ΤΗΝ επομένη την ξαναείδε στην Όπερα. Φορούσε πάντα τη χρυσή βέρα. Ήταν γλυκιά και καλή. Τον ρώτησε για τα σχέδιά του, για το μέλλον του, για την καριέρα του.
Της είπε πως η αναχώρηση της ομάδας για την εξερεύνηση του Πόλου επισπεύτηκε κι έτσι, σε τρεις βδομάδες, το πολύ σ' ένα μήνα, θα έφευγε απ' το Παρίσι.
Του είπε, σχεδόν χαρούμενα, πως πρέπει να σκέφτεται αυτό το ταξίδι με αισιοδοξία, σαν ένα στάδιο της μελλοντικής του δόξας. Καθώς αυτός της απάντησε πως, μια δόξα στερημένη από αγάπη κι έρωτα ήταν κάτι ανίκανο να τον γοητεύσει, εκείνη τον αντιμετώπισε σαν ένα παιδί που δεν μπορεί παρά να 'χει πρόσκαιρες μόνο στενοχώριες.
Τότε εκείνος της είπε:
«Μα, πώς είναι δυνατόν, Κριστίν, ν' αντιμετωπίζετε τόσο επιπόλαια τόσο σοβαρά πράγματα. Το ξέρετε πως μπορεί να μην ειδωθούμε ποτέ πια;… Μπορεί να πεθάνω σ' αυτήν την αποστολή!…»
«Και γω το ίδιο», του είπε απλά…
Δε χαμογελούσε πια, δεν αστειευόταν. Έμοιαζε ν' αναλογίζεται ένα καινούργιο ενδεχόμενο, κάτι που πρώτη φορά περνούσε απ' το νου της. Το βλέμμα της ήταν φλογισμένο.
«Πού τρέχει ο λογισμός σας, Κριστίν;»
«Συλλογίζομαι πως πραγματικά, ίσως αυτή νάναι η τελευταία φορά που βλεπόμαστε».
«Κι αυτό σας κάνει να 'χετε ένα τόσο λαμπερό βλέμμα;»
«Και πως ίσως, σ' ένα μήνα από σήμερα, θα πρέπει να πούμε αντίο για πάντα!…»
«Εκτός, Κριστίν, εκτός κι αν ορκιστούμε πίστη ο ένας στον άλλον και πως θα περιμένουμε ο ένας τον άλλον για πάντα!…»
Ακούμπησε την παλάμη της στο στόμα του:
«Σωπάστε, Ραούλ! Μη λέτε τίποτα!… Δεν πρόκειται γι' αυτό… το ξέρετε καλά!… και ξέρετε ακόμα πως δεν πρόκειται να παντρευτούμε ποτέ… ποτέ!»
Έμοιαζε να φοβάται την αίσθηση μιας τόσο μεγάλης χαράς. Χτύπησε τα χέρια της με παιδική ανεμελιά… Ο Ραούλ την κοίταξε ανήσυχος, δίχως να καταλαβαίνει.
«Αλλά… αλλά…» πρόσθεσε απλώνοντας τα χέρια της στο νέο άντρα, ή μάλλον δίνοντάς του τα, λες και ξαφνικά πήρε την απόφαση να του κάνει ένα δώρο. «Αν δεν μπορούμε να παντρευτούμε, μπορούμε… μπορούμε ν' αρραβωνιαστούμε!… Κανείς δε θα το μάθει! Θα 'ναι το μυστικό μας!… Έχουν γίνει κι άλλοτε μυστικοί γάμοι!… Γιατί όχι και μυστικοί αρραβώνες;… Είμαστε αρραβωνιασμένοι, φίλε μου… για ένα μήνα… Σ' ένα μήνα, εσείς θα φύγετε και γω θα 'μαι ευτυχισμένη έχοντας την ανάμνηση αυτού του μήνα για όλη μου τη ζωή!…»
Ήταν ενθουσιασμένη με την ιδέα της… Σοβαρεύτηκε ξανά.
«Αυτή», είπε, «θάναι μια ευτυχία που δε θα κάνει κακό σε κανένα».
Ο Ραούλ κατάλαβε. Είχε κιόλας βυθιστεί σ' αυτήν την ιδέα. Θέλησε να την πραγματοποιήσει αμέσως: Γονάτισε μπρος στην Κριστίν ταπεινά, πολύ ταπεινά, και της είπε:
«Δεσποινίς, έχω την τιμή να ζητήσω το χέρι σας!»
«Μα, Ραούλ, έχετε κιόλας το χέρι μου… και τα δυο μου χέρια μάλιστα… αγαπημένε μου μνηστήρα… πολυαγαπημένε μου… Ω, Ραούλ πόσο ευτυχισμένοι θα 'μαστε αυτόν το μήνα!… Θα παίξουμε το μέλλοντα νεαρό σύζυγο και τη μέλλουσα νεαρή κυρία!…»
Ο Ραούλ αναλογιζόταν: Τι απερίσκεπτη που είναι! Μέσα σ' αυτόν το μήνα θα 'χω όλον τον καιρό να την κάνω να ξεχάσει ή ν' ανακαλύψω και να διαλύσω «το μυστήριο της αντρικής φωνής» και μετά απ' αυτόν το μήνα, η Κριστίν θα δεχτεί να γίνει γυναίκα μου. Στο μεταξύ, ας παίξουμε!
Ήταν το πιο ωραίο παιχνίδι του κόσμου όλου! Κι οι δυο τους σαν παιδιά, σαν παιδιά που ήταν, το ζούσαν μ' όλο τους το είναι. Α! Τι θαυμάσια πράγματα ειπώθηκαν μεταξύ τους! Πόσους όρκους αιώνιας αγάπης αντάλλαξαν! Η ιδέα πως μετά από ένα μήνα, στην πραγματικότητα δε θα υπήρχε κανείς για να τηρήσει αυτούς τους όρκους, τους βύθιζε σε μεγάλη ταραχή και σύγχυση απ' όπου αντλούσαν φριχτές ηδονές, ανάμεσα σε γέλια και σε δάκρυα. Έπαιζαν το παιχνίδι της καρδιάς όπως άλλοι παίζουν μπάλα. Μόνο που, καθώς στην πραγματικότητα ήταν οι δυο ευαίσθητες καρδιές τους που παίζαν σ' αυτό το παιχνίδι, χρειαζόταν νάναι πολύ επιδέξιοι για να καταφέρουν να το παίξουν και να τα βγάλουν πέρα δίχως να πληγωθούν: μια μέρα — ήταν η όγδοη μέρα του παιχνιδιού — η καρδιά του Ραούλ πληγώθηκε πολύ. Σταμάτησε το παιχνίδι λέγοντας: «Δεν πρόκειται να φύγω για το Βόρειο Πόλο».
Η Κριστίν, που αθώα καθώς ήταν, δεν είχε ποτέ σκεφτεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, συνειδητοποίησε ξαφνικά τους κινδύνους του παιχνιδιού και κατηγόρησε τον εαυτό της. Δεν είπε τίποτα και γύρισε σπίτι της.
Αυτό έγινε το απόγευμα στο καμαρίνι της. Εκεί άλλωστε συναντιόντουσαν πάντα. Εκεί διασκέδαζαν μ' όλη τους την ψυχή απολαμβάνοντας μικρογραφίες δείπνων με τρία μπισκότα, δυο ποτήρια πορτό κι ένα μπουκέτο βιολέτες.
Το ίδιο βράδυ, εκείνη δεν τραγουδούσε κι αυτός δεν έλαβε το συνηθισμένο του γράμμα (είχαν συμφωνήσει πως μπορούσαν να γράφουν ο ένας στον άλλον καθημερινά, στη διάρκεια αυτού του μήνα). Το επόμενο πρωί ο Ραούλ έτρεξε στη μαμά-Βαλέριους που τον πληροφόρησε πως η Κριστίν θα έλειπε για δυο μέρες. Είχε φύγει το προηγούμενο βράδυ στις πέντε, λέγοντας πως θα επέστρεφε μεθαύριο. Ο Ραούλ ήταν αναστατωμένος. Μισούσε τη μαμά-Βαλέριους που του ανήγγειλε ένα τέτοιο νέο, με μια τόσο παροιμιώδη αταραξία. Προσπάθησε να την «ψαρέψει», αλλά η καλή γυναίκα φαίνεται πως δεν ήξερε τίποτα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να πει στον ξετρελαμένο άντρα:
«Είναι το μυστικό της Κριστίν!»
Και ύψωσε το δάχτυλο της σε μια κίνηση που από τη μια τον προέτρεπε νάναι διακριτικός κι από την άλλη τον καθησύχαζε.
«Α! πολύ καλά», φώναξε με κακία ο Ραούλ, κατεβαίνοντας τα σκαλιά σαν τρελός. «Πολύ καλά, λοιπόν!
Ωραία προφυλάσσονται τα νέα κορίτσια με κάτι μαμά-Βαλέριους σαν κι αυτή…»
Αλλά πού μπορεί να ήταν η Κριστίν;… Δυο μέρες… Δυο μέρες λιγότερες από την τόσο σύντομη ευτυχία τους! Αυτός έφταιγε! Δεν είχαν συμφωνήσει πώς θα 'φευγε;… Κι έστω, αν πραγματικά είχε αποφασίσει να μη φύγει, γιατί, διάολε, βιάστηκε τόσο να της το πει; Κατηγορούσε τον εαυτό του για την αδεξιότητά του και για σαρανταοχτώ ώρες ήταν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου! Μετά, η Κριστίν εμφανίστηκε ξανά.
Η επανεμφάνισή της ήταν θριαμβευτική. Επιτέλους, γνώρισε ξανά την επιτυχία της βραδιάς του γκαλά. Μετά την περιπέτεια με το «βάτραχο» η Καρλότα δεν ξανανέβηκε στη σκηνή. Ο φόβος για το ενδεχόμενο ενός καινούργιου κουάξ φώλιαζε στην καρδιά της στερώντας της όλες της τις δυνάμεις. Οι χώροι όπου συνέβη το φοβερό γεγονός, μάρτυρες της ακατανόητης ήττας της, της είχαν γίνει μισητοί. Βρήκε τρόπο να σπάσει το συμβόλαιό της. Αυτόματα, κάλεσαν την Ντααέ να την αντικαταστήσει.
Την εμφάνισή της στην Εβραία υποδέχτηκε ένα πραγματικό ντελίριο.
Ο υποκόμης, που κι αυτός είχε παρακολουθήσει την παράσταση, ήταν φυσικά ο μόνος που υπόφερε μ' αυτόν το νέο θρίαμβο: είχε δει πως η Κριστίν εξακολουθούσε να φορά τη χρυσή της βέρα. Μια μακρινή φωνή μουρμούριζε στ' αφτιά του νέου άντρα: «Απόψε φοράει τη χρυσή βέρα που αυτός της έδωσε· κι όχι μόνο: Απόψε η Κριστίν έδωσε ξανά την ψυχή της… σ' αυτόν… γι' αυτόν κι όχι για σένα».
Η φωνή τον καταδίωκε: «Αν αυτή δε θέλει να σου πει πού ήταν και τι έκανε τούτες τις δυο μέρες… αν αυτή θέλει να σου κρύψει την “κρυψώνα” της, τότε πρέπει να πας να ρωτήσεις τον Ερίκ!»
Έτρεξε στο πλατό. Στάθηκε μπροστά της. Τον είδε αμέσως, γιατί το βλέμμα της ήδη τον αναζητούσε. Του είπε: «Γρήγορα! Ελάτε γρήγορα!» και μ' αυτά τα λόγια τον παράσυρε στο καμαρίνι της δίχως να νοιάζεται για όλους τους θαυμαστές της νεανικής της δόξας, που μουρμούριζαν μπρος στην κλειστή της πόρτα: «Μα, πρόκειται για σκάνδαλο!»
Ο Ραούλ έπεσε αμέσως στα γόνατα, μπροστά της. Της ορκίστηκε πως θα φύγει και την ικέτευσε να μην αφαιρέσει από δω και μπρος ούτε μια ώρα από την ευτυχία που του είχε υποσχεθεί. Εκείνη άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν απ' τα μάτια της. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σαν δυο απελπισμένα αδέλφια που είχαν χάσει ένα αγαπημένο τους πρόσωπο και που ξαναβρέθηκαν, για να κλάψουν μαζί τον αγαπημένο νεκρό.
Ξάφνου, τραβήχτηκε από το γλυκό και ντροπαλό αγκάλιασμα του νεαρού άντρα· φάνηκε κάτι ν' αφουγκράστηκε…και με μια γρήγορη κίνηση έδειξε στον Ραούλ την πόρτα. Όταν αυτός βρέθηκε στο κατώφλι του είπε κάτι με τόσο σιγανή φωνή, που ο υποκόμης, μάλλον μάντεψε παρά άκουσε τα λόγια της:
«Αύριο, αγαπημένε μου αρραβωνιαστικέ! Ραούλ, πρέπει να είστε ευτυχισμένος απόψε, γιατί το τραγούδι μου ήταν για σας!…»
Γύρισε λοιπόν. Επιτέλους!
Όμως, αλίμονο! Αυτή η διήμερη απουσία είχε καταστρέψει όλη τη γοητεία της αγαπημένης ψευδαίσθησης. Στέκονταν στο καμαρίνι όρθιοι, κοιτώντας ο ένας τον άλλον, δίχως να λένε τίποτα πια: μοναχά κοιτιόντουσαν με τα θλιμμένα τους μάτια. Ο Ραούλ, με το ζόρι συγκρατιόταν για να μην ουρλιάξει: «Ζηλεύω! Ζηλεύω! Ζηλεύω ανυπόφορα!» Παρ' όλες τις προσπάθειές του εκείνη τον άκουγε.
Τότε του έλεγε: «Πάμε να κάνουμε μια βόλτα, φίλε μου. Ο αέρας θα μας κάνει καλό».
Ο Ραούλ νόμισε πως θα του πρότεινε να πάνε κάπου στην εξοχή, μακριά απ' αυτό το μνημείο που το μισούσε σαν μια φυλακή, μια φυλακή που στ' οργισμένο του μυαλό βούιζε από τους ήχους του δεσμοφύλακα που περιπλανιόταν στους τοίχους… του φριχτού δεσμοφύλακα Ερίκ… Εκείνη όμως τον οδηγούσε πάνω στη σκηνή και τον έβαζε να καθήσει στο ξύλινο πεζούλι μιας πηγής, μέσα στην ηρεμία και την αμφίβολη φρεσκάδα ενός νέου σκηνικού που μόλις είχε στηθεί για την επόμενη παράσταση. Άλλοτε, κρατώντας τον απ' το χέρι περιπλανιόταν μαζί του στις έρημες αλέες κάποιου κήπου, όπου τα φυλλώματα των δέντρων ήταν με τόσο μεράκι κλαδεμένα από κάποιον διακοσμητή που 'μοιαζαν αληθινά. Η αληθινή γη ήταν απαγορευμένη πια γι' αυτόν, λες κι η Κριστίν ήταν καταδικασμένη να μην αναπνεύσει ποτέ ξανά άλλον αέρα από τον αέρα του θεάτρου. Δεν τολμούσε να τη ρωτήσει πια το παραμικρό, γιατί, καθώς καταλάβαινε αμέσως πως δεν επρόκειτο να του απαντήσει, αποφάσιζε να μη ρωτήσει τίποτα, για να μην την κάνει να υποφέρει άδικα. Κάθε τόσο, περνούσε κάποιος, που έβλεπε από μακριά το μελαγχολικό τους ειδύλλιο. Μερικές φορές, προσπαθούσε θαρραλέα να ξεγελάσει τον εαυτό της και τον Ραούλ, πάνω στην πλαστή ομορφιά αυτού του σκηνικού που επινοήθηκε ακριβώς για να ξεγελάει τους ανθρώπους. Η ζωηρή της φαντασία του μιλούσε για τα λαμπρά του χρώματα που όμοιά τους δε βρίσκονται στη φύση. Η Κριστίν απογειωνόταν ενώ ο Ραούλ έσφιγγε απαλά το χέρι της που 'καίγε σαν από πυρετό. Έλεγε: «Κοιτάξτε Ραούλ, αυτούς τους τοίχους, αυτά τα δάση, αυτές τις φυλλωσιές… όλες αυτές τις εικόνες πάνω στο ζωγραφισμένο μουσαμά… όλα τριγύρω μας υπήρξαν θεατές των μεγαλύτερων ερώτων, ερώτων που δημιουργήθηκαν από μεγάλους ποιητές, ερώτων που ξεπερνούν τ' ανθρώπινα μέτρα. Πείτε μου λοιπόν, Ραούλ, πως κι ο δικός μας έρωτας ανήκει εδώ, σ' αυτόν το χώρο… γιατί κι ο δικός μας έρωτας είναι μια επινόηση, κι αυτός, αλίμονο, είναι μια ψευδαίσθηση!»
Απογοητευμένος, δεν έλεγε τίποτα. Τότε εκείνη συνέχιζε: «Ο έρωτας μας πάνω στη γη μελαγχολεί” ας τον πάρουμε λοιπόν να πάμε στον ουρανό!… Κοιτάξτε πόσο εύκολα μπορούμε να το κάνουμε αυτό εδώ!» και τον έπαιρνε και τον πήγαινε ακόμη πιο ψηλά, στην υπέροχη ακαταστασία των σκαλωσιών. Διασκέδαζε με το να τον φοβίζει, κάνοντάς τον να ζαλίζεται, τρέχοντας μπροστά του, πάνω στα εύθραυστα δοκάρια, ανάμεσα σε χιλιάδες σκοινιά, τροχαλίες και ταμπουρά, καταμεσίς σ' ένα πραγματικό ιπτάμενο δάσος από σύρματα και κατάρτια. Αν αυτός δίσταζε να την ακολουθήσει, του 'λεγε ναζιάρικα: «Μα πώς; Εσείς, ένας ναύτης!»
Μετά, ξανακατέβαιναν στη σιγουριά της γης, δηλαδή σε κάποιον διάδρομο, που τους οδηγούσε σε γέλια, σε χορούς, στα νιάτα που κάποια αυστηρή φωνή μάλωνε: «Χαλαρώστε δεσποινίδες μου!… Προσέξτε τις πουέντες σας!…» Αυτή είναι η τάξη των μικρών που δεν είναι πια έξι χρονών και που δε θ' αργήσουν να γίνουν εννιά ή δέκα… και φορούν ήδη τα ντεκολτέ κορσάζ, τις ελαφριές φουστίτσες, το άσπρο καλσόν και τις ροζ κάλτσες και δουλεύουν, δουλεύουν συνέχεια με τα μικρούλικα πονεμένα τους πόδια, με την ελπίδα να γίνουν μαθήτριες, κορυφαίες, πρώτες χορεύτριες, τριγυρισμένες από διαμάντια… Στο μεταξύ… η Κριστίν τους μοιράζει καραμέλες.
Άλλοτε τον οδηγούσε σε μια μεγάλη αίθουσα του παλατιού της που ήταν γεμάτη φανταχτερά ρούχα, απομεινάρια από στολές ιπποτών, λόγχες, θυρεούς και λοφία κι άρχιζε να επιθεωρεί τα φαντάσματα των ακίνητων και σκεπασμένων με σκόνη πολεμιστών. Τους μιλούσε και τους υποσχόταν πως θα ξαναζούσαν τις λαμπρές βραδιές με τα φώτα και τις παρελάσεις.
Έτσι, τον σεργάνισε σ' όλο της το βασίλειο που μπορεί μεν να ήταν πλαστό αλλά ήταν κι απέραντο. Απλωνόταν σε δεκαεφτά πατώματα, από το ισόγειο μέχρι τη στέγη και είχε μιαν ολόκληρη στρατιά από υπηκόους. Αυτή, προχωρούσε ανάμεσά τους σαν κοσμαγάπητη βασίλισσα, ενθαρρύνοντας τις εργασίες, κουβεντιάζοντας στα μαγαζιά, δίνοντας σοφές συμβουλές στους εργάτες που δίσταζαν να κόψουν τα πλούσια υφάσματα που θα 'ντυναν τους ήρωες. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας έκαναν κάθε λογής δουλειά. Υπήρχαν μπαλωματήδες και χρυσοχόοι. Όλοι τη γνώριζαν και την αγαπούσαν, γιατί κι αυτή πάντα νοιαζόταν για τα βάσανα και τις παραξενιές τους. Γνώριζε απόκρυφες γωνιές, κατοικίες παλιών νοικοκυραίων.
Χτυπούσε την πόρτα τους και τους παρουσίαζε τον Ραούλ σαν τον γαλάζιο πρίγκιπα που είχε θελήσει να την κάνει γυναίκα του. Μετά, καθισμένοι κι οι δυο τους σε κάποιο σκουληκοφαγωμένο έπιπλο άκουγαν σιωπηλοί τους θρύλους της Όπερας, όπως παλιότερα, όταν ήσαν παιδιά, άκουγαν τις παμπάλαιες ιστορίες της Βρετάνης. Όλες οι αναμνήσεις αυτών των γερόντων είχαν να κάνουν με την Όπερα. Λες κι έμεναν εκεί από πάντα. Οι διάφορες διοικήσεις τους είχαν ξεχάσει. Οι επαναστάσεις του παλατιού τους είχαν αγνοήσει. Έξω, η ιστορία της Γαλλίας είχε κυλήσει δίχως αυτοί να το καταλάβουν και κανένας δεν ήξερε την ύπαρξή τους.
Έτσι κυλούσαν αυτές οι πολύτιμες μέρες. Ο Ραούλ κι η Κριστίν, δείχνοντας ένα υπερβολικό ενδιαφέρον για τα εξωτερικά πράγματα, προσπαθούσαν αδέξια να κρύψουν ο ένας απ' τον άλλον τη μοναδική σκέψη της καρδιάς τους. Ένα ήταν σίγουρο: πως η Κριστίν, που μέχρι τότε έμοιαζε να 'ναι η πιο δυνατή, άρχισε ξαφνικά να γίνεται νευρική, υπερβολικά νευρική. Στις εξερευνήσεις τους, πολλές φορές, άρχιζε ξαφνικά να τρέχει χωρίς λόγο ή αντίθετα σταματούσε απότομα και με το παγωμένο χέρι της κρατούσε το νέον άντρα. Άλλοτε, τα μάτια της έμοιαζαν ν' ακολουθούν φανταστικές σκιές. Φώναξε: «Από δω», μετά «από δω», μετά «από δω», γελώντας, γελώντας μ' ένα γέλιο λαχανιασμένο, γεμάτο αγωνία που συχνά κατάληγε σε κλάμα. Τότε, ο Ραούλ ένιωθε την επιθυμία να της μιλήσει, να την ρωτήσει, καταπατώντας τις υποσχέσεις που 'χαν δώσει ο ένας στον άλλον. Όμως, πριν προλάβει ν' αρθρώσει την πρώτη ερώτηση εκείνη απαντούσε με ένταση: «Τίποτα!… σας ορκίζομαι πως δε συμβαίνει τίποτα».
Μια φορά, που περπατώντας πάνω στη σκηνή, προσπέρασαν μια μισάνοιχτη καταπακτή, ο Ραούλ έσκυψε πάνω απ' τη σκοτεινή τρύπα και είπε: «Μου δείξατε το πάνω μέρος του βασιλείου σας, Κριστίν… όμως διηγούνται ένα σωρό παράξενες ιστορίες για το κάτω μέρος… θέλετε να κατεβούμε;» Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια η Κριστίν τον πήρε στην αγκαλιά, της, λες και φοβόταν πως αυτή η μαύρη τρύπα μπορούσε να τον καταπιεί από στιγμή σε στιγμή. Του είπε. σιγανά, τρέμοντας ολόκληρη: «Ποτέ!… Σας απαγορεύω να πάτε εκεί!… Κι άλλωστε, αυτό το μέρος δεν είναι δικό μου!… Ό,τι βρίσκεται κάτω από τη γη του ανήκει!»
Ο Ραούλ βύθισε τα μάτια του στα δικά της και της είπε με τραχιά φωνή:
«Εκεί είναι λοιπόν η κατοικία του;»
«Δε σας είπα κάτι τέτοιο!… Ποιος σας το 'πε αυτό; Ελάτε, πάμε!… Μερικές φορές, Ραούλ, αναρωτιέμαι αν είσαστε τρελός… Ακούτε περίεργα πράγματα!… Ελάτε. Πάμε!»
Κυριολεκτικά τον έσερνε, γιατί αυτός, πεισματωμένος, ήθελε να μείνει κοντά στην καταπακτή· αυτή η τρύπα τον έλκυε.
Ξάφνου, η καταπακτή έκλεισε, δίχως να προλάβουν να δουν το χέρι που τον έκλεισε. Έμειναν κατάπληκτοι.
«Μήπως ήταν αυτός;» είπε τελικά ο Ραούλ.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους αβέβαια.
«Όχι, όχι! Θα 'ταν κάποιος από τους εργάτες που κλείνουν τις καταπακτές. Πρέπει κι αυτοί να κάνουν κάτι. Ανοιγοκλείνουν λοιπόν τις καταπακτές, δίχως λόγο κι αφορμή… Είναι σαν κι αυτούς που δουλειά τους είναι να κλείνουν πόρτες. Πρέπει κάτι να κάνουν για να περάσουν την ώρα τους».
«Κι αν ήταν αυτός, Κριστίν;»
«Μα όχι! Όχι! αυτός είναι κλεισμένος μέσα! Δουλεύει!»
«Αλήθεια; Ώστε, λοιπόν, δουλεύει;»
«Ναι, δεν μπορεί ν' ανοιγοκλείνει τις καταπακτές και ταυτόχρονα να δουλεύει. Μπορούμε να 'μαστε ήσυχοι».
Λέγοντας τα αυτά είχε ανατριχιάσει ολόκληρη.
«Τι δουλειά κάνει;»
«Α! κάτι τρομερό!… Γι' αυτό και μπορούμε να 'μαστε ήσυχοι. Όταν ασχολείται μ' αυτό δε βλέπει τίποτα. Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν αναπνέει… για μερόνυχτα… είναι σαν ζωντανός-νεκρός και δεν έχει καιρό ν' ασχολείται με καταπακτές!»
Ανατρίχιασε ξανά, έσκυψε προς την καταπακτή για ν' ακούσει… Ο Ραούλ την άφησε να λέει και να κάνει ό,τι θέλει. Έμεινε σιωπηλός. Φοβόταν μήπως ο ήχος της φωνής του την κάνει να το ξανασκεφτεί και να σταματήσει τις εξομολογήσεις της.
Η Κριστίν, εξακολουθώντας να τον κρατά στην αγκαλιά της… αναστέναξε κι είπε:
«Αν ήταν χυτός!»
Ο Ραούλ ρώτησε ντροπαλά:
«Τον φοβάστε;»
«Μα, όχι, βέβαια! Όχι!»
Άθελά του, πήρε ένα ύφος σαν να τη λυπόταν. Ήταν σαν να 'λέγε: «Γιατί, να το ξέρετε, είμαι και γω εδώ!» Με τη σκέψη αυτή έκανε ασυνείδητα μια απειλητική κίνηση· τότε η Κριστίν τον κοίταξε έκπληκτη· κοίταξε έκπληκτη αυτό το φαινόμενο θάρρους και αρετής και φάνηκε πως προσπαθούσε να εκτιμήσει τις πραγματικές διαστάσεις αυτής της περιττής και τολμηρής, ιπποτικής στάσης. Αγκάλιασε και φίλησε τον καημένο τον Ραούλ σαν μια αδελφή που συμπονεί. Κοίταζε τρυφερά τη σφιγμένη του αδελφική γροθιά, πούταν έτοιμη να την υπερασπιστεί ενάντια σε κάθε κίνδυνο.
Ο Ραούλ κατάλαβε και κοκκίνισε από ντροπή. Ένιωθε το ίδιο αδύναμος μ' αυτήν. Σκεφτόταν: «Κάνει πως δε φοβάται, ενώ τρέμει και θέλει ν' απομακρυνθούμε απ' την καταπακτή». Αυτή ήταν η αλήθεια. Την επομένη, όπως και όλες τις άλλες μέρες, πήγαν να ζήσουν τον περίεργο κι αγνό έρωτά τους μέσα στον κόσμο, πολύ μακριά απ' τις καταπακτές. Καθώς περνούσε ο καιρός, η ταραχή κι ο εκνευρισμός της Κριστίν όλο και μεγάλωναν. Τελικά, ένα απόγευμα ήρθε καθυστερημένη, με πρόσωπο τόσο χλομό και μάτια τόσο κόκκινα από απελπισία κι αγωνία, που ο Ραούλ πήρε ακραίες αποφάσεις. Έτσι, τόλμησε να της πει πως «αν δεν του εμπιστευόταν το μυστικό της αντρικής φωνής· δε θα 'φευγε για το Βόρειο Πόλο».
«Για όνομα του Θεού πάψτε! Αν σας άκουγε… δυστυχισμένε μου Ραούλ!»
Τ' αγριεμένα μάτια της κοίταξαν ανήσυχα ολόγυρά τους.
«Θα σας ελευθερώσω απ' αυτόν Κριστίν, σας τ' ορκίζομαι! Θα πάψετε πια να τον σκέφτεστε, πρέπει… είναι αναγκαίο…»
«Είναι δυνατόν;».
Επέτρεψε στον εαυτό της να εκφράσει αυτή την αμφιβολία, που ήταν ταυτόχρονα και μια ενθάρρυνση. Μετά, πήρε τον Ραούλ απ' το χέρι και τον οδήγησε «στα ύψη», μακριά, πολύ μακριά από καταπακτές.
«Θα σας κρύψω σε μιαν άγνωστη, απόκρυφη γωνιά, όπου ποτέ δε θα μπορέσει να σας βρει. Έτσι, θα σωθείτε και γω τότε θα φύγω, αφού πρώτα μου ορκιστείτε πως δε θα παντρευτείτε ποτέ».
Η Κριστίν ρίχτηκε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε με απίστευτη δύναμη. Όμως, μετά από λίγο, ανήσυχη ξανά, γύρισε και τον κοίταξε:
«Πιο ψηλά! ας πάμε πιο ψηλά», είπε και τον παράσυρε στις κορυφές.
Δυσκολευόταν να την ακολουθήσει. Δεν άργησαν να βρεθούν κάτω απ' τις στέγες, μέσα στο λαβύρινθο των ξύλινων κατασκευών. Γλιστρούσαν ανάμεσα στις αντηρίδες… έτρεχαν από δοκάρι σε δοκάρι σαν νάταν μέσα σε δάσος, σαν να πηδούσαν από δέντρο σε δέντρο…
Παρόλο που η Κριστίν έπαιρνε όλες της τις προφυλάξεις και κάθε τόσο έριχνε πίσω της μια ματιά, δεν είδε μια σκιά που την ακολουθούσε σαν νάταν η σκιά της, που σταματούσε μαζί της, που ξαναξεκινούσε όποτε ξαναξεκινούσε κι αυτή και που σαν πραγματική σκιά, δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο. Όσο για τον Ραούλ, κι αυτός δεν πρόσεξε τίποτα, γιατί όταν έβλεπε την Κριστίν δεν ήταν σε θέση να δει τίποτε άλλο.