Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ της Κριστίν Ντααέ, που υπήρξε θύμα δολοπλοκιών για τις οποίες θα μιλήσουμε αργότερα, δεν επαναλήφτηκε. Ωστόσο, της δόθηκε ακόμη μια φορά η ευκαιρία να τραγουδήσει στο Παρίσι. Τραγούδησε τα πιο ωραία κομμάτια του ρεπερτορίου της, στη δούκισσα της Ζυρίχης. Να πώς ο μεγάλος κριτικός Χ. Ψ.Ω., που βρισκόταν ανάμεσα στους καλεσμένους της δούκισσας, εκφράστηκε για το τραγούδι της:
«Όταν την ακούει κανείς στον Άμλετ, αναρωτιέται αν ο Σαίξπηρ ήρθε από τα Ηλύσια Πεδία, για να της διδάξει την Οφηλία… Είναι επίσης αλήθεια πως, όταν φορά το διάδημα της βασίλισσας της νύχτας, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς μήπως ο Μότσαρτ θα πρέπει να εγκαταλείψει την αιώνια κατοικία του, για να έρθει να την ακούσει. Όμως όχι. Δε χρειάζεται να ενοχληθεί αυτή η παλλόμενη φωνή αυτής της μαγικής ερμηνεύτριας του Μαγεμένου Αυλού, μπορεί να τον συναντήσει στον ουρανό, σκαρφαλώνοντας τις ουράνιες κλίμακες, με την ίδια ευκολία που πέρασε από την καλύβα του χωριού της στο μακάβριο παλάτι που έχτισε ο κύριος ο Γκαρνιέ».
Όμως, μετά τη βραδιά της δούκισσας της Ζυρίχης η Κριστίν δεν ξανατραγούδησε δημόσια.
Η αλήθεια είναι πως εκείνη την εποχή απόρριπτε όλες τις προτάσεις και όλους τους δασκάλους. Δίχως να δώσει καμιά ικανοποιητική εξήγηση, αρνήθηκε να εμφανιστεί σε μια φιλανθρωπική γιορτή, ενώ παλιότερα είχε υποσχεθεί πως θα συμμετάσχει.
Συμπεριφερόταν λες και δεν ήταν πια κύρια του εαυτού της και της τύχης της, λες κι η προοπτική ενός νέου θριάμβου τη φόβιζε.
Έμαθε πως ο κόμης ντε Σανιύ, για να ευχαριστήσει τον αδελφό του, είχε μιλήσει συχνά υπέρ της στον κύριο Ρισάρ. Του έγραψε για να τον ευχαριστήσει, αλλά και για να τον παρακαλέσει να μην ξαναμιλήσει γι' αυτήν στους διευθυντές της. Ποιοι άραγε ήταν οι λόγοι αυτής της τόσο παράξενης συμπεριφοράς; Μερικοί υποστήριξαν πως πίσω απ' αυτή τη συμπεριφορά κρυβόταν η υπεροψία. Άλλοι, μιλούσαν για υπερβολική σεμνότητα. Όμως, δεν είναι ποτέ δυνατόν ένας άνθρωπος του θεάτρου να είναι σεμνός σε τέτοιο βαθμό. Δεν έχει νόημα. Στην πραγματικότητα, νομίζω πως μια μόνο λέξη εξηγεί αυτήν την απίστευτη συμπεριφορά: φόβος. Ναι. Πιστεύω πως η Κριστίν Ντααέ φοβήθηκε αυτό που άρχιζε να της συμβαίνει. Τα 'χε χαμένα μ' όλον αυτόν τον κόσμο που την περιτριγύριζε. Τα 'χε χαμένα; Μα, αν είναι δυνατόν! Έχω εδώ ένα γράμμα της Κριστίν (συλλογή του Πέρση), που αναφέρεται στα γεγονότα εκείνης της εποχής. Ε, λοιπόν, όταν το ξαναδιάβασα κατάληξα πως ήταν άστοχο το να θεωρώ πως «τα 'χε χαμένα» ή πως είχε φοβηθεί το θρίαμβο της.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται πως ήταν τρομαγμένη. Ναι, ναι… τρομαγμένη. «Όταν τραγουδώ, δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου!», λέει η ίδια.
Το καημένο, το αθώο, το γλυκό αυτό παιδί!
Δεν εμφανιζόταν πουθενά κι ο υποκόμης ντε Σανιύ μάταια προσπαθούσε να τη συναντήσει. Της έγραψε, ζητώντας την άδεια να την επισκεφτεί. Είχε αρχίσει ν' απελπίζεται, όταν ένα πρωινό του έστειλε το ακόλουθο σημείωμα:
«Κύριε, ποτέ μου δεν ξέχασα εκείνο το μικρό παιδί που πήγε να βρει την εσάρπα μου στη θάλασσα. Δεν μπορώ να μην σας το γράψω αυτό, σήμερα, που φεύγω για το Περός, ανταποκρινόμενη σε ιερό καθήκον. Αύριο, είναι τα γενέθλια του αγαπημένου μου πατέρα, που είχατε γνωρίσει και που σας αγαπούσε πολύ. Έχει θαφτεί εκεί κάτω, μαζί με το βιολί του, στο κοιμητήρι γύρω απ' τη μικρή εκκλησία, στους πρόποδες του λόφου όπου τόσες φορές είχαμε παίξει όταν είμασταν μικροί. Είναι θαμμένος εκεί, στην άκρη του δρόμου, όπου, λίγο μεγαλύτεροι, χαιρετιστήκαμε για τελευταία φορά».
Όταν ο υποκόμης του Σανιύ έλαβε αυτό το μπιλιέτο από την Κριστίν Ντααέ, ντύθηκε βιαστικά, έγραψε ένα βιαστικό σημείωμα στον αδελφό του και όρμησε μέσα σ' ένα αμάξι που, τελικά, έφτασε καθυστερημένα στο σταθμό του Μονπαρνάς κι έτσι δεν πρόλαβε το πρωινό τρένο. Ο Ραούλ, πέρασε μια θλιβερή μέρα και δεν ξανάνιωσε χαρά για τη ζωή, παρά μόνο το βράδυ, όταν μπήκε στο βαγόνι του. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού διάβαζε, ξανά και ξανά, το γράμμα της Κριστίν και μύριζε το άρωμα της. Έφερνε στο νου του τη γλυκιά εικόνα των παιδικών τους χρόνων. Πέρασε όλη τη φριχτή ατέλειωτη νύχτα του τρένου, μέσα σ' ένα πυρετικό όνειρο που ως αρχή και τέλος είχε την Κριστίν Ντααέ. Όταν φτάσανε στην Λανιόν, μόλις ξημέρωνε. Έτρεξε να προλάβει το λεωφορείο Περός Γκιρέκ. Ήταν ο μοναδικός επιβάτης. Άρχισε να ρωτά διάφορα πράγματα τον οδηγό. Έμαθε πως το προηγούμενο βράδυ, μια νέα γυναίκα, που έμοιαζε Παριζιάνα, πήγε στο Περός και κατέβηκε στο πανδοχείο Το Ηλιοβασίλεμα. Δεν μπορούσε νάταν άλλη απ' την Κριστίν. Είχε έρθει μόνη. Ο Ραούλ αναστέναξε βαθιά. Επιτέλους, θα μπορούσε να μιλήσει με την ησυχία του στην Κριστίν. Η αγάπη του γι' αυτήν του έκοβε την ανάσα. Τούτο το μεγάλο αγόρι, που είχε κάνει το γύρο του κόσμου, ήταν αγνό σαν μια παρθένα που δεν είχε αφήσει ποτέ το σπίτι της μάνας της. Καθώς πλησίαζε σ' αυτήν που λάτρευε, θυμήθηκε την ιστορία της μικρής Σουηδέζας. Πολλές απ' τις λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας είναι άγνωστες στον πολύ κόσμο.
Μια φορά κι έναν καιρό, σ' ένα μικρό χωριουδάκι, κοντά στην Ουψάλα, ζούσε ένας χωρικός με την οικογένειά του. Όλη τη βδομάδα καλλιεργούσαν τη γη και την Κυριακή τραγούδαγαν στην εκκλησία. Αυτός ο χωρικός είχε ένα μικρό κοριτσάκι που πολύ πριν του μάθει να διαβάζει τα γράμματα, του έμαθε να διαβάζει μουσική. Ο μπάρμπα — Ντααέ, δίχως να το υποψιάζεται, ήταν ένας μεγάλος μουσικός. Έπαιζε βιολί και όλοι τον θεωρούσαν το μεγαλύτερο βιολιστή της Σκανδιναβίας. Η φήμη του απλωνόταν παντού και πάντα αυτόν καλούσαν να παίξει, για να χορέψει ο κόσμος στους γάμους και τα πανηγύρια. Η μαμά — Ντααέ ήταν άρρωστη και πέθανε όταν η Κριστίν ήταν έξι χρονών. Τότε ο πατέρας της, που δεν αγαπούσε άλλον από την κόρη του και τη μουσική του, πούλησε το κτήμα του και πήγε να βρει την τύχη του στην Ουψάλα. Όμως δε βρήκε άλλο από δυστυχία.
Έτσι, ξαναγύρισε στην εξοχή. Γυρνούσε από πανηγύρι σε πανηγύρι σκορπώντας σκανδιναβικές μελωδίες, ενώ η κόρη του, που ήταν πάντα δίπλα του, τον άκουγε εκστατική και πολλές φορές τον συνόδευε τραγουδώντας. Μια μέρα, στο πανηγύρι του Λιμπί, τους άκουσε ο καθηγητής Βαλέριους και τους πήρε μαζί του στο Γκότενμπεργκ. Υποστήριξε πως ο πατέρας Ντααέ ήταν ο καλύτερος βιολιστής του κόσμου και πως η κόρη του είχε τη στόφα μιας μεγάλης καλλιτέχνιδας. Ανάλαβε τη διαπαιδαγώγηση και μόρφωση του παιδιού. Παντού όπου πήγαινε μάγευε τους πάντες με την ομορφιά της, τη χάρη της και τη θέληση της για μάθηση και σωστή απόδοση. Η πρόοδος της ήταν πολύ γρήγορη. Στο μεταξύ όμως, ο καθηγητής Βαλέριους και η γυναίκα του αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν στη Γαλλία. Η μαμά — Βαλέριους είχε την Κριστίν σαν παιδί της. Όσο για τον πατέρα της Κριστίν, έλιωνε από νοσταλγία για την πατρίδα του. Στο Παρίσι, δεν έβγαινε ποτέ έξω. Ζούσε σαν μέσα σ' όνειρο που το συντηρούσε με το βιολί του. Για ώρες ολόκληρες κλεινόταν στο δωμάτιο του, μαζί με την κόρη του, και τους άκουγες να παίζουν μουσική και να τραγουδούν γλυκά γλυκά. Καμιά φορά, η μαμά -Βαλέριους πήγαινε κοντά στην πόρτα για να τους ακούσει. Αναστέναζε βαθιά, σκούπιζε κάποιο δάκρυ και απομακρυνόταν στις μύτες των ποδιών της. Κι αυτή νοσταλγούσε τον ουρανό της Σκανδιναβίας.
Ο πατέρας — Ντααέ, έμοιαζε να καλυτερεύει μόνο το καλοκαίρι όταν όλοι μαζί πήγαιναν να παραθερίσουν στο Περός — Γκιρέκ, σε μια γωνιά της Βρετάνης, που εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν ολότελα άγνωστη στους Παριζιάνους. Αγαπούσε πολύ τη θάλασσα αυτού του τόπου. Έλεγε πως είχε το ίδιο χρώμα με τη θάλασσα της πατρίδας του. Πολλές φορές, έπαιρνε την κόρη του στην αμμουδιά κι εκεί έπαιζε τις πιο θλιμμένες του μελωδίες, λέγοντας πως ακόμη κι η θάλασσα σώπαινε για να τις ακούσει.
Ήθελε και κάτι ακόμα κι είχε παρακαλέσει τη μαμά — Βαλέριους τόσο πολύ που, τελικά, εκείνη συμφώνησε να ικανοποιήσει την παραξενιά αυτού του παλιού βιολιστή του χωριού.
Την εποχή των πανηγυριών, των χορών και των μασκαρεμάτων, έφευγε για λίγο, όπως άλλοτε, μαζί με το βιολί και την κόρη του. Ο κόσμος δεν κουραζόταν ποτέ να τους ακούει. Όλη τη μέρα σκορπούσαν παντού μελωδίες, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα χωριουδάκια και τις νύχτες κοιμόντουσαν στους αχυρώνες, αρνούμενοι τα κρεβάτια των πανδοχείων. Ξάπλωναν πάνω στ' άχυρα, σφίγγοντας ο ένας τον άλλον, όπως παλιά, όταν ζούσαν φτωχικά στη Σκανδιναβία.
Ήταν ντυμένοι πολύ απλά, αρνιόντουσαν τα χρήματα που τους έδιναν, και ο κόσμος ολόγυρά τους, δίχως να καταλαβαίνει τίποτα απ' τη συμπεριφορά αυτού του βιολιστή που γυρνούσε στους δρόμους μαζί μ' αυτό το παιδί που τραγουδούσε όμορφα σαν άγγελος, τους ακολουθούσε παντού, από χωριό σε χωριό.
Μια μέρα, ένα νέο αγόρι απ' την πόλη που ήταν εκεί μαζί με την γκουβερνάντα του, ακολουθούσε συνέχεια, παλτού το μικρό κορίτσι. Η γλυκύτατη αθώα φωνή της έμοιζε να τον έχει μαγέψει. Έτσι, έφτασαν σ' ένα μικρό λιμανάκι που ακόμη ως σήμερα το λένε Τρεστράου. Εκείνον τον καιρό, σ' αυτόν τον τόπο δεν υπήρχε παρά ο ουρανός, η θάλασσα και η χρυσαφένια αμμουδιά. Και πάνω απ' όλα, αυτός ο δυνατός άνεμος που πήρε την εσάρπα της Κριστίν και την πήγε στη θάλασσα. Η Κριστίν φώναξε κι άπλωσε τα χέρια, όμως το φουλάρι ήταν κιόλας μακριά, στα κύματα. Η Κριστίν άκουσε μια φωνή να της λέει:
«Μην ανησυχείτε δεσποινίς, θα σας φέρω πίσω την εσάρπα σας».
Τότε το κορίτσι είδε ένα μικρό αγόρι να τρέχει, να τρέχει, αψηφώντας τις φωνές και τις διαμαρτυρίες μιας καλής κυρίας, ντυμένης στα μαύρα. Το μικρό αγόρι προχώρησε, μπήκε στη θάλασσα με τα ρούχα και της έφερε την εσάρπα της. Τόσο το μικρό παιδί όσο και η εσάρπα ήταν σε κακά χάλια! Η κυρία με τα μαύρα ήταν αδύνατον να ηρεμήσει. Η Κριστίν όμως γελούσε μ' όλη της την καρδιά κι έτρεξε να φιλήσει το μικρό αγόρι. Ήταν ο υποκόμης Ραούλ ντε Σανιύ. Εκείνον τον καιρό έμενε με τη θεία του στη Λανιόν. Όλο το καλοκαίρι βλεπόντουσαν σχεδόν κάθε μέρα κι έπαιζαν μαζί. Μετά από παράκληση της θείας και την παρέμβαση του καθηγητή Βαλέριους, ο καλός Ντααέ έκανε μαθήματα βιολιού στο νεαρό υποκόμη. Έτσι, ο Ραούλ έμαθε ν' αγαπά τις μελωδίες που είχαν μαγέψει την παιδική ηλικία της Κριστίν.
Είχαν κι οι δυο την ίδια μικρούλα, ονειροπόλα κι ήσυχη ψυχή. Τους άρεσαν οι ιστορίες με τους παλιούς κομήτες της Βρετάνης και το πιο αγαπημένο τους παιχνίδι ήταν να τις ζητιανεύουν στα κατώφλια των μικρών σπιτιών: «Καλή μου κυρία, καλέ μου κύριε, σας παρακαλούμε, μήπως έχετε καμιά μικρή ιστορία να μας πείτε;» Σπάνια δεν έβρισκαν ανταπόκριση. Ποια είναι αυτή η βρετονή γιαγιά που δεν έχει δει, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή της, τα ξωτικά της Βρετάνης να χορεύουν στις φυλλωσιές των ρυκιών, κάτω από το σεληνόφωτο;
Όμως, η μεγάλη τους γιορτή ήταν όταν μέσα στην ησυχία του σούρουπου, λίγο μετά το βασίλεμα του ήλιου μέσ' στη θάλασσα, ο μπάρμπα — Ντααέ ερχόταν να κάτσει μαζί τους, στην άκρη του δρόμου για να τους ιστορήσει χαμηλόφωνα (λες και φοβόταν μην τρομάξει τα φαντάσματα που καλούσε), τους όμορφους, τρυφερούς και τρομερούς θρύλους της βορεινής του πατρίδας… Οι ιστορίες του, άλλοτε ήταν όμορφες σαν τα παραμύθια του Άντερσεν, άλλοτε ήταν θλιμμένες σαν τα τραγούδια του μεγάλου ποιητή Ρούνενμπεργκ. Όταν σταματούσε, τα δυο παιδιά έλεγαν με μια φωνή: «Κι άλλο».
Τπήρχε μια ιστορία που άρχιζε έτσι:
«Ένας βασιλιάς ήταν καθισμένος σ' ένα μικρό κοφίνι που έπλεε στα ήσυχα και βαθιά νερά π' ανοίγονται σαν λαμπρό μάτι καταμεσίς στα βουνά της Νορβηγίας…»
Και μια άλλη:
«Η μικρούλα Λότε τα σκεφτόταν όλα και δε σκεφτόταν τίποτα. Καλοκαιρινό πουλί, πετούσε ανάμεσα στις χρυσαφένιες ηλιαχτίδες, φορώντας πάνω στις ξανθές της μπούκλες την ανοιξιάτικη κορόνα της. Η ψυχή της ήταν τόσο καθαρή και τόσο γαλανή όσο και το βλέμμα της. Χαϊδολογούσε τη μητέρα της, ήταν πιστή στην κούκλα της, φρόντιζε με περίσσια προσοχή το φόρεμά της, τα κόκκινα παπούτσια της και το βιολί της, αλλά πάνω απ' όλα της άρεσε ν' ακούει, καθώς την έπαιρνε ο ύπνος, τον Άγγελο της μουσικής».
Όσην ώρα ο καλός εκείνος άνθρωπος μιλούσε για όλ' αυτά, ο Ραούλ κοιτούσε τα γαλανά μάτια και τα χρυσά μαλλιά της Κριστίν και η Κριστίν σκεφτότανε πως η μικρή Λότε πρέπει να ήταν πολύ ευτυχισμένη που ο ύπνος την έπαιρνε ενώ άκουγε τον Άγγελο της μουσικής. Δεν υπήρχε ιστορία του μπάρμπα — Ντααέ που να μην αναφέρει τον Άγγελο της μουσικής και τα παιδιά του ζητούσαν συνέχεια να τους μιλήσει γι' αυτόν τον Άγγελο. Έτσι, οι ιστορίες δεν είχαν τελειωμό. Ο πατέρας — Ντααέ υποστήριζε πως όλοι οι μεγάλοι μουσικοί, όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δέχονται, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, την επίσκεψη του Αγγέλου της μουσικής. Αυτός ο Άγγελος, καμιά φορά, έρχεται να σκύψει πάνω απ' την κούνια τους, έτσι όπως πήγε και στη μικρή Λότε. Γι' αυτό υπάρχουν τα παιδιά θαύματα, εκείνα τα χαρισματικά παιδιά που μπορούν στα έξι τους χρόνια και παίζουν βιολί καλύτερα από έναν πενηντάρη. Πρέπει να παραδεχτείτε πως πρόκειται για κάτι υπερφυσικό. Μερικές φορές, ο Άγγελος έρχεται πολύ αργότερα, γιατί τα παιδιά δεν είναι φρόνιμα και δε θέλουν να μάθουν. Άλλοτε πάλι, ο Άγγελος δεν έρχεται ποτέ, γιατί δεν έχουμε ούτε αγνή καρδιά ούτε ήσυχη συνείδηση. Τον Άγγελο, δεν μπορούμε ποτέ να τον δούμε, όμως οι χαρισματικές ψυχές μπορούν να τον ακούσουν. Αυτό γίνεται όταν δεν το περιμένουν, όταν είναι θλιμμένες κι απογοητευμένες. Τότε, ξαφνικά, τ' αφτί τους ακούει ουράνιες αρμονίες και μια θεϊκή φωνή που θα μείνει στη μνήμη τους για πάντα. Αυτοί που δέχτηκαν την επίσκεψη του Αγγέλου, έχουν για πάντα φλογισμένες τις ψυχές τους. Πάλλονται ολόκληροι, μ' έναν παλμό που δεν έχει καμιά σχέση με τα εγκόσμια. Αποχτούν το χάρισμα να μην μπορούν ν' αγγίξουν κάποιο όργανο ή ν' ανοίξουν το στόμα τους για να τραγουδήσουν, δίχως να γεννούν ήχους. Αυτοί που δε γνωρίζουν την ύπαρξη του Αγγέλου, λένε πως πρόκειται για ιδιοφυίες.
Η μικρή Κριστίν ρωτούσε τον πατέρα της αν αυτός είχε ακούσει τον Άγγελο. Τότε, ο πατέρας — Ντααέ κουνούσε θλιμμένα το κεφάλι γνέφοντας αρνητικά. Μετά, το βλέμμα του γινόταν λαμπερό, κοιτούσε το παιδί του και του 'λεγε:
«Εσύ, παιδί μου, θα τον ακούσεις κάποια μέρα! Όταν εγώ θα βρίσκομαι στον ουρανό, θα στον στείλω, στο υπόσχομαι!»
Εκείνη την εποχή ο πατέρας — Ντααέ είχε αρχίσει κιόλας να βήχει…
Το φθινόπωρο ήρθε, χωρίζοντας την Κριστίν απ' τον Ραούλ. Ξανασυναντήθηκαν τρία χρόνια αργότερα. Ήταν πια έφηβοι.
Η συνάντηση έγινε ξανά στο Περός και έμεινε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του Ραούλ. Ο καθηγητής Βαλέριους είχε πεθάνει. Η μαμά — Βαλέριους είχε μείνει στη Γαλλία κοντά στον μπαμπά — Ντααέ και την κόρη του, που εξακολουθούσαν να παίζουν βιολί και να τραγουδούν, συμπαρασύροντας στο αρμονικό τους όνειρο την αγαπημένη τους προστάτιδα, που έμοιαζε να ζει πια μόνο για τη μουσική. Ο νεαρός άντρας είχε πάει εντελώς τυχαία στο Περός. Μόλις έφτασε πήγε κατευθείαν στο μικρό σπιτάκι όπου έμενε άλλοτε η μικρή του φίλη. Πρώτα είδε το γέρο — Ντααέ, που σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα του και με δάκρυα στα μάτια τον φίλησε, λέγοντας του πως τον θυμόντουσαν πάντα με τρυφερότητα. Πραγματικά, δεν είχε περάσει μέρα δίχως η Κριστίν να μιλήσει για τον Ραούλ. Ο γέροντας μιλούσε ακόμη όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα, γοητευτική και περιποιητική, η νεαρή κοπέλα, φέρνοντας το αχνιστό τσάι. Μόλις αναγνώρισε τον Ραούλ άφησε κάτω το δίσκο που κρατούσε. Μια ελαφριά φλόγα απλώθηκε στο πρόσωπό της. Ήταν διστακτική· σιωπούσε. Ο πατέρας — Ντααέ τους κοιτούσε. Ο Ραούλ πλησίασε τη νεαρή κοπέλα και τη φίλησε. Εκείνη δέχτηκε το φιλί του μ' ευχαρίστηση. Τον ρώτησε μερικά πράγματα, έπειτα ανταποκρίθηκε επιδέξια στα καθήκοντα της οικοδέσποινας, ξαναπήρε το δίσκο κι έφυγε απ' το δωμάτιο. Μετά, κατέφυγε στη μοναξιά του κήπου. Για πρώτη φορά την πλημμύριζαν συναισθήματα που τάραζαν την εφηβική της καρδιά. Ο Ραούλ πήγε να τη συναντήσει στον κήπο κι έμειναν να κουβεντιάζουν μέχρι το βράδυ. Ήταν και οι δυο πολύ αμήχανοι. Είχαν αλλάξει πάρα πολύ από παλιά. Σχεδόν δεν αναγνώριζαν ο ένας τον άλλον. Τώρα έμοιαζαν να έχουν κατακτήσει μια σημαντική σοβαρότητα. Ήταν προσεκτικοί σαν διπλωμάτες, και έλεγαν ο ένας στον άλλον πράγματα που δεν είχαν καμιά σχέση με τα συναισθήματα που γεννιόντουσαν στις καρδιές τους. Όταν αποχαιρετίστηκαν, στην άκρη του δρόμου, ο Ραούλ είπε στην Κριστίν, φιλώντας απαλά το τρεμάμενο χέρι της:
«Δεσποινίς, δε θα σας ξεχάσω ποτέ!» κι έφυγε, μετανοιώνοντας για την τολμηρή του φράση, αφού ήξερε καλά πως η Κριστίν Ντααέ δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει η γυναίκα του υποκόμη ντε Σανιύ.
Όσο για την Κριστίν, πήγε γρήγορα στον πατέρα της και του είπε: «Δε βρίσκεις πως ο Ραούλ δεν είναι πια ευγενικός όπως παλιά; Δεν τον αγαπώ πλέον!» Προσπάθησε να μην τον σκέφτεται. Ήταν πολύ δύσκολο να το καταφέρει. Ρίχτηκε με τα μούτρα στην τέχνη της, που γέμιζε κάθε λεπτό της ζωής της. Όσοι την άκουγαν, της έλεγαν πως μια μέρα θα γινόταν η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου. Όμως, μετά από λίγο καιρό, ο πατέρας της πέθανε και μαζί μ' αυτόν ο Κριστίν έχασε τη φωνή της, την ψυχή της και την ιδιοφυία της. Παρ' όλ' αυτά, εξακολουθούσε να έχει αρκετές ικανότητες, ώστε να μπορέσει να μπει στο Ωδείο. Μόνο αυτό όμως. Ήταν μια συνηθισμένη μαθήτρια και τίποτε παραπάνω. Παρακολουθούσε τα μαθήματα, αλλά χωρίς ενθουσιασμό. Κατάφερε να αποσπάσει κι ένα βραβείο, μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει τη γριά μαμά — Βαλέριους, με την οποία εξακολουθούσε να ζει μαζί. Την πρώτη φορά που ο Ραούλ ξαναείδε την Κριστίν, στην Όπερα, είχε καταγοητευτεί από την ομορφιά της νέας κοπέλας και από τη θύμηση των περασμένων ημερών αλλά κι είχε ξαφνιαστεί από το τραγούδι της που δεν ήταν τίποτα το αξιόλογο. Έμοιαζε ξεκομμένη απ' όλα. Ξαναπήγε να την ακούσει. Την ακολούθησε στα παρασκήνια. Προσπάθησε να της αποσπάσει την προσοχή. Πάνω από μια φορά τη συνόδευσε μέχρι το κατώφλι του καμαρινιού της, αλλά αυτή ούτε που τον έβλεπε. Άλλωστε, έμοιαζε να μην βλέπει κανέναν. Ήταν εντελώς αδιάφορη για όλα. Ο Ραούλ υπέφερε· ήταν τόσο όμορφη. Εκείνος, ντροπαλός, δεν τολμούσε να παραδεχτεί ούτε στον ίδιο του τον εαυτό πως την αγαπούσε. Και μετά, συνέβη το εκπληκτικό γεγονός: Η βραδιά του γκαλά: οι ουρανοί ορθάνοιχτοι, μια αγγελική φωνή ήρθε στη γη ν' αγαλλιάσει τους ανθρώπους και ν' αναλώσει την ψυχή της.
Και μετά… και μετά, αυτή η αντρική φωνή πίσω απ' την πόρτα: «Πρέπει να μ' αγαπήσετε!» και μέσα στο καμαρίνι κανείς…
Γιατί άραγε είχε γελάσει όταν, καθώς άνοιγε τα μάτια της, της είχε πει: «Είμαι το μικρό παιδί που είχε πάει να σας φέρει την εσάρπα σας από τη θάλασσα»; Γιατί δεν τον αναγνώρισε; Και γιατί του έγραψε;
Ω! Αυτή η παραλία είναι ατέλειωτη… ατέλειωτη…
Να οι τρεις δρόμοι… Να η έρημη αλάνα… οι παγωμένες φυλλωσιές, το ακίνητο τοπίο κάτω απ' τον άσπρο ουρανό. Τα τζάμια κουδουνίζουν, ο ήχος τους σου σκίζει τ' αφτιά… Τι θόρυβο που κάνει αυτό το αμάξι, που προχωρά τόσο απελπιστικά αργά! Αναγνωρίζει τα σπιτάκια… τα περιβόλια, τις κατηφοριές, τα δέντρα του δρόμου… Να η τελευταία στροφή του δρόμου, και μετά θα κατηφορίσουμε και θ' απλωθεί μπρος μας η θάλασσα… ο μεγάλος κόλπος του Περός…
Εκείνη, είχε κατέβει στο πανδοχείο το Ηλιοβασίλεμα. Πολύ ωραία! Είναι το μοναδικό στην περιοχή. Άλλωστε, είναι πολύ συμπαθητικό. Θυμάται που παλιά λέγανε εκεί ένα σωρό όμορφες ιστορίες! Πώς χτυπά η καρδιά του! Τι θα του πει άραγε όταν τον δει;
Ο πρώτος άνθρωπος που βλέπει μπαίνοντας στην παλιά, γεμάτη καπνούς αίθουσα είναι η μαμά — Τρικάρ. Τον αναγνωρίζει. Τον χαιρετά. Τον ρωτά τι τον φέρνει εδώ, κι αυτός κοκκινίζει. Λέει πως είχε δουλειές στη Λανιόν και σκέφτηκε να 'ρθει μέχρις εδώ να τη δει. Θέλει να του δώσει να φάει, αλλά αυτός της λέει: «Σε λίγο». Μοιάζει να περιμένει κάποιον ή κάτι. Η πόρτα ανοίγει. Είναι όρθιος. Δεν έκανε λάθος. Είναι αυτή! Θέλει να της μιλήσει, σωριάζεται σε μια καρέκλα. Αυτή στέκεται εκεί μπροστά του, χαμογελώντας. Τον περίμενε. Το πρόσωπό της είναι φρέσκο και ροδαλό σαν φράουλα στη σκιά. Φαίνεται πως το όμορφο κορίτσι μόλις είχε γυρίσει από μια μικρή βόλτα. Το στήθος της, πάνω από την αγνή της καρδιά, ανεβοκατεβαίνει ελαφριά. Τα μάτια της, καθάριοι καθρέφτες ανοιχτού γαλανού, του γαλανού των λιμνών, που ακίνητες ονειρεύονται, εκεί ψηλά, στα βορεινά του κόσμου. Τα μάτια της του στέλνουν ήσυχα το είδωλο της αγνής καρδιά της. Το γούνινο παλτό της είναι μισάνοιχτο πάνω στο γεμάτο χάρη νεανικό της κορμί. Ο Ραούλ και η Κριστίν κοιτιούνται για ώρα πολλή. Η μαμά — Τρικάρ χαμογελά κι ευγενικά απομακρύνεται. Τελικά, η Κριστίν λέει:
«Ήρθατε, κι αυτό δε με ξαφνιάζει. Είχα ένα προαίσθημα γυρνώντας απ' την εκκλησία, πως θα σας έβρισκα εδώ, σ' αυτό το πανδοχείο. Κάποιος εκεί κάτω μου το 'πε. Ναι, μου είχαν αναγγείλει τον ερχομό σας».
«Μα ποιος;» ρωτά ο Ραούλ, παίρνοντας στα χέρια του το μικρό χέρι της Κριστίν. Αυτή τον αφήνει.
«Μα ο καημένος, ο νεκρός πατέρας μου». Σιωπή απλώθηκε ανάμεσα στους δυο νέους.
Μετά, ο Ραούλ λέει:
«Κριστίν, μήπως ο πατέρας σας σας είπε πως σας αγαπώ και πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσάς;»
Η Κριστίν κοκκίνησε μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της και γύρισε αλλού το πρόσωπό της, είπε με τρεμάμενη φωνή:
«Εμένα; Είσαστε τρελός, φίλε μου».
Και ξεσπά σε γέλια για να δείξει πως είναι άνετη.
«Κριστίν, μη γελάτε. Είναι πολύ σοβαρό».
Εκείνη του λέει σοβαρά:
«Δε σας έκανα να έρθετε μέχρι εδώ, για να μου πείτε τέτοια πράγματα».
«“Με κάνατε να έρθω”, καλά το λέτε Κριστίν. Ξέρατε πως το γράμμα σας δε θα μ' άφηνε αδιάφορο και πως θα 'τρεχα να σας βρω στο Περός. Πώς είναι δυνατόν να είσαστε σίγουρη πως θα 'ρθω και να μην σας πέρασε απ' το νου ότι σας αγαπώ;»
«Σκέφτηκα πως θα θυμόσασταν τα παιδικά μας παιχνίδια, όπου τόσες φορές έπαιρνε μέρος κι ο πατέρας μου. Αν θέλετε, κατά βάθος, ούτε και γω ξέρω τι ακριβώς σκέφτηκα… Ίσως έκανα λάθος που σας έγραψα… Η τόσο ξαφνική επίσκεψη σας εκείνη τη βραδιά στο καμαρίνι μου, με πήγε πολύ μακριά, μακριά στο παρελθόν κι έτσι σας έγραψα. Σας έγραψε το μικρό κορίτσι που ήμουνα τότε, το μικρό κορίτσι που θα ήταν ευτυχισμένο να σας ξαναδεί… Αυτό το μικρό κορίτσι σας έγραψε, σε μια στιγμή μελαγχολίας και μοναξιάς, σε μια στιγμή που θα 'θελε να 'χει κοντά της το σύντροφο των παιδικών της χρόνων…»
Για λίγο μένουν ξανά σιωπηλοί. Στη συμπεριφορά της Κριστίν υπάρχει κάτι που φαίνεται αφύσικο στον Ραούλ, αλλά που δεν μπορεί να προσδιορίσει για τι ακριβώς πρόκειται. Ωστόσο, δεν τη νιώθει εχθρική… αλλά τη νιώθει κάπως απόμακρη… η απελπισμένη τρυφερότητα των ματιών της του λέει πολλά… Γιατί όμως υπάρχει απελπισία σ' αυτήν την τρυφερότητα;… Αυτό ίσως πρέπει να προσπαθήσει να καταλάβει… αυτό θέλει να καταλάβει…
«Η φορά που με είδατε στο καμαρίνι σας, ήταν η πρώτη φορά που αντιληφθήκατε την παρουσία μου;»
Η νέα κοπέλα δεν ξέρει να λέει ψέματα.
«Όχι! Σας είχα δει πολλές φορές στο θεωρείο του αδελφού σας. Σας είχα δει και στο πλατό».
«Το φανταζόμουνα!» λέει ο Ραούλ σφίγγοντας τα χείλια. «Μα τότε, γιατί, όταν με είδατε στο καμαρίνι σας, όταν έπεσα στα γόνατά σας και σας θύμησα πως ήμουν το αγόρι που είχε μαζέψει την εσάρπα σας απ' τη θάλασσα, γιατί φερθήκατε σαν να μη θυμάστε τίποτα και γελάσατε;»
Ο τόνος αυτών των ερωτήσεων είναι τόσο απότομος που η Κριστίν κοιτά έκπληκτη τον Ραούλ και δεν του απαντά. Ο νέος άντρας είναι κι αυτός ξαφνιασμένος απ' αυτόν τον αναπάντεχο διαπληκτισμό που προκαλείται τη στιγμή ακριβώς που το μόνο που θέλει είναι να πει στην Κριστίν λόγια τρυφερότητας, αγάπης και αφοσίωσης. Ένας σύζυγος ίσως ή ένας εραστής να είχε το δικαίωμα να μιλήσει έτσι στη γυναίκα του ή στην ερωμένη του, που θα τον είχε προσβάλλει. Αυτός όμως; Θυμώνει με τον εαυτό του, τα χάνει και δεν μπορεί να κάνει τίποτα καλύτερο από το να συνεχίσει να συμπεριφέρεται απαίσια:
«Δεν μου απαντάτε!» λέει οργισμένος και δυστυχισμένος. «Ε, καλά λοιπόν, θ' απαντήσω εγώ για σας! Κάνατε πως δε με θυμηθήκατε γιατί υπήρχε κάποιος άλλος στο καμαρίνι σας, Κριστίν! Κάποιος που μπροστά του δεν μπορούσατε ν' αφήσετε να φανεί πως ενδιαφέρεστε για έναν άλλον εκτός απ' αυτόν!…»
«Αν κάποιος μ' εμπόδιζε φίλε μου!» τον διέκοψε η Κριστίν με παγερό ύφος, «αν κάποιος μ' εμπόδιζε και μ' ενοχλούσε εκείνο το βράδυ, αυτός δεν ήταν άλλος από σας, γι' αυτό και σας έδιωξα!…»
«Ναι!… για να μείνετε με τον άλλον!…»
«Μα, τι είναι αυτά που λέτε κύριε!» λέει η νεαρή γυναίκα με κομμένη την ανάσα… «Για ποιον άλλον μιλάτε;»
«Μιλάω γι' αυτόν που του είπατε: “Τραγουδώ μόνο για σας! Απόψε σας έδωσα την ψυχή μ.ου και είμαι νεκρή!”»
Η Κριστίν άρπαξε το χέρι του Ραούλ. Το 'σφιξε με μια δύναμη που δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως έχει μια τόσο εύθραυστη ύπαρξη σαν κι αυτήν.
«Ώστε ακούγατε πίσω απ' την πόρτα;»
«Ναι! Γιατί σας αγαπώ… Τ' άκουσα όλα…»
«Τι ακούσατε;» ρώτησε η Κριστίν, με μια ξαφνική ανεξήγητη ηρεμία, αφήνοντας το χέρι του Ραούλ.
«Σας είπε: “Πρέπει να μ' αγαπήσετε!”»
Στο άκουσμα αυτών των λόγων το πρόσωπο της Κριστίν έγινε κατάχλομο, τα μάτια της μεγάλωσαν… Τρεκλίζει, είναι έτοιμη να πέσει. Ο Ραούλ απλώνει τα χέρια να τη συγκρατήσει αλλά η Κριστίν συνέρχεται και με βαθιά, ξεψυχισμένη φωνή λέει:
«Πέστε μου λοιπόν! Πέστε τα όλα! Τι άλλο ακούσατε;»
Ο Ραούλ την κοιτά, διστάζει, δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει.
«Μα, πέστε μου λοιπόν! Βλέπετε πώς υποφέρω!…»
«Άκουσα τι σας απάντησε όταν του είπατε πως του είχατε δώσει την ψυχή σας: “Η ψυχή σου είναι όμορφη παιδί μου, και σ' ευχαριστώ. Δεν υπάρχει κανείς, ούτε αυτοκράτορας στον κόσμο όλο που να 'χει δεχτεί παρόμοιο δώρο! Οι άγγελοι δάκρυσαν απόψε!”»
Η Κριστίν ακούμπησε το χέρι της στην καρδιά της. Κοιτάζει στα μάτια τον Ραούλ με μιαν απερίγραπτη συγκίνηση. Το βλέμμα της είναι διαπεραστικό, επίμονο, μοιάζει με βλέμμα τρελής. Ο Ραούλ τα 'χει χαμένα. Και να που τα μάτια της Κριστίν υγραίνονται και πάνω στα αλαβάστρινα μάγουλά της κυλάνε δυο μαργαριτάρια, δυο βαριά δάκρυα…
«Κριστίν!…»
«Ραούλ!…»
Ο νεαρός άντρας θέλει να την αγκαλιάσει, αλλ' αυτή γλιστράει μέσ' απ' τα χέρια του και φεύγει αναστατωμένη.
Όσην ώρα η Κριστίν έμεινε κλεισμένη στο δωμάτιό της, ο Ραούλ δε σταμάτησε να κατηγορεί τον εαυτό του για την κακοτροπιά του. Αμέσως όμως η ζήλεια τον πλημμύριζε ξανά και τον τρέλαινε. Για να ταραχτεί τόσο πολύ, όταν έμαθε πως ανακάλυψε το μυστικό της, θα πρέπει νάναι κάτι πολύ σημαντικό γι' αυτήν! Βέβαια, ο Ραούλ, παρ' όλα όσα είχε ακούσει, δεν αμφισβήτησε στιγμή την αγνότητα της Κριστίν. Ήξερε ότι είχε τη φήμη μιας πολύ σοβαρής κοπέλας και είχε αρκετή πείρα για να ξέρει πως συχνά, μια καλλιτέχνιδα αναγκάζεται ν' ακούει διάφορες ερωτικές εξομολογήσεις. Βέβαια, είχε πει πως του είχε δώσει την ψυχή της, αλλά ήταν φανερό πως αναφερόταν μόνο στο τραγούδι και τη μουσική. Ήταν φανερό; Τότε, γιατί ταράχτηκε τόσο πολύ; Θεέ μου, πόσο δυστυχισμένος ένιωθε! Αν είχε αναγνωρίσει τον άντρα, τη φωνή του άντρα, θα μπορούσε να της ζητήσει περισσότερες εξηγήσεις.
Γιατί εξαφανίστηκε η Κριστίν; Γιατί δεν κατέβαινε απ' το δωμάτιό της;
Δεν ήθελε να φάει. Ήταν τόσο λυπημένος. Ο πόνος του μεγάλωνε καθώς έβλεπε να περνούν μακριά απ' τη νεαρή Σουηδέζα αυτές οι ώρες, που έλπιζε νάναι τόσο όμορφες και τρυφερές. Γιατί δεν ερχόταν τώρα, να πάνε να περπατήσουν μαζί σ' αυτόν τον τόπο, όπου είχαν τόσες κοινές αναμνήσεις; Και γιατί, αφού δεν είχε τίποτα πια να κάνει στο Περός, δεν έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού για το Παρίσι; Είχε μάθει πως το πρωί η Κριστίν είχε κανονίσει να γίνει επιμνημόσυνη δέηση για τον πατέρα της και πως είχε περάσει πολλές ώρες στη μικρή εκκλησία και στον τάφο του βιολιστή.
Θλιμμένος κι απογοητευμένος, ο Ραούλ πήγε στο νεκροταφείο που ήταν γύρω απ' την εκκλησία. Έσπρωξε την πόρτα. Περιπλανήθηκε μοναχός ανάμεσα στους τάφους διαβάζοντας τις επιγραφές. Όταν έφτασε πίσω από την αψίδα, η εκτυφλωτική ομορφιά των λουλουδιών που στόλιζαν ένα τάφο, τον έκανε να σταματήσει. Ήταν θαυμάσια κόκκινα τριαντάφυλλα, που έμοιαζαν να 'χουν ανθίσει μέσα στο χειμωνιάτικο πρωινό. Κάλυπταν όλο τον τάφο κι έφταναν μέχρι κάτω, ακουμπούσαν στο λευκό δάπεδο δίνοντας λίγη ζωή σ' αυτόν τον τόπο των νεκρών. Παντού απλωνόταν ο θάνατος, που λες και ξεχείλιζε από το χώμα το πλημμυρισμένο πτώματα. Σε μιαν άκρη της εκκλησίας, ήταν στοιβαγμένα, σ' ένα σωρό, σκελετοί και κρανία, που συγκρατιόντουσαν μόνο από ένα λεπτό συρμάτινο σκοινί, αφήνοντας έτσι ξέσκεπο το μακάβριο οικοδόμημα. Οι νεκροκεφαλές, τοποθετημένες στη σειρά, σαν τούβλα, στερεωμένες στα ενδιάμεσα από ξασπρισμένα κόκαλα, έμοιαζαν νάναι το θεμέλιο του σκευοφυλάκιου. Η πόρτα του σκευοφυλάκιου άνοιγε στη μέση της οστεοθήκης, όπως συχνά στις παλιές εκκλησίες της Βρετάνης.
Ο Ραούλ προσευχήθηκε για τον Ντααέ. Θλιμμένος και με τα αιώνια χαμόγελα των νεκροκεφαλών να στοιχειώνουν τις σκέψεις του, βγήκε απ' το νεκροταφείο. Ανηφόρησε την πλαγιά του λόφου και κάθησε στην άκρη του ξέφωτου που κοιτά από ψηλά τη θάλασσα. Ο άνεμος φυσούσε άγρια πάνω απ' την αμμουδιά σκιάζοντας τη φτωχή και λιγοστή φωτεινότητα της μέρας. Σιγά σιγά η μέρα έπεσε, αφήνοντας πίσω της μια πελιδνή γραμμή στον ορίζοντα. Τότε ο αέρας σταμάτησε. Παγωμένες σκιές έζωναν τον Ραούλ, αλλά αυτός δεν ένιωθε το κρύο. Η σκέψη του περιπλανιόταν στο έρημο κι εγκαταλειμμένο ξέφωτο· οι μνήμες τον πλημμύριζαν. Εκεί ερχόταν συχνά με τη μικρή Κριστίν, μετά το ηλιοβασίλεμα, για να δουν τα ξωτικά να χορεύουν, ακριβώς τη στιγμή που ανάτελλε το φεγγάρι. Αυτός όμως ποτέ δεν τα 'χε δει, αν και είχε πολύ καλά μάτια. Αντίθετα, η Κριστίν, που ήταν και λίγο μύωπας, έλεγε πως είχε δει πολλά. Μ' αυτή τη σκέψη χαμογέλασε και μετά ξάφνου σκίρτησε. Μια μορφή, μια συγκεκριμένη μορφή που έφτασε κει δίχως ν' ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος, έστεκε όρθια πλάι του κι έλεγε:
«Νομίζετε πως θα έρθουν απόψε τα ξωτικά;»
Ήταν η Κριστίν. Πήγε κάτι να πει. Εκείνη του 'κλείσε το στόμα με το γαντοφορεμένο χέρι της.
«Ακούστε με Ραούλ, αποφάσισα να σας πω κάτι πολύ σοβαρό, πάρα πολύ σοβαρό!»
Η φωνή της έτρεμε. Αυτός περίμενε.
Συνέχισε:
«Θυμάστε, Ραούλ, το θρύλο με τον Άγγελο της μουσικής;»
«Και βέβαια τον θυμάμαι!» είπε «και μάλιστα νομίζω πως είμασταν εδώ όταν ο πατέρας σας μας τον διηγήθηκε για πρώτη φορά».
«Ναι. Εδώ ήμασταν και όταν μου είπε: “Παιδί μου, όταν εγώ θάμαι στον ουρανό, θα στον στείλω”. Λοιπόν, Ραούλ, ο πατέρας μου βρίσκεται στον ουρανό και γω δέχτηκα την επίσκεψη του Αγγέλου της μουσικής».
«Δεν το αμφισβητώ», βιάστηκε να πει σοβαρά ο νεαρός άντρας γιατί πίστευε πως η θρησκευτικότητα της Κριστίν την έκανε να συγχέει το πνεύμχ του πατέρα της με τον πρόσφατο θρίαμβό της.
Η Κριστίν ξαφνιάστηκε με την ψυχραιμία που ο υποκόμης ντε Σανιύ πληροφορήθηκε την επίσκεψη του Αγγέλου της μουσικής.
«Μα, τι εννοείτε Ραούλ;» είπε πλησιάζοντας το χλομό της πρόσωπο τόσο κοντά στο πρόσωπο του νεαρού άντρα που αυτός για μια στιγμή, νόμισε πως θα τον φιλούσε · εκείνη όμως, το μόνο που ήθελε ήταν να διαβάσει μέσα στα σκοτάδια τα μάτια του.
«Εννοώ», απάντησε, «πως μια ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι δυνατόν να τραγουδήσει έτσι όπως τραγουδήσατε εσείς εκείνο το βράδυ, παρά μόνο αν συμβεί κάποιο θαύμα, παρά μόνο αν κάπου υπάρχει η παρουσία τ' Ουρανού. Δεν υπάρχει δάσκαλος σ' όλη τη γη που να μπορεί να διδάξει παρόμοιους ήχους. Ακούσατε τον Άγγελο της μουσικής Κριστίν».
«Ναι» είπε ήρεμα και σοβαρά «μέσα στο καμαρίνι μου. Εκεί έρχεται και μου κάνει μάθημα καθημερινά».
Το ύφος που είχε όταν τα 'λεγε όλ' αυτά ήταν τόσο διεισδυτικό, εντυπωσιακό και αλλόκοτο, που ο Ραούλ την κοίταξε ανήσυχος, όπως κοιτάζει κανείς κάποιον που λέει κάτι το υπερβολικό ή κάποιον που πιστεύει πως το τρελό όραμα που γέννησε το φτωχό, άρρωστο μυαλό του υπήρξε στην πραγματικότητα. Η Κριστίν είχε τραβηχτεί προς τα πίσω κι έτσι ακίνητη δεν ήταν πια τίποτε άλλο από μια μικρή σκιά μέσα στη νύχτα.
«Στο καμαρίνι σας;» επανέλαβε σαν ηλίθια ηχώ.
«Ναι, εκεί τον άκουσα, και δεν ήμουνα η μόνη…»
«Ποιος άλλος τον άκουσε λοιπόν;»
«Μα, εσείς, φίλε μου».
«Εγώ; Εγώ άκουσα τον Άγγελο της μουσικής;»
«Ναι, εκείνο το βράδυ. Αυτός ήταν που ακούσατε να μιλάει πίσω απ' την πόρτα. Αυτός ήταν που μου είπε: “Πρέπει να μ' αγαπήσετε”. Νόμιζα πως ήμουν η μόνη που μπορούσαν' “ακούσω” τη φωνή του. Έτσι, τώρα μπορείτε να καταλάβετε την έκπληξή μου όταν, σήμερα έμαθα πως κι εσείς μπορείτε να την ακούσετε…»
Ο Ραούλ ξέσπασε σε γέλια, και ξάφνου, η νύχτα διαλύθηκε πάνω απ' το έρημο ξέφωτο και οι πρώτες αχτίδες του φεγγαριού ήρθαν να σκεπάσουν τους δυο νέους. Η Κριστίν γύρισε εχθρικά προς τον Ραούλ. Τα μάτια της, που συνήθως ήταν τόσο γλυκά, άστραφταν τώρα αγριεμένα.
«Γιατί γελάτε; Μήπως νομίζετε πως ακούσατε τη φωνή ενός ανθρώπινου πλάσματος;»
«Διάβολε!» απάντησε ο νέος που οι σκέψεις του άρχισαν να μπερδεύονται μπρος στη μαχητική στάση της Κριστίν.
«Εσείς, Ραούλ! Εσείς μου τα λέτε αυτά; Ο παλιός, παιδικός μου σύντροφος! Ο φίλος του πατέρα μου! Δε σας αναγνωρίζω. Μα τι νομίζετε λοιπόν! Εγώ είμαι μια τίμια κοπέλα, κύριε υποκόμη ντε Σανιύ και δεν υπάρχει περίπτωση να κλειστώ στο καμαρίνι μου μαζί μ' έναν άντρα! Αν ανοίγατε την πόρτα θα βλέπατε πως δεν υπήρχε κανείς!»
«Αυτό είναι αλήθεια! Όταν φύγατε άνοιξα αυτήν την πόρτα και δεν βρήκα κανέναν μέσα στο καμαρίνι!…»
«Βλέπετε λοιπόν… Τότε τι έχετε να πείτε;»
Ο κόμης επιστράτευσε όλο του το κουράγιο.
«Λοιπόν, Κριστίν, νομίζω πως σας κοροϊδεύουν!»
Αυτή τότε άφησε ένα ουρλιαχτό κι άρχισε να τρέχει. Έτρεξε πίσω της αλλά εκείνη του φώναξε αγριεμένα:
«Αφήστε με! Αφήστε με!» κι εξαφανίστηκε.
Ο Ραούλ επέστρεψε στο πανδοχείο κατάκοπος, αποθαρρημένος και πολύ στενοχωρημένος.
Έμαθε πως η Κριστίν μόλις πριν λίγο είχε ανεβεί στο δωμάτιο της και πως δε θα κατέβαινε για φαΐ. Ο νέος ρώτησε μήπως ήταν άρρωστη. Η καλή κυρά του πανδοχείου του απάντησε μ' ένα διφορούμενο ύφος πως αν ήταν άρρωστη θα πρέπει να ήταν κάτι όχι σοβαρό και καθώς πίστευε πως επρόκειτο για καβγαδάκι δύο ερωτευμένων, απομακρύνθηκε ανασηκώνοντας τους ώμους και γκρινιάζοντας στα μουλωχτά, οικτίροντας τους δυο νέους που σπαταλούσαν σε μάταιους καβγάδες τον καιρό που ο καλός Θεός τους έδωσε να περάσουν πάνω στη γη. Ο Ραούλ έφαγε μόνος του, σε μια γωνιά και, όπως μπορείτε να φανταστείτε, χωρίς όρεξη και πολύ κακόκεφα. Αργότερα, στο δωμάτιό του, προσπάθησε να διαβάσει· μετά, στο κρεβάτι του, προσπάθησε να κοιμηθεί; Από δίπλα δεν ακουγόταν τίποτα. Τι να έκανε η Κριστίν; Κοιμόταν; Κι αν δεν κοιμόταν τι να σκεφτόταν άραγε; Kt αυτός; Τι σκεφτόταν; Ήταν ικανός να το παραδεχτεί, να το πει; Η περίεργη συζήτηση που είχε με την Κριστίν τον είχε κυριολεκτικά αναστατώσει!… Σκεφτόταν λιγότερο την Κριστίν και περισσότερο σχετικά με την Κριστίν. Κι αυτό το «σχετικά» ήταν τόσο διάχυτο, τόσο αφηρημένο, τόσο νεφελώδες, που του προκαλούσε μια αλλόκοτη αγωνία στην καρδιά.
Οι ώρες κυλούσαν πολύ αργά. Θα ήταν περίπου εντεκάμισι η ώρα, όταν άκουσε ξεκάθαρα κάποιον να περπατά στο διπλανό δωμάτιο. Ήταν ένα περπάτημα ελαφρύ, φευγαλέο. Η Κριστίν λοιπόν δεν κοιμότανε; Δίχως να συνειδητοποιεί τι πράττει, ο νέος ντύθηκε βιαστικά, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο. Έτοιμος για όλα, περίμενε. Έτοιμος για τι πράγμα; Μήπως ήξερε;
Η καρδιά του χοροπήδησε όταν άκουσε την πόρτα της Κριστίν ν' ανοίγει. Πού να πήγαινε άραγε αυτήν την ώρα που όλοι στο Περός κοιμόντουσαν; Μισάνοιξε μαλακά την πόρτα του και μπόρεσε να δει, μέσα σε μια φεγγαραχτίδα, τη λευκή φιγούρα της Κριστίν να γλιστράει προσεχτικά στο διάδρομο. Έφτασε στη σκάλα. Κατέβηκε κι αυτός πίσω της, έσκυψε απ' τη ράμπα. Ξάφνου άκουσε δυο φωνές που συζητούσαν βεβιασμένα. Άκουσε μια φράση: «Μη χάσετε το κλειδί». Ήταν η φωνή της ξενοδόχας. Κάτω, άνοιξε η πόρτα που έβγαζε στην ακρογιαλιά. Ξανάκλεισε. Κι όλα ξανάγιναν ήσυχα όπως πριν. Ο Ραούλ γύρισε γρήγορα στο δωμάτιό του κι έτρεξε το παράθυρο. Η λευκή φιγούρα της Κριστίν προχωρούσε προς την έρημη αποβάθρα.
Ο πρώτος όροφος του πανδοχείου δεν ήταν πολύ ψηλά κι ένα δέντρο μπρος απ' το παράθυρο άπλωνε προκλητικά τα κλαδιά του προς τ' ανυπόμονα μπράτσα του Ραούλ, επιτρέποντάς του να βγει έξω χωρίς να τον πάρει είδηση η ξενοδόχα. Έτσι, μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξη αυτής της καλής γυναίκας όταν το επόμενο πρωί που της έφεραν το νέο άντρα σχεδόν παγωμένο, μισοπεθαμένο, έμαθε πως τον είχαν βρει σωριασμένο στα σκαλιά της μικρής εκκλησούλας του Περός. Έτρεξε να πει τα νέα στην Κριστίν, που κατέβηκε βιαστικά και με τη βοήθεια της ξενοδόχας πρόσφερε τις φροντίδες της στον Ραούλ ο οποίος δεν άργησε ν' ανοίξει τα μάτια του και συνήλθε εντελώς όταν είδε σκυμμένο πάνω του τ' όμορφο κεφάλι της φίλης του.
Μα τι συνέβη λοιπόν; Ο κύριος Μιφρουά, ο αστυνόμος της περιοχής, είχε την ευκαιρία, μερικές βδομάδες αργότερα, όταν το δράμα της Όπερας προκάλεσε την παρέμβαση του υπουργείου δημόσιας τάξης, είχε λοιπόν την ευκαιρία ν' ανακρίνει τον υποκόμη ντε Σανιύ για τα γεγονότα της νύχτας του Περός… Να λοιπόν, με ποιον τρόπο αυτά καταγράφηκαν στο φάκελο της ανάκρισης (κωδ. αρ. 150).
Ερώτηση: Η δεσποινίς Ντααέ δε σας είδε που κατεβήκατε από το δωμάτιό σας μ' αυτόν τον παράξενο τρόπο;
Απάντηση: Όχι, κύριε. Όχι, όχι, όχι. Ωστόσο, εγώ την ακολούθησα δίχως να προσέχω μην κάνω θόρυβο. Τότε, αυτό που ήθελα ήταν να γυρίσει να με κοιτάξει, να δει πως την ακολουθώ. Έλεγα στον εαυτό μου πως αυτό που έκανα, να την ακολουθώ έτσι, να την κατασκοπεύω ήταν λάθος και αναξιοπρεπές, όμως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Εκείνη πάντως δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει πως την παρακολουθούσα και συμπεριφερότανε σαν να ήταν μόνη της. Έφυγε ήσυχα από την αποβάθρα και μετά, ξαφνικά, πήρε τον ανηφορικό δρόμο. Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μεσάνυχτα παρά τέταρτο και μου φάνηκε πως οι χτύποι του ρολογιού την έκαναν ν' ανοίξει το βήμα της, έτρεχε σχεδόν. Έτσι, τρέχοντας έφτασε στην πόρτα του νεκροταφείου.
Ερώτηση: Η πόρτα του νεκροταφείου ήταν ανοιχτή;
Απάντηση: Μάλιστα κύριε, κι αυτό εμένα με ξάφνιασε, όχι όμως και τη δεσποινίδα Ντααέ.
Ερώτηση: Δεν υπήρχε κανείς στο νεκροταφείο;
Απάντηση: Δεν είδα κανέναν. Σίγουρα, αν υπήρχε κάποιος θα τον είχα δει. Το φως του φεγγαριού ήταν λαμπρό και το χιόνι που σκέπαζε τη γη αντανακλούσε τις αχτίδες του, κάνοντας τη νύχτα ακόμη πιο φωτεινή.
Ερώτηση: Δε θα μπορούσε κάποιος να 'χε κρυφτεί πίσω απ' τις ταφόπλακες;
Απάντηση: Όχι, κύριε. Είναι μικρές, χαμηλές, φτωχικές ταφόπλακες, που είχαν εξαφανιστεί κάτω απ' το χιόνι. Οι μοναδικές σκιές ήταν οι σκιές των σταυρών και οι δικές μας. Η εκκλησία ήταν λαμπρά φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί τόσο λαμπερή νύχτα. Ήταν πολύ όμορφα, διάφανα, κι έκανε πολύ κρύο. Ποτέ μου δεν πήγαινα νύχτα στα νεκροταφεία και αγνοούσα πως θα μπορούσε κανείς να βρει εκεί ένα τέτοιο φως… ένα τέτοιο αλαφροΐσκιωτο φως…
Ερώτηση: Είσαστε προληπτικός;
Απάντηση: Όχι, κύριε, πιστεύω στο Θεό.
Ερώτηση: Σε τι ψυχική κατάσταση βρισκόσασταν;
Απάντηση: Πολύ καλή, πολύ ήρεμη, μα την πίστη μου. Βέβαια, η ασυνήθιστη έξοδος της δεσποινίδος Ντααέ με είχε αναστατώσει βαθιά. Όμως, μόλις είδα την κοπέλα να μπαίνει στο νεκροταφείο, σκέφτηκα πως είχε έρθει να προσευχηθεί στον πατρικό τάφο κι αυτό ήταν κάτι που το 'βρισκα τόσο φυσικό που ηρέμησα εντελώς. Μόνο που εξακολουθούσε να μου φαίνεται περίεργο το ότι δεν με είχε καταλάβει, γιατί, καθώς περπατούσα, το παγωμένο χιόνι έσπαζεκι έκανε θόρυβο. Σίγουρα θα ήταν απορροφημένη στις προσευχές της. Άλλωστε, αποφάσισα να μην την ενοχλήσω και όταν έφτασε στον τάφο του πατέρα της έμεινα αρκετά μακριά της. Αυτή, γονάτισε πάνω στο χιόνι, έκανε το σταυρό της και άρχισε να προσεύχεται. Εκείνη την ώρα χτύπησαν μεσάνυχτα. Ο δωδέκατος χτύπος αντηχούσε ακόμη στ' αφτιά μου όταν ξαφνικά είδα τη νέα να ανασηκώνει το κεφάλι της. Το βλέμμα της βυθίστηκε στον ουράνιο θόλο, τα χέρια της απλώθηκαν στ' άστρα της νύχτας. Έμοιαζε να βρίσκεται σε έκσταση κι αναρωτήθηκα τι νάταν αυτό που την έφερε σ' αυτήν την κατάσταση. Όσο για μένα, ανασήκωσα το κεφάλι μου, κοίταξα τριγύρω κι ένιωσα όλο μου το είναι να τείνει προς το Αόρατο, το αόρατο που μας έπαιζε μουσική! Και τι μουσική! Τη γνωρίζαμε… Η Κριστίν κι εγώ είχαμε ξανακούσει αυτή τη μουσική, όταν είμασταν παιδιά. Όμως ποτέ δεν είχε ακουστεί τόσο θεϊκά από το βιολί του μπαμπά — Ντααέ όπως εκείνη τη νύχτα. Τότε, μου ήρθαν στον νου όλα όσα μου έλεγε η Κριστίν για τον Άγγελο της μουσικής. Όλη μου η σκέψη ήταν σ' αυτούς τους αξέχαστους ήχους, που έστω κι αν δεν ερχόντουσαν από τον ουρανό σ' έκαναν να ξεχνάς την επίγεια προέλευσή τους. Εκεί, δεν υπήρχε τίποτα, ούτε όργανο ούτε χέρι για να κρατά το δοξάρι. Ω! Θυμήθηκα την εξαίσια μελωδία! Ήταν η Ανάσταση του Λαζάρου που ο πατέρας -Ντααέ μας έπαιζε όταν η ψυχή του γέμιζε μελαγχολία και πίστη. Αν ο Άγγελος της Κριστίν υπήρχε στ' αλήθεια, δε θα μπορούσε να παίξει καλύτερα με το βιολί του νεκρού βιολιστή. Η επίκληση του Ιησού μας απογείωνε και, μα την πίστη μου, ήμουν σε μια τέτοια ψυχική κατάσταση, που περίμενα από στιγμή σε στιγμή να σηκωθεί η ταφόπλακα του πατέρα της Κριστίν. Σκέφτηκα πως ο Ντααέ είχε ταφεί μαζί με το βιολί του και η αλήθεια είναι πως εκείνες τις πένθιμες και ταυτόχρονα λαμπρές στιγμές, στο βάθος αυτού του μικρού φτωχικού επαρχιακού νεκροταφείου, πλάι σ' αυτές τις νεκροκεφαλές που μας γελούσαν με τις ακίνητες μασέλες τους, δεν ήξερα καθόλου αν ό,τι συνέβαινε ήταν αληθινό ή δημιούργημα της φαντασίας μου.
Αλλά η μουσική σταμάτησε και ξαναβρήκα τα λογικά μου. Μου φάνηκε πως άκουσα κάποιο θόρυβο από τη μεριά των νεκροκεφαλών του οστεοφυλάκιου.
Ερώτηση: Α! Α! ακούσατε λοιπόν κάποιο θόρυβο από το οστεοφυλάκιο;
Απάντηση: Ναι, μου φάνηκε πως οι νεκροκεφαλές χασκογελούσαν κι ανατρίχιασα.
Ερώτηση: Μα, δε σκεφτήκατε αμέσως, απ' την αρχή, πως κάποιος μπορεί να κρυβόταν πίσω απ' το οστεοφυλάκιο· ο ουράνιος μουσικός ας πούμε, που σας είχε γοητεύσει;
Απάντηση: Μάλιστα, κύριε αστυνόμε, και βέβαια το σκέφτηκα, τόσο πολύ μάλιστα, που δε σκεφτόμουν πια σχεδόν τίποτε άλλο. Έτσι, ξέχασα ν' ακολουθήσω τη δεσποινίδα Ντααέ, που μόλις είχε σηκωθεί και προχωρούσε ήρεμη προς την πόρτα του νεκροταφείου. Ήταν τόσο απορροφημένη που ούτε καν με είδε. Εγώ, ήμουν ακίνητος, το βλέμμα μου είχε καρφωθεί στο οστεοφυλάκιο· ήμουν αποφασισμένος να φτάσω στα άκρα αυτής της απίστευτης περιπέτειας, να φτάσω ως το τέλος…
Ερώτηση: Τι συνέβη λοιπόν και σας βρήκανε το πρωί μισοπεθαμένο στα σκαλιά της Αγίας Τράπεζας;
Απάντηση: Α! Όλα έγιναν τόσο γρήγορα… Μια νεκροκεφαλή κύλησε στα πόδια μου… μετά άλλη μια… κι άλλη μια… Θα 'λεγε κανείς πως ήμουν ο στόχος αυτού του μακάβριου μπόουλιγκ. Σκέφτηκα πως κάποια λαθεμένη κίνηση κατάστρεψε την ισορροπία του μακάβριου οικοδομήματος που πίσω του κρυβόταν ο μουσικός μας. Αυτή η υπόθεση μου φάνηκε πολύ πιθανή, ιδιαίτερα όταν είδα μια σκιά να γλιστρά ξαφνικά στο φωτισμένο τοίχο της εκκλησίας.
Έτρεξα προς τα κει. Η σκιά είχε κιόλας σπρώξει την πόρτα και είχε μπει στην εκκλησία. Έκανα φτερά και την ακολούθησα. Η σκιά φορούσε ένα παλτό. Μπόρεσα κι έπιασα την άκρη του παλτού. Εκείνη την ώρα, η σκιά κι εγώ βρισκόμασταν ακριβώς μπροστά στην Αγία Τράπεζα· οι αχτίδες του φεγγαριού, περνούσαν μέσα από το μεγάλο βιτρό της αψίδας, κι έπεφταν ακριβώς μπροστά μας. Καθώς δεν άφηνα απ' τα χέρια μου το παλτό, η σκιά γύρισε προς το μέρος μου και τότε, κύριε, είδα μια τρομερή, μια φρικιαστική νεκροκεφαλή που εξακόντιζε πάνω μου ένα βλέμμα ίδιο μ.ε φωτιά της κόλασης. Νόμισα πως έβλεπα τον Σατανά και μπροστά σ' αυτήν την οπτασία από το υπερπέραν το κουράγιο μου μ' εγκατέλειψε και λιποθύμησα. Από κείνη τη στιγμή και μετά δε θυμάμαι τίποτε άλλο, μέχρι την ώρα που ξύπνησα μέσα στο μικρό μου δωμάτιο, στο πανδοχείο Το Ηλιοβασίλεμα.