Τώρα, η φωνή του αστυνόμου ακουγόταν πιο δυνατά. Ζητούσε από το διευθυντή σκηνής να του εξηγήσει πώς λειτουργεί το σύστημα του φωτισμού. Πρέπει λοιπόν, να βρίσκονταν μπρος στο «παιχνίδι του αρμόνιου» ή σε κάποιο από τα εξαρτήματά του. Αντίθετα απ' ό,τι θα πίστευε κανείς, ειδικά όταν μιλάμε για το θέατρο της Όπερας, το «παιχνίδι του αρμόνιου» δεν έχει καμιά σχέση με τη μουσική. Εκείνη την εποχή, χρησιμοποιούσαν τον ηλεκτρισμό μόνο για ορισμένα σκηνικά εφέ και για τα κουδούνια. Το τεράστιο κτίριο και η σκηνή φωτιζόντουσαν με γκάζι και συγκεκριμένα με υγραέριο το οποίο ρύθμιζαν ανάλογα με το φωτισμό που απαιτούσε το κάθε σκηνικό. Αυτό γινόταν με τη βοήθεια ενός ειδικού εργαλείου που ήταν κατασκευασμένο από πολλούς σωλήνες, γι' αυτό και το ονόμασαν «αρμόνιο».
Κοντά στην τρύπα απ' όπου διοχέτευαν το αέριο, υπήρχε μια μικρή καμπίνα για το διευθυντή του φωτισμού. Απ' αυτήν την καμπίνα ο διευθυντής του φωτισμού έδινε οδηγίες στους υπαλλήλους και επέβλεπε το τι γινόταν. Σ' αυτήν την καμπίνα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται ο Μοκλέρ. Μόνο που ο Μοκλέρ δε βρισκόταν στην καμπίνα του και οι υπάλληλοι δεν ήταν στις θέσεις τους.
«Μοκλέρ! Μοκλέρ!»
Η φωνή του διευθυντή σκηνής αντηχούσε τώρα στα υπόγεια πολύ δυνατά. Όμως ο Μοκλέρ δεν απαντούσε.
Είπαμε πριν πως μια μικρή πόρτα άνοιγε κι έβγαινε σε μια μικρή σκάλα που κατέβαινε στο δεύτερο υπόγειο. Ο αστυνόμος την έσπρωξε αλλά η πόρτα δεν άνοιξε: «Για κοιτάχτε! Κοιτάξτε, κύριε διευθυντά, δεν μπορώ ν' ανοίξω αυτήν την πόρτα… είναι πάντα έτσι δύσκολο ν' ανοίξει;»
Ο διευθυντής σκηνής δίνοντας μια δυνατή σπρωξιά με τον ώμο του προσπάθησε ν' ανοίξει την πόρτα. Κατάλαβε πως έσπρωχνε ταυτόχρονα κι ένα ανθρώπινο σώμα που αναγνώρισε αμέσως· δεν μπόρεσε να μην φωνάξει:
«Μοκλέρ!»
Όλοι αυτοί που ακολουθούσαν τον αστυνόμο σε τούτη την επίσκεψή του στο «αρμόνιο», προχώρησαν ανήσυχοι.
«Ο δύστυχος! Είναι νεκρός!» αναστέναξε ο διευθυντής σκηνής.
Όμως ο κύριος Μιφρουά, ο αστυνόμος, που τίποτα δεν μπορεί να τον αιφνιδιάσει, είχε κιόλας σκύψει πάνω από το μεγάλο αυτό σώμα και είπε:
«Όχι, απλά, είναι τύφλα στο μεθύσι!…»
«Πρώτη φορά θα πρέπει να του συμβαίνει κάτι τέτοιο», δήλωσε ο διευθυντής σκηνής.
«Τότε, ίσως του 'δωσαν κάποιο ναρκωτικό… Είναι πολύ πιθανό».
Ο Μιφρουά σηκώθηκε, κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια ακόμα και φώναξε:
«Κοιτάξτε!»
Στη λάμψη ενός μικρού κόκκινου φαναριού είδε στη βάση της σκάλας δυο ακόμη σώματα. Ο διευθυντής σκηνής αναγνώρισε τους βοηθούς του Μοκλέρ… Ο Μιφρουά κατέβηκε, τους εξέτασε.
«Κοιμούνται βαθιά», είπε. «Πολύ περίεργο! Δεν μπορούμε πλέον να αμφισβητούμε την παρέμβαση κάποιου άγνωστου στην καμπίνα του φωτισμού… και προφανώς, αυτός ο άγνωστος ήταν στην υπηρεσία του απαγωγέα!… Μα, τι τρελή ιδέα ν' αρπάξει μια καλλιτέχνιδα επί σκηνής!… Αυτό είναι σίγουρα ριψοκίνδυνο και πολύ δύσκολο… μια πρόκληση!… Φωνάξτε μου το γιατρό του θεάτρου».
Και ο Μιφρουά επανέλαβε:
«Περίεργη, πολύ περίεργη υπόθεση!»
Μετά, γύρισε στο μικρό δωμάτιο και απευθυνόμενος στους άλλους, που ούτε ο Ραούλ ούτε ο Πέρσης μπορούσαν να δουν, ρώτησε:
«Τι έχετε να πείτε για όλ' αυτά, κύριοι; Είσαστε οι μόνοι που δεν έχετε πει τη γνώμη σας. Ωστόσο, δεν μπορεί, θα πρέπει και σεις να 'χετε κάποια άποψη…»
Τότε, ο Ραούλ κι ο Πέρσης είδαν από το κεφαλόσκαλο να εμφανίζονται οι δυο τρομαγμένες σκιές των κυρίων διευθυντών — από κει φαινόντουσαν μόνο οι σκιές τους — και άκουσαν την ταραγμένη φωνή του Μονσαρμέν:
«Κύριε αστυνόμε, εδώ συμβαίνουν πράγματα που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε!»
Οι σκιές τους εξαφανίστηκαν.
«Ευχαριστώ για την πληροφορία, κύριοι», είπε ειρωνικά ο Μιφρουά.
Ο διευθυντής σκηνής όμως, του οποίου το σαγόνι ξεκουραζόταν μέσα στη χούφτα του δεξιού του χεριού, στάση που είναι αναμφισβήτητο δείγμα βαθιάς περισυλλογής, είπε:
«Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κύριος Μοκλέρ κοιμάται μέσ' στο θέατρο. Θυμάμαι πως ένα βράδυ τον είχα βρει να ροχαλίζει στην καμπίνα του, δίπλα στην καπνοθήκη του».
«Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε;» ρώτησε ο κύριος Μιφρουά, ενώ σκούπιζε σχολαστικά τα κρύσταλλα του λορνιόν του, γιατί ο κύριος αστυνόμος ήταν μύωπας, κάτι που μπορεί να συμβεί και στα ωραιότερα μάτια του κόσμου.
«Θεέ μου!…» είπε ο διευθυντής σκηνής «…όχι, δεν έχει περάσει πολύς καιρός… Για σταθείτε!… Ήταν το βράδυ… Μα την πίστη μου… ναι… ήταν το βράδυ, ξέρετε, κύριε αστυνόμε, το βράδυ που ακούστηκε αυτό το διαβόητο κουάξ!…»
«Αλήθεια, ήταν εκείνο το βράδυ που η Καρλότα ξεστόμισε το κουάξ;» Ο κύριος Μιφρουά, αφού ξανάβαλε το ματογυάλι του, κοίταξε επίμονα το διευθυντή σκηνής λες κι ήθελε να διεισδύσει στη σκέψη του.
«Καπνίζει λοιπόν ο Μοκλέρ;…» ρώτησε μ' ένα ανέμελο ύφος.
«Και, βέβαια, κύριε αστυνόμε… Για σταθείτε!… να η καπνοθήκη του, εδώ σ' αυτό το πλακάκι. Α! είναι μεγάλος καπνιστής…»
«Και γω το ίδιο!» είπε ο κύριος Μιφρουά κι έβαλε την καπνοθήκη στην τσέπη του.
Ο Ραούλ και ο Πέρσης, δίχως κανείς ν' αντιληφθεί την παρουσία τους, παρακολούθησαν τη μεταφορά από τους τεχνικούς των τριών σωμάτων. Ο αστυνόμος τους ακολούθησε και ανέβηκε, μαζί μ' όλον τον υπόλοιπο κόσμο πίσω του. Για μερικά λεπτά, εξακολούθησαν ν' ακούνε τα βήματά τους απ' το πλατό.
Όταν έμειναν μόνοι, ο Πέρσης έκανε νόημα στον Ραούλ να σηκωθεί. Ο Ραούλ σηκώθηκε, δίχως ωστόσο να προσέχει τη στάση που του είχε συμβουλέψει ο Πέρσης. Ο Πέρσης του ζήτησε ξανά να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να πυροβολήσει, ό,τι κι αν συμβεί.
«Μα, έτσι κουράζεται το χέρι μου αδίκως!» μουρμούρισε ο Ραούλ «κι όταν θα πυροβολήσω δε θάμαι καθόλου σίγουρος για το τι πυροβολώ!»
«Τότε, μην κρατάτε το όπλο συνέχεια με το ίδιο χέρι!» πρότεινε συμβιβαστικά ο Πέρσης.
«Δεν ξέρω να πυροβολώ με τ' αριστερό!»
Σ' αυτό ο Πέρσης απάντησε με την παρακάτω δήλωση που, οπωσδήποτε, δε στόχευε στο να ξεκαθαρίσει την κατάσταση μέσα στο αναστατωμένο μυαλό του νέου άντρα:
«Το θέμα δεν είναι να πυροβολήσετε με το δεξί η με τ' αριστερό. Το θέμα είναι να έχετε πάντα το ένα σας χέρι έτσι, σαν νάταν έτοιμο να τραβήξει τη σκανδάλη, το μπράτσο μισοτεντωμένο. Όσο για το ίδιο το πιστόλι, τελικά, θα μπορούσατε και να το βάλετε στην τσέπη σας».
Και πρόσθεσε:
«Αυτό πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό, αλλιώς δεν εγγυούμαι πλέον για τίποτα! Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Τώρα, σιωπή κι ακολουθήστε με!»
Βρισκόντουσαν στο δεύτερο υπόγειο. Ο Ραούλ, στο φως μερικών ακίνητων φαναριών που υπήρχαν εδώ και κει, έβλεπε ένα απειροελάχιστο μέρος αυτής της αλλόκοτης, εξαίσιας αβύσσου, που είναι ταυτόχρονα διασκεδαστική σαν παιδικό παιχνίδι και τρομαχτική σαν βάραθρο. Έβλεπε ένα απειροελάχιστο μέρος από τα υπόγεια της Όπερας.
Είναι καταπληκτικά και είναι πέντε.
Ανταποκρίνονται στις σκηνικές ανάγκες. Σ' αυτά τα υπόγεια υπάρχουν όλες οι καταπακτές και τα ανοίγματα που χρειάζονται για να εμφανιστούν ή να εξαφανιστούν τα σκηνικά. Σκαλωσιές που υποβαστάζουν τις διάφορες καταπακτές. Πάσσαλοι φτιαγμένοι από μέταλλο ή από πέτρα, και διάφορα καλούπια σχηματίζουν σειρές σαν φράχτες, που αφήνουν όμως ένα πέρασμα για τα διάφορα σκηνικά τρικ. Όλ' αυτά τα «μηχανήματα» και εργαλεία τα συγκρατούν με σιδερένιους γάντζους, ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής. Τα υπόγεια είναι γεμάτα από τροχαλίες, τάμπουρα και μοχλούς, που χρησιμεύουν για τη μεταφορά μεγάλων σκηνικών ή για τις αλλαγές των σκηνικών και, καμιά φορά, για τις διάφορες εξαφανίσεις των προσώπων της θεατρικής παράστασης. Οι κύριοι Χ., Ψ. και Ω., που έκαναν μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του έργου του Γκαρνιέ, λένε πως χάρη σ' αυτά τα υπόγεια μπορούν να μεταμορφώνονται τα τέρατα σε ωραίους καβαλάρηδες, κι οι φρικαλέες μάγισσες σε γοητευτικές νεράιδες. Ο Σατανάς έρχεται απ' αυτά τα υπόγεια όπου και χάνεται ξανά. Από δω ξεπετιούνται οι φλόγες της Κόλασης, από δω ακούγονται οι χορωδίες των δαιμόνων.
…Και τα φαντάσματα, εδώ κυκλοφορούν σαν στο σπίτι τους…
Ο Ραούλ ακολουθούσε τον Πέρση υπακούοντας κατά λέξη στις συμβουλές του, δίχως να προσπαθεί καν να καταλάβει το νόημά τους… αφού η μόνη του ελπίδα ήταν αυτός.
…Πραγματικά, τι θα έκανε μέσα σ' αυτό το χάος δίχως το σύντροφό του; Θα ήταν αναγκασμένος, κάθε λίγο και λιγάκι να σταματά μπρος στα δοκάρια και τα σκοινιά που θα 'βρίσκε μπροστά του. Θα χανόταν μέσα σ' αυτόν το γιγαντιαίο ιστό αράχνης.
Αλλά, ακόμη κι αν κατάφερνε να τα βγάλει πέρα μ' όλ' αυτά τα σκοινιά και τα εργαλεία, που αδιάκοπα πολλαπλασιαζόντουσαν μπροστά τους, θα κινδύνευε ανά πάσα στιγμή να καταποντιστεί σε κάποια απ' αυτές τις καταπακτές που κάθε τόσο άνοιγαν μπροστά του και που το βλέμμα του δεν μπορούσε καν να υπολογίσει το βάθος τους!
…Κατέβαιναν… Κατέβαιναν κι άλλο…
Τώρα, βρισκόντουσαν στο τρίτο υπόγειο. Η πορεία τους εξακολουθούσε κάθε τόσο να φωτίζεται από κάποιο μακρινό φανάρι…
Όσο πιο πολύ κατέβαιναν τόσο περισσότερες προφυλάξεις έπαιρνε ο Πέρσης… Δε σταματούσε να γυρνά πίσω, προς τον Ραούλ και να του υπενθυμίζει να κρατά την κατάλληλη στάση, δείχνοντάς του πώς ο ίδιος είχε τοποθετημένο το χέρι του, που τώρα ήταν άοπλο, στο ύψος του ματιού, σαν νάταν έτοιμος να πυροβολήσει…
Ξάφνου, μια βροντερή φωνή τους έκανε ν' ακινητοποιηθούν. Κάποιος από πάνω τους ούρλιαζε:
«Να έρθουν αμέσως στο πλατό όλοι οι φύλακες πορτών. Τους ζητά ο κύριος αστυνόμος!»
Άκουσαν βήματα και είδαν σκιές να γλιστρούν μέσ' στη σκιά. Ο Πέρσης είχε τραβήξει τον Ραούλ πίσω από ένα τρίποδο. Είδαν να περνούν κοντά τους, από πάνω τους, γέροντες καμπουριασμένοι από τα χρόνια και τα παμπάλαια φορτία των σκηνικών της Όπερας. Μερικοί, μόλις που μπορούσαν να περπατήσουν… άλλοι, από συνήθεια είχαν σκυμμένη την πλάτη και τα χέρια προτεταμένα, αναζητώντας κάποια πόρτα για να την κλείσουν.
Γιατί, αυτοί οι γέροντες δεν ήταν άλλοι από τους φύλακες των πορτών… Παλιοί εργάτες, ανίκανοι πια για δουλειά, που κάποια φιλάνθρωπη διοίκηση τους λυπήθηκε. Έτσι, τους έκανε «θυρωρούς πορτών» των υπογείων και των ανωγείων… Πηγαινοερχόντουσαν ασταμάτητα πάνω κάτω, κλείνοντας τις πόρτες — γι' αυτό και εκείνη την εποχή τους ονόμαζαν και «κυνηγούς ρευμάτων».
Είναι γνωστό πως τα ρεύματα κάνουν πολύ κακό στη φωνή[5].
Ο Πέρσης κι ο Ραούλ ευχαριστήθηκαν πολύ μ' αυτό το συμβάν, γιατί έτσι γλύτωναν από ανεπιθύμητες συναντήσεις. Βλέπετε, μερικοί απ' αυτούς τους «θυρωρούς», είτε από τεμπελιά είτε από ανάγκη, έμεναν συνέχεια στην Όπερα, ακόμη και τη νύχτα. Δεν ήταν διόλου απίθανο, μέσ' στα σκοτάδια, να σκοντάψουν πάνω τους, να τους ξυπνήσουν κι έπειτα να 'χουν να δίνουν εξηγήσεις. Ευτυχώς, η ανάκριση του κυρίου Μιφρουά προφύλασσε προς το παρόν τους δυο συντρόφους από τέτοια κακά συναπαντήματα.
Όμως, δε χάρηκαν για πολύ τη μοναξιά τους…
Τώρα, άλλες σκιές κατέβαιναν τον ίδιο δρόμο που λίγο πριν είχαν ανέβει οι «θυρωροί των πορτών». Η κάθε μια από αυτές τις σκιές κρατούσε κι από ένα φανάρι… που κουνούσε πέρα δώθε, πάνω, κάτω, εξετάζοντας το γύρω χώρο… Ήταν φανερό πως έψαχναν για κάτι ή για κάποιον.
«Διάβολε!» μουρμούρισε ο Πέρσης… «δεν ξέρω τι ψάχνουν, όμως μπορεί να μας δουν… ας φύγουμε από δω γρήγορα!… Κύριε, μην ξεχνάτε να είστε πάντα σ' επιφυλακή! Έτοιμος να πυροβολήσετε αν χρειαστεί! Λυγίστε λίγο περισσότερο το χέρι σας! Έτσι μπράβο… Το χέρι πρέπει να βρίσκεται στο ύψος του ματιού σαν να είσατε σε μονομαχία και περιμένετε από στιγμή σε στιγμή το σύνθημα για να πυροβολήσετε! Αφήστε λοιπόν το πιστόλι στην τσέπη σας… Γρήγορα, ας κατέβουμε. (Τράβηξε τον Ραούλ μέχρι το τέταρτο υπόγειο)…στο ύψος του ματιού!… Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου!… Ελάτε από δω, απ' αυτή τη σκάλα! (Έφτασαν στο πέμπτο υπόγειο)…Α! κύριε! Τι μονομαχία! Τι μονομαχία!…»
Ο Πέρσης, ανάσανε μόνο όταν έφτασε στο πέμπτο υπόγειο. Τώρα, έμοιαζε να νιώθει κάπως περισσότερο ασφαλής από πριν, τότε που είχαν σταματήσει στο τρίτο υπόγειο, ωστόσο, εξακολουθούσε νάναι πάντα σ' επιφυλακή!…
Ο Ραούλ εντυπωσιάστηκε — και πάλι — δίχως ωστόσο να κάνει κανένα απολύτως σχόλιο, αφού άλλωστε δεν ήταν η καταλληλότερη ώρα για κάτι τέτοιο. Εντυπωσιάστηκε λοιπόν σιωπηλά απ' αυτήν την εκπληκτική αίσθηση αυτοάμυνας που τον διακατείχε και που εκφραζόταν με το να 'χει το πιστόλι στην τσέπη του ενώ ταυτόχρονοι το χέρι του ήταν πάντα έτοιμο να πυροβολήσει λες και κρατούσε το πιστόλι, στο «ύψος του ματιού», θέση αναμονής για το σύνθημα «Πυρ!» στις μονομαχίες της εποχής.
Σχετικά μ' αυτό, ο Ραούλ θυμήθηκε τα λόγια του Πέρση: «Είναι πιστόλια για τα οποία είμαι σίγουρος!»
Του φάνηκε παραπάνω από λογικό ν' αναρωτηθεί: «Τι μπορεί να τον ενδιαφέρει η σιγουριά για ένα πιστόλι που δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει;»
Όμως, ο Πέρσης σταμάτησε τους συλλογισμούς του. Κάνοντάς του νόημα να μείνει στη θέση του, ανέβηκε μερικά σκαλιά στη σκάλα που μόλις είχαν κατέβει. Μετά, πολύ γρήγορα, πήγε κοντά στον Ραούλ.
«Είμαστε ηλίθιοι», του σφύριξε στ' αφτί. «Σύντομα θα ξεφορτωθούμε τις σκιές με τα φανάρια… Είναι οι πυροσβέστες, που κάνουν τη συνηθισμένη τους περιπολία[6]».
Οι δυο άντρες παράμειναν σε στάση αναμονής, τουλάχιστον για πέντε ατελείωτα λεπτά. Μετά, ο Πέρσης τράβηξε και πάλι τον Ραούλ προς τη σκάλα που μόλις είχαν κατέβει. Αλλά, ξαφνικά με μια του κίνηση, τον διέταξε να ξαναμείνει ακίνητος.
…Μπροστά τους κάτι έμοιαζε να ταράζει το σκοτάδι.
«Πέστε μπρούμυτα», ψιθύρισε ο Πέρσης.
Οι δυο άντρες ξάπλωσαν στο δάπεδο.
Μόλις που πρόλαβαν.
…Μια σκιά, που αυτή τη φορά δεν κρατούσε κανένα φανάρι,… απλά μια σκιά περνούσε μέσα στη σκιά.
Πέρασε από δίπλα τους, σχεδόν τους άγγιξε.
Ένιωσαν στα πρόσωπα τους το ζεστό αέρα από το παλτό του… Γιατί, μπόρεσαν να διακρίνουν πως η σκιά φορούσε ένα παλτό που την τύλιγε από την κορφή μέχρι τα νύχια. Στο κεφάλι είχε ένα μαλακό μάλλινο καπέλο.
…Απομακρύνθηκε περπατώντας ξυστά στους τοίχους, στους οποίους, που και που, έδινε καμιά μικρή κλοτσιά.
«Ουφ!» αναστέναξε ο Πέρσης… «τη γλυτώσαμε… Αυτή η σκιά με ξέρει και ήδη μ' έχει πάει δυο φορές στους διευθυντές».
«Είναι κάποιος από την αστυνομία του θεάτρου;» ρώτησε ο Ραούλ.
«Κάποιος πολύ χειρότερος!» απάντησε ο Πέρσης χωρίς να δώσει άλλες εξηγήσεις[7]. «Δε φαντάζομαι νάταν αυτός;»
«Αυτός;… Αν δεν έρθει από πίσω θα δούμε τα χρυσαφένια μάτια του!… Α, έχουμε αυτό το πλεονέκτημα της νύχτας. Όμως, μπορεί και να 'ρθει από πίσω μας… περπατώντας σαν αγρίμι… κι είμαστε χαμένοι αν δεν έχουμε τα χέρια μας έτοιμα πάντα να πυροβολήσουν, στο ύψος του ματιού, μπροστά!»
Ο Πέρσης, δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει για μια ακόμη φορά τη «ντιρεχτίβα» του, όταν μπρος στα μάτια των δύο αντρών εμφανίστηκε μια φανταστική μορφή.
…Μια μορφή πούταν ολόκληρη… ένα πρόσωπο… όχι μόνο δυο χρυσαφένια μάτια… αλλά ένα φλογισμένο πρόσωπο… μια φλεγόμενη μορφή!
Ναι, μια φλεγόμενη μορφή που προχωρούσε σε ανθρώπινο ύψος, αλλά δίχως σώμα!
Αυτή η μορφή ήταν φωτιά.
Έλαμπε, έμοιαζε μέσα στη νύχτα, σαν μια φλόγα με ανθρώπινη μορφή.
«Ω!» έκανε ο Πέρσης μέσα απ' τα δόντια του, «είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω!… Ο πυροσβέστης, λοιπόν, δεν ήταν τρελός! Στ' αλήθεια την είχε δει!… Μα τι είναι αυτή η φλόγα; Δεν είναι αυτός! Όμως δεν αποκλείεται να είναι αυτός που μας τη στέλνει!… Προσοχή!… Προσοχή!… Το χέρι σας πάντα στο ύψος του ματιού! Για όνομα του Θεού!… στο ύψος του ματιού!»
Η φλεγόμενη μορφή, που λες κι έβγαινε απ' την κόλαση, αυτή η δαιμονική φιγούρα, εξακολουθούσε πάντα να προχωρά σε ανθρώπινο ύψος, ασώματη, μπρος στα έκπληκτα μάτια των δυο αντρών…
«Ίσως να μας στέλνει αυτή τη μορφή από μπροστά για να μας αιφνιδιάσει από πίσω… ή απ' τα πλάγια… ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις! Γνωρίζω πολλά από τα κόλπα του… αυτό εδώ όμως! Αυτό εδώ!… Δεν το 'χω μάθει ακόμη!… Ας φύγουμε από δω!… Προληπτικά!… καλύτερα, για κάθε ενδεχόμενο, ας πάρουμε τα μέτρα μας! Το χέρι στο ύψος του ματιού!»
Και μ' αυτά τα λόγια, το 'βαλαν στα πόδια προς το βάθος του μεγάλου υπόγειου διαδρόμου που απλωνόταν μπροστά τους.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα τρεχαλητού, που τους φάνηκε πως κράτησε αιώνες, σταμάτησαν.
«Ωστόσο», λέει ο Πέρσης, «σπάνια έρχεται από δω! Αυτή η πλευρά δεν τον αφορά!… Δεν οδηγεί ούτε στη λίμνη ούτε στην κατοικία της λίμνης!… Όμως, ίσως ξέρει πως βρισκόμαστε στο κατόπι του!… Αν και του έχω υποσχεθεί πως θα τον αφήσω ήσυχο και πως δε θα ασχοληθώ άλλο με τις υποθέσεις του».
Καθώς μιλούσε, γύρισε το κεφάλι του και ο Ραούλ το ίδιο.
Είδαν πως η πύρινη κεφαλή εξακολουθούσε να βρίσκεται πίσω τους. Τους ακολουθούσε… Πρέπει να 'τρεξε κι αυτή κι απ' ό,τι φαίνεται, πιο γρήγορα από κείνους, γιατί τώρα έμοιαζε να βρίσκεται πολύ πιο κοντά τους.
Την ίδια στιγμή, άρχισαν ν' ακούν έναν ήχο, έναν ακαθόριστο ήχο που τους ήταν αδύνατον να καταλάβουν από πού προερχόταν. Απλά συνειδητοποιούσαν πως αυτός ο θόρυβος έμοιαζε να μετακινείται και να πλησιάζει μαζί με τη φλεγόμενη μορφή. Ήταν κάτι σαν τρίξιμο, λες και χιλιάδες νύχια γλιστρούσαν σ' ένα μαυροπίνακα. Ήταν ένας τρομακτικά ανυπόφορος ήχος, σαν κι αυτόν που δημιουργείται όταν η κιμωλία που πιέζεται πάνω στον πίνακα, περιέχει σκληρά πετρώματα.
Υποχωρούσαν συνεχώς, όμως η πύρινη κεφαλή εξακολουθούσε να προχωρά πλησιάζοντάς τους ολοένα και περισσότερο. Τώρα, μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα χαραχτηριστικά της. Τα μάτια ήταν ολοστρόγγυλα και ακίνητα, η μύτη κάπως λοξή και το στόμα μεγάλο, με το κάτω χείλι σε σχήμα ημικύκλιου να κρέμεται. Κάτι σαν τα μάτια, τη μύτη και το χείλι του φεγγαριού, τον καιρό που το φεγγάρι είναι κατακόκκινο σαν αίμα.
Πώς αυτή η κόκκινη σελήνη γλιστρούσε μέσ' στα σκοτάδια σε ανθρώπινο ύψος δίχως να στηρίζεται πουθενά, δίχως σώμα, που έστω να φαίνεται πως τη στηρίζει; Και πώς πήγαινε τόσο γρήγορα, ολόισια, με τα μάτια της ακίνητα, λες καρφωμένα; Κι όλος αυτός ο θόρυβος, αυτό το τρίξιμο, αυτός ο στριγγός ήχος που έσερνε μαζί της, από πού ερχόταν;
Κάποια στιγμή, ο Πέρσης και ο Ραούλ σταμάτησαν να υποχωρούν, επειδή πλέον δεν είχαν πού και κόλλησαν, έγιναν ένα με τον τοίχο, μη ξέροντας τι έμελλε να τους συμβεί εξαιτίας αυτής της ακατανόητης πύρινης φιγούρας και πάνω απ' όλα, εξαιτίας του θορύβου που γινόταν τώρα πιο δυνατός, περισσότερο υπόκωφος, πιο ζωηρός, «πολυάριθμος», γιατί σίγουρα αυτός ο θόρυβος σχηματιζόταν από εκατοντάδες άλλους μικρούς ήχους που μετακινιόντουσαν στο σκοτάδι, κάτω από την πύρινη κεφαλή.
Προχωρά, η πύρινη κεφαλή… νάτην! μαζί με το θόρυβο της!… νάτην δίπλα τους!…
Οι δυο σύντροφοι, που 'χαν γίνει ένα με τον τοίχο, νιώθουν τις τρίχες της κεφαλής τους να σηκώνονται απ' τη φρίκη, επειδή, τώρα πια, ξέρουν από πού έρχονται οι χίλιοι θόρυβοι. Έρχονται όλοι μαζί, κοπαδιαστά, τυλιγμένοι στο σκοτάδι, κατά αμέτρητα βιαστικά μικρά κύματα, πιο γοργά από τα κύματα που πηγαινοέρχονται στην άμμο, καθώς η παλίρροια ανεβαίνει, πιο γοργά από τα μικρά κύματα της νύχτας που. αφρίζουν κάτω απ' το φεγγάρι, κάτω από την πύρινη φεγγαροκεφαλή.
Τα χιλιάδες μικροσκοπικά κύματα περνούν ανάμεσα στα πόδια τους, ανεβαίνουν πάνω τους, ακάθεκτα. Τότε ο Ραούλ και ο Πέρσης δεν μπορούν πια άλλο να συγκρατήσουν τις κραυγές φρίκης, έκπληξης και πόνου. Δεν μπορούν πια να συνεχίσουν να βρίσκονται σ' επιφυλακή με τα χέρια τους στο ύψος των ματιών — στάση μονομαχίας την ώρα της αναμονής του «Πυρ!». — Τα χέρια τους κατεβαίνουν προς τις γάμπες τους για να διώξουν αυτές τις μικρές φωτεινές νησίδες που κυκλοφορούν πάνω σε κάτι μυτερά πράγματα, κύματα γεμάτα ποδαράκια, δόντια και νύχια που γρατζουνάνε.
Μάλιστα. Ο Ραούλ και ο Πέρσης είναι έτοιμοι να λιποθυμήσουν, όπως ακριβώς συνέβη και με τον πυροσβέστη Παπέν. Όμως, εκείνη τη στιγμή η πύρινη κεφαλή, που άκουσε τα ουρλιαχτά τους, στράφηκε προς το μέρος τους και τους μίλησε:
«Ακίνητοι! Τελείως ακίνητοι!… Και, κυρίως, μη με ακολουθήσετε!… Είμαι εγώ! Ο εξολοθρεφτής των ποντικιών!… Αφήστε με να περάσω με τα ποντίκια μου!…»
Και απότομα η πύρινη κεφαλή, ενώ φώτιζε μπροστά της το διάδρομο, εξαφανίστηκε μέσα στα σκοτάδια. Απλό αποτέλεσμα του τρόπου μεταχείρισης του φαναριού από τον εξολοθρεφτή των ποντικιών, λοιπόν. Λίγο πριν, για να μην τρομάξει τα ποντίκια που βρίσκονταν μπροστά του, είχε στρέψει το φως του φαναριού προς το μέρος του, φωτίζοντας έτσι το κεφάλι του. Τώρα, για να μπορέσει να απομακρυνθεί γρηγορότερα φωτίζει το χώρο μπροστά του.,. Έτσι, απομακρύνεται παρασύροντας μαζί του όλα αυτά τα κύματα από ποντίκια που σκαρφαλώνουν, που στριγγλίζουν, που κάνουν χίλιους δυο ανατριχιαστικούς θορύβους.
Ο Πέρσης και ο Ραούλ, ελεύθεροι πια, τρέμοντας ακόμη, ανασαίνουν μ' ανακούφιση.
«Θα 'πρεπε να θυμηθώ. Ο Ερίκ μου είχε μιλήσει για τον εξολοθρεφτή των ποντικιών», είπε ο Πέρσης… «όμως δεν μου είχε πει πως έχει αυτήν την όψη… και είναι και περίεργο πώς δεν τον έχω συναντήσει ποτέ μέχρι τώρα[8]. Α! λίγο έλειψε να πιστέψω πως επρόκειτο ξανά για κάποιο κόλπο του τέρατος!…» αναστέναξε… «Όμως, όχι… Δεν έρχεται ποτέ απ' αυτή τη μεριά!»
«Βρισκόμαστε λοιπόν πολύ μακριά από τη λίμνη, έτσι δεν είναι; Μα, πότε επιτέλους, κύριε, θα φτάσουμε στη λίμνη;… Πάμε να φύγουμε! Πάμε στη λίμνη!… Πάμε γρήγορα στη λίμνη! Κι όταν φτάσουμε εκεί, θα φωνάξουμε, θα βροντήξουμε τους τοίχους, θα ουρλιάξουμε!… Η Κριστίν θα μας ακούσει!… Και αυτός θα μας ακούσει!… Και αφού τον γνωρίζετε θα μιλήσετε μαζί του!»
«Παιδί!» έκανε ο Πέρσης… «Αποκλείεται να μπούμε στην κατοικία της Λίμνης από τη λίμνη».
«Γιατί;»
«Γιατί ακριβώς εκεί είναι που το τέρας έχει προετοιμάσει την άμυνά του… Ακόμη και γω ο ίδιος, ποτέ δεν μπόρεσα να φτάσω στην άλλη όχθη!… στην όχθη όπου βρίσκεται το σπίτι!… Έπρεπε πρώτα να διασχίσω τη λίμνη και, πιστέψτε με, η λίμνη είναι καλά φυλαγμένη!… Φοβάμαι πως όλοι αυτοί που έχουν χαθεί στα υπόγεια της Όπερας, παλιοί τεχνικοί, παλιοί «θυρωροί πορτών» που δεν ξανάδαμε ποτέ, απλά, κάποια στιγμή αποπειράθηκαν να διασχίσουν τη λίμνη… Είναι τρομερό… Παρά λίγο να χαθώ και γω… Αν το τέρας δε με είχε αναγνωρίσει εγκαίρως… Σας δίνω μια συμβουλή, κύριε, μην πλησιάσετε ποτέ στη λίμνη… Και πάνω απ' όλα: βουλώστε τ' αφτιά σας αν τύχει κι ακούσετε τη φωνή της σειρήνας να τραγουδά το Φωνή κάτω από τη λίμνη».
«Μα τότε», είπε ο Ραούλ μέσα σ' ένα παραλήρημα ανυπομονησίας και οργής, «τότε τι κάνουμε εδώ;… Αν εσείς δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για την Κριστίν, αφήστε τουλάχιστον εμένα να προσπαθήσω για χάρη της».
Ο Πέρσης προσπάθησε να ηρεμήσει τον νέον άντρα.
«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να σώσουμε την Κριστίν… πιστέψτε με… δεν είναι άλλος από το να μπούμε σ' αυτό το σπίτι, σ' αυτό το μέρος, δίχως να μας αντιληφθεί το τέρας».
«Μπορούμε να ελπίζουμε κάτι τέτοιο, κύριε;»
«Ε… μα, αν δεν έλπιζα κάτι τέτοιο, δε θα είχα έρθει να σας βρω!»
«Και πώς μπορούμε να μπούμε στην κατοικία της Λίμνης δίχως να περάσουμε από τη λίμνη;»
«Περνώντας από το τρίτο υπόγειο, απ' όπου αναγκαστήκαμε να φύγουμε κακήν κακώς… και όπου θα πρέπει να επιστρέψουμε από αυτό το δρόμο… Πρέπει να σας το πω, κύριε», είπε ο Πέρσης με φωνή αλλαγμένη ξαφνικά… «θα σας πω ποιο ακριβώς είναι το μέρος που πρέπει να πάμε… Είναι ένα μέρος που βρίσκεται ανάμεσα σε ένα τρίποδο και ένα εγκαταλειμμένο σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης, ακριβώς το μέρος που βρέθηκε νεκρός ο Ζοζέφ Μπικέ…»
«Α! Λέτε γι' αυτόν τον επικεφαλής των τεχνικών που βρήκαν κρεμασμένο;»
«Μάλιστα κύριε», πρόσθεσε μ' έναν εντελώς ιδιαίτερο ύφος ο Πέρσης, «μιλάω γι' αυτόν, γι' αυτήν την περίπτωση που δεν μπόρεσαν να βρουν το σχοινί με το οποίο κρεμάστηκε!… Λοιπόν… κουράγιο!… πάμε!… και τοποθετείστε ξανά το χέρι σας στη σωστή θέση, κύριε… Μα, πού βρισκόμαστε;»
Ο Πέρσης άναψε ξανά το φανάρι του. Κατεύθυνε τη φωτεινή δέσμη προς τους δυο διαδρόμους που διασταυρώνονταν στη δεξιά γωνιά και που οι άκρες τους χάνονταν στο άπειρο.
«Πρέπει να βρισκόμαστε», είπε, «στο μέρος που προορίζεται για την αποχέτευση. Δε βλέπω καμιά φωτιά απ' τα καλοριφέρ τριγύρω».
Προχώρησε μπροστά απ' τον Ραούλ, προσπαθώντας να βρει το δρόμο, σταματώντας απότομα κάθε φορά που φοβόταν την εμφάνιση κάποιου υδραυλικού. Μετά, αναγκάστηκαν να σταματήσουν για λίγο, εξαιτίας των αναλαμπών ενός είδους υπόγειου φούρνου, που εκείνη την ώρα έσβυνε. Ο Ραούλ αναγνώρισε τους δαίμονες που η Κριστίν του είχε πει πως είχε δει στη διάρκεια του πρώτου της ταξιδιού, την πρώτη μέρα της αιχμαλωσίας της.
Έτσι, σιγά σιγά, έφταναν στο βάθος της τεράστιας αποθήκης, που βρισκόταν στα έγκατα της γης φτάνει να σκεφτεί κανείς πως είχαν σκάψει τη γη δεκαπέντε μέτρα κάτω από τα στρώματα του νερού, που απλωνόταν παντού σ' αυτό το τμήμα της πρωτεύουσας, και πως θα πρέπει να αφαίρεσαν όλο το νερό. Για να πάρετε μια ιδέα για την ποσότητα του νερού που αντλήθηκε θα πρέπει να φανταστείτε την επιφάνεια του Λούβρου και μιάμιση φορά το ύψος της Παναγίας των Παρισίων. Όλο το νερό συγκεντρώθηκε στη λίμνη.
Εκείνη τη στιγμή, ο Πέρσης άγγιξε έναν τοίχο και είπε:
«Αν δεν κάνω λάθος, αυτός εδώ είναι ένας τοίχος που μπορεί ν' ανήκει στην κατοικία της Λίμνης!»
Χτυπούσε κάποιον τοίχο της αποθήκης. Ίσως είναι χρήσιμο για τον αναγνώστη να γνωρίζει πώς είναι κατασκευασμένοι οι τοίχοι και ο πάτος της αποθήκης.
Για ν' αποφύγουν να έρχονται τα νερά, που περιβάλλουν την κατασκευή, σε άμεση επαφή με τα τοιχώματα υποστήριξης του χώρου όπου φυλάσσονται τροχαλίες, διάφορα εργαλεία, η απαραίτητη ξυλεία, κλειδωνιές, βαμμένα σκηνικά και, γενικά, όλα σχεδόν τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία για τις παραστάσεις, τα οποία πρέπει να προστατεύονται από την υγρασία, ο αρχιτέκτονας πρόβλεψε παντού διπλή κάλυψη.
Γι' αυτήν την εργασία απαιτήθηκε ένας ολόκληρος χρόνος. Ο Πέρσης, τώρα μόλις, είχε χτυπήσει το πρώτο τοίχωμα της εσωτερικής κάλυψης. Για κάποιον που γνωρίζει την αρχιτεκτονική του μνημείου, η κίνηση του Πέρση έμοιαζε να εξυπονοεί πως η μυστηριώδης κατοικία του Ερίκ είχε κατασκευαστεί ακριβώς ανάμεσα στα τοιχώματα της διπλής αυτής κάλυψης, που αποτελείτο από έναν χοντρό τοίχο, ενισχυμένο με πασσάλους, μετά, από έναν τοίχο τούβλινο, μια τεράστια στρώση τσιμέντου κι ακόμη έναν τοίχο, αρκετών μέτρων πάχους.
Στο άκουσμα των λόγων του Πέρση, ο Ραούλ πήγε και κόλλησε πάνω στο τοίχωμα αδημονώντας ν' ακούσει κάτι.
… Όμως δεν άκουσε τίποτα… τίποτα εκτός από κάποια μακρινά βήματα που αντηχούσαν πάνω στο πάτωμα, στο πάνω μέρος του θεάτρου.
Ο Πέρσης έσβυσε το φανάρι του ξανά.
«Προσοχή!» είπε… «προσοχή στο χέρι σας! Και τώρα ησυχία! Θα προσπαθήσουμε να μπούμε στην κατοικία του».
Τον τράβηξε μέχρι τη μικρή σκάλα που μόλις πριν λίγο είχαν κατέβει.
…Ξανανέβηκαν, σταματώντας σε κάθε σκαλοπάτι για ν' αφουγκραστούν μέσ' στη σιωπή και το σκοτάδι…
Έτσι, βρέθηκαν στο τρίτο υπόγειο…
Τότε, ο Πέρσης έκανε νόημα στον Ραούλ να γονατίσει κι έτσι γονατισμένοι και στηριζόμενοι στο ένα τους χέρι — το άλλο ήταν πάντα σε θέση επιφυλακής — έφτασαν στο τοίχωμα που ήταν στο βάθος βάθος.
Πάνω σ' αυτό το τοίχωμα υπήρχε ένα τεράστιος καμβάς από το σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης. …Και, δίπλα σ' αυτό το ντεκόρ, ένα τρίποδο…
Ανάμεσα σ' αυτό το σκηνικό κι αυτό το τρίποδο υπήρχε ίσα ίσα χώρος για ένα ανθρώπινο σώμα.
…Ένα σώμα, που μια μέρα βρήκαν κρεμασμένο… το σώμα του Ζοζέφ Μπικέ.
Ο Πέρσης, πάντα γονατισμένος, σταμάτησε. Αφουγκραζόταν.
Για μια στιγμή φάνηκε να διστάζει και κοίταξε τον Ραούλ' μετά, τα μάτια του στάφηκαν προς τα πάνω, προς το δεύτερο υπόγειο απ' όπου ερχόταν η αδύναμη ανταύγεια κάποιου φαναριού.
Προφανώς, το φως αυτό ενοχλούσε τον Πέρση.
Τέλος, κούνησε το κεφάλι και αποφάσισε.
Γλίστρησε ανάμεσα στο τρίποδο και το σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης.
Ο Ραούλ ήταν όρθιος.
Το ελεύθερο χέρι του Πέρση ψηλάφιζε το τοίχωμα. Ο Ραούλ, για μια στιγμή, τον είδε να σπρώχνει το τοίχωμα όπως παλιότερα είχε σπρώξει τον τοίχο στο καμαρίνι της Κριστίν… Και μια πέτρα υποχώρησε…
Τώρα, στο τοίχωμα υπήρχε μια τρύπα…
Ο Πέρσης έβγαλε το πιστόλι απ' την τσέπη του κι έκανε νόημα στον Ραούλ να τον μιμηθεί. Όπλισε τη σκανδάλη.
Αποφασιστικά, πάντα στα γόνατα, μπήκε στην τρύπα που σχημάτισε η πέτρα υποχωρώντας.
Ο Ραούλ, που ήθελε να περάσει πρώτος, αναγκάστηκε ν' αρκεστεί στο να τον ακολουθήσει.
Η τρύπα ήταν πάρα πολύ στενή. Ο Πέρσης σταμάτησε σχεδόν αμέσως. Ο Ραούλ τον άκουγε που ψηλάφιζε την πέτρα γύρω του. Μετά, έβγαλε ξανά το φανάρι του κι έσκυψε μπροστά, εξέτασε κάτι από κάτω του κι αμέσως έσβυσε το φανάρι. Ο Ραούλ τον άκουσε να του λέει:
«Θα χρειαστεί ν' αφεθούμε να κυλήσουμε μερικά μέτρα, χωρίς θόρυβο. Βγάλτε τα μποτίνια σας».
Ο Πέρσης ήδη έβγαλε τα δικά του. Έδωσε τα παπούτσια του στον Ραούλ.
«Αφήστε τα από την άλλη μεριά του τοίχου… Θα τα πάρουμε στην επιστροφή[9]».
Προχώρησε λίγο. Μετά — πάντα γονατισμένος — γύρισε εντελώς και βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τον Ραούλ. Του είπε:
«Θα κρεμαστώ με τα χέρια μου από την άκρη της πέτρας και ύστερα θα αφεθώ να πέσω μέσα στο σπίτι του. Μετά, θα κάνετε κι εσείς ακριβώς το ίδιο. Μη φοβάστε: Θα σας πιάσω εγώ».
Ο Πέρσης έκανε όλ' αυτά που είχε πει. Από κάτω του ο Ραούλ άκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο που προφανώς προκλήθηκε από το πέσιμο του Πέρση. Ο νέος άντρας φοβήθηκε μήπως αυτός ο θόρυβος προδώσει την παρουσία τους.
Πάντως, πολύ περισσότερο από το θόρυβο, η απουσία κάθε θορύβου ήταν αυτό που έκανε τον Ραούλ να νιώθει φριχτή αγωνία. Μα πώς ήταν δυνατόν! Σύμφωνα με τον Πέρση βρισκόντουσαν μέσα στους ίδιους τους τοίχους της κατοικίας της Λίμνης κι όμως, δεν άκουγαν τίποτα που να προδίδει την παρουσία της Κριστίν!… Ούτε μια φωνή! Ούτε ένα κάλεσμα σε βοήθεια!… Ούτε έναν αναστεναγμό!… Μεγαλοδύναμε Θεέ! Μήπως λοιπόν ήταν κιόλας πολύ αργά;…
Ακουμπώντας με τα γόνατά του στο τοίχωμα, αγκιστρωμένος με τα νευρικά του δάχτυλα στην πέτρα, ο Ραούλ, με τη σειρά του, αφέθηκε κι αυτός να πέσει.
Μόλις έπεσε, άκουσε κάποιον να 'ρχεται προς το μέρος του.
«Εγώ είμαι!» είπε ο Πέρσης, «ήσυχα!»
Έμειναν ακίνητοι κι αφουγκράστηκαν…
Ποτέ το σκοτάδι γύρω τους δεν ήταν τόσο βαθύ όσο τώρα… Ποτέ η σιωπή δεν ήταν τόσο βαθιά και τόσο απειλητική όσο τώρα…
Ο Ραούλ βύθιζε τα νύχια του στα χείλη του για να μην ουρλιάξει: «Κριστίν! Εγώ είμαι! Ήρθα… Απάντησε μου Κριστίν… για όνομα του Θεού… αν δεν είσαι νεκρή, Κριστίν, απάντησε μου!…»
Τελικά, ο Πέρσης ξανάναψε το φανάρι του. Φώτισε πάνω απ' τα κεφάλια τους, στο τοίχωμα, ψάχνοντας για την τρύπα απ' όπου είχαν περάσει και δεν μπορούσαν πια να ξαναβγούν…
«Ω!» είπε… «φαίνεται πως η πέτρα ξανάκλεισε μόνη της».
Η φωτεινή δέσμη του φαναριού κατέβηκε κατά μήκος του τοίχου, ως το δάπεδο.
Ο Πέρσης έσκυψε και μάζεψε κάτι, ένα είδος νήματος που εξέτασε για ένα δευτερόλεπτο και μετά πέταξε μακριά με φρίκη.
«Το νήμα του Πεντζάμπ!» μουρμούρισε.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Ραούλ.
«Αυτό», απάντησε ο Πέρσης ανατριχιάζοντας, «αυτό εδώ μπορεί κάλλιστα να είναι το σκοινί του κρεμασμένου, που μάταια τόσον καιρό αναζητούσαν!…»
Η αγωνία τον κατέλαβε ξανά. Βιαστικά, κατεύθυνε το φως του φαναριού πάνω στους τοίχους… Έτσι, φώτισε, πράγμα πολύ παράξενο, έναν κορμό δέντρου, που έμοιαζε ακόμη ολοζώντανος, μ' όλα του τα φύλλα… Τα κλαδιά αυτού του δέντρου υψώνονταν κατά μήκος του τοιχώματος και έφταναν μέχρι το ταβάνι.
Επειδή το φως του φαναριού ήταν πολύ αδύναμο, τους ήταν πολύ δύσκολο να έχουν μια σωστή αίσθηση του χώρου… έβλεπαν ένα μέρος από τα κλαδιά… μετά μερικά φύλλα… μερικά άλλα… και δίπλα, δε διέκριναν απολύτως τίποτα… τίποτα εκτός από τη φωτεινή δέσμη που έμοιαζε να φωτίζει μόνο τον εαυτό της… Ο Ραούλ γλίστρησε το χέρι πάνω σ' αυτό το τίποτα, πάνω σ' αυτήν τη φωτεινή λουρίδα…
«Κοίτα!» είπε… «ο τοίχος… είναι ένας καθρέφτης!»
«Ναι! Ένας καθρέφτης!» είπε ο Πέρσης φανερά ταραγμένος και πρόσθεσε, περνώντας το χέρι που κρατούσε το πιστόλι πάνω στο ιδρωμένο μέτωπό του:
«Πέσαμε στο δωμάτιο των βασανιστηρίων».