21 ΣΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΠΕΡΑΣ

«ΤΟ χέρι ψηλά, νάστε έτοιμος να πυροβολήσετε ανά πάσα στιγμή!» επαναλάμβανε ο σύντροφος του Ραούλ.

Πίσω τους, ο τοίχος συνέχισε να γυρνά, έκανε έναν ολόκληρο κύκλο και ξανάκλεισε.

Οι δυο άντρες έμειναν για μερικά λεπτά ακίνητοι, κρατώντας και την αναπνοή τους ακόμα.

Μέσα στο σκοτάδι βασίλευε απόλυτη σιωπή.

Τελικά, ο Πέρσης αποφάσισε να κινηθεί και ο Ραούλ τον άκουσε που έπεσε στα γόνατα, ψάχνοντας με τα χέρια του να βρει κάτι.

Ξάφνου, μπρος στο νέο άντρα, το σκοτάδι φωτίστηκε λίγο από ένα μικρό φανάρι και ο Ραούλ ενστιχτώδικα τραβήχτηκε προς τα πίσω, λες για ν' αποφύγει την ανάκριση ενός μυστικού εχθρού. Δεν άργησε να καταλάβει βέβαια πως το φως ανήκε στον Πέρση. Ο μικρός κόκκινος δίσκος περιπλανιόταν δειλά στα τοιχώματα, ψηλά, χαμηλά, τριγύρω τους. Ο Ραούλ σκεφτόταν πως από κει θα 'πρεπε να 'χε περάσει και η Κριστίν την ημέρα που ακολούθησε τον Άγγελο της μουσικής. Αυτός θα 'πρεπε νάναι ο συνηθισμένος δρόμος που 'κανε ο Ερίκ για να έρθει μέσα από τους τοίχους να αιφνιδιάσει την Κριστίν και να εκμεταλλευτεί την αθωότητα και την καλή της πίστη. Και ο Ραούλ, που θυμόταν τα λόγια του Πέρση, σκέφτηκε πως με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, τούτον το δρόμο τον είχε φτιάξει το ίδιο το φάντασμα. Αργότερα θα μάθαινε πως απλά, ο Ερίκ είχε ανακαλύψει τον κρυφό διάδρομο και πως για καιρό ήταν ο μόνος που γνώριζε την ύπαρξή του. Ο διάδρομος είχε κατασκευαστεί την εποχή της Κομμούνας του Παρισιού, για να μπορούν οι δεσμοφύλακες να οδηγούν κατευθείαν τους φυλακισμένους τους στα κελιά που υπήρχαν στα υπόγεια. Οι ομοσπονδιακοί, είχαν καταλάβει το κτίριο αμέσως μετά τις 18 Μάρτη. Το πάνω τμήμα του το χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο των προπαγανδιστών, που είχαν αναλάβει να μεταφέρουν σε όλα τα διαμερίσματα της πόλης του Παρισιού τις εμπρηστικές τους διακηρύξεις, και το κάτω μέρος του σαν κρατικές φυλακές.

Ο Πέρσης γονάτισε και ακούμπησε το φανάρι κάτω. Έμοιαζε πολύ απασχολημένος με κάτι που ήταν στο πάτωμα· ξαφνικά όμως, έκρυψε το φως.

Τότε ο Ραούλ άκουσε έναν ελαφρύ θόρυβο διακόπτη και είδε στο πάτωμα του διαδρόμου ένα λιγοστά φωτισμένο τετράγωνο. Ήταν σαν ν' άνοιγε ένα παράθυρο στα υπόγεια της Όπερας που ήταν ακόμη φωτισμένα. Ο Ραούλ, δεν έβλεπε πια τον Πέρση, αλλά ξαφνικά τον αισθάνθηκε δίπλα του και ένιωσε την αναπνοή του.

«Ακολουθήστε με και κάντε ό,τι θα κάνω».

Ο Ραούλ κατευθύνθηκε προς το φωτεινό φεγγίτη. Τότε, είδε τον Πέρση που γονάτιζε για μια ακόμη φορά και αφού κρεμάστηκε με τα χέρια του απ' το φεγγίτη αφέθηκε να γλιστρήσει στα υπόγεια. Ο Πέρσης, την ώρα που κατέβαινε, κρατούσε το πιστόλι του με τα δόντια.

Ήταν περίεργο, μα ο υποκόμης είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Πέρση. Παρά το ότι δεν ήξερε τίποτα γι' αυτόν και τα λεγόμενά του δεν έκαναν άλλο από το να μεγαλώνουν το μυστήριο αυτής της περιπέτειας, δεν είχε καμιά απολύτως αμφιβολία πως σ' αυτήν την κρίσιμη στιγμή ο Πέρσης ήταν με το μέρος το δικό του και εναντίον του Ερίκ. Η ταραχή του, όταν του μίλησε για το «τέρας», του φάνηκε ειλικρινής και το ενδιαφέρον του αληθινό. Άλλωστε, αν ο Πέρσης είχε κακό σκοπό για τον Ραούλ, δε θα τον είχε οπλίσει με τα ίδια του τα χέρια. Και τελικά, για να πούμε όλη την αλήθεια: έπρεπε πάση θυσία να βρει την Κριστίν! Ο Ραούλ δεν είχε άλλη δυνατότητα επιλογής. Αν είχε διστάσει, έστω και γιατί θα αμφισβητούσε τις καλές προθέσεις του Πέρση, ο νέος άντρας θα θεωρούσε τον εαυτό του δειλό και τιποτένιο.

Τώρα, ήρθε η σειρά του Ραούλ να γονατίσει και να κρεμαστεί με τα δυο του χέρια από την καταπακτή. «Αφήστε τα χέρια σας!» άκουσε κι αφέθηκε να πέσει στην αγκαλιά του Πέρση που του είπε να ριχτεί αμέσως μπρούμυτα και που ξανάκλεισε την καταπακτή δίχως ο Ραούλ να καταλάβει πώς· τέλος, ξάπλωσε κι αυτός πλάι στον υποκόμη. Ο Ραούλ, θέλησε να τον ρωτήσει κάτι, όμως το χέρι του Πέρση του 'κλείσε το στόμα· αμέσως μετά άκουσε μια φωνή που αναγνώρισε: ήταν η φωνή του αστυνόμου που τον είχε ανακρίνει λίγο πριν.

Ο Ραούλ και ο Πέρσης, εκείνη την ώρα βρισκόντουσαν πίσω από κάτι σαν φράχτη που τους έκρυβε εντελώς. Εκεί κοντά ήταν μια στενή σκάλα που οδηγούσε σ' ένα μικρό δωμάτιο. Εδώ έπρεπε να βρίσκεται ο αστυνόμος, που πήγαινε πέρα δώθε κάνοντας διάφορες ερωτήσεις· άκουγαν το θόρυβο των βημάτων του και τον ήχο της φωνής του.

Το φως ήταν αδύναμο, όμως, επειδή μόλις είχαν βγει από το απόλυτο σκοτάδι του μυστικού διαδρόμου, ο Ραούλ δε δυσκολεύτηκε καθόλου να διακρίνει τι βρισκόταν γύρω του.

Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα υπόκωφο επιφώνημα, γιατί γύρω του βρισκόντουσαν τρία πτώματα.

Το πρώτο κείτονταν πάνω στο στενό κεφαλόσκαλο της μικρής σκάλας που ανέβαινε ως απάνω, στην πόρτα που πίσω της βρισκόταν ο αστυνόμος. Τα άλλα δύο είχαν κυλίσει στο κάτω μέρος της σκάλας κι είχαν τα χέρια σταυρωμένα. Ο Ραούλ, περνώντας τα δάχτυλά του μέσα απ' το «φράχτη» που τους έκρυβε μπόρεσε ν' αγγίξει το χέρι του ενός απ' τους δυστυχισμένους.

«Σιωπή!» ψιθύρισε ο Πέρσης. Είχε δει κι αυτός τα πτώματα και με μια λέξη εξήγησε το γεγονός:

Загрузка...