18 Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΕΡΓΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΜΑΝΑΣ

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ φράση του Μονσαρμέν έκφραζε μ' έναν τρόπο πολύ ξεκάθαρο τις υποψίες του για τον Ρισάρ. Μετά από θυελλώδεις εξηγήσεις, ο Ρισάρ κατάληξε πως από δω και στο εξής θα υπόκυπτε σε όλες τις επιθυμίες του Μονσαρμέν, με στόχο ν' ανακαλύψουν αυτόν τον άθλιο που τους κορόιδευε.

Έτσι, φτάνουμε στη στιγμή του «διαλείμματος του κήπου», στη στιγμή που ο κύριος Ρεμί, ο γραμματέας, που τίποτα δεν του ξεφεύγει, παρατήρησε την παράξενη συμπεριφορά των διευθυντών του. Από δω και μπρος, τίποτα δε θα 'ναι ευκολότερο από να εξηγήσουμε τις τόσο παράξενες και κυρίως τόσο αταίριαστες με τη διευθυντική αξιοπρέπεια συμπεριφορές των κυρίων Ρισάρ και Μονσαρμέν.

Η συμπεριφορά τους είχε σφραγιστεί από την αποκάλυψη που τους έγινε. 1ο) Εκείνο το βράδυ, ο Ρισάρ έπρεπε να επαναλάβει ακριβώς τις κινήσεις που είχε κάνει την πρώτη φορά που εξαφανίστηκαν τα είκοσι χιλιάδες φράγκα. 2ο) Ο Μονσαρμέν δεν έπρεπε να χάσει λεπτό από τα μάτια του την πίσω τσέπη του Ρισάρ όπου η μαντάμ Ζιρί επρόκειτο να βάλει τα δεύτερα είκοσι χιλιάδες φράγκα.

Έτσι, ο κύριος Ρισάρ πάει και κάθεται στην ίδια ακριβώς θέση που βρέθηκε όταν χαιρέτησε το δεύτερο γραμματέα του Κράτους στη Σχολή Καλών Τεχνών, έχοντας δυο βήματα πίσω του τον κύριο Μονσαρμέν.

Η μαντάμ Ζιρί περνά, ακουμπά τον κύριο Ρισάρ, αφήνει τα είκοσι χιλιάδες φράγκα στην πίσω τσέπη του διευθυντή της κι εξαφανίζεται…

Ή μάλλον, την εξαφανίζουν. Εκτελώντας τη διαταγή του Μονσαρμέν, ο Μερσιέ κλειδώνει την καλή αυτή γυναίκα στα γραφεία της διοίκησης. Έτσι, η γριά δε θα μπορέσει να επικοινωνήσει με το φάντασμα της. Η καημένη η γυναίκα άφησε να την κάνουν ό,τι θέλουν… γιατί, η μαντάμ Ζιρί είναι πια μια ξεπουπουλιασμένη μορφή, που τα 'χει χαμένα απ' το φόβο της, με τα κοτίσια μάτια της ορθάνοιχτα κάτω από ένα αναστατωμένο λοφίο, με τ' αφτιά της τεντωμένα για ν' ακούσει τα βήματα του αστυνομικού που την απείλησαν πως θα έρθει να τη συλλάβει, μια γυναίκα που οι αναστεναγμοί της μπορούν να ραγίσουν ακόμη και τις κολόνες της μεγάλης σκάλας.

Στο μεταξύ, όλη αυτή την ώρα, ο κύριος Ρισάρ σκύβει, υποκλίνεται, χαιρετά, περπατά οπισθοχωρώντας, λες κι έχει συνέχεια μπροστά του αυτόν τον παντοδύναμο υπάλληλο, το δεύτερο γραμματέα του Κράτους της Σχολής Καλών Τεχνών… Όμως, ενώ όλες αυτές οι υπερβολικές ευγένειες δε θα προκαλούσαν καμιά εντύπωση στην περίπτωση που όντως βρισκόταν μπροστά στον κύριο Ρισάρ ο κύριος δεύτερος γραμματέας κ.λπ… προκάλεσαν τεράστια εντύπωση και πάμπολλα σχόλια, αφού μπροστά στον κύριο Ρισάρ δεν υπήρχε απολύτως κανένας.

Ο κύριος Ρισάρ, χαιρετούσε στα τυφλά… υποκλινόταν στο κενό… και οπισθοχωρούσε μπρος στο τίποτα…

…Μερικά βήματα πιο κει, ο Μονσαρμέν έκανε τα ίδια… και χειρότερα,…σπρώχνοντας τον κύριο Ρεμί, παρακαλώντας τον πρεσβευτή της Μπορντερί και τον κύριο διευθυντή της Τράπεζας Πίστεως να «μην αγγίξουν τον κύριο διευθυντή».

Ο Μονσαρμέν, που είχε την άποψή του, δεν έδωσε καμιά σημασία σ' αυτό που πριν λίγο του είπε ο Ρισάρ: «Ίσως είναι ο πρεσβευτής, ή ο διευθυντής της Τράπεζας ή ακόμη ο κύριος Ρεμί, ο γραμματέας».

Πολύ περισσότερο που την πρώτη φορά που έγινε η ιστορία με τα είκοσι χιλιάδες φράγκα, ο Ρισάρ, όπως άλλωστε παραδέχτηκε κι ο ίδιος, δεν είχε βρεθεί κοντά σε κανέναν άλλον εκτός από τη μαντάμ Ζιρί. Γιατί λοιπόν, αφού έπρεπε να επαναληφθούν ακριβώς οι ίδιες κινήσεις, να πλησίαζε κάποιον σήμερα;

Αφού πρώτα χαιρέτησε οπισθοχωρώντας, ο Ρισάρ εξακολούθησε να περπατά μ' αυτόν τον τρόπο, προληπτικά… μέχρι το διάδρομο της διοίκησης… Έτσι, ο Μονσαρμέν μπορούσε να τον παρακολουθεί συνέχεια από πίσω, ενώ ο ίδιος να παρακολουθεί συνέχεια αυτούς που τον πλησίαζαν από μπροστά.

Όπως ήταν φυσικό, αυτός ο νέος τρόπος βαδίσματος που είχαν υιοθετήσει οι διευθυντές της εθνικής Ακαδημίας της μουσικής, δεν πέρασε απαρατήρητος.

Σχολιάστηκε.

Ευτυχώς για τους κυρίους Ρισάρ και Μονσαρμέν, που τη στιγμή αυτής της τόσο περίεργης σκηνής σχεδόν όλες οι «μικρές» μπαλαρίνες απουσίαζαν.

Σίγουρα, η περίεργη συμπεριφορά τους, θα είχε βρει μεγάλη απήχηση στις μικρές…όμως, αυτοί δε σκέφτονταν άλλο πέρα από τα είκοσι χιλιάδες φράγκα τους.

Όταν έφτασαν στο μισοσκότεινο διάδρομο της διοίκησης, ο Ρισάρ είπε με σιγανή φωνή στον Μονσαρμέν:

«Είμαι σίγουρος πως δε μ' άγγιξε κανείς… τώρα, καλύτερα να πας να σταθείς μακριά μου και να με παρακολουθείς κρυμμένος μέχρι να φτάσω στο γραφείο μου… δεν πρέπει να μας πάρει είδηση κανείς και μεις θα δούμε τι θα γίνει».

Αλλά, ο Μονσαρμέν διαφωνεί:

«Όχι Ρισάρ, όχι!… Προχώρα μπροστά… και γω θα περπατήσω ακριβώς πίσω σου! Δεν πρόκειται να σ' αφήσω ούτε βήμα!»

«Έτσι όμως, δε θα μπορέσουν ποτέ να μας κλέψουν τα είκοσι χιλιάδες φράγκα!»

«Το ελπίζω!» δηλώνει ο Μονσαρμέν.

«Μα τότε, αυτά που κάνουμε δεν έχουν κανένα νόημα!»

«Κάνουμε ακριβώς ό,τι κάναμε και την προηγούμενη φορά… Την προηγούμενη φορά σε συνάντησα καθώς έβγαινες απ' το πλατό, στη γωνία του διαδρόμου… και σε ακολούθησα από κοντά».

«Πραγματικά, έτσι είναι!» αναστενάζει ο Ρισάρ κουνώντας το κεφάλι και υπακούοντας παθητικά στον Μονσαρμέν.

Δυο λεπτά αργότερα, οι δυο διευθυντές κλειδώθηκαν στο γραφείο.

Κλείδωσε ο ίδιος ο Μονσαρμέν.

«Έτσι έγινε και την προηγούμενη φορά, μείναμε κλεισμένοι στο γραφείο μέχρις ότου έφυγες από την Όπερα για να γυρίσεις σπίτι σου».

«Έτσι είναι! Καλά, και δε μας ενόχλησε κανείς;».

«Κανείς».

«Τότε», αναρωτήθηκε ο Ρισάρ που προσπαθούσε να θυμηθεί τι ακριβώς είχε γίνει, «τότε σίγουρα θα πρέπει να με κλέψανε στη διαδρομή από την Όπερα ως στο σπίτι μου…»

«Όχι!» είπε μ' ένα αυστηρό ύφος ο Μονσαρμέν. «Αυτό αποκλείεται., γιατί απλούστατα εγώ σε πήγα σπίτι σου με την άμαξα μου. Τα είκοσι χιλιάδες φράγκα εξαφανίστηκαν στο σπίτι σου …τώρα πια είμαι σίγουρος γι' αυτό».

Αυτή ήταν η άποψη που είχε διαμορφώσει ο Μονσαρμέν.

«Μα, αυτό είναι απίστευτο!» διαμαρτυρήθηκε ο Ρισάρ… «είμαι σίγουρος για τους υπηρέτες μου!… και τέλος πάντων, αν κάποιος τα 'χε πάρει θα είχε εξαφανιστεί…»

Ο Μονσαρμέν ανασήκωσε τους ώμους, πράγμα που σήμαινε πως δεν τον απασχολούσαν οι λεπτομέρειες.

Σ' αυτό το σημείο όμως, ο Ρισάρ βρίσκει πως ο Μονσαρμέν έχει αρχίσει να το παρατραβά.

«Μονσαρμέν, αρκετά!» «Ρισάρ, καθόλου αρκετά!» «Τολμάς να με υποψιάζεσαι;»

«Ναι, σε υποψιάζομαι ως αυτουργό ενός ελεεινού αστείου!»

«Δεν αστειεύεται κανείς με είκοσι χιλιάδες φράγκα!»

«Αυτό νομίζω και γω!» δηλώνει ο Μονσαρμέν ξεδιπλώνοντας μια εφημερίδα και βυθιζόμενος πεισματάρικα στο διάβασμα.

«Μα τι κάνεις; Τώρα βρήκες την ώρα να διαβάσεις εφημερίδα;»

«Ναι, Ρισάρ, θα διαβάσω την εφημερίδα μου μέχρι να 'ρθει η ώρα να σε πάω σπίτι σου».

«Όπως την προηγούμενη φορά;»

«Όπως την προηγούμενη φορά».

Ο Ρισάρ αρπάζει την εφημερίδα από τα χέρια του Μονσαρμέν. Ο Μονσαρμέν σηκώνεται έξω φρενών. Αντικρύζει έναν απελπισμένο Ρισάρ, που του λέει, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος (στάση αλαζονικής πρόκλησης, από καταβολής κόσμου):

«Ε, να λοιπόν», λέει ο Ρισάρ, «να, τι σκέφτομαι. Σκέφτομαι αυτό που θα μπορούσα να σκεφτώ· μια που την προηγούμενη φορά, αφού πέρασα τη βραδιά τετ α τετ μαζί σου, και μια που εσύ με πήγες σπίτι μου, ίσως σήμερα, όταν μ' αφήσεις στην πόρτα του σπιτιού μου, διαπιστώνω πως τα είκοσι χιλιάδες φράγκα έχουν κάνει φτερά… όπως την προηγούμενη φορά».

«Και τι λοιπόν θα μπορούσες να σκεφτείς;», ρώτησε ο Μονσαρμέν κατακόκκινος.

«Θα μπορούσα να σκεφτώ πως, αφού δεν έφυγες λεπτό από δίπλα μου και πως αφού, σύμφωνα με την επιθυμία σου, ήσουν ο μόνος που με πλησίασες, όπως άλλωστε συνέβη και την προηγούμενη φορά, θα μπορούσα να σκεφτώ πως, αν τα είκοσι χιλιάδες φράγκα κάνουν φτερά από την τσέπη μου, δεν είναι διόλου απίθανο να βρεθούν στη δική σου!»

Ο Μονσαρμέν, στο άκουσμα αυτού του συλλογισμού, τινάχτηκε απάνω.

«Ω!», φώναξε, «μια παραμάνα!».

«Τι τη θέλεις την παραμάνα;»

«Θα κλείσω την τσέπη σου με μια παραμάνα!… Μια παραμάνα!… Θέλω μια παραμάνα!».

«Θέλεις να κλείσεις την τσέπη μου με μια παραμάνα;»

«Ναι, να κλείσω τα είκοσι χιλιάδες φράγκα!… Έτσι, είτε βρισκόμαστε εδώ είτε στη διαδρομή ως στο σπίτι σου, δεν μπορεί παρά να το καταλάβεις αν κάποιος πάει να σου πάρει κάτι απ' την τσέπη σου… και θα δεις αν είμαι εγώ… Α! ώστε λοιπόν, τώρα είσαι εσύ που με υποψιάζεσαι…θέλω αμέσως μια παραμάνα!»

Τότε είναι που Μονσαρμέν άνοιξε την πόρτα φωνάζοντας:

«Μια παραμάνα! ποιος θα μου δώσει μια παραμάνα;»

Εμείς ξέρουμε πώς ο κύριος Μονσαρμέν υποδέχτηκε τον κύριο Ρεμί, το γραμματέα, που δεν είχε παραμάνα και πως εκείνη τη στιγμή ένα παιδί του γραφείου έφερε την πολυπόθητη παραμάνα.

Να, τι έγινε μετά:

Ο Μονσαρμέν, αφού έκλεισε την πόρτα, γονάτισε πίσω από τον Ρισάρ.

«Ελπίζω», είπε, «πως τα είκοσι χιλιάδες φράγκα βρίσκονται πάντα εδώ…»

«Και γω το ίδιο», είπε ο Ρισάρ.

«Τ' αληθινά;» ρώτησε ο Μονσαρμέν, που αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένος να μην επιτρέψει να του τη φέρουν.

«Κοίτα! Εγώ πάντως, δε θέλω να τ' αγγίξω», δήλωσε ο Ρισάρ.

Ο Μονσαρμέν πήρε το φάκελο από την τσέπη του Ρισάρ και τρέμοντας, τράβηξε τα χαρτονομίσματα, γιατί αυτή τη φορά, για να μπορεί να ελέγξει τα χρήματα ανά πάσα στιγμή, δεν είχε σφραγίσει το φάκελο, ούτε καν τον είχε κολλήσει. Βεβαιώθηκε πως ήταν όλα εκεί, τ' αυθεντικά. Τα ξανάβαλε στην τσέπη του Ρισάρ και έβαλε την παραμάνα με μεγάλη προσοχή.

Μετά απ' αυτό, στάθηκε πίσω από την τσέπη και δεν την άφηνε λεπτό από τα μάτια του, ενώ ο Ρισάρ, καθισμένος στο γραφείο του, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση.

«Λίγη υπομονή, Ρισάρ», συμβούλεψε ο Μονσαρμέν, «λίγα λεπτά ακόμα… το ρολόι δε θ' αργήσει να χτυπήσει μεσάνυχτα. Την προηγούμενη φορά είχαμε φύγει τα μεσάνυχτα».

«Ω! έχω όση υπομονή χρειάζεται!»

Η ώρα περνούσε, αργή, βαριά, μυστηριώδης, αποπνικτική. Ο Ρισάρ προσπάθησε να γελάσει.

«Θα καταλήξω να πιστέψω», είπε, «στην παντοδυναμία του φαντάσματος. Δε νομίζεις, πως αυτή τη στιγμή υπάρχει στο δωμάτιο μια περίεργη ατμόσφαιρα, μια ατμόσφαιρα που προκαλεί ανησυχία, αμηχανία και φόβο;»

«Ναι, είναι αλήθεια», παραδέχτηκε ο Μονσαρμέν, που πραγματικά αισθανόταν παράξενα.

«Το φάντασμα», συνέχισε ο Ρισάρ με χαμηλή φωνή λες και φοβόταν πως αόρατα αφτιά θα μπορούσαν να, τον ακούσουν… «το φάντασμα! Για σκέψου, τελικά να υπάρχει πραγματικά ένα φάντασμα, που να χτύπησε πριν από λίγο τρεις φορές πάνω στο τραπέζι… που αφήνει μαγικούς φακέλους… που μιλά στο θεωρείο No 5… που σκοτώνει τον Ζοζέφ Μπικέ… που γκρεμίζει τον πολυέλαιο… και που μας κλέβει! Γιατί διάολε! Διάολε… τελικά, εδώ μέσα δεν υπάρχουν άλλοι πέρα από σένα κι από μένα!… κι αν, τελικά, τα χαρτονομίσματα εξαφανίζονται, χωρίς να φταίμε ούτε γω ούτε συ… δεν μπορούμε παρά να. πιστέψουμε στο φάντασμα… στο φάντασμα…»

Εκείνη τη στιγμή, το ρολόι που ήταν πάνω στο τζάκι άρχισε να σημαίνει δώδεκα… ακούστηκε ο πρώτος χτύπος.

Οι δυο διευθυντές ανατρίχιασαν. Μια ανεξήγητη αγωνία τους πλημμύρισε… μια αγωνία που μάταια προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν… Ιδρώτας έτρεχε στα μέτωπά τους. Ο δωδέκατος χτύπος ακούστηκε αλλόκοτα στ' αφτιά τους.

Όταν το ρολόι σταμάτησε, αναστέναξαν μ' ανακούφιση και σηκώθηκαν.

«Νομίζω πως τώρα μπορούμε να φύγουμε», είπε ο Μονσαρμέν.

«Συμφωνώ», είπε ο Ρισάρ.

«Πριν φύγουμε, μου επιτρέπεις να ρίξω μια ματιά στην τσέπη σου;».

«Μα, βέβαια Μονσαρμέν… πρέπει να κοιτάξεις!»

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Ρισάρ τον Μονσαρμέν που ψαχούλευε.

«Ε, να… νιώθω την παραμάνα».

«Προφανώς, όπως είπες, κι είχες δίκιο, δεν μπορούν πια να να μας κλέψουν χωρίς να το αντιληφθώ».

Εκείνη τη στιγμή όμως, ο Μονσαρμέν, που εξακολουθούσε ν' ασχολείται με την τσέπη, ούρλιαξε:

«Νιώθω πάντα την παραμάνα, δε βρίσκω όμως τα χαρτονομίσματα».

«Όχι! Δεν είναι δυνατόν! Δεν είν' ώρα γι' αστεία Μονσαρμέν!…».

«Μα δες και μόνος σου».

Με μια κίνηση, ο Ρισάρ βγάζει το σακάκι του. Οι δυο διευθυντές αρπάζουν την τσέπη!… Η τσέπη είναι άδεια.

Το πιο περίεργο είναι πως η παραμάνα είχε μείνει στη θέση της.

Ο Ρισάρ και ο Μονσαρμέν χλόμιασαν. Δεν μπορούσαν πια ν' αμφιβάλλουν… επρόκειτο για μάγια.

«Το φάντασμα», μουρμουρίζει ο Μονσαρμέν.

Όμως, ξάφνου, ο Ρισάρ όρμησε στο συνεργάτη του.

«Μόνο εσύ άγγιξες την τσέπη μου!… Δώσε μου πίσω τα είκοσι χιλιάδες φράγκα!… Δώσε μου πίσω τα είκοσι χιλιάδες φράγκα!…»

«Στη ζωή μου», αναστενάζει ο Μονσαρμέν, που μοιάζει έτοιμος να λιποθυμήσει… «σου ορκίζομαι στη ζωή μου πως δεν τα έχω…»

Και, καθώς χτυπούσαν ξανά την πόρτα, πήγε ν' ανοίξει περπατώντας σαν αυτόματο. Έμοιαζε να μην αναγνωρίζει το διαχειριστή κύριο Μερσιέ και να μην καταλαβαίνει τι του λέει…έχοντας τα εντελώς χαμένα, με μιαν ασυνείδητη κίνηση άφησε στα χέρια τούτου του πιστού υπηρέτη την παραμάνα που δεν του χρησίμευε σε τίποτα πια…

Загрузка...