ΕΤΣΙ, κατεβαίνοντας στο βάθος της γης, άγγιξα και το βάθος των ανησυχιών μου! Αυτός ο άθλιος δεν έπαιζε όταν απειλούσε πολλούς από την ανθρώπινη φυλή! Στο περιθώριο της ανθρωπότητας, μακριά απ' τους ανθρώπους είχε γίνει ένα είδος υπόγειου κτήνους, αποφασισμένος ν' ανατινάξει τα πάντα, μαζί και τον εαυτό του, προκαλώντας μια φαντασμαγορική καταστροφή, αν, αυτοί που ζούσαν πάνω στη γη, τον ανακάλυπταν μέσα στο άντρο όπου είχε καταφύγει για να κρύψει την ασχήμια του.
Η ανακάλυψη που μόλις είχαμε κάνει μας τάραξε τόσο πολύ, ώστε φτάσαμε να ξεχάσουμε τα παθήματα μας, τόσο τα περασμένα όσο και τα τωρινά… Η φοβερή κατάσταση που μόλις πριν λίγο μας είχε οδηγήσει στο χείλος της αυτοκτονίας, τώρα έμοιαζε σχεδόν… ανώδυνη. Τώρα καταλαβαίναμε τι εννούσε το τέρας όταν μιλούσε στην Κριστίν Ντααέ. Τώρα ξέραμε τι σήμαινε η φράση του: «Ναι η όχι! Αν είναι όχι, τότε όλος ο κόσμος θα πεθάνει και θα θαφτεί!…» Ναι, θα θαφτεί κάτω απ' τα συντρίμμια αυτού που κάποτε υπήρξε η μεγάλη Όπερα, η Όπερα του Παρισιού!… Θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί ένα φοβερότερο έγκλημα από το να εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο μέσα σε μια αποθέωση φρίκης; Αυτή η καταστροφή, που είχε προσχεδιαστεί για να διασφαλίσει την αποχώρησή του από τα εγκόσμια, τώρα θα χρησίμευε ως εκδίκηση του έρωτα του φοβερότερου τέρατος που εμφανίστηκε ποτέ σ' αυτόν τον κόσμο!… «Αύριο το βράδυ στις έντεκα η ώρα!… Η τελευταία διορία!…» Α! Είχε διαλέξει την κατάλληλη ώρα!… Την ώρα που η Όπερα θάταν πλημμυρισμένη από κόσμο!… από πολλά μέλη της ανθρώπινης φυλής!… εκεί πάνω… στα αστραφτερά πατώματα του σπιτιού της μουσικής!… Ποια καλύτερη συνοδεία θα μπορούσε να φανταστεί για το θάνατο του;… Θα πήγαινε στον τάφο μαζί με τους ωραιότερους ώμους του κόσμου, στολισμένους με τα ωραιότερα κοσμήματα του κόσμου!… Αύριο το βράδυ, στις έντεκα η ώρα!… Έπρεπε να ανατιναχτούμε στο ζενίθ της παράστασης… Θάταν το αποκορύφωμα του θεάματος… αν η Κριστίν Ντααέ έλεγε: Όχι!… Αύριο το βράδυ στις έντεκα η ώρα!… Και πώς ήταν δυνατόν η Κριστίν Ντααέ να μην πει: Όχι; Μήπως δεν προτιμούσε να παντρευτεί τον ίδιο τον θάνατο παρά αυτό το ζωντανό πτώμα; Μήπως δεν ήξερε πως από την άρνησή της εξαρτιόταν η ανατίναξη πολλών μελών της ανθρώπινης φυλής;… Αύριο το βράδυ στις έντεκα η ώρα!…
Εμείς, σερνόμενοι μέσα στα σκοτάδια, απομακρυνόμασταν από το μπαρούτι και προσπαθούσαμε να ξαναβρούμε τα πέτρινα σκαλοπάτια… γιατί όλα εκεί πάνω, πάνω απ' τα κεφάλια μας… η καταπακτή που οδηγεί στο δωμάτιο με τους καθρέφτες… όλα είχαν σβύσει… και εμείς επαναλαμβάναμε: Αύριο το βράδυ στις έντεκα η ώρα!…
…Επιτέλους ξαναβρίσκω τη σκάλα… όμως, ξαφνικά, ξανακατεβαίνω στο πρώτο σκαλοπάτι γιατί μια φοβερή σκέψη μου πέρασε απ' το νου:
«Τι ώρα είναι;»
Α! Τι ώρα είναι; Τι ώρα;… γιατί, τελικά, αύριο βράδυ έντεκα η ώρα θα μπορούσε νάναι σήμερα… Θα μπορούσε νάναι τώρα αμέσως… αυτή τη στιγμή!… α! ποιος θα μπορούσε να μας πει τι ώρα είναι!… Μου φαίνεται πως είμαστε κλεισμένοι σ' αυτήν την κόλαση εδώ και μέρες… πολλές μέρες… εδώ και πολλά χρόνια… από την αρχή του κόσμου… από πάντα… Ίσως από στιγμή σε στιγμή τα πάντα ανατιναχτούν!… Α!… Ένας θόρυβος!… Ένα τρίξιμο!… Ακούσατε κύριε;… Εκεί! Εκεί… στη γωνία!… Μεγαλοδύναμοι Θεοί!… κάτι σαν μηχανικός θόρυβος!… Ξανά!… Α! Φως!… Ίσως είναι ο μηχανισμός της ανατίναξης!… σας μιλάω: ακούστηκε ένα τρίξιμο… μα είστε κουφός;
Ο κύριος ντε Σανιύ και εγώ αρχίσαμε να φωνάζουμε σαν τρελοί… Έχουμε πανικοβληθεί… σκαρφαλώνουμε σερνόμενοι στα σκαλοπάτια… Ίσως εκεί πάνω η καταπακτή να 'χει κλείσει ξανά! Ίσως γι' αυτό είναι τόσο σκοτεινά… Αχ! Να βγούμε απ' αυτό το σκοτάδι… Αχ! να βγούμε απ' το σκοτάδι! να βγούμε απ' το σκοτάδι!… Αχ!… να ξαναβρίσκαμε τη θανάσιμη φωτεινότητα της αίθουσας με τους καθρέφτες!…
…Αλλά… να… φτάσαμε στην κορυφή της σκάλας… όχι, η καταπακτή δεν είναι κλειστή, τώρα όμως και η αίθουσα με τους καθρέφτες είναι σκοτεινή όπως και το υπόγειο που μόλις εγκαταλείψαμε!… Βγαίνουμε τελείως από το υπόγειο… σερνόμαστε πάνω στο πάτωμα της αίθουσας των βασανιστηρίων… το πάτωμα που μας χωρίζει απ' αυτήν την πυριτιδαποθήκη!…, τι ώρα όμως είναι;;;… Φωνάζουμε, τους φωνάζουμε!… Ο κύριος ντε Σανιύ με όσες δυνάμεις του απέμειναν φωνάζει: «Κριστίν!… Κριστίν!…» Και εγώ φωνάζω τον Ερίκ!… του θυμίζω πως του έχω σώσει τη ζωή!… Όμως κανείς δε μας απαντά, κανείς!… Τίποτα δεν υπάρχει πέρα απ' την απελπισία μας… από την τρέλα μας… τι ώρα είναι;… «Αύριο βράδυ στις έντεκα η ώρα!…» Συζητάμε… Προσπαθούμε να υπολογίσουμε πόσον καιρό βρισκόμαστε εδώ μέσα… όμως δεν είμαστε σε θέση να σκεφτούμε… Αχ! να μπορούσαμε να βλέπαμε το καντράν ενός ρολογιού με τους λεπτοδείχτες του να προχωρούν!… Τι υπέροχο θέαμα!… Το ρολόι μου έχει σταματήσει εδώ και πολύ ώρα… όμως το ρολόι του κυρίου ντε Σανιύ δουλεύει ακόμη!… Μου είπε πως το είχε κουρδίσει όταν ετοιμαζόταν να έρθει στην Όπερα… Προσπαθούσαμε, με βάση αυτό το στοιχείο, να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα που να μας κάνει να ελπίζουμε ότι ακόμη δεν είχε φτάσει η μοιραία ώρα…
…Ο παραμικρότερος θόρυβος, η παραμικρότερη υποψία θορύβου από την πυριτιδαποθήκη μάς ρίχνει στην πιο φριχτή αγωνία… Τι ώρα είναι;… Δεν έχουμε πια ούτε ένα σπίρτο… Κι όμως, έπρεπε να μάθουμε… Ο κύριος ντε Σανιύ σκέφτεται να σπάσει το τζάμι του ρολογιού του και να ψηλαφίσει τους δείχτες… Απόλυτη σιωπή καθώς ψηλαφίζει… Από τη θέση των δεικτών βγάζει το συμπέρασμα πως είναι έντεκα…
Όμως, μπορεί η ώρα έντεκα που φοβόμαστε να 'χει κιόλας περάσει… έτσι δεν είναι;… Ίσως είναι έντεκα το πρωί… κι έτσι έχουμε ακόμη μπροστά μας δώδεκα ώρες.
Ξαφνικά φωνάζω:
«Ησυχία!»
Μου φάνηκε πως άκουσα βήματα στο διπλανό δωμάτιο.
Δεν έκανα λάθος! Ακούω θόρυβο από πόρτες και βιαστικά βήματα. Χτυπούν τον τοίχο. Ακούγεται η φωνή της Κριστίν Ντααέ:
«Ραούλ! Ραούλ!»
Α! Τώρα φωνάζουμε όλοι μαζί κι απ' τις δυο μεριές του τοίχου. Η Κριστίν κλαίει με λυγμούς, δεν ήξερε αν θα ξανάβρισκε τον κύριο ντε Σανιύ ζωντανό!… Το τέρας φαίνεται πως φέρθηκε απαίσια… Ήταν σ' ένα διαρκές παραλήρημα περιμένοντας να του πει το «Ναι» που αυτή του αρνιόταν… Ωστόσο, του υποσχόταν αυτό το «Ναι» φτάνει να την οδηγούσε στην αίθουσα των βασανιστηρίων!… Αλλά, εκείνος επέμενε πεισματικά στην άρνησή του, εξαπολύοντας φοβερές απειλές εναντίον όλης της ανθρωπότητας… Τελικά, μετά από ατέλειωτες ώρες μέσα σ' αυτήν την κόλαση, βγήκε, για να την αφήσει μόνη να σκεφτεί… για τελευταία φορά…
… Ώρες ατέλειωτες…
«Τι ώρα είναι; Τι ώρα είναι, Κριστίν;»
«Είναι έντεκα!… Έντεκα παρά πέντε!…»
«Βράδυ ή πρωί;»
«Είναι η ώρα που πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο! Μου το είπε φεύγοντας», λέει η γεμάτη αγωνία φωνή της Κριστίν… «Είναι τρομερός!… Παραληρούσε… έβγαλε τη μάσκα του και τα χρυσά του μάτια έβγαζαν φλόγες! Και γελούσε! όλο γελούσε!… Γελώντας σαν μεθυσμένος δαίμονας μου είπε: “Πέντε λεφτά! Σ' αφήνω μόνη σου εξαιτίας της γνωστής ντροπής!… Δε θέλω να κοκκινίσεις, όπως όλες οι ντροπαλές αρραβωνιαστικές, όταν μου πεις το Ναι!… Διάβολε! ξέρω όλους του κανόνες της καλής συμπεριφοράς!” Σας λέω πως ήταν ένας μεθυσμένος δαίμονας!… “Να, κοίτα (είπε κι έβαλε το χέρι του μέσα στο μικρό σακούλι της ζωής και του Θανάτου). Να το μικρό μπρούτζινο κλειδί που ανοίγει τα εβένινα κουτιά που βρίσκονται πάνω στο τζάκι του δωματίου «Λουί Φιλίπ»… Μέσα σ' ένα απ' αυτά τα κουτιά Θα βρεις ένα σκορπιό και στο άλλο μιαν ακρίδα, δυο πολύ καλές μπρούτζινες απομιμήσεις από την Ιαπωνία. Πρόκειται για ζώα που λένε ναι και όχι! Μ' άλλα λόγια δεν έχεις παρά να γυρίσεις τον σκορπιό πάνω στη βάση του… αυτό Θα σημαίνει για μένα, όταν Θα επιστρέψω στο δωμάτιο του «Λουί Φιλίπ», στο δωμάτιο των αρραβώνων: Ναι!… Η ακρίδα, αν γυρίσεις την ακρίδα, αυτό Θα σημαίνει: Όχι! τότε Θα καταλάβω πως απαντάς όχι, όταν επιστρέψω στο δωμάτιο του «Λουί Φιλίπ», στο δωμάτιο του Θανάτου!…” Και γελούσε σαν μεθυσμένος δαίμονας! Εγώ δεν έκανα τίποτ' άλλο από το να τον παρακαλώ γονατιστή να μου δώσει το κλειδί της αίθουσας των βασανιστηρίων, δίνοντας του το λόγο μου πως, αν μου το έδινε, θα γινόμουν η γυναίκα του… για πάντα… Όμως, γελώντας σαν μεθυσμένος δαίμονας, μ' άφησε, λέγοντας μου πως δε θα επέστρεφε πριν περάσουν πέντε λεπτά, γιατί ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει ένας τζέντλεμαν σε παρόμοιες περιπτώσεις!… Α ναι! Πριν φύγει μου φώναξε ξανά: “Την ακρίδα! Πρόσεχε την ακρίδα! Αυτό που θα κάνεις δε θάναι μια απλή περιστροφή της ακρίδας, θάναι μια ανατίναξη! Θα τα τινάξεις όλα στον αέρα!”…»
Προσπάθησα εδώ ν' αναπαράγω με φράσεις, με διακοπτόμενες λέξεις, με θαυμαστικά, το νόημα των παραληρηματικών λόγων της Κριστίν!… Γιατί κι αυτή, σαν κι εμάς, στη διάρκεια αυτών των εικοσιτεσσάρων ωρών είχε αγγίξει τα όρια της ανθρώπινης οδύνης… και ίσως να υπέφερε περισσότερο κι από μας!… Κάθε τόσο σταματούσε για να φωνάξει με αγωνία: «Ραούλ! Ραούλ, υποφέρεις;…» και ψηλάφιζε τους τοίχους που τώρα ήταν κρύοι και ρωτούσε γιατί λίγο πριν ήταν καυτοί!… Και τα πέντε λεπτά κύλησαν και το φτωχό μου το μυαλό το γρατζούνιζαν με όλα τους τα ποδαράκια ο σκορπιός και η ακρίδα!…
Ωστόσο, διατηρούσα ακόμα αρκετή πνευματική διαύγεια για να καταλάβω πως αν γύρναγε την ακρίδα, η ακρίδα θα τιναζόταν… και μαζί μ' αυτήν πολλά μέλη της ανθρώπινης φυλής! Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως η ακρίδα συνδεόταν με κάποιο ηλεκτρικό καλώδιο που κατάληγε στην πυριτιδαποθήκη!… Βιαστικά, ο κύριος ντε Σανιύ, που από τότε που ξανάκουσε τη φωνή της Κριστίν Ντααέ έμοιαζε να 'χει ξαναβρεί το χαμένο του ηθικό, εξηγούσε βιαστικά στην κοπέλα την κατάσταση… Έπρεπε να γυρίσει το σκορπιό αμέσως…
Αυτός ο σκορπιός, που απαντούσε το Ναι που τόσο επιθυμούσε ο Ερίκ, πρέπει να ήταν κάποιος μηχανισμός που θα εμπόδιζε την επικείμενη καταστροφή.
«Πήγαινε!… πήγαινε λοιπόν, Κριστίν, λατρεμένη μου γυναίκα!…» διέταξε ο Ραούλ.
Έγινε σιωπή.
«Κριστίν», φώναξα, «πού είσαστε;»
«Κοντά στο σκορπιό!»
«Μην αγγίξετε τίποτα!»
Μου πέρασε απ' το μυαλό η ιδέα -γιατί ήξερα πολύ καλά το φίλο μου τον Ερίκ — πως το τέρας είχε για μια ακόμη φορά ξεγελάσει τη νέα γυναίκα. Ίσως ήταν ο σκορπιός αυτός που θα προκαλούσε την έκρηξη. Αλλιώς, γιατί δεν ήταν και ο ίδιος εκεί; Τώρα πια τα πέντε λεπτά είχαν περάσει για τα καλά!… Και ίσως περίμενε τη φαντασμαγορική έκρηξη… Δεν περίμενε άλλο απ' αυτό!… Άλλωστε, στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να ελπίζει στ' αλήθεια πως η Κριστίν θα συμφωνούσε να γίνει αιχμάλωτη του!… Γιατί δεν ξαναγύρισε;… Μην αγγίξετε τον σκορπιό!…
«Νάτος!…» φώναξε η Κριστίν. «Τον ακούω που 'ρχεται!… Νάτος…»
Ερχόταν, πράγματι. Ακούσαμε τα βήματά του που πλησίαζαν στο δωμάτιο «Λουί Φιλίπ». Πλησίασε την Κριστίν. Δεν είπε ούτε μια λέξη.
Τότε μίλησα δυνατά:
«Ερίκ! Εγώ είμαι! Μ' αναγνωρίζεις;»
«Δεν πεθάνατε λοιπόν εκεί μέσα;… Καλά λοιπόν, καθείστε ήσυχα τότε».
Ετοιμαζόμουν να τον διακόψω, αλλά μου μίλησε μ' ένα τόσο αυστηρό ύφος, που έμεινα εκεί πίσω απ' τον τοίχο παγωμένος:
«Ούτε μια λέξη νταρόγκα, γιατί θα τα τινάξω όλα στον αέρα!» Και αμέσως πρόσθεσε:
«Η τιμή ανήκει στη δεσποινίδα!… Η δεσποινίς δεν άγγιξε ούτε το σκορπιό ούτε την ακρίδα (πόσο στημένα μιλούσε!) η δεσποινίς δεν άγγιξε την ακρίδα! (με τι τρομαχτική ψυχραιμία μιλούσε!) όμως δεν είναι πολύ αργά για να το κάνει. Κοιτάξτε, ανοίγω εγώ τα κουτιά, χωρίς κλειδί, γιατί εγώ είμαι ο λάτρης των καταπακτών και μπορώ ν' ανοίγω και να κλείνω ό,τι θέλω, όποτε θέλω, και όπως θέλω… Ανοίγω λοιπόν τα μικρά εβένινα κουτιά: κοιτάξτε, δεσποινίς, μέσα στα μικρά εβένινα κουτιά… δυο όμορφα μικρά ζωάκια… Πραγματικά είναι πολύ καλές απομιμήσεις… μοιάζουν ακίνδυνα… έτσι δεν είναι;… Όμως το ράσο δεν κάνει τον παπά! (Όλ' αυτά τα έλεγε με μια φωνή εντελώς άχρωμη, επίπεδη…) Αν στρέψουμε την ακρίδα, δεσποινίς μου, θα τιναχτούμε όλοι στον αέρα… Κάτω απ' τα πόδια του Παρισιού… Αν όμως στρέψουμε το σκορπιό όλο αυτό το μπαρούτι θα πνιγεί στο νερό!… Δεσποινίς μου, με την ευκαιρία των γάμων μας, θα κάνετε ένα ωραίο δώρο σ' αρκετές εκατοντάδες Παριζιάνους που αυτή τη στιγμή χειροκροτούν ένα άθλιο αριστούργημα του Μέγιερμπερ… Θα τους χαρίσετε τη ζωή… γιατί, εσείς, δεσποινίς μου, με τα ωραία σας χεράκια — τι ράθυμη φωνή — θα στρέψετε τον σκορπιό!… Και, ω τι μεγάλη χαρά! θα παντρευτούμε!»
Απλώθηκε για λίγο σιωπή, και μετά:
«Δεσποινίς μου, αν μέσα σε δυο λεπτά δεν έχετε στρίψει το σκορπιό, έχετε υπόψη σας πως έχω ένα ρολόι που λειτουργεί θαυμάσια, τότε εγώ θα στρέψω την ακρίδα… και να ξέρετε πως και η ακρίδα, κι αυτή λειτουργεί θαυμάσια!…»
Απλώθηκε ξανά σιωπή. Αυτή τη φορά ήταν τρομακτικότερη από κάθε προηγούμενη. Ήξερα πολύ καλά πως από τη στιγμή που ο Ερίκ έπαιρνε αυτήν τη φωνή, την τόσο γαλήνια, τόσο ήσυχη και νωχελική, αυτό σήμαινε πως ήταν έτοιμος για όλα. Ήταν ικανός για τη φοβερότερη εκδίκηση όπως και για την πιο μεγάλη θυσία και πως αρκούσε μια λέξη, μια συλλαβή ενοχλητική για ν' απελευθερωθούν οι ασκοί του Αιόλου. Ο κύριος ντε Σανιύ είχε καταλάβει πως δεν του απέμενε τίποτ' άλλο από τον να προσευχηθεί… κι έτσι γονατιστός προσευχόταν… Όσο για μένα, το αίμα χτυπούσε τόσο δυνατά στις αρτηρίες μου που ένιωσα την ανάγκη να πιάσω την καρδιά μου, τόσος ήταν ο φόβος μου πως θα 'σπαγε… Ξέραμε πολύ καλά τι γινόταν εκείνη την ώρα στην ξετρελαμένη σκέψη της Κριστίν Νταχέ… καταλαβαίναμε το δισταγμό της να γυρίσει το σκορπιό… Μπορεί νάταν ο σκορπιός αυτός που θα τα τίναζε όλα στον αέρα!… αν ο Ερίκ είχε αποφασίσει να χαθούν όλοι μαζί του!
Τελικά, ακούστηκε ξανά η φωνή του Ερίκ, γλυκιά αυτή τη φορά, αγγελική:
«Τα δυο λεπτά πέρασαν… αντίο, δεσποινίς!… Τινάξου ακρίδα!…»
«Ερίκ», φώναξε η Κριστίν, που θα πρέπει να συγκράτησε το χέρι του τέρατος, «ορκίσου μου τέρας, ορκίσου μου στον κολασμένο έρωτά σου, πως πραγματικά ο σκορπιός είναι αυτός που πρέπει να γυρίσουμε…»
«Ναι, για να εκτιναχτούμε στους γάμους μας…»
«Α! Βλέπεις λοιπόν πως θ' ανατιναχτούμε!»
«Θα εκτιναχτούμε στη σφαίρα της ευτυχίας των γάμων μας, αθώο μου παιδί!… Ο σκορπιός ανοίγει το χορό!… Όμως αρκετά!… Δε θες το σκορπιό; Δική μου τότε η ακρίδα!»
«Ερίκ!…»
«Αρκετά!…»
Είχα προσθέσει τις φωνές μου σ' αυτές της Κριστίν. Ο κύριος ντε Σανιύ, πάντα γονατιστός εξακολουθούσε να προσεύχεται…
«Ερίκ! Γύρισα το σκορπιό!!…»
Α! Τι ατέλειωτο δευτερόλεπτο που ζήσαμε!
Περιμένοντας!
Περιμένοντας να γίνουμε συντρίμμια μέσα σε βροντές κι ερείπια…
Περιμένοντας να πέσουν κάτω απ' τα πόδια μας, μέσα στο ανοιχτό βάραθρο… διάφορα πράγματα… πράγματα που θα μπορούσαν νάναι η αρχή της αποθέωσης της φρίκης… γιατί, από την ανοιχτή καταπακτή μέσ' στα σκοτάδια… μαύρη τρύπα μέσ' στα μαύρα σκοτάδια… ακούσαμε ένα ανησυχητικό σφύριγμα — σαν το θόρυβο που κάνει το αναμμένο φυτίλι- που γινόταν ολοένα και δυνατότερο…
…Στην αρχή ήταν αδύναμο… μετά ο θόρυβος έγινε πιο βαθύς… μετά πολύ δυνατός…
Μα, ακούστε! Ακούστε! και κρατήστε και με τα δυο σας χέρια την καρδιά σας που είναι έτοιμη να σπάσει μαζί με πολλές άλλες…
Μήπως ήταν ο θόρυβος από νερό;…
Στην καταπακτή! πάμε στην καταπακτή!
Ακούστε! Ακούστε!
Τώρα κάνει γκλου γκλου… γκλου γκλου…
Στην καταπακτή!… στην καταπακτή!… στην καταπακτή!…
Τι δροσιά!
Α! Η δροσιά! πάμε στη δροσιά! Όλη μας η δίψα, που ο τρόμος της φοβερής ανακάλυψης είχε διώξει, ξανάρχεται πιο δυνατή, μαζί με το θόρυβο του νερού.
Το νερό! το νερό! το νερό που ανεβαίνει!…
Που ανεβαίνει μέσα στο υπόγειο, που σκεπάζει τα βαρέλια, όλα τα γεμάτα μπαρούτι βαρέλια (βαρέλια! βαρέλια!… έχετε βαρέλια για πούλημα;) νερό!… το νερό που προχωράμε ν' αντιμετωπίσουμε με στεγνά λαρύγγια… το νερό που ανεβαίνει μέχρι τα σαγόνια μας, μέχρι τα στόματά μας…
Και πίνουμε… Στο βάθος του υπογείου, πίνουμε, πίνουμε την κάβα…
Ξανανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε τη σκάλα που είχαμε κατεβεί για να βρούμε το νερό και που ξανανεβαίνουμε μαζί με το νερό.
Πραγματικά, εδώ έχουμε μπόλικο βρεγμένο μπαρούτι, μπαρούτι που χάθηκε κάτω από τεράστιες ποσότητες νερού!… Ωραία δουλειά! Δεν είναι το νερό που λείπει από το σπίτι της Λίμνης! Αν αυτό συνεχιστεί, όλη η λίμνη θα μπει στο υπόγειο…
Γιατί, εδώ που τα λέμε, τώρα πια δεν ξέρει κανείς πού θα σταματήσει…
Να που βγήκαμε από το υπόγειο και το νερό εξακολουθεί πάντα ν' ανεβαίνει…
Τώρα, το νερό βγαίνει απ' το υπόγειο, απλώνεται στο πάτωμα…
Αν συνεχιστεί έτσι, σε λίγο όλο το σπίτι της Λίμνης θα πλημμυρίσει. Το δάπεδο της αίθουσας με τους καθρέφτες έχει γίνει κι αυτό μια μικρή λίμνη, που στα νερά της πλατσουρίζουν τα πόδια μας. Φτάνει τόσο νερό! Πρέπει τώρα ο Ερίκ να κλείσει τη στρόφιγγα: Ερίκ! Ερίκ! Δε χρειάζεται άλλο νερό! Γύρνα τη στρόφιγγα. Κλείσε το σκορπιό!
Όμως, ο Ερίκ δεν απαντά… Δεν ακούμε πια τίποτ' άλλο πέρα από το νερό που ανεβαίνει… τώρα έχει φτάσει μέχρι τη μέση της γάμπας μας!…
«Κριστίν! Κριστίν! το νερό ανεβαίνει! ανέβηκε μέχρι τα γόνατα μας», φωνάζει ο κύριος ντε Σανιύ!
Όμως η Κριστίν δεν απαντά… δεν ακούγεται τίποτ' άλλο πέρα απότο νερό που ολοένα ανεβαίνει.
Τίποτα! Τίποτα! τίποτα δεν ακούγεται στο πλαϊνό δωμάτιο… Δεν είναι πια κανείς εκεί! Κανείς για να κλείσει τη βρύση! κανείς για να κλείσει το σκορπιό!
Είμαστε ολομόναχοι, μέσα στο μαύρο σκοτάδι, μαζί με το μαύρο νερό που μας παρασύρει, που σκαρφαλώνει, που μας παγώνει! Ερίκ! Ερίκ! Κριστίν! Κριστίν!
Τώρα δε πατώνουμε πια και στριφογυρνάμε μέσα στο νερό, παρασυρμένοι στη δίνη του, γιατί το νερό στριφογυρνά μαζί μας και μεις χτυπιόμαστε στους μαύρους καθρέφτες… και με τους λαιμούς μας ανασηκωμένους ουρλιάζουμε…
Θα πεθάνουμε εδώ άραγε; πνιγμένοι μέσα στην αίθουσα των βασανιστηρίων;… Ποτέ μου δεν είχα δει κάτι τέτοιο! Τον καιρό των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν, ο Ερίκ, ποτέ δε μου 'χε δείξει κάτι τέτοιο από το μικρό αόρατο παράθυρο!… Ερίκ! Ερίκ! Σου 'χω σώσει τη ζωή! Το θυμάσαι;… Ήσουν καταδικασμένος!… Θα πέθαινες!… Σου άνοιξα τις πόρτες της ζωής!… Ερίκ!…
Α! Στριφογυρνούσαμε μέσ' στο νερό… έρμαια της δίνης του…
Όμως, ξάφνου έπιασα με τα χέρια μου τον κορμό του σιδερένιου δέντρου!… και φωνάζω τον κύριο ντε Σανιύ… και να 'μαστε και οι δυο μας γραπωμένοι στο κλαδί του σιδερένιου δέντρου…
Και το νερό να εξακολουθεί ν' ανεβαίνει!
Α! Α! Θυμηθείτε! Πόσος χώρος υπάρχει ανάμεσα στο κλαδί του σιδερένιου δέντρου και το ταβάνι του δωματίου με τους καθρέφτες;… Προσπαθείστε να θυμηθείτε!… Άλλωστε, ίσως τελικά το νερό σταματήσει… σίγουρα σε κάποιο σημείο θα σταματήσει… Να! Μου φαίνεται πως σταμάτησε!… Όμως όχι!… Τι φρίκη!… Πρέπει να κολυμπήσουμε! Να κολυμπήσουμε!… Πνιγόμαστε!… χτυπιόμαστε απελπισμένα μέσ' στα μαύρα νερά… Ήδη δυσκολευόμαστε ν' αναπνεύσουμε τον μαύρο αέρα πάνω απ' αυτό το μαύρο νερό… τον αέρα που φεύγει, που τον ακούμε να φεύγει από κει, πάνω απ' τα κεφάλια μας, δεν ξέρω και γω από ποιο εξάρτημα κλιματισμού… Αχ! ας στριφογυρίσουμε! Ας στριφογυρίσουμε μέχρι να βρούμε το στόμιο του αέρα… Θα κολλήσουμε το στόμα μας στο στόμιο του εξαερισμού… Όμως οι δυνάμεις μου μ' εγκαταλείπουν, προσπαθώ να κρατηθώ από τους τοίχους! Αχ! πώς γλιστράνε αυτοί οι καθρέφτες κάτω από τα δάχτυλά μας που ψάχνουν… που προσπαθούν… Στριφογυρίζουμε ξανά!… Βυθιζόμαστε… Μια τελευταία προσπάθεια!… Μια τελευταία κραυγή!… Ερίκ!… Κριστίν!… γκλου, γκλου, γκλου!… στο βάθος του μαύρου νερού τ' αφτιά μας κάνουν γκλουγκλου!… Λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου, μου φάνηκε πως ανάμεσα σε δυο γκλουγκλου άκουσα: «Βαρέλια!… Βαρέλια!… Έχετε βαρέλια για πούλημα;»