ΟΛΗ αυτήν την ώρα, στο φουαγιέ ξετυλιγόταν η τελετή του αποχαιρετισμού.
Έχω ήδη πει, πως αυτή η θαυμάσια γιορτή είχε διοργανωθεί από τους κυρίους Ντεμπιεν και Πολινιύ με αφορμή την αναχώρηση τους: είχαν θελήσει να πεθάνουν, όπως συνηθίζουμε να λέμε σήμερα, όμορφα.
Πραγματοποίησαν αυτό το θαυμάσιο πένθιμο πρόγραμμα, με τη συμμετοχή ό,τι καλύτερου πρόσφερε το Παρίσι εκείνης της εποχής, τόσο στον καλλιτεχνικό όσο και στον κοινωνικό τομέα.
Όλη η αφρόκρεμα του Παρισιού είχε δώσει ραντεβού στο φουαγιέ του χορού, όπου η Σορέλι, μ' ένα ποτήρι σαμπάνια στο ένα χέρι και ένα μικρό αποχαιρετιστήριο λόγο στο άλλο, περίμενε τους πρώην διευθυντές. Πίσω της στριμώχνονταν οι παλιές και νέες συναδέλφισσές της. Άλλες συζητούσαν χαμηλόφωνα τα γεγονότα της μέρας, άλλες χαιρετούσαν από μακριά τους φίλους τους. Ο φλύαρος κόσμος βρισκόταν κιόλας στον μπουφέ, που είχε τοποθετηθεί σ' ένα κεκλιμένο δάπεδο ανάμεσα στον πολεμικό και το βουκολικό χορό, του Μπουλονζέ.
Μερικές χορεύτριες, είχαν κιόλας βάλει τα κανονικά τους ρούχα. Οι περισσότερες φορούσαν ακόμη τα ελαφριά ρούχα του χορού. Όλες πάντως, είχαν φροντίσει να πάρουν το ανάλογο για την περίπτωση ύφος. Μονάχα η μικρούλα Τζέημς, που η ξεγνοιασιά των δεκαπέντε της ανοίξεων — ευτυχισμένη ηλικία — την έκανε να 'χει κιόλας ξεχάσει το φάντασμα και το θάνατο του Ζοζέφ Μπικέ, δε σταματούσε να φλυαρεί, να κακαρίζει, να χοροπηδάει και να κάνει αστειάκια, σε τέτοιο βαθμό που όταν οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ εμφανίστηκαν στα σκαλοπάτια του φουαγιέ του χορού, η Σορέλι, που ανυπομονούσε, αναγκάστηκε να της κάνει παρατήρηση για να την επαναφέρει στην τάξη.
Όλος ο κόσμος πρόσεξε πως οι πρώην διευθυντές είχαν εύθυμο ύφος, κάτι που στην επαρχία θα 'κανε κακή εντύπωση, αλλά που στο Παρίσι θεωρείται η πρέπουσα συμπεριφορά. Όποιος δεν έχει μάθει να κρύβει τον πόνο και τη λύπη του κάτω από μια μάσκα χαράς και την εσωτερική του χαρά κάτω από μια μάσκα πλήξης ή αδιαφορίας, ποτέ δεν πρόκειται να θεωρηθεί βέρος Παριζιάνος. Αν ξέρετε πως κάποιος φίλος σας υποφέρει, μη δοκιμάσετε ποτέ να τον παρηγορήσετε, θα σας πει πως δε χρειάζεται κανενός είδους παρηγοριά. Και στην περίπτωση όμως που του έχει συμβεί κάποιο ευχάριστο γεγονός, προσέξτε και μη βιαστείτε να τον συγχαρείτε. Θεωρεί την καλή του τύχη ως κάτι τόσο φυσικό που θα ξαφνιαστεί αν του μιλήσετε γι' αυτήν. Στο Παρίσι, είναι σαν να παραβρίσκεται κανείς μονίμως σε χορό μεταμφιεσμένων. Επομένως, δε θα ήταν ποτέ δυνατόν, σ' ένα μέρος σαν το φουαγιέ της Όπερας, τόσο «ιν» πρόσωπα, σαν τους κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ, να κάνουν το λάθος ν' αφήσουν να φανεί η λύπη που ένιωθαν μέσα τους. Ήδη χαμογελούσαν κάπως υπερβολικά στη Σορέλι που είχε αρχίσει να εκφωνεί το κολακευτικό αποχαιρετιστήριο λογίδριό της, όταν ξάφνου η φωνή αυτής της μικρούλας, τρελούτσικης Τζέημς, έκοψε το χαμόγελο των κυρίων διευθυντών τόσο απότομα, που το πραγματικό τους πρόσωπο, ένα πρόσωπο σημαδεμένο από την απογοήτευση και τον τρόμο, που τόσην ώρα προσπαθούσαν να κρύψουν, αποκαλύφτηκε μπροστά σ' όλους.
«Το Φάντασμα της Όπερας!»
Η Τζέημς είχε ξεστομίσει αυτή τη φράση με μιαν ανείπωτη φρίκη, δείχνοντας με το δάχτυλό της ανάμεσα στο πλήθος των μαύρων φράκων ένα αποτρόπαιο κεφάλι, μ' ένα πρόσωπο τόσο πελιδνό, τόσο πένθιμο και τόσο άσχημο, με κάτι τόσο βαθιές τρύπες στη θέση των ματιών που, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην αίθουσα. «Το φάντασμα της Όπερας! Το φάντασμα της Όπερας!». Έσπρωχναν ο ένας τον άλλον, γελούσαν και ήθελαν να προσφέρουν στο φάντασμα της Όπερας ένα ποτό… Όμως αυτό είχε κιόλας εξαφανιστεί. Είχε χαθεί μέσα στο πλήθος κι ο κόσμος μάταια προσπαθούσε να το βρει την ώρα που οι δυο ηλικιωμένοι κύριοι προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τη μικρή Τζέημς, ενώ η μικρή Ζιρί έσκουζε σαν παγώνι.
Η Σορέλι είχε γίνει έξαλλη που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το λόγο της. Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ την αγκάλιασαν, την ευχαρίστησαν κι εξαφανίστηκαν το ίδιο γρήγορα με το φάντασμα. Αυτό δεν ξάφνιασε κανέναν, γιατί όλοι ήξεραν πως επρόκειτο να υποστούν την ίδια τελετή στο πάνω πάτωμα, στο φουαγιέ του τραγουδιού, και πως θα δεξιωνόντουσαν ξανά, για τελευταία φορά, τους καλούς τους φίλους στο μεγάλο χολ του διοικητικού διαμερίσματος όπου τους περίμενε ένα πραγματικό δείπνο.
Εκεί λοιπόν θα τους ξαναβρούμε όλους, μαζί με τους νέους διευθυντές κυρίους Αρμάν Μονσαρμέν και Φερμέν Ρισάρ. Οι μεν, γνώριζαν ελάχιστα τους δε, αυτό ωστόσο δεν τους εμπόδιζε να είναι ιδιαίτερα εκδηλωτικοί μεταξύ τους και ν' ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις. Έτσι, όσοι απ' τους προσκεκλημένους φοβόντουσαν μια πληκτική βραδιά φάνηκαν πολύ ευχαριστημένοι. Το δείπνο ήταν σχεδόν εύθυμο και ο κύριος κυβερνητικός εκπρόσωπος φρόντισε να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για να μπλέξει, με απαράμιλλη επιδεξιότητα, τις παλιές δόξες με τις μελλοντικές επιτυχίες, δημιουργώντας έτσι μια πραγματικά εγκάρδια ατμόσφαιρα ανάμεσα στους καλεσμένους. Η μεταβίβαση των εξουσιών είχε γίνει την προηγούμενη, με όσο το δυνατόν απλούστερο τρόπο και τα ζητήματα που έπρεπε να ρυθμιστούν ανάμεσα στην παλιά και τη νέα διοίκηση είχαν ήδη λυθεί κάτω από την εποπτεία του κυβερνητικού εκπροσώπου με μια τόσο καλή διάθεση και από τα δύο μέρη που, τελικά, ήταν κάτι παραπάνω από φυσικό, να παραβρίσκονται σ' αυτήν την αξέχαστη βραδιά οι τέσσερις διευθυντές με τόσο χαμογελαστά πρόσωπα.
Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ είχαν ήδη παραδώσει στους κυρίους Αρμάν Μονσαρμέν και Φερμέν Ρισάρ τα δυο μικροσκοπικά κλειδιά τα πασπαρτού που άνοιγαν όλες τις πόρτες της εθνικής Ακαδημίας της μουσικής… και ήταν χιλιάδες αυτές οι πόρτες. Ενώ αυτά τα μικρά κλειδιά, αντικείμενα της γενικής περιέργειας, άλλαζαν χέρια, η προσοχή μερικών στράφηκε στην άκρη του τραπεζιού όπου καθόταν αυτή η παράξενη, πελιδνή, φανταστική μορφή, με τα βαθουλωμένα μάτια, που είχε εμφανιστεί και πρωτύτερα στο φουαγιέ του χορού και που η μικρή Τζέημς είχε χαιρετήσει φωνάζοντας, «Το φάντασμα της Όπερας!» Ήταν εκεί, λες κι η παρουσία του σ' αυτήν την τελετή ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Μόνο που δεν έτρωγε ούτε έπινε.
Όσοι είχαν αρχίσει να την κοιτάζουν χαμογελώντας, στο τέλος γύρισαν αλλού το πρόσωπό τους, γιατί αυτή η μορφή προκαλούσε τις πιο πένθιμες σκέψεις. Κανείς δεν τόλμησε να επαναλάβει τα αστειάκια του φουαγιέ, κανείς δεν τόλμησε να φωνάξει: «Να, το φάντασμα της Όπερας!»
Δεν είχε πει ούτε μια λέξη κι ακόμη κι αυτοί που βρίσκονταν δίπλα του, δεν ήταν σε θέση να πουν πότε ακριβώς ήρθε και κάθησε στο τραπέζι. Όμως, όλοι τους σκέφτηκαν πως, αν καμιά φορά οι νεκροί ερχόντουσαν να κάτσουν στο τραπέζι των ζωντανών, σίγουρα τα πρόσωπά τους δε θα ήταν περισσότερο μακάβρια από τούτο δω. Οι φίλοι των κυρίων Φερμέν Ρισάρ και Αρμάν Μονσαρμέν σκέφτηκαν πως αυτός ο εξαϋλωμένος συνδαιτημόνας ήταν γνωστός των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ, ενώ οι φίλοι των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ σκέφτηκαν πως αυτό το πτώμα ανήκε στην πελατεία των κυρίων Ρισάρ και Μονσαρμέν. Έτσι, δεν υπήρχε κίνδυνος κάποια ερώτηση, κάποια δυσάρεστη σκέψη ή κάποιο κακόγουστο αστείο να προσβάλλει αυτόν το φιλοξενούμενο από το υπερπέραν. Μερικοί από τους συνδαιτημόνες, που γνώριζαν το θρύλο για το φάντασμα της Όπερας καθώς και την περιγραφή του από τον τεχνικό — δε γνώριζαν ακόμη το θάνατο του Ζοζέφ Μπικέ — έβρισκαν πως αυτός ο άντρας της άκρης του τραπεζιού θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως η τέλεια ενσάρκωση αυτού του πλάσματος που, κατά τη γνώμη τους, είχε δημιουργηθεί από την αδιόρθωτη δεισιδαιμονία του προσωπικού της Όπερας. Άλλωστε, σύμφωνα με το θρύλο, το φάντασμα δεν είχε μύτη, ενώ τούτος δω ο παράξενος συνδαιτημόνας είχε. Ωστόσο, ο κύριος Μονσαρμέν, στα απομνημονεύματά του, μας διαβεβαιώνει πως η μύτη του συνδαιτημόνα του ήταν διάφανη. «Η μύτη του», λέει, «ήταν μακριά, λεπτή και διάφανη» και 'γω θα πρόσθετα πως κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν μια ψεύτικη μύτη. Ο κύριος Μονσαρμέν, ενδεχομένως να πέρασε για διάφανο κάτι που δεν ήταν παρά γυαλιστερό. Όλος ο κόσμος ξέρει πως η επιστήμη κατασκευάζει θαυμάσιες ψεύτικες μύτες γι' αυτούς που δεν έχουν, είτε γιατί έτσι γεννήθηκαν είτε γιατί υπέστησαν κάποια εγχείρηση. Μήπως, στην πραγματικότητα, εκείνο το βράδυ το φάντασμα παραβρέθηκε στο δείπνο των διευθυντών απρόσκλητο; Κι από την άλλη, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως αυτή η μορφή ήταν στ' αλήθεια το φάντασμα της Όπερας; Ποιος θα τολμούσε να επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο; Το ότι αναφέρω αυτό το περιστατικό, καθόλου δε σημαίνει πως θέλω να κάνω τον αναγνώστη να πιστέψει ότι το φάντασμα ήταν ικανό για μια τέτοια θρασύτατη πράξη· το αναφέρω απλά, γιατί, τελικά, δεν είναι και τόσο απίθανο…
Και να, κάτι που εξηγεί την παρουσία του φαντάσματος. Ο κύριος Αρμάν Μονσαρμέν, στα απομνημονεύματά του πάντα, γράφει επί λέξη τα εξής: — κεφάλαιο XI: «Όταν φέρνω στο νου μου αυτήν την πρώτη βραδιά, δεν μπορώ να μη συνδυάσω εκείνο που μας εξομολογήθηκαν στο γραφείο τους οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ με την παρουσία αυτού του φανταστικού πλάσματος που κανείς μας δε γνώριζε».
Να, τι ακριβώς συνέβη:
Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ, καθισμένοι στη μέση του τραπεζιού δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί τον άνθρωπο με το νεκρικό κεφάλι όταν αυτός, εντελώς ξαφνικά, άρχισε να μιλάει:
«Οι μπαλαρίνες έχουν δίκιο», είπε. «Ο θάνατος αυτού του δυστυχισμένου του Μπικέ δεν είναι καθόλου φυσιολογικός όπως νομίζετε».
Οι Ντεμπιέν και Πολινιύ αναπήδησαν.
«Ο Μπικέ είναι νεκρός;» φώναξαν.
«Ναι», απάντησε ήρεμα ο άνθρωπος αυτός, ή μάλλον αυτή η ανθρώπινη σκιά… «Βρέθηκε κρεμασμένος απόψε το βράδυ, στο τρίτο υπόγειο, ανάμεσα στα σκηνικά του Βασιλιά της Λαχόρης».
Οι δυο διευθυντές, ή σωστότερα οι δυο πρώην διευθυντές, σηκώθηκαν αμέσως όρθιοι και παραξενεμένοι κοίταξαν επίμονα το συνομιλητή τους. Είχαν ταραχτεί περισσότερο απ' το φυσιολογικό, δηλαδή, περισσότερο απ' όσο δικαιολογούσε η αναγγελία του απαγχονισμού ενός τεχνικού. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Είχαν γίνει κάτωχροι. Ο Ντεμπιέν έκανε νόημα στους κυρίους Ρισάρ και Μονσαρμέν: ο Πολινιύ ψιθύρισε κάποια δικαιολογία και μετά οι τέσσερις τους πέρασαν στο γραφείο της διοίκησης. Δίνω το λόγο στον κύριο Μονσαρμέν:
«Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ ήταν πολύ ταραγμένοι», διηγείται στα απομνημονεύματα του, «και μας φάνηκε πως είχαν κάτι πολύ σημαντικό κι ενοχλητικό γι' αυτούς να μας πουν. Κατ' αρχήν μας ρώτησαν αν γνωρίζαμε αυτό το πρόσωπο που καθόταν στην άκρη του τραπεζιού και που μας μίλησε για το θάνατο του Ζοζέφ Μπικέ. Μετά την αρνητική μας απάντηση ταράχτηκαν ακόμη περισσότερο. Μας πήραν τα πασπαρτού από το χέρια, τα κοίταξαν για λίγο, κούνησαν το κεφάλι και μετά μας συμβούλεψαν να κάνουμε, με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα, καινούργιες κλειδαριές για τα διαμερίσματα, τα γραφεία και τα αντικείμενα που επιθυμούσαμε να είναι ερμητικά κλεισμένα. Είχαν ένα τόσο αστείο ύφος την ώρα που τα 'λεγαν αυτά, που βάλαμε τα γέλια και τους ρωτήσαμε αν υπάρχουν κλέφτες στην Όπερα. Μας απάντησαν πως υπάρχει κάτι χειρότερο απ' τους κλέφτες: υπάρχει το φάντασμα. Ξαναβάλαμε τα γέλια, σίγουροι πως επρόκειτο για κάποιο αστείο που επιστέγαζε αυτή τη φιλική βραδιά. Μετά, πιεσμένοι από τα παρακάλια τους, ξαναπήραμε το σοβαρό μας ύφος και για να τους κάνουμε το χατήρι αποφασίσαμε να συμμετέχουμε στο παιχνίδι τους. Μας είπαν πως δεν επρόκειτο να μας μιλήσουν για το φάντασμα, αν το ίδιο το φάντασμα δεν τους είχε αναγκάσει να μας πουν να 'μαστε ευγενικοί μαζί του και να του δώσουμε ό,τι ζητήσει. Από την άλλη, όντας πολύ ευχαριστημένοι που εγκατέλειπαν αυτόν το χώρο όπου βασίλευε μια τόσο τυραννική μορφή, δίσταζαν μέχρι την τελευταία στιγμή να μας μιλήσουν γι' αυτήν την τόσο αλλόκοτη περιπέτεια, για την οποία ήταν βέβαιοι πως το σκεπτικιστικό μας πνεύμα ήταν ολωσδιόλου απροετοίμαστο. Η αναγγελία όμως του θανάτου του Ζοζέφ Μπικέ τους ανάγκασε να θυμηθούν πως κάθε φορά που δεν υπάκουαν στις επιθυμίες του φαντάσματος κάποιο αλλόκοτο κι ολέθριο συμβάν τους έκανε να συνειδητοποιούν την εξάρτησή τους από το φάντασμα.
Σ' όλη τη διάρκεια αυτής της απροσδόκητης συζήτησης, που έγινε με ύφος μιας μυστικής και σημαντικής εξομολόγησης, κοιτούσα τον Ρισάρ. Ο Ρισάρ, όταν ήταν φοιτητής, είχε τη φήμη του φαρσέρ, πράγμα που σημαίνει πως δεν αγνοούσε κανέναν απολύτως από τους χίλιους και έναν τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να κοροϊδέψει τους άλλους. Κάτι ξέρουν πάνω σ' αυτό οι θυρωροί του μπουλβάρ Σεν Μισέλ. Έτσι, έμοιαζε κυριολεκτικά ν' απολαμβάνει το πιάτο που κάποιος άλλος τώρα του σερβίριζε. Δεν έχανε ούτε μια μπουκιά απ' αυτό το εξαίσιο καρύκευμα, που, ωστόσο, ο θάνατος του Μπικέ το έκανε κάπως μακάβριο. Κουνούσε το κεφάλι με θλίψη και η όψη του, σε πλήρη συμφωνία με τα λόγια των άλλων, έγινε θλιβερή· όψη ανθρώπου που λυπόταν αφάνταστα μ' αυτήν τη δουλειά στην Όπερα, τώρα που μάθαινε πως τη στοίχειωνε ένα φάντασμα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα καλύτερο από το να μιμηθώ δουλικά το απελπισμένο του ύφος. Πάντως, παρά τις προσπάθειες που καταβάλαμε, τελικά δεν μπορέσαμε ν' αποφύγουμε τον καγχασμό μπροστά στους κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ που, βλέποντάς μας να περνάμε από την πιο στενάχωρη πνευματική κατάσταση στην πιο ξένοιαστη ευθυμία, μας κοίταξαν σαν να 'μασταν τρελοί.
Η φάρσα παρατράβηξε. Ο Ρισάρ ρώτησε μισοαστεία μισοσοβαρά: «Μα, επιτέλους, τι θέλει αυτό το φάντασμα;»
Ο κύριος Πολινιύ προχώρησε προς το γραφείο του και επέστρεψε κρατώντας ένα αντίγραφο του καταστατικού της Όπερας. Το καταστατικό αρχίζει με τα παρακάτω λόγια:
«Η διεύθυνση της Όπερας υποχρεούται να δώσει στις παραστάσεις της εθνικής Ακαδημίας μουσικής τη λαμπρότητα που αρμόζει στην πρώτη λυρική γαλλική σκηνή» και τελειώνει με το άρθρο 98, διατυπωμένο ως εξής:
«Το παρόν προνόμιο μπορεί ν' αφαιρεθεί στις περιπτώσεις που:
1ο: Ο διευθυντής παραβεί τις υποχρεώσεις που έχουν συμφωνηθεί και καταγραφεί στο παρόν καταστατικό».
Ακολουθούν οι διατάξεις των υποχρεώσεων.
Αυτό το αντίγραφο, γράφει ο κύριος Μονσαρμέν, ήταν γραμμένο με μαύρο μελάνι και σε απόλυτη συμφωνία με εκείνο που είχαμε και μεις.
Όμως, στο τέλος του αντίγραφου που μας έδειχνε ο κύριος Πολινιύ, υπήρχε μια παράγραφος, γραμμένη με κόκκινο μελάνι, μ' ένα γραφικό χαραχτηρα παράξενο και ταραγμένο, λες και κάποιος είχε γράψει με την άκρη ενός σπίρτου. Έμοιαζε με γραφή παιδιού, που ακόμη δεν είχε μάθει να ενώνει τα γράμματα. Αυτή η παράγραφος που προέκτεινε μ' έναν τόσο περίεργο τρόπο το άρθρο 98, έλεγε κατά λέξη:
5ο: Αν ο διευθυντής καθυστερήσει πάνω από δεκαπέντε μέρες να δώσει το μισθό που οφείλει στο Φάντασμα της Όπερας, μισθό που μέχρι νεότερη διαταγή ορίζεται στο ποσόν των 20.000 φράγκων, δηλαδή 240.000 φράγκα το χρόνο.
Ο κύριος Πολινιύ μας έδειξε διστακτικά αυτήν την τελευταία παράγραφο που σίγουρα μας αιφνιδίασε.
«Αυτό είναι όλο; Δε ζητά τίποτε άλλο;» ρώτησε ο Ρισάρ με τη μεγαλύτερη δυνατή ψυχραιμία.
«Όχι, δεν είναι μόνο αυτό», απάντησε ο Πολινιύ.
Ξεφύλλισε το καταστατικό και διάβασε:
«Άρθρο 63: Το μεγάλο θεωρείο της δεξιάς μεριάς, No 1, προορίζεται για τον αρχηγό του Κράτους. Το θεωρείο No 20, τις Δευτέρες και το No 30 τις Τρίτες και τις Παρασκευές, είναι στη διάθεση του υπουργού. Το δεύτερο θεωρείο No 27, προορίζεται καθημερινά για τους ιθύνοντες της αστυνομίας».
Στο τέλος αυτού του άρθρου ο κύριος Πολινιύ μας έδειξε μια γραμμή που είχε προστεθεί με κόκκινο μελάνι.
Το πρώτο θεωρείο No 5, σε όλες τις παραστάσεις, βρίσκεται στη διάθεση του φαντάσματος της Όπερας.
Μετά απ' αυτό το τελευταίο «χτύπημα», δεν μπορέσαμε παρά να σηκωθούμε και να σφίξουμε θερμά τα χέρια των δύο προκατόχων μας, συγχαίροντας τους για τη θαυμάσια φάρσα τους, που αποδείκνυε πως η παλιά καλή γαλλική ευθυμία εξακολουθούσε να βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Ο Ρισάρ μάλιστα θεώρησε πως έπρεπε να προσθέσει ότι «τώρα καταλάβαινε γιατί οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ εγκατέλειπαν την εθνική Ακαδημία μουσικής. Η παρουσία ενός τόσο απαιτητικού φαντάσματος έκανε αυτή τη δουλειά πολύ δύσκολη πια».
«Φυσικά», είπε ο κύριος Πολινιύ με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα, «240.000 φράγκα δε βρίσκονται έτσι εύκολα, και φαντάζεστε τι μας κοστίζει η ενοικίαση του πρώτου θεωρείου No 5, που πρέπει να κρατιέται πάντα για το φάντασμα; Δίχως να λογαριάσουμε πως αυτά τα έξοδα δεν μπορούσαμε να τα δικαιολογήσουμε, αλλά έπρεπε να τα παρουσιάζουμε ως έσοδα! Έτσι, πληρώναμε απ' την τσέπη μας! Πραγματικά, δεν είναι δυνατόν να δουλεύουμε για τη συντήρηση των φαντασμάτων!… Προτιμάμε να φύγουμε!»
«Ναι», απάντησε ο κύριος Ντεμπιέν. «Προτιμάμε να φύγουμε! Πάμε λοιπόν!»
Σηκώθηκε.
Ο Ρισάρ είπε:
«Μα, επιτέλους, μου φαίνεται πως παραείσαστε καλοί μ' αυτό το φάντασμα. Αν εγώ είχα να κάνω μ' ένα τόσο ενοχλητικό φάντασμα δε θα δίσταζα να πω στην αστυνομία να το συλλάβει…»
«Μα πού; Πώς;» φώναξαν κι οι δυο με μια φωνή. «Δεν το 'χουμε δει ποτέ!»
«Κι όταν έρχεται στο θεωρείο του;»
«Ποτέ δεν το έχουμε δει στο θεωρείο του».
«Ε, τότε νοικιάστε το».
«Να νοικιάσουμε το θεωρείο του φαντάσματος της Όπερας! Καλά λοιπόν κύριοι, δοκιμάστε να το κάνετε εσείς!»
Σ' αυτό το σημείο βγήκαμε κι οι τέσσερις απ' το γραφείο. Ο Ρισάρ και γω ποτέ δεν είχαμε διασκεδάσει τόσο πολύ.