ΤΑ ΠΡΩΤΑ λόγια του αστυνόμου, καθώς έμπαινε στο γραφείο των διευθυντών, ήταν για την τραγουδίστρια.
«Μήπως η Κριστίν Ντααέ βρίσκεται εδώ;»
Όπως ανάφερα και προηγούμενα, τον ακολουθούσε πλήθος κόσμου.
«Η Κριστίν Ντααέ; Όχι», απάντησε ο Ρισάρ. «Γιατί;»
Όσο για τον Μονσαρμέν δεν ήταν σε θέση να πει απολύτως τίποτα… Η κατάστασή του είναι πολύ χειρότερη από του Ρισάρ, γιατί ο Ρισάρ μπορεί να υποπτεύεται τον Μονσαρμέν, ο Μονσαρμέν όμως… βρίσκεται πια αντιμέτωπος μ' ένα μεγάλο μυστήριο… μ' αυτό που πάντα έκανε την ανθρωπότητα ν' ανατριχιάζει: με το Άγνωστο.
Ο Ρισάρ συνέχισε, αφού το πλήθος γύρω από τους διευθυντές και τον αστυνόμο παράμενε εντυπωσιακά σιωπηλό:
«Γιατί, κύριε αστυνόμε, με ρωτάτε αν η Κριστίν Ντααέ βρίσκεται εδώ;»
«Γιατί πρέπει να τη βούμε, κύριοι διευθυντές της εθνικής Ακαδημίας της μουσικής», δηλώνει ήρεμα ο κύριος αστυνόμος.
«Πώς; Πρέπει να τη βρούμε; Τι συνέβη λοιπόν; Εξαφανίστηκε;»
«Στη διάρκεια της παράστασης… Επί σκηνής!»
«Επί σκηνής! Είναι απίστευτο!»
«Ακριβώς. Και κάτι που είναι εξίσου απίστευτο μ' αυτήν την εξαφάνιση, είναι ότι εγώ πληροφορώ εσάς για το τι συνέβη!»
«Πράγματι», συμφωνεί ο Ρισάρ που πιάνει το κεφάλι του με τα δυο του χέρια και μουρμουρίζει: «Μα τι ιστορία είν' αυτή πάλι; Ω! μα την αλήθεια, εδώ αρχίζουν και υπάρχουν σοβαροί λόγοι παραίτησης!…»
Και, δίχως καν να το καταλάβει, ξεριζώνει μερικές τρίχες απ' το μουστάκι του:
«Λοιπόν», λέει σαν να ονειρεύεται… «εξαφανίστηκε επί σκηνής…»
«Ναι, την απήγαγαν κατά τη διάρκεια της πράξης της φυλακής, τη στιγμή που καλούσε τους αγγέλους να την πάρουν στους ουρανούς· όμως, πολύ αμφιβάλλω αν ήταν οι άγγελοι αυτοί που την απήγαγαν».
«Εγώ είμαι σίγουρος!»
Όλος ο κόσμος γυρνά προς αυτόν που μίλησε. Ένας χλομός νέος άντρας που τρέμει από συγκίνηση, επαναλαμβάνει:
«Είμαι σίγουρος!»
«Είσαστε σίγουρος για τι πράγμα;» ρωτά ο Μιφρουά.
«Είμαι σίγουρος πως την Κριστίν Ντααέ την απήγαγε ένας άγγελος, κύριε αστυνόμε, και μπορώ να σας πω και τ' όνομα του…»
«Αχά! κύριε υποκόμη ντε Σανιύ, υποστηρίζετε πως την Κριστίν Ντααέ απήγαγε ένας άγγελος, ένας άγγελος της Όπερας χωρίς αμφιβολία».
Ο Ραούλ κοιτάζει γύρω του. Προφανώς κάποιον ψάχνει. Αυτή τη στιγμή που χρειάζεται τόσο πολύ τη βοήθεια της αστυνομίας για να βρεθεί η μνηστή του, δε θα του κακοφαινόταν να ξαναδεί τον μυστηριώδη άγνωστο, που μόλις πριν λίγο τον συμβούλεψε νάναι διακριτικός. Όμως, δεν τον βλέπει πουθενά. Τέλος πάντων… δεν πειράζει… πρέπει να μιλήσει!… Ωστόσο, δε θα μπορούσε να μιλήσει μπρος σ' αυτό το πλήθος που τον κοιτάζει με τόσο αδιάκριτη περιέργεια.
«Μάλιστα, κύριε, ένας άγγελος της Όπερας», απάντησε στον κύριο Μιφρουά «και μπορώ να σας πω πού μένει, όταν μείνουμε μόνοι…»
«Έχετε δίκιο, κύριε».
Ο αστυνόμος, αφού βάζει τον Ραούλ να κάτσει δίπλα του, διώχνει όλον τον κόσμο, εκτός φυσικά από τους διευθυντές, που, στο μεταξύ, δεν έβγαλαν άχνα· τόσο πολύ τα 'χαν χάσει απ' ό,τι συνέβαινε γύρω τους.
Τότε, ο Ραούλ αποφασίζει να μιλήσει:
«Κύριε αστυνόμε, αυτός ο άγγελος ονομάζεται Ερίκ, κατοικεί στην Όπερα και είναι ο Άγγελος της μουσικής!»
«Ο Άγγελος της μουσικής! Σοβαρά!! Να, κάτι πολύ περίεργο!… Ο Άγγελος της μουσικής!»
Και γυρνώντας προς τους διευθυντές ο αστυνόμος, κύριος Μιφρουά, ρωτά:
«Κύριοι, γνωρίζετε την ύπαρξη αυτού του αγγέλου στο ίδρυμά σας;»
Οι κύριοι Ρισάρ και Μονσαρμέν κούνησαν το κεφάλι δίχως καν να χαμογελάσουν.
«Ω!», είπε ο υποκόμης, «σίγουρα αυτοί οι κύριοι έχουν ακούσει να μιλούν για το Φάντασμα της Όπερας. Μπορώ λοιπόν να σας διαβεβαιώσω πως το Φάντασμα της Όπερας και ο Άγγελος της μουσικής είναι ένα και το αυτό· και πως το αληθινό του όνομα είναι Ερίκ!»
Ο κύριος Μιφρουά σηκώθηκε και κοίταξε τον Ραούλ με προσοχή.
«Με συγχωρείτε, κύριε, μήπως θέλετε να κοροϊδέψετε τη δικαιοσύνη;»
«Εγώ;» διαμαρτυρήθηκε ο Ραούλ, που σκέφτηκε στενοχωρημένος: «Ακόμα ένας που δε θα θελήσει να μ' ακούσει».
«Ε, τότε τι είναι όλα αυτά που μου λέτε για το Φάντασμα της Όπερας;»
«Λέω, πως οι κύριοι έχουν ακούσει για το Φάντασμα».
«Κύριοι, γνωρίζετε λοιπόν το Φάντασμα της Όπερας;»
Ο Ρισάρ σηκώθηκε, κρατώντας τις τελευταίες τρίχες του μουστακιού του.
«Όχι, κύριε αστυνόμε, όχι δεν το γνωρίζουμε! Όμως, θα θέλαμε πολύ να το γνωρίσουμε γιατί, δεν έχει περάσει πολύ ώρα, που μας έκλεψε είκοσι χιλιάδες φράγκα!…»
Και ο Ρισάρ έριξε στον Μονσαρμέν ένα τρομερό βλέμμα που έλεγε:
«Δώσε μου αμέσως τα είκοσι χιλιάδες φράγκα, αλλιώς τα λέω όλα».
Ο Μονσαρμέν έλαβε το μήνυμα και με μια απελπισμένη κίνηση είπε: «Α! πες τα όλα! Πες τα όλα!…»
Όσο για τον Μιφρουά, κοιτούσε γύρω γύρω, μια τους διευθυντές, μια τον Ραούλ και αναρωτήθηκε μήπως, χωρίς να το καταλάβει, είχε βρεθεί σε κάποιο άσυλο ανιάτων. Πέρασε το χέρι του μέσα απ' τα μαλλιά του:
«Ένα φάντασμα», είπε, «που μέσα στο ίδιο βράδυ απαγάγει μια τραγουδίστρια και κλέβει είκοσι χιλιάδες φράγκα, είναι σίγουρα ένα πολυάσχολο φάντασμα! Αν συμφωνείτε, θα ήθελα να προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Πρώτα η τραγουδίστρια, μετά τα είκοσι χιλιάδες φράγκα! Λοιπόν, κύριε ντε Σανιύ, ας μιλήσουμε σοβαρά. Νομίζετε πως κάποιος που ονομάζεται Ερίκ απήγαγε την Κριστίν Ντααέ. Το γνωρίζετε αυτό το άτομο; Το έχετε δει;»
«Μάλιστα, κύριε αστυνόμε».
«Πού;»
«Σ' ένα νεκροταφείο».
Ο κύριος Μιφρουά αναπήδησε, αλλά συνέχισε να παρατηρεί με προσοχή τον Ραούλ, και είπε:
«Φυσικά!… συνήθως στα νεκροταφεία συναντά κανείς τα φαντάσματα. Και τι κάνατε εσείς στο νεκροταφείο;»
«Κύριε», είπε ο Ραούλ, «έχω πλήρη γνώση του ανορθόδοξου χαραχτήρα των λόγων μου και της εντύπωσης που σας προκαλούν. Σας ικετεύω όμως να πιστέψετε ότι είμαι πολύ καλά στα λογικά μου. Πρόκειται για τη σωτηρία του ανθρώπου που αγαπώ περισσότερο στον κόσμο, εκτός από τον αγαπημένο μου αδελφό Φιλίπ. Θα 'θελα να μπορούσα να σας πείσω με λίγα λόγια, γιατί ο χρόνος πιέζει, γιατί το κάθε δευτερόλεπτο είναι σημαντικό. Δυστυχώς, αν σας διηγηθώ την πιο περίεργη ιστορία που έχετε ακούσει ποτέ, πολύ φοβάμαι πως δε θα με πιστέψετε, ωστόσο, κύριε αστυνόμε, θα σας πω όλα όσα ξέρω πάνω στο Φάντασμα της Όπερας και, αλίμονο, κύριε αστυνόμε, δεν ξέρω και πολλά πράγματα…»
«Δεν πειράζει, πείτε μας ό,τι ξέρετε!» φώναξαν ο Ρισάρ και ο Μονσαρμέν, που ξαφνικά, άρχισαν να ενδιαφέρονται υπερβολικά για τα λεγόμενα του Ραούλ.
Όμως, δυστυχώς, οι ελπίδες που γεννήθηκαν μέσα τους, πως θα μάθαιναν πράγματα που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν να ανακαλύψουν τον απατεώνα, γρήγορα διαψεύτηκαν κι αναγκάστηκαν να παραδεχτούν πως ο κύριος Ραούλ ντε Σανιύ τα 'χε κυριολεκτικά χαμένα. Όλη αυτή η ιστορία του Περός Γκιρέκ με τις νεκροκεφαλές, το μαγεμένο βιολί, είναι φανερό πως δεν μπορούσε να 'χει συμβεί αλλού παρά μόνο στο ταραγμένο μυαλό ενός ερωτευμένου.
Ήταν φανερό άλλωστε, πως και ο κύριος Μιφρουά, ο αστυνόμος, είχε την ίδια γνώμη και σίγουρα θα είχε διακόψει αυτές τις ασυνάρτητες διηγήσεις του υποκόμη, τις οποίες εμείς γνωρίσαμε στο πρώτο μέρος τούτου του αφηγήματος, αν δεν είχε συμβεί κάτι που ανάγκασε τον υποκόμη να σταματήσει.
Άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα κάποιος πολύ παράξενα ντυμένος, με μια μαύρη ρεντικότα και ένα τριμμένο και γυαλιστερό ψηλό καπέλο, που του κατέβαινε μέχρι τ' αφτιά. Έτρεξε προς τον αστυνόμο και κάτι του είπε χαμηλόφωνα. Χωρίς αμφιβολία, θα ήταν κάποιος πράκτορας της αστυνομίας, που είχε έρθει να δώσει αναφορά.
Κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης ο κύριος Μιφρουά δεν άφησε λεπτό απ' τα μάτια του τον Ραούλ. Τελικά του είπε:
«Κύριε, αρκετά μιλήσαμε για το φάντασμα. Ας μιλήσουμε τώρα λίγο και για σας, αν συμφωνείτε φυσικά. Επρόκειτο να απαγάγετε σήμερα το βράδυ την Κριστίν Ντααέ;»
«Μάλιστα, κύριε αστυνόμε».
«Είχατε κάνει όλες τις σχετικές προετοιμασίες;»
«Μάλιστα, κύριε αστυνόμε».
«Το αμάξι που σας έφερε, μετά θα σας έπαιρνε και τους δυο. Ο αμαξάς είχε προειδοποιηθεί… Η διαδρομή είχε κανονιστεί από τα πριν… Κι επιπλέον, είχαν κανονιστεί και τα μέρη που θα σταματούσατε για ν' αλλάξετε άλογα…»
«Μάλιστα, κύριε αστυνόμε».
«Πάντως, το αμάξι σας εξακολουθεί να βρίσκεται έξω από την Όπερα, κοντά στη Ροτόντα και να περιμένει διαταγές σας, έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα, κύριε αστυνόμε».
«Ξέρετε ότι δίπλα στο δικό σας υπήρχαν κι άλλα τρία αμάξια;»
«Όχι, δεν πρόσεξα καθόλου…»
«Ήταν τ' αμάξια της δεσποινίδας Σορέλι, η οποία δεν μπόρεσε να βρει θέση στην αυλή της διοίκησης, της Καρλότας και του αδελφού σας, του κόμη ντε Σανιύ…»
«Είναι πιθανό…»
«Αυτό πάντως που είναι σίγουρο, είναι πως το δικό σας αμάξι, της Καρλότας και της Σορέλι βρίσκονται πάντα εκεί, ενώ το αμάξι του αδελφού σας έχει εξαφανιστεί…»
«Τι σχέση έχει αυτό, κύριε αστυνόμε;»
«Μα, συγνώμη! Ο αδελφός σας δεν ήταν αντίθετος στο γάμο σας με την Κριστίν Ντααέ;»
«Αυτό είναι κάτι που αφορά μόνο την οικογένεια».
«Μου απαντήσατε… ήταν αντίθετος λοιπόν σ' αυτόν τον γάμο… γι' αυτό και σεις θέλατε να απαγάγετε την Κριστίν Ντααέ, έτσι ώστε να μην μπορεί να παρέμβει ο αδελφός σας… Λοιπόν, κύριε ντε Σανιύ, επιτρέψτε μου να σας πληροφορήσω πως ο αδελφός σας υπήρξε περισσότερο δραστήριος από σας!… Απήγαγε αυτός τελικά την Κριστίν Ντααέ!»
«Ω!» αναστέναξε ο Ραούλ, ακουμπώντας το χέρι του στην καρδιά του, «δεν είναι δυνατόν… Είσαστε σίγουρος;»
«Αμέσως μετά την απαγωγή της καλλιτέχνιδας, η οποία οργανώθηκε με τη συμμετοχή άλλων, που προς το παρόν αγνοούμε, μπήκε μέσα στο αμάξι του, το οποίο άρχισε να τρέχει σαν τρελό προς το Παρίσι, να διασχίζει σαν τρελό το Παρίσι».
«Διέσχισε το Παρίσι; Τι θέλετε να πείτε;»
«Θέλω να πω, πως μετά βγήκε έξω απ' το Παρίσι…»
«Έξω απ' το Παρίσι; Από ποιο δρόμο;»
«Το δρόμο προς τις Βρυξέλλες».
Μια βραχνή κραυγή ξεφεύγει απ' το στόμα του δυστυχισμένου νεαρού.
«Ω!», φωνάζει, «ορκίζομαι πως θα τους πιάσω».
Και με δυο δρασκελιές βρέθηκε έξω από το γραφείο.
«Μην ξεχάσετε να μας τη φέρετε πίσω», φωνάζει χαρωπά ο αστυνόμος… «Εντάξει; Να, κάτι που αξίζει περισσότερο από τον Άγγελο της μουσικής!».
Σ' αυτό το σημείο ο κύριος Μιφρουά γυρνά προς το έκπληκτο ακροατήριο του και του ομολογεί αυτό το μικρό, ακίνδυνο κόλπο της έντιμης αστυνομίας.
«Δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν πράγματι ο κόμης ντε Σανιύ απήγαγε την Κριστίν Ντααέ… όμως πρέπει να το ανακαλύψω και νομίζω πως ο καλύτερος τρόπος είναι μέσω του υποκόμη… Αυτή τη στιγμή, σίγουρα θα τρέχει να τους βρει…θα 'χει βάλει στα πόδια του φτερά! Είναι ο σημαντικότερος βοηθός μου! Αυτή, κύριοι, είναι η τέχνη της αστυνομίας, που πολλοί θεωρούν πολύπλοκη, αλλά που στην πραγματικότητα είναι απλούστατη, από τη στιγμή που θα γίνει κατανοητό πως πρέπει να χρησιμοποιούμε για την επιτυχία του έργου της αστυνομίας ανθρώπους που δεν ανήκουν σ' αυτήν!»
Όμως, ο αστυνόμος κύριος Μιφρουά δε θα 'ταν τόσο ευχαριστημένος με τον εαυτό του, αν ήξερε πως η πορεία του απεσταλμένου του είχε διακοπεί, από τη στιγμή κιόλας που μπήκε στον πρώτο διάδρομο, που ωστόσο ήταν άδειος πια από κόσμο. Ο διάδρομος έμοιαζε έρημος.
Ωστόσο, μια μεγάλη σκιά έκλεισε το δρόμο του Ραούλ.
«Πού πάτε τρέχοντας, κύριε ντε Σανιύ;» ρώτησε η σκιά.
Ο Ραούλ ανυπομονώντας σήκωσε τα μάτια κι αναγνώρισε το σκουφί από αστρακάν που είχε δει μόλις πριν λίγο. Σταμάτησε.
«Πάλι εσείς!» φώναξε με φωνή γεμάτη ταραχή, «εσείς που γνωρίζετε τα μυστικά του Ερίκ και που δε θέλετε να μιλάω γι' αυτά. Ποιος είστε λοιπόν;»
«Το ξέρετε καλά!… Είμαι ο Πέρσης!» είπε η σκιά.