25 «ΒΑΡΕΛΙΑ! ΒΑΡΕΛΙΑ! ΕΧΕΤΕ ΒΑΡΕΛΙΑ ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ;»

ΕΧΩ ήδη πει πως το δωμάτιο όπου βρισκόταν ο κύριος υποκόμης ντε Σανιύ και εγώ, είχε σχήμα εξαγώνου και όλοι οι τοίχοι του ήταν από πάνω μέχρι κάτω επενδυμένοι με καθρέφτη. Από τότε, σε κάποιες εκθέσεις, έχουμε, κατά καιρούς, την ευκαιρία να δούμε παρόμοια δωμάτια που συνήθως ονομάζονται: «σπίτι των θαυμάτων» ή «παλάτι των παραισθήσεων». Αυτός πάντως που πρώτος κατασκεύασε έναν τέτοιον χώρο ήταν ο Ερίκ, κατά τη διάρκεια των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν. Αρκούσε να τοποθετήσει κανείς στις γωνίες ενός τέτοιου δωματίου κάποιο διακοσμητικό στοιχείο, όπως μια κολόνα για παράδειγμα, κι αμέσως είχες την εντύπωση πως βρισκόσουν σ' ένα παλάτι με χίλιες κολόνες, γιατί οι καθρέφτες πολλαπλασίαζαν την πραγματική αίθουσα, μετατρέποντάς την σε έξι εξάγωνες αίθουσες, που η κάθε μια τους πολλαπλασιαζόταν με τη σειρά της ως το άπειρο. Όταν ο Ερίκ κατασκεύασε αυτήν την αίθουσα, για να διασκεδάσει τη «μικρή σουλτάνα», είχε τοποθετήσει μέσα ένα ντεκόρ που τη μεταμόρφωνε σε «ατέλειωτο τέμενος». Όμως, η μικρή σουλτάνα γρήγορα κουράστηκε από μια τόσο παιδιάστικη ψευδαίσθηση, και τότε ο Ερίκ μετέτρεψε την εφεύρεση του σε αίθουσα βασανιστηρίων. Στη θέση του αρχιτεκτονικού μοτίβου τοποθέτησε, στο πρώτο ταμπλό, ένα σιδερένιο δέντρο. Γιατί, αυτό το δέντρο που με τα ζωγραφισμένα φύλλα του ήταν η τέλεια απομίμηση της ζωής, ήταν σιδερένιο; Γιατί έπρεπε νάναι αρκετά γερό ώστε ν' αντέξει σε όλες τις επιθέσεις του έγκλειστου της αίθουσας των βασανιστηρίων. Παρακάτω, θα έχουμε την ευκαιρία, δυο φορές, να δούμε πώς ένα ντεκόρ τοποθετημένο κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούσε, στιγμιαία, να μεταμορφωθεί διαδοχικά και σε δύο άλλα. Αυτό γινόταν χάρη στην αυτόματη περιστροφή των βάσεων που βρισκόντουσαν στις γωνίες και είχαν χωριστεί σε τρία μέρη, που στο καθένα τους υπήρχε κι από ένα διαφορετικό «ντεκόρ». Έτσι, τρία διαφορετικά «ντεκόρ» μπορούσαν να εμφανιστούν διαδοχικά, μ' άλλα λόγια, η αίθουσα «μπορούσε να μεταμορφωθεί» τρεις φορές.

Οι τοίχοι αυτής της αλλόκοτης αίθουσας ήταν άτρωτοι γιατί εκτός από το στερεότατο διακοσμητικό στοιχείο, ήταν επενδυμένοι από πάνω μέχρι κάτω με καθρέφτες, καθρέφτες αρκετά παχείς ώστε να μην κινδυνεύουν από την οργή του δυστυχισμένου που έριχναν εκεί μέσα και που για κάθε ενδεχόμενο, φρόντιζαν να μη φορά τίποτα στα χέρια και στα πόδια του.

Δεν υπήρχε κανένα έπιπλο. Το ταβάνι ήταν φωτεινό. Ένα ιδιοφυές σύστημα ηλεκτρικής θέρμανσης που από τότε πολλοί μιμήθηκαν, επέτρεπε την αύξηση της θερμοκρασίας των τοίχων κατά βούληση, έτσι ώστε η αίθουσα να έχει την επιθυμητή ατμόσφαιρα…

Αναφέρω όλες αυτές τις λεπτομέρειες μιας εντελώς φυσιολογικής εφεύρεσης, που δίνει ένα εντελώς υπερφυσικό αποτέλεσμα, (μερικά ζωγραφισμένα κλαδιά αρκούν για να προκαλέσουν την ψευδαίσθηση ενός τροπικού δάσους που καίγεται από τον ήλιο του Ισημερινού), για να μην μπορέσει κανένας να αμφισβητήσει την πνευματική μου υγεία, για να μην μπορέσει κανένας να πει: «Αυτός ο άνθρωπος τρελάθηκε» ή «αυτός ο άνθρωπος λέει ψέματα» ή «αυτός ο άνθρωπος μας περνά για ηλίθιους»[13].

Αν είχα διηγηθεί το τι συνέβη, έτσι:

«Όταν κατεβήκαμε στο βάθος ενός υπογείου βρεθήκαμε σ' ένα τροπικό δάσος που το 'καιγε ο ήλιος του Ισημερινού», θα είχα προκαλέσει ένα ωραίο εφέ αιφνιδιασμού του αναγνώστη, πράγμα όμως που δε μ' ενδιέφερε καθόλου. Δε μ' ενδιαφέρει η δημιουργία κάποιου εφέ αφού, γράφοντας αυτές τις γραμμές, έχω ως στόχο να μάθει ο κόσμος το τι ακριβώς συνέβη στον κύριο υποκόμη ντε Σανιύ και σε μένα στη διάρκεια μιας τρομερής περιπέτειας που αργότερα απασχόλησε τη γαλλική δικαιοσύνη.

Συνεχίζω τώρα από το σημείο που είχα σταματήσει.

Όταν φωτίστηκε το ταβάνι και φάνηκε γύρω μας το δάσος, η έκπληξη του υποκόμη ήταν αφάνταστη. Η εμφάνιση αυτού του αδιαπέραστου δάσους που τα δέντρα του, οι αμέτρητοι κορμοί και τα αμέτρητα κλαδιά του μας περιτριγύριζαν ως το άπειρο, τον είχε κυριολεκτικά συντρίψει. Πέρασε τα χέρια του πάνω απ' το μέτωπό του, λες για να διώξει ένα κακό όνειρο και τα μάτια του ανοιγόκλεισαν λες και μόλις είχε ξυπνήσει και δυσκολευόταν να συνειδητοποιήσει τι γίνεται γύρω του. Νομίζω πως για μια στιγμή δεν μπορούσε ν' ακούσει τίποτα!


Έχω ήδη πει πως η εμφάνιση του δάσους δε μ' αιφνιδίασε καθόλου. Εξακολουθούσα ν' ακούω τι συνέβαινε στο διπλανό δωμάτιο. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη λιγότερο στο ντεκόρ και περισσότερο στον καθρέφτη που το αναπαρήγαγε. Σε μερικά σημεία, αυτός ο καθρέφτης ήταν ραγισμένος.

Πράγματι, είχε μερικά ραγίσματα. Είχαν κατορθώσει να τον ραγίσουν παρά τη γερή του κατασκευή κι αυτό μου αποδείκνυε πως η αίθουσα βασανιστηρίων στην οποία βρισκόμασταν είχε ήδη χρησιμοποιηθεί!

Κάποιος δυστυχισμένος, που τα χέρια και τα πόδια του δεν είχαν γυμνωθεί εντελώς, όπως συνέβαινε με τους καταδικασμένους των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν, είχε ζήσει αυτήν τη «θανάσιμη παραίσθηση» και τρελός από θυμό είχε χτυπήσει τους καθρέφτες που, όμως, παρά τα ραγίσματα τους, εξακολουθούσαν να καθρεφτίζουν την αγωνία του! Και το κλαδί του δέντρου όπου έδωσε τέλος στο μαρτύριό του ήταν τοποθετημένο έτσι ώστε όταν κρεμάστηκε θα πρέπει να 'βλέπε τριγύρω του χίλιους κρεμασμένους!

Ναι! Ναι! Ο Ζοζέφ Μπικέ είχε περάσει από δω!…

Άραγε θα πεθαίναμε κι εμείς όπως κι αυτός;

Δεν το πίστευα, γιατί ήξερα πως είχαμε ακόμη μερικές ώρες στη διάθεσή μας που θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ, πράγμα που ο Ζοζέφ Μπικέ δεν ήταν σε θέση να κάνει.

Ήξερα πολύ καλά τα περισσότερα από τα κόλπα του Ερίκ. Τώρα είχε έρθει η ώρα να χρησιμοποιήσω τις γνώσεις μου.

Καταρχή, δε σκεφτόμουν πια καθόλου να γυρίσουμε πίσω από το πέρασμα που μας είχε οδηγήσει σ' αυτήν την καταραμένη αίθουσα. Δε σκεφτόμουν καθόλου να προσπαθήσω να ανοίξω την πέτρα από μέσα. Ο λόγος ήταν απλός: Δεν μπορούσα να το κάνω!… Στην αίθουσα των βασανιστηρίων βρεθήκαμε αφού πηδήξαμε από πολύ ψηλά κι έτσι, τώρα πια, δεν υπήρχε τρόπος ν' ανεβούμε τόσο ψηλά, δεν υπήρχε κανένα αντικείμενο τόσο ψηλό· ούτε το κλαδί του δέντρου, ούτε οι ώμοι μας ήταν αρκετά ψηλοί για να τα καταφέρουμε.

Τώρα πια, μόνο μια πιθανή διέξοδος υπήρχε: το πέρασμα που οδηγούσε στο δωμάτιο «Λουί Φιλίπ» όπου βρισκόντουσαν ο Ερίκ και η Κριστίν Ντααέ. Ενώ όμως αυτό το πέρασμα ήταν μια κανονική πόρτα, από την άλλη μεριά του τοίχου, από τη δική μας μεριά, ήταν αόρατο… Έπρεπε λοιπόν να προσπαθήσουμε ν' ανοίξουμε αυτήν την πόρτα δίχως να ξέρουμε πού βρίσκεται, πράγμα που δεν ήταν και πολύ εύκολο.

Όταν σιγουρεύτηκα πως δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα να μας ανοίξει η Κριστίν Ντααέ, όταν άκουσα το τέρας να τραβά ή μάλλον να σέρνει τη δυστυχισμένη νέα έξω από το δωμάτιο «Λουί Φιλίπ» ακριβώς για να μην παρεμποδίσει το βασανιστήρια μας, αποφάσισα να μη χάσω άλλο καιρό και ν' αρχίσω αμέσως να ψάχνω για το κόλπο της πόρτας.

Πρώτα όμως έπρεπε να ηρεμήσω τον κύριο ντε Σανιύ, που ήδη πηγαινοερχόταν σαν τρελός αφήνοντας ασυνάρτητες κραυγές. Τα κομμάτια της συζήτησης, που παρ' όλη την ταραχή του κατάφερε ν' ακούσει, τον τάραξαν ακόμη περισσότερο. Αν σ' αυτό προσθέσετε και το σοκ του μαγικού δάσους και την υπερβολική ζέστη, που άρχιζε να κάνει τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι πάνω μας, δεν είναι δύσκολο να καταλάβετε σε τι κατάσταση βρισκόταν ο κύριος ντε Σανιύ. Παρ' όλες τις συμβουλές μου, δεν έπαιρνε καμιά προφύλαξη.

Πήγαινε πέρα δώθε χωρίς λόγο, προχωρούσε προς μια ανύπαρκτη αλέα, νομίζοντας πως τον οδηγούσε έξω, και μετά από μερικά βήματα χτυπούσε πάνω στην αντανάκλαση του δάσους!

Όποτε γινόταν αυτό, φώναζε: Κριστίν! Κριστίν!… Κραδαίνοντας το πιστόλι του φώναζε μ' όλη του τη δύναμη το τέρας. Καλούσε τον Άγγελο της μουσικής σε μονομαχία, ενώ ταυτόχρονα βλαστημούσε το καταραμένο δάσος του. Γι' αυτόν, που ήταν απροετοίμαστος, το βασανιστήριο είχε κιόλας αρχίσει. Προσπάθησα, όσο ήταν δυνατόν, να τον βοηθήσω, εξηγώντας του με τη μεγαλύτερη δυνατή ηρεμία τι συνέβαινε: τον έβαζα ν' αγγίξει με τα δάχτυλά του τους καθρέφτες, το σιδερένιο δέντρο, τα κλαδιά πάνω στα τάμπουρα, εξηγώντας του τους νόμους της οπτικής που προκαλούσαν αυτό το φαινόμενο, αυτήν την ψευδαίσθηση που μας περιέβαλλε και λέγοντάς του πως δεν ήταν δυνατόν να πέσουμε θύματά της όπως οι ανίδεοι!

«Βρισκόμαστε μέσα σ' ένα δωμάτιο, μέσα σ' ένα μικρό δωμάτιο, να, αυτό πρέπει να το επαναλαμβάνετε συνέχεια στον εαυτό σας… Θα βγούμε απ' αυτό το δωμάτιο μόλις βρούμε την πόρτα. Επομένως, το καλύτερο που 'χουμε να κάνουμε είναι ν' αρχίσουμε να την ψάχνουμε!»

Του υποσχέθηκα πως, αν μ' άφηνε να ψάξω ήσυχα, χωρίς να φωνάζει και να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε σαν τρελός, θα είχα βρει την πόρτα πριν περάσει μια ώρα.

Τότε, ξάπλωσε στο δάπεδο, όπως ξαπλώνει κανείς στο δάσος, και δήλωσε πως θα περίμενε μέχρι να βρω την πόρτα του δάσους, αφού έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει! Θεώρησε μάλιστα καλό να προσθέσει πως από το σημείο που βρισκόταν «η θέα ήταν υπέροχη!» (Παρ' όλες τις προσπάθειες μου βρισκόταν κιόλας κάτω από την επήρεια του βασανιστηρίου).

Όσο για μένα, ξεχνώντας το δάσος, πήγα σ' έναν τοίχο από καθρέφτη κι άρχισα να τον ψηλαφίζω πολύ προσεχτικά, αναζητώντας το ευαίσθητο σημείο, όπου αν το ακουμπούσα θα γύρναγε και θα 'νοιγε η πόρτα, σύμφωνα με το σύστημα περιστρεφόμενων τοίχων, πορτών και καταπακτών του Ερίκ. Μερικές φορές, αυτό το ευαίσθητο σημείο μπορεί να ήταν μια απλή κηλίδα πάνω στον καθρέφτη, όχι μεγαλύτερο από ένα μπιζέλι, όπου όμως πίσω της βρισκόταν ο κατάλληλος μοχλός. Έψαχνα! Έψαχνα! Ψηλάφιζα όσο ψηλότερα μπορούσα. Ο Ερίκ είχε περίπου το ύψος μου και σκεφτόμουν πως δε θα 'χε τοποθετήσει το μοχλό ψηλότερα. Ήταν, βέβαια, μόνο μια υπόθεση, αλλά και η μόνη μου ελπίδα. Είχα αποφασίσει να ψηλαφίζω κατά τον ίδιο τρόπο και τους έξι τοίχους και μετά να εξετάσω με την ίδια προσοχή το δάπεδο. Προσπαθούσα να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, γιατί η ζέστη μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο και κυριολεκτικά ψηνόμασταν μέσα σ' αυτό το φλογισμένο δάσος.

Δούλευα έτσι για μισή ώρα περίπου και είχα ήδη τελειώσει με τρεις πλευρές του εξαγώνου όταν, για κακή μας τύχη, άκουσα τον υποκόμη να φωνάζει.

«Πνίγομαι!» έλεγε… «Όλοι αυτοί οι καθρέφτες προκαλούν μια κολασμένη ζέστη!… Θ' αργήσετε πολύ ακόμη ν' ανακαλύψετε το ελατήριο;… Αν αργήσετε πολύ ακόμα, θα ψηθούμε κι οι δυο μας ζωντανοί εδώ μέσα!»

Δε με δυσαρέστησαν τα λόγια του, γιατί δεν είπε τίποτα για δάσος και έτσι ήλπιζα πως η λογική του συντρόφου μου μπορούσε ν' αντισταθεί γι' αρκετή ώρα ακόμη στο βασανιστήριο. Όμως, δυστυχώς, πρόσθεσε:

«Αυτό που με παρηγορεί είναι πως το τέρας έδωσε διορία στην Κριστίν μέχρι αύριο το βράδυ στις έντεκα: αν δεν μπορέσουμε να βγούμε από δω και να τη βοηθήσουμε, τουλάχιστον θα 'χουμε πεθάνει πριν απ' αυτήν! Η νεκρώσιμη ακολουθία του Ερίκ θα χρησιμεύσει σε πολύ κόσμο!»

Πήρε μια βαθιά ανάσα καυτού αέρα που λίγο έλειψε να τον κάνει να λιποθυμήσει…

Καθώς δεν είχα τους ίδιους απελπισμένους λόγους με τον κύριο ντε Σανιύ να δεχτώ το τέλος, αφού του είπα μερικές ενθαρρυντικές κουβέντες, γύρισα ξανά στον τοίχο μου αλλά είχα κάνει το λάθος, καθώς μιλούσα, να κάνω χωρίς να το καταλάβω, μερικά βήματα, που όμως ήταν αρκετά για να μην μπορώ πια να ξεχωρίσω ποια ήταν η πλευρά που ψηλάφιζα! Να λοιπόν, που τώρα ήμουν αναγκασμένος να ξαναρχίσω απ' την αρχή… Δεν μπόρεσα να κρύψω τη δυσαρέσκειά μου κι έτσι ο υποκόμης κατάλαβε πως θα ξανάρχιζα απ' την αρχή. Τούτο τον έκανε να χάσει και τις τελευταίες του ελπίδες.

«Δε θα βγούμε ποτέ απ' αυτό το δάσος!» αναστέναξε.

Η απελπισία του όλο και μεγάλωνε κι όσο μεγάλωνε η απελπισία του τόσο ξεχνούσε πως είχε να κάνει με καθρέφτες και άρχιζε πραγματικά να πιστεύει πως βρισκόταν αιχμάλωτος σ' ένα πραγματικό δάσος.

Εγώ ξανάρχισα να ψάχνω… να ψηλαφίζω… Σιγά σιγά, άρχιζε να με καταλαμβάνει και μένα ο πανικός… γιατί δεν έβρισκα τίποτα… απολύτως τίποτα… Στο διπλανό δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα. Είχαμε χαθεί για τα καλά μέσα σ' αυτό το δάσος… χωρίς έξοδο… χωρίς μπούσουλα… χωρίς οδηγό… χωρίς τίποτα. Ω! ήξερα καλά τι μας περίμενε αν δεν ερχόταν κάποιος να μας βοηθήσει… ή αν δεν ανακάλυπτα το μοχλό… Όμως, έψαχνα προσεχτικά, αλλά δεν έβρισκα τίποτα… παρά μόνο κλαδιά… θαυμάσια, όμορφα κλαδιά που ορθώνονταν μπροστά μου ή που έσκυβαν προστατευτικά πάνω απ' το κεφάλι μου… δίχως ωστόσο, να κάνουν σκιά! Ήταν φυσικό άλλωστε, αφού βρισκόμασταν σ' ένα τροπικό δάσος, με τον ήλιο να καίει κάθετα πάνω απ' τα κεφάλια μας… σ' ένα δάσος του Κογκό…

Πολλές φορές, ο υποκόμης ντε Σανιύ και εγώ βγάλαμε τα ρούχα μας και μετά τα ξαναβάλαμε, βρίσκοντας άλλοτε πως μας ζέσταιναν κι άλλοτε πως μας προστάτευαν κάπως από τη ζέστη.

Εγώ δεν είχα χάσει ακόμη τελείως το ηθικό μου, ο κύριος ντε Σανιύ όμως έμοιαζε εντελώς «φευγάτος». Έλεγε πως είχαν κιόλας περάσει τρεις μέρες και τρεις νύχτες που περπατούσε μέσα σ' αυτό το δάσος ψάχνοντας την Κριστίν Ντααέ. Πότε πότε, νόμιζε πως την έβλεπε πίσω από κάποιον κορμό, ή ανάμεσα στα κλαδιά ενός δέντρου και τότε άρχιζε να λέει λόγια που μου 'φερναν δάκρυα στα μάτια: «Κριστίν!… Κριστίν!» έλεγε, «γιατί μου φεύγεις; Δε μ' αγαπάς;… Δεν είμαστε αρραβωνιασμένοι;… Κριστίν, σταμάτα!… Βλέπεις πως είμαι εξαντλημένος!… Κριστίν, λυπήσου με!… Θα πεθάνω μέσ' στο δάσος… μακριά σου!…»

«Ω! πόσο διψάω», είπε τελικά παραληρώντας.

Και εγώ διψούσα… Ο λαιμός μου έκαιγε…

Ωστόσο, αυτό δε μ' εμπόδιζε να συνεχίζω το ψάξιμο. Ήμουν τώρα ξαπλωμένος στο πάτωμα κι έψαχνα… έψαχνα… έψαχνα το μοχλό που θ' άνοιγε την αόρατη πόρτα… έψαχνα πιο εντατικά τώρα γιατί ήξερα πως όσο πλησίαζε η νύχτα η παράνομη μας σ' αυτό το δάσος γινόταν περισσότερο επικίνδυνη… Ήδη το σκοτάδι της νύχτας άρχιζε να μας τυλίγει… Αυτό έγινε πολύ γρήγορα! Η νύχτα στα τροπικά μέρη πέφτει… ξαφνικά… με ελάχιστο σούρουπο…

Η νύχτα στα τροπικά μέρη είναι πάντα πολύ επικίνδυνη, ιδιαίτερα όταν, όπως συνέβαινε με μας, δεν μπορούσε κανείς ν' ανάψει μια φωτιά για ν' απομακρύνει τ' άγρια θηρία. Είχα προσπαθήσει, εγκαταλείποντας για μια στιγμή την αναζήτηση του μοχλού, να σπάσω μερικά κλαδιά για ν' ανάψω φωτιά, όμως και εγώ σκόνταψα στους περίφημους καθρέφτες κι αυτό μου θύμισε πως είχαμε να κάνουμε με εικόνες κλαδιών και όχι με πραγματικά κλαδιά…

Η μέρα πέρασε, όχι όμως και η ζέστη… αντίθετα… Τώρα έκανε ακόμη περισσότερο ζέστη κάτω από το μπλε φως του φεγγαριού. Συμβούλεψα τον υποκόμη να κρατά τα όπλα μας, έτοιμος να πυροβολήσει και να μην απομακρυνθεί όσο εγώ θα ψάχνω για το μοχλό.

Ξάφνου, ακούστηκε ο βρυχηθμός ενός λιονταριού, μόλις μερικά βήματα από μας. Το ουρλιαχτό του ξέσκισε τ' αφτιά μας.

«Ω!» έκανε ο υποκόμης χαμηλόφωνα, «είναι κοντά!… Δεν το βλέπετε;… εκεί πίσω απ' τα δέντρα!… μεσ' στη θυμωνιά… Αν ακουστεί ξανά θα πυροβολήσω!…»

Ο βρυχηθμός ακούστηκε, τρομερότερος κι ο υποκόμης πυροβόλησε, όμως δεν πιστεύω πως πέτυχε το λιοντάρι. Το μόνο που κατάφερε ήταν να σπάσει έναν καθρέφτη· αυτό το διαπίστωσα την επομένη το πρωί. Στη διάρκεια της νύχτας θα πρέπει να περπατήσαμε πολύ, γιατί ξάφνου βρεθήκαμε μπρος σε μια έρημο, μια τεράστια έρημο από άμμο, πέτρες και βράχια. Δεν άξιζε τον κόπο να βγούμε απ' το δάσος για να βρεθούμε στην έρημο. Άλλωστε και εγώ, κουρασμένος, αποκαμωμένος πια από το να ψάχνω το μοχλό που δεν έβρισκα, είχα ξαπλώσει πλάι στον υποκόμη.

Με είχε ξαφνιάσει το γεγονός, και το είπα στον υποκόμη, πώς δεν είχαμε άλλες κακές συναντήσεις στη διάρκεια της νύχτας. Κανονικά, μετά το λιοντάρι υπήρχε η λεοπάρδαλη και μετά, μερικές φορές, το βουητό της μύγας τσε-τσε. Ήταν πολύ εύκολο να δημιουργηθούν αυτά τα εφέ και εξήγησα στον κύριο ντε Σανιύ, ενώ ξεκουραζόμασταν πριν διασχίσουμε την έρημο, πως ο Ερίκ προκαλούσε το βρυχηθμό του λιονταριού μ' ένα μακρύ τύμπανο που μόνο η μια άκρη του καλυπτόταν από δέρμα γαϊδάρου. Πάνω σ' αυτό το δέρμα, ένα σκοινί από έντερο, δεμένο στη μέση με ένα άλλο, ίδιο σκοινί, το οποίο περνά κατά μήκος του τύμπανου. Ο Ερίκ δεν έχει παρά να τρίψει αυτό το σκοινί μ' ένα ειδικό γάντι, αλειμμένο με κολοφώνιο και ανάλογα με τον τρόπο που θα το τρίψει θα ακουστεί είτε η φωνή του λιονταριού, είτε της λεοπάρδαλης, είτε ακόμη, το βουητό της μύγας τσε-τσε.

Η ιδέα ότι ο Ερίκ μπορεί να ήταν στο πλαϊνό δωμάτιο και να κάνει τα κόλπα του, μ' έκανε ξαφνικά ν' αποφασίσω ν' αρχίσω τις διαπραγματεύσεις μαζί του, γιατί απ' ό,τι φαινόταν έπρεπε να παραιτηθώ από την ιδέα να τον αιφνιδιάσω. Τώρα πια θα 'πρεπε να ξέρει πως κάποιοι βρισκόντουσαν στην αίθουσα των βασανιστηρίων. Τον φώναξα: Ερίκ! Ερίκ!… Φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα μέσα σ' αυτήν την έρημο αλλά κανείς δεν απάντησε στο κάλεσμα μου… Παντού γύρω μας απλωνόταν η σιωπή και η γυμνή απεραντοσύνη της πέτρινης αραβικής ερήμου… Τι θ' απογίνουμε άραγε, χαμένοι μέσα σ' αυτήν τη φριχτή μοναξιά;…

Κυριολεκτικά, είχαμε κιόλας αρχίσει να πεθαίνουμε από τη ζέστη, την πείνα και τη δίψα… κυρίως τη δίψα… Τελικά, είδα τον κύριο ντε Σανιύ ν' ανασηκώνεται και να μου δείχνει ένα σημείο του ορίζοντα… ανακάλυψε μια όαση!…

Ναι, πραγματικά, εκεί κάτω, εκεί κάτω η έρημος έδινε τη θέση της σε μιαν όαση… μιαν όαση με νερό… νερό λαμπερό σαν καθρέφτης… νερό που μέσα του καθρεφτιζόταν το σιδερένιο δέντρο!… Α!… αυτός ήταν ο πίνακας της οφθαλμαπάτης… τον αναγνώρισα αμέσως… ήταν το χειρότερο… κανείς δεν είχε μπορέσει να του αντισταθεί… κανείς… Έβαζα όλα μου τα δυνατά για να κρατηθώ στα λογικά μου… και να μην ελπίζω πως θα βρω νερό… γιατί ήξερα πως αν άρχιζα να ελπίζω πως θα βρω νερό, το νερό που μέσα του καθρεφτιζόταν το σιδερένιο δέντρο, και πως αν, αφού είχα ελπίσει, σκόνταφτα πάνω στον καθρέφτη, τότε το μόνο που θα μου 'μένε να κάνω ήταν να κρεμαστώ από το σιδερένιο δέντρο!…

Γι' αυτό φώναξα στον κύριο ντε Σανιύ: «Είναι οφθαλμαπάτη!… είναι οφθαλμαπάτη!… μην πιστεύετε πως είναι πραγματικό νερό!… είναι ακόμη ένα κόλπο του καθρέφτη!…» Τότε, ο κύριος υποκόμης ντε Σανιύ μ' έστειλε στο διάολο, μαζί μ' όλα μου τα κόλπα και τους καθρέφτες, τους μοχλούς, τις περιστρεφόμενες πόρτες και το παλάτι με τις οφθαλμαπάτες!… Δήλωσε πως πρέπει νάμαι τρελός ή τυφλός για να φαντάζομαι πως όλο αυτό το νερό που κυλούσε ανάμεσα στα τόσο όμορφα, αμέτρητα, δέντρα δεν ήταν αληθινό νερό!… Και η έρημος ήταν αληθινή! Και το δάσος επίσης!… Δεν μπορούσα να τον κάνω ν' αλλάξει γνώμη… είχε ταξιδέψει αρκετά… σε όλες τις χώρες… και ήξερε…

Σύρθηκε λέγοντας:

«Νερό! Νερό!…»

Είχε το στόμα του ανοιχτό λες κι έπινε…

Και γω είχα ανοιχτό το στόμα μου λες κι έπινα…

Γιατί, όχι μόνο το βλέπαμε το νερό, αλλά τ' ακούγαμε κιόλας!… Τ' ακούγαμε να κυλά… να παφλάζει!… Καταλαβαίνετε, συνειδητοποιείτε αυτή τη λέξη: παφλάζει; Είναι μια λέξη που την ακούς με τη γλώσσα!… Η γλώσσα βγαίνει έξω απ' το στόμα για να την ακούσει καλύτερα!…

Τέλος, το φριχτότερο απ' όλα τα βασανιστήρια! Ακούγαμε τη βροχή αλλά δεν έβρεχε! Ήταν μια διαβολική επινόηση… Ω! ξέρω πολύ καλά πώς το κατόρθωνε αυτό το Ερίκ! Γέμιζε ένα πολύ στενό και πολύ μακρύ κουτί με πετραδάκια, που το διαπερνούσαν ξύλινοι και μετάλλινοι μικροί σωλήνες. Τα πετραδάκια, πέφτοντας συναντούσαν αυτά τα σωληνάκια και πήγαιναν από το ένα στο άλλο προκαλώντας ήχους που θύμιζαν κατακλυσμιαία βροχή.

…Θα 'πρεπε να μας έβλεπε κανείς… τον κύριο ντε Σανιύ κι εμένα, πώς βγάζαμε τις γλώσσες μας έξω ενώ σερνόμασταν προς το νερό που πάφλαζε… Τα μάτια μας και τ' αφτιά μας ήταν γεμάτα νερό, η γλώσσα μας όμως ήταν θεόστεγνη!…

Όταν φτάσαμε πια στον καθρέφτη… ο κύριος ντε Σανιύ τον έγλειψε… και γω το ίδιο… έγλειψα τον καθρέφτη…

Ήταν καυτός!…

Τότε αρχίσαμε να κυλιόμαστε καταγής απελπισμένοι. Ο κύριος ντε Σανιύ πλησίασε στον κρόταφό του το τελευταίο πιστόλι που είχε μείνει γεμάτο και γω κοιτούσα στα πόδια μου το λάσο του Πεντζάμπ.

Τώρα ήξερα γιατί, σ' αυτό το τελευταίο σκηνικό, έκανε την επανεμφάνιση του το σιδερένιο δέντρο!…

Το σιδερένιο δέντρο με περίμενε!…

Καθώς όμως κοιτούσα τη θηλειά του Πεντζάμπ είδα κάτι που με τάραξε τόσο πολύ, που ο κύριος ντε Σανιύ, ενώ ήταν έτοιμος ν' αυτοκτονήσει, σταμάτησε. Είχε αρχίσει κιόλας να μουρμουρίζει: «Αντίο Κριστίν!…»

Του τράβηξα το χέρι. Μετά του πήρα το πιστόλι… και μετά σύρθηκα με τα γόνατα ως αυτό που είχα δει.

Κοντά στο σκοινί του Πεντζάμπ, σε μια σχισμή του πατώματος είδα ένα καρφί με μαύρη κεφαλή που αγνοούσα σε τι χρησίμευε…

Επιτέλους! Είχα βρει το μοχλό!… το μοχλό που θα άνοιγε την πόρτα!… που θα μας έδινε την ελευθερία μας!… που θα μας παρέδιδε τον Ερίκ.

Πασπάτεψα το καρφί… Έδειξα στον κύριο ντε Σανιύ ένα πρόσωπο που ακτινοβολούσε!… Ο κύριος ντε Σανιύ είδε το πρόσωπο μου ν' ακτινοβολεί!… Το μαύρο καρφί υποχωρούσε κάτω απ' την πίεση του χεριού μου…

Και τότε…

…Και τότε δεν άνοιξε μια πόρτα αλλά μια καταπακτή στο πάτωμα.

Αμέσως νιώσαμε φρέσκο, καθαρό αέρα, να 'ρχεται απ' αυτή την τρύπα. Σκύψαμε πάνω απ' αυτό το σκοτεινό τετράγωνο λες κι ήταν μια φωτεινή πηγή. Με το σαγόνι σκιασμένο στη δροσιά πίναμε, τη ρουφούσαμε.

Σκύβαμε ολοένα και περισσότερο πάνω απ' την καταπακτή. Τι άραγε υπήρχε μέσα σ' αυτήν την τρύπα, μέσα σ' αυτό το υπόγειο που απλωνόταν κάτω απ' αυτό το άνοιγμα;…

Μήπως εκεί μέσα υπήρχε νερό;…

Νερό για να πιούμε…

Άπλωσα το χέρι μου μέσ' στο σκοτάδι και ακούμπησα μια πέτρα, και μετά κι άλλη μια… μια σκάλα… Ήταν μια μαύρη σκάλα που κατέβαινε στο υπόγειο.

Ο υποκόμης ήταν ήδη έτοιμος να πέσει μέσα στην τρύπα!…

Εκεί μέσα, ακόμη κι αν δε βρίσκαμε νερό, θα γλυτώναμε από τον φωτεινό κλοιό τούτων των καταραμένων καθρεφτών.

Ωστόσο, σταμάτησα τον υποκόμη, γιατί φοβόμουν κάποιο νέο κόλπο του τέρατος κι έτσι άναψα το φανάρι μου, κατέβηκα πρώτος…

Η σκάλα χανόταν στο βαθύ σκοτάδι και περιστρεφόταν γύρω απ' τον εαυτό της. Α! Τι θαυμάσια πούταν η δροσιά της σκάλας και του σκοταδιού!…

Κατά πάσα πιθανότητα, η δροσιά δεν προερχόταν από το σύστημα κλιματισμού του Ερίκ αλλά από την ίδια τη γη, που σ' αυτό το σημείο, θα 'πρεπε νάταν γεμάτη νερό… Άλλωστε, η λίμνη δε θα 'πρεπε νάναι μακριά, τώρα πια!…

Δεν αργήσαμε να κατεβούμε… Τα μάτια μας είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στο σκοτάδι κι έτσι μπορέσαμε να διακρίνουμε γύρω μας τα διάφορα σχήματα… στρογγυλά σχήματα… που φώτισα με το φανάρι μου…

Βαρέλια!…

Βρισκόμασταν στην κάβα του Ερίκ!

Εδώ θα 'πρεπε να φυλάει το κρασί του και ίσως και το πόσιμο νερό…

Ήξερα πως ο Ερίκ αγαπούσε τα καλά πράγματα…

Α! Εδώ μέσα πραγματικά υπήρχε κάτι να πιούμε!…

Ο κύριος ντε Σανιύ χάιδευε τις στρογγυλές φόρμες, επαναλαμβάνοντας δίχως σταμάτημα:

«Βαρέλια! βαρέλια!… Πόσα βαρέλια!…»

Πραγματικά, υπήρχαν πολλά βαρέλια τοποθετημένα συμμετρικά σε δυο σειρές, ανάμεσα στις οποίες βρισκόμασταν εμείς…

Ήταν μικρά βαρέλια. Σκέφτηκα πως ο Ερίκ είχε διαλέξει αυτό το μέγεθος για να μπορεί να τα μεταφέρει ευκολότερα στο σπίτι της Λίμνης!…

Τα εξετάζαμε όλα, για να βρούμε κάποιο που να 'χει κάνουλα. Όμως όλα τα βαρέλια ήταν ερμητικά κλειστά.

Τότε, αφού ανασηκώσαμε ένα για να βεβαιωθούμε πως είναι γεμάτο, αρχίσαμε μ' ένα μικρό μαχαίρι που είχα μαζί μου, να προσπαθούμε να το ανοίξουμε.

Εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκε πως άκουσα να ' ρχεται από πολύ μακριά, ένα είδος μονότονου τραγουδιού που ο ρυθμός του μου ήταν γνώριμος γιατί το 'χα ακούσει πολλές φορές στους δρόμους του Παρισιού:

«Βαρέλια!… Βαρέλια!… Έχετε βαρέλια… για πούλημα;…»

Το χέρι μου ακινητοποιήθηκε… Ο κύριος ντε Σανιύ είχε ακούσει κι αυτός… Μου είπε:

«Είναι περίεργο! Θα 'λέγε κανείς πως τραγουδά το βαρέλι!…»

Το τραγούδι ξανακούστηκε… μακρινό…

«Βαρέλια, βαρέλια!… Έχετε βαρέλια για πούλημα;…»

«Ω! Σας ορκίζομαι», είπε ο υποκόμης, «πως το τραγούδι απομακρύνεται μέσα στο βαρέλι!…»

Σηκωθήκαμε και πήγαμε να κοιτάξουμε πίσω απ' το βαρέλι…

«Είναι μέσα!» είπε ο κύριος ντε Σανιύ· «είναι μέσα!…»

Όμως δεν ακούγαμε τίποτα πια… έτσι καταλήξαμε πως έφταιγε η κακή μας κατάσταση, η ταραχή των αισθήσεων μας…

Συνεχίσαμε τις προσπάθειές μας ν' ανοίξουμε το βαρέλι. Ο κύριος ντε Σανιύ έβαλε τα δυο του χέρια από πάνω κι εγώ, με μια τελευταία προσπάθεια, κατάφερα να πετάξω το στεφάνι.

«Μα τι είναι αυτό;» φώναξε ο υποκόμης… «Δεν είναι νερό!»

Ο υποκόμης με τα χέρια του γεμάτα πλησίασε το φανάρι μου…

Έσκυψα να δω και… αμέσως… πέταξα μακριά το φανάρι, τόσο απότομα που έσπασε κι έσβυσε… και χάθηκε…

Αυτό που είδα μέσα στα χέρια του υποκόμη ντε Σανιύ… ήταν μπαρούτι!

Загрузка...