10 ΣΤΟ ΧΟΡΟ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΩΝ

Ο ΦΑΚΕΛΟΣ ήταν χωρίς γραμματόσημο και βρομισμένος με λάσπη. Έγραφε μόνο: «Για τον κύριο Ραούλ ντε Σανιύ» και τη διεύθυνση με μολύβι. Σίγουρα, κάπου θα τον είχε αφήσει με την ελπίδα πως κάποιος περαστικός θα τον μάζευε και θα τον έδινε στον παραλήπτη. Έτσι κι έγινε. Το γράμμα το βρήκανε σ' ένα πεζοδρόμιο κοντά στην Όπερα. Ο Ραούλ, ανάστατος, το ξαναδιάβασε.

Δε χρειαζόταν περισσότερα για να ξαναγεννηθεί μέσα του η ελπίδα. Η εικόνα που μέχρι πριν λίγο είχε για την Κριστίν, η εικόνα μιας Κριστίν που είχε χάσει τον αυτοσεβασμό της, εξαφανίστηκε και τη θέση της πήρε ξανά η αρχική εικόνα, εκείνη δηλαδή, ενός δυστυχισμένου κι αθώου παιδιού που είχε πέσει θύμα κάποιας απροσεξίας και της υπερβολικής του ευαισθησίας. Όμως, μέχρι ποιο σημείο αλήθευε πως ήταν θύμα; Ποιος την κρατούσε αιχμάλωτη; Σε ποια παγίδα την είχαν παρασύρει; Αναρωτιόταν για όλ' αυτά με μεγάλη αγωνία. Αυτός όμως ο πόνος τού φαινόταν υποφερτός, σε σύγκριση με το ντελίριο που του προκαλούσε η ιδέα πως η Κριστίν μπορεί να ήταν υποκρίτρια και ψεύτρα! Τι είχε συμβεί; Τι είδους επιδράσεις είχε υποστεί; Ποιο τέρας την είχε γοητεύσει και με ποιον τρόπο;…

…Μα, με ποιον άλλο τρόπο αν όχι με τη μουσική; Ναι, ναι. Όσο περισσότερο το σκεφτόταν τόσο πιο πολύ πειθότανε πως κάπου εδώ κρύβεται η αλήθεια. Μήπως δε θυμόταν το ύφος της όταν του μίλησε στο Περός για την επίσκεψη του ουράνιου απεσταλμένου; Άλλωστε, η ίδια η ιστορία της Κριστίν, η ζωή της τον τελευταίο καιρό, έπρεπε να τον βοηθήσει να διαλύσει τα σκοτάδια που τον τύλιγαν. Μήπως αγνοούσε την απελπισία που την κατέλαβε μετά το θάνατο του πατέρα της και την αηδία που ένιωθε από τότε για κάθε τι που 'χε σχέση με τη ζωή, ακόμη και για την τέχνη της; Στο Ωδείο είχε καταντήσει μια μηχανή που τραγουδούσε χωρίς καθόλου ψυχή. Και ξαφνικά, ξύπνησε, λες κάτω απ' την πνοή μιας θείας δύναμης. Ο Άγγελος της μουσικής είχε εμφανιστεί! Τραγουδά τη Μαργαρίτα του Φάουστ και θριαμβεύει!… Ο Άγγελος της μουσικής!… Ποιος λοιπόν, ποιος είναι αυτός που παρουσιάζεται στα μάτια της σαν ένα τέτοιο θαυμάσιο πνεύμα;… Ποιος άραγε, καλά πληροφορημένος απ' ό,τι φαίνεται, εκμεταλλεύεται τον αγαπημένο μύθο του πατέρα — Ντααέ, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μετατρέψει τη νέα κοπέλα σ' ένα ανυπεράσπιστο εργαλείο που μπορούσε να παίζει όποτε και όπως αυτός ήθελε;

Ο Ραούλ σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν πρωτοφανές. Θυμήθηκε αυτό που είχε συμβεί στην πριγκίπισσα Μπελμόντε, που είχε χάσει τον άντρα της και που η απελπισία της μεταβλήθηκε σε κατάπληξη… Για ένα μήνα, η πριγκίπισσα δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει ούτε να κλάψει. Αυτή η σωματική και ψυχική αδράνεια ολοένα και χειροτέρευε και η αποδυνάμωση της σκέψης οδηγούσε σιγά σιγά στην απάρνηση της ζωής. Κάθε βράδυ, πήγαιναν την άρρωστη περίπατο στον κήπο. Εκείνη όμως, έμοιαζε να μην καταλαβαίνει πού βρίσκεται. Ο Ραφ, ο μεγαλύτερος τραγουδιστής της Γερμανίας, που περνούσε τότε από τη Νάπολη, θέλησε να επισκεφτεί τους κήπους της πριγκίπισσας, γνωστούς σ' όλο τον κόσμο για την ομορφιά τους. Μια από τις κυρίες επί των τιμών της πριγκίπισσας παρακάλεσε το μεγάλο καλλιτέχνη να τραγουδήσει, χωρίς να φανεί, κοντά στο δασάκι όπου ήταν η πριγκίπισσα. Ο Ραφ συμφώνησε και τραγούδησε μιαν απλή μελωδία που η πριγκίπισσα είχε ακούσει να τραγουδά ο σύζυγός της στο μήνα του μέλιτος. Η μελωδία ήταν εκφραστική και συγκινητική. Η μελωδία, τα λόγια, η θαυμάσια φωνή του καλλιτέχνη, όλ' αυτά μαζί, άγγιξαν βαθιά την ψυχή της πριγκίπισσας. Δάκρυα κύλησαν απ' τα μάτια της… έκλαψε… Σώθηκε, πιστεύοντας πως, εκείνο το βράδυ, ο άντρας της είχε κατέβει από τον ουρανό για να της τραγουδήσει την παλιά μελωδία!

«Ναι… εκείνο το βράδυ!… Ένα βράδυ», σκεφτόταν ο Ραούλ, «ένα μοναδικό βράδυ… Όμως αυτή η ωραία φαντασίωση δεν μπορούσε να κρατήσει, στο βαθμό που η ίδια εμπειρία επαναλαμβανόταν…»

Η ιδανική, γλυκύτατη πριγκίπισσα του Μπελμόντε ανακάλυψε τελικά τον Ραφ πίσω από το δασάκι και συνέχισε να πηγαίνει να τον ακούει στο ίδιο μέρος, κάθε βράδυ, επί τρεις μήνες…

Ο Άγγελος της μουσικής έκανε επί τρεις μήνες μαθήματα στην Κριστίν… Α! ήταν ένας μεθοδικός δάσκαλος!… και τώρα την έβγαζε για βόλτα στο δάσος!…

Με τα αγκυλωμένα του δάχτυλα να γλιστρούν πάνω στο στήθος του, όπου χτυπούσε η ζηλιάρα καρδιά του, ο Ραούλ ξέσκιζε τις σάρκες του. Άπειρος καθώς ήταν, αναρωτιόταν με τρόμο σε τι είδους παιχνίδι τον καλούσε η δεσποινίς, δίνοντάς του αυτό το περίεργο ραντεβού στο χορό των μεταμφιεσμένων και μέχρι ποιο βαθμό ένα κορίτσι της Όπερας μπορούσε να κοροϊδεύει ένα νέο άντρα, άμαθο στα παθήματα του έρωτα… Τι δυστυχία!…

Η σκέψη του Ραούλ πήγαινε από το ένα άκρο στο άλλο. Δεν ήξερε πια αν έπρεπε να λυπάται την Κριστίν ή να την καταριέται κι έτσι, μια τη λυπόταν και μια την καταριόταν. Ωστόσο, προμηθεύτηκε ένα άσπρο ντόμινο. Ήταν αναπόφευκτο.

Επιτέλους· η ώρα του ραντεβού έφτασε. Κάλυψε το πρόσωπό του με μια μάσκα λύκου, στολισμένη γύρω γύρω με δαντέλα και φόρεσε τη μακριά, λευκή στολή του ντόμινο. Ο υποκόμης αισθανόταν αρκετά γελοίος μέσα σ' αυτό το κουστούμι των ρομαντικών χορών. Ένας άνθρωπος «κοσμικός» ποτέ δε θα πήγαινε στο χορό της Όπερας μεταμφιεσμένος. Χαμογέλασε. Μόνο μια σκέψη παρηγορούσε τον υποκόμη: πως κανείς δε θα τον αναγνώριζε! Εξάλλου, αυτή η στολή κι αυτή η μάσκα λύκου είχαν κι άλλα πλεονεκτήματα: Ο Ραούλ θα μπορούσε να κυκλοφορεί εκεί μέσα «σαν στο σπίτι του». Ολομόναχος, μέσα στη σύγχυση της ψυχής του και στη θλίψη της καρδιάς του. Δε χρειαζόταν να υποκριθεί, δε χρειαζόταν να νοιαστεί να κατασκευάσει μια μάσκα για να κρύψει το πρόσωπο του. Την είχε έτοιμη!

Αυτός ο χορός ήταν μια εξαιρετική γιορτή, που δινόταν πάντα αυτήν την εποχή προς τιμήν ενός μεγάλου ζωγράφου των λαϊκών διασκεδάσεων του παλιού καιρού, εφάμιλλου του Γκαβάρνι, που το μολύβι του έχει αποθανατίσει τους «πελάτες» και την εμφάνιση της Κουρτίγ[3]. Αυτός ο χορός, λοιπόν, έπρεπε να έχει ένα χαραχτήρα πολύ πιο διασκεδαστικό, πολύ πιο θορυβώδικο και πιο μποέμικο από τους άλλους χορούς μεταμφιεσμένων. Σ' αυτόν το χορό ήταν καλεσμένοι πολλοί καλλιτέχνες, διάφοροι ζωγράφοι με τα μοντέλα τους, που γύρω στα μεσάνυχτα άρχιζαν πραγματικά να ξεφαντώνουν.

Ο Ραούλ ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα στις δώδεκα παρά πέντε. Τίποτα δε στάθηκε ικανό να τον καθυστερήσει. Ούτε το θέαμα των πολύχρωμων κουστουμιών που παρατάσσονταν πάνω στα μαρμάρινα σκαλιά, μέσα σ' ένα από τα πολυτελέστερα ντεκόρ όλου του κόσμου, ούτε οι παιχνιδιάρικες μάσκες. Δεν απάντησε σε κανένα αστείο και αρνήθηκε τη γοητευτική οικειότητα πολλών ζευγαριών που είχαν ήδη έρθει στο κέφι. Αφού διάσχισε το μεγάλο φουαγιέ και κατάφερε να ξεφύγει από τη δίνη μιας φαραντόλας, που για λίγο κατάφερε να τον παρασύρει, μπήκε στο σαλόνι που του έλεγε το σημείωμα της Κριστίν. Εκεί, σ' αυτόν το μικρό χώρο υπήρχε φοβερός κόσμος. Αυτό ήταν το μέρος συνάντησης όλων εκείνων που μετά θα πήγαιναν να δειπνήσουν στη Ροτόντα ή όλων εκείνων που επιθυμούσαν ένα ποτήρι σαμπάνια. Ο θόρυβος ήταν μεγάλος και χαρμόσυνος.

Ο Ραούλ σκέφτηκε πως επίτηδες η Κριστίν είχε διαλέξει αυτό το θορυβώδες μέρος αντί για κάποια απόμερη γωνιά: εκεί, κάτω απ' τις μάσκες, ήταν κρυμμένοι πολύ καλύτερα.

Πήγε κοντά στην πόρτα και περίμενε. Όχι για πολύ. Ένα μαύρο ντόμινο πέρασε και του 'σφιξε βιαστικά τις άκρες των δαχτύλων. Κατάλαβε πως ήταν αυτή. Το ακολούθησε.

«Κριστίν, εσείς είσαστε;» ρώτησε μέσα απ' τα δόντια του.

Το ντόμινο γύρισε γρήγορα και σήκωσε το δάχτυλο ως το στόμα, κάνοντάς του προφανώς νόημα να μην επαναλάβει τ' όνομά της.

Ο Ραούλ συνέχισε να την ακολουθεί σιωπηλά.

Φοβόταν μην τη χάσει. Δεν ένιωθε πια μίσος γι' αυτήν. Δεν είχε πια καμιά αμφιβολία. Η Κριστίν δεν είχε κάνει τίποτα το αξιοκατάκριτο, όσο κι αν η συμπεριφορά της εξακολουθούσε να 'ναι γι' αυτόν αλλόκοτη κι ανεξήγητη. Ήταν έτοιμος για τρυφερότητα, για συγνώμη, για υπαναχώρηση. Την αγαπούσε. Άλλωστε, όπου νάναι πλησίαζε η ώρα που θα του εξηγούσε τους λόγους μιας τόσο ιδιόρρυθμης απουσίας…

Κάθε τόσο, το μαύρο ντόμινο γυρνούσε πίσω να κοιτάξει αν το άσπρο ντόμινο συνέχιζε να την ακολουθεί.

Καθώς ο Ραούλ διάσχιζε, ακολουθώντας τον οδηγό του, το μεγάλο φουαγιέ του κοινού, δεν μπόρεσε να μη διακρίνει ανάμεσα στον κόσμο κάποιους που επιδίδονταν στις πιο τρελές παραξενιές. Μια παρέα βρισκόταν μαζεμένη γύρω από κάποιον που η μεταμφίεση του, η πρωτότυπη φιγούρα του, η μακάβρια όψη του προκαλούσε αίσθηση…

Φορούσε ένα κατακόκκινο κουστούμι κι ένα τεράστιο καπέλο με φτερά πάνω σ' ένα κεφάλι νεκρικό. Α! Η μίμηση της νεκροκεφαλής ήταν καταπληκτική! Οι διάφοροι ζωγράφοι γύρω του του έδιναν συγχαρητήρια για την πετυχημένη του μεταμφίεση… Τον ρωτούσαν σε ποιον μαιτρ, σε ποιο ατελιέ, (όπου σίγουρα θα σύχναζε και ο Πλούτωνας) του 'φτιαξαν μια τόσο ωραία νεκροκεφαλή! Δεν υπήρχε αμφιβολία: Για μια τέτοια νεκροκεφαλή θα 'χε ποζάρει ο ίδιος ο Χάρος!

Ο άνθρωπος με τη νεκροκεφαλή, το φτερωτό καπέλο και την κόκκινη στολή έσερνε πίσω του μια τεράστια κάπα από κόκκινο βελούδο που η φλόγα της απλωνόταν βασιλικά στο παρκέ. Πάνω σ' αυτήν την κάπα ήταν κεντημένη με χρυσά γράμματα μια φράση που όλοι διάβαζαν δυνατά: «Μη μ' αγγίζετε! Είμαι ο κόκκινος Θάνατος!…»

Κάποιος αποπειράθηκε να τον αγγίξει. Τότε, μέσα από ένα πορφυρό μανίκι πρόβαλε ένα χέρι σκελετού που σταμάτησε βίαια το χέρι του απερίσκεπτου, κι αυτός νιώθοντας να τον σφίγγουν κόκαλα, νιώθοντας να τον αγγίζει οργισμένος, ο ίδιος ο Θάνατος, μ' έναν τρόπο που έλεγες πως δε θα τον άφηνε ποτέ πια, άφησε μια κραυγή έκπληξης και πόνου. Όταν επιτέλους ο κόκκινος Θάνατος τον άφησε ελεύθερο, άρχισε να τρέχει σαν τρελός ανάμεσα στους καλεσμένους. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή το βλέμμα του Ραούλ διασταυρώθηκε με το βλέμμα τούτου του παράξενου προσώπου, που εκείνη τη στιγμή στράφηκε προς το μέρος του. Παρά λίγο να ξεφωνίσει: «Η νεκροκεφαλή του Περός -Γκιρέκ!» Τον είχε αναγνωρίσει!… Θέλησε να προχωρήσει προς το μέρος του, ξεχνώντας την Κριστίν. Όμως, το μαύρο ντόμινο, που κι αυτό έμοιαζε ταραγμένο, τον πήρε από το μπράτσο και τον τράβηξε μακριά από το φουαγιέ, μακριά απ' αυτό το δαιμονισμένο πλήθος που ανάμεσά του βρισκόταν ο κόκκινος Θάνατος…

Το μαύρο ντόμινο εξακολουθούσε να γυρνά κάθε τόσο πίσω το κεφάλι του και του Ραούλ του φάνηκε πως τουλάχιστον δυο φορές, αντίκρυσε κάτι που το τάραξε και το 'κανε να προχωρά ακόμη πιο γρήγορα, τραβώντας τον ξοπίσω του, λες και τους καταδίωκαν.

Μ' αυτόν τον τρόπο ανέβηκαν δυο πατώματα. Εκεί, τα σκαλιά και οι διάδρομοι ήταν σχεδόν άδειοι. Το μαύρο ντόμινο άνοιξε την πόρτα ενός θεωρείου κι έκανε νόημα στο άσπρο ντόμινο να μπει μέσα. Η Κριστίν (γιατί αυτή ήταν πραγματικά, αναγνώρισε και τη φωνή της), η Κριστίν λοιπόν, έκλεισε αμέσως την πόρτα πίσω της και του είπε χαμηλόφωνα να πάει στο πίσω μέρος του θεωρείου και να μείνει κρυμμένος. Ο Ραούλ έβγαλε τη μάσκα του. Η Κριστίν όχι. Καθώς ο νέος άντρας ήταν έτοιμος να της ζητήσει να βγάλει κι αυτή τη δική της, τη βλέπει έκπληκτος να σκύβει στο διαχωριστικό τοίχο του θεωρείου και να προσπαθεί ν' ακούσει τι γίνεται δίπλα. Μετά, μισάνοιξε την πόρτα και κοιτώντας στο διάδρομο είπε χαμηλόφωνα: «Πρέπει ν' ανέβηκε πάνω στο “θεωρείο των τυφλών”». Ξαφνικά φώναξε: «Κατεβαίνει ξανά!»

Θέλησε να ξανακλείσει την πόρτα αλλά ο Ραούλ την εμπόδισε, γιατί είχε δει στα σκαλιά που οδηγούσαν στο πάνω πάτωμα ένα κόκκινο πόδι και μετά ένα άλλο… και αργά αργά να κατεβαίνει με μεγαλοπρέπεια όλο το κατακόκκινο κουστούμι του κόκκινου Θανάτου. Ξανάδε τη νεκροκεφαλή του Περός-Γκιρέκ.

«Αυτός είναι!», φώναξε… «Αυτή τη φορά δε θα μου ξεφύγει!…»

Όμως, η Κριστίν πρόλαβε κι έκλεισε την πόρτα τη στιγμή που ο Ραούλ ορμούσε. Θέλησε να τη βγάλει απ' το δρόμο του…

«Μα, ποιος αυτός;» ρώτησε αυτή με μια φωνή ολότελα αλλαγμένη… «ποιος είν' αυτός που δε θ' αφήσετε να σας ξεφύγει;…»

Ο Ραούλ προσπάθησε βίαια να την απομακρύνει, όμως η νέα κοπέλα αντιστεκόταν με απροσδόκητη δύναμη… Κατάλαβε ή νόμισε πως κατάλαβε κι έγινε έξαλλος.

«Ποιος;» είπε θυμωμένα… «Μα, αυτός! Ο άνθρωπος που κρύβεται κάτω απ' την αποτρόπαια νεκρική μάσκα!… το κακό πνεύμα του νεκροταφείου του Περάς!… ο κόκκινος Θάνατος!… Επιτέλους! ο φίλος σας, κυρία μου… Ο Άγγελος σας… ο Άγγελος της μουσικής! Όμως, θα του βγάλω τη μάσκα, όπως θα βγάλω και 'γω τη δική μου, και θα κοιταχτούμε, αυτή τη φορά πρόσωπο με πρόσωπο, δίχως πέπλα και δίχως ψέματα και τότε πια θα ξέρω ποιος είναι αυτός που σας αγαπά και που και σεις αγαπάτε!»

Ξέσπασε σ' ένα τρελό γέλιο, ενώ η Κριστίν, πίσω απ' το λύκο της, ξέσπαγε σε πονεμένα αναφιλητά.

Άπλωσε με μια τραγική κίνηση, τα δυο της χέρια που σχημάτιζαν ένα εμπόδιο από λευκή σάρκα πάνω στην πόρτα.

«Στ' όνομα της αγάπης μας Ραούλ, δε θα περάσετε!…»

Σταμάτησε. Τι είπε;… Στο όνομα της αγάπης τους;… Μα μέχρι τότε, ποτέ μα ποτέ δε του είχε πει πως τον αγαπά. Κι ωστόσο, δεν της είχαν λείψει οι ευκαιρίες!… Τον είχε δει άρρωστο, σχεδόν νεκρό από τον τρόμο και το κρύο, μετά από κείνη τη νύχτα στο νεκροταφείο του Περός. Μήπως είχε σταθεί κοντά του τότε που τη χρειαζόταν περισσότερο παρά ποτέ; Όχι! Είχε φύγει μακριά!… Και τώρα, έλεγε πως τον αγαπά! Μιλούσε «στο όνομα της αγάπης τους»! Όχι δα! Ο μοναδικός της σκοπός ήταν να τον καθυστερήσει μερικά δευτερόλεπτα… Έπρεπε να βοηθήσει τον κόκκινο Θάνατο να ξεφύγει… Η αγάπη τους! Έλεγε ψέματα!…

Της είπε μ' ένα παιδικό μίσος:

«Λέτε ψέματα, κυρία μου! Δε μ' αγαπάτε, ποτέ δε μ' αγαπήσατε! Μόνο που εγώ, σαν άπραγος νέος που είμαι αφέθηκα να γίνω παιχνίδι στα χέρια σας, σας επέτρεψα να με κάνετε ό,τι θέλετε! Με τη στάση σας, με τη χαρά που εκφράζει το βλέμμα σας όταν με βλέπατε, ακόμη και με τη σιωπή σας μ' αφήνατε να ελπίζω; Μ' αφήνατε να ελπίζω, και 'γω έλπιζα με τίμιο τρόπο, γιατί, κυρία μου, πρέπει να ξέρετε πως είμαι ένας έντιμος άνθρωπος και νόμισα πως και σεις είστε μια έντιμη γυναίκα, ενώ εσείς το μόνο που είχατε στο νου σας ήταν πώς να με κοροϊδέψετε! Αλίμονο! Κοροϊδέψατε τους πάντες και τα πάντα! Εκμεταλλευτήκατε ασύστολα την αγνή καρδιά της ευεργέτιδάς σας. Αυτής, που εξακολουθεί ακόμη να πιστεύει στην ειλικρίνειά σας, ενώ εσείς κυκλοφορείτε στο χορό της Όπερας παρέα με τον κόκκινο Θάνατο!… Σας περιφρονώ!…»

Άρχισε να κλαίει. Εκείνη τον άφηνε να την κατηγορεί. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να τον κρατήσει εκεί.

«Μια μέρα, θα μου ζητήσετε συγνώμη Ραούλ για όλ' αυτά τα φριχτά πράγματα που μου είπατε… και γω θα σας συγχωρέσω!…»

Κούνησε το κεφάλι.

«Όχι! Όχι! Μ' έχετε κάνει τρελό!… Όταν σκέφτομαι πως το μόνο που ήθελα πια στη ζωή μου ήταν να δώσω τ' όνομά μου σε μια κοπέλα της Όπερας!…»

«Δυστυχισμένε Ραούλ!…»

«Μου 'ρχεται να πεθάνω απ' την ντροπή μου!»

«Πρέπει να ζήσετε φίλε μου», είπε η Κριστίν με σοβαρή κι αλλαγμένη φωνή… «Αντίο!…»

«Αντίο, Κριστίν!…»

«Αντίο, Ραούλ!…»

Ο νέος άντρας προχώρησε με αβέβαιο βήμα. Τόλμησε να σαρκάσει για μια ακόμη φορά:

«Φαντάζομαι πως μου επιτρέπετε να έρχομαι να σας χειροκροτώ από καιρού εις καιρόν».

«Δε θα τραγουδήσω ποτέ πια, Ραούλ!…»

«Αλήθεια;» πρόσθεσε μ' ακόμη μεγαλύτερη ειρωνεία… «Ώστε θα έχετε λοιπόν όλο τον καιρό στη διάθεση σας: τα συγχαρητήρια μου!… Έ, τότε θα ξαναβρεθούμε ίσως στο δάσος, κάποιο βράδυ!»

«Δεν πρόκειται να ξαναβρεθούμε ούτε στο δάσος ούτε αλλού, Ραούλ. Δε θα με δείτε ποτέ πια…»

«Μήπως, τουλάχιστον, μπορούμε να μάθουμε σε ποια σκοτάδια επιστρέφετε;… Για ποια κόλαση ξεκινάτε, μυστηριώδης μου κυρία;… ή μάλλον για ποιον παράδεισο;…»

«Αυτό ήθελα να σας πω απόψε φίλε μου. Αλλά, τώρα πια, δεν μπορώ να σας πω τίποτα…

»…ό,τι και να σας πω πια δεν πρόκειται να με πιστέψετε! Έχετε χάσει την εμπιστοσύνη σας σε μένα, Ραούλ… πάει πια, όλα τέλειωσαν!…». Όταν πρόφερε αυτό το «όλα τέλειωσαν» είχε ένα τόσο απελπισμένο ύφος που ο νέος άντρας σκίρτησε κι άρχισε να νιώθει τύψεις για τα σκληρά του λόγια…

«Μα επιτέλους!» φώναξε… «Πείτε μου τι σημαίνουν όλ' αυτά!… Είσαστε ελεύθερη, τίποτα δε σας εμποδίζει… Κυκλοφορείτε άνετα στην πόλη… φοράτε το ντόμινο για να 'ρθετε στο χορό… Γιατί δε γυρνάτε σπίτι σας;… Τι κάνατε τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες;… Τι είναι αυτή η ιστορία με τον Άγγελο της μουσικής που διηγηθήκατε στη μητέρα-Βαλέριους; Κάποιος μπορεί να σας κορόιδεψε εκμεταλλευόμενος την ευπιστία σας… Εγώ ο ίδιος, ήμουν μάρτυρας στο Περάς… μα τώρα ξέρετε πως μπορείτε να στηριχθείτε πάνω μου, Κριστίν… Μου φαίνεστε πολύ ταραγμένη… Όμως τώρα ξέρετε τι συμβαίνει… Κριστίν, νομίζω πως είστε πολύ συνετός άνθρωπος… Ξέρετε τι κάνετε!… κι όμως, η μητέρα — Βαλέριους εξακολουθεί να σας περιμένει μιλώντας για τον καλό σας Άγγελο!… Εξηγηθείτε, σας παρακαλώ… Κριστίν. Άλλοι μπορεί να ξεγελάστηκαν… όχι όμως κι εγώ… Τι κωμωδία είναι αυτή, τι είναι όλη αυτή η ιστορία;…»

Η Κριστίν σήκωσε τη μάσκα της και πολύ απλά είπε:

«Πρόκειται, φίλε μου, για τραγωδία…»

Ο Ραούλ είδε το πρόσωπο της και τα 'χάσε. Τα λαμπερά χρώματα που είχε άλλοτε είχαν εξαφανιστεί. Μια θανάσιμη χλομάδα απλωνόταν στα χαρακτηριστικά της, που τα θυμόταν τόσο γοητευτικά και τόσο γλυκά, αντανακλάσεις της ειρηνικής χάρης μιας ήσυχης συνείδησης. Πόσο βασανισμένα έμοιαζαν τώρα! Τα σημάδια του πόνου είχαν χαραχτεί αλύπητα στο πρόσωπό της και τα όμορφα γαλανά της μάτια, που άλλοτε ήταν καθαρά σαν τις λίμνες που χρησίμευαν για μάτια στη μικρή Λότε, εκείνη τη βραδιά, είχαν μια βαθιά σκοτεινιά, ήταν μυστηριώδη κι ανεξερεύνητα· κυκλωμένα από μια τρομαχτικά θλιβερή σκιά.

«Καλή μου! καλή μου φίλη!» αναστέναξε απλώνοντας τα χέρια του… «μου υποσχεθήκατε πως θα με συγχωρέσετε…»

«Ίσως… ίσως κάποια μέρα…» είπε ξαναβάζοντας τη μάσκα της κι έφυγε, απαγορεύοντας του να την ακολουθήσει…

Θέλησε να ριχτεί ξοπίσω της, εκείνη όμως στράφηκε προς το μέρος του επαναλαμβάνοντας με τέτοια αυταρχικότητα την απαγορευτική της κίνηση ώστε δεν τόλμησε να κάνει βήμα.

Την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν… Μετά, επέστρεψε κι αυτός στο πλήθος και δίχως να καταλαβαίνει καλά καλά τι κάνει, με τα μηνίγγια του να σφυροκοπούν και την καρδιά ραγισμένη, ρωτούσε, διασχίζοντας την αίθουσα, μήπως είδαν τον κόκκινο Θάνατο. «Ποιος είναι αυτός ο κόκκινος Θάνατος;» τον ρωτούσαν κι αυτός απαντούσε: «Είναι ένας μεταμφιεσμένος κύριος με μια νεκροκεφαλή και μια τεράστια κόκκινη μπέρτα». Τότε όλοι του 'λεγαν πως ο κόκκινος Θάνατος μόλις είχε περάσει από κει σέρνοντας το βασιλικό του μανδύα. Όμως, αυτός, δεν τον συνάντησε πουθενά. Τέλος, κατά τις δύο το πρωί επέστρεψε στο διάδρομο που οδηγούσε στο καμαρίνι της Κριστίν Ντααέ.

Τα βήματά του τον οδήγησαν στον τόπο όπου είχαν αρχίσει τα βάσανά του. Χτύπησε την πόρτα. Κανείς δεν του απάντησε. Μπήκε όπως και την άλλη φορά, τότε που αναζητούσε παντού την αντρική φωνή. Το καμαρίνι ήταν άδειο. Μια λάμπα γκαζιού ήταν αναμμένη. Πάνω σ' ένα μικρό γραφείο υπήρχε χαρτί αλληλογραφίας. Σκέφτηκε να γράψει στην Κριστίν, όμως εκείνη την ώρα ακούστηκαν βήματα στο διάδρομο… Μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί στο μπουντουάρ που χωριζόταν απ' το καμαρίνι μόνο με μια κουρτίνα. Ένα χέρι έσπρωξε την πόρτα. Ήταν η Κριστίν!

Κράτησε την ανάσα του. Ήθελε να δει! Ήθελε να μάθει!… Κάτι του 'λεγε πως επρόκειτο να παρακολουθήσει ένα μέρος απ' το μυστήριο και πως ίσως επιτέλους κάτι θα 'ρχιζε να καταλαβαίνει.

Η Κριστίν μπήκε μέσα. Έβγαλε με μια κουρασμένη κίνηση τη μάσκα της και την έριξε στο τραπέζι. Αναστέναξε, άφησε τ' όμορφο κεφάλι της να πέσει μέσ' στα χέρια της… Τι να σκεφτόταν άραγε;… Τον Ραούλ;… Όχι! Γιατί ο Ραούλ την άκουσε να μουρμουρίζει: «Καημένε Ερίκ!»

Στην αρχή νόμισε πως δεν άκουσε καλά. Άλλωστε, ήταν πεισμένος πως αν έπρεπε να λυπηθεί για κάποιον, αυτός δε θα 'ταν άλλος απ' τον Ραούλ. Τι το πιο φυσικό από το ν' αναστέναζε και να 'λεγε «Καημένε Ραούλ!». Όμως, εκείνη επανέλαβε κουνώντας το κεφάλι: «Καημένε Ερίκ!». Μα τι δουλειά είχε αυτός ο Ερίκ μέσ' στους αναστεναγμούς της Κριστίν και γιατί η μικρή νεράιδα του Βορρά λυπόταν για τον Ερίκ, την ώρα που ο Ραούλ ήταν ο τόσο δυστυχισμένος.

Η Κριστίν άρχισε να γράφει: βαριά, ήσυχα, τόσο ήρεμα που ο Ραούλ, ο οποίος ακόμη έτρεμε από το δράμα που τους χώριζε, εντυπωσιάστηκε.

«Τι ψυχραιμία!» αναλογίστηκε… Συνέχιζε να γράφει ήρεμα γεμίζοντας μια, δυο, τρεις, τέσσερις σελίδες. Ξαφνικά, γύρισε πίσω το κεφάλι της κι έκρυψε βιαστικά τα φύλλα στον κόρφο της… Έμοιαζε ν' αφουγκράζεται… Ο Ραούλ αφουγκράστηκε κι αυτός… Από πού ερχόταν άραγε αυτός ο περίεργος θόρυβος; Αυτός ο απόμακρος ρυθμός; Ένα υπόκωφο τραγούδι έμοιαζε να βγαίνει απ' τους τοίχους!… Μα ναι! Θα 'λεγε κανείς πως οι τοίχοι τραγουδούσαν!… Το τραγούδι όσο πήγαινε γινόταν καθαρότερο… ακουγόταν ολοένα και καθαρότερα… ξεχώριζαν και τα λόγια…ξεχώριζε και μια φωνή… μια πολύ ωραία, πολύ γλυκιά και γοητευτική φωνή… παρ' όλη τη γλυκύτητα όμως ήταν μια φωνή βαριά, μια φωνή αντρική… Η φωνή ολοένα και πλησίαζε… πέρασε τους τοίχους… έφτασε…και τώρα πια η φωνή ήταν μέσα στο δωμάτιο, μπροστά στην Κριστίν. Η Κριστίν σηκώθηκε και άρχισε να μιλά στη φωνή λες και μιλούσε σε κάποιον που βρισκόταν δίπλα της.

«Να 'μαι Ερίκ», είπε, «είμαι έτοιμη. Τελικά, εσείς καθυστερήσατε φίλε μου».

Ο Ραούλ, που κοιτούσε προσεχτικά, πίσω απ' την κουρτίνα του, δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, που έτσι κι αλλιώς δεν του έδειχναν τίποτε.

Η φυσιογνωμία της Κριστίν φωτίστηκε. Ένα ωραίο χαμόγελο στάθηκε στα άχρωμα χείλια της. Ένα χαμόγελο σαν κι αυτό που έχουν όσοι αναρρώνουν μετά από μεγάλη αρρώστια κι αρχίζουν να ελπίζουν ξανά στη ζωή.

Η ασώματη φωνή ξανάρχισε να τραγουδά. Σίγουρα, ο Ραούλ ποτέ δεν είχε ξανακούσει τίποτα παρόμοιο. Ήταν μια φωνή που συνένωνε, σε μια μοναδική στιγμή, με μια μοναδική πνοή, ολότελα διαφορετικά πράγματα: την πλατιά κι ηρωική γλυκύτητα και το νικηφόρο ενθουσιασμό. Τη μεγαλύτερη απαλότητα μέσα στη δύναμη· τη μεγαλύτερη δύναμη μέσ' στην απαλότητα και το θρίαμβο. Σ' αυτήν τη φωνή υπήρχαν κορυφαίες στιγμές που το άκουσμά τους ήταν ικανό ν' «απογειώσει» τους θνητούς που αισθάνονται, αγαπούν και καταλαβαίνουν τη μουσική. Σ' αυτήν τη φωνή υπήρχε μια ήσυχη και καθάρια πηγή αρμονίας απ' όπου οι πιστοί μπορούσαν να ξεδιψάσουν, σίγουροι πως κοινωνούν τη μουσική χάρη. Ο Ραούλ άκουγε τη φωνή συνεπαρμένος. Άρχιζε να καταλαβαίνει το πώς η Κριστίν Ντααέ μπόρεσε να εμφανιστεί εκείνο το βράδυ στο έκπληκτο κοινό, τραγουδώντας με μιαν άγνωστη ως τότε ομορφιά, προκαλώντας συναισθήματα πέρα απ' τ' ανθρώπινα. Δίχως αμφιβολία, θα πρέπει να βρισκόταν ακόμη κάτω από την επήρεια αυτού του μυστηριώδους αόρατου δασκάλου! Καταλάβαινε ακόμη καλύτερα τούτο το εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, ακούγοντας αυτή την εξαίσια φωνή να τραγουδά μια εντελώς απλή μελωδία. Η φωνή, με το τίποτα, θαυματουργούσε! Η κοινοτυπία των στίχων και η εύκολη, σχεδόν χυδαία, μελωδία είχαν ολότελα μεταμορφωθεί απ' αυτήν την πνοή που ανύψωνε, στίχους και μουσική, αγγίζοντας με τα φτερά του πάθους τους ουρανούς. Γιατί, αυτή η φωνή μπορούσε να δοξάσει και να εξαγνίσει ακόμα κι ένα ασεβές τραγούδι.

Αυτή η φωνή τραγουδούσε «τη νύχτα του Υμεναίου», από το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».

Ο Ραούλ είδε την Κριστίν ν' απλώνει τα χέρια προς τη φωνή, όπως είχε κάνει και τότε στο νεκροταφείο του Περός όταν άπλωσε τα χέρια της προς το αόρατο βιολί που έπαιζε την «Ανάσταση του Λαζάρου»…

Τίποτα δεν είναι σε θέση να εκφράσει το πάθος με το οποίο η φωνή έλεγε:

Η μοίρα σ' αλυσοδένει μαζί μου για πάντα!

Ο Ραούλ ένιωθε την καρδιά του χίλια κομμάτια, καθώς πάλευε με τη γοητεία που ασκούσε πάνω του η φωνή που έμοιαζε να του παίρνει όλη του τη θέληση κι ενεργητικότητα και να του στερεί την πνευματική του διαύγεια, τη στιγμή ακριβώς που του ήταν περισσότερο απαραίτητη. Κατάφερε τελικά να τραβήξει την κουρτίνα που τον έκρυβε και να προχωρήσει προς την Κριστίν. Εκείνη, την ώρα αυτή, προχωρούσε προς το βάθος του δωματίου. Όλος ο τοίχος ήταν καλυμμένος από ένα μεγάλο καθρέφτη που αντανακλούσε την εικόνα της. Δεν μπορούσε να τον δει, γιατί βρισκόταν ακριβώς πίσω της, έτσι που η φιγούρα της τον κάλυπτε εντελώς.

Η μοίρα σ' αλυσοδένει μαζί μου για πάντα!…

Η Κριστίν εξακολουθούσε πάντα να βαδίζει προς την εικόνα της και η εικόνα της ερχόταν προς αυτήν. Οι δυο Κριστίν σώμα και εικόνα άγγιξαν στο τέλος ή μια την άλλη, έγιναν ένα κι ο Ραούλ άπλωσε το χέρι λες για ν' αδράξει με μια του κίνηση και τις δυο.

Όμως, σαν από κάποιο εκθαμβωτικό θαύμα, ένιωσε κάτι να τον συγκλονίζει. Ο Ραούλ βρέθηκε στην άλλη γωνιά του δωματίου, ενώ ένας παγωμένος αέρας του χτυπούσε το πρόσωπο. Δεν έβλεπε πια δυο, αλλά τέσσερις, οχτώ, είκοσι Κριστίν που στριφογύριζαν πανάλαφρες γύρω του, που τον κορόιδευαν και που μόλις πήγαινε να τις αγγίξει εξαφανίζονταν. Τελικά, όλα ακινητοποιήθηκαν ξανά και τότε είδε στον καθρέφτη τον εαυτό του. Η Κριστίν είχε εξαφανιστεί.

Προχώρησε γρήγορα προς τον καθρέφτη. Ακούμπησε στους τοίχους. Κανείς! Κι ωστόσο, στο καμαρίνι αντηχούσε ακόμη ένας μακρινός παθιασμένος ρυθμός:

Η μοίρα σ' αλυσοδένει μαζί μου για πάντα!…

Πίεσε με τα χέρια του το ιδρωμένο του μέτωπο, ψηλάφισε το δέρμα του που 'χε ανατριχιάσει, ψηλάφισε το ημίφως, ύψωσε τη φλόγα της λάμπας. Ήταν σίγουρος πως δεν ονειρευόταν. Βρισκόταν μέσα σ' ένα εκπληκτικό φυσικό και ηθικό παιχνίδι. Σ' ένα παιχνίδι που δεν ήξερε κανένα του κανόνα και που μπορούσε να τον συντρίψει. Αισθανόταν κάπως σαν ένας πρίγκιπας που του αρέσουν οι περιπέτειες και που είχε διαβεί τα απαγορευμένα όρια κάποιου νεραϊδοπαραμυθιού. Τώρα πια θα πρέπει όλα να τα περιμένει. Δεν πρέπει να παραξενευτεί αν δει τον εαυτό του να γίνεται θύμα μαγικών φαινομένων αφού, άθελά του, τα είχε προκαλέσει ο ίδιος, με τον έρωτα του…

Μα, από πού; από πού έφυγε η Κριστίν;

Από πού θα ξανάρθει;…

Θα ξαναρχόταν;… Αλίμονο! Γιατί αναρωτιόταν; Αφού του είχε πει πως όλα είχαν τελειώσει!… κι αυτός ο τοίχος που δεν έπαυε να επαναλαμβάνει: Η μοίρα σ' αλυσοδένει μαζί μου για πάντα; Με ποιον αλυσοδένει; Μ' εμένα;

Έτσι, εξουθενωμένος, ηττημένος, με το μυαλό ταραγμένο, κάθησε στο ίδιο κάθισμα που μέχρι πριν λίγο καθόταν η Κριστίν. Όπως κι εκείνη έτσι κι αυτός, άφησε το κεφάλι του να πέσει μέσα στα χέρια του. Όταν το ξανασήκωσε δάκρυα έτρεχαν απ' τα μάτια του. Έκλαιγε σαν τα μικρά ζηλιάρικα παιδιά, έκλαιγε για τη συμφορά του, για μια συμφορά που ήταν πέρα για πέρα αληθινή κι όχι μόνο αληθινή αλλά και πολύ συνηθισμένη για όλους τους ερωτευμένους της γης, μια συμφορά που συνοψιζόταν στην ερώτηση:

«Ποιος είναι αυτός ο Ερίκ;»

Загрузка...