Ο ΑΡΜΑΝ Μονσαρμέν έγραψε τόσο ογκώδη απομνημονεύματα που, τουλάχιστον όσο αφορά την αρκετά μεγάλη περίοδο που υπήρξε διευθυντής της Όπερας, εύλογα μπορεί ν' αναρωτηθεί κανείς αν κάποτε έβρισκε χρόνο ν' ασχοληθεί με την Όπερα, με άλλον τρόπο εκτός από την καταγραφή των όσων συνέβαιναν εκεί. Ο κύριος Μονσαρμέν δεν είχε ιδέα από μουσική, αλλά είχε πολύ στενές σχέσεις με τον υπουργό Δημόσιας Επιμόρφωσης και Καλών Τεχνών. Είχε ασχοληθεί λίγο με τη δημοσιογραφία και ήταν κάτοχος μιας σημαντικής περιουσίας. Τέλος, ήταν ένα γοητευτικό αγόρι, που διόλου δεν του έλειπε η εξυπνάδα, αφού, όταν αποφάσισε να γίνει διευθυντής της Όπερας, διάλεξε για συνεργάτη του κάποιον που πραγματικά θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος ως διευθυντής: τον Φερμέν Ρισάρ.
Ο Φερμέν Ρισάρ ήταν ένας διακεκριμένος μουσικός κι ένας ευγενικός άνθρωπος. Να τι γράφει γι' αυτόν, την εποχή που πήρε τη θέση του διευθυντή της Όπερας, η Θεατρική Επιθεώρηση. «Ο κύριος Φερμέν Ρισάρ είναι περίπου πενήντα χρονών, ψηλός, σωματώδης, χωρίς περιττό πάχος. Έχει αξιοπρέπεια, κύρος και πυκνά μαλλιά, κομμένα πολύ κοντά. Η γενειάδα του ενώνεται με τα μαλλιά του. Το ύφος και η φυσιογνωμία του έχουν κάτι το θλιμμένο, που ταιριάζει απόλυτα με το τίμιο βλέμμα του το οποίο συνοδεύεται από ένα γοητευτικό χαμόγελο.
»Ο κύριος Φερμέν Ρισάρ, είναι ένας μουσικός που ξεχωρίζει. Επιδέξιος στην αρμονία, γνώστης της αντίστιξης. Η μεγαλοπρέπεια είναι το κύριο χαραχτηριστικό των συνθέσεών του. Έχει γράψει μουσική δωματίου που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους ειδικούς. Μουσική για πιάνο, σονάτες και άλλα κομμάτια γεμάτα πρωτοτυπία, πολλές μελωδίες. Τέλος, έχει συνθέσει Το Θάνατο του Ηρακλή, που έχει παιχτεί στα κονσέρτα του Ωδείου. Είναι ένα έργο επικού ύφους και μας φέρνει στο νου τον Γκλουκ, έναν από τους σεβαστούς δασκάλους του κυρίου Φερμέν Ρισάρ. Ωστόσο, ενώ λατρεύει τον Γκλουκ αγαπά πολύ και τον Πουτσίνι. Ο κύριος Ρισάρ, αντλεί απόλαυση απ' όπου μπορεί. Γεμάτος θαυμασμό για τον Πουτσίνι υποκλίνεται μπρος στον Μέγιερμπερ, απολαμβάνει τον Τσιμαρόζα και κανείς δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει περισσότερο απ' αυτόν την αμίμητη ιδιοφυία του Βέμπερ. Τέλος, σε ότι αφορά τον Βάγκνερ, ο κύριος Ρισάρ υποστηρίζει πως υπήρξε ο πρώτος, αν όχι και ο μόνος, στη Γαλλία που τον κατάλαβε».
Εδώ σταματώ την παράθεση του κειμένου που γράφτηκε για τον Φερμέν Ρισάρ, πιστεύοντας πως τα παραπάνω αρκούν για να μας δείξουν ότι, αν ο κύριος Φερμέν Ρισάρ αγαπούσε περίπου όλη τη μουσική και όλους τους μουσικούς, ήταν σχεδόν καθήκον όλων των μουσικών, ν' αγαπούν τον κύριο Ρισάρ. Τελειώνοντας αυτό το σύντομο πορτρέτο του κυρίου Ρισάρ, θέλω να προσθέσω πως ο κύριος Ρισάρ ήταν αυτό που συνηθίζούμε να λέμε αυταρχικός τύπος. Μ' άλλα λόγια είχε έναν πολύ κακό χαραχτήρα.
Τις πρώτες μέρες που οι δυο συνεργάτες βρέθηκαν στην Όπερα δεν ένιωθαν άλλο απ' τη χαρά που νιώθει κανείς όταν η τύχη ενός τέτοιου οργανισμού βρίσκεται στα χέρια του. Είχαν ξεχάσει εντελώς αυτήν την περίεργη ιστορία του φαντάσματος, όταν συνέβη κάτι που τους έκανε να καταλάβουν πως — αν επρόκειτο για φάρσα — η φάρσα δεν είχε ακόμη τελειώσει.
Εκείνο το πρωί, ο κύριος Φερμέν Ρισάρ έφτασε στο γραφείο του κατά τις έντεκα. Ο γραμματέας του, ο κύριος Ρεμί, του έδειξε μισή δωδεκάδα γράμματα που δεν είχε ανοίξει, γιατί στο φάκελο έγραφαν «προσωπικό». Ένα απ' αυτά τα γράμματα τράβηξε αμέσως την προσοχή του κυρίου Ρισάρ· όχι μόνο γιατί το κείμενο στο φάκελο ήταν με κόκκινο μελάνι, αλλά και γιατί ο γραφικός χαραχτήρας τού φάνηκε γνώριμος. Η περιέργεια του δεν κράτησε πολύ: ήταν το ίδιο κόκκινο μελάνι του καταστατικού. Αναγνώρισε το παιδικό γράψιμο. Άνοιξε το φάκελο και διάβασε:
Αγαπητέ κύριε διευθυντά, σας ζητώ συγνώμη που σας ταράζω σε τόσο σημαντικές για σας στιγμές, όπου αποφασίζετε για τη συμμετοχή σπουδαίων καλλιτεχνών στην Όπερα και παίρνετε σημαντικές αποφάσεις για τον προγραμματισμό της. Κι όλ' αυτά με σιγουριά, με γνώση του θεάτρου και του κοινού, όντας εσείς μια αυθεντία που, ομολογώ, με εξέπληξε. Γνωρίζω τα όσα κάνετε για την Καρλότα, τη Σορέλι και τη μικρή Τζέημς καθώς και για μερικούς άλλους ακόμη, των οποίων είσαστε σε θέση να διακρίνετε τις ικανότητες, το ταλέντο ή την ιδιοφυία. (Φαντάζομαι, καταλαβαίνετε σε ποιον αναφέρομαι. Δεν αναφέρομαι στην Καρλότα που έχει μια φωνή ψαριού και δε θα 'πρεπε ποτέ να εγκαταλείψει το Ambassadeurs ούτε το καφέ Ζακέν. Δεν αναφέρομαι ούτε στη Σορέλι που οι μεγαλύτερες της επιτυχίες είναι μέσα στις άμαξες. Ούτε στη μικρή Τζέημς που χορεύει σαν μοσχάρι στο λιβάδι. Ούτε, πολύ περισσότερο, στην Κριστίν Ντααέ, που η ιδιοφυία της είναι ολοφάνερη, αλλά που εσείς φροντίζετε ζηλότυπα να την κρατάτε μακριά από κάθε σημαντική δημιουργία). Βέβαια, είσαστε ελεύθερος να διαχειρίζεστε την επιχειρησούλα σας όπως εσείς κρίνετε, έτσι δεν είναι; Παρ' όλ' αυτά, θα ήθελα να εκμεταλλευτώ το γεγονός πως δεν πετάξατε ακόμη την Κριστίν Ντααέ έξω απ' την πόρτα, για να την ακούσω απόψε το βρά8υ στο ρόλο της Σίμπελ, αφού ο ρόλος της Μαργαρίτας, μετά τον πρόσφατο θρίαμβό της, της έχει απαγορευτεί. Σας παρακαλώ λοιπόν, να μη διαθέσετε ούτε σήμερα αλλά ούτε και τις επόμενες μέρες το θεωρείο μου. Δεν είναι δυνατόν να τελειώσω αυτό το γράμμα δίχως να παραδεχτώ τη δυσάρεστη έκπληξη που μου προκάλεσε το γεγονός ότι το θεωρείο μου, έπειτα από δική σας εντολή, είχε διατεθεί σε άλλους.
Μέχρι τώρα δε διαμαρτυρήθηκα, όχι μόνο γιατί απεχθάνομαι τα σκάνδαλα, αλλά και γιατί σκέφτηκα πως ίσως οι προκάτοχοι σας, κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ, που πάντα ήταν πολύ ευγενικοί μαζί μου, δεν είχαν φροντίσει, πριν την αναχώρησή τους, να σας ενημερώσουν για τις μικρές μου μανίες. Όμως, μόλις έλαβα την απάντηση των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ στο γράμμα που τους έγραψα για να τους ζητήσω εξηγήσεις. Η απάντηση τους λοιπόν, μου αποδεικνύει πως είσαστε ενημερωμένος πάνω στη συμφωνία και επομένως, πως με κοροϊδεύετε ασύστολα. Αν επιθυμείτε να έχουμε ειρήνη μεταξύ μας, το τελευταίο που θα 'πρεπε να κάνετε είναι να μου στερήσετε το θεωρείο μου!
Πέρα απ' αυτές τις μικρές παρατηρήσεις, ταπεινός και πιστός σας δούλος.
Υπογραφή: Φ. της Όπερας.
Το παραπάνω γράμμα συνοδευόταν από ένα απόκομμα της στήλης αλληλογραφίας, του περιοδικού Θεατρική Επιθεώρηση, που έγραφε: «Φ. τ. Ο.: Ο Ρ. και ο Μ. είναι αδικαιολόγητοι. Τους είχαμε προειδοποιήσει και τους παραδώσαμε το συμφωνητικό σας. Χαιρετισμούς!»
Ο κύριος Φερμέν Ρισάρ μόλις είχε τελειώσει την ανάγνωση του γράμματος, όταν άνοιξε η πόρτα του γραφείου του και μπήκε μέσα ο κύριος Αρμάν Μονσαρμέν, κρατώντας στο χέρι του ένα γράμμα ολόιδιο μ' αυτό που είχε λάβει ο συνεργάτης του. Κοιτάχτηκαν ξεσπώντας σε γέλια.
«Η φάρσα συνεχίζεται», είπε ο κύριος Ρισάρ. «Όμως δεν είναι πια αστεία!»
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε ο κύριος Μονσαρμέν. «Μήπως νομίζουν πως επειδή υπήρξαν διευθυντές της Όπερας θα έχουν εσαεί δικό τους θεωρείο;»
Γιατί και οι δυο τους δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία πως η διπλή επιστολή ήταν το αποτέλεσμα της παιχνιδιάρικης διάθεσης των προκατόχων τους.
«Δεν έχω καμία διάθεση να επιτρέπω να με περιπαίζουν για πολύν καιρό ακόμα!» δήλωσε ο Φερμέν Ρισάρ.
«Μα, είναι εντελώς ανώδυνο», παρατήρησε ο Αρμάν Μονσαρμέν.
«Τελικά, τι θέλουν άραγε; Ένα θεωρείο γι' απόψε το βράδυ;»
Ο κύριος Αρμάν Μονσαρμέν έδωσε εντολή στο γραμματέα του να φυλάξουν το θεωρείο No 5 για τους κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ, αν δεν είχε ήδη νοικιαστεί.
Ήταν ελεύθερο. Στάλθηκε αμέσως η σχετική πρόσκληση στους πρώην διευθυντές. Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ έμεναν: ο πρώτος στη γωνία της οδού Σκριμπ και του μπουλβάρ ντε Καπουτσίν ο δεύτερος, στην οδό Ομπέρ. Τα δυο γράμματα του φαντάσματος της Όπερας είχαν σταλεί από τα ταχυδρομικά γραφεία του μπουλβάρ ντε Καπουτσίν. Αυτό το παρατήρησε ο Μονσαρμέν.
«Να λοιπόν και η απόδειξη!» είπε ο Ρισάρ.
Ανασήκωσαν τους ώμους τους και λυπήθηκαν που δυο άντρες αυτής της ηλικίας μπορούσαν ακόμη να διασκεδάζουν με τόσο αφελή παιχνίδια.
«Παρ' όλ' αυτά, θα μπορούσαν νάναι πιο ευγενικοί!» παρατήρησε ο Μονσαρμέν. «Πρόσεξες με τι άσχημο τρόπο μίλησαν για την Καρλότα, τη Σορέλι και τη μικρή Τζέημς;»
«Μα, αγαπητέ μου, αυτοί οι άνθρωποι είναι άρρωστοι από ζήλεια!… Όταν σκέφτομαι πως έφτασαν στο σημείο να πληρώσουν για να βάλουν μικρή αγγελία στη Θεατρική Επιθεώρηση!… Μα… δεν έχουν με τίποτα καλύτερο ν' ασχοληθούν;»
«Επί τη ευκαιρία!» είπε ακόμα ο Μονσαρμέν, «φαίνονται να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη μικρή Κριστίν Ντααέ…»
«Ξέρεις το ίδιο καλά με μένα πως η Ντααέ φημίζεται για τη σοβαρότητα της!» απάντησε ο Ρισάρ.
«Έχει κανείς συχνά μια φήμη που δεν του ταιριάζει», ανταπάντησε ο Μονσαρμεν. «Μήπως και γω δεν έχω τη φήμη πως ξέρω από μουσική, ενώ στην πραγματικότητα μόλις και μετά βίας ξεχωρίζω το κλειδί του σολ απ' το κλειδί του φα».
«Φίλτατε, μείνε ήσυχος. Ποτέ δεν είχες μια τέτοια φήμη».
Σ' αυτό το σημείο, ο Φερμέν Ρισάρ έδωσε εντολή στο θυρωρό ν' αφήσει να περάσουν μέσα οι καλλιτέχνες, που εδώ και δυο ώρες πηγαινοέρχονταν στο μεγάλο διάδρομο περιμένοντας ν' ανοίξει η πόρτα των διευθυντών. Ν' ανοίξει αυτή η πόρτα που πίσω της παραμόνευαν η δόξα και το χρήμα ή… η απόλυση.
Όλη η μέρα πέρασε με συζητήσεις, υποσχέσεις, διαπραγματεύσεις, υπογραφές και ακυρώσεις συμβολαίων. Σας παρακαλώ να πιστέψετε πως εκείνο το βράδυ — το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου — οι δυο μας διευθυντές, κουρασμένοι από μια δύσκολη μέρα γεμάτη θυμούς, ίντριγκες, συμβουλές, απειλές, διαμαρτυρίες, εκδηλώσεις αγάπης και μίσους, κοιμήθηκαν δίχως καν να έχουν την περιέργεια να πάνε να ρίξουν μια ματιά στο θεωρείο No 5, για να μάθουν αν η παράσταση άρεσε τελικά στους κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ. Μετά την αναχώρηση της παλιάς διοίκησης η Όπερα έδινε καθημερινά παραστάσεις δίχως καμιά διακοπή. Ο κύριος Ρισάρ, προχωρούσε στην προετοιμασία κάποιων νέων έργων, δίχως να διακόψει το ρυθμό των παραστάσεων.
Την επομένη, οι κύριοι Ρισάρ και Μονσαρμεν βρήκαν στην αλληλογραφία τους από τη μια, μια ευχαριστήρια κάρτα του φαντάσματος που έγραφε:
Αγαπητέ κύριε διευθυντά,
Ευχαριστώ. Γοητευτική βραδιά. Η Ντααέ εκπληκτική. Πρέπει να δώσετε μεγαλύτερη προσοχή στις χορωδίες. Η Καρλότα, υπέροχο, μπανάλ εργαλείο. Θα σας γράφω σύντομα για τα 240.000 φράγκα — για την ακρίβεια 233.424,70 —. Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ μου έχουν ήδη δώσει τις 6.575,30 φράγκα, που αντιστοιχούν στις δέκα πρώτες μέρες του μισθού μου αυτού του χρόνου. Δούλος σας.
Από την άλλη, ένα γράμμα των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ:
Κύριοι,
Σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας, όμως θα πρέπει να καταλάβετε πως η προοπτική να ξανακούσουμε τον Φάουστ, όσο ελκυστική κι αν είναι για πρώην διευθυντές Όπερας, δεν μπορεί να μας κάνει να ξεχάσουμε πως δεν έχουμε κανένα απολύτως δικαίωμα να κρατάμε το θεωρείο No 5, το οποίο ανήκει αποκλειστικά σ' αυτόν για τον οποίον μας δόθηκε η ευκαιρία να σας μιλήσουμε, διαβάζοντας μαζί σας για τελευταία φορά το καταστατικό. — τελευταία παράγραφος του άρθρου 63.
Μετά τιμής κ.λ.π…
«Α! μα αρχίζουν να μ' ενοχλούν πραγματικά αυτοί οι άνθρωποι!» δήλωσε έντονα ο Ρισάρ, σκίζοντας το γράμμα των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ.
Εκείνο το βράδυ το θεωρείο No 5 νοικιάστηκε.
Την επομένη, φτάνοντας στο γραφείο τους, οι κύριοι Ρισάρ και Μονσαρμέν βρήκαν μια αναφορά του επιθεωρητή σχετική με τα συμβάντα της προηγούμενης βραδιάς στο θεωρείο No 5. Να και το σχετικό κείμενο:
«Βρέθηκα στην ανάγκη», γράφει ο επιθεωρητής, «να ζητήσω την παρέμβαση ενός αστυφύλακα για να εκκενώσω δυο φορές, μια στην αρχή και μια στη μέση της δεύτερης πράξης, το θεωρείο No 5. Αυτοί που το κατέλαβαν — είχαν έρθει στην αρχή της δεύτερης πράξης — προκαλούσαν πραγματικό σκάνδαλο με τα γέλια και τα ηλίθια σχόλιά τους. Παντού γύρω τους ακούγονταν “σσστ” και η αίθουσα άρχιζε να διαμαρτύρεται. Τότε ήρθε και με βρήκε η ταξιθέτρια. Πήγα στο θεωρείο και τους έκανα τις σχετικές παρατηρήσεις. Αυτοί οι άνθρωποι δε μου φάνηκαν καθόλου στα καλά τους και τα επιχειρήματά τους ήταν γελοία. Τους προειδοποίησα πως αν επαναλαμβάνονταν τα ίδια θα ήμουν υποχρεωμένος να τους βγάλω από το θεωρείο. Δεν είχα προλάβει καλά καλά να φύγω και ξανάκουσα τα τρανταχτά γέλια και τις διαμαρτυρίες του κοινού. Επέστρεψα μαζί μ' έναν αστυφύλακα που τους υποχρέωσε να εκκενώσουν το θεωρείο. Διαμαρτυρόντουσαν, εξακολουθώντας να γελούν, δηλώνοντας πως δεν επρόκειτο να φύγουν αν δεν έπαιρναν πίσω τα λεφτά τους. Τελικά ηρέμησαν και τους άφησα να επιστρέψουν στο θεωρείο. Όμως, ξανάρχισαν τα γέλια και το θόρυβο κι αυτή τη φορά τους έδιωξα οριστικά».
«Να περάσει ο επιθεωρητής», φώναξε ο Ρισάρ στο γραμματέα του, που είχε διαβάσει πριν απ' αυτόν την αναφορά του επιθεωρητή και την είχε χαραχτηρίσει επείγουσα.
Ο γραμματέας, ο κύριος Ρεμί, — εικοσιτεσσάρων χρόνων, λεπτό μουστάκι, κομψός, μεγαλοπρεπής (εκείνη την εποχή ήταν υποχρεωτικό να φορά ρεντικότα σ' όλη τη διάρκεια της μέρας), έξυπνος και ντροπαλός μπροστά στο διευθυντή του, με 2.400 μισθό το χρόνο, πληρώνεται από το διευθυντή, κάνει διαλογή των εφημερίδων, απαντά στα γράμματα, μοιράζει τις προσκλήσεις, κανονίζει τα ραντεβού, συζητά μέ τους δυσαρεστημένους, επισκέπτεται τους άρρωστους καλλιτέχνες, αναζητά σωσίες, έρχεται σ' επαφή με τους υπηρεσιακούς παράγοντες και, πάνω απ' όλα, είναι η κλειδαριά για το γραφείο του διευθυντή. Κι όμως, απ' τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να βρεθεί στο δρόμο, γιατί η θέση του δεν έχει αναγνωριστεί από τη διοίκηση. Ο γραμματέας, που είχε ήδη φροντίσει να έρθει ο επιθεωρητής, έδωσε εντολή να τον αφήσουν να περάσει.
Ο επιθεωρητής μπήκε μέσα κάπως ανήσυχος.
«Πέστε μας λοιπόν, τι ακριβώς έγινε;», είπε απότομα ο Ρισάρ.
Ο επιθεωρητής άρχισε να ψελλίζει και παρέπεμψε στην αναφορά του.
«Μα, επιτέλους! Γιατί γελούσαν αυτοί οι άνθρωποι;» ρώτησε ο Μονσαρμέν.
«Κύριε διευθυντά, φαίνεται πως αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν στην Όπερα μετά από ένα καλό δείπνο και έμοιαζαν να έχουν μεγαλύτερη διάθεση γι' αστεία παρά για ν' ακούσουν μουσική. Ήδη από την αρχή, μόλις μπήκαν στο θεωρείο ξαναβγήκαν και ζήτησαν την ταξιθέτρια. Η ταξιθέτρια ήρθε και τους ρώτησε τι συμβαίνει. “Κοιτάξτε μέσα στο θεωρείο, είσαστε σίγουρη πως δεν υπάρχει κανείς άλλος;… — Ναι, απάντησε εκείνη. — Και όμως, είπαν, όταν μπήκαμε μέσα μας φάνηκε πως κάποιος ήταν εκεί”».
Ο κύριος Μονσαρμέν, δεν μπόρεσε να κοιτάξει τον κύριο Ρισάρ χωρίς να χαμογελάσει. Όμως, ο κύριος Ρισάρ δε φαινόταν να 'χει διάθεση για χαμόγελα. Ήταν πολύ «μπασμένος» σε τέτοια κόλπα για να μην μπορέσει ν' αναγνωρίσει σ' αυτά, που με τη μεγαλύτερη αφέλεια του κόσμου έλεγε ο επιθεωρητής, όλα τα συμπτώματα ενός κακόγουστου αστείου απ' αυτά που συνήθως στην αρχή κάνουν τα θύματά τους να διασκεδάζουν, αλλά που, κατά κανόνα, καταλήγουν να τα εξαγριώνουν.
Ο κύριος επιθεωρητής, για να φανεί ευγενικός στον κύριο Μονσαρμέν που χαμογελούσε, θεώρησε καλό να χαμογελάσει κι αυτός. Ατυχές χαμόγελο! Το βλέμμα του κυρίου Ρισάρ κεραυνοβόλησε τον υπάλληλο, που βιάστηκε να επιδείξει ένα εξαιρετικά έκπληκτο πρόσωπο.
«Μα επιτέλους, όταν αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν», ρώτησε μουγκρίζοντας σχεδόν ο τρομερός Ρισάρ, «υπήρχε ή δεν υπήρχε κάποιος στο θεωρείο;»
«Δεν υπήρχε κανείς κύριε διευθυντά! Απολύτως κανείς! Ούτε στο δεξιό θεωρείο ούτε στο αριστερό! Κανείς, σας τ' ορκίζομαι! Βάζω το χέρι μου στη φωτιά! Αυτό αποδεικνύει πως επρόκειτο γι' αστείο».
«Και η ταξιθέτρια, τι είπε;»
«Ω! Για την ταξιθέτρια τα πράγματα είναι απλά. Είπε πως ήταν το φάντασμα της Όπερας. Τι να πει κανείς!»
Μ' αυτά τα λόγια ο επιθεωρητής χαχάνισε. Για μια ακόμη φορά όμως, κατάλαβε πως έκανε μέγα λάθος γιατί δεν πρόλαβε ν' αποτελειώσει τη φράση: «είπε πως ήταν το φάντασμα της Όπερας» και είδε τη φυσιογνωμία του κυρίου Ρισάρ, από κει που ήταν σκυθρωπή, να γίνεται άγρια.
«Να μου φέρουν αμέσως εδώ την ταξιθέτρια!» διέταξε… «Αμέσως! Όλοι οι άλλοι να φύγουν! Αμέσως!»
Ο επιθεωρητής πήγε να διαμαρτυρηθεί, όμως ο Ρισάρ του έκλεισε το στόμα μ' ένα «πάψτε» που δε σήκωνε δεύτερη κουβέντα. Μετά, όταν τα χείλια του δυστυχισμένου υφισταμένου έμοιαζαν να 'χουν κλείσει για πάντα, ο κύριος διευθυντής διέταξε να ξανανοίξουν.
«Μα τι είναι αυτό το “φάντασμα της Όπερας”;» αποφάσισε επιτέλους να ρωτήσει, μουγκρίζοντας πάντα.
Όμως, τώρα πια, ο επιθεωρητής ήταν εντελώς ανίκανος να πει το οτιδήποτε. Με μια απελπισμένη μιμική του 'δωσε να καταλάβει πως δεν είχε την παραμικρή ιδέα ή μάλλον πως δεν ήθελε να ξέρει τίποτα.
«Εσείς, έχετε δει ποτέ αυτό το φάντασμα της Όπερας;»
Μ' ένα δυναμικό κούνημα του κεφαλιού, ο επιθεωρητής απάντησε αρνητικά.
«Τόσο το χειρότερο!» δήλωσε ψυχρά ο κύριος Ρισάρ.
Ο επιθεωρητής άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Ήταν σχεδόν έτοιμα να βγουν απ' τις κόγχες τους, όταν κατάφερε να ρωτήσει γιατί, ο κύριος διευθυντής είπε αυτό το περίεργο: «Τόσο το χειρότερο!»
«Γιατί θέλω να κανονίσω τους λογαριασμούς μου μ' όλους αυτούς που δεν το 'χουν δει!» εξήγησε ο κύριος διευθυντής. «Αφού βρίσκεται παντού, δεν είναι δυνατόν να μην το βλέπουν πουθενά. Θα 'θελα να εκτελούν την υπηρεσία τους όπως πρέπει».