ΕΤΣΙ, έφτασαν στις στέγες. Αυτή γλιστρούσε πάνω τους ελαφριά κι άνετη, σαν χελιδόνι. Το βλέμμα τους διέσχισε τον έρημο χώρο ανάμεσα στους τρεις τρούλους και το τριγωνικό αέτωμα. Η Κριστίν ανάπνευσε δυνατά, εκεί, πάνω απ' το Παρίσι, που απλωνόταν δουλεύοντας. Κοίταξε τον Ραούλ μ' εμπιστοσύνη. Τον φώναξε κοντά της κι έτσι, ο ένας πλάι στον άλλον, περπάτησαν, ψηλά στους τσίγκινους δρόμους και τις μεταλλικές λεωφόρους. Κοίταζαν την αντανάκλαση της δίδυμης φιγούρας τους μέσα στο ακίνητο νερό των μεγάλων δεξαμενών, εκεί όπου τα καλοκαίρια, τα πιτσιρίκια του χορού, καμιά εικοσαριά αγόρια, βουτούσαν και μάθαιναν να κολυμπούν.
Η σκιά πρόβαλε ακολουθώντας πιστά τα βήματά τους. Απλωνόταν πάνω στις στέγες, κουνώντας μαλακά τις μεγάλες μαύρες της φτερούγες, περιπλανώμενη στα σταυροδρόμια των σιδερένιων μονοπατιών, στριφογυρνώντας γύρω απ' τις δεξαμενές, περικυκλώνοντας σιωπηλή τους τρούλους. Τα δυστυχισμένα παιδιά, που ούτε καν υποψιάζονταν την παρουσία της, πήγαν και κάθισαν ήσυχα, μ' εμπιστοσύνη, κάτω απ' τον προστατευτικό Απόλλωνα, που με την μπρούτζινη κίνηση του βύθιζε την υπέροχη λύρα του στην καρδιά ενός πυρπολούμενου ουρανού.
Το φλογισμένο ανοιξιάτικο σούρουπο τους αγκάλιαζε. Τα σύννεφα περνούσαν αργά, απλώνοντας τα χρυσαφένια και πορφυρά, παρμένα απ' το ηλιοβασίλεμα, χρώματά τους πάνω στους δυο νέους. Τότε η Κριστίν είπε στον Ραούλ: «Δε θ' αργήσουμε να πάμε πιο μακριά και πιο γρήγορα από τα σύννεφα, στην άκρη του κόσμου, και τότε θα μ' εγκαταλείψετε, Ραούλ. Ναι, ήρθε η στιγμή να με απαγάγετε, εγώ δε θα δεχτώ να σας ακολουθήσω· όμως, Ραούλ, εσείς θα με πάρετε!»
Του μίλησε με μιαν απίστευτη ένταση, με μια δύναμη που έμοιαζε να στρέφεται ενάντιά της, ενώ σφιγγόταν νευρικά πάνω του. Ο νέος άντρας αιφνιδιάστηκε.
«Φοβάστε, λοιπόν, Κριστίν πώς θ' αλλάξετε γνώμη;»
«Δεν ξέρω, είπε κουνώντας παράξενα το κεφάλι της. Είναι ένας δαίμονας!»
Ανατρίχιασε. Αναστενάζοντας έγινε τόση δα στην αγκαλιά του.
«Τώρα, φοβάμαι να πάω ξανά να μείνω μαζί του, μέσ' τη γη!»
«Μα, ποιος σας υποχρεώνει να ξαναγυρίσετε εκεί Κριστίν;»
«Αν δε γυρίσω κοντά του, μπορεί να συμβούν φοβερά πράγματα!… Μα δεν μπορώ πια! Δεν μπορώ άλλο!… Ξέρω πως πρέπει να συμπονούμε αυτούς που μένουν “κάτω απ' τη γη…” Αυτός όμως είναι φοβερός! Κι ωστόσο, η ώρα πλησιάζει… μόνο μια μέρα μου απομένει… έτσι δεν είναι; Κι αν δεν πάω εγώ θα 'ρθει αυτός να με αναζητήσει, με τη φωνή του. Θα με σύρει μαζί του, σ' αυτόν, στο σπίτι του κάτω απ' τη γη· θα γονατίσει μπρος μου με το νεκρικό του κεφάλι!… και θα μου πει πως μ' αγαπά… και θα κλάψει! Α… Ραούλ, τα δάκρυα του… τα δάκρυα του που κυλούν μέσα απ' αυτές τις δυο μαύρες τρύπες του νεκρικού του κεφαλιού. Δεν μπορώ να δω ξανά τα δάκρυα του να κυλάνε!»
Έστριψε τα χέρια της μ' ένα φριχτό τρόπο, ενώ ο Ραούλ, παρασυρμένος κι αυτός από τούτη την κολλητική απελπισία, την έσφιξε πάνω στην καρδιά του: «Όχι! Όχι! Δε θα τον ξανακούσετε να σας λέει πως σας αγαπά! Δε θα ξαναδείτε τα δάκρυά του να κυλάνε! Ας φύγουμε!… Αμέσως, τώρα, Κριστίν… σας ικετεύω ας φύγουμε!…» Είχε κιόλας αρχίσει να την τραβά.
Εκείνη όμως τον σταμάτησε.
«Όχι. Όχι», είπε γνέφοντας αρνητικά με το κεφάλι της. «Όχι τώρα!… Θα 'ταν πολύ σκληρό… Αφήστε τον να μ' ακούσει να τραγουδώ για μια ακόμη φορά, αύριο το βράδυ… για τελευταία φορά… και μετά θα φύγουμε. Θα έρθετε τα μεσάνυχτα στο καμαρίνι μου. Ακριβώς τα μεσάνυχτα. Εκείνη την ώρα αυτός θα με περιμένει στην τραπεζαρία της λίμνης… Θα 'μαστε ελεύθεροι και θα με πάρετε!… Θα με πάρετε ακόμη κι αν αρνηθώ… πρέπει να μου το ορκιστείτε, Ραούλ… γιατί νιώθω πως αν γυρίσω ξανά εκεί, αυτή τη φορά ίσως δε θα επιστρέψω ποτέ πια!…»
Πρόσθεσε:
«Δεν μπορείτε να με καταλάβετε!…»
Αναστέναξε μ' ένα τέτοιον τρόπο που του φάνηκε πως κι ένας άλλος αναστεναγμός ακούστηκε πίσω της, σαν απάντηση.
«Δεν ακούσατε τίποτα;»
Τα δόντια της χτυπούσαν.
«Όχι», διαβεβαίωσε το Ραούλ, «δεν άκουσα τίποτα…»
«Παραείναι φριχτό», παραδέχτηκε, «να τρέμω έτσι όλη την ώρα… Κι ωστόσο, εδώ δεν κινδυνεύουμε. Είμαστε σπίτι μας, σπίτι μου, στον ουρανό, στον αέρα, στη μέρα. Ο ήλιος λάμπει και στα πουλιά της νύχτας δεν αρέσει να κοιτάζουν τον ήλιο! Ποτέ δεν τον έχω δει με το φως της μέρας… Θα πρέπει νάναι κάτι το φριχτό!…» μουρμούρισε κοιτώντας τον Ραούλ με χαμένο βλέμμα. «Την πρώτη φορά που τον είδα νόμιζα πως θα πέθαινα απ' το φόβο μου!»
«Γιατί», ρώτησε ο Ραούλ, πραγματικά φοβισμένος με την τροπή που έπαιρνε αυτή η παράξενη και καταπληκτική εξομολόγηση… «γιατί φοβηθήκατε πώς θα πεθάνετε;»
«Μα, γιατί τον είδα!!!»
Αυτή τη φορά, η Κριστίν κι ο Ραούλ κοίταξαν ταυτόχρονα πίσω τους.
«Υπάρχει κάποιος εδώ, κάποιος που υποφέρει!» είπε ο Ραούλ… «Κάποιος πληγωμένος, ίσως… Ακούσατε;»
«Εγώ δε θα μπορούσα να σας πω», παραδέχτηκε η Κριστίν, «γιατί ακόμη κι όταν δεν είναι δω, στ' αφτιά μου αντηχούν πάντα οι αναστεναγμοί του… Όμως, αν ακούσατε κάτι…»
Σηκώθηκαν και κοίταξαν γύρω τους…» Ήταν ολομόναχοι πάνω στη μολυβένια στέγη. Ξανακάθησαν. Ο Ραούλ ρώτησε:
«Πώς τον είδατε για πρώτη φορά;»
«Ήταν τρεις μήνες που τον άκουγα δίχως να τον βλέπω. Την πρώτη φορά που τον “άκουσα”, νόμισα, όπως και σεις, πως αυτή η εξαίσια φωνή που ξάφνου είχε αρχίσει να τραγουδά δίπλα, μου, ερχόταν από κάποιο διπλανό καμαρίνι. Βγήκα κι έψαξα παντού. Όμως, όπως ξέρετε Ραούλ, το καμαρίνι μου είναι απομονωμένο. Πάντως, όσο ήμουνα έξω απ' το καμαρίνι μου ήταν αδύνατον ν' ακούσω τη φωνή, ενώ εκείνη εξακολουθούσε ν' ακούγεται μέσα στο καμαρίνι μου. Δεν τραγουδούσε μόνο, μου μιλούσε, απαντούσε στις ερωτήσεις μου σαν μια αληθινή, πραγματική, ανθρώπινη φωνή, με μια μόνο διαφορά: πως ήταν όμορφη σαν φωνή αγγέλου. Πώς να εξηγήσω ένα τόσο ανεξήγητο φαινόμενο; Ποτέ μου δεν είχα πάψει να σκέφτομαι τον “Άγγελο της μουσικής”, που ο καημένος ο πατέρας μου είχε υποσχεθεί πως θα μου 'στελνε μετά το θάνατό του. Τολμώ να σας μιλήσω γι' αυτήν την τόσο απίστευτα αφελή μου σκέψη, γιατί κι εσείς γνωρίσατε τον πατέρα μου, τον πατέρα μου που σας αγαπούσε. Γιατί και σεις όταν είσασταν μικρός είχατε πιστέψει, όπως και γω, στον “Άγγελο της μουσικής” και γιατί είμαι σίγουρη πως δε θα χαμογελάσετε και δε θα με κοροϊδέψετε. Φίλε μου, είχα ακόμη την τρυφερή κι εύπιστη ψυχή της μικρής Λότε και σίγουρα δεν ήταν η συντροφιά της μαμά-Βαλέριους που θα μ' έκανε ν' αλλάξω… Είχα αυτή τη μικρή, κατάλευκη ψυχή, μέσα στα αφελή μου χέρια και με αφέλεια την έτεινα, την πρόσφερα στη φωνή αυτού του ανθρώπου πιστεύοντας πως την προσφέρω στον άγγελο. Το λάθος, σ' ένα βαθμό, ήταν και της θετής μου μητέρας. Δεν της είχα κρύψει τίποτα απ' αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο. Αυτή ήταν που πρώτη μου είπε: “Θα πρέπει να 'ναι ο άγγελος. Εν πάση περιπτώσει, μπορείς να τον ρωτήσεις”. Αυτό και έκανα και η φωνή μου απάντησε, πως πραγματικά ήταν η φωνή του Αγγέλου που περίμενα, αυτή που μου είχε υποσχεθεί ο πατέρας μου πεθαίνοντας. Από κείνη τη στιγμή άρχισε μια πολύ στενή σχέση ανάμεσά μας· της είχα απόλυτη εμπιστοσύνη. Μου είπε πως είχε κατέβει στη γη για να με κάνει να νιώσω τις ύψιστες χαρές της αιώνιας τέχνης και μου ζήτησε να της επιτρέψω να μου κάνει μαθήματα μουσικής κάθε μέρα. Συμφώνησα με μεγάλο ενθουσιασμό και δεν έλειψα σε κανένα από τα ραντεβού που μου έδινε στο καμαρίνι μου. Πάντα “συναντιόμασταν” στο καμαρίνι μου, μιας κι αυτή η γωνιά της Όπερας είναι έρημη. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε τι ήταν αυτά τα μαθήματα! Ίσως όμως, εσείς που ακούσατε αυτή τη φωνή κάτι μπορείτε να καταλάβετε».
«Καθόλου! Δεν έχω την παραμικρή ιδέα!…» είπε ο Ραούλ. «Με τι σας συνόδευε;»
«Με μια μουσική που αγνοώ, που ήταν πίσω απ' τον τοίχο, μια μουσική που είχε μια ασύγκριτη ακρίβεια. Άλλωστε, είπαμε φίλε μου, πως η Φωνή ήξερε ακριβώς πώς και πόσο με είχε επηρεάσει ο θάνατος του πατέρα μου και ποια απλή μέθοδο χρησιμοποιούσε όταν ζούσε. Έτσι, θυμίζοντάς μου, ή μάλλον θυμίζοντας στη φωνή μου, όλα τα περασμένα μαθήματα και κάνοντάς μου καινούργια, προχωρώντας με παραπέρα, έκανα φοβερές προόδους, προόδους που κανονικά απαιτούσαν χρόνια ολόκληρα. Θυμηθείτε, φίλε μου, πως είμαι αρκετά ευαίσθητη και πως η φωνή μου δεν είχε βρει ακόμη το χαρακτήρα της, το στυλ της. Οι χαμηλές νότες δεν είχαν δουλευτεί. Οι ψηλές ήταν μάλλον σκληρές και οι μεσαίες ήταν ασταθείς, συγκεχυμένες. Ο πατέρας μου είχε αγωνιστεί ενάντια σ' όλα αυτά τα ελαττώματα και, για μια στιγμή, φάνηκε να θριαμβεύει. Αυτά τα ελαττώματα η Φωνή τα νίκησε οριστικά. Σιγά σιγά, αύξησα την γκάμα των ήχων μου, σε βαθμό που ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ. Έμαθα να χρησιμοποιώ την αναπνοή μου. Πάνω απ' όλα όμως, η Φωνή μου αποκάλυψε το μυστικό του πώς ν' αναπτύσσω τους ήχους του στήθους σε μια φωνή σοπράνο. Τέλος, όλ' αυτά συνοδεύονταν από την ιερή φλόγα της έμπνευσης. Μου αποκάλυψε μια ζωή έντονη, αδηφάγα, θεία. Η Φωνή είχε την αρετή να με ανυψώνει ως εκείνη, όποτε την άκουγα. Μ' έκανε ικανή να την ακολουθώ στο δικό της υπέροχο πέταγμα… Η ψυχή της Φωνής κατοικούσε στο στόμα μου… μου εμφυσούσε την αρμονία!
»Μετά από μερικές βδομάδες, δεν αναγνώριζαν την ίδια μου τη φωνή… Ήμουν κατάπληκτη… φοβήθηκα πως μου είχαν κάνει μάγια. Όμως, η μαμά-Βαλέριους με καθησύχασε. Ήμουν πολύ καλό κορίτσι, είπε, για να μπορέσω να κινήσω το ενδιαφέρον του διαβόλου. Η πρόοδος μου είχε μείνει μυστική. Μόνο η μαμά-Βαλέριους, η Φωνή κι εγώ τη γνωρίζαμε. Αυτή, άλλωστε, ήταν η επιθυμία και η διαταγή της Φωνής. Πράγμα περίεργο, έξω απ' το καμαρίνι μου τραγουδούσα με τη συνηθισμένη μου φωνή και κανείς δεν είχε αντιληφθεί τίποτα. Έκανα ό,τι ήθελε η Φωνή. Μου έλεγε: πρέπει να περιμένουμε… Θα δείτε, θα καταπλήξουμε το Παρίσι!… Και γω περίμενα. Ζούσα βυθισμένη σε μια έκσταση όπου γινόταν ό,τι ήθελε η Φωνή. Ενώ συνέβαιναν όλ' αυτά, ένα βράδυ σας είδα στην αίθουσα. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που ούτε καν μου πέρασε απ' το νου να την κρύψω όταν επέστρεψα στο καμαρίνι μου. Για κακή μας τύχη η Φωνή ήταν κιόλας εκεί και δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει, απ' το ύφος μου, πως κάτι είχε συμβεί. Με ρώτησε “τι είχα” και δε θεώρησα κακό να της διηγηθώ την τρυφερή μας ιστορία και ούτε βέβαια προσπάθησα να της κρύψω τη θέση που είχατε στην καρδιά μου. Τότε η Φωνή σιώπησε. Της μιλούσα κι εκείνη δεν μου απαντούσε. Την ικέτευσα αλλά μάταια. Ένιωσα τρομοκρατημένη με τη σκέψη πως μπορεί να 'χε φύγει για πάντα! Ήταν φοβερό το πώς αισθάνθηκα φίλε μου!… Γύρισα σπίτι μου απελπισμένη. Ρίχτηκα στην αγκαλιά της μαμά-Βαλέριους λέγοντάς της: Ξέρεις, η Φωνή έφυγε! Ίσως δε ξανάρθει ποτέ πια! Τρόμαξε και κείνη όπως και εγώ και μου ζήτησε εξηγήσεις. Της τα διηγήθηκα όλα. Τότε μου είπε: “Διάβολε! η Φωνή ζηλεύει!” Αυτό, φίλε μου, μ' έκανε να καταλάβω πως σας αγαπούσα…»
Σ' αυτό το σημείο η Κριστίν σταμάτησε για λίγο. Έσκυψε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του Ραούλ και έμειναν έτσι για λίγο, σιωπηλοί, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Η συγκίνηση που τους είχε συνεπάρει ήταν τέτοια που δεν είδαν ούτε ένιωσαν, δυο βήματα πιο κει, τη σκιά που με τις δυο μεγάλες μαύρες της φτερούγες σύρθηκε κοντά τους, στην άκρη της στέγης. Τους πλησίασε τόσο πολύ, που κλείνοντας τις φτερούγες της θα μπορούσε να τους πνίξει…
«Την επομένη», συνέχισε η Κριστίν, μ' ένα βαθύ αναστεναγμό, «επέστρεψα στο καμαρίνι μου πολύ σκεφτική. Η Φωνή ήταν εκεί. Ω, φίλε μου! Μου μίλησε με τόση θλίψη! Μου δήλωσε ξεκάθαρα πως αν επρόκειτο να δώσω την καρδιά μου στη γη αυτή, δεν της έμενε τίποτ' άλλο να κάνει από το να ξανανέβει στον ουρανό. Αυτό μου το 'πε με τόσο ανθρώπινο πόνο, που από τότε έπρεπε να 'χα αρχίσει ν' αμφιβάλλω και να συνειδητοποιώ πως μ' έναν παράξενο κι ανεξήγητο ακόμη τρόπο, υπήρξα θύμα των απατηλών μου αισθήσεων. Όμως, η πίστη μου στη Φωνή ήταν απόλυτη. Βλέπετε, είχα συνδέσει την παρουσία της με τον πατέρα μου. Τίποτα δε με φόβιζε περισσότερο από το ενδεχόμενο της εξαφάνισης της. Από την άλλη, είχα αρχίσει ν' αναρωτιέμαι τι αισθανόμουν για σας. Σκέφτηκα πως δεν άξιζε τον κόπο να διακινδυνέψω άδικα. Άλλωστε, δεν ήξερα καν αν με θυμόσαστε. Ό,τι κι αν συνέβαινε, η κοινωνική σας θέση μου απαγόρευε οποιαδήποτε σκέψη για μια έντιμη ένωση μας. Ορκίστηκα, λοιπόν, πως δεν είσασταν τίποτα για μένα και πως σας έβλεπα μόνο σαν αδελφό κι ακόμη πως η καρδιά μου ήταν άδεια από κάθε επίγεια αγάπη… Να λοιπόν, φίλε μου, ο λόγος που απέφευγα το βλέμμα σας όταν στη σκηνή ή στους διαδρόμους προσπαθούσατε να μου τραβήξετε την προσοχή. Να, γιατί δε σας αναγνώριζα… να, γιατί δε σας έβλεπα!… Όλον αυτόν τον καιρό, οι ώρες των μαθημάτων που έκανα με τη Φωνή ήταν γεμάτες από θεία μέθη. Ποτέ μέχρι τότε η ομορφιά των ήχων δε με είχε συνεπάρει σε τέτοιο βαθμό. Μια μέρα, η Φωνή μου είπε: “Πήγαινε, τώρα, Κριστίν Ντααέ, μπορείς να χαρίσεις στους ανθρώπους λίγη απ' τη μουσική των ουρανών!”»
»Τι έγινε και κείνο το βράδυ του γκαλά η Καρλότα δεν ήρθε στο θέατρο; Πώς έγινε και με κάλεσαν να την αντικαταστήσω; Δεν ξέρω. Όμως τραγούδησα. Τραγούδησα με μια πρωτόγνωρη δύναμη. Ήμουν ελαφριά λες κι είχα φτερά στους ώμους μου. Για μια στιγμή, νόμισα πως η ψυχή μου είχε εγκαταλείψει το σώμα μου!»
«Ω, Κριστίν!» είπε ο Ραούλ που τα μάτια του βούρκωσαν σ' αυτή τη θύμηση, «εκείνη τη βραδιά η καρδιά μου πάλλονταν με κάθε ήχο της φωνής σας. Είδα τα δάκρυά σας να κυλούν πάνω στα χλομά σας μάγουλα κι έκλαψα κι εγώ μαζί σας. Μα, πώς μπορέσατε να τραγουδήσετε κλαίγοντας;»
«Ένιωθα τις δυνάμεις μου να μ' εγκαταλείπουν», είπε η Κριστίν, «έκλεισα τα μάτια… Όταν τα ξανάνοιξα είσασταν πλάι μου! Όμως, πλάι μου, Ραούλ, βρισκόταν κι η Φωνή!… Φοβήθηκα για σας κι έτσι, για μια ακόμη φορά, δε θέλησα, να δείξω πώς σας αναγνωρίζω κι έβαλα τα γέλια όταν μου θυμήσατε το περιστατικό με την εσάρπα!…
«Αλίμονο! Δεν μπορεί κανείς να ξεγελάσει τη Φωνή!… Εκείνη σας είχε αναγνωρίσει!… Και η Φωνή ζήλεψε!… Τις δυο επόμενες μέρες μου έκανε φριχτές σκηνές… Μου έλεγε: “Τον αγαπάτε! Αν δεν τον αγαπούσατε δε θα τον αποφεύγατε! Θα ήταν απλά ένας παλιός φίλος που θα μπορούσατε να τον χαιρετήσετε όπως και όλους τους άλλους… Αν δεν τον αγαπούσατε δε θα φοβόσασταν να μείνετε μόνη στο καμαρίνι μαζί του και μαζί μου!… Αν δεν τον αγαπούσατε δε θα τον διώχνατε!…”
«Αρκετά, είπα θυμωμένη στη Φωνή! Αύριο πρέπει να πάω στο Περός στον τάφο του πατέρα μου και θα παρακαλέσω τον κύριο Ραούλ ντε Σανιύ να με συνοδεύσει.
»“Κάντε όπως νομίζετε”, απάντησε η Φωνή. “Πρέπει να ξέρετε όμως πως κι εγώ θα βρίσκομαι στο Περός, γιατί βρίσκομαι παντού όπου βρίσκεστε και σεις Κριστίν κι αν εξακολουθείτε να είστε άξια της εμπιστοσύνης μου, αν δεν μου έχετε πει ψέματα, ακριβώς τα μεσάνυχτα, πάνω απ' τον τάφο του πατέρα σας θα σας παίξω την Ανάσταση του Λαζάρου, με το βιολί του νεκρού”.
«Έτσι, φίλε μου, αποφάσισα να σας γράψω το γράμμα που σας έφερε στο Περός. Πώς μπόρεσα να ξεγελαστώ τόσο πολύ; Πώς μπόρεσα βλέποντας τις τόσο προσωπικές ανησυχίες της Φωνής να μη σκεφτώ πως κάποια απάτη υπήρχε στη μέση; Κι όμως! Είχα πάψει ν' ανήκω στον εαυτό μου: ήμουν το αντικείμενο του!… Τα μέσα που είχε στη διάθεση της η Φωνή μπορούσαν εύκολα να ξεγελάσουν ένα παιδί σαν και μένα!»
«Μα, επιτέλους», φώναξε ο Ραούλ σ' αυτό το σημείο της διήγησης της Κριστίν, που έμοιαζε να οικτίρει τον εαυτό της για την απόλυτη αθωότητα της ψυχής της, «επιτέλους… δεν αργήσατε λοιπόν ν' ανακαλύψετε την αλήθεια… έτσι δεν είναι; Γιατί λοιπόν, δε φύγατε απ' αυτόν το φριχτό εφιάλτη;»
«Όταν έμαθα την αλήθεια!… Ραούλ!… Να βγω απ' αυτόν τον εφιάλτη!… Μα, μόνον όταν έμαθα την αλήθεια άρχισα να ζω τον εφιάλτη!… Σωπάστε! Σωπάστε! Δεν ξέρετε τίποτα ακόμη… Δε σας είπα τίποτα… και τώρα που θα κατέβουμε από τον ουρανό στη γη, κατηγορήστε με, Ραούλ, κατηγορήστε με!… Ένα βράδυ, ένα μοιραίο βράδυ… μου φαίνεται πως ήταν το βράδυ με τις τόσες συμφορές… Το βράδυ που η Καρλότα νόμισε πως μεταμορφώθηκε πάνω στη σκηνή σε φριχτό βατράχι, τότε που άρχισε να κράζει λες κι είχε περάσει όλη της τη ζωή στους βάλτους… το βράδυ που η αίθουσα βυθίστηκε στο σκοτάδι όταν ο τεράστιος πολυέλαιος γκρεμίστηκε στο πάτωμα… Εκείνο το βράδυ είχαμε πληγωμένους και νεκρούς και σ' όλο το θέατρο αντηχούσαν θλιμμένες κραυγές.
»Η πρώτη μου σκέψη, Ραούλ, όταν ξέσπασε το κακό, ήταν ταυτόχρονα, για σας και για τη Φωνή, γιατί εκείνη την εποχή κι οι δυο είχατε την ίδια θέση στην καρδιά μου. Εσάς, σας είδα στο θεωρείο του αδελφού σας κι έτσι σιγουρεύτηκα πως δε διατρέξατε κανέναν κίνδυνο. Όσο για τη Φωνή, μου είχε αναγγείλει πως επρόκειτο να παρακολουθήσει την παράσταση κι έτσι φοβήθηκα μήπως της συνέβη τίποτα. Πραγματικά, φοβήθηκα γι' αυτήν, λες κι ήταν ένας κανονικός άνθρωπος που ζούσε και που, επομένως, μπορούσε και να πεθάνει. Σκεφτόμουν: Θέε μου! Ο πολυέλαιος μπορεί να 'πεσε πάνω στη Φωνή. Εκείνη την ώρα βρισκόμουν πάνω στη σκηνή, αλλά φοβήθηκα τόσο πολύ που άρχισα να τρέχω μέσα στην αίθουσα για να δω μήπως η Φωνή ήταν ανάμεσα στους πληγωμένους ή τους νεκρούς. Τότε σκέφτηκα πως, αν δεν της είχε συμβεί κάτι κακό, θα βρισκόταν σίγουρα στο καμαρίνι μου, ακριβώς για να με καθησυχάσει. Έφτασα στο καμαρίνι μου. Η Φωνή δεν ήταν εκεί. Κλείστηκα μέσα και με δάκρυα στα μάτια την παρακαλούσα, αν ήταν ακόμη ζωντανή, να μου φανερωθεί. Η Φωνή δεν μου απάντησε. Ξαφνικά όμως, άκουσα ένα μακρόσυρτο, αλλόκοτο λυγμό, ένα λυγμό που γνώριζα πολύ καλά. Ήταν ο οδυρμός του Λαζάρου όταν, μετά το κάλεσμα του Ιησού, αρχίζει να σηκώνεται, ανοίγει τα μάτια κι αντικρύζει ξανά το φως του ήλιου. Ήταν ο θρήνος απ' το βιολί του πατέρα μου. Αναγνώρισα τον ήχο απ' το δοξάρι του Ντααέ. Αυτόν τον ίδιον ήχο, Ραούλ, που ακούγαμε όταν είμασταν μικροί και μας έκανε να μένουμε ακίνητοι στους δρόμους του Περός, τον ήχο που μας είχε μαγέψει τη νύχτα του νεκροταφείου. Μετά, από το ίδιο αόρατο θριαμβευτικό όργανο, ακούστηκε η χαρούμενη κραυγή της Ζωής κι η ίδια Φωνή που άρχισε να τραγουδά την κυρίαρχη φράση: “Έλα και πίστεψε σε μένα! Αυτοί που πιστεύουν σε μένα θα ξαναζήσουν! Περπατά! Αυτοί που πίστεψαν σε μένα δε θα πεθάνουν!” Δεν μπορώ να σας περιγράψω την εντύπωση που μου έκανε αυτή η μουσική που υμνούσε την αιώνια ζωή, τη στιγμή που πλάι μας κείτονταν νεκροί οι δυστυχισμένοι που είχαν πολτοποιηθεί από το μοιραίο πολυέλαιο… Ένιωθα σαν να μου 'λεγε να πάω σ' αυτή, να την ακολουθήσω. Απομακρύνθηκε και γω την ακολούθησα. “Έλα και πίστεψε σε μένα!” Πίστευα σ' αυτήν και προχωρούσα, προχωρούσα και, πράγμα παράξενο, το καμαρίνι μου έμοιαζε να μεγαλώνει, ολοένα να μεγαλώνει… Προφανώς, θα πρέπει να 'κανε κάποιο τρικ με τους καθρέφτες… θυμάμαι πως βρισκόμουν μπροστά στον καθρέφτη… και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα έξω από το καμαρίνι μου».
Σ' αυτό το σημείο, ο Ραούλ διέκοψε απότομα την Κριστίν:
«Τι θα πει χωρίς να το καταλάβετε; Τι πα να πει αυτό; Κριστίν! Κριστίν! Πρέπει να προσπαθήσετε να πάψετε πια να ονειρεύεστε!»
«Κι όμως, αγαπημένε μου φίλε, δεν ονειρευόμουν! Πραγματικά βρέθηκα έξω από το καμαρίνι μου, δίχως να το καταλάβω! Εσείς που με είδατε να εξαφανίζομαι απ' το καμαρίνι μου, μήπως, λοιπόν, εσείς μπορείτε να μου εξηγήσετε πώς συνέβη αυτό; Εγώ πάντως δεν μπορώ!… Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι πως ενώ βρισκόμουν μπροστά στον καθρέφτη, ξαφνικά έπαψα να τον βλέπω μπροστά μου και μετά γύρισα πίσω μου για να δω πού είναι, όμως πουθενά… δεν υπήρχε πια καθρέφτης μέσα στο καμαρίνι… Βρισκόμουν σ' ένα σκοτεινό διάδρομο… φοβήθηκα και έβαλα τις φωνές!…
»Γύρω μου ήταν θεοσκότεινα. Από μακριά φαινόταν μια μικρή κόκκινη λάμψη, που φώτιζε μια γωνιά του τοίχου, μια γωνιά όπου ενώνονταν δυο διάδρομοι. Φώναξα. Μόνο η φωνή μου ακουγόταν γιατί το τραγούδι και τα βιολιά είχαν σταματήσει. Και να πού, ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι, ένα χέρι ακούμπησε πάνω στο δικό μου… ή μάλλον κάτι τι που 'μοιαζε με κόκαλο κι ήταν παγωμένο, μου φυλάκισε το χέρι και δεν τ' άφηνε.
Φώναξα ξανά. Ένα μπράτσο μ' άρπαξε απ' τη μέση και με σήκωσε… Τρομοκρατημένη προσπάθησα ν' αντισταθώ. Τα δάχτυλά μου γλιστρούσαν πάνω στις υγρές πέτρες… Δεν μπορούσα να κρατηθώ από πουθενά. Μετά έπαψα να κινούμαι, νόμισα πως θα πέθαινα απ' το φόβο μου. Με πήγαιναν προς το μέρος που ήταν η μικρή κόκκινη λάμψη. Φτάσαμε σ' αυτήν τη λάμψη και τότε είδα πως βρισκόμουν στα χέρια ενός άντρα που ήταν τυλιγμένος με μια μεγάλη μαύρη κάπα και φορούσε μια μάσκα που έκρυβε όλο του το πρόσωπο… Έκανα μια τελευταία προσπάθεια. Τα μέλη μου σκλήρυναν, το στόμα μου άνοιξε ξανά για να ουρλιάξει αλλά ένα χέρι πρόλαβε και μου το 'κλεισε βίαια… Ένα χέρι που ένιωσα πάνω στα χείλια μου, πάνω στη σάρκα μου… ένα χέρι που μύριζε θάνατο! Λιποθύμησα.
»Πόσην ώρα έμεινα έτσι αναίσθητη; Δεν ξέρω… Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, είμασταν ακόμη, ο μαύρος άντρας και γω, μέσ' στο σκοτάδι. Ένα φανάρι πάνω στο έδαφος φώτιζε την άκρη μιας πηγής. Το νερό έτρεχε παφλάζοντας από τους τοίχους και σχεδόν αμέσως εξαφανιζόταν κάτω από το έδαφος όπου βρισκόμουν ξαπλωμένη. Το κεφάλι μου ήταν ακουμπισμένο πάνω στα γόνατα του άντρα με το μαύρο μανδύα και τη μαύρη μάσκα. Ο σιωπηλός μου συνοδός μου δρόσιζε τους κροτάφους με μια φροντίδα, προσοχή και λεπτότητα που μου ήταν αδύνατον να υποφέρω. Αυτή του η υπερβολική φροντίδα ήταν για μένα περισσότερο ανυπόφορη από την προηγούμενη βιαιότητά του. Τα χέρια του ήταν πανάλαφρα και εξακολουθούσαν να αναδίδουν τη μυρουδιά του θανάτου. Τα έσπρωξα μακριά μ' όλη μου τη δύναμη. Πήρα βαθιά ανάσα και τον ρώτησα: “Ποιος είστε; Πού είναι η Φωνή;” Μου απάντησε μ' ένα βαθύ αναστεναγμό. Ξάφνου, ένιωσα ένα ρεύμα ζεστού αέρα στο πρόσωπό μου και κάπως συγκεχυμένα μπόρεσα να διακρίνω μέσ' στο σκοτάδι, δίπλα στη μαύρη μορφή του άντρα, μια λευκή φιγούρα. Τότε άκουσα ένα χαρούμενο χλιμίντρισμα και κατάπληκτη μουρμούρισα: “Σεζάρ!” Το ζώο ανασηκώθηκε. Λοιπόν, φίλε μου, ήμουν μισοκοιμισμένη πάνω σε μια σέλα κι αναγνώρισα το λευκό άλογο του Προφήτη που τόσο συχνά παραχάιδευα, δίνοντάς του διάφορες λιχουδιές. Θυμήθηκα πως ένα βράδυ απλώθηκε στην Όπερα η φήμη ότι το ζώο είχε εξαφανιστεί και πως το είχε κλέψει το φάντασμα της Όπερας. Εγώ πίστευα στη Φωνή· δεν πίστεψα ποτέ στο φάντασμα και να που τώρα με τη σκέψη πως ίσως ήμουν αιχμάλωτη του φαντάσματος ανατρίχιαζα. Από τα τρίσβαθα της ψυχής μου καλούσα τη Φωνή να με βοηθήσει, γιατί βέβαια ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ πως η Φωνή και το φάντασμα ήταν ένα και το αυτό! Ακούσατε ποτέ, Ραούλ, να γίνεται λόγος για το φάντασμα της Όπερας;»
«Ναι», απάντησε ο νέος άντρας… «Πείτε μου όμως, Κριστίν, τι συνέβη όταν βρεθήκατε πάνω στο λευκό άλογο του Προφήτη;»
«Δεν έκανα καμιά κίνηση και αφέθηκα να με οδηγήσουν… Σιγά σιγά, ένας περίεργος λήθαργος έπαιρνε τη θέση της αγωνίας και του φόβου που είχα αισθανθεί στην αρχή αυτής της σατανικής περιπέτειας. Η μαύρη μορφή με βαστούσε και γω δεν έκανα πια καμιά προσπάθεια για να ξεφύγω. Μια απίστευτη γαλήνη είχε απλωθεί μέσα μου και σκέφτηκα πως βρισκόμουν κάτω από την ευεργετική επίδραση κάποιου ελιξήριου. Είχα πλήρη έλεγχο των αισθήσεών μου. Τα μάτια μου συνήθιζαν σιγά σιγά στο σκοτάδι που άλλωστε φωτιζόταν κάθε τόσο από σύντομες λάμψεις… Είχα την εντύπωση πως βρισκόμασταν σε κάποια στενή κυκλική στοά και συμπέρανα πως αυτή η στοά θα 'κανε το γύρο της Όπερας που κάτω απ' τη γη είναι τεράστια. Μια φορά μόνο είχα κατέβει σ' αυτά τα φανταστικά υπόγεια, όμως, ποτέ πιο πέρα απ' το τρίτο υπόγειο. Κι ωστόσο, δυο πατώματα πιο κάτω απλωνόταν μια ολόκληρη πόλη. Εκεί κάτω, είδα μορφές που μ' έκαναν να το βάλω στα πόδια. Εκεί κάτω υπάρχουν δαίμονες που στέκονται μπρος σε τεράστια καζάνια κραδαίνοντας φτυάρια και τσουγκράνες, που ανάβουν τις υψικάμινους με τεράστιες φλόγες και που, αν τολμήσετε να τους πλησιάσετε, σας απειλούν, ανοίγοντας μπροστά σας, ξαφνικά, τα πυρωμένα στόματα των φούρνων!… Έτσι κι εκείνη την εφιαλτική νύχτα, ενώ ο Σεζάρ ήσυχα ήσυχα με κουβαλούσε στην πλάτη του, είδα ξάφνου, από μακριά, από πολύ μακριά, σαν μέσα από αντεστραμμένο φακό μικροσκοπικούς μαύρους δαίμονες μπρος στις κόκκινες υψικάμινους των καλοριφέρ τους… Μια εμφανίζονταν… μια εξαφανίζονταν… εξακολούθησαν να εμφανίζονται κατά διαστήματα σ' όλη τη διάρκεια της παράξενης πορείας μας… Στο τέλος, εξαφανίστηκαν τελείως. Η αντρική μορφή εξακολουθούσε να με κρατά πάντα κι ο Σεζάρ προχωρούσε χωρίς οδηγό και με σίγουρο βήμα… Δεν ξέρω καθόλου πόσο διάρκεσε αυτό το ταξίδι μέσ' στη νύχτα. Είχα όμως την αίσθηση πως γυρνούσαμε γύρω γύρω… πως κατεβαίναμε ολοένα και πιο βαθιά στη γη. Ακολουθούσαμε μια άκαμπτη σπείρα που μας οδηγούσε στα έγκατα της γης… Μήπως όμως ήμουν ζαλισμένη;… Όχι, δεν το νομίζω… Είχα μιαν απίστευτη πνευματική διαύγεια. Σ' ένα σημείο, ο Σεζάρ τέντωσε τα ρουθούνια του, οσφρίστηκε την ατμόσφαιρα και άρχισε να προχωρά κάπως γρηγορότερα. Ένιωσα τον αέρα να υγραίνεται και μετά από λίγο ο Σεζάρ σταμάτησε. Η νύχτα φωτίστηκε. Μια γαλαζωπή ανταύγεια απλώθηκε γύρω. Προσπάθησα να καταλάβω πού βρισκόμασταν. Βρισκόμασταν στις όχθες μιας λίμνης που τα βαθιά μολυβένια της νερά χάνονταν μακριά, μέσα στο σκοτάδι… όμως η όχθη φωτιζόταν από το γαλαζωπό φως κι έτσι μπόρεσα να δω μια μικρή βάρκα δεμένη στην αποβάθρα.
«Βέβαια, ήξερα πως όλ' αυτά υπήρχαν πραγματικά και πως το θέαμα αυτής της λίμνης κι αυτής της βάρκας κάτω απ' τη γη δεν είχαν τίποτα το υπερφυσικό. Όμως, πρέπει να πάρετε υπόψη σας τις εξαιρετικές συνθήκες κάτω απ' τις οποίες έφτασα σ' αυτήν την όχθη. Φαντάζομαι πως κάπως έτσι θα αισθανόντουσαν και οι ψυχές των νεκρών που έφταναν στα νερά της Στυγός. Είμαι σίγουρη πως ο Χάροντας δε θα ήταν πιο πένθιμος ούτε περισσότερο σιωπηλός από την ανθρώπινη μορφή που με μετέφερε στη βάρκα. Μήπως είχε τελειώσει η επίδραση του ελιξήριου; Το κρύο αυτού του τόπου ήταν αρκετό για να με συνεφέρει. Ο λήθαργος έφευγε κι έκανα μερικές κινήσεις που φανέρωναν πως ο τρόμος άρχιζε ξανά να με συνεπαίρνει. Ο αλλόκοτος συνοδός μου πρέπει να το κατάλαβε γιατί, με μια απότομη κίνηση, έδιωξε τον Σεζάρ που χάθηκε μέσ' στα σκοτάδια της στοάς… Άκουσα τον ήχο που έκαναν τα πέταλά του ανεβαίνοντας μια σκάλα· μετά, ο άντρας μπήκε στη βάρκα, αφού προηγούμενα την έλυσε. Πήρε τα κουπιά κι άρχισε να κωπηλατεί δυνατά και γρήγορα. Κάτω απ' τη μάσκα τα μάτια του με παρακολουθούσαν συνέχεια. Ένιωθα πάνω μου την ακινησία του βλέμματος του να με βαραίνει. Ολόγυρά μας το νερό δεν έκανε κανένα θόρυβο. Γλιστρούσαμε μέσα σ' αυτή τη γαλαζωπή ανταύγεια· μετά, βρεθήκαμε ξανά μέσ' στο απόλυτο σκοτάδι και αράξαμε. Η βάρκα ακούμπησε πάνω σε κάτι σκληρό. Για μια ακόμη φορά με σήκωσαν ψηλά για να με μεταφέρουν. Ξαναβρήκα τη δύναμη να ουρλιάξω. Ούρλιαξα. Ξάφνου, αιφνιδιασμένη απ' το φως, σώπασα. Με άφησε μέσα σ' ένα εκτυφλωτικό φως. Μ' ένα πήδημα σηκώθηκα όρθια. Είχα επανακτήσει όλες μου τις δυνάμεις. Βρισκόμουν στη μέση ενός σαλονιού που ήταν διακοσμημένο και στολισμένο μόνο με λουλούδια, με λουλούδια που ήσαν υπέροχα αλλά και ηλίθια, γιατί ήταν όλα τους τοποθετημένα σε καλάθια με μεταξωτές κορδέλες, έτσι όπως τα πουλάνε τα ανθοπωλεία του δρόμου, λουλούδια πολύ «πολιτισμένα» σαν κι αυτά που συνήθως στέλνουν στο καμαρίνι μου μετά από κάθε πρεμιέρα. Στο κέντρο αυτής της πολύ παριζιάνικης ταρίχευσης στεκόταν όρθια, με σταυρωμένα χέρια, η μαύρη φιγούρα του άντρα… και… μίλησε:
»- Ησυχάστε Κριστίν, είπε. Δε διατρέχετε κανέναν κίνδυνο.
» Ήταν η Φωνή!
»Ο θυμός μου ήταν το ίδιο μεγάλος με την έκπληξή μου. Όρμησα πάνω στη μάσκα για να του τη βγάλω… ήθελα επιτέλους να γνωρίσω το πρόσωπο της Φωνής. Η αντρική μορφή μου είπε:
»- Δε διατρέχετε κανέναν κίνδυνο, φτάνει να μην αγγίξετε αυτή τη μάσκα!
«Φυλακίζοντάς μου απαλά τις παλάμες μ' έβαλε να κάτσω.
»Μετά, γονάτισε μπροστά μου και δεν είπε πια τίποτε!
»Η ταπεινοσύνη αυτής της στάσης μου ξανάδωσε κάποιο κουράγιο. Το φως που συγκεκριμενοποιούσε τα πάντα γύρω μου μ' επανάφερε στην πραγματικότητα της ζωής. Όσο εξωπραγματική κι αν ήταν η περιπέτειά μου, τώρα περιστοιχιζόταν από πράγματα συγκεκριμένα και θνητά, που μπορούσα να δω και ν' αγγίξω. Η ταπετσαρία αυτών των τοίχων, αυτά τα έπιπλα, αυτό το κηροπήγιο…αυτά τα βάζα τα γεμάτα λουλούδια, που μπορούσα να πω με ακρίβεια από πού αγοράστηκαν και πόσο κόστισαν, με τα χρυσά τους καλαθάκια, όλα όσα βρισκόντουσαν εκεί, μοιραία, περιόριζαν τη φαντασία μου στα στενά και συγκεκριμένα όρια ενός συνηθισμένου σαλονιού, ενός σαλονιού όμοιου με χιλιάδες άλλα που, όμως, έχουν τουλάχιστον το προτέρημα να μη βρίσκονται στα υπόγεια της Όπερας του Παρισιού. Σίγουρα, είχα να κάνω με έναν τρομερό τύπο που με κάποιο μυστηριώδη τρόπο είχε εγκατασταθεί εδώ. Όπως άλλοι από ανάγκη και με τη σιωπηλή συγκατάθεση της διεύθυνσης, έτσι κι αυτός είχε βρει ένα σίγουρο καταφύγιο μέσα στα υπόγεια αυτού του σύγχρονου πύργου της Βαβέλ όπου δολοπλοκούσαν, τραγουδούσαν κι αγαπούσαν σ' όλες τις γλώσσες και τις διαλέκτους του κόσμου.
»Έτσι η Φωνή, η Φωνή που είχα αναγνωρίσει κάτω απ' τη μάσκα, απ' αυτή τη μάσκα που μπορούσε να μου κρύψει το πρόσωπο, αλλά όχι τη φωνή, ήταν αυτό που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν γονατισμένο μπροστά μου: ένας άντρας!
«Εκείνη την ώρα δε σκεφτόμουν πια τη φριχτή κατάσταση όπου βρισκόμουνα, είχα πάψει ν' αναρωτιέμαι τι θ' απογίνω και ποιο ήταν το σκοτεινό και ψυχρά τυραννικό σχέδιο που με είχε οδηγήσει σ' αυτό το σαλόνι, όπως οδηγούν ένα φυλακισμένο στο κελί του ή μια σκλάβα στο χαρέμι. Όχι! Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως η Φωνή τελικά δεν ήταν άλλο απ' αυτό: η Φωνή ήταν ένας άντρας! Μπρος σ' αυτή την αποκάλυψη έβαλα τα κλάματα.
»Ο άντρας, που εξακολουθούσε να 'ναι γονατισμένος μπροστά μου, πρέπει να κατάλαβε τι ήταν αυτό που μ' έκανε να κλαίω, γιατί μου είπε:
»- Είναι αλήθεια, Κριστίν!… Δεν είμαι ούτε άγγελος, ούτε πνεύμα, ούτε φάντασμα… Είμαι ο Ερίκ!»
Για μια ακόμη φορά η διήγηση της Κριστίν διακόπηκε. Στους δυο νέους φάνηκε πως η ηχώ είχε επαναλάβει πίσω τους: Ερίκ!… Ποια ηχώ;… Κοίταξαν γύρω τους και είδαν πως είχε πέσει η νύχτα. Ο Ραούλ πήγε να σηκωθεί αλλά η Κριστίν τον κράτησε κοντά της: «Καθίστε, Ραούλ! Πρέπει να τα μάθετε όλα τώρα, εδώ!»
«Γιατί εδώ, Κριστίν; Φοβάμαι μήπως κρυώσετε τώρα που έπεσε η νύχτα…»
«Το μόνο που πρέπει να φοβόμαστε, φίλε μου, είναι οι καταπακτές κι εδώ βρισκόμαστε μακριά απ' τον κόσμο των καταπακτών… δεν έχω το δικαίωμα, δεν μπορώ να σας δω έξω απ' το θέατρο… Δεν πρέπει να του φέρουμε αντιρρήσεις τώρα… Δεν πρέπει να τον κάνουμε να υποψιαστεί τίποτα…»
«Κριστίν! Κριστίν! Κάτι μου λέει πως θάναι λάθος μας να περιμένουμε μέχρι κύριο βράδυ και πως πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως!»
«Μα, σας είπα πως αν δεν μ' ακούσει αύριο το βράδυ να τραγουδώ θα λυπηθεί αφάνταστα…»
«Μα, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείτε ν' αποφύγετε να λυπήσετε τον Ερίκ, αφού θα τον εγαταλείψετε για πάντα…»
«Έχετε δίκιο, Ραούλ… γιατί πραγματικά… αν το εγκαταλείψω… θα πεθάνει…»
Η νέα κοπέλα πρόσθεσε με υπόκωφη φωνή:
«Όμως, είμαστε επί ίσοις όροις… γιατί κι εμείς κινδυνεύουμε να μας σκοτώσει…»
«Σας αγαπά λοιπόν τόσο πολύ;»
«Ναι, ο έρωτάς του μπορεί να φτάσει ως το έγκλημα».
«Μα, μπορούμε ν' ανακαλύψουμε το κρυσφύγετό του… μπορούμε να πάμε να τον βρούμε. Αφού ο Ερίκ δεν είναι φάντασμα, μπορούμε να τον βρούμε, να του μιλήσουμε και να τον υποχρεώσουμε να μας απαντήσει!»
Η Κριστίν κούνησε το κεφάλι:
«Όχι! Όχι! Ραούλ! Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα στον Ερίκ!… Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να φύγουμε!»
«Και γιατί, αφού μπορούσαμε να φύγουμε, ξαναγυρίσατε κοντά του;»
«Γιατί έπρεπε… Θα καταλάβετε όταν σας πω το πώς έφυγα από κει…»
«Α! Πόσο τον μισώ!…» φώναξε ο Ραούλ… «και σεις Κριστίν, πείτε μου πως κι εσείς τον μισείτε… έχω ανάγκη να σας ακούσω να το λέτε για να μπορέσω να παρακολουθήσω πιο ήρεμα τη συνέχεια αυτής της απίστευτης ερωτικής ιστορίας… πείτε μου λοιπόν, τον μισείτε;».
«Όχι!» είπε η Κριστίν πολύ απλά.
«Προς τι, λοιπόν, όλες αυτές οι ιστορίες και τα μεγάλα λόγια; Τον αγαπάτε λοιπόν! Ο φόβος σας, ο τρόμος σας, όλ' αυτά δεν είναι άλλο από έρωτας, ένας έρωτας από τους πιο ηδονικούς. Είναι απ' αυτούς τους έρωτες που δύσκολα παραδέχεται κανείς», εξήγησε ο Ραούλ με πικρία. «Τον ερωτευτήκατε, ακριβώς γιατί και η σκέψη του ακόμα σας κάνει ν' ανατριχιάζετε!… Είσαστε ερωτευμένη μ' έναν άντρα που κατοικεί σ' ένα υπόγειο παλάτι!»
Γέλασε σαρκαστικά.
«Θέλετε λοιπόν να ξαναγυρίσω σ' αυτόν», τον διέκοψε απότομα η Κριστίν… «Προσέξτε Ραούλ, σας το είπα: αν ξαναπάω δε θα επιστρέψω ποτέ πια!»
Μια τρομαχτική σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους… ανάμεσα στους τρεις τους… τους δυο που μιλούσαν και τη σκιά που άκουγε…
«Πριν σας απαντήσω», είπε τελικά ο Ραούλ, με μια μακρόσυρτη φωνή, «θα ήθελα να ξέρω τι νιώθετε γι' αυτόν…»
«Φρίκη!» είπε αυτή… Τούτη η λέξη, που η Κριστίν πρόφερε με μια απίστευτη ένταση, σκέπασε όλους τους στεναγμούς της νύχτας.
«Αυτό είναι το χειρότερο», συνέχισε η Κριστίν με ολοένα μεγαλύτερη ταραχή… «Αισθάνομαι φρίκη γι' αυτόν, αλλά δεν τον σιχαίνομαι ούτε τον μισώ. Μα, πώς μπορώ να τον μισήσω, Ραούλ; Σκεφτείτε τον στα πόδια μου, εκεί στη λίμνη, κάτω απ' τη γη. Κατηγορεί και καταριέται τον εαυτό του, εκλιπαρεί τη συγνώμη μου!…
»Παραδέχεται την απάτη του. Μ' αγαπά! προσφέρει στα πόδια μου έναν τεράστιο, τραγικό έρωτα!… Ο έρωτας που ένιωθε για μένα τον έκανε να με κλέψει! Μ' έκλεισε μαζί του μέσα στη γη… από έρωτα… Όμως, με σέβεται, όμως σέρνεται στα πόδια μου, όμως αναστενάζει, όμως κλαίει!… Κι όταν σηκώνομαι, Ραούλ, όταν του λέω πως αν δεν μου ξαναδώσει αμέσως την ελευθερία που μου στέρησε, το μόνο που μπορώ να νιώσω γι' αυτόν είναι περιφρόνηση… πράγμα απίστευτο, μου την προσφέρει… είμαι ελεύθερη να φύγω… Είναι έτοιμος να μου δείξει το μυστηριώδη δρόμο… μόνο που… μόνο που σηκώνεται κι αυτός και γω δεν μπορώ να ξεχάσω πως μπορεί να μην είναι ούτε φάντασμα, ούτε άγγελος, ούτε πνεύμα. Εξακολουθεί όμως πάντα να είναι η Φωνή… γιατί… γιατί όταν σηκώνεται τραγουδά!…
»Και γω τον ακούω… και μένω!
»Εκείνρ το βράδυ, δεν είπαμε τίποτ' άλλο… Είχε πάρει μια άρπα κι άρχισε να μου τραγουδά, αυτός, η φωνή ενός άντρα, η φωνή ενός αγγέλου, φωνή ανθρώπινη, φωνή αγγελική, το ρομάτζο της Δεισδαιμόνας. Θυμήθηκα πως κι εγώ είχα τραγουδήσει το ίδιο κομμάτι και ντράπηκα. Φίλε μου, η μουσική μπορεί να εξαφανίσει οτιδήποτε έχει σχέση με τον εξωτερικό κόσμο, οτιδήποτε πέρα από αυτούς τους ήχους που έρχονται κι αγγίζουν την καρδιά σου. Η αλλόκοτη περιπέτειά μου, ξεχάστηκε τελείως. Το μόνο που υπήρχε ήταν η φωνή και γω, θαμπωμένη και μεθυσμένη, την ακολουθούσα στο αρμονικό της ταξίδι… Όμοια με τα μαγεμένα απ' τον μυθικό Ορφέα ζωάκια… Με σεργιανούσε στον πόνο και στη χαρά, στο μαρτύριο, στην απελπισία και στην ανεμελιά, στο θάνατο και στους θριαμβευτικούς υμεναίους… Άκουγα… Τραγουδούσε… Τραγούδησε άγνωστες μουσικές… μ' έκανε ν' ακούσω μια καινούργια μουσική που μου προξενούσε μια περίεργη αίσθηση γλυκύτητας, χαύνωσης, ανάπαυσης… μια μουσική που αφού πήρε ψηλά την ψυχή μου, σιγά σιγά την καθησύχαζε οδηγώντας την στο κατώφλι του ονείρου. Με πήρε ο ύπνος.
» Όταν ξύπνησα ήμουν μόνη σε μια σεζλόγκ, μέσα σ' ένα μικρό, πολύ απλό δωμάτιο. Είχε ένα συνηθισμένο κρεβάτι από ακαζού και φωτιζόταν μόνο από μια λάμπα που βρισκόταν πάνω σ' ένα παλιό μαρμάρινο κομοδίνο “Λουί Φιλίπ”. Τι ήταν αυτό το καινούργιο σκηνικό;… Έπιασα το μέτωπό μου σαν για να διώξω ένα κακό όνειρο!… Αλίμονο! Δεν άργησα να καταλάβω πως δεν ονειρευόμουνα! Ήμουν φυλακισμένη και δεν μπορούσα να βγω από το δωμάτιο μου παρά μόνο για να πάω στο μπάνιο, σ' ένα πραγματικά πολύ άνετο μπάνιο. Με άφθονο ζεστό και κρύο νερό. Όταν γύρισα στο δωμάτιό μου είδα πάνω στο κομοδίνο ένα σημείωμα, γραμμένο με κόκκινο μελάνι, που με πληροφορούσε σε ποια θλιβερή κατάσταση βρισκόμουνα και μ' έκανε να μην έχω πια την παραμικρή αμφιβολία πάνω στην πραγματικότητα των γεγονότων. “Αγαπητή μου Κριστίν”, έλεγε το χαρτί, “δε χρειάζεται ν' ανησυχείτε για την τύχη σας. Δεν υπάρχει στον κόσμο άλλος κανείς που να σας σέβεται περισσότερο από μένα· είμαι ο καλύτερός σας φίλος. Αυτή τη στιγμή είσαστε μόνη, σ' αυτό το σπίτι που σας ανήκει. Έχω βγει για να πάω στα μαγαζιά και να σας φέρω ό,τι μπορεί να χρειαστείτε”.
»- Μα την αλήθεια! φώναξα, έπεσα στα χέρια ενός τρελού. Τι θ' απογίνω; Για πόσο καιρό σκέφτεται άραγε αυτός ο άθλιος να με κρατά κλειδωμένη μέσα στην υπόγεια φυλακή του;
«Άρχισα να τρέχω μέσα στο μικρό μου διαμέρισμα σαν τρελή, ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρω μια έξοδο. Κατηγορούσα με σκληρότητα τον εαυτό μου για τις προλήψεις μου κι ένιωθα μια φριχτή ευχαρίστηση στο να χλευάζω την απίστευτη αθωότητά μου που μ' έκανε να πιστέψω στη Φωνή, που μ' έκανε να πιστέψω στη φωνή του πνεύματος της μουσικής… Όταν κανείς είναι τόσο ηλίθιος θα πρέπει να περιμένει να του συμβούν οι μεγαλύτερες συμφορές και θάναι άξιος της τύχης του! Μου 'ρχόταν να χτυπήσω τον εαυτό μου κι άρχισα να γελάω και να κλαίω ταυτόχρονα για τα χάλια μου. Σ' αυτήν την κατάσταση με βρήκε ο Ερίκ.
«Αφού χτύπησε τρεις φορές ελαφριά τον τοίχο, μπήκε ήσυχα ήσυχα από μια πόρτα, που εγώ δεν είχα ανακαλύψει, και που άφησε ανοιχτή. Ήταν φορτωμένος πακέτα τα οποία ακούμπησε, χωρίς να βιάζεται, πάνω στο κρεβάτι μου, ενώ εγώ τον έβριζα και τον προκαλούσα να βγάλει τη μάσκα του… αν ήταν έντιμος θα 'πρεπε να φανερώσει το πρόσωπό του…
»Μου απάντησε με μια μεγάλη γαλήνη:
»- Το πρόσωπο του Ερίκ δε θα το δείτε ποτέ.
»Μετά, με μάλωσε γιατί δεν είχα ακόμη πλυθεί. Με πληροφόρησε πως η ώρα ήταν δύο το μεσημέρι. Μου άφησε μισή ώρα για την τουαλέτα μου και πήρε το ρολόι μου για να το βάλει στη σωστή ώρα. Μετά απ' αυτό, με κάλεσε στην τραπεζαρία όπου, καθώς μου ανάγγειλε, μας περίμενε ένα θαυμάσιο γεύμα. Πεινούσα τρομαχτικά, του 'κλεισα την πόρτα στα μούτρα και μπήκα στην τουαλέτα. Μπήκα στη μπανιέρα, αφού πήρα δίπλα μου ένα θαυμάσιο ψαλίδι, με το οποίο ήμουν αποφασισμένη να σκοτώσω τον Ερίκ αν, αφού συμπεριφέρθηκε σαν τρελός, έπαυε να συμπεριφέρεται σαν έντιμος άντρας. Το δροσερό νερό μου 'κανε πολύ καλό κι όταν εμφανίστηκα ξανά μπροστά στον Ερίκ είχα πάρει τη συνετή απόφαση να μην τον προκαλέσω και να μην αναφερθώ στα προηγούμενα. Ήμουν αποφασισμένη ακόμα και να τον κολακέψω, αν ήταν ανάγκη, για ν' αποκτήσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα την ελευθερία μου. Τελικά, αυτός πρώτος μου μίλησε για τα σχέδια που είχε για μένα, με σκοπό να με καθησυχάσει, καθώς είπε. Μου είπε, λοιπόν, πως η συντροφιά μου του έδινε τόση μεγάλη χαρά που του ήταν αδύνατον να με αποχωριστεί αμέσως, όπως είχε σκεφτεί να κάνει την προηγούμενη, όταν είδε το τρομοκρατημένο μου πρόσωπο. Έπρεπε, συνέχισε, να καταλάβω πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να με τρομάζει η παρουσία του δίπλα μου. Μου 'πε πως μ' αγαπούσε μα πως δε θα μου το ξανάλεγε παρά μόνο όταν, και αν, θα του το επέτρεπα κι ότι όλον τον υπόλοιπο καιρό θα τον περνούσαμε με μουσική.
»- Τι θέλετε να πείτε: “όλον τον υπόλοιπο καιρό;” τον ρώτησα.
»Η απάντηση του ήταν συγκεκριμένη:
»- Πέντε μέρες.
»- Και μετά θα είμαι ελεύθερη;
»- Θα είστε ελεύθερη, Κριστίν, γιατί μετά από αυτές τις πέντε μέρες θα έχετε καταλάβει και δε θα με φοβάστε πια. Τότε θα 'ρχεστε μόνη σας πότε πότε να βλέπετε τον καημένο τον Ερίκ!…
»Το ύφος που είχε όταν πρόφερε αυτά τα τελευταία λόγια, με τάραξε πάρα πολύ. Έκφραζε μια τόσο βαθιά, αληθινά αξιολύπητη απελπισία που μ' έκανε να φαντάζομαι πίσω απ' τη μάσκα ένα πρόσωπο γεμάτο τρυφερότητα. Δεν μπορούσα να δω τα μάτια του κι αυτό μ' έκανε να νιώθω ακόμη μεγαλύτερη αμηχανία κοιτάζοντας αυτό το μυστηριώδες τετράγωνο κομμάτι από μεταξωτό μαύρο ύφασμα. Όμως, στην άκρη της μάσκας φάνηκαν ένα, δύο, τρία, τέσσερα δάκρυα.
»Μου έδειξε σιωπηλά ένα μέρος απέναντι του για να κάτσω, ένα μικρό σκαμνάκι στη μέση του δωματίου, εκεί όπου την προηγούμενη είχε καθήσει και είχε παίξει άρπα. Κάθησα πολύ ταραγμένη. Παρ' όλ' αυτά, έφαγε με μεγάλη όρεξη μερικές καραβίδες, ένα φτερό ψητού κοτόπουλου μαγειρεμένου με λίγο κρασί από το Τοκάι, που είχε πάει να φέρει ο ίδιος από τις κάβες του Κιένιζγκμπεργκ, στις ίδιες κάβες που άλλοτε πήγαινε ο Φάλσταφ. Όσο γι' αυτόν, ούτε έτρωγε, ούτε έπινε. Τον ρώτησα από πού είναι κι αν το όνομά του, Ερίκ, φανερώνει πως κατάγεται από τη Σκανδιναβία. Μου απάντησε πως δεν έχει ούτε όνομα ούτε πατρίδα και πως τυχαία διάλεξε το όνομα Ερίκ. Τον ρώτησα, γιατί, αφού μ' αγαπούσε, δεν προσπάθησε να βρει έναν άλλον τρόπο να μου το πει, αντί να με πάρει με τη βία και να με φυλακίσει στα έγκατα της γης!
»- Είναι πολύ δύσκολο, είπα, ν' αγαπηθεί κάποιος μέσα σ' έναν τάφο.
»- Υπάρχουν, είπε, μ' ένα ιδιαίτερο ύφος, περιπτώσεις που μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο.
»Μετά, σηκώθηκε και μου έτεινε το χέρι για να με καλωσορίσει, όπως είπε, στο διαμέρισμα· εγώ όμως, τράβηξα απότομα το χέρι μου αφήνοντας μια κραυγή. Αυτό που είχα αγγίξει ήταν κάτι υγρό και κοκαλιάρικο” θυμήθηκα πως τα χέρια του μύριζαν θάνατο.
»- Ω! συγνώμη! αναστέναξε, και άνοιξε μπροστά μου μια πόρτα.
»- Να το δωμάτιό μου, είπε. Αξίζει τον κόπο νομίζω να το δείτε… Έρχεστε;
»Δε δίστασα. Οι τρόποι του, τα λόγια του, όλο του το ύφος μου 'λεγαν να του 'χω εμπιστοσύνη… εν πάσει περιπτώσει, ένιωθα πως δεν υπήρχε λόγος να τον φοβάμαι.
»Μπήκα μέσα. Μου φάνηκε πως έμπαινα σε νεκροθάλαμο. Οι τοίχοι ήταν μαύροι, στη θέση όμως του λευκού, που συνήθως χρησιμοποιείται στις πένθιμες διακοσμήσεις, υπήρχαν τεράστιες νότες μουσικής… Στη μέση αυτού του δωματίου υπήρχε ένας τεράστιος ουρανός απ' όπου κρέμονταν κόκκινες κουρτίνες και κάτω απ' αυτόν τον ουρανό υπήρχε ένα ανοιχτό φέρετρο.
»Μπρος σ' αυτό το θέαμα τραβήχτηκα προς τα πίσω.
»- Εκεί μέσα κοιμάμαι, είπε ο Ερίκ. Πρέπει κανείς να συνηθίζει σ' όλα στη ζωή, ακόμη και στην αιωνιότητα.
«Έστρεψα αλλού το βλέμμα μου. Δεν μπορούσα ν' αντικρύζω αυτό το αλλόκοτο θέαμα. Τότε είδα τα πλήκτρα ενός αρμόνιου που καταλάμβανε τον έναν τοίχο του δωματίου… Πάνω στο αρμόνιο ήταν ένα τετράδιο γεμάτο κόκκινες νότες. Τον ρώτησα αν μπορώ να το δω και διάβασα την πρώτη σελίδα: Ο Δον Ζουάν θριαμβεύων.
»- Ναι, μου είπε, καμιά φορά συνθέτω. Αυτό το έργο το 'χω αρχίσει εδώ και είκοσι χρόνια. Όταν θα τελειώσει θα το πάρω μαζί μου στο φέρετρο και δε θα ξαναξυπνήσω ποτέ πια.
»- Τότε πρέπει να δουλεύετε πολύ σπάνια, όσο το δυνατόν πιο σπάνια είπα.
»- Μερικές φορές δουλεύω δεκαπέντε μέρες και δεκαπέντε νύχτες συνέχεια και τότε ζω μόνο με τη μουσική, τίποτ' άλλο δεν υπάρχει για μένα. Μετά ξεκουράζομαι για χρόνια.
»- Θέλετε να μου παίξετε κάτι από τον Θριαμβεύοντα Δον Ζουάν σας; τον ρώτησα, νομίζοντας πως αυτό θα τον ευχαριστούσε, κατανικώντας την απώθηση που μου δημιουργούσε αυτό το δωμάτιο του θανάτου.
»- Μη μου ζητάτε κάτι τέτοιο, απάντησε με βαριά φωνή. Αυτός ο Δον Ζουάν δε γράφτηκε πάνω στα λόγια ενός Λορέντζο ντ' Απόντε, εμπνευσμένου χπό το κρασί, τους περιστασιακούς έρωτες και το βίτσιο και τιμωρημένου τελικά απ' το Θεό. Αν θέλετε, μπορώ να σας παίξω Μότσαρτ που θα 'κανε τα όμορφα μάτια σας να δακρύσουν και θα σας εμπνεύσει όμορφες σκέψεις. Ο δικός μου Δον Ζουάν, Κριστίν, καίει, δίχως ωστόσο να 'χει καμιά σχέση με κάποια θεϊκή φλόγα!…
«Επιστρέψαμε στο σαλόνι. Πρόσεξα πως πουθενά σ' αυτό το διαμέρισμα δεν υπήρχε καθρέφτης. Ο νους μου γύριζε σ' αυτό αλλά εκείνη την ώρα ο Ερίκ κάθησε στο πιάνο. Μου είπε:
»- Βλέπετε, Κριστίν, υπάρχει μια μουσική τόσο τρομερή που αφανίζει όσους την πλησιάζουν. Εσείς, ευτυχώς, δεν έχετε αγγίξει αυτή τη μουσική, γιατί τότε θα χάνατε τα δροσερά σας χρώματα και κανείς δε θα σας αναγνώριζε πια σαν θα γυρνούσατε στο Παρίσι. Ας τραγουδήσουμε όπερα, Κριστίν Ντααέ.
»Μου είπε:
»- Ας τραγουδήσουμε όπερα, Κριστίν Ντααέ, σαν να μου 'λεγε κάτι κακό.
»Όμως, δεν πρόλαβα να στενοχωρηθώ. Αρχίσαμε αμέσως να τραγουδάμε το ντούο από τον Οθέλλο κι η καταστροφή άρχισε να πλανιέται γύρω μας. Αυτή τη φορά έδωσε σε μένα το ρόλο της Δεισδαιμόνας που τραγούδησα νιώθοντας αληθινή απελπισία και τρόμο, έτσι όπως ποτέ 'δεν είχα νιώσει μέχρι τότε. Η παρουσία ενός τέτοιου παρτενέρ αντί να μ' εκμηδενίζει μου ενέπνεε έναν υπέροχο τρόμο. Όλ' αυτά που μου είχαν συμβεί μ' έκαναν να πλησιάζω ουσιαστικά τη σκέψη του ποιητή, ένιωθα όλες αυτές τις συναισθηματικές αποχρώσεις που θα 'πρεπε να είχαν εμπνεύσει το μουσικό. Όσο γι' αυτόν, η φωνή του ήταν βροντερή, η εκδικητική ψυχή του εκφραζόταν σε κάθε ήχο μ' έναν τρόπο που έδινε στη μουσική τρομαχτική δύναμη. Ο έρωτας, η ζήλεια, το μίσος ξεσπούσαν γύρω μας με σπαραχτικές φωνές. Η μαύρη μάσκα του Ερίκ μου 'φερνε στο νου τη φυσική μάσκα του Μαύρου της Βενετίας. Ήταν ο ίδιος ο Οθέλλος. Νόμισα πως θα με χτυπούσε, πως θα 'πεφτα κάτω απ' τα χτυπήματα του… κι όμως δεν έκανα την παραμικρή κίνηση για να του ξεφύγω, για ν' αποφύγω την οργή του, όπως η ντροπαλή Δεισδαιμόνα. Αντίθετα, εγώ τον πλησίαζα, σαγηνευμένη, γοητευμένη, ανακαλύπτοντας μέσα σ' ένα τέτοιο πάθος την ομορφιά του θανάτου. Όμως, προτού πεθάνω θέλησα να γνωρίσω τα άγνωστα χαραχτηριστικά αυτού που έκφραζε τη φλόγα της αιώνιας τέχνης, για να κρατήσω με το τελευταίο μου βλέμμα την υπέροχη εικόνα. Θέλησα να δω το πρόσωπο της Φωνής και ενστικτώδικα, με μια αυθόρμητη κίνηση που δε συνειδητοποίησα, γιατί ήμουν εκτός εαυτού, τα δάχτυλά μου τράβηξαν τη μάσκα…
»Ω! Φρίκη!… Φρίκη!… ανείπωτη φρίκη!…» Η Κριστίν σταμάτησε μπρος στη θύμηση αυτής της εικόνας κι έμοιαζε να προσπαθεί ακόμη να τη διώξει με τα τρεμάμενα χέρια της, ενώ η ηχώ της νύχτας, που πριν είχε επαναλάβει τρεις φορές το όνομα του Ερίκ, τώρα επαναλάμβανε τρεις φορές την κραυγή: «Φρίκη! Φρίκη! Φρίκη!» Η Κριστίν κι ο Ραούλ, που η τρομαχτική διήγηση τους είχε φέρει ακόμη πιο κοντά, σήκωσαν τα μάτια προς τ' άστρα που έλαμπαν σ' ένα γαλήνιο και καθαρό ουρανό. Ο Ραούλ είπε:
«Περίεργο, Κριστίν, αλλά, αυτή η νύχτα η τόσο γλυκιά και τόσο ήρεμη, είναι γεμάτη αναστεναγμούς. Θα 'λεγε κανείς πως θρηνεί μαζί μας!»
Εκείνη του απάντησε:
«Τώρα που θα μάθετε το μυστικό, θ' ακούτε και σεις, όπως και γω, συνέχεια θρήνους».
Έπιασε σφιχτά τα προστατευτικά χέρια του Ραούλ και καθώς το κορμί της ρίγησε από τη φριχτή σκέψη, συνέχισε:
«Ακόμα κι αν ζήσω εκατό χρόνα, πάντα θ' ακούω αυτήν την υπεράνθρωπη κραυγή του, την κραυγή του καταχθόνιου πόνου του και της δαιμονικής οργής του. Το πράγμα αποκαλύφτηκε μπρος στα μάτια μου που 'χαν γίνει τεράστια από τον τρόμο και το στόμα μου έχασκε ορθάνοιχτο, ανίκανο ν' αρθρώσει τον παραμικρότερο ήχο.
»Ω, Ραούλ! το πράγμα! πώς να πάψω να βλέπω αυτό το πράγμα! Όπως στ' αφτιά μου θ' αντηχούν πάντα οι κραυγές του, έτσι και τα μάτια μου θα 'ναι για πάντα στοιχειωμένα από το πρόσωπό του! Τι εικόνα! Πώς να πάψω να την βλέπω, πώς να σας κάνω να την δείτε;… Ραούλ, έχετε δει πώς γίνονται οι νεκροκεφαλές όταν στεγνώνουν εντελώς από το πέρασμα των αιώνων; Ίσως όμως, αν δεν είσασταν θύμα κάποιου εφιάλτη, να ήταν αυτός η νεκροκεφαλή που είδατε μέσα στη νύχτα του Περός. Άλλωστε, είδατε στο τελευταίο μπαλ μασκέ τον “κόκκινο Θάνατο”. Όμως όλες αυτές οι νεκροκεφαλές ήταν ακίνητες και ο βουβός τρόμος δεν ήταν ζωντανός! Φαντασθείτε ωστόσο, αν μπορείτε, τη μάσκα του θανάτου να ζωντανεύει ξαφνικά για να εκφράσει με τις τέσσερις μαύρες τρύπες που έχει στη θέση των ματιών της μύτης και του στόματος, ένα φοβερό θυμό, την οργή ενός δαίμονα δίχως βλέμμα, στις τρύπες των ματιών γιατί, όπως έμαθα αργότερα, τα μαύρα σαν κάρβουνο μάτια του δεν μπορεί να τα δει κανείς παρά μόνο μέσα στη βαθιά νύχτα… Κολλημένη καθώς ήμουν πάνω στον τοίχο, θα πρέπει να ήμουν η προσωποποίηση του φόβου όπως αυτός ήταν η προσωποποίηση του Αποτρόπαιου.
»Τότε πλησίασε τρίζοντας απαίσια τα ξέσκεπα, δίχως χείλια, δόντια του κι ενώ έπεφτα στα γόνατα, μου σφύριζε στ' αφτιά με μίσος πράγματα παράλογα, δίχως νόημα, λέξεις δίχως ειρμό, κατάρες, ντελίριο… Μήπως ξέρω και γω τι ακριβώς έλεγε…μήπως ξέρω;…
«Σκυμμένος πάνω μου μού 'λεγε: — Κοίτα! Ήθελες να δεις! Δες λοιπόν! Φύλαξε μέσ' στα μάτια σου, χόρτασε την ψυχή σου με την καταραμένη μου ασχήμια! Κοίτα λοιπόν το πρόσωπο του Ερίκ! Τώρα ξέρεις το πρόσωπο της Φωνής! Δε σου αρκούσε το να μ' ακούς; Ήθελες να μάθεις πώς είμαι. Είσαστε τόσο περίεργες όλες εσείς οι γυναίκες!
«Έπειτα άρχισε να γελάει επαναλαμβάνοντας: Είσαστε τόσο περίεργες όλες εσείς οι γυναίκες!… Το γέλιο του ήταν βροντερό, βραχνό, μανιασμένο, καταπληκτικό… Έλεγε ακόμα:
»- Είσαι ικανοποιημένη τώρα; Είμαι όμορφος ε;… Όταν μια γυναίκα με δει γίνεται δική μου, δική μου για πάντα… μ' αγαπά παντοτινά! Είμαι κλασικός τύπος Δον Ζουάν εγώ!…
»…και όρθιος, με το χέρι στους γοφούς, κουνώντας πάνω στους ώμους του το αποτρόπαιο πράγμα έλεγε:
»- Κοίτα με λοιπόν! Είμαι ο Δον Ζουάν θριαμβεύων!
»Και, καθώς γυρνούσα αλλού το κεφάλι, παρακαλώντας τον να με λυπηθεί, μ' άρπαξε απ' τα μαλλιά με τα νεκρικά του δάχτυλα αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω.
«Φτάνει! Φτάνει», τη διέκοψε ο Ραουλ! «Θα τον σκοτώσω. Θα τον σκοτώσω! Για όνομα του Θεού, Κριστίν, πες μου πού βρίσκεται αυτή η τραπεζαρία της λίμνης! Πρέπει να τον σκοτώσω!»
«Ω, αγαπημένε μου Ραούλ! άκουσε με λοιπόν! Αφού θες να τα μάθεις όλα, άκου! Μ' έσερνε απ' τα μαλλιά και τότε… τότε… Ω! αυτό ήταν ακόμη πιο φριχτό!»
«Έλα, λοιπόν, πες μου!…» ξέσπασε αγριεμένος ο Ραούλ. «Πες μου γρήγορα».
«Τότε μου ψιθύρισε; Τι συμβαίνει λοιπόν; Σε τρομάζω; Δεν αποκλείεται!… Μήπως νομίζεις πως φοράω ακόμη μάσκα; και πως αυτό εδώ… αυτό το κεφάλι μου, είναι μια μάσκα; Κι όμως! άρχισε να ουρλιάζει. Τράβα το λοιπόν κι αυτό όπως τράβηξες τη μάσκα! Έλα λοιπόν, έλα! Ακόμη μια φορά! ακόμη… το θέλω! Τα χέρια σου! Τα χέρια σου!… Δώσε μου τα χέρια σου… αν δεν σου φτάνουν θα σου δανείσω τα δικά μου… κι οι δυο μαζί θα προσπαθήσουμε να τραβήξουμε τη μάσκα.
«Κυλιόμουν στα πόδια του, όμως αυτός μου πήρε τα χέρια, Ραούλ… και τα βύθισε μέσα στη φρίκη του προσώπου του… Με τα νύχια μου ξέσκισε τις σάρκες του, αυτές τις απαίσιες νεκρές σάρκες!
»- Μάθε! μάθε με λοιπόν! φώναζε πνιχτά, μέσα απ' το λαρύγγι του που σφύριζε σαν φυσερό…μάθε πως είμαι φτιαγμένος ολόκληρος από θάνατο!… από την κορφή ως τα νύχια!… και πως αυτός που σ' αγαπά είναι ένα πτώμα, ένα κουφάρι που σε λατρεύει και που δε θ' αφήσεις ποτέ πια! Ποτέ!… Θα μεγαλώσω το φέρετρο Κριστίν, γι' αργότερα, όταν θα 'μαστε στην αρχή των ερώτων μας!… Κοίτα! Δε γελώ πια, βλέπεις;… κλαίω… κλαίω πάνω σου, κλαίω για σένα Κριστίν που μου άρπαξες τη μάσκα και που ακριβώς γι' αυτό δε θα μπορέσεις ποτέ να μ' αφήσεις!… Όσο νόμιζες πως μπορεί να ήμουν όμορφος μπορεί να επέστρεφες… το ξέρω πως θα επέστρεφες… τώρα όμως που γνωρίζεις τη δυσμορφία μου, την ασχήμια μου, θα φύγεις για πάντα… Σε κρατώ!!! Γιατί θέλησες να δεις το πρόσωπο μου; Παράλογη! Τρελή Κριστίν που θέλησες να με δεις!… θέλησες να με δεις εσύ τη στιγμή που ο ίδιος μου ο πατέρας δε μ' έχει δει ποτέ και η μητέρα μου, για να μη με βλέπει, μου 'κανε κλαίγοντας ως πρώτο δώρο μια μάσκα!
«Επιτέλους με άφησε και τώρα σερνόταν κάτω στο πάτωμα με φριχτούς σπασμούς. Μετά, λες κι ήταν ερπετό, γλίστρησε, σύρθηκε έξω απ' το δωμάτιο, χώθηκε στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα. Έμεινα μόνη, απαλλαγμένη από το θέαμα του πράγματος, παραδομένη στον τρόμο και τις σκέψεις μου. Μια βαριά σιωπή, η σιωπή του τάφου, διαδέχθηκε αυτή τη θύελλα και άρχισα ν' αναλογίζομαι τις φοβερές συνέπειες της κίνησής μου. Τα τελευταία λόγια του Τέρατος δεν μου είχαν αφήσει περιθώρια ν' αμφιβάλλω. Εγώ μόνη μου είχα φυλακιστεί και η περιέργειά μου θα γινόταν τώρα η αιτία όλων μου των δεινών. Εκείνος με είχε προειδοποιήσει… Μου είχε πει πολλές φορές πως δε διέτρεχα κανέναν απολύτως κίνδυνο… όσο δεν άγγιζα τη μάσκα του… και γω την άγγιξα. Καταριόμουν την επιπολαιότητά μου, ενώ, ταυτόχρονα διαπίστωνα ανατριχιάζοντας πως ο συλλογισμός του τέρατος ήταν λογικός. Ναι, θα ξαναρχόμουν, θα επέστρεφα αν δεν είχα δει το πρόσωπό του… Με είχε κιόλας συγκινήσει, μου είχε κινήσει τον ενδιαφέρον, με είχε κάνει να τον λυπηθώ με τα δάκρυά του που κυλούσαν πίσω απ' τη μάσκα…πραγματικά δε θα μπορούσα ν' αντισταθώ στα παρακάλια του. Άλλωστε, δεν ήμουν αχάριστη και η αδυναμία του, η αναπηρία του, δεν μπορούσε να με κάνει να ξεχάσω πως ήταν η Φωνή και πως μ' είχε ζεστάνει με το πνεύμα του. Θα επέστρεφα! Τώρα όμως, αν θα ξανάβγαινα απ' αυτές τις κατακόμβες, σίγουρα, δε θα επέστρεφα ποτέ πια!
Δεν επιστρέφει κανείς για να κλειστεί σ' έναν τάφο παρέα μ' ένα πτώμα που τον αγαπά!
»Από τον τρόπο που με κοιτούσε στη διάρκεια της σκηνής, ή μάλλον από τον τρόπο που με πλησίαζαν οι δυο μαύρες τρύπες του αόρατου βλέμματός του, είχα νιώσει την αγριότητα του πάθους του. Σκεφτόμουν πως για να μπορέσει να συγκρατηθεί και να μην με πάρει στην αγκαλιά του την ώρα που ήμουν εντελώς ανίκανη να προβάλλω την παραμικρότερη αντίσταση, θα 'πρεπε αυτό το τέρας να 'χει μια αγγελική αδελφή ψυχή κι ίσως, τελικά, ήταν κατά κάποιον ο Άγγελος της μουσικής κι ίσως θα ήταν ο Άγγελος της μουσικής αν ο Θεός του είχε χαρίσει ομορφιά αντί για σκουπίδια!
» Ήμουν βυθισμένη στις σκέψεις μου και φοβόμουν μήπως ξανανοίξει η πόρτα του δωματίου με το φέρετρο και ξαναδώ τη μορφή του τέρατος δίχως μάσκα. Έτσι, πήγα στο δωμάτιό μου και πήρα κοντά το ψαλίδι που θα μπορούσε να βάλει τέλος στην παράξενη μοίρα μου… Τότε ακούστηκαν οι ήχοι του αρμόνιου…
»Τότε, φίλε μου, άρχισα να καταλαβαίνω τα λόγια του Ερίκ πάνω σ' αυτό που, με μια περιφρόνηση που μ' εντυπωσίασε, ονόμαζε μουσική όπερας. Αυτό που άκουγα εκείνη τη στιγμή δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι με είχε γοητεύσει μέχρι τότε. Ο Θριαμβεύων Δον Ζουάν του (ήμουν σίγουρη πως είχε καταφύγει στο αριστούργημά του για να ξεχάσει την προηγούμενη φρίκη), ο Θριαμβεύων Δον Ζουάν του, στην αρχή μου φάνηκε ένας μακρόσυρτος φριχτός και θαυμάσιος λυγμός, όπου ο καημένος ο Ερίκ έκφραζε όλη του την καταραμένη δυστυχία.
»Κοιτούσα ξανά το τετράδιο με τις κόκκινες νότες και τώρα πια μπορούσα να φανταστώ πως αυτή η μουσική είχε γραφεί με αίμα. Με σεργιάνιζε σε όλες τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου. Με οδηγούσε σε κάθε γωνιά της αβύσσου, της αβύσσου που βρισκόταν ο άσχημος άντρας. Μου έδειχνε τον Ερίκ να χτυπά φριχτά το καημένο, το βδελυρό του κεφάλι στους πένθιμους τοίχους αυτής της κόλασης, όπου είχε καταφύγει ακριβώς για να μην τρομάζει το ανθρώπινο βλέμμα. Έστεκα εκεί, εξουθενωμένη, με κομμένη την ανάσα, αξιολύπητη και νικημένη, να παρακολουθώ την έκρηξη αυτών των γιγαντιαίων ακόρντων που θεοποιούσαν τον πόνο. Μετά, οι ήχοι που υψώνονταν από την άβυσσο συγκεντρώνονταν αναπάντεχα σ' ένα εξαίσιο απειλητικό πέταγμα. Το περιστρεφόμενο κοπάδι τους έμοιαζε να υψώνεται για να κυριεύσει τους ουρανούς, όπως ο αετός υψώνεται προς τον ήλιο. Τέλος, μια θριαμβική συμφωνία αγκάλιασε τον κόσμο όλον… Κατάλαβα πως το έργο είχε επιτέλους ολοκληρωθεί και πως η Ασχήμια, πάνω στα φτερά του Έρωτα, είχε τολμήσει να κοιτάξει κατά πρόσωπο την Ομορφιά! Ήμουν σαν μεθυσμένη. Η πόρτα που με χώριζε από τον Ερίκ άνοιξε κάτω απ' τις προσπάθειές μου. Ακούγοντάς με σηκώθηκε όρθιος αλλά δεν τόλμησε να γυρίσει προς το μέρος μου.
»- Ερίκ, φώναξα, δείξτε μου το πρόσωπό σας χωρίς να φοβάστε. Σας ορκίζομαι πως είστε ο πιο πονεμένος και πιο θείος από τους ανθρώπους και αν η Κριστίν Ντααέ ανατριχιάσει ξανά κοιτάζοντας σας θα 'ναι μόνο γιατί θα φέρει στο νου της τη λαμπρότητα του πνεύματος σας!
»Τότε ο Ερίκ, με πίστεψε και γύρισε και εγώ… αλίμονο!… ενώ είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου… Ύψωσε παράφορα τα χέρια του προς τη Μοίρα και σωριάστηκε στα γόνατά μου προφέροντας λόγια αγάπης και έρωτα…
»…Λόγια αγάπης από το νεκρικό του στόμα… κι η μουσική είχε σταματήσει…
«Φιλούσε το κάτω μέρος του φορέματός μου· δεν πρόσεξε πως είχα κλείσει τα μάτια μου.
»Τι άλλο μένει να σας πω, φίλε μου; Τώρα γνωρίζετε το δράμα… Για δεκαπέντε μέρες ήταν σαν να 'χε ξαναγεννηθεί… δεκαπέντε μέρες που εγώ έλεγα ψέματα. Το ψέμα μου ήταν κι αυτό φριχτό, όπως και το τέρας που μου το ενέπνευσε… αυτό ήταν το τίμημα της ελευθερίας μου. Έκαψα τη μάσκα του. Ήμουν τόσο καλή, που ακόμη κι όταν δεν τραγουδούσε τολμούσε ν' αναζητήσει ένα μου βλέμμα, όμοια με φοβισμένο σκυλί που στριφογυρνά γύρω απ' τον αφέντη του. Έτσι κι αυτός στριφογυρνούσε γύρω μου· σαν ένας πιστός σκλάβος μου έκανε χίλιες δυο περιποιήσεις. Σιγά σιγά του ενέπνευσα τόση εμπιστοσύνη που τόλμησε να με πάει περίπατο στις όχθες της Λίμνης Αβέρν και να με κάνει βαρκάδα στα μολυβένια της νερά. Τις τελευταίες μέρες της αιχμαλωσίας μου, όταν νύχτωνε, περνούσαμε μαζί από τα κάγκελα που κλείνουν τα υπόγεια της οδού Σκριμπ. Εκεί μας περίμενε μια άμαξα που μας πήγαινε στη μοναξιά του Δάσους.
»Η νύχτα που σας συναντήσαμε παρά λίγο να ήταν τραγική για μένα, γιατί σας ζηλεύει τρομερά… Καθησύχασε μόνο όταν τον διαβεβαίωσα πως πρόκειται να φύγετε… Επιτέλους, μετά από δεκαπέντε μέρες φριχτής αιχμαλωσίας, ανείπωτης λύπης κι ενθουσιασμού, απελπισίας και φρίκης, με πίστεψε όταν του 'πα: Θα ξανάρθω!»
«Και ξαναπήγατε», αναστέναξε ο Ραούλ.
«Είναι αλήθεια, φίλε μου, και πρέπει να σας πω πως δεν ήταν οι φοβερές του απειλές που μ' έκαναν να επιστρέψω… ήταν ο σπαραχτικός του λυγμός στο κατώφλι του τάφου του! Ναι αυτός ο λυγμός», επανέλαβε, η Κριστίν κουνώντας λυπημένα το κεφάλι, «αυτός ο λυγμός την ώρα του αποχαιρετισμού μ' έδεσε με τον δυστυχισμένο πολύ περισσότερο απ' όσο θα μπορούσα να φανταστώ. Καημένε Ερίκ! Δυστυχισμένε Ερίκ!»
«Κριστίν!» είπε ο Ραούλ καθώς σηκωνόταν, «λέτε πως μ' αγαπάτε, μα δεν πέρασαν πολλές ώρες από την ελευθέρωσή σας και να που επιστρέψατε σ' αυτόν!… Θυμηθείτε το μπαλ μασκέ!»
«Έτσι ήταν κανονισμένο να γίνει Ραούλ… Θυμηθείτε όμως, πως αυτές τις λίγες ώρες ήμουν μαζί σας… παρ' όλους τους κίνδυνους…»
«Αυτές τις λίγες ώρες αμφέβαλλα για την αγάπη σας».
«Αμφιβάλλετε ακόμη, Ραούλ;… Μάθετε λοιπόν πως κάθε μου ταξίδι στον Ερίκ μεγάλωνε τη φρίκη μου γι' αυτόν, γιατί κάθε μου ταξίδι αντί να τον ανακουφίζει τον έκανε τρελό από έρωτα! και γω φοβάμαι!… Φοβάμαι! φοβάμαι!…»
«Φοβάστε, όμως μ' αγαπάτε;… Αν ο Ερίκ ήταν… όμορφος, θα μ' αγαπούσατε Κριστίν;»
«Δυστυχισμένε! Γιατί να προκαλείτε τη μοίρα;… Γιατί να με ρωτάτε για πράγματα που προσπαθώ να κρύψω στα βάθη της συνείδησής μου, όπως άλλοι κρύβουν την αμαρτία;»
Σηκώθηκε κι αυτή· αγκάλιασε με τα δυο της χέρια που έτρεμαν το κεφάλι του νέου άντρα και του είπε:
«Ω, αγαπημένε μου αρραβωνιαστικέ της μιας μέρας… αν δε σας αγαπούσα δε θα σας έδινα τα χείλη μου. Για πρώτη και τελευταία φορά: πάρτε τα».
Τα πήρε. Όμως στη νύχτα που τους τύλιγε απλώθηκε μια τέτοια οδύνη που το 'βαλαν στα πόδια λες και φοβόντουσαν τον ερχομό μιας θύελλας. Πριν όμως προλάβουν να χαθούν μέσα στο δάσος με τις στέγες, το στοιχειωμένο απ' τον τρομερό Ερίκ βλέμμα τους στράφηκε ψηλά. Πάνω τους, ένα τεράστιο πουλί της νύχτας, γαντζωμένο στις χορδές της λύρας του Απόλλωνα, τους κοιτούσε με τα πυρακτωμένα, μαύρα σαν κάρβουνα, μάτια του.