1 ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ;

Εκεινο το βράδυ, το βράδυ που οι πρώην διευθυντές της Όπερας κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ, με την ευκαιρία της αποχώρησής τους, έδιναν το τελευταίο τους γκαλά, εκείνο το βράδυ λοιπόν, στο καμαρίνι της Σορέλι, ενός από τα πρώτα ονόματα του χορού, είχαν εισβάλλει μισή ντουζίνα μπαλαρίνες που μόλις είχαν κατέβει από τη σκηνή, αφού «χόρεψαν» τον Πολύευκτο. Άλλες γελούσαν νευρικά κι άλλες φώναζαν τρομαγμένες.

Η Σορέλι, που ήθελε να μείνει μόνη της για να ρίξει μια ματιά στον αποχαιρετιστήριο λόγο που θα απηύθυνε προς τους κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ, είδε με πολύ κακό μάτι όλο αυτό το ενοχλητικό πλήθος να στριμώχνεται γύρω της. Στράφηκε προς τις συναδέλφους της και με μια επιδεικτική συγκίνηση τις ρώτησε τι συμβαίνει. Ήταν η μικρή Τζέημς — γαλλική μυτούλα, μάτια μη-με-λησμόνει, ρόδινα μάγουλα και λαιμός σαν κρίνο — που με φωνή τρεμάμενη, πνιγμένη στην αγωνία, είπε με τρεις λέξεις τι συνέβαινε:

«Το φάντασμα!»

Και κλείδωσε την πόρτα. Το καμαρίνι της Σορέλι ήταν βαρύγδουπο και μπανάλ. Ένας κινητός καθρέφτης, ένα ντιβάνι, μια τουαλέτα και μερικά ντουλάπια αποτελούσαν τη βασική του επίπλωση. Στους τοίχους, μερικές γκραβούρες, ενθύμια απ' τη μητέρα της που κάποτε είχε γνωρίσει μεγαλεία στην παλιά Όπερα της οδού Λε Πελετιέ. Πορτρέτα των Βεστρίς, Γκαρντέλ, Ντιπόν και Μπιγκοτίνι. Αυτό το καμαρίνι, έμοιαζε με παλάτι στα μάτια των κοριτσιών του μπαλέτου, που έμεναν πολλές μαζί σ' ένα δωμάτιο και περνούσαν εκεί μέσα την ώρα τους τραγουδώντας, μαλώνοντας με τους κομμωτές, τις αμπιγιέζ και μεταξύ τους και πίνοντας κασίς, μπίρα ή ρούμι, μέχρι να έρθει η ώρα τους ν' ανέβουν στη σκηνή.

Η Σορέλι ήταν πολύ προληπτική. Όταν άκουσε τη μικρή Τζέημς να μιλάει για το φάντασμα ανατρίχιασε και είπε:

«Μικρή ηλίθια!»

Καθώς ήταν η πρώτη που πίστευε στα φαντάσματα εν γένει και στο φάντασμα της Όπερας ειδικότερα, θέλησε αμέσως να μάθει όλες τις λεπτομέρειες.

«Το είδατε;» ρώτησε.

«Όπως σας βλέπω και με βλέπετε!» απάντησε αναστενάζοντας η μικρή Τζέημς, που ανίκανη να κρατηθεί άλλο στα πόδια της σωριάστηκε σε μια καρέκλα.

Αμέσως τότε, η μικρή Ζιρί — μάτια σαν δαμάσκηνα, εβένινα μαλλιά, χρώμα μελαμψό, με το λεπτό της δέρμα τεντωμένο πάνω στα καημένα τα μικρούλικα κόκαλα της — πρόσθεσε:

«Αν είναι αυτός, είναι πανάσχημος!»

«Α ναι!;» είπαν οι χορεύτριες κι άρχισαν να μιλάνε όλες μαζί.

Το φάντασμα τους παρουσιάστηκε με τη μορφή ενός μαυροντυμένου κυρίου που βρέθηκε ξαφνικά μπρος τους, στο διάδρομο, δίχως να μπορέσουν να καταλάβουν από πού ξεφύτρωσε. Η εμφάνισή του ήταν τόσο ξαφνική που θα μπορούσαν να πιστέψουν πως βγήκε μέσα απ' τους τοίχους.

«Ουφ!» είπε κάποια που είχε κρατήσει λίγο την ψυχραιμία της, «βλέπετε παντού φαντάσματα».

Είναι αλήθεια πως εδώ και κάμποσο καιρό, όλοι στην Όπερα μιλούσαν για το φάντασμα, που ντυμένο στα μαύρα περιπλανιόταν σαν σκιά πάνω κάτω σ' όλο το κτίριο, δίχως να μιλάει σε κανέναν και δίχως κανείς να τολμάει να μιλήσει σ' αυτό. Εξάλλου, μόλις έβλεπε κάποιον, εξαφανιζόταν αμέσως, χωρίς ποτέ κανείς να μπορέσει να καταλάβει πού και πώς. Όταν περπατούσε δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο, όπως ακριβώς ταιριάζει σ' ένα φάντασμα. Στην αρχή, όλοι γέλαγαν και κορόιδευαν αυτό το φάντασμα που ντυνόταν σαν κάποιος επίσημος ή σαν νεκροθάφτης. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και ο θρύλος του φαντάσματος πήρε, στο μπαλέτο, κολοσσιαίες διαστάσεις. Όλες υποστήριζαν πως είχαν λίγο πολύ συναντήσει αυτό το υπερφυσικό ον και πως υπήρξαν θύματα της βασκανίας του. Ακόμη κι αυτές που γελούσαν δυνατότερα δεν ήταν λιγότερο φοβισμένες. Όταν δε γινόταν ορατός, γνωστοποιούσε την παρουσία του ή το πέρασμά του, με αλλόκοτα συμβάντα, για τα οποία η δεισιδαιμονία όλων καθιστούσε υπεύθυνο το φάντασμα. Συνέβαινε κάποιο ατύχημα; Κάποια μπαλαρίνα έκανε κάποια κακία σε μια συνάδελφο; Κάτι χάνονταν; Για όλα έφταιγε το φάντασμα, το φάντασμα της Όπερας!

Αλλά, τελικά, ποιος το είχε δει; Στην Όπερα μπορεί κανείς να συναντήσει ένα σωρό μαύροι κουστούμια, που καμιά σχέση δεν έχουν με το φάντασμα. Το δικό του όμως είχε κάτι που δεν το' 'χουν όλα τα μαύρα ρούχα. Έντυνε ένα σκελετό!

Έτσι τουλάχιστον έλεγαν αυτές οι δεσποινίδες. Και φυσικά, το κεφάλι του ήταν μια νεκροκεφαλή.

Μα, ήταν σοβαρά όλ' αυτά; Η αλήθεια είναι πως η ιστορία με το σκελετό γεννήθηκε από την περιγραφή του φαντάσματος, που έκανε ο Ζοζέφ Μπικέ, ο επικεφαλής τεχνικός, που, αυτός, στ' αλήθεια το είχε δει. Αυτός και το μυστηριώδες πρόσωπο είχαν συναντηθεί στη μικρή σκάλα που βρίσκεται κοντά στη ράμπα και οδηγεί κατευθείαν στα υπόγεια. Ο Μπικέ πρόλαβε να το παρατηρήσει — λέω πρόλαβε γιατί το φάντασμα εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως — και η μορφή του έμεινε χαραγμένη στη μνήμη του για πάντα…

Να τι είπε ο Ζοζέφ Μπικέ για το φάντασμα:

«Είναι τρομαχτικά αδύνατο· η μαύρη του φορεσιά πλέει πάνω σ' ένα σκελετό. Τα μάτια του είναι τόσο βαθιά που δεν μπορεί κανείς να διακρίνει τις ακίνητες κόρες. Το μόνο που φαίνεται είναι δυο μαύρες τρύπες, όπως στα κρανία των νεκρών. Το δέρμα του, που είναι τεντωμένο πάνω στα κόκαλα, δεν είναι άσπρο αλλά κιτρινωπό. Η μύτη του είναι σχεδόν ανύπαρκτη' αν τον δεις προφίλ ούτε που φαίνεται. Η απουσία μύτης είναι ένα τρομερό θέαμα. Όλα κι όλα τα μαλλιά του, τρεις τέσσερις μακριές, καστανές τούφες πάνω στο μέτωπο και πίσω απ' τ' αφτιά».

Μάταια ο Ζοζέφ Μπικέ προσπάθησε ν' ακολουθήσει τούτη την αλλόκοτη παρουσία. Εξαφανίστηκε ως διά μαγείας και δεν μπόρεσε να ξαναβρεί τα ίχνη του.

Αυτός ο τεχνικός ήταν ένας άνθρωπος σοβαρός, ευπρεπής, εγκρατής και χωρίς μεγάλη φαντασία. Τα λόγια του ακούστηκαν με έκπληξη και ενδιαφέρον. Αμέσως μετά, βρέθηκαν κι άλλοι που υποστήριξαν πως είχαν δει μια μαύρη φορεσιά με μια νεκροκεφαλή.

Ο σοβαροί άνθρωποι που άκουσαν αυτήν την ιστορία, στην αρχή έλεγαν πως ο Ζοζέφ Μπικέ υπήρξε θύμα κάποιου κακόγουστου αστείου. Αργότερα, συνέβησαν τόσα πολλά περίεργα κι ανεξήγητα πράγματα, που και οι πιο δύσπιστοι άρχισαν ν' αλλάζουν γνώμη.

Να, για παράδειγμα: ένα πυροσβέστης δεν μπορεί παρά να είναι γενναίος! Ένας πυροσβέστης δε φοβάται τίποτα και κυρίως δε φοβάται τις φωτιές!

Κι όμως· ο περί ου ο λόγος πυροσβέστης[2] που είχε πάει για περιπολία στα υπόγεια της Όπερας και που απ' ό,τι φαίνεται απομακρύνθηκε περισσότερο απ' το συνηθισμένο, επανεμφανίστηκε κάτωχρος, τρομοκρατημένος, τρέμοντας ολόκληρος, με τα μάτια έξω απ' τις κόγχες και σωριάστηκε μισολιπόθυμος στην αγκαλιά της μητέρας της Τζέημς. Γιατί; Γιατί είχε δει να προχωρά προς το μέρος του, σε ανθρώπινο ύφος, αλλά δίχως σώμα, μια πύρινη κεφαλή! Κι επαναλαμβάνω, ένας πυροσβέστης δε φοβάται τη φωτιά.

Ο πυροσβέστης ονομαζόταν Παπέν.

Όλο το μπαλέτο έμεινε κατάπληκτο. Κατ' αρχήν, αυτή η πύρινη κεφαλή δεν ανταποκρινόταν καθόλου στην περιγραφή του φαντάσματος από τον Ζοζέφ Μπικέ. Έκαναν ένα σωρό ερωτήσεις στον πυροσβέστη, μετά ξανά στον Μπικέ. Τελικά, οι δεσποινίδες του μπαλέτου κατάληξαν πως το φάντασμα είχε πολλά κεφάλια και κάθε φορά χρησιμοποιούσε όποιο ήθελε. Όπως ήταν επόμενο σκέφτηκαν πως διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο. Τη στιγμή που ένας ολόκληρος πυροσβέστης δε δίσταζε να λιποθυμήσει, ήταν φυσικό, κορυφαίες και απλές χορεύτριες να τρομάζουν και να το βάζουν στα πόδια όποτε περνούσαν από κάποιο σκοτεινό διάδρομο.

Η κατάσταση ήταν τέτοια που η Σορέλι, για να προστατέψει, στα μέτρα του δυνατού, αυτό το μνημείο από τις μαγείες, τριγυρισμένη απ' όλες τις χορεύτριες κι απ' όλο το τσούρμο των μικρών μαθητριών, είχε αφήσει — την επομένη της ιστορίας με τον πυροσβέστη — στο τραπέζι που βρίσκεται στο χολ του θυρωρείου, δίπλα στα γραφεία της διοίκησης, ένα πέταλο αλόγου που, όποιος έμπαινε στην Όπερα — εκτός από τους θεατές — έπρεπε ν' αγγίξει, πριν αρχίσει ν' ανεβαίνει την εσωτερική σκάλα. Διαφορετικά, κινδύνευε να γίνει θύμα της δαιμονικής δύναμης που στοίχειωνε το κτίριο από τα υπόγεια ως τη σοφίτα!

Αυτό το πέταλο, όπως κι όλη την ιστορία, δυστυχώς, δεν το επινόησα και μπορεί κανείς να το δει ακόμη και σήμερα πάνω στο τραπέζι του χολ, μπρος στο θυρωρείο, κοντά τα γραφεία της διοίκησης.

Τώρα λοιπόν, μπορείτε να καταλάβετε την ψυχική διάθεση των δεσποινίδων του μπαλέτου, το βράδυ που μπήκαμε μαζί τους στο καμαρίνι της Σορέλι.

«Είναι το φάντασμα!» φώναξε η μικρή Τζέημς.

Η ανησυχία των κοριτσιών μεγάλωσε. Τώρα, μια σιωπή γεμάτη αγωνία βασίλευε στο καμαρίνι. Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από λαχανιασμένες ανάσες. Τελικά, η Τζέημς, που τρομοκρατημένη είχε μαζευτεί σε μια γωνιά του τοίχου, μουρμούρισε:

«Ακούστε!»

Πραγματικά, σε όλους φάνηκε πως κάποιος ήταν πίσω απ' την πόρτα. Δεν ακούστηκε θόρυβος από βήματα. Θα 'λεγε κανείς πως ένα λεπτό ύφασμα γλιστρούσε πάνω στην πόρτα. Μετά, τίποτα. Η Σορέλι προσπάθησε να φανεί λιγότερο λιπόψυχη απ' τις συναδέλφους της. Προχώρησε προς την πόρτα και ρώτησε με μια ουδέτερη, άχρωμη φωνή:

«Ποιος είναι;»

Όμως κανένας δεν απάντησε.

Τότε, καθώς ένιωθε όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω της, να παρακολουθούν την παραμικρότερη κίνηση της, προσπάθησε να φανεί θαρραλέα και είπε πολύ δυνατά:

«Είναι κανείς πίσω απ' την πόρτα;»

«Ω! ναι! ναι! φυσικά και υπάρχει κάποιος πίσω απ' την πόρτα!» επανέλαβε αυτό το μικρό, ζαρωμένο δαμάσκηνο, η Μεγκ Ζιρί, που συγκρατούσε ηρωικά τη Σορέλι από την αέρινη φούστα της… «Μην ανοίξετε! Προς Θεού! Μην ανοίξετε την πόρτα!»

Όμως η Σορέλι, η οποία ήταν οπλισμένη μ' ένα στιλέτο που δεν την εγκατέλειπε ποτέ, τόλμησε να ξεκλειδώσει και ν' ανοίξει την πόρτα, ενώ οι χορεύτριες τραβιόντουσαν προς τα πίσω και η Μεγκ Ζιρί αναστέναζε:

«Μαμά μου! Μαμά μου!»

Η Σορέλι κοίταξε θαρραλέα στο διάδρομο. Ήταν έρημος. Μια πεταλούδα της νύχτας, φυλακισμένη στο γυαλί της λάμπας, έριχνε μια περίεργη κόκκινη ανταύγεια μέσα στα σκοτάδια, δίχως να κατορθώνει να τα διαλύσει. Η χορεύτρια ξανάκλεισε γρήγορα την πόρτα αφήνοντας ένα βαθύ αναστεναγμό.

«Όχι», είπε, «δεν υπάρχει κανείς!»

«Και όμως. Τον είδαμε!» είπε η μικρή Τζέημς, πλησιάζοντας με μικρά φοβισμένα βήματα τη Σορέλι. «Κάπου εκεί πρέπει νάναι και να περιφέρεται. Εγώ πάντως δε γυρνάω πίσω να ντυθώ. Καλύτερα θάναι να κατέβουμε αμέσως στο φουαγιέ όλες μαζί, για τα “συγχαρητήρια” και να γυρίσουμε πίσω όλες μαζί».

Σ' αυτό το σημείο, το κορίτσι άγγιξε ευλαβικά το κοράλι που 'χε πάντα πάνω της, για να ξορκίσει το κακό και η Σορέλι, στα κρυφά, προσέχοντας να μην τη δει κανείς, έκανε με το ρόδινο νύχι του δεξιού της αντίχειρα, πάνω στο ξύλινο δαχτυλίδι που έζωνε τον παράμεσο του αριστερού της χεριού, το σχήμα του σταυρού του Αγίου Ανδρέα.

«Η Σορέλι», είχε γράψει ένας διάσημος χρονογράφος, «είναι μια χορεύτρια ψηλή, όμορφη, μ' ένα πρόσωπο βαθυστόχαστο και φιλήδονο, μ' ένα σώμα ευλύγιστο σαν κλαρί ιτιάς. Συνήθως λένε γι' αυτήν, πως είναι ένα “όμορφο πλάσμα”. Τα ξανθά χρυσαφένια μαλλιά της πλαισιώνουν ένα καθαρό μέτωπο, που κάτω του βρίσκονται δυο σμαραγδένια μάτια. Το κεφάλι της κινείται μαλακά, σαν το κεφάλι ενός ερωδιού, πάνω σ' ένα μακρύ, κομψό και περήφανο λαιμό. Όταν χορεύει, κινεί τους γοφούς της μ' έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο, που είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς και που χαρίζει στο κορμί της μιαν ανείπωτα αισθησιακή κίνηση. Όταν υψώνει τα χέρια της και συσπειρώνεται για να κάνει μια πιρουέτα, αναδεικνύοντας έτσι το σχήμα του κορμιού της, και όταν η κλίση του σώματος της προβάλλει το γοφό αυτής της υπέροχης γυναίκας, τότε βρίσκεται κανείς μπροστά σε μια εικόνα που η θέα της σε κάνει να θες να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα».

Μια που μιλάμε για μυαλά, φαίνεται πως δε διαθέτει καθόλου. Όμως, κανένας δεν την κατηγορεί γι' αυτό.

Η Σορέλι λέει στις μικρές χορεύτριες:

«Παιδιά μου, πρέπει να “συνέλθετε”… Για ποιο φάντασμα μιλάτε; Κανείς ποτέ δεν είδε αυτό το φάντασμα!…»

«Μα όχι! Το είδαμε… το είδαμε μόλις τώρα!» λένε οι μικρές. «Είχε μια νεκροκεφαλή και τα μαύρα ρούχα που φορούσε όταν τον είδε ο Ζοζέφ Μπικέ!»

«Και ο Γκαμπριέλ το είδε… χτες… χτες τ' απόγευμα… στο φως της μέρας…»

«Ο Γκαμπριέλ, ο δάσκαλος του τραγουδιού;»

«Ναι, βέβαια… δεν το ξέρατε;»

«Και φορούσε τη φορεσιά του μέρα μεσημέρι;»

«Ποιος; Ο Γκαμπριέλ;»

«Μα όχι! Το φάντασμα…»

«Φυσικά και φορούσε τη φορεσιά του!» είπε η Τζέημς. «Μου το 'πε ο Γκαμπριέλ… Άλλωστε, έτσι τον αναγνώρισε. Να τι έγινε. Ο Γκαμπριέλ βρισκόταν στο γραφείο του διαχειριστή. Ξάφνου, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Πέρσης. Εσείς ξέρετε τι μάτι έχει ο Πέρσης…»

«Ω ναι!» απάντησαν εν χορώ οι μικρές χορεύτριες που μόλις άκουσαν τ' όνομα του Πέρση έκαναν με τις παλάμες τους το σημάδι του κερατά, τεντώνοντας μπροστά το δείκτη και το μικρό δάχτυλο.

«…Και όλοι ξέρουμε πόσο προληπτικός είναι ο Γκαμπριέλ!» συνέχισε η Τζέημς· «πάντως, είναι πάντα πολύ ευγενικός και όποτε βλέπει τον Πέρση αρκείται στο να βάζει ήσυχα ήσυχα το χέρι στην τσέπη και ν' αγγίζει τα κλειδιά του… Έτσι λοιπόν, μόλις άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Πέρσης, ο Γκαμπριέλ έδωσε ένα πήδο και βρέθηκε δίπλα στην κλειδαριά του ντουλαπιού για να πιάσει σίδερο! Πάνω στη φούρια του έσκισε σε μια πρόκα το παλτό του. Μετά, καθώς έβγαινε βιαστικός, έπεσε πάνω στην κρεμάστρα κι έκανε ένα τεράστιο καρούμπαλο. Ύστερα, οπισθοχωρώντας απότομα, έγδαρε το χέρι του στο παραβάν πούταν κοντά στο πιάνο. Θέλησε ν' ακουμπήσει στο πιάνο, αλλά οι κινήσεις του ήταν τόσο αδέξιες που το σκέπασμα έπεσε πάνω στα. χέρια του και του 'σπασε τα δάχτυλα. Σαν τρελός, έδωσε μια και βρέθηκε έξω απ' το γραφείο. Τέλος, κατέβηκε τα σκαλιά τόσο βιαστικά που γλίστρησε και κατρακύλησε μέχρι το πρώτο πάτωμα. Εκείνη την ώρα περνούσα από κει με τη μαμά μου και τον είδα. Τρέξαμε προς το μέρος του για να τον βοηθήσουμε να σηκωθεί. Ήταν καταχτυπημένος, το πρόσωπο του ήταν ματωμένο. Φοβηθήκαμε. Όμως, ευτυχώς, δεν άργησε να χαμογελάσει λέγοντάς μας: “Ευχαριστώ Θεέ μου που τη γλίτωσα τόσο φτηνά!” Τότε τον ρωτήσαμε τι του συνέβη και μας είπε την αιτία του φόβου του. Φοβήθηκε, γιατί πίσω απ' την πλάτη του Πέρση είχε δει το φάντασμα! Το φάντασμα με τη νεκροκεφαλή, όπως ακριβώς το περιγράφει ο Ζοζέφ Μπικέ».

Ένα μουρμουρητό ακολούθησε αυτή την αφήγηση, στο τέλος της οποίας η μικρή Τζέημς έφτασε ασθμαίνοντας, λες και την καταδίωκε το φάντασμα. Μετά, απλώθηκε σιωπή. Τη σιωπή διέκοψε η μικρή Ζιρί που, ενόσο η Σορέλι, πολύ συγκινημένη, γυάλιζε τα νύχια της, είπε με μισοσβησμένη φωνή:

«Ο Ζοζέφ Μπικέ καλά θα 'κανε να σταματήσει μ' αυτές τις ιστορίες» «Γιατί;» τη ρώτησαν.

«Αυτή είναι η γνώμη της μαμάς», απάντησε η Μεγκ με φωνή που αυτή τη φορά μόλις ακουγόταν λες και φοβόταν μήπως την ακούσει κανείς· κάποιος που δε βρισκόταν εκεί.

«Και γιατί η μαμά σου έχει αυτή τη γνώμη;»

«Σσστ! Η μαμά λέει πως στο φάντασμα δεν αρέσει να το ενοχλούν!»

«Και γιατί το λέει αυτό η μαμά σου;»

«Γιατί… γιατί… τίποτα…»

Αυτή η γεμάτη υπονοούμενα σιωπή της μικρής Ζιρί ερέθισε τρομερά την περιέργεια των δεσποινίδων του μπαλέτου που στριμώχνονταν γύρω απ' τη Ζιρί ικετεύοντας την να τους δώσει εξηγήσεις. Ήταν όλες εκεί, η μια δίπλα στην άλλη, έχοντας όλες τους την ίδια παρακλητική και φοβισμένη στάση. Μετέδιδαν η μια στην άλλη το φόβο τους, πράγμα που τις ευχαριστούσε αφάνταστα κι έκανε το αίμα τους να παγώνει.

«Ορκίστηκα να μην πω τίποτα!» είπε ξανά η μικρή Μεγκ.

Όμως οι άλλες επέμεναν και υποσχέθηκαν πως θα φυλάξουν καλά το μυστικό. Έτσι, η Μεγκ, που την έκαιγε η επιθυμία να διηγηθεί όλα όσα ήξερε, άρχισε να μιλάει, με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα:

«Να… είναι εξαιτίας του θεωρείου…»

«Ποιανού θεωρείου;»

«Του θεωρείου του φαντάσματος!»

«Το φάντασμα λοιπόν, έχει δικό του θεωρείο;»

Στην ιδέα πως το φάντασμα έχει δικό του θεωρείο, οι χορεύτριες δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την αποτρόπαια χαρά της έκπληξης τους. Άφηναν μικρούς αναστεναγμούς. Έλεγαν:

«Ω, Θεέ μου!… πες μας λοιπόν…»

«Πιο σιγά!» είπε η Μεγκ. «Πρόκειται για το πρώτο θεωρείο, No 5, ξέρετε το μικρό θεωρείο στ' αριστερά της σκηνής».

«Δεν είναι δυνατόν!»

«Και όμως… είναι έτσι όπως σας το λέω… Η μαμά μου είναι ταξιθέτρια εκεί… αυτή το ανοίγει… Μα, μου ορκίζεστε πως δε θα πείτε τίποτα σε κανέναν;»

«Μα ναι! άντε… συνέχισε!…»

«Καλά λοιπόν, αυτό είναι το θεωρείο του φαντάσματος… Εδώ κι ένα μήνα περίπου κανείς δεν έχει πατήσει το πόδι του σ' αυτό, εκτός απ' το φάντασμα φυσικά, και δόθηκε εντολή στη διαχείριση να μην το ξανανοικιάσουν ποτέ…»

«Μα, είναι αλήθεια πως το φάντασμα πάει εκεί;»

«Και βέβαια…»

«Υπάρχει λοιπόν κάποιος που πάει;»

«Όχι, όχι!… Το φάντασμα πάει και δεν υπάρχει κανένας».

Οι μικρές χορεύτριες κοιτάχτηκαν. Αν το φάντασμα πήγαινε στο θεωρείο θα 'πρεπε να το έβλεπαν, με τη μαύρη φορεσιά και τη νεκροκεφαλή του. Το 'παν στη Μεγκ κι αυτή τους απάντησε:

«Ακριβώς όπως σας είπα! Το φάντασμα δε φαίνεται. Δεν έχει ούτε ρούχα ούτε κεφάλι!… Όλα όσα έχουν πει για νεκροκεφαλές και πύρινες κεφαλές είναι ανοησίες! Δεν υπάρχει τίποτα απ' όλ' αυτά… Όταν βρίσκεται στο θεωρείο του το φάντασμα μόνο ακούγεται. Η μαμά δεν το 'χει δει ποτέ, το 'χει όμως ακούσει. Η μαμά το γνωρίζει καλά μιας κι αυτή του δίνει το πρόγραμμα!»

Σ' αυτό το σημείο η Σορέλι θεώρησε καλό να επέμβει:

«Μικρή Ζιρί, νομίζω πως μας κοροϊδεύεις».

Τότε η μικρή Ζιρί έβαλε τα κλάματα…

«Το 'ξερα εγώ… έπρεπε να μην πω τίποτα… αν η μαμά μάθαινε τι έκανα! Πάντως, ο Ζοζέφ Μπικέ δεν κάνει καλά ν' ασχολείται με πράγματα που δεν τον αφορούν… Θα του βγει σε κακό… μου το 'λεγε κι η μαμά μου χτες το βράδυ…»

Εκείνη τη στιγμή, βαριά βιαστικά βήματα ακούστηκαν στο διάδρομο και μια λαχανιασμένη φωνή που φώναζε:

«Σεσίλ! Σεσίλ! Εδώ είσαι;»

«Είναι η φωνή της μαμάς!» είπε η Τζέημς; «Τι συμβαίνει;»

Άνοιξε η πόρτα. Μια αξιοπρεπής κυρία, στητή σαν γρεναδιέρος, μπήκε στο καμαρίνι και σωριάστηκε, κλαίγοντας με λυγμούς, σε μια πολυθρόνα. Από τα ξετρελαμένα μάτια της κυλούσαν δάκρυα φωτίζοντας πένθιμα το σκοτεινό της πρόσωπο.

«Τι δυστυχία!» είπε… «Τι δυστυχία!»

«Μα, τι συνέβη; Τι;»

«Ο Ζοζέφ Μπικέ…»

«Τι έγινε με τον Ζοζέφ Μπικέ;…»

«Ο Ζοζέφ Μπικέ είναι νεκρός!»

Το καμαρίνι γέμισε με φωνές, επιφωνήματα διαμαρτυρίας κι έκπληξης, με φοβισμένα ερωτήματα…

«Ναι… μόλις τον βρήκαν κρεμασμένο στο τρίτο υπόγειο!… Όμως το φοβερότερο», συνέχισε με κομμένη την ανάσα η καημένη αξιότιμη κυρία, «το φοβερότερο είναι πως οι τεχνικοί που βρήκαν το πτώμα του, λένε πως άκουσαν εκεί, κοντά στο πτώμα, ένα θόρυβο που έμοιαζε με το τραγούδι των νεκρών!»

«Είναι το φάντασμα!…» είπε, σχεδόν χωρίς να το θέλει, η μικρή Ζιρί… Έπειτα, λες και συνήλθε ξαφνικά, σταμάτησε κι έβαλε τα χέρια στο στόμα της: «όχι!… όχι!… δεν είπα τίποτα!… δεν είπα τίποτα!…»

Γύρω της όλες της οι φίλες επαναλάμβαναν τρομοκρατημένες με χαμηλή φωνή:

«Σίγουρα! Είναι το φάντασμα!…»

Η Σορέλι ήταν χλομή.

«Ποτέ δε θα μπορούσα να το φανταστώ», είπε.

Η μαμά της Τζέημς, αδειάζοντας ένα ποτηράκι λικέρ που υπήρχε πάνω στο τραπέζι, είπε κι αυτή τη γνώμη της: σ' αυτήν την ιστορία σίγουρα ήταν ανακατεμένο το φάντασμα…

Η αλήθεια είναι πως οι συνθήκες του θανάτου του Ζοζέφ Μπικέ δεν ξεκαθαρίστηκαν ποτέ. Η ανάκριση, που ήταν στοιχειώδης, δεν έδωσε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Κατάληξε πως πρόκειται για αυτοκτονία. Στις Αναμνήσεις ενός διευθυντή, ο κύριος Μονσαρμέν, (που ήταν ο ένας από τους δυο διευθυντές που διαδέχτηκαν του κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ) αναφέρει το περιστατικό του απαγχονισμού ως εξής:

«Ένα δυσάρεστο γεγονός τάραξε τη μικρή γιορτή που οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ είχαν οργανώσει για να “γιορτάσουν” την αναχώρηση τους. Βρισκόμουν στα γραφεία της διεύθυνσης όταν, ξαφνικά, μπήκε μέσα ο κύριος Μερσιέ (ο διαχειριστής). Έκανε σαν τρελός. Μου 'πε πως μόλις είχαν ανακαλύψει κρεμασμένο στο τρίτο υπόγειο της σκηνής, ανάμεσα σ' ένα αγρόκτημα κι ένα σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης, το πτώμα ενός τεχνικού. Είπα: Πάμε να τον ξεκρεμάσουμε. Μέχρι να κατέβω τα σκαλιά, το σκοινί του κρεμασμένου είχε εξαφανιστεί».

Να λοιπόν ένα συμβάν που ο κύριος Μονσαρμέν βρίσκει φυσιολογικό. Ένας άνθρωπος κρεμάστηκε μ' ένα σκοινί, πάνε να τον ξεκρεμάσουν και το σκοινί έχει εξαφανιστεί. Πάντως, ο κύριος Μονσαρμέν έδωσε μια πολύ απλή εξήγηση. Ακούστε την: Ήταν η ώρα του χορού και κορυφαίες και άλλες χορεύτριες βιάστηκαν να πάρουν τα μέτρα τους για το κακό μάτι. Τελεία και παύλα. Μπορείτε να φανταστείτε το μπαλέτο σύσσωμο να κατεβαίνει τις σκάλες, να παίρνει και να μοιράζετε το σκοινί του κρεμασμένου σε χρόνο μηδέν; Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Όταν εγώ, αντίθετα, σκέφτομαι το συγκεκριμένο μέρος όπου βρέθηκε το πτώμα — το τρίτο υπόγειο της σκηνής — μπορώ εύκολα να φανταστώ πως κάπου εκεί υπήρχε κάποιος που ήθελε να εξαφανίσει το σκοινί, αφού βέβαια πρώτα το χρησιμοποίησε. Θα δούμε αργότερα αν είχα δίκιο ή άδικο.

Τα περίεργα νέα δεν άργησαν να κάνουν το γύρο της Όπερας. Ο Ζοζέφ Μπικέ ήταν πολύ αγαπητός σε όλους. Τα καμαρίνια άδειασαν και οι μικρές χορεύτριες, μαζεμένες γύρω απ' τη Σορέλι, όπως τα φοβισμένα πρόβατα γύρω απ' το βοσκό τους, πήραν το δρόμο για το φουαγιέ, μέσα από μισοσκότεινους διαδρόμους και σκάλες, προχωρώντας όσο το δυνατόν γρηγορότερα με τις μικρές ρόδινες πατούσες τους.

Загрузка...