όλα, δεν πρέπει να μπείτε ποτέ ξανά στο καμαρίνι μου. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, για σας και για μένα. Η μικρή σας Κριστίν».

Καταιγισμός χειροκροτημάτων… Η Καρλότα εμφανίζεται στη σκηνή.

Η σκηνή του κήπου ξετυλίγεται με τις συνηθισμένες της περιπέτειες.

Όταν η Μαργαρίτα ολοκλήρωσε την άρια του Βασιλιά της Τυλέ, αποθεώθηκε. Το ίδιο συνέβη κι όταν ολοκλήρωσε την άρια με τα κοσμήματα:

Α! πόσο γελώ σαν με βλέπω τόσο όμορφη σ' αυτόν τον καθρέφτη…

Τώρα πια, σίγουρη για τον εαυτό της, σίγουρη για τους φίλους της, σίγουρη για τη φωνή της και την επιτυχία1 της, δε φοβόταν τίποτα. Η Καρλότα έδωσε ολόκληρο τον εαυτό της, με ορμή, με ενθουσιασμό, παραληρώντας σχεδόν. Το παίξιμό της δεν είχε τώρα κανένα κράτημα, καμιά σεμνοτυφία… Δεν ήταν πια η Μαργαρίτα. Ήταν η Κάρμεν. Τη χειροκροτούσαν ολοένα και περισσότερο και το ντουέτο της με τον Φάουστ έμοιαζε να προαναγγέλλει έναν καινούργιο θρίαμβο, όταν, ξαφνικά,… έγινε κάτι τρομερό.

Ο Φάουστ είχε γονατίσει:

Άφησέ με, άφησέ με να θαυμάσω το πρόσωπό σου κάτω από το απαλό φως

που τ' άστρο της νύχτας, σαν μέσα σε σύννεφο, χαϊδεύει την ομορφιά του.

Η Μαργαρίτα απαντούσε:

Ω, ησυχία! Ω, ευτυχία! απερίγραπτο μυστήριο!

Μεθυστική νάρκωση! Ακούω!…

και καταλαβαίνω αυτή τη μοναχική φωνή που τραγουδά μέσ' την καρδιά μου!

Εκείνη τη στιγμή λοιπόν… εκείνη ακριβώς τη στιγμή… κάτι έγινε… κάτι το τρομερό…

…Μονομιάς ολόκληρη η αίθουσα σηκώθηκε όρθια… Στο θεωρείο τους, οι δυο διευθυντές δεν μπορούν να συγκρατήσουν ένα επιφώνημα τρόμου… Οι θεατές κοιταζόντουσαν μεταξύ τους σαν να προσπαθούν να βρουν οι μεν στα βλέμματα των δε την εξήγηση ενός τόσο αναπάντεχου φαινομένου… Το πρόσωπο της Καρλότας εκφράζει ανείπωτο πόνο, τα μάτια της μοιάζουν γεμάτα τρέλα. Η καημένη η γυναίκα είναι όρθια, με το στόμα ακόμη μισάνοιχτο· μόλις έχει τελειώσει το «αυτή η μοναχική φωνή που τραγουδούσε στην καρδιά της…» Το στόμα της μισάνοιχτο, δεν τραγουδούσε πια… Δεν τολμούσε πια να προφέρει ούτε μια λέξη ούτε έναν ήχο…

Γιατί, αυτό το στόμα που είχε φτιαχτεί για την αρμονία, αυτό το επιδέξιο εργαλείο που ποτέ δεν είχε λαθέψει, αυτό το θαυμάσιο όργανο που μπορεί να γεννήσει τις ωραιότερες ηχητικές αρμονίες, τα πιο δύσκολα ακόρντα, τις πιο ανεπαίσθητες ηχητικές αλλαγές, τους πιο ορμητικούς ρυθμούς, θείο, ανθρώπινο όργανο όπου το μόνο που του λείπει είναι η φωτιά τ' ουρανού, γιατί μόνον αυτή μπορεί να χαρίσει την πραγματική συγκίνηση που ανυψώνει τις ψυχές… απ' αυτό το θαυμάσιο στόμα είχε βγει… είχε βγει… ένα βατράχι!

Α! το απαίσιο, αποτρόπαιο, γλοιώδες, εμετικό, σιχαμερό βατράχι!…

Από πού μπήκε; Πώς γραπώθηκε στη γλώσσα της; Τα πίσω του ποδάρια διπλωμένα, για να πηδήσει πιο ψηλά και πιο μακριά· ξάφνου, ξεπετάχτηκε ύπουλα από το λαρύγγι και… κουάξ!

Κουάξ! Κουάξ!… Α! τρομερό κουάξ!

Γιατί, βέβαια, θα πρέπει να καταλάβετε πως μιλάμε για κάποιο βατράχι μεταφορικά. Δεν το βλέπαμε, μα, διάολε! το ακούγαμε! Κουάξ!

Η αίθουσα τα 'χε κυριολεκτικά χαμένα. Ποτέ βάτραχος στις όχθες των βάλτων δεν είχε ξεσκίσει τη νύχτα μ' ένα παρόμοιο, τόσο φριχτό κουάξ.

Σίγουρα, ήταν κάτι που κανείς δεν περίμενε, κανείς δεν μπορούσε να περιμένει. Η Καρλότα δεν μπορούσε να το πιστέψει, δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε στο λαιμό της ούτε στ' αφτιά της. Αν έπεφτε κεραυνός μπροστά της, εκεί πάνω στη σκηνή, θα την ξάφνιαζε λιγότερο απ' αυτό το θορυβώδικο βατράχι που βγήκε απ' το στόμα της…

Και δεν την ντρόπιασε, παρόλο που είναι φυσικό, ένα βατράχι που ξεπηδά απ' το στόμα μιας τραγουδίστριας να την ντροπιάζει πάντα. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που πέθαναν απ' την ντροπή.

Μεγαλοδύναμε Θεέ! Ποιος θα περίμενε κάτι τέτοιο;… Τραγουδούσε τόσο ήσυχα: «Και νιώθω αυτή τη μοναχική φωνή που τραγουδά μέσα στην καρδιά μου!» Τραγουδούσε χωρίς προσπάθεια, όπως πάντα, με την ίδια ευκολία, σαν να 'λέγε: «Καλημέρα σας, κυρία μου, τι κάνετε;»

Βέβαια, δεν μπορούμε ν' αρνηθούμε πως υπάρχουν τραγουδίστριες που το 'χουν πάρει απάνω τους, που κάνουν το λάθος να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους και που η υπεροψία τους τις κάνει να θέλουν να φτάσουν, με την αδύναμη φωνή που τους χάρισε ο Θεός, σε εξαιρετικά ύψη, τραγουδώντας νότες που η ίδια τους η φύση τους απαγορεύει. Τότε, ο Θεός, για να τις τιμωρήσει, τους στέλνει, χωρίς αυτές να το ξέρουν, ένα βατράχι μέσ' στο στόμα, ένα βατράχι, ένα βατράχι που κάνει κουάξ! Όλος ο κόσμος το ξέρει αυτό. Όμως, κανείς δεν μπορεί να δεχτεί πως μια Καρλότα, που μπορούσε να τραγουδήσει τουλάχιστον δύο οκτάβες, μπορούσε να έχει κι ένα βατράχι.

Δεν ήταν δυνατόν να ξεχάσουν τις κορόνες της στο Μαγεμένο Αυλό ή την Ελβίρα στο Δον Ζουάν όπου είχε θριαμβεύσει, τραγουδώντας νότες που δεν μπορούσε να «πιάσει» η συνάδελφός της, ντόνα Άννα. Τι μπορούσε λοιπόν να σημαίνει αυτό το κουάξ; Τι γύρευε λοιπόν ένα κουάξ σ' αυτήν την ήρεμη, ατάραχη, μικρή «μοναχική φωνή που τραγούδαγε μέσ' στην καρδιά της;»

Ήταν κάτι το αφύσικο. Κάποιος της είχε κάνει μάγια. Αυτό το βατράχι βρομούσε. Καημένη, δυστυχισμένη, απελπισμένη, εξουθενωμένη Καρλότα!…

Στην αίθουσα ο θόρυβος γινόταν ολοένα και μεγαλύτερος. Αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί σε κάποιαν άλλη τραγουδίστρια, θα την είχαν γιουχάρει! Όμως, με την Καρλότα δεν ήταν δυνατόν να θυμώσουν. Αυτό που ένιωθαν ήταν συμπόνοια και τρόμος. Ήταν όλοι τόσο ξαφνιασμένοι… λες κι είχαν παρακολουθήσει το σπάσιμο του βραχίονα της Αφροδίτης της Μήλου!… και πάλι, σ' αυτήν την περίπτωση, δε θα είχαν ξαφνιαστεί τόσο… θα είχαν δει το χτύπημα και κάτι θα είχαν καταλάβει…

Αυτό όμως; Αυτό το βατράχι ξεπερνούσε κάθε φαντασία!…

Η ίδια η Καρλότα, γι' αρκετή ώρα αναρωτιόταν αν πραγματικά άκουσε να βγαίνει απ' το στόμα της αυτή η νότα. Μα είχε καμιά σχέση με νότα αυτός ο ήχος; Μπορούσε να ονομαστεί αυτό το πράγμα ήχος; Ένας ήχος εξακολουθεί να έχει κάποια σχέση με τη μουσική — προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως αυτός ο σατανικός ήχος δεν ήταν τίποτα· πως ό,τι συνέβη, ό,τι ακούστηκε, δεν ήταν τίποτ' άλλο από μια ακουστική παραίσθηση και όχι μια εγκληματική προδοσία του φωνητικού της οργάνου…

Κοίταξε χαμένη τριγύρω, αναζητώντας κάποιο καταφύγιο, κάποια προστασία ή μάλλον τη διαβεβαίωση της καθαρότητας της φωνής της. Τα δάχτυλα της, συσπασμένα, ακούμπησαν το λαιμό της με μια κίνηση άμυνας και διαμαρτυρίας! Φαίνεται πως και ο Κάρολους Φόντα ένιωθε πάνω κάτω τα ίδια συναισθήματα. Την κοίταξε με μιαν ανεκδιήγητη έκφραση απορίας στο πρόσωπο. Γιατί, αυτός βρίσκονταν δίπλα της εκείνη τη στιγμή. Δεν την είχε εγκαταλείψει. Ίσως αυτός θα μπορούσε να της εξηγήσει πώς συνέβη τούτο το ανήκουστο πράγμα! Κι όμως όχι! Δεν μπορούσε! Τα μάτια του, αποβλακωμένα, είχαν καρφωθεί στο στόμα της Καρλότας όμοια με τα μάτια των παιδιών στο καπέλο του ταχυδακτυλουργού. Πώς ήταν δυνατόν σ' ένα τόσο μικρό στόμα να χωρέσει ένα τόσο τεράστιο κουάξ;

Όλ' αυτά μαζί, βατράχι, κουάξ, συγκίνηση, τρόμος, θόρυβος της αίθουσας, σάλος πάνω στη σκηνή και στα παρασκήνια — μερικοί κομπάρσοι είχαν κατατρομάξει- όλ' αυτά, που σας περιέγραψα με κάθε λεπτομέρεια, δεν κράτησαν παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα.

Μερικά φριχτά δευτερόλεπτα που φάνηκαν ατέλειωτα, ειδικά εκεί πάνω, στους δύο διευθυντές. Στο θεωρείο No 5, ο Μονσαρμέν και ο Ρισάρ ήταν κάτωχροι. Αυτό το παράδοξο κι ανεξήγητο επεισόδιο τους γέμιζε αγωνία, μια μυστηριώδη αγωνία που μεγάλωνε από το γεγονός πως βρίσκονταν κάτω από την άμεση επιρροή του φαντάσματος.

Είχαν νιώσει την ανάσα του. Τα μαλλιά του κυρίου Μονσαρμέν είχαν κουνηθεί απ' αυτήν την ανάσα… Ο Ρισάρ σκούπισε με το μαντίλι του το ιδρωμένο μέτωπό του… Ναι, ήταν εκεί… γύρω τους… πίσω τους, δίπλα τους, το αισθανόντουσαν χωρίς να το βλέπουν!… Άκουγαν την αναπνοή του… τόσο κοντά τους… τόσο απίστευτα κοντά τους!… Αισθανόμαστε πότε κάποιος είναι παρόν… Τώρα λοιπόν ήξεραν!… Ήταν σίγουροι πως στο θεωρείο ήσαν τρεις… Έτρεμαν… Ήθελαν να φύγουν, να το σκάσουν… Μα δεν τολμούσαν… Δεν τολμούσαν να κάνουν την παραμικρή κίνηση, δεν τολμούσαν ν' αρθρώσουν ούτε μια λέξη που θα έκανε το φάντασμα να καταλάβει ότι ήξεραν πως βρισκόταν κι αυτό εκεί!… Τι άλλο θα γινόταν άραγε; Τι επρόκειτο να συμβεί;

Συνέβη το κουάξ! Το δικό τους διπλό επιφώνημα τρόμου σκέπασε όλους τους άλλους θορύβους της αίθουσας. Ένιωθαν στο έλεος της μανίας του φαντάσματος. Σκυμμένοι πάνω απ' το θεωρείο τους κοιτούσαν την Καρλότα λες και δεν την αναγνώριζαν πια. Αυτή η κολασμένη κόρη είχε δώσει με το κουάξ της το σινιάλο για την καταστροφή. Α! αυτήν την καταστροφή που τόσο φοβόντουσαν! Το φάντασμα τους το 'χε υποσχεθεί! Η αίθουσα ήταν καταραμένη! Τα δυο διευθυντικά τους στήθη λαχάνιαζαν κιόλας κάτω απ' το βάρος της επικείμενης καταστροφής. Ακούστηκε η στριγγιά φωνή του Ρισάρ να λέει στην Καρλότα:

«Συνεχίστε λοιπόν!»

Όμως όχι. Η Καρλότα δεν μπορεί να συνεχίσει… Προσπαθεί να ξαναρχίσει να τραγουδά τους μοιραίους στίχους. Μια τρομαχτική σιωπή ακολούθησε όλη τη φασαρία. Μόνη, η φωνή της Καρλότας γέμισε ηχητικά το χώρο.

Ακούω!… Η αίθουσα ακούει κι αυτή.

…Και καταλαβαίνω αυτή τη μοναχική φωνή (κουάξ) Κουάξ!… που τραγουδά μέσα στην… κουάξ!

Το βατράχι ξανάρχισε.

Στην αίθουσα ξέσπασε τρομερός σάλος. Σωριασμένοι στα καθίσματά τους, οι δυο διευθυντές, δεν τολμούσαν ούτε πίσω τους να στραφούν. Δεν είχαν το κουράγιο. Το φάντασμα πίσω απ' την πλάτη τους γελά. Τελικά, ακούν καθαρά στο δεξί τους αφτί τη φωνή του, την ακατανόμαστη φωνή του, μια φωνή δίχως στόμα, μια φωνή που λέει:

«Απόψε το τραγούδι της θα τα γκρεμίσει όλα!»

Με μια ταυτόχρονη κίνηση, σήκωσαν ψηλά το κεφάλι κι άφησαν μια τρομερή κραυγή. Ο τεράστιος πολυέλαιος ήταν έτοιμος να πέσει πάνω τους υπακούοντας στο κάλεσμα αυτής της σατανικής φωνής. Ο πολυέλαιος έπεφτε, έπεσε κι έγινε χίλια κομμάτια, στη μέση της ορχήστρας, μέσα σε φωνές, στριγγλιές κι αλαλαγμούς. Ήταν κάτι το φοβερό. Όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι να σωθούν. Ο στόχος μου πάντως, δεν είναι να σας κάνω να ξαναζήσετε μια ιστορική στιγμή. Όσοι είναι περίεργοι, μπορούν ν' ανατρέξουν στις εφημερίδες της εποχής. Υπήρξαν πολλοί τραυματίες κι ένας νεκρός.

Ο πολυέλαιος είχε συνθλίψει τη δυστυχισμένη γυναίκα που είχε έρθει για πρώτη φορά στην Όπερα, αυτήν που ο κύριος Ρισάρ προόριζε για αντικαταστάτρια της μαντάμ Ζιρί, της ταξιθέτριας του φαντάσματος. Είχε πεθάνει επιτόπου και την επομένη, μια εφημερίδα κυκλοφόρησε με τον ακόλουθο τίτλο: Διακόσια κιλά πάνω στο κεφάλι μιας θυρωρού! Αυτό αποτέλεσε τον επικήδειό της.

Загрузка...