2 Η ΝΕΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ

ΑΠ' το κεφαλόσκαλο, η Σορέλι έτρεξε να προϋπαντήσει τον κόμη ντε Σανιύ που ανέβαινε. Ο κόμης, που συνήθως ήταν πολύ ήρεμος, έδειχνε αναστατωμένος.

«Ερχόμουν σε σας», είπε ο κόμης χαιρετώντας με ιδιαίτερη ευγένεια τη νέα γυναίκα. «Α! αγαπητή μου Σορέλι, τι ωραία βραδιά! Και η Κριστίν Ντααέ… τι θρίαμβος ήταν αυτός!»

«Μα δεν είναι δυνατόν!» διαμαρτυρήθηκε η Μεγκ Ζιρί. «Δεν πάνε πάνω από έξι μήνες που τραγουδούσε σαν ψάρι! Μα, αφήστε μας να περάσουμε, αγαπητέ μου κόμη», είπε η πιτσιρίκα κάνοντας προκλητικά μια υπόκλιση, «πάμε να μάθουμε τα νέα για κάποιον δυστυχισμένο που κρεμάστηκε».

Εκείνη την ώρα περνούσε από κει βιαστικός ο διευθυντής, που, ακούγοντας τα λόγια της μικρής, σταμάτησε απότομα.

«Πώς; Μάθατε κιόλας τα νέα δεσποινίς;» είπε μ' ένα αρκετά απότομο ύφος… «Λοιπόν, καλύτερα να μη μιλάτε γι' αυτό… και κυρίως προσέξτε μη μάθουν τίποτα οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ! Θα τους στενοχωρούσε πάρα πολύ, ιδιαίτερα σήμερα που είναι η τελευταία τους μέρα!»

Προχώρησαν όλοι προς το φουαγιέ του χορού που ήταν κιόλας γεμάτο κόσμο.

Ο κόμης ντε Σανιύ είχε δίκιο: Αυτό το γκαλά δεν είχε προηγούμενο. Όσοι προνομιούχοι παραβρέθηκαν, μιλάνε ακόμη και σήμερα με συγκίνηση στα παιδιά και στα εγγόνια τους για κείνη τη βραδιά. Σκεφτείτε πως οι Γκουνό, Ρεγιέρ, Σεντ Σαένς, Μασενέ, Γκιρό, Ντελιμπές, ανέβηκαν ο ένας μετά τον άλλον στο πόντιουμ του διευθυντή ορχήστρας και διεύθυναν οι ίδιοι τα έργα τους. Ανάμεσα στους ερμηνευτές, ο Φορ και η Κράους. Ήταν η βραδιά που αποκάλυψε σ' ολόκληρο το έκθαμβο Παρίσι την Κριστίν Ντααέ, που γι' αυτήν θα σας μιλήσω σε τούτο το έργο μου, αποκαλύπτοντας τη μυστηριώδη μοίρα της.

Ο Γκουνό διεύθυνε το Πένθιμο εμβατήριο μιας μαριονέτας. Ο Ρεγιέρ, την ωραία ουβερτούρα του Σιγκούρ. Ο Σεντ Σαένς, το Μακάβριο χορό και μια Ανατολίτικη ονειροφαντασία. Ο Μασενέ, ένα ανέκδοτο Ουγγαρέζικο εμβατήριο. Ο Γκιρό, το Καρναβάλι του. Ο Ντελιμπές, το Αργό βαλς της Συλβια και τα «πιτσικάτι» του Κοπέλια. Οι δεσποινίδες Κράους και Ντενίζ Μπλοκ τραγούδησαν: η πρώτη, το μπολερό των Εσπερινών της Σικελίας και η δεύτερη, το μπρίντιζι της Λουκρητίας Βοργία.

Ο θρίαμβος όμως προοριζόταν για την Κριστίν Ντααέ, που στην αρχή τραγούδησε μερικά κομμάτια από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Ήταν η πρώτη φορά που η νέα καλλιτέχνιδα τραγουδούσε αυτό το έργο του Γκουνό που ακόμη δεν είχε διασκευαστεί σε όπερα. Α! Είναι να λυπάται κανείς αυτούς που δεν μπόρεσαν ν' ακούσουν εκείνο το βράδυ την Κριστίν Ντααέ στο ρόλο της Ιουλιέτας, που δε γνώρισαν τη γεμάτη αφέλεια κι αυθορμητισμό χάρη της, που δε σκίρτησαν στους τόνους της σεραφικής φωνής της, που δεν ένιωσαν την ψυχή τους να φτερουγίζει μαζί με τη δική της, πάνω απ' τους τάφους των εραστών της Βερόνας: «Κύριε! Κύριε! Κύριε! Συγχωρείστε μας!»

Κι όμως, όλ' αυτά δεν ήσαν τίποτα μπρος στους υπεράνθρωπους ήχους που ακούστηκαν όταν τραγούδησε την πράξη της φυλακής και το τρίο φινάλε του Φάουστ, αντικαθιστώντας την Καρλότα. Κανείς, ποτέ, δεν είχε ακούσει, δεν είχε δει κάτι παρόμοιο!

Η Ντααέ μας αποκάλυψε μια «καινούργια Μαργαρίτα», μια Μαργαρίτα με τέτοια μεγαλοπρέπεια και λάμψη που κανείς δεν υποψιαζόταν μέχρι τότε.

Η αίθουσα σύσσωμη, με χίλιες ζητωκραυγές, προσπαθώντας να εκφράσει την απερίγραπτη συγκίνησή της, χειροκροτούσε την Κριστίν που έκλαιγε με λυγμούς, ώσπου τελικά λιποθύμησε στην αγκαλιά των συναδέλφων της. Χρειάστηκε να μεταφερθεί στο καμαρίνι της. Έμοιαζε να 'χει παραδώσει την ψυχή της. Ο μεγάλος διάσημος κριτικός Π. ντε Στ.Β. κατέγραψε την ανεπανάληπτη αυτή εμπειρία σ' ένα χρονικό του με τον τίτλο Η νέα Μαργαρίτα. Καθώς ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης κι ο ίδιος, ανακάλυπτε πολύ απλά πως εκείνο το βράδυ, αυτό το όμορφο και γλυκό κορίτσι έφερε στο σανίδι της Όπερας κάτι παραπάνω από την τέχνη του, έφερε την καρδιά του. Όλοι οι φίλοι της Όπερας γνώριζαν πολύ καλά πως η καρδιά της Κριστίν Ντααέ ήταν αγνή σαν δεκαπεντάχρονου κοριτσιού. Ο Π. ντε Στ. Β. δήλωνε πως «για να μπορέσει να καταλάβει τι συνέβαινε στην Ντααέ, ήταν αναγκασμένος να φανταστεί πως η κοπέλα είχε μόλις ερωτευτεί, για πρώτη φορά στη ζωή της! Ίσως γίνομαι αδιάκριτος, πρόσθεσε, μα νομίζω πως μόνο ο έρωτας είναι ικανός για ένα τέτοιο θαύμα, για μια τέτοια κεραυνοβόλα μεταμόρφωση. Δεν έχουν περάσει πάνω από δυο χρόνια από τότε που ακούσαμε την Κριστίν Ντααέ στις εξετάσεις του Ωδείου. Ήταν ένα χαριτωμένο, ελπιδοφόρο κορίτσι. Από πού πηγάζει η σημερινή θεία χάρη της; Αν, τελικά, δεν έρχεται από τον ουρανό με τα φτερά του έρωτα, θα πρέπει να σκεφτώ πως έρχεται απ' την κόλαση και πως η Κριστίν, όμοια με τον τραγουδιστή Οφτερντίνγκεν έκανε συμφωνία με τον Διάβολο! Όποιος δεν έχει ακούσει την Κριστίν να τραγουδά το τρίο φινάλε του Φάουστ δεν ξέρει τον Φάουστ: η υπερβατική έξαρση της φωνής και το θείο μεθύσι μιας αγνής ψυχής πρόσφεραν περισσότερα απ' όσα μπορούσε κανείς να φανταστεί!»

Στο μεταξύ, κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν. Πώς ήταν δυνατόν να τους έχουν κρύψει έναν τέτοιο θησαυρό; Η Κριστίν Ντααέ, μέχρι τότε, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια αξιοπρεπής παρουσία πλάι σ' αυτήν την κάπως υπερβολικά λαμπερή, υλική Μαργαρίτα, που ήταν η Καρλότα. Χρειάστηκε η ανεξήγητη, μυστηριώδης εξαφάνιση της Καρλότα, για να μπορέσει να την αντικαταστήσει η μικρή Ντααέ και να δείξει το πραγματικό της μέγεθος ερμηνεύοντας το μέρος του προγράμματος που ήταν αφιερωμένο στην ισπανίδα ντίβα! Κάτι άλλο ακόμη: πώς έγινε και οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ απευθύνθηκαν στην Ντααέ; Γνώριζαν μήπως την κρυφή της ιδιοφυία; Και αν τη γνώριζαν, γιατί την έκρυβαν; Κι αυτή, γιατί κρυβότανε; Το άλλο περίεργο ήταν, πώς κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο δάσκαλος της. Βέβαια, η ίδια είχε δηλώσει πως από δω και πέρα θα δούλευε μόνη της. Όλ' αυτά πάντως, ήταν πολύ ανεξήγητα.

Ο κόμης ντε Σανιύ είχε παρακολουθήσει όρθιος, από το θεωρείο του, αυτό το ντελίριο κι είχε κι ο ίδιος, μαζί με τους άλλους, εκφράσει τον ενθουσιασμό του.

Εκείνη την εποχή ο κόμης ντε Σανιύ (Φιλίπ — Ζορζ — Μαρί) ήταν ακριβώς σαρανταενός χρόνων. Ήταν μεγάλος άρχοντας και ωραίος άντρας. Μάλλον ψηλός, μ' ένα πρόσωπο ευχάριστο, παρά το σκληρό του μέτωπο και τα κάπως ψυχρά μάτια του. Ιδιαίτερα ευγενικός με τις γυναίκες και κάπως υπεροπτικός με τους άντρες, που δεν του συγχωρούσαν πάντα τις επιτυχίες του. Είχε μια θαυμάσια καρδιά και μια ήσυχη συνείδηση. Με το θάνατο του γέρο-κόμη Φιλιμπέρ, έγινε ο αρχηγός μιας από τις εξοχότερες και παλαιότερες οικογένειες της Γαλλίας, που οι πρόγονοί της έφταναν μέχρι τον Λουί λε Ττέν. Οι Σανιύ είχαν μεγάλη περιουσία και όταν ο γέρο — κόμης, που ήταν χήρος, πέθανε, ο Φιλίπ έπρεπε να ανταποκριθεί στο όχι και τόσο εύκολο καθήκον της διαχείρισης αυτής της τεράστιας κληρονομιάς. Οι δυο του αδελφές και ο αδελφός του ο Ραούλ, δεν ήθελαν ούτε ν' ακούσουν για κληρονομιά και αναθέσανε τα πάντα στον Φιλίπ, λες και εξακολουθούσε να ισχύει το δίκαιο της πρωτοτοκίας. Οι δυο του αδελφές, που πήραν τη μέρα του γάμου τους τα μερίδιά τους απ' τον αδελφό τους, τα δέχτηκαν όχι ως κάτι που τους ανήκε δικαιωματικά, αλλά ως προίκα, εκφράζοντας στον Φιλίπ την ευγνωμοσύνη τους.

Η κόμησσα ντε Σανιύ, κόρη του Μεροζίς ντε Μαρτινιέρ, είχε πεθάνει πάνω στη γέννα του Ραούλ, που γεννήθηκε είκοσι χρόνια μετά το μεγάλο του αδελφό. Όταν πέθανε ο γέρο-κόμης, ο Ραούλ ήταν δώδεκα χρόνων. Ο Φιλίπ ασχολήθηκε δραστήρια με τη διαπαιδαγώγηση και τη μόρφωση του μικρού. Σ' αυτό τον βοήθησαν πάρα πολύ οι αδελφές του και μια γριά χήρα θεία που έμενε στη Μπρεστ και που μετάδωσε στο νεαρό Ραούλ την αγάπη για τη θάλασσα και τους θαλασσινούς. Ο νεαρός άντρας μπήκε στο Μπορντά, βγήκε μεταξύ των πρώτων και ολοκλήρωσε με την ησυχία του το γύρο του κόσμου. Χάρη στα γερά μέσα που είχε, κατάφερε να συμπεριληφθεί στην επίσημη αποστολή του Reguin , που ξεκίνησε να βρει μέσα στους πάγους του πόλου τους επιζήσαντες από την αποστολή του Artois , που τα ίχνη της είχαν χαθεί εδώ και τρία χρόνια. Περιμένοντας την ημέρα της αναχώρησης, απολάμβανε μια μακρόχρονη περίοδο διακοπών, που θα διαρκούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, έξι μήνες. Οι συγγενείς και φίλοι, βλέποντας αυτό το τόσο ευαίσθητο, όμορφο αγόρι, λυποντουσαν προκαταβολικά για τις κακουχίες που το περίμεναν.

Η ντροπαλοσύνη αυτού του ναύτη, η αθωότητα του, μπορώ να πω, ήταν αξιοπρόσεκτη. Έμοιαζε να 'χει γεννηθεί μόλις χτες. Πραγματικά, μεγαλωμένος με τις φροντίδες των δυο αδελφών του και της γριάς θείας του, είχε αποκτήσει απ' αυτή την εντελώς γυναικεία του ανατροφή, συμπεριφορές αγνές, που χαρακτηρίζονταν από μια γοητεία που τίποτε, μέχρι τότε, δεν είχε κατορθώσει να του αφαιρέσει. Εκείνη την εποχή θα 'ταν λίγο πάρα πάνω από εικοσιενός χρονών και φαινόταν μόλις δεκαοχτώ. Είχε ένα λεπτό ξανθό μουστάκι, όμορφα γαλανά μάτια και το δέρμα του έμοιαζε κοριτσίστικο. Ο Φιλίπ τον κακομάθαινε, του 'κανε όλα του τα χατήρια. Κατ' αρχήν, ήταν πολύ περήφανος για τον αδελφό του για τον οποίο και πρόβλεπε μια λαμπρή καριέρα στο ναυτικό, όπου ένας από τους προγόνους τους, ο διάσημος Σανιύ ντε Λα Ρος, είχε γίνει ναύαρχος. Εκμεταλλευόταν τις διακοπές του νεαρού για να του δείξει τις μεγαλοπρεπείς κοσμικές και καλλιτεχνικές απολαύσεις του Παρισιού, τις οποίες ο μικρός αγνοούσε.

Ο κόμης πίστευε πως στην ηλικία του Ραούλ η πολλή φρονιμάδα δεν κάνει καλό. Ο Φιλίπ είχε έναν πολύ ισορροπημένο χαρακτήρα, ισοσταθμισμένο ανάμεσα στις δουλειές και τις απολαύσεις: ήταν πάντα σε φόρμα, ανίκανος να δώσει στον αδελφό του το κακό παράδειγμα. Τον έπαιρνε παντού μαζί του. Τον πήγε ακόμη και στο φουαγιέ του χορού. Ξέρω ότι λέγανε πως τελευταία ο κόμης «τα είχε» με τη Σορέλι. Ε, και λοιπόν;! Δεν ήταν δα και έγκλημα για έναν άντρα που είχε μείνει εργένης και ως εκ τούτου είχε πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του, ιδιαίτερα μάλιστα μετά το γάμο των δυο του αδελφών, να περνά πού και πού, μια δυο ώρες, μετά το δείπνο, με τη συντροφιά κάποιας χορεύτριας που μπορεί να μη διέθετε μεγάλη πνευματικότητα, είχε όμως τα πιο ωραία μάτια του κόσμου… Εξάλλου, εκείνη την εποχή υπήρχαν μέρη όπου ένας αληθινός Παριζιάνος, και μάλιστα σαν τον κόμη ντε Σανιύ, ήταν «υποχρεωμένος» να κυκλοφορεί· το φουαγιέ της Όπερας ήταν ένα απ' αυτά.


Τέλος, πρέπει να πούμε, πως κατά πάσα πιθανότητα, ο Φιλίπ δε θα είχε οδηγήσει ποτέ τον αδελφό του στους διαδρόμους της εθνικής Ακαδημίας της μουσικής, αν δεν του το είχε ζητήσει ο ίδιος, και μάλιστα, όπως θυμήθηκε αργότερα ο κόμης, με ιδιαίτερη επιμονή.

Εκείνο το βράδυ λοιπόν, ο Φιλίπ, αφού χειροκρότησε την Ντααέ, γύρισε προς τον Ραούλ. Το πρόσωπό του ήταν τόσο χλομό που τον κατατρόμαξε.

«Μα, δεν καταλαβαίνετε λοιπόν πώς αυτή η γυναίκα δεν είναι καλά;», είπε ο Ραούλ.

Πραγματικά, πάνω στη σκηνή η Κριστίν Ντααέ ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.

«Μάλλον, εσύ είσαι έτοιμος να λιποθυμήσεις…», είπε ο κόμης σκύβοντας προς το μέρος του Ραούλ. «Μα, τι έχεις λοιπόν;».

Ο Ραούλ όμως είχε κιόλας σηκωθεί.

«Πάμε», είπε με τρεμάμενη φωνή.

«Πού θέλεις να πας, Ραούλ;», τον ρώτησε ο κόμης, ξαφνιασμένος από τη συγκίνηση του μικρότερου αδελφού του.

«Μα, πάμε να την δούμε! Είναι η πρώτη φορά που τραγουδά μ' αυτόν τον τρόπο!».

Ο κόμης κοίταξε επίμονα τον αδελφό του, με περιέργεια, κι ένα ελαφρό χαμόγελο διαγράφτηκε στις άκρες των χειλιών του, ενώ βιάστηκε να προσθέσει:

«Πάμε, λοιπόν, πάμε!».

Φαινόταν καταγοητευμένος.

Δεν άργησαν να βρεθούν στην είσοδο των μελών, που ήταν ήδη φίσκα. Ο Ραούλ, περιμένοντας τη σειρά του για ν' ανέβει στη σκηνή, με μια απότομη ασυνείδητη κίνηση έσκισε τα γάντια του!… Ο Φιλίπ, που πάντα ήταν πολύ καλός μαζί του, δε σχολίασε καθόλου την ανυπομονησία του. Όμως, τώρα πια ήξερε. Τώρα ήξερε γιατί ο Ραούλ ήταν συχνά αφηρημένος όταν του μιλούσε και γιατί πραγματικά απολάμβανε κάθε συζήτηση που περιστρεφόταν γύρω από θέματα σχετικά με την Όπερα.

Προχώρησαν στο πλατό.

Ένα πλήθος από μαύρα κοστούμια έσπευδε προς το φουαγιέ του χορού ή κατευθυνόταν στα καμαρίνια των καλλιτεχνών. Οι φωνές των τεχνικών μπερδευόντουσαν με τα προστάγματα των υπευθύνων. Οι αναπληρωτές του τελευταίου ταμπλό έφευγαν, οι κομπάρσοι έσπρωχναν, ένας φορτωτής περνούσε βιαστικός, ένα σκηνικό κατέβαινε απ' τις σκαλωσιές, κάποιο άλλο το κάρφωναν βιαστικά. Η αιώνια «θεατρική ατμόσφαιρα». Κάτι σαν μια επικείμενη καταστροφή που βάζει σε δοκιμασία τ' αντανακλαστικά και το συκώτι σας… Κάπως έτσι μπορούμε να περιγράψουμε το τι συμβαίνει στη σκηνή την ώρα των διαλειμμάτων αυτή είναι η κατάσταση που πάντα, μα πάντα, ταράζει και γοητεύει το νεοφώτιστο, όπως ο νέος άντρας με το λεπτό ξανθό μουστάκι, τα όμορφα μπλε μάτια και το κοριτσίστικο δέρμα, που προσπαθούσε να διασχίσει, όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε ο συνωστισμός, αυτή τη σκηνή που μόλις πριν λίγο πάνω της είχε θριαμβεύσει η Κριστίν Ντααέ και κάτω της είχε πεθάνει ο Ζοζέφ Μπικέ.

Ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναϋπάρξει τέτοιο κομφούζιο και ποτέ άλλοτε ο Ραούλ δεν ήταν τόσο ελάχιστα ντροπαλός όσο εκείνη τη βραδιά. Με τον ώμο του σταθερό απομάκρυνε ό,τι τον εμπόδιζε να προχωρήσει, δίχως να δίνει την παραμικρή σημασία σε ό,τι λεγόταν γύρω του, δίχως να προσπαθεί να καταλάβει τα έκπληκτα επιφωνήματα των τεχνικών. Ήταν εντελώς απορροφημένος από την επιθυμία του να δει αυτήν που η μαγική φωνή της του 'χε πάρει την καρδιά. Ναι, το 'νιωθε καλά, πως η καημένη του η νεανική καρδιά δεν του ανήκε πια. Από τη μέρα που η Κριστίν Ντααέ — που τη γνώριζε από μικρό παιδί — ξαναεμφανίστηκε στη ζωή του, είχε βάλει όλα του τα δυνατά για να σώσει τούτη την καρδιά. Μάταια όμως. Μόλις την ξανάδε ένιωσε μια γλυκύτατη συγκίνηση που, ύστερα από πολλή σκέψη, θέλησε να αποδιώξει, γιατί είχε ορκιστεί — τόσο πολύ σεβόταν τον εαυτό του — να μην αγαπήσει καμιάν άλλη εκτός από αυτήν που θα γινόταν η γυναίκα του, βέβαια, δεν του περνούσε ποτέ απ' το μαυλό πως θα παντρευτεί μια τραγουδίστρια. Να όμως, που τη γλυκύτατη συγκίνηση διαδέχθηκε μια φριχτή αίσθηση. Αίσθηση; Συναίσθημα; Αυτό που ένιωσε είχε να κάνει και με το σώμα και με την ψυχή. Το στήθος του πονούσε λες και το είχαν ανοίξει για να του ξεριζώσουν την καρδιά. Ένιωθε ένα φριχτό άνοιγμα, ένα πραγματικό κενό, που τίποτε πια δεν μπορούσε να γεμίσει εκτός από την καρδιά της! Εδώ παρατηρούμε τα συμπτώματα, τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις μιας ιδιαίτερης ψυχολογίας που απ' ό,τι φαίνεται είναι κατανοητή μόνο σε όσους έχουν πληγεί απ' αυτό το παράξενο πράγμα που στην καθομιλουμένη λέγεται «κεραυνοβόλος έρωτας».

Ο κόμης Φιλίπ δυσκολευόταν να τον ακολουθήσει, ωστόσο συνέχιζε να χαμογελάει.

Στο βάθος της σκηνής, μετά τη διπλή πόρτα που ανοίγει προς τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο φουαγιέ και στα καμαρίνια της αριστερής μεριάς του ισογείου, ο Ραούλ αναγκάστηκε να σταματήσει μπρος σ' ένα τσούρμο χορεύτριες που μόλις είχαν κατέβει απ' τη σκηνή και μπλόκαραν το πέρασμα. Τα βαμμένα τους χείλια ξεστόμισαν κάμποσες βρισιές, στις οποίες ο Ραούλ δεν απάντησε τίποτα. Τελικά, κατάφερε να περάσει. Βυθίστηκε στα σκοτάδια ενός διαδρόμου που βούιζε από τα επιφωνήματα των ενθουσιασμένων θαυμαστών. Ένα όνομα κυριαρχούσε και κάλυπτε όλους τους θορύβους: Ντααέ! Ντααέ! Πίσω απ' τον Ραούλ ο κόμης μονολογούσε: «Ο πονηρός… ξέρει καλά το δρόμο!» και αναρωτιόταν πότε και πώς τον έμαθε. Ο ίδιος ποτέ δεν είχε πάει τον Ραούλ στην Κριστίν. Πρέπει λοιπόν να 'χε έρθει μόνος του, την ώρα που αυτός, όπως το συνήθιζε, κουβέντιαζε στο φουαγιέ με τη Σορέλι η οποία τις περισσότερες φορές τον παρακαλούσε να μείνει μαζί της μέχρι την ώρα που θα 'βγαίνε στη σκηνή. Καμιά φορά μάλιστα, την έπιανε μια τυραννική μανία: για να είναι σίγουρη πως θα την περιμένει, επέμενε να του δίνει να της φυλάει τις μικρές γκέτες της, που μ' αυτές κατέβαινε απ' το καμαρίνι της και της ήταν απαραίτητες για να διατηρεί τη λάμψη των σατινένιων παπουτσιών της και την καθαριότητα της ακριβής της φόρμας. Η Σορέλι ήταν δικαιολογημένη: είχε χάσει τη μητέρα της. Ο κόμης, αναβάλλοντας για λίγο την επίσκεψη του στη Σορέλι, εξακολούθησε να προχωρεί μαζί με τον αδελφό του στο διάδρομο που οδηγούσε στην Ντααέ, διαπιστώνοντας πως ποτέ άλλοτε δεν είχε γεμίσει από τόσο κόσμο. Ποτέ άλλοτε ένα ολόκληρο θέατρο δεν είχε αναστατωθεί τόσο από την επιτυχία και τη λιποθυμία μιας καλλιτέχνιδας. Το όμορφο κορίτσι δεν είχε συνέλθει ακόμη. Πήγαν να ειδοποιήσουν το γιατρό του θεάτρου, που κατάφτασε σκοντάφτοντας στα πλήθη και με τον Ραούλ να τον ακολουθεί κατά πόδας.

Έτσι, ο γιατρός και ο ερωτευμένος βρέθηκαν ταυτόχρονα στο πλάι της Κριστίν που, αφού δέχτηκε τις πρώτες βοήθειες απ' τον έναν, άνοιξε τα μάτια της στην αγκαλιά του άλλου. Ο κόμης, μαζί με πολλούς άλλους, είχε μείνει στο κατώφλι της πόρτας, όπου δεν μπορούσες ν' ανασάνεις.

«Δε νομίζετε, γιατρέ, πως αυτοί οι κύριοι θα 'πρεπε κάπως να ελευθερώσουν το χώρο;», είπε ο Ραούλ με ανήκουστο θράσος. «Δεν μπορεί κανείς ν' αναπνεύσει εδώ μέσα».

«Μα ναι, έχετε απόλυτο δίκιο», συμφώνησε ο γιατρός κι έβγαλε όλον τον κόσμο έξω, εκτός απ' τον Ραούλ και την καμαριέρα.

Αυτή, απόμεινε να κοιτάζει τον Ραούλ κατάπληκτη. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ.

Ωστόσο, δεν τόλμησε να του πει τίποτα.

Όσο για το γιατρό, φαντάστηκε πως για να συμπεριφέρεται ο νεαρός έτσι, θα πρέπει προφανώς να είχε αυτό το δικαίωμα. Τόσο πολύ μάλιστα, που ο υποκόμης έμεινε μέσ' στο καμαρίνι, παρακολουθώντας με προσοχή την Ντααέ που επέστρεφε στη ζωή, ενώ οι δυο διευθυντές, οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ, που είχαν έρθει για να εκφράσουν το θαυμασμό τους στην υπάλληλο τους, είχαν απωθηθεί στο διάδρομο μαζί με τα μαύρα κοστούμια. Ο κόμης ντε Σανιύ, παραμερισμένος κι αυτός στο διάδρομο μαζί με τους υπόλοιπους γέλαγε τρανταχτά.

«Α, τον πονηρό!». Α, τον παμπόνηρο!».

Και την ίδια στιγμή πρόσθετε. «Μην εμπιστεύεστε αυτούς τους ντροπαλούς νεαρούς που μοιάζουν με κοριτσόπουλα!».

Έλαμπε ολόκληρος. Κατάληξε: «Είναι ένας πραγματικός Σανιύ!», και κατευθύνθηκε προς το καμαρίνι της Σορέλι. Όμως, αυτή κατέβαινε κιόλας στο φουαγιέ, με τη μικρή της ακολουθία να τρέμει απ' το φόβο, κι όπως είπαμε και προηγούμενα, ο κόμης τη συνάντησε στο δρόμο.

Μέσα στο καμαρίνι, η Κριστίν Ντααέ, άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό στον οποίο της απάντησε ένας λυγμός. Γύρισε το κεφάλι, είδε τον Ραούλ και σκίρτησε. Κοίταξε το γιατρό, του χαμογέλασε, μετά κοίταξε την καμαριέρα της και τέλος ξανά τον Ραούλ.

«Κύριε!» τον ρώτησε, με ξεψυχισμένη φωνή… «ποιος είστε;».

«Δεσποινίς», απάντησε ο νεαρός άντρας, καθώς γονάτισε και φίλησε απαλά το χέρι της ντίβας, «δεσποινίς, είμαι το μικρό παιδάκι που είχε πάει να μαζέψει την εσάρπα σας από τη θάλασσα».

Η Κριστίν κοίταξε άλλη μια φορά το γιατρό και την καμαριέρα κι ύστερα βάλανε και οι τρεις τους τα γέλια.

Ο Ραούλ σηκώθηκε κατακόκκινος.

«Δεσποινίς, αφού προτιμάτε να μη με θυμηθείτε, θα ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως, να σας πω κάτι πολύ σημαντικό».

«Μόλις νιώσω καλύτερα κύριε, συμφωνείτε;…» είπε με τρεμάμενη φωνή. «Είσαστε πολύ ευγενικός…».

«Όμως, τώρα πρέπει να πηγαίνετε…», πρόσθεσε ο γιατρός παίρνοντας το γλυκύτερο του χαμόγελο. «Αφήστε με να περιποιηθώ τη δεσποινίδα».

«Δεν είμαι άρρωστη», είπε ξαφνικά η Κριστίν με μια παράξενη κι αναπάντεχη ενεργητικότητα.

Σηκώθηκε, περνώντας γρήγορα το χέρι της πάνω απ' τα βλέφαρά της.

«Γιατρέ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!… Όμως τώρα θέλω να μείνω μόνη… πηγαίνετε σας παρακαλώ… Αφήστε με… είμαι πολύ νευρική απόψε…».

Ο γιατρός ήταν έτοιμος να φέρει αντιρρήσεις, βλέ ποντας όμως την ταραχή της νέας γυναίκας σκέφτηκε πως το καλύτερο γιατρικό για την κατάστασή της ήταν ακριβώς το να μην της φέρει καμιά αντίρρηση. Έτσι, μαζί με τον εξουθενωμένο Ραούλ, βγήκε στο διάδρομο.

«Δεν την αναγνωρίζω απόψε… συνήθως είναι τόσο γλυκιά…», είπε ο γιατρός κι έφυγε.

Ο Ραούλ έμεινε μόνος. Τώρα, όλα είχαν ερημώσει. Ο κόσμος είχε πάει στην τελετή του αποχαιρετισμού, στο φουαγιέ του χορού. Ο Ραούλ σκέφτηκε πως ίσως η Ντααέ να πήγαινε κι αυτή εκεί κι έτσι μπορεί να εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή. Έμεινε λοιπόν εκεί να την περιμένει, μέσ' στην ερημιά και τη σιωπή. Χάθηκε μέσα στην ευεργετική σκιά μιας γωνιάς. Εξακολουθούσε πάντα να νιώθει αυτόν το φριχτό πόνο στο μέρος της καρδιάς. Αυτό τον έκανε να θέλει να δει την Ντααέ όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ξαφνικά, η πόρτα του καμαρινιού άνοιξε και είδε την καμαριέρα να φεύγει ολομόναχη, κουβαλώντας μερικά πακέτα. Καθώς περνούσε από μπροστά του, τη σταμάτησε και τη ρώτησε πώς είναι η κυρία της. Του απάντησε γελώντας πως ήταν μια χαρά, αλλά πως δεν έπρεπε να την ενοχλήσει κανείς, γιατί επιθυμούσε να μείνει μόνη. Έφυγε. Μια ιδέα πέρασε τότε από το ταραγμένο μυαλό του Ραούλ: Η Ντααέ ήθελε να μείνει μόνη γι' αυτόν!… Δεν της είχε πει πως ήθελε να της μιλήσει ιδιαιτέρως; Γι' αυτό λοιπόν φρόντισε να φύγουν όλοι από κοντά της… Κρατώντας την αναπνοή του πλησίασε στο καμαρίνι, έβαλε τ' αφτί του στην πόρτα, για ν' αφουγκραστεί τι θα του απαντούσαν και ετοιμάστηκε να χτυπήσει. Όμως, το χέρι του σταμάτησε στον αέρα. Από το καμαρίνι ακούστηκε μια αντρική φωνή να λέει, μ' ένα ιδιαίτερα αυταρχικό ύφος:

«Κριστίν, πρέπει να μ' αγαπήσετε!».

Και η Κριστίν, με μια φωνή τόσο πονεμένη, που σ' έκανε να φαντάζεσαι τα μάτια της γεμάτα δάκρυα, με μια φωνή τρεμάμενη, απάντησε:

«Μα, πώς μπορείτε να μου το λέτε αυτό; Εμένα, που δεν τραγουδώ παρά για σας!».

Ο Ραούλ ακούμπησε στον τοίχο. Υπόφερε τρομερά. Η καρδιά του, που τη νόμιζε φευγάτη για πάντα, ξαναγύρισε στο στήθος του χτυπώντας δυνατά. Οι παλμοί της αντηχούσαν σ' ολόκληρο το διάδρομο, ξεκουφαίνοντάς τον. Σίγουρα, αν η καρδιά εξακολουθούσε να κάνει τόσο θόρυβο, θα τον άκουγαν. Κάποιος θ' άνοιγε την πόρτα κι αυτός, ντροπιασμένος, θα προσπαθούσε να κρυφτεί. Τι ντροπή για έναν Σανιύ! Να τον πιάσουν να κρυφακούει! Έσφιξε την καρδιά του με τα δυο του χέρια για να την κάνει να σταματήσει. Όμως, μια καρδιά δεν έχει καμιά σχέση με τη μουσούδα ενός σκύλου κι άλλωστε, ακόμη κι αν πιάσεις με τα δυο σου χέρια τη μουσούδα ενός σκύλου, — ενός σκύλου που γαβγίζει δυνατά — το γάβγισμά του εξακολουθεί ν' ακούγεται…

Η φωνή του άντρα συνέχισε:

«Πρέπει να είστε πολύ κουρασμένη».

«Ω, ναι, απόψε σας έδωσα την ψυχή μου και τώρα είμαι νεκρή».

«Η ψυχή σου είναι πολύ όμορφη, παιδί μου», συνέχισε η σοβαρή φωνή του άντρα, «και σ' ευχαριστώ. Κανένας αυτοκράτορας δε δέχτηκε ποτέ παρόμοιο δώρο! Οι άγγελοι δάκρυσαν απόψε».

Μετά από αυτά τα λόγια: «οι άγγελοι δάκρυσαν απόψε», ο υποκόμης δεν άκουσε πια τίποτε άλλο.

Όμως δεν έφυγε· αντίθετα, επειδή φοβόταν μην τον «πιάσουν στα πράσα», χώθηκε ξανά στη σκοτεινή του γωνιά, αποφασισμένος να περιμένει εκεί, ώσπου να βγει ο άντρας απ' το καμαρίνι. Εκείνη την ώρα γνώριζε τον έρωτα και το μίσος. Ήξερε πως αγαπούσε· τώρα μάθαινε πως μπορεί και να μισεί. Μετά από λίγο, έκπληκτος, είδε την πόρτα ν' ανοίγει και την Κριστίν Ντααέ, τυλιγμένη στη γούνα της και με το πρόσωπό της καλυμμένο με δαντέλα, να βγαίνει μόνη και να κλείνει πίσω της την πόρτα. Ο Ραούλ παρατήρησε πως δεν κλείδωσε. Πέρασε από μπροστά του. Δεν την ακολούθησε, ούτε καν με το βλέμμα, γιατί τα μάτια του ήταν καρφωμένα στην πόρτα που εξακολουθούσε να μένει κλειστή. Όταν ο διάδρομος άδειασε, προχώρησε. Άνοιξε την πόρτα του καμαρινιού και την έκλεισε γρήγορα πίσω του. Γύρω του απλωνόταν πυκνό σκοτάδι. Είχαν σβήσει το γκάζι.

«Κάποιος είναι εδώ!», είπε ο Ραούλ με τρεμουλιαστή, αβέβαιη φωνή. «Γιατί κρύβεται άραγε;».

Καθώς μιλούσε, εξακολουθούσε ν' ακουμπά με την πλάτη του στην κλειστή πόρτα.

Νύχτα και σιωπή. Ο Ραούλ δεν άκουγε τίποτ' άλλο πέρα απ' την ίδια του την ανάσα. Χωρίς αμφιβολία, δεν ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσει πως η αδιακρισία του ξεπερνούσε κάθε όριο.

«Δε θα βγείτε από 'δω παρά μόνο όταν σας το επιτρέψω!», φώναξε ο νεαρός άντρας. «Αν δε μου απαντήσετε, θα είστε ένας δειλός και τίποτα παραπάνω! Όμως, θα σας ανακαλύψω!».

Άναψε ένα σπίρτο. Η φλόγα φώτισε το δωμάτιο. Δεν υπήρχε κανείς μέσα στο καμαρίνι! Ο Ραούλ, αφού φρόντισε να κλειδώσει την πόρτα, άναψε τις λάμπες. Μπήκε στην τουαλέτα, άνοιξε τα ντουλάπια, έψαξε παντού, ψαχούλεψε με τα ιδρωμένα χέρια του τους τοίχους. Τίποτα!

«Μα, είναι δυνατόν», είπε φωναχτά. «Μήπως έχω τρελαθεί;».

Έμεινε έτσι για δέκα λεπτά, ν' ακούει το σφύριγμα του γκαζιού μέσα στην ησυχία αυτού του εγκαταλειμμένου δωματίου. Ερωτευμένος καθώς ήταν δε δίστασε να πάρει μια κορδέλα που μύριζε το άρωμα της αγαπημένης του. Βγήκε έξω, δίχως να ξέρει ούτε τι κάνει ούτε πού πάει. Σε μια στιγμή της ασυνάρτητης περιπλάνησής του, ο παγωμένος αέρας χτύπησε το πρόσωπό του. Βρισκόταν στη βάση μιας στενής σκάλας. Πίσω του κατέβαιναν κάποιοι εργάτες κουβαλώντας ένα φορείο σκεπασμένο μ' άσπρο σεντόνι.

«Η έξοδος, σας παρακαλώ;» ρώτησε κάποιον.

«Μα, δε βλέπετε; Είναι μπροστά σας», του απάντησαν. «Η πόρτα είναι ανοιχτή, αλλά αφήστε μας να περάσουμε».

Ο Ραούλ ρώτησε μηχανικά, δείχνοντας το φορείο:

«Τι είναι αυτό;».

Ο εργάτης απάντησε:

«Αυτό, είναι ο Ζοζέφ Μπικέ που τον βρήκαν κρεμασμένο στο τρίτο υπόγειο, ανάμεσα στα ντεκόρ του Βασιλιά της Λαχόρης».

Παραμέρισε για να περάσει η πομπή, χαιρέτησε και βγήκε.

Загрузка...