20 Ο ΥΠΟΚΟΜΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΡΣΗΣ

Ο ΡΑΟΥΛ τότε θυμήθηκε πως, ένα βράδυ, ο αδελφός του του είχε δείξει αυτό το περίεργο πρόσωπο για το οποίο κανείς δε γνώριζε τίποτα. Του είχε πει πως ήταν Πέρσης και πως έμενε σ' ένα μικρό παλιό διαμέρισμα της οδού Ριβολί.

Ο άνθρωπος με το εβένινο χρώμα, τα μάτια σε χρώμα νεφρίτη και το σκουφί από αστρακάν, έσκυψε πάνω απ' τον Ραούλ.

«Ελπίζω, κύριε ντε Σανιύ, πως δεν προδώσατε το μυστικό του Ερίκ…»

«Και γιατί, κύριε, θα 'πρεπε να μην προδώσω αυτό το τέρας;» είπε ο Ραούλ με ύφος, προσπαθώντας ν' απαλλαγεί από τον ενοχλητικό αυτόν τύπο. Είναι λοιπόν φίλος σας;»

«Κύριε, ελπίζω να μην είπατε τίποτε, γιατί το μυστικό του Ερίκ είναι και το μυστικό της Κριστίν Ντααέ! Γιατί, αν μιλήσετε για τον έναν, είναι σαν να μιλάτε και για την άλλην!»

«Ω! κύριε!» είπε ο Ραούλ όλο και πιο ανυπόμονος, «μοιάζει να ξέρετε πολλά πράγματα που μ' ενδιαφέρουν, ωστόσο δεν έχω τώρα καιρό να σας ακούσω!»

«Σας ρωτώ τότε ξανά, κύριε ντε Σανιύ, πού πάτε τόσο βιαστικός;»

«Δεν το μαντεύετε; Πάω να σώσω την Κριστίν Ντααε…»

«Τότε, κύριε, καλύτερα θα 'ναι να μείνετε εδώ… γιατί η Κριστίν Ντααέ είναι εδώ!…»

«Με τον Ερίκ;»

«Με τον Ερίκ!»

«Και πώς το ξέρετε εσείς;»

«Ήμουν στην παράσταση και δεν υπάρχει άλλος κανείς που να μπορεί να διοργανώσει μια τέτοια απαγωγή!… Ω!…» είπε αναστενάζοντας βαθιά, «αναγνώρισα το χέρι του τέρατος!…»

«Τον ξέρετε λοιπόν;»

Ο Πέρσης δεν απάντησε, ο Ραούλ όμως άκουσε ξανά έναν αναστεναγμό.

«Κύριε!» είπε ο Ραούλ, «αγνοώ τις προθέσεις σας…μήπως όμως μπορείτε να κάνετε κάτι για μένα;… Θέλω να πω για την Κριστίν Ντααέ;»

«Έτσι νομίζω, κύριε ντε Σανιύ… γι' αυτό και βρίσκομαι εδώ».

«Τι μπορείτε να κάνετε;»

«Μπορώ να προσπαθήσω να σας οδηγήσω κοντά της… και κοντά του!»

«Κύριε, αυτό προσπάθησα και να κάνω αλλά δίχως να τα καταφέρω! Αν με βοηθήσετε, τότε σας χρωστάω τη ζωή μου!… Κύριε… ακόμη μια λέξη: ο αστυνόμος, μόλις μου είπε ότι την Κριστίν Ντααέ την απήγαγε ο αδελφός μου, ο κόμης Φιλίπ…»

«Ω! κύριε ντε Σανιύ, εγώ δεν πιστεύω λέξη απ' όλ' αυτά…»

«Δεν είναι δυνατόν να συνέβη κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;»

«Δεν ξέρω αν είναι δυνατόν ή όχι, όμως η απαγωγή αυτή έγινε μ' έναν ορισμένο τρόπο κι απ' ό,τι ξέρω ο κόμης Φιλίπ δεν έχει ποτέ ασχοληθεί με μαγεία».

«Τα επιχειρήματά σας, κύριε, είναι εντυπωσιακά και γω είμαι τρελός από αγωνία!… Ω! κύριε! ας πάμε γρήγορα! Ας τρέξουμε! Ας τρέξουμε! Αφήνομαι στα χέρια σας!… Πώς είναι δυνατόν να μην σας πιστέψω όταν μόνο εσείς με πιστεύετε; Όταν είσαστε ο μόνος που δε χαμογελά ειρωνικά μόλις αναφέρω το όνομα του Ερίκ;!»

Μ' αυτά τα λόγια, ο νέος άντρας, που τα χέρια του έκαιγαν απ' τον πυρετό, έπιασε με μια αυθόρμητη κίνηση τα χέρια του Πέρση. Ήταν παγωμένα.

«Ησυχία!» είπε ο Πέρσης προσπαθώντας ν' αφουγκραστεί τους μακρινούς θορύβους απ' το θέατρο και τον παραμικρότερο θόρυβο απ' τους τοίχους και τους γειτονικούς διαδρόμους. Ας μην αναφέρουμε πια το όνομά του… ας λέμε απλά αυτός…έτσι θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες να μην τραβήξουμε την προσοχή του…»

«Νομίζετε, λοιπόν, πως βρίσκεται τόσο κοντά μας;»

«Όλα είναι πιθανά, κύριε… αν δε βρίσκεται αυτή τη στιγμή, μαζί με το θύμα του, στο σπίτι της Λίμνης».

«Α! και σεις λοιπόν γνωρίζετε αυτό το μέρος;»

«…Αν δεν βρίσκεται εκεί, μπορεί να είναι μέσα σ' αυτόν τον τοίχο, μέσα σ' αυτό το πάτωμα, μέσα σ' αυτό το ταβάνι! Πού να ξέρω!… Το μάτι του μπορεί να 'ναι πίσω από τούτη την κλειδαριά!… και τ' αφτί του πίσω από τούτο το δοκάρι!…» και ο Πέρσης, παρακαλώντας τον να μην κάνει τον παραμικρότερο θόρυβο, οδήγησε τον Ραούλ μέσα σε διαδρόμους που εκείνος δεν είχε δει ποτέ, ούτε όταν η Κριστίν τον σεργιάνιζε σ' αυτόν το λαβύρινθο.

«Φτάνει», είπε ο Πέρσης, «φτάνει να 'χει φτάσει ο Δαρείος!»

«Ποιος είναι αυτός ο Δαρείος;» ρώτησε ο νέος τρέχοντας.

«Ο Δαρείος είναι ο υπηρέτης μου…»

Εκείνη τη στιγμή βρισκόντουσαν στο κέντρο μιας πραγματικά έρημης πλατείας, σ' ένα τεράστιο χώρο που φωτιζόταν αμυδρά από ένα φανάρι. Ο Πέρσης σταμάτησε τον Ραούλ και πολύ σιγά, μα πάρα πολύ σιγά, τόσο σιγά που ο Ραούλ δυσκολευόταν να τον ακούσει, τον ρώτησε:

«Τι είπατε στον αστυνόμο;»

«Του είπα πως ο κλέφτης της Κριστίν Ντααέ είναι ο Άγγελος της μουσικής, δηλαδή το Φάντασμα της Όπερας που το πραγματικό του όνομα είναι…»

«Σσσστ!… Και ο αστυνόμος σας πίστεψε;»

«Όχι».

«Δεν έδωσε καμιά σημασία σε όσα του είπατε;»

«Καμία!»

«Σας πέρασε για λίγο τρελό;»

«Ναι».

«Τόσο το καλύτερο!» αναστέναξε ο Πέρσης.

Και η πορεία συνεχίστηκε.

Αφού ανέβηκαν και κατέβηκαν ένα σωρό σκάλες, που ο Ραούλ έβλεπε για πρώτη φορά, οι δυο άντρες βρέθηκαν μπρος σε μια πόρτα, που ο Πέρσης άνοιξε μ' ένα μικρό πασπαρτού που είχε σε μια τσέπη του γιλέκου του. Ο Πέρσης, όπως και ο Ραούλ, φορούσε φυσικά φράκο. Μόνο που, ενώ ο Ραούλ φορούσε ένα ψηλό καπέλο, ο Πέρσης φορούσε ένα σκουφί από αστρακάν, το οποίο έχω ήδη αναφέρει. Ήταν μια παραφωνία και αποτελούσε παράβαση του κώδικα κομψότητας που απαιτούσε ψηλό καπέλο· όμως, στη Γαλλία, στους ξένους επιτρέπεται κάθε εκκεντρικότητα: το ταξιδιωτικό κασκέτο στους Άγγλους, το σκουφί από αστρακάν στους Πέρσες.


«Κύριε», είπε ο Πέρσης, «το ψηλό σας καπέλο θα σταθεί εμπόδιο στις εξερευνήσεις μας… Καλά θα κάνατε να το αφήνατε στο καμαρίνι…».

«Ποιο καμαρίνι;» ρώτησε ο Ραούλ.

«Μα, το καμαρίνι της Κριστίν Ντααέ!…»

Κι ο Πέρσης, αφού πέρασε μαζί με τον Ραούλ την πόρτα που μόλις άνοιξε, του έδειξε, ακριβώς μπροστά τους, το καμαρίνι της ηθοποιού. Ο Ραούλ αγνοούσε πως μπορούσε κανείς να έρθει στο καμαρίνι της Κριστίν από άλλο δρόμο. Βρισκόταν στην άκρη του διαδρόμου που συνήθως έπρεπε να διασχίσεις ολόκληρον για να φτάσεις στην πόρτα του καμαρινιού.

«Ω! κύριε, γνωρίζετε την Όπερα πολύ καλά!»

«Ωστόσο πολύ λιγότερο απ' αυτόν!» είπε σεμνά ο Πέρσης κι έσπρωξε το νέον άντρα μέσα στο καμαρίνι της Κριστίν.

Ήταν στην ίδια κατάσταση που το είχε αφήσει ο Ραούλ λίγο πριν.

Ο Πέρσης, αφού ξανάκλεισε την πόρτα, προχώρησε προς το λεπτό πανό που χώριζε το καμαρίνι από μια μεγάλη αποθήκη. Αφουγκράστηκε και μετά έβηξε δυνατά.

Αμέσως, κάτι ακούστηκε απ' την αποθήκη και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα κάποιος χτύπησε την πόρτα.

«Πέρασε!» είπε ο Πέρσης.

Ένας άντρας μπήκε μέσα· φορούσε κι αυτός ένα σκουφί από αστρακάν και μια μακριά κάπα.

Χαιρέτησε και τράβηξε από την κάπα του ένα κουτί με πολλά σκαλίσματα. Το άφησε πάνω στο τραπέζι της τουαλέτας, χαιρέτησε ξανά και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

«Μήπως σε είδε κανείς Δαρείε;»

«Όχι δάσκαλε».

«Πρόσεξε να μη σε δει κανείς τώρα που θα βγαίνεις».

Ο υπηρέτης έριξε μια ματιά στο διάδρομο και εξαφανίστηκε.

«Κύριε», είπε ο Ραούλ, «νομίζω πως εδώ κινδυνεύουμε να μας ανακαλύψουν ο αστυνόμος δε θ'αργήσει να έρθει για να εξετάσει το καμαρίνι».

«Μπα! Δεν είναι ο αστυνόμος αυτός που πρέπει να φοβόμαστε».

Ο Πέρσης άνοιξε το κουτί. Μέσα στο κουτί βρίσκονταν ένα ζευγάρι μακριά πιστόλια, θαυμάσια διακοσμημένα.

«Αμέσως μετά την απαγωγή της Κριστίν Ντααέ, ειδοποίησα τον υπηρέτη μου να μου φέρει αυτά τα όπλα. Τα ξέρω εδώ και πάρα πολύ καιρό και είναι πολύ αποτελεσματικά».

«Θέλετε να μονομαχήσετε;» ρώτησε ο νεαρός, ξαφνιασμένος από τη θέα αυτού του οπλοστασίου.

«Πράγματι, κύριε, πηγαίνουμε να μονομαχήσουμε», απάντησε ο άλλος καθώς εξέταζε τα πιστόλια του. «Και τι μονομαχία!»

Μ' αυτά τα λόγια έτεινε ένα πιστόλι στον Ραούλ και πρόσθεσε:

«Σ' αυτήν τη μονομαχία θα είμαστε δύο εναντίον ενός: όμως, πρέπει να 'σαστε έτοιμος για όλα, κύριε, γιατί δε σας κρύβω πως θα έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο που μπορεί κανείς να φανταστεί. Αλλά… αγαπάτε πολύ την Κριστίν Ντααέ, έτσι δεν είναι;».

«Αν την αγαπώ… κύριε! Ωστόσο, μπορείτε να μου πείτε πως εξηγείτε, εσείς, που δεν την αγαπάτε, να είσαστε έτοιμος να διακινδυνεύσετε τη ζωή σας γι' αυτήν;… Χωρίς αμφιβολία, θα πρέπει να μισείτε θανάσιμα τον Ερίκ!»

«Όχι, κύριε», είπε λυπημένα ο Πέρσης, «δεν τον μισώ. Αν τον μισούσα θα 'ταν καιρός που δε θα 'κανε πια κακό σε κανέναν».

«Σας έχει κάνει κακό;»

«Για το κακό που μου έκανε τον έχω κιόλας συγχωρέσει».

«Είναι απίστευτο», συνέχισε ο νέος άντρας, «το πώς μιλάτε γι' αυτόν τον άνθρωπο! Αναφέρεστε σ' αυτόν σαν νάταν τέρας, μιλάτε για τα εγκλήματά του, σας έχει κάνει κακό κι όμως βλέπω πως και εσείς τελικά τον λυπάστε, όπως και η Κριστίν!…»

Ο Πέρσης δεν απάντησε. Είχε πάει να φέρει ένα σκαμνάκι που το 'βαλε κόντρα στον τοίχο απέναντι απ' το μεγάλο καθρέφτη. Μετά, ανέβηκε πάνω στο σκαμνάκι και με τη μύτη κολλημένη στην ταπετσαρία του τοίχου έμοιαζε κάτι να ψάχνει.

«Λοιπόν κύριε!» είπε ο Ραούλ που έβραζε από ανυπομονησία. «Σας περιμένω. Πάμε!»

«Να πάμε πού;» ρώτησε ο άλλος δίχως να γυρίσει το κεφάλι.

«Μα, στο τέρας! Ας κατέβουμε, πάμε να τον βρούμε! Δεν είπατε πως ξέρετε τον τρόπο;»

«Ψάχνω».

Και η μύτη του Πέρση συνέχισε τον περίπατό της στον τοίχο.

«Α!» είπε ξαφνικά ο άνθρωπος με το σκούφο, «εδώ είναι!» Το δάχτυλό του, πάνω απ' το κεφάλι του, ακούμπησε ένα σημείο της ταπετσαρίας.

Μετά, γύρισε και κατέβηκε κάτω απ' το σκαμνί.

«Σε μισό λεπτό», είπε, «θα βρισκόμαστε πάνω στα ίχνη του!» και διασχίζοντας όλο το καμαρίνι πήγε και ψηλάφισε το μεγάλο καθρέφτη.

«Όχι… δεν υποχωρεί ακόμη…» μουρμούρισε.

«Ω! Ώστε θα βγούμε απ' τον καθρέφτη», είπε ο Ραούλ!… «Όπως και η Κριστίν!…»

«Ξέρετε, λοιπόν, πως η Κριστίν Ντααέ είχε βγει απ' αυτόν τον καθρέφτη;»

«Βγήκε μπρος στα μάτια μου, κύριε! Είχα κρυφτεί εκεί, πίσω απ' την κουρτίνα της τουαλέτας και την είδα να εξαφανίζεται, όχι απ' τον καθρέφτη αλλά μέσα στον καθρέφτη!»

«Και τι κάνατε;»

«Νόμισα, κύριε, πως επρόκειτο για παραίσθηση! για τρέλα! για όνειρο!»

«Για κάποια καινούργια φαντασίωση που προκάλεσε το φάντασμα! Α! κύριε ντε Σανιύ», συνέχισε έχοντας πάντα το χέρι του πάνω στον καθρέφτη… «Μακάρι να 'χαμε να κάνουμε μ' ένα φάντασμα! Θα μπορούσαμε τότε ν' αφήσουμε στο κουτί τους τα πιστόλια μας!… Αφήστε το καπέλο σας, σας παρακαλώ… εκεί… και τώρα κλείστε το φράκο σας όσο καλύτερα μπορείτε… σαν και μένα… κατεβάστε τα ρεβέρ… ανασηκώστε το γιακά… πρέπει να γίνουμε αόρατοι…»

Αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός, πρόσθεσε, καθώς έσκυβε πάνω στον καθρέφτη:

«Η απελευθέρωση του μοχλού, όταν πιέζεται το ελατήριο από το εσωτερικό του καμαρινιού, αργεί να έχει αποτέλεσμα. Δε συμβαίνει το ίδιο όταν η πίεση ασκείται πίσω απ' τον τοίχο, γιατί τότε μπορεί κανείς να επέμβει άμεσα στο μοχλό. Τότε ο καθρέφτης γυρνά αμέσως και με μεγάλη ταχύτητα…» «Ποιο μοχλό;» ρώτησε ο Ραούλ.

«Μα, αυτόν που κάνει ν' ανασηκώνεται όλο το πανό του τοίχου σε μια βάση! Δεν νομίζω να φαντάζεστε πως μετακινείται μόνο του, ως δια μαγείας!»

Ο Πέρσης τραβά το ένα χέρι του Ραούλ πάνω του ενώ εξακολουθεί ν' ακουμπά με το άλλο (αυτό που κρατούσε το πιστόλι) κόντρα στον καθρέφτη.

«Τώρα θα τα καταλάβετε όλα, αν προσέξετε. Ο καθρέφτης θα ανασηκωθεί μερικά χιλιοστά και μετά θα μετακινηθεί μερικά χιλιοστά από τ' αριστερά προς τα δεξιά. Τότε θα έχει τοποθετηθεί πάνω σε μια βάση και θα γυρίσει εντελώς. Ο μοχλός είναι σπουδαίο πράγμα! Μ' ένα μοχλό, ένα παιδί, μπορεί με το μικρό του δαχτυλάκι να μετακινήσει ένα ολόκληρο σπίτι… Όταν ένα πανό τοίχου, όσο βαρύ κι αν είναι, έχει μετακινηθεί με το μοχλό, σε μια περιστρεφόμενη βάση, είναι σαν να μη ζυγίζει παραπάνω από ένα πούπουλο».

«Δε γυρνά!» είπε ο Ραούλ ανυπόμονα.

«Ε! κάντε λίγη υπομονή! Έχετε καιρό για ν' ανυπομονείτε, κύριε! Ή έχει μπλοκάρει ο μηχανισμός ή το ελατήριο δε λειτουργεί πια».

Ο Πέρσης, αρχίζει ν' ανησυχεί.

«Όμως, μπορεί να συμβαίνει, κάτι άλλο».

«Τι άλλο λοιπόν μπορεί να συμβαίνει, κύριε;»

«Μπορεί απλούστατα να έκοψε το σκοινί του μοχλού κι έτσι να ακινητοποίησε το σύστημα…»

«Γιατί; Αφού δεν μπορεί να ξέρει πως θα ερχόμασταν…»

«Ίσως το υποψιάστηκε, γιατί ξέρει πως εγώ γνωρίζω το σύστημα».

«Αυτός σας το έδειξε;»

«Όχι! Εγώ έψαξα, ακολουθώντας τον, παραξενεμένος από τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις του, και το ανακάλυψα. Ω! Είναι το απλούστερο σύστημα για τα κρυφά ανοίγματα! Είναι ένας μηχανισμός παλιός όσο το ιερό παλάτι των Θηβών με τις εκατό πόρτες, παλιός όσο και ο τρίποδας των Δελφών».

«Δε γυρνά κύριε! Σκεφτείτε την Κριστίν! την Κριστίν!…»

Ο Πέρσης είπε ψυχρά:

«Θα κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν!… όμως, να ξέρετε πως αυτός μπορεί να μας σταματήσει ανά πάσα στιγμή!»

«Είναι λοιπόν ο άρχων των τοίχων;»

«Κυριαρχεί στους τοίχους, στις πόρτες, στις καταπακτές. Εμείς, τον αποκαλούμε μ' ένα όνομα που σημαίνει: λάτρης των καταπακτών».

«Έτσι μου μίλησε και η Κριστίν… με το ίδιο μυστήριο, αποδίδοντάς του την ίδια δύναμη… Μα όλα αυτά μου φαίνονται απίστευτα!… Γιατί τούτοι οι τοίχοι να υπακούουν μόνο σ' εκείνον; Μήπως τους έχτισε αυτός;»

«Μάλιστα, κύριε!»

Και καθώς ο Ραούλ τον κοίταξε ταραγμένος, ο Πέρσης του έκανε νόημα να σωπάσει και μετά του έδειξε τον καθρέφτη… Ήταν κάτι σαν μια τρεμάμενη αντανάκλαση. Η διπλή τους εικόνα τρεμούλιασε σαν σε ταραγμένο νερό και μετά ακινητοποιήθηκε ξανά.

«Βλέπετε, κύριε, πως δε γυρνά, τελικά… Ας πάμε απ' αλλού!»

«Απόψε δεν υπάρχει άλλος τρόπος!» δήλωσε με μια ιδιαίτερα πένθιμη φωνή ο Πέρσης… «και τώρα προσοχή! κι ετοιμαστείτε να τραβήξετε!»

Έτεινε το πιστόλι του προς τον καθρέφτη. Ο Ραούλ τον μιμήθηκε. Ο Πέρσης, με το ελεύθερο χέρι, τράβηξε τον νέο άντρα πάνω στο στήθος του και ξαφνικά, ο καθρέφτης γύρισε μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη. Γύρισε, σαν τις περιστρεφόμενες πόρτες που χρησιμοποιούν τώρα στα δημόσια κτίρια… γύρισε, παρασύροντας τον Ραούλ και τον Πέρση, μεταφέροντάς τους απότομα από το πιο εκτυφλωτικό φως στο πιο βαθύ σκοτάδι.

Загрузка...