22 ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΕΝΟΣ ΠΕΡΣΗ ΣΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ

Ο ΠΕΡΣΗΣ, έχει γράψει ο ίδιος για το πόσο είχε προσπαθήσει, μάταια μέχρι εκείνη τη νύχτα, να μπει μέσα στην κατοικία της Λίμνης από τη λίμνη, καθώς και για το πώς ανακάλυψε την είσοδο του τρίτου υπογείου και το πώς τελικά ο υποκόμης ντε Σανιύ κι ο ίδιος βρέθηκαν φυλακισμένοι, μαζί με τη σατανική φαντασία του φαντάσματος, μέσα στο δωμάτιο των βασανιστηρίων. Να, λοιπόν, η γραπτή αφήγηση που μας άφησε (κάτω από συνθήκες που θα προσδιορίσουμε αργότερα) και την οποία παραθέτω χωρίς ν' αλλάξω ούτε μια λέξη. Την δίνω έτσι ακριβώς όπως γράφτηκε, γιατί θεώρησα πως δεν έπρεπε να αποσιωπήσω τις προσωπικές περιπέτειες που έζησε ο νταρόγκα γύρω από το σπίτι της Λίμνης, προτού συναντήσει τον Ραούλ. Μπορεί στην αρχή να σας φανεί πως οι περιπέτειες του Πέρση μας απομακρύνουν από το δωμάτιο των βασανιστηρίων. Στην πραγματικότητα όμως, μας βοηθούν να εισχωρήσουμε σ' αυτό με τον καλύτερο τρόπο, γιατί μας ξεκαθαρίζουν πολύ σημαντικά πράγματα και μας εξηγούν μερικές επιφανειακά περίεργες συμπεριφορές του Πέρση, που μπορεί να μας φάνηκαν ακατανόητες.

Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα στο σπίτι της Λίμνης, γράφει ο Πέρσης. Μάταια είχα παρακαλέσει το λάτρη των καταπακτών - έτσι ονομάζαμε εμείς, στην Περσία, τον Ερίκ — να μου ανοίξει τις μυστηριώδεις πόρτες. Η απάντηση του ήταν πάντα αρνητική. Εγώ, που είχα πληρωθεί για να μάθω τα μυστικά του και τα κόλπα του, μάταια είχα προσπαθήσει, με χίλιους δυο τρόπους ν' αποχτήσω τη συγκατάθεσή του. Από τότε που ξαναβρήκα τον Ερίκ στην Όπερα, όπου έμοιαζε να κατοικεί, τον είχα παρακολουθήσει πολλές φορές. Άλλοτε στους διαδρόμους του πάνω μέρους του κτιρίου, άλλοτε στους διαδρόμους των υπογείων, άλλοτε στην όχθη της λίμνης, ενώ αυτός νόμιζε πως ήταν μόνος κι ανέβαινε στη μικρή του βάρκα και κατευθυνόταν στον απέναντι τοίχο. Όμως, η σκιά που τον περιέβαλλε ήταν πάντα πολύ βαθιά κι έτσι δεν μπόρεσα ποτέ να δω το ακριβές σημείο απ' όπου έμπαινε στην κατοικία του. Η περιέργεια, καθώς κι οι υποψίες που μου είχαν προκαλέσει οι συζητήσεις μου μαζί του, μ' έκαναν μια μέρα, που και γω με τη σειρά μου νόμιζα πως ήμουν μόνος, να πάρω τη μικρή βάρκα και να κατευθυνθώ προς το μέρος του τοίχου όπου έβλεπα πάντα να κατευθύνεται ο Ερίκ. Τότε ήταν που ήρθα αντιμέτωπος με τη Σειρήνα η οποία φύλαγε τις όχθες αυτού του τόπου και που παρ' ολίγο η γοητεία της ν' αποβεί μοιραία για μένα. Να πώς έγινε: Δεν είχα προλάβει ν' απομακρυνθώ από την όχθη, όταν η σιωπή που με περιέβαλλε μέχρι τότε ταράχτηκε ανεπαίσθητα από κάτι σαν φύσημα, κάτι σαν μελωδικό φύσημα που απλώθηκε τριγύρω μου. Ήταν ταυτόχρονα μια ανάσα και μια μουσική. Αυτός ο ήχος, λες κι αναδύονταν γλυκά από τα νερά της λίμνης και ήταν λες και βρισκόμουν κάτω από την επήρεια κάπου άγνωστου ναρκωτικού. Αυτός ο ήχος μ' ακολουθούσε, άλλαζε θέση κι αυτός μαζί με μένα και ήταν τόσο όμορφος που δεν μου προξενούσε καμιάν ανησυχία. Αντίθετα, ένιωθα μια μεγάλη επιθυμία να πλησιάσω την πηγή αυτής της γλυκιάς και μαγευτικής αρμονίας κι έσκυβα πάνω απ' τη μικρή μου βάρκα, προς τα νερά, γιατί δεν υπήρχε κανείς άλλος πέρα από μένα. Η φωνή, γιατί τώρα πια ξεχώριζα καθαρά μια φωνή, ήταν δίπλα μου, στην επιφάνεια των νερών. Έσκυβα, όλο έσκυβα, ολοένα και περισσότερο… Η λίμνη ήταν εντελώς ήρεμη και οι αχτίδες του φεγγαριού, που αφού πέρασαν από το κιγκλίδωμα της οδού Σκριμπ ήρθαν να φωτίσουν τη λίμνη, δε με βοηθούσαν να διακρίνω απολύτως τίποτα πάνω στη λεία και μαύρη σαν μελάνι επιφάνεια της λίμνης. Τίναξα κάπως τ' αφτιά μου σε μια προσπάθεια ν' απελευθερωθώ από κάποιον πιθανό βόμβο, όμως αναγκάστηκα να διαπιστώσω πως δεν επρόκειτο για κάποιο βόμβο των αφτιών μου. Κανένας βόμβος δεν μπορούσε να είναι τόσο αρμονικός όσο αυτή η μελωδική ανάσα που με ακολουθούσε και που τώρα πια με έλκυε.

Αν ήμουν προληπτικός ή εύκολος στο παραμύθιασμα, θα είχα σίγουρα σκεφτεί πως έμπλεξα με κάποια σειρήνα που αποστολή της ήταν να ταράζει τον επιπόλαιο ταξιδιώτη που τόλμησε να διασχίσει τα νερά της κατοικίας της Λίμνης. Όμως, δόξα το Θεώ! Έρχομαι από μια χώρα όπου αγαπούν πολύ το φανταστικό κι έτσι γνωρίζω όλα του τα μυστικά. Άλλωστε, εγώ ο ίδιος το είχα μελετήσει ιδιαίτερα: με πολύ απλούς αλλά κατάλληλους χειρισμούς είναι πολύ εύκολο, σε κάποιον που ξέρει, να εξάψει την καημένη την ανθρώπινη φαντασία.

Δεν είχα λοιπόν καμιά αμφιβολία πως επρόκειτο για καινούργια εφεύρεση του Ερίκ. Όμως, γι' ακόμη μια φορά, αυτή η εφεύρεση ήταν τόσο τέλεια που, καθώς έσκυβα πάνω απ' τη μικρή μου βάρκα, μ' ενδιέφερε περισσότερο ν' απολαύσω τη γοητεία αυτής της απάτης παρά να την αποκαλύψω.

Έτσι έσκυβα… Ολοένα έσκυβα… έτοιμος ν' ανατραπώ…

Ξαφνικά, μέσα απ' τα νερά πρόβαλαν δυο τερατώδη μπράτσα που μ' άρπαξαν απ' το λαιμό, παρασύροντάς με στο βυθό με ακατανίκητη δύναμη. Ήμουν σίγουρα χαμένος, αν δεν προλάβαινα να ουρλιάξω κι έτσι να μ' αναγνωρίσει ο Ερίκ.

Γιατί βέβαια, αυτός που μ' είχε αρπάξει ήταν ο Ερίκ και αντί να με πνίξει, όπως σίγουρα είχε κατά νου, με μετέφερε κολυμπώντας στις όχθες της λίμνης.

«Είδες πόσο επιπόλαιος είσαι», μου είπε στέκοντας όρθιος μπροστά μου, στάζοντας ολόκληρος αυτό το κολασμένο νερό. «Γιατί προσπάθησες να μπεις στο σπίτι μου; Δε σε κάλεσα! Δε θέλω ούτε εσένα ούτε κανέναν άλλον! Μα, τελικά, μου έσωσες τη ζωή για να μου την κάνεις ανυπόφορη; Όσο κι αν ήταν σπουδαίο αυτό που έκανες για μένα, ίσως, τελικά, ο Ερίκ καταλήξει να το ξεχάσει και ξέρεις πως τίποτε δεν μπορεί να συγκρατήσει τον Ερίκ… ούτε ο ίδιος ο Ερίκ».

Μιλούσε, αλλά εγώ δεν είχα άλλο στο νου μου, από το να μάθω τι ήταν αυτό που ήδη είχα ονομάσει το κόλπο της Σειρήνας. Θέλησε να ικανοποιήσει την περιέργεια μου, γιατί ο Ερίκ που — είναι ένα πραγματικό τέρας — για μένα εξακολουθεί να είναι ένα αλαζονικό και υπεροπτικό παιδί που δεν αγαπά τίποτα περισσότερο από το να επιδεικνύει την πραγματικά θαυμαστή ιδιοφυία του πνεύματός του.

Έβαλε τα γέλια και μου έδειξε ένα καλάμι.

«Είναι σχεδόν απλοϊκό!» μου είπε, «όμως και πολύ βολικό για ν' αναπνέεις και να τραγουδάς μέσα στο νερό! Είναι ένα κόλπο που έμαθα στους πειρατές του Τονκίν, οι οποίοι μ' αυτόν τον τρόπο μπορούν να μένουν ώρες ολόκληρες κρυμμένοι στα βάθη των ποταμών[10]».

Του μίλησα αυστηρά.

«Είναι ένα κόλπο που παραλίγο να με σκοτώσει!» είπα… «και ίσως για άλλους να υπήρξε μοιραίο!»

Δεν μου απάντησε, αλλά σηκώθηκε και στάθηκε μπρος μου παίρνοντας αυτό το παιδιάστικο, απειλητικό ύφος που ήξερα τόσο καλά.

Δεν άφησα να με «ρίξει» και του είπα αυστηρά:

«Ξέρεις τι μου υποσχέθηκες, Ερίκ! Όχι πια άλλα εγκλήματα!»

«Μα, είσαι σίγουρος πως έχω διαπράξει εγκλήματα;»

«Δυστυχισμένε!…» φώναξα… «Ξέχασες λοιπόν τις Ρόδινες Ώρες του Μαζεντεράν;»

«Ναι», απάντησε θλιμμένα… «προτιμώ να τις ξεχάσω… ωστόσο δεν μπορείς ν' αρνηθείς πως κατάφερα να κάνω τη μικρή σουλτάνα να γελάσει».

«Όλ' αυτά», δήλωσα, «είναι πια περασμένα… Όμως υπάρχει το παρόν… και κάτι μου χρωστάς απ' αυτό το παρόν, γιατί αν το ήθελα δε θα υπήρχε για σένα!… Μην το ξεχνάς ποτέ, Ερίκ: σου έχω σώσει τη ζωή!»


Εκμεταλλεύτηκα την τροπή που πήρε η συζήτηση για να του μιλήσω για κάτι που εδώ και αρκετό καιρό στριφογύριζε στο μυαλό μου.

«Ερίκ», του είπα… «Ερίκ ορκίσου μου…»

«Τι να ορκιστώ;…» είπε… «ξέρεις πολύ καλά πως δεν κρατώ τους όρκους μου. Οι όρκοι είναι φτιαγμένοι για να παγιδεύονται οι ηλίθιοι».

«Πες μου… Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις αυτό, Ερίκ…»

«Τι;»

«Ο πολυέλαιος, Ερίκ; Ο πολυέλαιος;»

«Τι έγινε με τον πολυέλαιο;»

«Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω να πω…»

«Α! χα!» γέλασε σαρκαστικά… «ο πολυέλαιος… Θα σου πω λοιπόν… Δεν έφταιγα εγώ για τον πολυέλαιο… Αυτός ο πολυέλαιος είχε κιόλας φθαρεί…»

Όταν γελούσε, ο Ερίκ γινόταν ακόμα πιο φρικιαστικός… Πήδηξε στη βάρκα, γελώντας τόσο αλλόκοτα που μ' έπιασε τρεμούλα.

«Ήταν φθαρμένος, αγαπητέ μου νταρόγκα[11], πολύ φθαρμένος… Ο πολυέλαιος έπεσε από μόνος του… Έκανε μπουμ! Και τώρα, νταρόγκα, μια συμβουλή. Πήγαινε να στεγνώσεις αν δε θες ν' αρπάξεις κανένα συνάχι!… και μην ξανανέβεις στη βάρκα μου… και, κυρίως, ποτέ, μα ποτέ, μην προσπαθήσεις να μπεις στο σπίτι μου… δεν είμαι πάντα εκεί, νταρόγκα, και πίστεψέ με θα με λυπούσε αφάντοιστα ν' αναγκαστώ να σου αφιερώσω τη νεκρώσιμη ακολουθία μου!»

Έτσι χαχανίζοντας, στεκόταν όρθιος στο πίσω μέρος της βάρκας και τραβούσε κουπί ισορροπώντας σαν αίλουρος. Έμοιαζε σαν μοιραίος βράχος, με τα χρυσαφένια του μάτια να λάμπουν. Μετά από λίγο, δεν έβλεπα άλλο από τα μάτια του, ώσπου τελικά εξαφανίστηκε εντελώς στη νύχτα της λίμνης.

Απ' αυτή τη μέρα και μετά παραιτήθηκα απ' την ιδέα να μπω στο σπίτι του από τη λίμνη! Ήταν φανερό πως αυτή η μεριά ήταν πολύ καλά φυλαγμένη, ιδιαίτερα από τότε που έμαθε πως τη γνώριζα. Ήμουν όμως σίγουρος πως θα 'πρεπε να υπάρχει και κάποιο άλλο πέρασμα, γιατί είχα δει, πάνω από μια φορά, τον Ερίκ να εξαφανίζεται από το τρίτο υπόγειο μπροστά στα μάτια μου. Από τότε που κατάλαβα πως ο Ερίκ μένει στην Όπερα, ζούσα μέσα σε διαρκή τρόμο για το τι θα μπορούσε να σκαρώσει με τη νοσηρή του φαντασία· ανησυχούσα όχι τόσο για τον εαυτό μου όσο για το τι θα μπορούσε να συμβεί σε άλλους[12]. Όποτε συνέβαινε κάποιο ατύχημα, κάποιο μοιραίο γεγονός, δεν μπορούσα να μη σκεφτώ: «Ίσως να είναι δουλειά του Ερίκ!…» έτσι όπως οι άλλοι γύρω μου έλεγαν: «Είναι δουλειά του φαντάσματος!…» Πόσες φορές αλήθεια δεν άκουσα να προφέρουν αυτή τη φράση χαμογελώντας! Οι δύστυχοι! Αν ήξεραν πως το φάντασμα υπήρχε στ' αλήθεια με σάρκα και οστά και πως ήταν εξίσου τρομερό με τη σκιά που ανάφεραν, σίγουρα δε θα ήταν σε θέση να χαμογελάσουν!… Αν μόνο ήξεραν για το τι ήταν ικανός ο Ερίκ και κυρίως σ' έναν χώρο σαν αυτόν της Όπερας!… Αν ήξεραν τι περνούσε απ' το μυαλό μου!…


Ήταν σαν να 'χα σταματήσει να ζω!… Παρόλο που ο Ερίκ, μου δήλωσε με κάθε σοβαρότητα πως είχε αλλάξει και πως είχε γίνει ο καλύτερος των ανθρώπων από τότε που κάποιος τον αγάπησε έτσι όπως είναι, φράση που εξάλλου με προβλημάτισε ιδιαίτερα, δεν μπορούσα να μην τρέμω στη σκέψη του τέρατος. Η φριχτή, μοναδική, απωθητική του ασχήμια τον τοποθετούσε στο περιθώριο της ανθρωπότητας και μου φαίνεται πως αυτό ακριβώς τον έκανε να μη νιώθει καμιά απολύτως υποχρέωση απέναντι στην ανθρώπινη φυλή. Ο τρόπος που μου είχε μιλήσει για τον έρωτά του μεγάλωσε την ανησυχία μου, γιατί διέβλεπα πως αυτό το γεγονός, που μου είχε αναφέρει με τη γνωστή του υπερβολή και έπαρση, ήταν προάγγελος καινούργιων δραμάτων, φριχτότερων από τα προηγούμενα. Ήξερα μέχρι ποιο σημείο υπέρτατης καταστροφικής απελπισίας μπορούσε να φτάσει ο πόνος του Ερίκ κι αυτά που μου 'χε πει (που αμυδρά προανάγγειλαν την τρομερότερη καταστροφή) δεν έπαυαν να βασανίζουν τη σκέψη μου.

Από την άλλη, είχα ανακαλύψει το παράξενο εμπόριο που διεξαγόταν ανάμεσα στο τέρας και την Κριστίν Ντααέ. Κρυμμένος στην αποθήκη που βρίσκεται δίπλα στο καμαρίνι της νεαρής ντίβας, άκουσα την θαυμάσια μουσική — που όπως ήταν φυσικό βύθιζε την Κριστίν σε μια θεία έκσταση. Παρ' όλ' αυτά όμως, ποτέ δε σκέφτηκα πως η φωνή του Ερίκ (που ανάλογα με τη διάθεση του ήταν βροντερή όπως ο κεραυνός ή γλυκιά σαν των αγγέλων) μπορούσε να την κάνει να ξεχάσει την ασχήμια του. Τα κατάλαβα όλα όταν ανακάλυψα πως η Κριστίν δεν τον είχε ακόμη δει! Μπόρεσα να μπω κρυφά στο καμαρίνι και φέρνοντας στον νου μου τα μαθήματα που μου 'χε δώσει παλιότερα, δε δυσκολεύτηκα ν' ανακαλύψω το τρικ που έκανε τον τοίχο με τον καθρέφτη να μετακινείται και να διαπιστώσω με ποιο κόλπο, χρησιμοποιώντας τρύπια τούβλα, κατάφερνε ν' ακούει η Κριστίν τη φωνή του σαν νάταν δίπλα της. Ανακάλυψα επίσης το δρόμο που οδηγούσε στην πηγή και στην κρύπτη (την κρύπτη των κομμουνάρων), καθώς και την καταπακτή που επέτρεπε στον Ερίκ να μπαίνει κατευθείαν στα υπόγεια της σκηνής.

Φαντάζεστε ποια ήταν η έκπληξή μου όταν, μερικές μέρες αργότερα, τα ίδια μου τα μάτια και τ' αφτιά με πληροφόρησαν πως ο Ερίκ και η Κριστίν Ντααέ βλεπόντουσαν και όταν είδα το τέρας, σκυμμένο πάνω από τη μικρή πηγή, στο δρόμο των κομμουνάρων, να δροσίζει το μέτωπο της λιπόθυμης Κριστίν Ντααέ. Ένα λευκό άλογο, το άλογο του Προφήτη, που είχε εξαφανιστεί από τους σταύλους της Όπερας, στεκόταν ήσυχα πλάι τους. Παρουσιάστηκα. Ήταν τρομερό. Είδα αστραπές να πετιούνται από δυο χρυσαφένια μάτια και πριν προλάβω ν' αρθρώσω λέξη ένιωσα ένα τρομερό χτύπημα στο μέτωπο κι έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα, ο Ερίκ, η Κριστίν και το λευκό άλογο είχαν εξαφανιστεί. Δεν είχα καμιά αμφιβολία πως η δυστυχισμένη βρισκόταν φυλακισμένη στην κατοικία της Λίμνης. Χωρίς να διστάσω, αποφάσισα να πάω ξανά στην όχθη, παρ' όλον τον κίνδυνο που παρουσίαζε μια τέτοια απόπειρα. Για είκοσι τέσσερις ώρες καραδοκούσα. Κρυμμένος κοντά στη μαύρη όχθη, περίμενα το τέρας να εμφανιστεί, γιατί ήμουν σίγουρος πως θα 'βγαίνε για να κάνει προμήθειες. Επί τη ευκαιρία, πρέπει να σας πω, πως όταν έβγαινε και πήγαινε στο Παρίσι ή όποτε τέλος πάντων τολμούσε να εμφανιστεί δημόσια, έβαζε, στη θέση της φριχτής τρύπας που είχε για μύτη, μια ψεύτικη μύτη που συνοδευόταν από ένα μουστάκι, πράγμα που δεν αφαιρούσε διόλου το μακάβριο ύφος του, αφού απ' όπου περνούσε έλεγαν: «Κοίτα, ο Χάρος βγήκε παγανιά…» Μόλις και μετά βίας κατόρθωναν να υποφέρουν τη θέα του. Περίμενα λοιπόν στην όχθη της λίμνης — της Αχερουσίας του λίμνης, όπως την είχε αποκαλέσει πολλές φορές, γελώντας σαρκαστικά, της δικής του λίμνης. Κουρασμένος αναλογιζόμουν: «Σίγουρα θα βγήκε από το άλλο πέρασμα, το πέρασμα του τρίτου υπογείου», όταν άκουσα ένα θόρυβο στο σκοτάδι. Είδα δυο χρυσαφένια μάτια να λάμπουν σαν φανάρια. Η βάρκα δεν άργησε να φτάσει στην όχθη. Ο Ερίκ πήδηξε και προχώρησε προς το μέρος μου.

«Κλείνουν είκοσι τέσσερις ώρες που περιμένεις εδώ», μου είπε. «Μ' ενοχλείς! Σου δηλώνω πως αυτή η ιστορία θα έχει πολύ κακό τέλος! Και θάναι εξαιτίας σου! Η υπομονή μου σε σώζει… Νομίζεις πως με παρακολουθείς, απερίγραπτο χαζοπούλι… (κατά λέξη). Εγώ σε παρακολουθώ και ξέρω ακριβώς τι ξέρεις για μένα. Χτες, στο δρόμο των κομμουνάρων σε άφησα ήσυχο. Όμως, σου δηλώνω πως ήταν η τελευταία φορά! Μα την πίστη μου, όλ' αυτά που κάνεις είναι πολύ επιπόλαια και, μα την αλήθεια, αναρωτιέμαι αν καταλαβαίνεις τι σου λέω!»

Ήταν τόσο θυμωμένος που δεν τόλμησα να τον διακόψω. Αφού πήρε μια βαθιά αναπνοή σαν φώκια, συγκεκριμενοποίησε τις φριχτές του σκέψεις, που αντιστοιχούσαν πλήρως στις ανησυχίες μου.

«Ναι. Πρέπει να μάθεις μια για πάντα — μια για πάντα, είπε — τι σημαίνουν τα λόγια μου! Σου ξαναλέω πως με τις επιπολαιότητες σου — γιατί ήδη, η σκιά με το μάλλινο καπέλο σε σταμάτησε κιόλας δυο φορές και, δίχως να ξέρει τι γυρεύεις στα υπόγεια, σε οδήγησε στους διευθυντές, που σε πήραν για φαντασιόπληκτο Πέρση, λάτρη των θεατρικών τρικ και των θεατρικών παρασκηνίων. (Ήμουν και γω εκεί, ναι ήμουν εκεί μέσα στο γραφείο. Ξέρεις πολύ καλά πως βρίσκομαι παντού). Σου λέω λοιπόν, πως με τις επιπολαιότητές σου θα καταλήξουν να υποψιάζονται πως εδώ κάτι συμβαίνει… και τελικά, θ' ανακαλύψουν πως ψάχνεις για τον Ερίκ… και θα θελήσουν κι αυτοί, όπως κι εσύ, να βρουν τον Ερίκ… και θ' ανακαλύψουν το σπίτι της Λίμνης… Και τότε… τόσο το χειρότερο φίλε μου!… Δε θα ευθύνομαι πια για τίποτα!»

Ξεφύσηξε ξανά σαν φώκια.

«Για τίποτα!… Αν τα μυστικά του Ερίκ δεν παραμείνουν μυστικά του Ερίκ, τόσο το χειρότερο για πολλά από τα μέλη της ανθρώπινης φυλής! Αυτά είχα να σου πω χαζοπούλι — κατά λέξη — και θα 'πρεπε να είναι αρκετά. Εκτός κι αν δεν καταλαβαίνεις πια τι σου λέει ο άλλος!…»

Είχε κάτσει στο πίσω μέρος της βάρκας του και χτυπούσε το δάπεδό της με τα τακούνια των παπουτσιών του περιμένοντας την απάντησή μου. Εγώ, πολύ απλά του είπα:

«Δεν είναι για τον Ερίκ που έρχομαι εδώ!…»

«Για ποιον έρχεσαι τότε;»

«Ξέρεις πολύ καλά. Για την Κριστίν Ντααέ!»

Μου απάντησε:

«Έχω κάθε δικαίωμα να συναντιέμαι μαζί της στο σπίτι μου. Μ' αγαπά γι' αυτό που είμαι».

«Δεν είναι αλήθεια», είπα. «Την απήγαγες και την κρατάς αιχμάλωτη!»

«Άκουσε με», μου είπε. «Μου υπόσχεσαι να μην ασχοληθείς ποτέ ξανά με τη ζωή μου αν σου αποδείξω πως μ' αγαπά γι' αυτό που είμαι;»

«Ναι, στο υπόσχομαι», του απάντησα χωρίς να διστάσω, γιατί ήμουν σίγουρος πως ήταν αδύνατον να συμβαίνει κάτι τέτοιο, πως ήταν αδύνατον ν' αγαπά κανείς ένα τέτοιο τέρας.

«Ε, να λοιπόν! Είναι πάρα πολύ απλό!… Η Κριστίν Ντααέ θα βγει από δω όπως και όποτε θέλει και θα ξαναγυρίσει!… Ναι, θα ξαναγυρίσει, γιατί έτσι θα θελήσει, γιατί αυτή θα είναι η επιθυμία της… Θα ξαναγυρίσει μόνη της, γιατί μ' αγαπά γι' αυτό που είμαι!…»

«Α! πολύ αμφιβάλλω αν θα ξανάρθει!… Ωστόσο, έχεις καθήκον να την αφήσεις να φύγει».

«Καθήκον! Απερίγραπτο χαζοπούλι! (κατά λέξη). Δεν είναι καθήκον μου, είναι η θέλησή μου… Θέλω να την αφήσω να φύγει και αυτή θέλει να ξανάρθει… γιατί μ' αγαπά!… Όλ' αυτά, στο λέω… θα τελειώσουν μ' ένα γάμο… ένα γάμο στη Μαντλέν… απίθανο χαζοπούλι! (κατά λέξη). Με πιστεύεις επιτέλους; Αφού σου λέω πως έχω ήδη γράψει τη λειτουργία μου για το γάμο… θα δεις αυτό το Κύριε.…»

Χτύπησε ξανά τα τακούνια των παπουτσιών του στο ξύλο της βάρκας, δημιουργώντας ένα ρυθμικό ήχο που τον συνόδευε με μια σιγανή φωνή τραγουδώντας: «Κύριε!… Κύριε!… Κύριε Ελέησον!… Θα τη δεις… θα τη δεις αυτήν τη λειτουργία!»

«Άκουσε», κατάληξα, «θα σε πιστέψω όταν δω την Κριστίν Ντααέ να βγαίνει από το σπίτι της Λίμνης και να επιστρέφει από μόνη της!»

«Και δε θ' ανακατευτείς ξανά στη ζωή μου; Εντάξει; Καλά λοιπόν… θα τη δεις απόψε το βράδυ… Έλα στο χορό των μεταμφιεσμένων. Η Κριστίν και γω θα πάμε… Μετά, θα πας να κρυφτείς στην αποθήκη και θα δεις πως η Κριστίν, που στο μεταξύ θα 'χει γυρίσει στο καμαρίνι της, δε θα επιθυμεί τίποτα περισσότερο από το να ξαναπάρει το δρόμο των κομμουνάρων».

«Σύμφωνοι!»

Πραγματικά, αν παραβρισκόμουν σε κάτι τέτοιο δε θα 'χα παρά να υποκλιθώ, γιατί ένας πολύ όμορφος άνθρωπος έχει πάντα το δικαίωμα ν' αγαπήσει το φριχτότερο τέρας, ιδιαίτερα όταν, όπως συμβαίνει εδώ, το τέρας αυτό έχει όλη τη γοητεία της μουσικής και ο πολύ όμορφος άνθρωπος είναι μια τραγουδίστρια.

«Και τώρα φύγε! πρέπει να πάω να κάνω τα ψώνια μου!…»

Έφυγα λοιπόν όμως, εξακολουθούσα να σκέφτομαι και ν' ανησυχώ. Σκεφτόμουν: «Πώς θα τελειώσουν όλ' αυτά; Κι ενώ από φύση μου είμαι αρκετά μοιρολάτρης, δεν μπορούσα να μη νιώθω αγωνία στη σκέψη πως ανάλαβα μια τεράστια ευθύνη την ημέρα που έσωσα τη ζωή αυτού του τέρατος, που σήμερα απειλεί πολλά, από τα μέλη της ανθρώπινης φυλής.

Προς μεγάλη μου έκπληξη, τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς μου τα 'χε πει. Η Κριστίν Ντααέ βγήκε από το σπίτι της Λίμνης και ξαναγύρισε σ' αυτό πολλές φορές δίχως, απ' ό,τι φαινόταν τουλάχιστον, να την υποχρεώνει κανείς. Αποφάσισα να μην απασχολώ άλλο το μυαλό μου μ' αυτό το ερωτικό μυστήριο αλλά, δεν τα κατάφερνα να μη σκέφτομαι οτιδήποτε είχε σχέση με τον Ερίκ. Εν πάση περιπτώσει, τελικά, παίρνοντας απόφαση να μη φερθώ επιπόλαια δεν επιχείρησα ξανά να πάω στις όχθες της λίμνης, ούτε να πάρω το δρόμο των κομμουνάρων. Όμως, η ιδέα ενός άλλου περάσματος από το τρίτο υπόγειο με καταδίωκε κι έτσι πήγα πολλές φορές σ' αυτό το μέρος που τις πιο πολλές ώρες της μέρας είναι έρημο. Περνούσα ατέλειωτες ώρες εκεί στριφογυρνώντας τα δάχτυλά μου, κρυμμένος πίσω από ένα σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης, που και γω δεν ξέρω για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί, αφού το Βασιλιά της Λαχόρης τον έπαιζαν εξαιρετικά σπάνια. Τόση υπομονή δεν μπορούσε παρά ν' ανταμειφθεί. Μια μέρα, είδα να 'ρχεται προς το μέρος μου, γονατιστό το τέρας. Ήμουν σίγουρος πως δεν μπορούσε να με δει. Πέρασε ανάμεσα στο σκηνικό που βρισκόταν εκεί και ένα τρίποδο, προχώρησε ως το τοίχωμα, κάτι έκανε, σ' ένα σημείο που μπόρεσα να εντοπίσω, και μια πέτρα μετακινήθηκε ανοίγοντας ένα πέρασμα. Το τέρας εξαφανίστηκε μέσα σ' αυτό το πέρασμα και η πέτρα ξανάκλεισε πίσω του. Τώρα, ήξερα το μυστικό του τέρατος· ένα μυστικό που όποτε το θελήσω θα με οδηγήσει στην κατοικία της Λίμνης.

Για να σιγουρευτώ, περίμενα στην ίδια θέση τουλάχιστον για μισή ώρα ακόμη. Έπειτα, πήγα και γω με τη σειρά μου να «πειράξω» εκείνο το μέρος του τοίχου. Όλα συνέβησαν όπως και με τον Ερίκ. Ωστόσο, δεν τόλμησα να μπω στην τρύπα, όσο ήξερα πως ο Ερίκ ήταν σπίτι του. Από την άλλη, η ιδέα πως από στιγμή σε στιγμή ο Ερίκ θα μπορούσε να με βρει εκεί, μου 'φερε ξαφνικά στο νου το θάνατο του Ζοζέφ Μπικέ και καθώς δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να βάλω σε κίνδυνο μια τέτοια ανακάλυψη που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη σε πολλά μέλη της ανθρώπινης φυλής, εγκατάλειψα τα υπόγεια της Όπερας, αφού ξανάβαλα πολύ προσεχτικά την πέτρα στη θέση της, ακολουθώντας ένα σύστημα που είναι τόσο παλιό όσο και η Περσία.

Καταλαβαίνετε βέβαια, πως το ενδιαφέρον μου για την ιστορία του Ερίκ και της Κριστίν Ντααέ εξακολουθούσε να είναι μεγάλο, κι αυτό, όχι γιατί με διακατείχε κάποια νοσηρή περιέργεια, αλλά γιατί ανησυχούσα. Σκεφτόμουν πως αν ποτέ ο Ερίκ ανακαλύψει ότι η Κριστίν δεν τον αγαπά γι' αυτό που είναι, τότε μπορούμε να περιμένουμε τα πάντα. Στη διάρκεια των προσεχτικών μου περιπλανήσεων στην Όπερα, δεν άργησα να μάθω την αλήθεια για το θλιβερό έρωτα του τέρατος. Κυριαρχούσε στο πνεύμα της Κριστίν μέσα απ' τον τρόμο. Κυριαρχούσε στο πνεύμα της Κριστίν, η καρδιά όμως αυτού του τρυφερού παιδιού ανήκε ολοκληρωτικά στον υποκόμη Ραούλ ντε Σανιύ. Ενώ οι δυο τους έπαιζαν αθώα τους αρραβωνιασμένους, στους πάνω ορόφους της Όπερας — ακριβώς για ν' αποφύγουν το τέρας — δεν έπαυαν ν' ανησυχούν πως κάποιος τους παρακολουθούσε. Ήμουν αποφασισμένος να σκοτώσω το τέρας, αν χρειαζόταν, και στη συνέχεια να πάω να παραδοθώ στην αστυνομία και να τα πω όλα. Όμως, ο Ερίκ δεν έδινε σημεία ζωής — πράγμα που δε σήμαινε πως εγώ είχα πάψει ν' ανησυχώ.

Πρέπει να σας εκθέσω όλον το συλλογισμό μου. Νόμισα πως το τέρας, εξαιτίας της ζήλειας του, είχε εγκαταλείψει την κατοικία του κι έτσι θεώρησα πως χωρίς κίνδυνο μπορούσα να μπω στο σπίτι της Λίμνης από το πέρασμα του τρίτου υπογείου. Πραγματικά, υπήρχαν πολλοί και σημαντικοί λόγοι για να με κάνουν να πάω να μάθω τι ακριβώς συνέβαινε εκεί μέσα! Μια μέρα, κουρασμένος πια να περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία, πήγα και πασπάτεψα την πέτρα. Αμέσως άκουσα μια υπέροχη μουσική. Ήταν το τέρας που δούλευε, μ' όλες τις πόρτες ανοιχτές, τον Θριαμβεύοντα Δον Ζουάν του. Ήξερα πως αυτό ήταν το έργο της ζωής του. Δεν τολμούσα να κάνω την παραμικρή κίνηση· καθόμουν ακίνητος στη σκοτεινή μου τρύπα… Σε μια στιγμή, σταμάτησε να παίζει κι άρχισε να περπατά σαν τρελός πέρα δώθε μέσ' στο σπίτι του. Έλεγε μονολογώντας με δυνατή φωνή: «Πρέπει όλ' αυτά να τελειώσουν πριν! Να τελειώσουν για τα καλά! μια και καλή!». Αυτά τα λόγια, κάθε άλλο παρά με καθησύχασαν και καθώς η μουσική ξανάρχιζε έκλεισα σιγά σιγά την πέτρα. Όμως, παρόλο που η πέτρα ήταν κλειστή εξακολουθούσα ν' ακούω συγκεχυμένα ένα τραγούδι, πολύ μακρινό, λες κι ανέβαινε από τα έγκατα της γης, που μου 'φέρνε στο νου το τραγούδι της σειρήνας που αναδυόταν από τα βάθη των νερών της λίμνης. Θυμήθηκα τότε αυτά που είχαν πει μερικοί εργάτες μετά το θάνατο του Ζοζέφ Μπικέ και που είχαν προκαλέσει ειρωνικά χαμόγελα; «Γύρω από το σώμα του κρεμασμένου ακουγόταν ένας ήχος που έμοιαζε με το τραγούδι των νεκρών».

Την ημέρα της απαγωγής της Κριστίν Ντααέ έφτασα στην Όπερα, πολύ αργά το βράδυ τρέμοντας, έμαθα τα νέα. Είχα περάσει μια φριχτή μέρα, γιατί από την ώρα που διάβασα σε μια πρωινή εφημερίδα την αναγγελία του γάμου της Κριστίν Ντααέ με τον υποκόμη ντε Σανιύ, δεν έπαψα λεπτό ν' αναρωτιέμαι μήπως τελικά, το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να. καταγγείλλω το τέρας. Όμως, τελικά επικράτησε η λογική· ήμουν σίγουρος, πως κάτι ανάλογο, το μόνο που θα πετύχαινε ήταν η επιτάχυνση της ενδεχόμενης καταστροφής.

Όταν η άμαξά μου με άφησε μπροστά στην Όπερα κοίταξα αυτό το μνημείο λες και μου φαινόταν απίστευτο που βρισκόταν ακόμη στη θέση του!

Όμως, όπως κάθε καλός Ανατολίτης, είμαι λίγο μοιρολάτρης κι έτσι μπήκα μέσα έτοιμος για όλα!

Η απαγωγή της Κριστίν Ντααέ στη διάρκεια της πράξης της φυλακής, που όπως ήταν φυσικό αιφνιδίασε όλον τον κόσμο, με βρήκε προετοιμασμένο. Ήταν βέβαιο πως ο Ερίκ κρυβόταν πίσω απ' αυτό το ανεξήγητο γεγονός, σαν τέλειος «ταχυδακτυλουργός» που ήταν. Σκέφτηκα στα σοβαρά πως αυτό ήταν το τέλος της Κριστίν και ίσως το τέλος όλου του κόσμου.

Για μια στιγμή, αναρωτήθηκα μήπως θα 'πρεπε να συμβουλέψω όλον αυτόν τον κόσμο που χασομερούσε στο θέατρο, να φύγει το γρηγορότερο για να σωθεί. Αλλά, απόρριψα κι αυτήν την ιδέα, γιατί ήμουν σίγουρος πως θα μ' έπαιρναν για τρελό. Άλλωστε, ήξερα πολύ καλά πως αν, για παράδειγμα, άρχιζα να φωνάζω «φωτιά», για να κάνω όλον αυτόν τον κόσμο να φύγει από κει μέσα, πιθανά να γινόμουν η αιτία, λόγω του πανικού που θα προκαλούσα, μιας καταστροφής πολύ μεγαλύτερης απ' αυτήν που φοβόμουνα.

Εν πάση περιπτώσει, αποφάσισα, δίχως άλλη καθυστέρηση, να δράσω μόνος μου. Η στιγμή μου φάνηκε κατάλληλη. Είχα πολλές πιθανότητες, αυτήν την ώρα, ο Ερίκ να μη σκέφτεται τίποτ' άλλο από την αιχμάλωτή του. Έπρεπε λοιπόν να το εκμεταλλευτώ αυτό για να μπω στο σπίτι του από το πέρασμα του τρίτου υπογείου, και σκέφτηκα πως καλό θα ήταν να ενώσω τις δυνάμεις μου μ' αυτόν τον καημένο τον υποκόμη ντε Σανιύ, ο οποίος, αμέσως μόλις του μίλησα, μου έδειξε μια τόσο απόλυτη εμπιστοσύνη που με συγκίνησε βαθιά. Έστειλα τον υπηρέτη μου, τον Δαρείο, να μου φέρει το κουτί με τα πιστόλια στο καμαρίνι της Κριστίν. Έδωσα ένα πιστόλι στον υποκόμη και τον συμβούλεψα νάναι πάντα έτοιμος να πυροβολήσει γιατί, τελικά, δεν ήταν διόλου απίθανο ο Ερίκ να μας περιμένει πίσω από τον τοίχο. Έπρεπε να περάσουμε από το δρόμο των κομμουνάρων κι από την καταπακτή.

Ο νεαρός υποκόμης, όταν είδε τα πιστόλια, με ρώτησε αν επρόκειτο να μονομαχήσουμε. Και βέβαια, είπα. Και τι μονομαχία! Όμως, φυσικά, δεν είχα καιρό για να του δώσω περισσότερες εξηγήσεις. Ο νεαρός υποκόμης είναι γενναίος, όμως αγνοούσε σχεδόν τα πάντα για τον αντίπαλό του! Και, τελικά, τόσο το καλύτερο!

Τι είναι μια μονομαχία με τον τρομερότερο των μονομάχων σε σύγκριση με έναν αγώνα με τον ιδιοφυέστερο των ταχυδακτυλουργών; Κι εγώ ακόμη δεν μπορούσα εύκολα να παραδεχτώ πως επρόκειτο ν' αντιμετωπίσω έναν άνθρωπο που, από τη μια, μπορεί να γίνει αόρατος όποτε το θελήσει, κι από την άλλη, μπορεί να βλέπει όλ' αυτά που για τους άλλους παραμένουν αόρατα!… Έναν άνθρωπο που η παράξενη τέχνη του, η ευαισθησία του, η φαντασία και η επιδεξιότητα του του επιτρέπουν να έχει στη διάθεσή του όλες τις φυσικές δυνάμεις και που μπορεί να τις χειριστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να προκαλεί καταστροφικές για τους άλλους παραισθήσεις! Κι όλ' αυτά, στα υπόγεια της Όπερας, που σημαίνει, στον ίδιο τον τόπο της φαντασμαγορίας! Μπορούμε στ' αλήθεια να τ' αναλογιστούμε όλ' αυτά δίχως ν' ανατριχιάσουμε; Μπορούμε άραγε στ' αλήθεια να φανταστούμε το τι μπορεί να συμβεί μέσα στην Όπερα -μέσα στα πέντε της υπόγεια και τα είκοσι πέντε της ανώγεια- μαζί μ' ένα Ρομπέρ Χουντέν, έναν άγριο και «αστείο» Ρομπέρ Χουντέν, που άλλοτε κοροϊδεύει και άλλοτε μισεί! Που άλλοτε αδειάζει τις τσέπες κι άλλοτε σκοτώνει!… Σκεφτείτε: Έχετε ν' αντιμετωπίσετε το «λάτρη των καταπακτών!» Θεέ μου! Να παλέψει κανείς με το λάτρη των καταπακτών στη χώρα των καταπακτών!…

Ενώ από τη μια έλπιζα να μην είχε αφήσει την Κριστίν Ντααέ στην κατοικία της Λίμνης, όπου θα 'πρεπε να την είχε μεταφέρει, λιπόθυμη για μια ακόμη φορά, από την άλλη, με τρομοκρατούσε η ιδέα πως μπορεί να βρισκόταν κάπου τριγύρω μας, ετοιμάζοντας τη θηλειά του Πεντζάμπ.

Κανείς δεν ξέρει καλύτερα απ' αυτόν να ρίχνει το λάσο του Πεντζάμπ και είναι ο πρίγκιπας των στραγγαλιστών, όπως είναι ο βασιλιάς των θαυματοποιών. Όταν τέλειωσε με το να κάνει τη μικρή σουλτάνα να γελάσει, τον καιρό των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν, αυτή επέμενε να διασκεδάζει με κόλπα που τη φόβιζαν. Αυτός τότε, δε βρήκε τίποτα καλύτερο από το παιχνίδι με το λάσο του Πεντζάμπ. Ο Ερίκ, που είχε μείνει για καιρό στην Ινδία, είχε αποκτήσει εκεί εκπληκτικές ικανότητες στραγγαλιστή. Κλεινόταν σε μιαν αυλή όπου έφερναν έναν πολεμιστή — τις περισσότερες φορές επρόκειτο για κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο — που ήταν οπλισμένος με μια μακριά λόγχη κι ένα μεγάλο σπαθί. Ο Ερίκ δεν είχε τίποτ' άλλο πέρα απ' το λάσο του και πάντα συνέβαινε το ίδιο: τη στιγμή ακριβώς που, μετά από κάποιο τρομερό χτύπημα, ο μονομάχος νόμιζε πως είχε πια νικήσει τον Ερίκ, ακούγαμε το λάσο να σφυρίζει. Με μια επιδέξια κίνηση, ο Ερίκ είχε σφίξει το λεπτό σκοινί γύρω απ' το λαιμό του εχθρού του και τον έσερνε μπροστά στη μικρή σουλτάνα και τις γυναίκες της συνοδείας της, που παρακολουθούσαν το Θέαμα πίσω από ένα παράθυρο και χειροκροτούσαν. Η μικρή σουλτάνα, έμαθε κι αυτή να χρησιμοποιεί το λάσο, κατά τον ίδιο τρόπο. Έμαθε το παιχνίδι με το λάσο του Πεντζάμπ και μ' αυτό σκότωσε πολλές από κείνες τις γυναίκες, ακόμα και κάμποσες από τις φίλες της που είχαν έρθει να την επισκεφτούν. Όμως, τώρα προτιμώ να τελειώνω με τούτο το τρομερό θέμα των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν. Αν μίλησα γι' αυτό, το έκανα μόνο και μόνο για να καταλάβετε το γιατί έπρεπε να επιμείνω ιδιαίτερα στο να βρίσκεται ο νεαρός υποκόμης συνέχεια σε στάση επιφυλακής. Από τη στιγμή που μπήκαμε στα υπόγεια της Όπερας, τα πιστόλια μου δεν μπορούσαν να μας προσφέρουν και πολλά πράγματα· στην πραγματικότητα, ήταν άχρηστα, γιατί ήμουν βέβαιος πως, εφόσον ο Ερίκ δε μας επιτέθηκε στην αρχή, όταν μπήκαμε μέσα και προχωρήσαμε στο δρόμο των κομμουνάρων, δεν επρόκειτο να εμφανιστεί μπροστά μας. Μπορούσε όμως πάντα να μας στραγγαλίσει. Δε βρήκα ποτέ τον καιρό να τα εξηγήσω όλ' αυτά στον υποκόμη. Όμως, πιστεύω πως ακόμη κι αν είχα τον καιρό δε θα του έλεγα πως εκεί, κάπου στα σκοτάδια, μας παραμόνευε ένα λάσο του Πεντζάμπ. Δε χρειαζόταν να περιπλέξω την κατάσταση και περιορίστηκα στο να συμβουλέψω τον κύριο ντε Σανιύ να έχει πάντα το χέρι του τοποθετημένο στο ύψος του ματιού του, με το μπράτσο του λυγισμένο, να είναι δηλαδή ανά πάσα στιγμή έτοιμος, στη θέση του μονομάχου που περιμένει ν' ακούσει το «Πυρ!». Σ' αυτήν τη στάση είναι αδύνατον, ακόμη και για τον ικανότερο στραγγαλιστή, να ρίξει μ' επιτυχία το λάσο του Πεντζάμπ, γιατί, ταυτόχρονα με το λαιμό, θα πιάσει και το χέρι ή το μπράτσο κι έτσι η θηλειά γίνεται ακίνδυνη.


Αφού καταφέραμε ν' αποφύγουμε τον αστυνόμο, μερικούς θυρωρούς και μετά τους πυροσβέστες, αφού συναντήσαμε τον εξολοθρευτή των ποντικών (τον οποίον έβλεπα για πρώτη φορά) και περάσαμε απαρατήρητοι μπρος από τον άνθρωπο με το μαλακό καπέλο, ο υποκόμης και γω προχωρήσαμε χωρίς να συναντήσουμε άλλα εμπόδια μέχρι το τρίτο υπόγειο, ως εκεί που βρίσκονταν το τρίποδο και το σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης. Πασπάτεψα την πέτρα και πηδήξαμε μέσα στο σπίτι που ο Ερίκ είχε χτίσει ανάμεσα στους τοίχους της διπλής επένδυσης των θεμελίων της Όπερας. (Αυτό το είχε κάνει με όλη του την άνεση, γιατί ο Ερίκ ήταν ένας από τους πρώτους εργολήπτες του Φιλίπ Γκαρνιέ, του αρχιτέκτονα της Όπερας και κατά ένα μυστηριώδη τρόπο είχε καταφέρει να συνεχίσει να δουλεύει και μετά την επίσημη παύση των εργασιών, σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού και της Κομμούνας).

Ήξερα αρκετά καλά τον Ερίκ μου κι έτσι μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να έχει το θράσος να ελπίζει πως θα κατάφερνε ν' ανακαλύψει όλα τα κόλπα, που όλον αυτόν τον καιρό ο Ερίκ θα 'χε σκαρώσει εκεί μέσα. Ωστόσο, τούτο διόλου δε σήμαινε πως μπαίνοντας στο σπίτι του ένιωθα ασφαλής. Ήξερα τι είχε κάνει σε κάποιο παλάτι του Μαζεντεράν. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, κατάφερε να μετατρέψει την πιο απλή κι αθώα κατασκευή του κόσμου σ' έναν διαβολικό τόπο, όπου δεν μπορούσε κανείς να πει ούτε μια λέξη δίχως να τη μεταφέρει η ηχώ και να την ακούσει κάποιος άλλος. Πόσα οικογενειακά δράματα ξετυλίχτηκαν εκεί μέσα! Πόσες αιματηρές τραγωδίες δεν προκάλεσε το τέρας με τις καταπακτές και τις παγίδες του! Δίχως να υπολογίσουμε πως στα παλάτια που είχε βάλει το χέρι του, κανείς ποτέ δεν μπορούσε να ξέρει με ακρίβεια πού βρίσκεται. Οι εφευρέσεις του ήταν τρομερές. Σίγουρα όμως, η τρομερότερη, η πιο παράξενη και η πιο επικίνδυνη ήταν η αίθουσα των βασανιστηρίων. Εκτός από τις σπάνιες φορές που η μικρή σουλτάνα διασκέδαζε με το να κάνει να υποφέρουν απλοί, αθώοι υπήκοοι της, σ' αυτήν την αίθουσα έμπαιναν μόνο οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Κατά τη γνώμη μου, επρόκειτο για το νοσηρότερο κατασκεύασμα των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν. Όταν ο «επισκέπτης» της αίθουσας των βασανιστηρίων δεν άντεχε άλλο, είχε πάντα τη δυνατότητα να «τελειώσει» μ' ένα σκοινί του Πεντζάμπ, που υπήρχε πάντα στη διάθεση του κάτω από το σιδερένιο δέντρο!

Φαντάζεστε λοιπόν την ταραχή μου όταν, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι του τέρατος, είδα πως η αίθουσα όπου πηδήξαμε, ο υποκόμης κι εγώ, ήταν το ακριβές αντίγραφο της αίθουσας των βασανιστηρίων των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν.

Στα πόδια μας είδα το λάσο του Πεντζάμπ που τόσο πολύ φοβόμουν. Ήμουν σίγουρος, πως αυτό το σκοινί είχε ήδη χρησιμοποιηθεί για τον Ζοζέφ Μπικέ. Ο γέρο-αρχιεργάτης θα 'πρεπε κι αυτός, όπως και γω, να είχε δει κάποιο βράδυ τον Ερίκ να «πασπατεύει» την πέτρα του τρίτου υπογείου. Θα 'ταν περίεργος, κι έτσι κι αυτός, με τη σειρά του, θα προσπαθούσε να περάσει από την τρύπα πέφτοντας έτσι στην αίθουσα των βασανιστηρίων απ' όπου και δεν ξαναβγήκε παρά απαγχονισμένος. Δε μου ήταν καθόλου δύσκολο να φανταστώ τον Ερίκ να σέρνει το πτώμα που ήθελε να ξεφορτωθεί μέχρι το σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης και να το κρεμά εκεί, για παραδειγματισμό ή για να μεγαλώσει την τρομοκρατία της δεισιδαιμονίας, που τον βοηθούσε να φυλάει το σπίτι του!

Όμως, φαίνεται πως μετά από κάποια σκέψη, ο Ερίκ ξαναγύρισε για να πάρει πίσω το σκοινί του Πεντζάμπ, που είναι ειδικά φτιαγμένο από έντερα γάτας και που θα μπορούσε να προκαλέσει την περιέργεια κάποιου ανακριτή. Έτσι εξηγείται και η εξαφάνιση του σκοινιού του κρεμασμένου.

Και να τώρα που το ανακαλύπτω στα πόδια μας, στην αίθουσα των βασανιστηρίων!… Δε νομίζω πως είμαι μικρόψυχος· ωστόσο, κρύος ιδρώτας γέμισε το πρόσωπο μου.

Το φανάρι, που μ' αυτό φώτιζα την περιβόητη αίθουσα, έτρεμε στα χέρια μου.

Ο κύριος ντε Σανιύ κάτι κατάλαβε και μου είπε:

«Μα τι συμβαίνει λοιπόν, κύριε;».

Του έκανα απότομα νόημα να σωπάσει, γιατί μπορούσα ακόμη να ελπίζω πως ίσως βρισκόμασταν στην αίθουσα των βασανιστηρίων εν αγνοία του τέρατος!

Πάντως, κι αυτή η ελπίδα δε σήμαινε τη σωτηρία μας, γιατί μπορούσα κάλλιστα να φανταστώ πως η αίθουσα των βασανιστηρίων που είχε προορισμό να φυλάει την κατοικία της Λίμνης, ίσως έμπαινε αυτόματα σε λειτουργία.

Ναι, ίσως τα βασανιστήρια ν' άρχιζαν αυτόματα.

Ποιος μπορούσε να ξέρει ποιες κινήσεις μας αρκούσαν για να μπει σε λειτουργία;

Συμβούλεψα στο σύντροφό μου απόλυτη ακινησία.

Μια αβάσταχτη σιωπή βάραινε πάνω μας.

Το κόκκινο φανάρι μου εξακολουθούσε να κάνει το γύρο της αίθουσας των βασανιστηρίων… Την αναγνώριζα… την αναγνώριζα…

Загрузка...