24 ΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΑΡΧΙΖΟΥΝ (Συνέχεια της διήγησης του Πέρση)

Η ΦΩΝΗ επανέλαβε με οργή:

«Τι έκανες το σακούλι μου;»

Η Κριστίν Ντααέ δε θα 'πρεπε να τρέμει περισσότερο από μας.

«Γι' αυτό ήθελες να σ' ελευθερώσω; Για να πάρεις το σακούλι μου; Πες μου!…»

Ακούσαμε βιαστικά βήματα· ήταν η Κριστίν που έτρεχε προς το δωμάτιο «Λουί Φιλίπ» λες και γύρευε προστασία μπρος στον τοίχο μας.

«Γιατί το 'κανες αυτό;» έλεγε η φωνή λυσσασμένα… «Δώσε μου πίσω το σακούλι μου! Δεν ξέρεις, λοιπόν, πως πρόκειται για το σακούλι της ζωής και του θανάτου;»

«Ακούστε με, Ερίκ», αναστέναξε η νεαρή γυναίκα… «Αφού θα ζήσουμε μαζί, τι σας πειράζει που το πήρα;… Ό,τι ανήκει σε σας ανήκει και σε μένα!…»

Αυτά τα λόγια τα είπε τόσο φοβισμένα κι αβέβαια που σε γέμιζαν λύπη. Η δυστυχισμένη, έπρεπε να χρησιμοποιήσει όσες δυνάμεις της απέμεναν για να ξεπεράσει τον τρόμο της… Όμως, δεν ήταν βέβαια δυνατόν, με τέτοια παιδαριώδη κόλπα, ειπωμένα μάλιστα με δόντια που χτυπούσαν από το φόβο που την πλημμύριζε, να ξεγελάσει το τέρας.

«Ξέρετε πολύ καλά, πως εκεί μέσα το μόνο που υπάρχει είναι δυο κλειδιά… Τι θέλετε να κάνετε μ' αυτά τα κλειδιά;» τη ρώτησε.

«Θα 'θελα να επισκεφτώ αυτό το δωμάτιο που δεν έχω δει ποτέ, που πάντα το κρατούσατε κρυφό… Πρόκειται για γυναικεία περιέργεια!» πρόσθεσε, προσπαθώντας να διασκεδάσει την ανησυχία του Ερίκ, αλλά τελικά, το μόνο που κατάφερε, έτσι ψεύτικα που ακούστηκε, ήταν να υποψιάσει ακόμη περισσότερο το τέρας.

«Δε μ' αρέσουν οι περίεργες γυναίκες!» απάντησε ο Ερίκ «και θα 'πρεπε κάτι να 'χετε διδαχτεί από την ιστορία του Κυανοπόγωνα… Ελάτε λοιπόν, δώστε μου πίσω το σακούλι! Δώστε μου πίσω το σακούλι! Άσε λοιπόν το κλειδί, μικρή περίεργη!»

Γέλασε σαρκαστικά, ενώ η Κριστίν φώναζε από πόνο… Ο Ερίκ της έπαιρνε πίσω το σακούλι.

Εκείνη τη στιγμή ο υποκόμης, μην μπορώντας άλλο να συγκρατηθεί, έβγαλε μια οργισμένη κι απελπισμένη κραυγή που με πολλή μεγάλη δυσκολία κατάφερα να πνίξω κλείνοντάς του το στόμα με τα χέρια μου.

«Α!» είπε το τέρας… «Τι ήταν αυτό; Άκουσες Κριστίν;»

«Όχι! Όχι!» απάντησε η δύστυχη. «Δεν άκουσα τίποτα!»

«Ακούστηκε κάτι σαν κραυγή!»

«Μια κραυγή; Μήπως τρελαθήκατε εντελώς, Ερίκ;… Ποιος θα μπορούσε να κραυγάσει εδώ μέσα;… Εγώ μόνο φώναξα, γιατί με πονέσατε!… Εγώ δεν άκουσα τίποτα!…»

«Πως το λες αυτό;… Τρέμεις ολόκληρη!… Είσαι πολύ ταραγμένη!… Λες ψέματα… Κάποιος φώναξε! Κάποιος φώναξε!… Κάποιος βρίσκεται στο δωμάτιο των βασανιστηρίων!… Α! Τώρα τα καταλαβαίνω όλα!…»

«Δεν είναι κανείς, Ερίκ!…»

«Τώρα καταλαβαίνω!…»

«Κανείς!…»

«Ο αρραβωνιαστικός σου ίσως!…»

«Μα… δεν έχω κανέναν αρραβωνιαστικό! Το ξέρετε καλά!…»

Ακούστηκε ξανά ένα γεμάτο κακία γέλιο.

«Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δύσκολο να το μάθουμε… Μικρή μου Κριστίν, αγάπη μου… δε χρειάζεται ν' ανοίξουμε την πόρτα για να δούμε τι συμβαίνει στην αίθουσα των βασανιστηρίων… Θέλεις να δεις; Θέλεις να δεις;… Έλα!… Αν υπάρχει κάποιος εκεί μέσα… αν πράγματι υπάρχει κάποιος, θα δεις εκεί πάνω να φωτίζεται το αόρατο παράθυρο… Αρκεί να τραβήξεις τη μαύρη κουρτίνα και μετά να σβύσεις το φως… Να, έτσι… Ας σβύσουμε το φως! Δε φαντάζομαι να φοβάσαι το σκοτάδι όταν έχεις κοντά σου τον αγαπημένο σου αντρούλη!…»

Τότε ακούσαμε τη γεμάτη αγωνία φωνή της Κριστίν.

«Όχι!… Φοβάμαι!… Σας λέω πως φοβάμαι το σκοτάδι!… Αυτό το δωμάτιο δε μ' ενδιαφέρει πια καθόλου!… Εσείς πάντα με φοβίζατε μ' αυτό το δωμάτιο των βασανιστηρίων, σαν νάμουν μικρό παιδί!… Έτσι λοιπόν, ήμουν περίεργη, είναι αλήθεια!… Όμως, τώρα πια δε μ' ενδιαφέρει καθόλου! Καθόλου!…»

Τότε, αυτό που φοβόμουν περισσότερο από κάθε τι άλλο, άρχισε αυτόματα! Ξάφνου πλημμυρίσαμε φως!… Ναι, πίσω από τον τοίχο μας άστραψε κάτι σαν πυροτέχνημα. Ο υποκόμης ντε Σανιύ, που δεν περίμενε κάτι παρόμοιο, αιφνιδιάστηκε σε τέτοιο βαθμό, που παραλίγο να πέσει κάτω. Από δίπλα ακούστηκε η οργισμένη φωνή:

«Σου το 'λεγα πως κάποιος υπάρχει εκεί μέσα!… Το βλέπεις τώρα το παράθυρο;… το φωτεινό παράθυρο;!… Να το εκεί ψηλά!… Όποιος είναι πίσω απ' αυτόν τον τοίχο δεν μπορεί να το δει!… Εσύ όμως θ' ανεβείς αυτή τη διπλή σκάλα και θα το δεις! Άλλωστε, γι' αυτό το λόγο βρίσκεται εκεί… Πολλές φορές μ' έχεις ρωτήσει σε τι χρησιμεύει… Να, λοιπόν που τώρα το 'μαθες!… Χρησιμεύει για να κοιτά κανείς από το παράθυρο της αίθουσας των βασανιστηρίων… μικρή περίεργη!…»

«Ποια βασανιστήρια;… Τι βασανιστήρια υπάρχουν εκεί μέσα;… Ερίκ! Ερίκ! Πέστε μου πως μου τα λέτε όλ' αυτά για να με τρομάξετε!… Πέστέ το μου, Ερίκ, αν μ' αγαπάτε!… Δεν υπάρχουν βασανιστήρια, έτσι δεν είναι; Όλ' αυτά είναι ιστορίες για μικρά παιδιά!…»

«Πηγαίνετε λοιπόν να δείτε μόνη σας, χρυσή μου, εκεί στο μικρό παράθυρο!…»

Δεν ξέρω αν ο υποκόμης δίπλα μου άκουγε τη σβυσμένη φωνή της νέας γυναίκας, τόσο πολύ ήταν απορροφημένος από το πρωτοφανές θέαμα που ξετυλιγόταν μπρος στα έκπληκτα μάτια του… Όσο για μένα, που είχα δει πάρα πολλές φορές αυτό το θέαμα από το μικρό παράθυρο των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν, δε με απασχολούσε τίποτε άλλο πέρα από το να ακούω τι λεγόταν δίπλα, για να μπορέσω να σκεφτώ τι να κάνουμε.

«Πηγαίνετε λοιπόν να δείτε, πηγαίνετε να δείτε από το μικρό παράθυρο!… και θα μου πείτε!… Θα μου πείτε μετά τι μύτη έχει αυτός που είναι εκεί!»

Ακούσαμε τη σκάλα να κυλάει και ν' ακουμπάει στον τοίχο…

«Ανεβείτε λοιπόν!… Όχι, όχι… καλύτερα χρυσή μου ν' ανέβω εγώ!…»

«Καλά λοιπόν… θ' ανέβω να δω… αφήστε με!»

«Α! μικρή αγαπημένη!… μικρή μου αγαπημένη!… τι χαριτωμένη κι ευγενική που είστε… είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που θέλετε να μ' απαλλάξετε απ' αυτόν τον κόπο… στην ηλικία μου είναι λίγο δύσκολο, πράγματι… Θα μου πείτε λοιπόν πώς είναι η μύτη του!… Αν ήξερε ο κόσμος τι ευτυχία είναι να 'χει κανείς μια μύτη!… μια μύτη ολοδικιά του… τότε, κανείς ποτέ δε θα 'ρχόταν στην αίθουσα των βασανιστηρίων!…»

Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε καθαρά πάνω απ' τα κεφάλια μας, τα παρακάτω λόγια:

«Φίλε μου, δεν υπάρχει κανείς!…»

«Κανείς! Είσαστε σίγουρη πως δεν υπάρχει κανείς;…»

«Μα την πίστη μου… ναι… Δεν υπάρχει κανείς…»

«Καλά λοιπόν, τόσο το καλύτερο!… Μα τι έχετε, Κριστίν; Τι συμβαίνει;… Δε φαντάζομαι να νιώθετε άσχημα!… Αφού δεν υπάρχει κανείς!… Ελάτε λοιπόν… Κατεβείτε! Έτσι μπράβο!… Συνέλθετε… αφού δεν υπάρχει κανείς… Αλλά πέστε μου πώς σας φάνηκε το τοπίο;»

«Α! πολύ ωραίο!…»

«Ωραία… τώρα πάμε καλύτερα!… Έτσι δεν είναι;… Τόσο το χειρότερο… πάμε καλύτερα… Δίχως ταραχή και συγκίνηση… Τι περίεργο σπίτι… έτσι δεν είναι;… Τι περίεργο σπίτι, όπου μπορεί να δει κανείς τέτοια τοπία!»

«Ναι. Θα νόμιζε κανείς πως βρισκόμαστε στο μουσείο Γκραβέν!… Μα πέστε μου, Ερίκ… Εκεί μέσα δεν υπάρχουν όργανα βασανιστηρίων… Να ξέρατε πόσο με τρομάξατε!…»

«Μα, γιατί τρομάξατε, αφού δεν υπάρχει κανείς μέσα κει!…»

«Εσείς φτιάξατε αυτό το δωμάτιο, Ερίκ! Το ξέρετε πως είναι πολύ όμορφο! Πραγματικά, Ερίκ, είστε μεγάλος καλλιτέχνης…»

«Ναι, στο είδος μου είμαι ένας μεγάλος καλλιτέχνης».

«Μα, πέστε μου, Ερίκ, γιατί ονομάσατε αυτό το δωμάτιο δωμάτιο βασανιστηρίων;»

«Α! Είναι πολύ απλό. Αλλά, για πέστε μου πρώτα, τι είδατε;»

«Είδα ένα δάσος!…»

«Και τι υπάρχει μέσα σ' αυτό το δάσος;»

«Δέντρα!…»

«Και τι υπάρχει πάνω σ' ένα δέντρο;»

«Πουλιά…»

«Είδες πουλιά…»

«Όχι δεν είδα πουλιά».

«Τι είδες λοιπόν; Σκέψου!… Είδες κλαδιά! Και τι υπάρχει πάνω σ' ένα κλαδί;» λέει η τρομερή φωνή… «Υπάρχει μια κρεμάλα! Να γιατί ονομάζω το δάσος μου δωμάτιο βασανιστηρίων!… Βλέπεις, είναι ένας τρόπος του λέγειν! Όλ' αυτά είναι για γέλια!… Εγώ δεν εκφράζομαι ποτέ όπως οι άλλοι!… Όμως κουράστηκα πια!… Κουράστηκα… Βαρέθηκα πια να 'χω ένα δάσος και ένα δωμάτιο βασανιστηρίων μέσα στο σπίτι μου!… Βαρέθηκα να μένω σαν τσαρλατάνος στο βάθος ενός κουτιού με διπλό πάτο!… Βαρέθηκα! Βαρέθηκα!… Θέλω να έχω ένα ήσυχο διαμέρισμα με κανονικές πόρτες και κανονικά παράθυρα και μέσα να 'χω μια τίμια γυναίκα· όπως έχει όλος ο κόσμος!… Θα 'πρεπε να το καταλαβαίνεις αυτό, Κριστίν και δε θα 'πρεπε ν' αναγκάζομαι να στο επαναλαμβάνω συνέχεια! Μια γυναίκα όπως όλος ο κόσμος!… Μια γυναίκα που θ' αγαπώ, που θα πηγαίνω μαζί της περίπατο την Κυριακή και που όλη την υπόλοιπη εβδομάδα θα την κάνω να γελά! Α! Κριστίν δεν πρόκειται ποτέ να πλήξεις κοντά μου! Έχω πολλά κόλπα στο σακούλι μου, χωρίς να υπολογίσουμε και όλα τα κόλπα με τα χαρτιά!… Κοίτα! Θέλεις να σου κάνω μερικά κόλπα με χαρτιά; Έλα! Έτσι θα περάσουν και πιο εύκολα οι ώρες μέχρι αύριο το βράδυ στις έντεκα!… Μικρή μου Κριστίν!… Μικρή μου Κριστίν!… Μ' ακούς;… Δε με διώχνεις πια από κοντά σου!… Πες μου… μ' αγαπάς;… Όχι δε μ' αγαπάς!… Όμως αυτό δε σημαίνει τίποτα! Θα μ' αγαπήσεις! Παλιότερα, δεν μπορούσες καν να κοιτάξεις τη μάσκα μου, γιατί ήξερες τι κρυβόταν από πίσω… Και να που τώρα θες να την κοιτάς και ξεχνάς τι κρύβεται πίσω της, και να που τώρα δε με διώχνεις πια!… Σε όλα μπορεί να συνηθίσει κανείς… όταν το θέλει… όταν έχει την καλή θέληση!… Πόσοι άνθρωποι που παντρεύονται χωρίς ν' αγαπιούνται μετά λατρεύουν ο ένας τον άλλον! Α! δεν ξέρω πια τι λέω… Πάντως, θα διασκεδάσεις καλά μαζί μου!… Δεν υπάρχει άλλος σαν και μένα, ναι, αυτό μπορώ να στο ορκιστώ στον καλό Θεό που θα μας παντρέψει, -αν φανείς λογική- να, για παράδειγμα, δεν υπάρχει άλλος στον κόσμο που να κάνει τον εγγαστρίμυθο σαν και μένα! Είμαι ο καλύτερος εγγαστρίμυθος του κόσμου!… Γελάς!… Μήπως δε με πιστεύεις;… Άκου!»

Ο δύστυχος (που ήταν πράγματι ο καλύτερος εγγαστρίμυθος του κόσμου) έβαζε όλα του τα δυνατά (ήταν φανερό) για να κάνει τη μικρή να ξεχάσει την αίθουσα των βασανιστηρίων!… Άδικος κόπος… κουτός συλλογισμός… Η Κριστίν δεν είχε στο νου της άλλο από μας!… Επανέλαβε πολλές φορές, με το γλυκύτερο ύφος του κόσμου την ίδια ικεσία:

«Σβύστε το μικρό παράθυρο!… Ερίκ! σας παρακαλώ σβύστε επιτέλους το μικρό παράθυρο!…»

Σκεφτόταν πως αυτό το φως, που εμφανίστηκε ξαφνικά στο μικρό παράθυρο και που γι' αυτό το τέρας είχε μιλήσει τόσο απειλητικά, θα είχε κάποιον τρομερό λόγο ύπαρξης… Φαντάζομαι πως το μόνο πράγμα που θα πρέπει να την καθησύχασε κάπως θάταν το ότι μας είδε και τους δυο πίσω απ' τον τοίχο, λουσμένους στο λαμπρό φως, όρθιους, γερούς και δυνατούς!… Όμως, θα ήταν πιο ήσυχη αν το τέρας έσβυνε το φως…

Ο άλλος είχε κιόλας αρχίσει να κάνει τον εγγαστρίμυθο. Έλεγε:

«Να κοίτα! Σηκώνω λίγο τη μάσκα μου! Μην ανησυχείς… πολύ λίγο… Βλέπεις τα χείλια μου; Αυτό που έχω για χείλια; Δεν κουνιούνται!… Το στόμα μου μένει κλειστό… αυτό το είδος στόματος… κι όμως βλέπεις… ακούς τη φωνή μου!… Μιλάω με την κοιλιά μου… είναι φυσικό… αυτό είναι ο εγγαστρίμυθος, αυτός που μπορεί να μιλά απ' την κοιλιά του!… Είναι γνωστό: άκου τη φωνή μου… πού θέλεις να πάει; Στο αριστερό σου αφτί; Στο δεξί σου αφτί;… στο τραπέζι;… στα μικρά εβένινα κουτιά πούναι στο τζάκι;… Α! Όλ' αυτά σε ξαφνιάζουν!… η φωνή μου μέσα στα μικρά κουτιά του τζακιού;… Τη θες μακρινή; Τη θες κοντινή;… Βροντερή;… Ψιλή;… Ένρινη;… Η φωνή μου μπορεί να πάει παντού!… Παντού!… Άκου, γλυκιά μου… στο μικρό δεξί κουτί πάνω στο τζάκι, άκουσε τη φωνή μου που λέει: “Πρέπει να γυρίσουμε τον σκορπιό;” Και τώρα, κρακ! άκου τι λέει αυτό το μικρό κουτί στ' αριστερά: “Πρέπει να γυρίσουμε την ακρίδα”;… Και τώρα, κρακ! Νάτην μέσα στο μικρό δερμάτινο σακούλι… Τι λέει; “Είμαι το μικρό σακούλι της ζωής και του θανάτου! Και τώρα, κρακ!… Νάτην μέσα στο λαιμό της Καρλότας, στο βάθος αυτού του χρυσού λαρυγγιού, μέσα σ' αυτό το χρυσό λαρύγγι, το κρυστάλλινο λαρύγγι της Καρλότας… και μα την πίστη μου!… Τι λέει; Λέει: “Είμαι εγώ, ο κύριος βάτραχος! Είμαι εγώ που τραγουδώ: Ακούω αυτή τη μοναχική φωνή… κουάξ… που τραγουδά στο… κουάξ…” Και τώρα, κρακ… Α! Α! Α! Πού είναι η φωνή του Ερίκ;… Άκου, γλυκιά μου Κριστίν!… Άκου… Είναι πίσω, πίσω από την πόρτα της αίθουσας των βασανιστηρίων!… Και τι λέω; Λέω: “Αλίμονο σ' αυτούς που έχουν την ευτυχία να έχουν μια μύτη, μιαν αληθινή μύτη και σ' αυτούς που μπαίνουν στην αίθουσα των βασανιστηρίων!… Αχ! Αχ! Αχ!”

Καταραμένη φωνή αυτού του εκπληκτικού εγγαστρίμυθου! Βρισκόταν παντού! Παντού!… Περνούσε μέσα από το μικρό αόρατο παράθυρο… μέσα από τους τοίχους… περιπλανιόταν γύρω μας… ανάμεσα μας… Ο Ερίκ ήταν εδώ!… Μας μιλούσε… Ενστιχτώδικα κάναμε μια κίνηση, σαν για να ριχτούμε απάνω του… αλλά, κιόλας, πιο γρήγορη, περισσότερο άπιαστη κι απ' την ηχώ, η φωνή του Ερίκ γύρισε πίσω!…

Σε λίγο, δεν μπορούσαμε πια ν' ακούσουμε τίποτ' άλλο γιατί, να τι έγινε:

Η φωνή της Κριστίν:

«Ερίκ! Ερίκ!… Με κουράζετε με τη φωνή σας…

Πάψτε πια!… Δε νομίζετε πως κάνει πολύ ζέστη εδώ μέσα;…»

«Ω! Ναι!» απάντησε η φωνή του Ερίκ, «η ζέστη αρχίζει να γίνεται ανυπόφορη!…»

Ξανά η γεμάτη αγωνία φωνή της Κριστίν:

«Μα τι γίνεται εδώ!… Ο τοίχος καίει!…»

«Θα σας εξηγήσω, Κριστίν, γλυκιά μου, είναι από το δάσος δίπλα!…»

«Καλά, τι εννοείτε;… το δάσος;…»

«Μα, δεν προσέξατε, λοιπόν, πως ήταν ένα δάσος του Κογκό;»

Και το γέλιο του τέρατος αντήχησε παντού τρομερό, τόσο δυνατά που δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τις ικετευτικές κραυγές της Κριστίν! Ο υποκόμης ντε Σανιύ φώναζε και χτυπούσε τους τοίχους σαν τρελός… Δεν μπορούσα πια να τον συγκρατήσω… Όμως, τίποτ' άλλο δεν ακουγόταν εκτός από τη φωνή του τέρατος… και το τέρας το ίδιο δεν άκουγε τίποτ' άλλο εκτός από το ίδιο του το γέλιο… Μετά, ακούστηκαν ήχοι μιας σύντομης πάλης, ο θόρυβος που κάνει ένα σώμα όταν πέφτει και που μετά το σέρνουν… και ύστερα ο θόρυβος μιας πόρτας που κλείνει δυνατά… και μετά, μετά τίποτα, τίποτα πέρα από τη σιωπή του μεσημεριού… στην καρδιά ενός αφρικάνικου δάσους!…

Загрузка...