ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΑΝ στο κέντρο μιας μικρής αίθουσας σε σχήμα τέλειου εξαγώνου…που οι έξι πλευρές του ήταν επενδυμένες με καθρέφτες… από πάνω μέχρι κάτω… Στις γωνίες μπορούσε κανείς να διακρίνει πολύ καλά τα «πρόσθετα»…τα μικρά κομμάτια καθρέφτη που είχαν ως λειτουργία να στρέφονται στις βάσεις τους… ναι, ναι, τα αναγνωρίζω… κι αναγνωρίζω και το σιδερένιο δέντρο, σε μια γωνιά… το δέντρο για τους κρεμασμένους.
Είχα πιάσει το μπράτσο του συντρόφου μου. Ο υποκόμης ντε Σανιύ έτρεμε ολόκληρος, έτοιμος να φωνάξει την αρραβωνιαστικιά του, κάνοντάς της γνωστό πως ήρθε να τη βοηθήσει…
Πολύ αμφέβαλλα για το αν θα μπορούσε, τελικά, να συγκρατηθεί.
Ξαφνικά, στ' αριστερά μας ακούσαμε ένα θόρυβο.
Στην αρχή ήταν κάτι σαν το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας στο διπλανό δωμάτιο, μετά ακούστηκε ένας υπόκωφος αναστεναγμός. Έπιασα ακόμη πιο σφιχτά το χέρι του κυρίου ντε Σανιύ. Έπειτα, ακούσαμε ξεκάθαρα τα παρακάτω λόγια:
«Διαλέξτε: Τη γαμήλια ή τη νεκρώσιμη ακολουθία».
Αναγνώριζα τη φωνή του τέρατος.
Ακούστηκε άλλος ένας στεναγμός.
Μετά, μια μεγάλη σιωπή.
Τώρα, ήμουν σίγουρος πως το τέρας αγνοούσε την παρουσία μας στο σπίτι του· διαφορετικά θα φρόντιζε να μην ακούγαμε τίποτα. Για να το πετύχει αυτό θα αρκούσε να κλείσει ερμητικά το μικρό αόρατο παράθυρο απ' όπου οι λάτρεις των βασανιστηρίων κοιτούν μέσα στην αίθουσα.
Άλλωστε, ήμουν σίγουρος πως εάν ήξερε ότι είμασταν εκεί, η διαδικασία των βασαναστηρίων θα είχε αρχίσει αμέσως.
Είχαμε λοιπόν ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με τον Ερίκ: βρισκόμασταν δίπλα του κι αυτός το αγνοούσε.
Το σημαντικό τώρα ήταν να φροντίσουμε να μη μάθει τίποτα για την παρουσία μας και τίποτα δε φοβόμουν περισσότερο από την επιθυμία του υποκόμη ντε Σανιύ που, θα 'θελε αν ήταν δυνατόν, να περάσει μέσα από τους τοίχους για να φτάσει στην αγαπημένη του Κριστίν Ντααέ, την οποία κάθε τόσο ακούγαμε ν' αναστενάζει.
«Ξέρετε, η νεκρώσιμη λειτουργία δεν είναι καθόλου διασκεδαστική», συνέχισε ο Ερίκ, «ενώ η γαμήλια λειτουργία είναι θαυμάσια! Πρέπει κανείς κάποτε να αποφασίζει! Να ξέρει τι θέλει και να παίρνει μια απόφαση! Όσο για μένα, μου είναι αδύνατον να εξακολουθώ να ζω έτσι, στα έγκατα της γης, μέσα σε μια τρύπα σαν ποντίκι! Ο θριαμβεύων Δον Ζουάν τέλειωσε· τώρα, θέλω να ζήσω όπως όλος ο κόσμος. Θέλω να 'χω μια γυναίκα όπως όλος ο κόσμος και να πηγαίνουμε μαζί βόλτα τις Κυριακές. Έφτιαξα μια μάσκα που θα με κάνει να περνώ απαρατήρητος. Ούτε καν θα γυρίζει κανείς στο πέρασμα μου. Θα είσαι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου. Θα τραγουδάμε για μας, μέχρι να πεθάνουμε. Κλαις! Με φοβάσαι! Κι όμως, κατά βάθος δεν είμαι κακός! Αγάπησε με και θα δεις! Φτάνει να μ' αγαπήσει κάποιος για να γίνω καλός! Αν μ' αγαπάς, θα 'μαι ήσυχος σαν αρνάκι και θα με κάνεις ό,τι θέλεις».
Ο αναστεναγμός που συνόδευε αυτή την ερωτική λειτανία βάθαινε, όλο και βάθαινε. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ακούσει κάτι τόσο απελπισμένο… Ο κύριος ντε Σανιύ και εγώ καταλάβαμε πως τούτος ο τρομερός θρήνος ανήκε στον ίδιο τον Ερίκ. Όσο για την Κριστίν, φαίνεται πως στεκόταν κάπου, ίσως από την απέναντι μεριά του τοίχου που βρισκόταν μπροστά μας, βουβή απ' τη φρίκη, δίχως να 'χει πια κουράγιο να φωνάξει, με το τέρας γονατισμένο μπροστά της.
Αυτός ο θρήνος ήταν μουσικός, βροντερός και μακρόσυρτος, σαν το μούγκρισμα του ωκεανού. Τρεις φορές ξεχείλισε από το λαιμό του Ερίκ το παράπονο…
«Δε μ' αγαπάς! Δε μ' αγαπάς! Δε μ' αγαπάς!»
Μετά ημέρωνε:
«Γιατί κλαις; Ξέρεις πόσο με κάνεις να πονώ όταν κλαις». Σιωπή.
Για μας, κάθε σιωπή ήταν μια ελπίδα. Σκεφτόμασταν: «Ίσως έφυγε κι άφησε μόνη την Κριστίν πίσω απ' τον τοίχο».
Το μόνο που σκεφτόμασταν ήταν το πώς θα κατορθώναμε να ειδοποιήσουμε την Κριστίν πως είμασταν εκεί, δίχως να το πάρει είδηση το τέρας.
Τώρα, δεν μπορούσαμε να βγούμε από την αίθουσα των βασανιστηρίων παρά μόνο αν η Κριστίν μας άνοιγε την πόρτα. Μόνο τότε θα μπορούσαμε να τη βοηθήσουμε, γιατί εμείς δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα για το πού θα μπορούσε να βρίσκεται η πόρτα.
Ξαφνικά, η σιωπή του διπλανού δωματίου ταράχτηκε από ένα ηλεκτρικό κουδούνισμα.
Από την άλλη μεριά του τοίχου ακούστηκε ένας γδούπος και η βροντερή φωνή του Ερίκ:
«Χτυπάνε! κάντε τον κόπο και περάστε λοιπόν!»
Μακάβριο χαχανητό.
«Ποιος έρχεται πάλι να μας ενοχλήσει; Περίμενέ με εδώ… Πάω να πω στη σειρήνα ν' ανοίξει».
Κάποια βήματα απομακρύνθηκαν, μια πόρτα έκλεισε. Δεν είχα τον καιρό να σκεφτώ την καινούργια φρίκη που ετοιμαζόταν. Ξέχασα πως το τέρας δεν έβγαινε παρά για να διαπράξει ένα καινούργιο έγκλημα: Το μόνο που σκέφτηκα ήταν πως τώρα, πίσω απ' τον τοίχο, η Κριστίν ήταν μόνη της.
Ο υποκόμης ντε Σανιύ είχε αρχίσει κιόλας να τη φωνάζει.
«Κριστίν! Κριστίν!».
Αφού εμείς ακούγαμε το τι λέγονταν στο διπλανό δωμάτιο, προφανώς κι εμείς θ' ακουγόμασταν εκεί. Ο υποκόμης αναγκάστηκε να επαναλάβει πολλές φορές το κάλεσμά του.
Τελικά, μια αδύναμη φωνή έφτασε στ' αφτιά μας.
«Ονειρεύομαι», έλεγε η φωνή.
«Κριστίν! Κριστίν! είμαι γω, ο Ραούλ».
Σιωπή.
«Απαντήστε μου, Κριστίν!… Για όνομα του Θεού, αν είστε μόνη απαντήστε μου!».
Τότε, η φωνή της Κριστίν μουρμούρισε το όνομα του Ραούλ.
«Ναι, ναι, εγώ είμαι! Δεν ονειρεύεστε!… Κριστίν έχετε μου εμπιστοσύνη!… Είμαστε δω για να σας σώσουμε… όμως, προσέξτε… δεν επιτρέπεται καμιά απερισκεψία!… Όταν ακούσετε να 'ρχεται το τέρας ειδοποιείστε μας».
«Ραούλ!… Ραούλ!».
Χρειάστηκε να της επαναλάβουμε πολλές φορές πως δεν ονειρευόταν και πως ο Ραούλ ντε Σανιύ πραγματικά μπόρεσε να 'ρθει να τη βρει, συνοδευόμενος από έναν αφοσιωμένο σύντροφο που γνώριζε το μυστικό της κατοικίας του Ερίκ.
Όμως, αμέσως, τη μεγάλη χαρά που της δώσαμε τη διαδέχτηκε ένας μεγαλύτερος τρόμος. Αυτή ζητούσε να φύγει αμέσως ο Ραούλ από κει. Έτρεμε μήπως ο Ερίκ ανακαλύψει την κρυψώνα του και τον σκοτώσει. Μας είπε βιαστικά πως ο Ερίκ είχε τρελαθεί εντελώς από τον έρωτα του και πως είχε αποφασίσει να σκοτώσει όλο τον κόσμο και τον εαυτό του μαζί, αν εκείνη δε δέχονταν να γίνει γυναίκα του, μπρος στο δήμαρχο και τον παπά, τον παπά της Μαντλέν. Της είχε δώσει διορία μέχρι την επομένη το βράδυ, στις έντεκα η ώρα, για ν' αποφασίσει… Ήταν η τελευταία διορία. Τότε, όπως έλεγε, έπρεπε ν' αποφασίσει, να διαλέξει ανάμεσα στη γαμήλια και τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο Ερίκ είχε προφέρει και μια φράση που η Κριστίν δεν κατάλαβε καλά το νόημα της: «Ναι ή όχι. Αν είναι όχι, τότε όλος ο κόσμος θα πεθάνει και θα θαφτεί!».
Εγώ, όμως, καταλάβαινα πολύ καλά το νόημα αυτης της φράσης, γιατί «απαντούσε» μ' ένα φοβερό τρόπο στα ερωτήματα που με απασχολούσαν.
«Μπορείτε μήπως να μου πείτε πού βρίσκεται ο Ερίκ;» ρώτησα.
Απάντησε πως μάλλον θα 'πρεπε να 'χει βγει έξω από το σπίτι.
«Μπορείτε να βεβαιωθείτε γι' αυτό;».
«Όχι!… Μ' έχει δεμένη… δεν μπορώ να κάνω την παραμικρή κίνηση».
Ακούγοντάς το αυτό ο κύριος ντε Σανιύ και γω δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε μια οργισμένη κραυγή. Η σωτηρία και των τριών μας εξαρτιόταν από την ελευθερία κινήσεων της νεαρής κοπέλας.
«Ω! Πρέπει να την ελευθερώσουμε! Πρέπει να φτάσουμε ως αυτήν!»
«Μα, πού είστε λοιπόν;» ρώτησε ξανά η Κριστίν… Στο δωμάτιό μου, γι' αυτό, σας έχω μιλήσει Ραούλ!… υπάρχουν μόνο δυο πόρτες. Μια πόρτα απ' όπου μπαινοβγαίνει ο Ερίκ και μια άλλη που δεν έχει ανοίξει ποτέ μπροστά μου που μου έχει απαγορέψει ν' ανοίξω, γιατί είναι, καθώς λέει, η πιο επικίνδυνη πόρτα του κόσμου… η πόρτα των βασανιστηρίων!…»
«Κριστίν, βρισκόμαστε πίσω απ' αυτήν την πόρτα!…»
«Βρίσκεστε στο δωμάτιο των βασανιστηρίων;»
«Ναι, όμως εμείς δεν μπορούμε να δούμε την πόρτα».
«Αχ! αν μπορούσα να συρθώ μέχρι εκεί!… Θα χτυπούσα πάνω στην πόρτα και τότε εσείς θα καταλαβαίνατε πού βρίσκεται».
«Είναι μια πόρτα με κλειδαριά;» ρώτησα.
«Ναι, με κλειδαριά».
Σκέφτηκα: Από την άλλη μεριά ανοίγει με κλειδί, όπως όλες οι πόρτες, από τη δική μας μεριά όμως, πρέπει ν' ανοίγει με κάποιον μοχλό κι αυτό δε θα 'ναι κάτι εύκολο να τ' ανακαλύψουμε.
«Δεσποινίς!» είπα, πρέπει οπωσδήποτε να μας ανοίξετε αυτήν την πόρτα.
«Μα πώς;» απάντησε απεγνωσμένα… Ακούσαμε ένα σώμα να σέρνεται, να μετακινείται… Χωρίς αμφιβολία προσπαθούσε ν' απελευθερωθεί από τα δεσμά της…
«Ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε είναι να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας», είπα. «Πρέπει ν' αποκτήσουμε το κλειδί αυτής της πόρτας…»
«Ξέρω πού βρίσκεται», απάντησε η Κριστίν που έμοιαζε εξαντλημένη από την προσπάθεια που είχε κάνει… «Όμως, είμαι δεμένη! Ο άθλιος!…»
Ακούστηκε ένας λυγμός.
«Πού βρίσκεται το κλειδί;» ρώτησα, προστάζοντας τον κύριο ντε Σανιύ να πάψει και να αφήσει εμένα να χειριστώ το ζήτημα γιατί δεν είχαμε ούτε λεπτό για χάσιμο.
«Μέσα στο δωμάτιο, δίπλα στο αρμόνιο, μαζί μ' ένα άλλο μικρό μπρούτζινο κλειδί, που κι αυτό μου είχε απαγορεύσει ν' αγγίξω. Και τα δυο κλειδιά βρίσκονται σ' ένα μικρό δερμάτινο σακούλι που το ονομάζει: «Το μικρό σακούλι της ζωής και του θανάτου!… Ραούλ!… Ραούλ!… φύγετε!… όλα εδώ είναι τρομερά και μυστηριώδη… κι ο Ερίκ θα γίνει έξω φρενών… και σεις βρίσκεστε στην αίθουσα των βασανιστηρίων!… Φύγετε, από κει που ήρθατε! Δε θα πρέπει νάναι τυχαία η ονομασία αυτού του δωματίου!»
«Κριστίν!» είπε ο νεαρός άντρας, «από δω μέσα ή θα βγούμε μαζί ή θα πεθάνουμε κι οι δυο!»
«Από μας εξαρτάται να βγούμε από δω μέσα σώοι και αβλαβείς», είπα, «όμως θα πρέπει να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Γιατί σας έδεσε, δεσποινίς; Αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορείτε να φύγετε από το σπίτι του… το ξέρει καλά!»
«Θέλησα να σκοτωθώ! Απόψε το βράδυ, το τέρας, αφού με μετέφερε εδώ λιπόθυμη, (μου είχε δώσει χλωροφόρμιο) έφυγε. Απ' ό,τι φαίνεται — απ' ό,τι μου είπε — πήγε στον τραπεζίτη του!… Όταν επέστρεψε με βρήκε με το πρόσωπο γεμάτο αίματα… προσπάθησα να σκοτωθώ χτυπώντας το κεφάλι μου στον τοίχο!»
«Κριστίν!» αναστέναξε ο Ραούλ κι άρχισε να κλαίει.
«Έτσι λοιπόν, μ' έδεσε… δεν έχω το δικαίωμα να σκοτωθώ πριν από αύριο, στις έντεκα η ώρα!…»
Όλη αυτή η συζήτηση μέσα απ' τον τοίχο ήταν πολύ πιο κομματιαστή και πολύ πιο προσεχτική απ' όσο μπόρεσα να τη μεταφέρω εδώ. Συχνά σταματούσαμε στη μέση μιας φράσης, είτε γιατί μας φάνηκε πως ακούσαμε ένα «ρίξιμο, είτε κάποια βήματα, είτε κάποιο παράξενο θόρυβο… Εκείνη μας έλεγε: «Όχι! Όχι!' δεν είναι αυτός!… Έχει βγει έξω απ' το σπίτι! Είμαι σίγουρη! Αναγνώρισα το θόρυβο που κάνει όταν κλείνει ο τοίχος της λίμνης».
«Δεσποινίς!» της είπα, «το τέρας σας έδεσε κι αυτό θα σας λύσει… Όλο κι όλο που χρειάζεται γι' αυτό είναι να παίξετε καλά το σωστό ρόλο!… Μην ξεχνάτε πως σας αγαπά!»
«Τι δυστυχισμένη που είμαι!… Πώς θα μπορούσα ποτέ να το ξεχάσω;»
«Θυμηθείτε το λοιπόν, για να μπορέσετε να του χαμογελάσετε!… παρακαλέστε τον…πείτε του πως τα σκοινιά σας πονάνε».
Εκείνη τη στιγμή όμως η Κριστίν Ντααέ μας είτε:
«Σσστ! Κάτι ακούω στον τοίχο της λίμνης!… Αυτός είναι!… Φύγετε!… Φύγετε!… Φύγετε!…»
«Δε θα φύγουμε…ακόμα κι αν το θέλαμε δεν μπορούμε να φύγουμε!» της είπα μ' ένα βαρύγδουπο ύφος για να την εντυπωσιάσω. «Δεν μπορούμε πια να φύγουμε από δω! Και μην ξεχνάτε πως βρισκόμαστε στην αίθουσα των βασανιστηρίων!»
«Ησυχία», είπε ξανά η Κριστίν.
Σταματήσαμε κι οι τρεις.
Βαριά βήματα σύρθηκαν πίσω απ' τον τοίχο, μετά σταμάτησαν και μετά έκαναν ξανά το πάτωμα να τρίζει.
Ύστερα ακούστηκε ένας φοβερός στεναγμός, που τον ακολούθησε μια κραυγή τρόμου της Κριστίν κι ακούσαμε τη φωνή του Ερίκ.
«Σου ζητώ συγνώμη που σου δείχνω ένα τέτοιο πρόσωπο! Σε ωραία κατάσταση βρίσκομαι, έτσι δεν είναι; Φταίει ο άλλος! Γιατί χτύπησε το κουδούνι; Εγώ ρωτώ ποτέ τους περαστικούς τι ώρα είναι; Τώρα πια δε θα ξαναρωτήσει ποτέ τι ώρα είναι. Φταίει η σειρήνα…»
Ακούστηκε ακόμη ένας στεναγμός, πιο βαθύς, πιο τρομερός, που ερχόταν από την άβυσσο μιας ψυχής.
«Γιατί φώναξες, Κριστίν;»
«Γιατί υποφέρω, Ερίκ».
«Νόμισα πως σε τρόμαξα…»
«Ερίκ, χαλαρώστε τα δεσμά μου… μ' έχετε αιχμάλωτη;»
«Θα προσπαθήσεις ξανά να σκοτωθείς…»
«Μα, μου 'χετε δώσει διορία μέχρι αύριο το βράδυ στις έντεκα, Ερίκ…»
Ακούστηκαν ξανά βήματα να σέρνονται στο πάτωμα.
«Εντάξει… άλλωστε, αφού πρέπει να πεθάνουμε μαζί… και εγώ βιάζομαι όπως και εσύ… ναι, κι εγώ δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή, καταλαβαίνεις;… Περίμενε, μην κουνιέσαι, θα 'ρθω να σε λύσω… Μόνο μια λέξη να πεις: Οχι και θα 'ρθει το τέλος για όλον τον κόσμο… Έχεις δίκιο… έχεις δίκιο! Γιατί να περιμένουμε μέχρι αύριο στις έντεκα; Α, ναι! Γιατί θα είναι πιο όμορφο… πάντα είχα τη μανία για το σκηνικό… για το μεγαλοπρεπές… πρόκειται για παιδισμό! Το μόνο που πρέπει να σκέφτεται κανείς σε όλη του τη ζωή είναι ο θάνατος του… όλα τ' άλλα είναι επιφανειακά… Βλέπεις πόσο βρεγμένος είμαι; Α, γλυκιά μου, δεν έπρεπε να βγω έξω! έκανα λάθος που βγήκα έξω! Ο καιρός είναι φριχτός!… Πέρα απ' αυτό… Κριστίν νομίζω πως έχω παραισθήσεις, πως βλέπω οράματα… Ξέρεις, αυτός που μόλις πριν λίγο έκανε τη σειρήνα να χτυπήσει — πήγαινε τώρα να δεις αν χτυπά απ' το βάθος της λίμνης — λοιπόν, έμοιαζε… Έτσι, γύρνα τώρα… Είσαι ευχαριστημένη; Νάσαι ελεύθερη… Ω, Θεέ μου, οι καρποί των χεριών σου, Κριστίν! Σε πόνεσα ε; Και μόνο γι' αυτό μου αξίζει να πεθάνω… Μια που μιλάμε για θάνατο, πρέπει να. τον λειτουργήσω!»
Ακούγοντας αυτά τα τρομερά πράγματα ένα φριχτό προαίσθημα με πλημμύρσε… Και γω κάποτε είχα χτυπήσει την πόρτα του τέρατος… και… δίχως να το ξέρω φυσικά… θα πρέπει να 'βαλα σε λειτουργία κάποιον μηχανισμό συναγερμού… Θυμήθηκα τα δυο μπράτσα που πρόβαλαν από τα μαύρα σαν μελάνι νερά της λίμνης… Ποιος να 'ταν άραγε ο δυστυχισμένος που χάθηκε σ' αυτές τις όχθες;
Η σκέψη γι' αυτόν το δύστυχο, δε μ' άφηνε να χαρώ με το κόλπο της Κριστίν, όμως, ο υποκόμης ντε Σανιύ δίπλα στ' αφτί μου μουρμούριζε αυτήν τη μαγική λέξη: ελεύθερη!… Μα ποιος λοιπόν; Ποιος ήταν ο άλλος; Για ποιον ακούγαμε τη νεκρώσιμη ακολουθία; Α! Τι υπέροχο οργισμένο τραγούδι! Ολόκληρο το σπίτι της Λίμνης έτρεμε… τα βάθη της γης ανατρίχιαζαν… Είχαμε κολλήσει τ' αφτιά μας στον τοίχο με τον καθρέφτη για να παρακολουθήσουμε καλύτερα το παιχνίδι της Κριστίν Ντααέ, το παιχνίδι που έπαιζε για να σωθούμε, αλλά δεν μπορούσαμε ν' ακούσουμε τίποτ' άλλο από τη νεκρώσιμη ακολουθία. Επρόκειτο μάλλον για μια λειτουργία κολασμένων… Έτσι, καθώς πλημμύριζε τα έγκατα της γης, ήταν σαν ένα δαιμονικό ροντό.
Θυμάμαι πως η Οργή των Θεών, που τραγούδησε ο Ερίκ, μας τύλιξε σαν καταιγίδα… Ναι, γύρω μας είχαμε βροντές κι αστραπές… Σίγουρα! Βέβαια, τον είχα ακούσει κι άλλες φορές να τραγουδά… Μπορούσε να κάνει και τα πέτρινα στόματα των ανδροκέφαλων ταύρων του παλατιού του Μαζεντεράν να τραγουδήσουν… Όμως, ένα τέτοιο τραγούδι… Ποτέ! Ποτέ! Τραγουδούσε σαν το Θεό των Κεραυνών!…
Ξάφνου, η φωνή και το αρμόνιο σταμάτησαν σταμάτησαν τόσο απότομα που ο κύριος ντε Σανιύ και γω οπισθοχωρήσαμε απ' τον τοίχο, τόσο πολύ ξαφνιαστήκαμε… Η φωνή, εντελώς αλλαγμένη, μεταμορφωμένη, άρθρωσε στριγκά, μια μια, τις παρακάτω μεταλλικές συλλαβές: «Τι έκανες το σακούλι μου;»