27 ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΟΣ

Σ' ΑΥΤΟ το σημείο, τελειώνει η γραπτή αφήγηση που μου άφησε ο Πέρσης.

Παρ' όλη τη φρίκη αυτής της κατάστασης, που έμοιαζε να τους οδηγεί σε βέβαιο θάνατο, ο κύριος ντε Σανιύ και ο σύντροφος του σώθηκαν χάρη στη θεία αφοσίωση της Κριστίν Ντααέ. Το τέλος της περιπέτειας το άκουσα από τον ίδιο τον νταρόγκα.

Όταν πήγα να τον δω, κατοικούσε, όπως πάντα, στο μικρό του διαμέρισμα της οδού Ριβολί, απέναντι ακριβώς από τον κήπο των Τουλερί. Ήταν βαριά άρρωστος και χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλο μου το ταλέντο για να τον πείσω πως αυτό που μ' ενδιέφερε, ως δημοσιογράφο και ιστορικό, ήταν η αλήθεια και μόνον η αλήθεια κι έτσι ν' αποφασίσει να ξαναζήσει μαζί μου το απίστευτο αυτό δράμα. Ο παλιός πιστός του υπηρέτης Δαρείος τον βοηθούσε όπως πάντα αυτός με οδήγησε κοντά του. Ο νταρόγκα με υποδέχτηκε καθισμένος σε μια βαθιά πολυθρόνα, μπρος στο παράθυρο που βλέπει στον κήπο. Προσπαθούσε να συναρμολογήσει ένα θώρακα από κάποια παλιά πανοπλία, που κάποτε θα πρέπει να ήταν πολύ ωραίος. Ο Πέρσης μας, είχε ακόμη τα υπέροχα μάτια του, αλλά το καημένο το πρόσωπο του ήταν πάρα πολύ κουρασμένο. Είχε ξυρίσει εντελώς το κεφάλι του, που συνήθως κάλυπτε μ' ένα σκουφί από αστρακάν. Φορούσε μια άνετη, πολύ απλή ρόμπα κι ασυνείδητα, μέσα απ' τα φαρδιά της μανίκια, έπαιζε με τα δάχτυλά του. Το πνεύμα του είχε διατηρήσει όλη του τη διαύγεια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τα παλιά του βάσανα δίχως να καταληφθεί από πυρετό και με δυσκολία κατάφερα να του εκμαιεύσω το τέλος αυτής αλλόκοτης ιστορίας. Μερικές φορές, έπρεπε να τον παρακαλέσω ώρα πολλή για να απαντήσει στις ερωτήσεις μου. Άλλοτε, παρασυρμένος από τις αναμνήσεις του, αναπαρίστανε μπρος μου, με μιαν εκπληκτική ζωντάνια, την εικόνα του τρομερού Ερίκ και τις φοβερές ώρες που ο κύριος ντε Σανιύ κι αυτός ζήσανε στο σπίτι της Λίμνης.

Έπρεπε να βλέπατε το τρέμουλο που τον τάραζε ολόκληρο όταν περιέγραφε το ξύπνημά του, μετά το δράμα των νερών, μέσα στο ανησυχητικό ημίφως του δωματίου «Λουί Φιλίπ»… Και να, λοιπόν, το τέλος αυτής της τρομερής ιστορίας, έτσι όπως μου το διηγήθηκε ο Πέρσης, για να ολοκληρωθεί η γραπτή διήγηση που θέλησε να μου εμπιστευθεί:

Ανοίγοντας τα μάτια του, ο νταρόγκα είδε πως ήταν ξαπλωμένος πάνω σ' ένα κρεβάτι… Ο κύριος ντε Σανιύ κοιμόταν πάνω σ' έναν καναπέ, δίπλα σ' ένα ντουλάπι με καθρέφτη. Από πάνω τους, ένας άγγελος κι ένας δαίμονας…

Μετά από τα οράματα, τις οφθαλμαπάτες και τις παραισθήσεις της αίθουσας των βασανιστηρίων, η καθημερινότητα των αντικειμένων αυτού του δωματίου τάραζε ακόμη περισσότερο το ήδη ταραγμένο μυχλό αυτού που είχε βρεθεί σε τούτο το βασίλειο του ζωντανού εφιάλτη. Ήταν σαν να 'χαν τοποθετηθεί επίτηδες εκεί, για να τον κάνουν να τα χάσει εντελώς. Αυτό το κρεβάτι, τούτες οι καρέκλες από ακαζού, αυτό το κομοδίνο με τα σκαλίσματα του, η φροντίδα με την οποία εκείνα τα δαντελένια καρέ είχαν τοποθετηθεί στις πολυθρόνες, το εκκρεμές και τα μικρά κουτάκια που βρισκόντουσαν πάνω στο τζάκι κι έμοιαζαν τόσο αθώα… τέλος… αυτή η εταζέρα, διακοσμημένη με κοχύλια, κόκκινες πελότες για τις καρφίτσες, καραβάκια κι ένα τεράστιο αυγό στρουθοκαμήλου… Όλος ο χώρος φωτιζόταν από ένα αμπαζούρ που βρισκόταν πάνω σ' ένα χαμηλό τραπεζάκι… όλη αυτή η τόσο μπανάλ επίπλωση στα «υπόγεια της Όπερας» τάραζε τη φαντασία περισσότερο από κάθε προηγούμενη φαντασμαγορία.

Η σκιά του ανθρώπου με τη μάσκα, μέσα σ' αυτό το γεροντίστικο μπανάλ περιβάλλον, το τόσο καθημερινό και «καθώς πρέπει», έμοιαζε ακόμη πιο εξωπραγματική. Έσκυψε μέχρι τ' αφτί του Πέρση και του είπε με σιγανή φωνή:

«Αισθάνεσαι καλύτερα νταρόγκα;… Κοιτάς το σπίτι μου;… Είναι ό,τι απόμεινε από τη δύστυχη μητέρα μου…»

Του είπε κι άλλα ακόμη, που όμως δε θυμόταν πια. Όμως — κι αυτό γιατί του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση — ο Πέρσης θυμόταν πολύ καλά πως, όσο κράτησε εκείνο το όραμα σ' εκείνο το παλιομοδίτικο δωμάτιο, μιλούσε μόνο ο Ερίκ. Η Κριστίν Ντααέ δεν έλεγε κουβέντα· απλά πηγαινοερχόταν αθόρυβα σαν μια καλόγρια που 'χε δώσει όρκο σιωπής, πότε για να φέρει κάποιο τονωτικό… πότε αχνιστό τσάι… Ο άνθρωπος με τη μάσκα τής έπαιρνε το φλυτζάνι και το 'δίνε στον Πέρση.

Όσο για τον κύριο ντε Σανιύ… κοιμόταν…

Ο Ερίκ, ρίχνοντας λίγο ρούμι στο φλυτζάνι του νταρόγκα και δείχνοντας του τον ξαπλωμένο υποκόμη, είπε:

«Είχε συνέλθει πολύ πριν μάθουμε αν θα ζήσετε ή όχι, νταρόγκα. Πάει πολύ καλά… Κοιμάται… Δεν πρέπει να τον ξυπνήσετε…»

Για μια στιγμή, ο Ερίκ έφυγε από το δωμάτιο και ο Πέρσης ανασηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα του… Σε μια γωνιά κοντά στο τζάκι διέκρινε τη λευκή φιγούρα της Κριστίν Ντααέ. Της μίλησε… τη φώναξε… όμως ακόμη ήταν πολύ αδύναμος κι έτσι ξανάπεσε πίσω στο μαξιλάρι του… Η Κριστίν ήρθε κοντά του, ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπο του και μετά απομακρύνθηκε… Ο Πέρσης θυμόταν πως καθώς απομακρυνόταν δεν έριξε ούτε μια ματιά στον κύριο ντε Σανιύ που, πράγματι, κοιμόταν ήσυχα ήσυχα… Ξανακάθησε στην πολυθρόνα της δίπλα στο τζάκι, σιωπηλή, σαν μια αδελφή του Ελέους που έχει δώσει όρκο σιωπής…

Ο Ερίκ επέστρεψε κρατώντας διάφορα μικρά μπουκαλάκια που ακούμπησε πάνω στο τζάκι. Μετά, πολύ σιγανά, για να μην ξυπνήσει τον κύριο ντε Σανιύ, είπε στον Πέρση, αφού πρώτα του πήρε το σφυγμό:

«Τώρα, είσαστε κι οι δυο σας εκτός κινδύνου και θα σας οδηγήσω πίσω, πάνω στη γη, για να ευχαριστήσω τη γυναίκα μου».

Σηκώθηκε και χωρίς να δώσει καμιά άλλη εξήγηση εξαφανίστηκε ξανά.

Ο Πέρσης, κοίταξε κάτω απ' το φως της λάμπας το ήσυχο προφίλ της Κριστίν Ντααέ. Διάβαζε ένα πολύ μικρό βιβλίο, με χρυσωμένες τις άκρες των φύλλων του σαν τα θρησκευτικά βιβλία. Η Μίμηση κάνει παρόμοιες εκδόσεις. Στ' αφτιά του Πέρση αντηχούσαν ακόμη τα λόγια που είχε πει ο άλλος, με το φυσικότερο ύφος του κόσμου: «Για να ευχαριστήσω τη γυναίκα μου».

Ο νταρόγκα, πολύ σιγανά, τη φώναξε ξανά' όμως η Κριστίν θα πρέπει να βρισκόταν, διαβάζοντας, κάπου πολύ μακριά, γιατί δεν άκουσε τίποτα…

Ο Ερίκ ξανάρθε… έδωσε στον νταρόγκα να πιει ένα φάρμακο και μετά του είπε να μην απευθύνει το λόγο ξανά ούτε στη «γυναίκα του» ούτε σε κανέναν άλλον, «γιατί αυτό μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο για όλον τον κόσμο».

Μετά απ' αυτό, ο Πέρσης θυμάται ακόμη τη μαύρη σκιά του Ερίκ και τη λευκή φιγούρα της Κριστίν, που γλιστρούσε πάντα σιωπηλή μέσ' στο δωμάτιο, να σκύβουν πάνω από τον κύριο ντε Σανιύ. Ο Πέρσης ήταν ακόμη πολύ αδύναμος και ο παραμικρότερος θόρυβος, η πόρτα του ντουλαπιού που έτριζε, για παράδειγμα, του προξενούσε τρομερούς πόνους στο κεφάλι. Κοιμήθηκε κι αυτός όπως κι ο κύριος ντε Σανιύ.

Αυτή τη φορά, όταν ξύπνησε, ήταν στο σπίτι του και δεχόταν τις περιποιήσεις του πιστού του Δαρείου, που τον πληροφόρησε πως τον είχαν βρει την προηγούμενη νύχτα έξω από την πόρτα του διαμερίσματός του, όπου θα πρέπει να τον μετέφερε κάποιος άγνωστος που φρόντισε, προτού απομακρυνθεί, να χτυπήσει το κουδούνι.

Μόλις ξαναβρήκε τις δυνάμεις του, ο νταρόγκα έστειλε να μάθει τα νέα του υποκόμη απ' το σπίτι του κόμη Φιλίπ.

Τον πληροφόρησαν πως ο νέος άντρας δεν επέστρεψε ποτέ και πως ο κόμης Φιλίπ ήταν νεκρός. Είχαν βρει το πτώμα του στις όχθες της λίμνης της Όπερας, από τη μεριά της οδού Σκριμπ. Ο Πέρσης θυμήθηκε τη νεκρώσιμη ακολουθία που είχε παρακολουθήσει πίσω απο τον τοίχο της αίθουσας των βασανιστηρίων και δεν είχε καμιά αμφιβολία, ούτε για το πώς έγινε το έγκλημα ούτε για το ποιος ήταν ο δολοφόνος. Γνωρίζοντας τον Ερίκ, του ήταν πολύ εύκολο να καταλάβει τι έγινε.

Νομίζοντας πως αδελφός του ήταν αυτός που είχε απαγάγει την Κριστίν Ντααέ, ο κόμης Φιλίπ έτρεξε να τον βρει. Τον ακολούθησε στο δρόμο των Βρυξελλών. Πήρε το δρόμο των Βρυξελλών γιατί ήξερε πως από κει επρόκειτο να φύγουν. Καθώς όμως δε βρήκε τίποτα, ξαναγύρισε στην Όπερα. Θυμήθηκε τις παράξενες εκμυστηρεύσεις του Ραούλ για τον φανταστικό του αντίπαλο κι έμαθε πως ο υποκόμης είχε κάνει το παν για να κατέβει στα υπόγεια της Όπερας και πως, τελικά, εξαφανίστηκε αφήνοντας το καπέλο του στο καμαρίνι της ντίβας, δίπλα σε μια θήκη πιστολιών. Ο κόμης, που πια ήταν σίγουρος πως ο αδελφός του είχε τρελαθεί, ρίχτηκε κι αυτός με τη σειρά του μέσα σ' εκείνον το σατανικό υπόγειο λαβύρινθο. Δε χρειαζόντουσαν περισσότερα για να βρεθεί το πτώμα του κόμη Φιλίπ στις όχθες της λίμνης, όπου καιροφυλαχτούσε το τραγούδι της σειρήνας, της σειρήνας του Ερίκ, αυτής της θυρωρού της λίμνης των Νεκρών…

Έτσι, ο Πέρσης δε δίστασε. Συγκλονισμένος απ' αυτή την καινούργια συμφορά, μην μπορώντας να ζει άλλο μέσα στην αβεβαιότητα για το τι μπορεί να έχει συμβεί στον υποκόμη και την Κριστίν Ντααέ, αποφάσισε να πάει να τα πει όλα στην αστυνομία.

Μόνο που η υπόθεση είχε ανατεθεί στον ανακριτή κύριο Φορ κι έτσι πήγε και μίλησε σ' αυτόν. Μπορείτε νομίζω να φαντασθείτε το πώς, ένα καχύποπτο, τετράγωνο κι επιπόλαιο μυαλό, (τα λέω έτσι ακριβώς όπως τα σκέφτομαι), πέρα για πέρα ανέτοιμο για μια τέτοια εκμυστήρευση, αντιμετώπισε την κατάθεση του νταρόγκα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ανακριτής Φορ θεώρησε πως ο νταρόγκα δεν έστεκε καλά στα λογικά του.

Ό Πέρσης, αφού απελπίστηκε και συνειδητοποίησε πως η αστυνομία δεν επρόκειτο να τον πάρει στα σοβαρά, άρχισε να γράφει. Μπορεί η αστυνομία να μην ενδιαφερόταν για την κατάθεσή του, ίσως όμως η κατάθεσή του να ενδιέφερε τον Τύπο. Άρχισε λοιπόν να γράφει. Ένα βράδυ, αφού είχε γράψει την τελευταία πρόταση της διήγησης που μόλις σας παράθεσα, ο Δαρείος του ανάγγειλε τον ερχομό ενός αγνώστου, που αρνιόταν επίμονα να πει τ' όνομα του και που ήταν αδύνατον να δει κανείς το πρόσωπό του. Ο άγνωστος είχε δηλώσει πολύ απλά πως δεν επρόκειτο να φύγει αν δεν έβλεπε τον νταρόγκα.

Ο Πέρσης, που αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν ο άγνωστος επισκέπτης, διέταξε να τον οδηγήσουν πάραυτα μέσα.

Ο νταρόγκα δεν είχε κάνει λάθος.

Ήταν το φάντασμα! Ήταν ο Ερίκ!

Ήταν πάρα πολύ αδύνατος κι ακουμπούσε στον τοίχο λες και φοβόταν πως θα 'πέφτε κάτω… Έβγαλε το καπέλο του αφήνοντας να φανεί ένα μέτωπο χλομό σαν το κερί. Το υπόλοιπο πρόσωπο του το 'κρύβε η μάσκα.

Ο Πέρσης τον πλησίασε.

«Δολοφόνε του κόμη Φιλίπ, τι έκανες τον αδελφό του και την Κριστίν Ντααέ;».

Ακούγοντας αυτές τις φοβερές κατηγορίες ο Ερίκ τρέκλισε και έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά, σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα, αναστέναξε βαθιά και με μικρές φράσεις, με μικρές λέξεις, βαριανασαίνοντας, είπε:

«Νταρόγκα, μη μου μιλάς για τον κόμη Φιλίπ… Ήταν κιόλας νεκρός… όταν βγήκα απ' το σπίτι μου… ήταν νεκρός… κιόλας… όταν… τραγούδησε η σειρήνα… ήταν ένα ατύχημα… ένα θλιβερό… ένα απαράδεκτα θλιβερό ατύχημα… Αδέξια, φυσικά, και απλά, είχε πέσει μόνος του στη λίμνη!…»

«Λες ψέματα!» φώναξε ο Πέρσης.

Τότε ο Ερίκ έσκυψε το κεφάλι και είπε:

«Δεν ήρθα εδώ…για να σου μιλήσω για τον κόμη Φιλίπ… αλλά για να σου πω… πως θα πεθάνω…».

«Πού βρίσκονται ο Ραούλ ντε Σανιύ και η Κριστίν Ντααέ;…»

«Θα πεθάνω…»

«Ο Ραούλ ντε Σανιύ και η Κριστίν Ντααέ;».

«…Από έρωτα… νταρόγκα… θα πεθάνω από έρωτα… αυτή είναι η αλήθεια… την αγαπούσα τόσο πολύ!… Και την αγαπώ ακόμη, νταρόγκα, γιατί πεθαίνω απ' την αγάπη μου γι' αυτήν, σου το λέω. Αν ήξερες πόσο όμορφη ήταν όταν μου επέτρεψε να τη φιλήσω ζωντανή, μου ορκίστηκε στη σωτηρία της ψυχής της… Ήταν η πρώτη φορά, νταρόγκα, η πρώτη φορά, τ' ακούς, που φίλησα μια γυναίκα… Ναι, ζωντανή, τη φίλησα ζωντανή και ήταν ωραία σαν νεκρή!…»

Ο Πέρσης σηκώθηκε και τόλμησε ν' αγγίξει τον Ερίκ. Του τράνταξε το μπράτσο.

«Θα μου πεις επιτέλους αν είναι νεκρή ή ζωντανή;…»

«Γιατί με τραντάζεις έτσι», απάντησε ο Ερίκ κάνοντας προσπάθεια για να μιλήσει… «Σου λέω πως εγώ είμαι αυτός που θα πεθάνει. Ναι, τη φίλησα ζωντανή…».

«Και τώρα είναι νεκρή;».

«Σου λέω, πως τη φίλησα έτσι, στο μέτωπο… κι αυτή δε τραβήχτηκε, δεν απομάκρυνε το μέτωπο της από το στόμα μου!… Αχ! είναι μια τίμια κοπέλα! Δε νομίζω πως είναι νεκρή, αν κι αυτό είναι κάτι που δε με αφορά πια… Όχι! Όχι! δεν είναι νεκρή! Και αλίμονο, αν μάθω πως κάποιος πείραξε έστω μια τρίχα απ' τα μαλλιά της! Είναι μια γενναία και τίμια κοπέλα, που σου έσωσε τη ζωή, νταρόγκα, εκεί πάνω απ' την αγορά, γιατί τότε εγώ δεν έδινα δεκάρα για το περσικό πετσί σου, νταρόγκα. Κατά βάθος, κανείς δεν ασχολιόταν μαζί σου. Γιατί, λοιπόν, είχες έρθει μαζί με το μικρό νεαρό άντρα; Θα πέθαινες εκεί, κάτω από την αγορά! Σου ορκίζομαι, με παρακαλούσε για το μικρό νεαρό της άντρα, αλλά εγώ της είπα πως από τη στιγμή που γύρισε το σκορπιό, αυτόματα έγινα εγώ ο αρραβωνιαστικός της και πως δε χρειαζόταν να 'χει δυο αρραβωνιαστικούς, πράγμα που νομίζω ήταν πολύ σωστό. Όσο για σένα, δεν υπήρχες, δεν υπήρχες, στο επαναλαμβάνω, και θα πέθαινες κι εσύ μαζί με τον άλλον αρραβωνιαστικό!

»Μόνο που, άκουσε προσεχτικά, νταρόγκα, καθώς φωνάζατε σαν δυο διαμονισμένοι εξαιτίας του νερού, η Κριστίν με πλησίασε και κοιτώντας με με τα όμορφα, μεγάλα, γαλανά της μάτια ορθάνοιχτα, μου ορκίστηκε στη σωτηρία της ψυχής της, πως δεχόταν να γίνει γυναίκα μου ζωντανή! Μέχρι εκείνη τη στιγμή, νταρόγκα, μέσα στα βάθη των ματιών της, έβλεπα πάντα τη γυναίκα μου νεκρή. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τη γυναίκα μου ζωντανή. Ήταν ειλικρινής, είχε ορκιστεί στη σωτηρία της ψυχής της. Δε θ' αυτοκτονούσε. Η συμφωνία έκλεισε. Μισό λεπτό αργότερα, όλα τα νερά επέστρεψαν στη λίμνη και εγώ τραβούσα τη γλώσσα σου, νταρόγκα γιατί, στο λόγο μου, πίστευα πως ήσουν κιόλας νεκρός!… Επιτέλους! Να, λοιπόν, τι έπρεπε να γίνει! Θα 'πρεπε να σας μεταφέρω και τους δυο στα σπίτια σας πάνω στη γη. Επιτέλους, μου αδειάσατε τον τόπο κι έμεινα μόνος μου μαζί της».

«Μα, τι έκανες με τον υποκόμη ντε Σανιύ», τον διέκοψε ο Πέρσης.

«Α! καταλαβαίνεις, νταρόγκα… αυτόν δεν μπορούσα να τον μεταφέρω αμέσως πάνω στη γη… Μου χρησίμευε για όμηρος… Όμως, από την άλλη, δεν μπορούσα και να τον έχω μέσα στο σπίτι της Λίμνης, εξαιτίας της Κριστίν. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να πάω να τον κρύψω σ' ένα σίγουρο και άνετο μέρος. Τον αλυσόδεσα (το άρωμα του Μαζεντεράν τον είχε κάνει εντελώς άβουλο) μέσα στο υπόγειο των κομμουνάρων που, όπως ξέρεις, είναι το πιο απόμακρο και το πιο έρημο υπόγειο της Όπερας, βρίσκεται πιο κάτω από το πέμπτο υπόγειο. Εκεί όπου ποτέ κανείς δεν πατά, εκεί απ' όπου κανείς ποτέ δεν μπορεί ν' ακουστεί. Έτσι, ήσυχος γύρισα στην Κριστίν. Με περίμενε…»

Σ' αυτό το σημείο της αφήγησής του φαίνεται πως το φάντασμα σηκώθηκε όρθιο τόσο μεγαλόπρεπα ώστε ο Πέρσης, που στο μεταξύ είχε ξανακαθήσει στην πολυθρόνα του, αναγκάστηκε να σηκωθεί κι αυτός, λες και υπάκουε στην ίδια παρόρμηση, νιώθοντχς πως είναι αδύνατον να μένει καθισμένος σε μια τόσο ιερή στιγμή. Έβγαλε μάλιστα και τον σκούφο του (μου το είπε ο ίδιος ο Πέρσης) παρ' όλο που είχε το κεφάλι του ξυρισμένο.

«Ναι, με περίμενε!» συνέχισε ο Ερίκ, που άρχισε να τρέμει σαν το φύλλο, να τρέμει από μια πραγματική ιερή συγκίνηση… «με περίμενε ολόρθη, ζωντανή, σαν μια πραγματική αρραβωνιαστικιά, ζωντανή, έτσι όπως μου. το είχε ορκιστεί στη σωτηρία της ψυχής της!… Και όταν εγώ άρχισα να την πλησιάζω, πιο ντροπαλά κι από ένα παιδί, εκείνη δεν απομακρύνθηκε… όχι… όχι… έμεινε εκεί… με περίμενε… νομίζω μάλιστα, νταρόγκα, πως λίγο… όχι πολύ… μα λίγο, σαν μια ζωντανή αρραβωνιαστικιά, έτεινε το μέτωπό της προς το μέρος μου… Και… και… τη φίλησα!… Εγώ!… εγώ!… εγώ!… Κι εκείνη δεν είναι νεκρή!… Κι εκείνη, πολύ φυσικά, έμεινε στο πλάι μου, αφού τη φίλησα… έτσι… στο μέτωπο… Αχ! πόσο όμορφο είναι, νταρόγκα να φιλάς κάποιον!… Δεν μπορείς εσύ να ξέρεις!… Όμως εγώ! εγώ!… Η μητέρα μου, νταρόγκα, η καημένη η δυστυχισμένη μου μητέρα ποτέ δε θέλησε να τη φιλήσω… Έφευγε μακριά!… πετώντας μου τη μάσκα!… ούτε καμιά άλλη γυναίκα!… ποτέ!… ποτέ!… Αχ!Αχ! Αχ! Τότε… έτσι δεν είναι;… τότε, μετά από μια τόσο μεγάλη ευτυχία έκλαψα. Και κλαίγοντας έπεσα στα πόδια της… και φίλησα τα πόδια της, τα μικρά της πόδια, κλαίγοντας… Κι εσύ, νταρόγκα κλαις;… Κι αυτή έκλαιγε… ο άγγελος έκλαψε…»

Καθώς τα διηγόταν όλ' αυτά ο Ερίκ, έκλαιγε με λυγμούς και ο Πέρσης, κι αυτός, πραγματικά, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του μπρος σ' αυτόν το μασκοφόρο άντρα, που με τους ώμους του να τραντάζονται, με τα χέρια του στο στήθος, βογγούσε πότε από αβάσταχτη οδύνη και πότε από αβάσταχτη τρυφερότητα.

«Ω! νταρόγκα, ένιωσα να δάκρυά της να κυλούν πάνω στο μέτωπό μου, στο δικό μου μέτωπο! στο δικό μου! στο δικό μου! Ήταν ζεστά… ήταν γλυκά! κυλούσαν και γινόντουσαν ένα με τα δικά μου δάκρυα, κυλούσαν μέσ' στα μάτια μου!… κυλούσαν μέχρι το στόμα μου… κυλούσαν στο στόμα μου. Αχ! τα δικά της δάκρυα πάνω μου! Άκου, νταρόγκα, άκου τι έκανα… Έβγαλα τη μάσκα μου για να μη χάσω ούτε ένα δάκρυ της… κι εκείνη δεν έφυγε!… Και δεν ήταν νεκρή! Έμεινε εκεί, ζωντανή, να κλαίει… να κλαίει πάνω μου… μαζί μου… Κλάψαμε μαζί!… Κύριε των δυνάμεων! Μου χαρίσατε τη μεγαλύτερη ευτυχία του κόσμου όλου!…»

Ο Ερίκ, θρηνώντας, κατάρρευσε στην πολυθρόνα.

«Α! Αχ! Δε θέλω ακόμη να πεθάνω… όχι τώρα αμέσως… μα αφήστε με να κλάψω!» είπε στον Πέρση.

Μετά από λίγο, ο μασκοφόρος άντρας συνέχιζε:

«Άκου, νταρόγκα… άκου καλά… άκου το καλά αυτό… ενώ ήμουν στα πόδια της… την άκουσα να μου λέει: “Καημένε μου, δυστυχισμένε Ερίκ!”. Και πήρε το χέρι μου στο δικό της!… Εγώ, καταλαβαίνεις, δεν ήμουν πια παρά ένα κακόμοιρο σκυλί έτοιμο να πεθάνω γι' αυτήν,…είναι αλήθεια, νταρόγκα!

«Σκέψου, πως μέσα στο χέρι μου είχα ένα δαχτυλίδι, μια βέρα, μια χρυσή βέρα που της είχα δώσει… και που αυτή είχε χάσει… Την έβαλα στο μικρό της χέρι και της είπα: Πάρτην!… πάρτην για σένα… και γι' αυτόν… Αυτό θα 'ναι το δώρο μου για τους γάμους σας… το δώρο του καημένου, του δυστυχισμένου Ερίκ… Ξέρω πως τον αγαπάς, το νέο αυτόν άντρα… μην κλαις άλλο!… Με μια φωνή γλυκύτατη, με ρώτησε τι ήθελα να πω. Τότε την έκανα να καταλάβει πως γι' αυτήν δεν ήμουν τίποτε άλλο παρά ένα κακόμοιρο σκυλί έτοιμο να πεθάνει… αλλά πως αυτή, αυτή θα μπορούσε να παντρευτεί με το μικρό νεαρό άντρα όποτε ήθελε, γιατί είχε κλάψει μαζί μου… Αχ! νταρόγκα… καταλαβαίνεις… εκείνη την ώρα ήταν σαν να κομμάτιαζα ήσυχα ήσυχα την καρδιά μου με τα ίδια μου τα χέρια… μα εκείνη… εκείνη, νταρόγκα, είχε κλάψει μαζί μου… και είχε πει: «Καημένε μου, δυστυχισμένε μου Ερίκ!…»

Η συγκίνηση του Ερίκ ήταν τέτοια που χρειάστηκε να προειδοποιήσει τον Πέρση να μη γυρίσει να τον κοιτάξει, γιατί ένιωθε να πνίγεται και θα 'βγαζε τη μάσκα του. Ο Πέρσης μου είπε πως πήγε ο ίδιος στο παράθυρο για να τ' ανοίξει και πως η καρδιά του ήταν γεμάτη θλίψη και λύπη για αυτόν, ωστόσο, φρόντισε ιδιαίτερα να κοιτάζει συνέχεια σ' ένα σημείο, έξω στα δέντρα των Τουλερί, για να μη συναντήσει το πρόσωπο του τέρατος.

«Πήγα», συνέχισε ο Ερίκ, «να ελευθερώσω τον νέο άντρα και του είπα να μ' ακολουθήσει… Αγκαλιάστηκαν μπροστά μου… εκεί… στο δωμάτιο «Λουί Φιλίπ»… Η Κριστίν φορούσε τη βέρα μου… Έβαλα την Κριστίν να μου ορκιστεί πως όταν θα πέθαινα, θα 'ρχοταν μια νύχτα, περνώντας από τη λίμνη της οδού Σκριμπ, θα 'ρχοταν να με θάψει μυστικά περνώντας μου τη βέρα που μέχρι εκείνη τη στιγμή θα φορούσε εκείνη… της είπα πού θα 'βρισκε το σώμα μου και τι έπρεπε να κάνει… Τότε η Κριστίν με φίλησε, για πρώτη φορά εκείνη, με φίλησε στο μέτωπο… (μην κοιτάς, νταρόγκα!) εκεί πάνω στο μέτωπο… πάνω στο μέτωπό μου… φίλησε το δικό μου μέτωπο!… (μη γυρνάς, νταρόγκα!) και φύγανε… οι δυο τους… Η Κριστίν δεν έκλαιγε πια… εγώ μόνος έκλαιγα… νταρόγκα, νταρόγκα… αν η Κριστίν κρατήσει τον όρκο της δε θ' αργήσει να γυρίσει!…»

Και ο Ερίκ έπαψε. Ο Πέρσης δεν τον ρώτησε πια τίποτε άλλο. Τώρα, ήταν απόλυτα σίγουρος για την τύχη του Ραούλ ντε Σανιύ και της Κριστίν Ντααέ. Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε ποτέ ν' αμφισβητήσει τα λόγια του Ερίκ που έκλαιγε.

Το τέρας είχε ξαναβάλει τη μάσκα του και με όσες δυνάμεις του απόμεναν ετοιμάστηκε να φύγει. Του είπε πως όταν θα 'νιωθε το θάνατο πολύ κοντά, για να τον ευχαριστήσει για το καλό που κάποτε του είχε κάνει, θα του έστελνε ό,τι πολυτιμότερο είχε στον κόσμο: όλα τα γράμματα της Κριστίν Ντααέ που είχε γράψει στη διάρκεια αυτής της περιπέτειας στον Ραούλ, και που τα είχε αφήσει στον Ερίκ, μαζί με κάποια άλλα δικά της μικροαντικείμενα! δυο μαντίλια, ένα ζευγάρι γάντια κι ένα φιόγκο από παπούτσι. Απαντώντας σε ερώτηση του Πέρση, ο Ερίκ τον πληροφόρησε πως οι δυο νέοι, μόλις ελευθερώθηκαν, αποφάσισαν να πάνε να βρουν έναν παπά σε κάποιο απόμερο μέρος, όπου θα έκρυβαν την ευτυχία τους… Έτσι πήγαν στο «σταθμό του Βορρά του Κόσμου». Τέλος, ο Ερίκ υπολόγιζε στον Πέρση, για ν' αναγγείλει το θάνατο του στους δυο νέους. Γι' αυτό, θα αρκούσε να βάλει μια γραμμή στις αγγελίες θανάτων της Επόκ.

Ο Πέρσης συνόδεψε τον Ερίκ ως την πόρτα και ο Δαρείος τον βοήθησε να κατέβει μέχρι κάτω στο πεζοδρόμιο. Ένα αμάξι περίμενε. Ο Πέρσης, που είχε βγει στο παράθυρο, τον άκουσε να λέει: «Κατευθείαν στην Όπερα».

Το αμάξι χάθηκε μέσα στη νύχτα. Ήταν η τελευταία φορά που ο Πέρσης έβλεπε τον δυστυχισμένο Ερίκ.

Τρεις βδομάδες αργότερα, η εφημερίδα Επόκ δημοσίευσε την παρακάτω αγγελία θανάτου:

«Ο Ερίκ πέθανε».

Загрузка...