Η ΠΡΩΤΗ σκέψη του Ραούλ, μετά τη φανταστική εξαφάνιση της Κριστίν Ντααέ, ήρθε να κατηγορήσει τον Ερίκ. Δεν αμφέβαλλε πια για τις σχεδόν υπερφυσικές δυνάμεις του Αγγέλου της μουσικής, τουλάχιστον όσον αφορά το χώρο της Όπερας, που, κατά κάποιο διαβολικό τρόπο, αποτελούσε την αυτοκρατορία του.
Ο Ραούλ, κατευθύνθηκε προς τη σκηνή, ξετρελαμένος από απελπισία κι έρωτα. «Κριστίν! Κριστίν!» φώναζε χαμένος. Φώναζε όπως θα φώναζε κι αυτή χαμένη στο σκοτεινό βάραθρο όπου την είχε μεταφέρει το τέρας σαν νάταν λεία του. Θα 'τρεμε βυθισμένη ακόμη στη θεία της έκσταση, τυλιγμένη στο λευκό σεντόνι, έτσι όπως ήταν έτοιμη να προσφερθεί στους αγγέλους του παραδείσου!
«Κριστίν! Κριστίν!» συνέχιζε να φωνάζει απεγνωσμένα ο Ραούλ… και νόμιζε πως άκουγε τις κραυγές του κοριτσιού μέσα απ' τις εύθραυστες σανίδες που τον κρατούσαν μακριά της! Έσκυψε για ν' ακούσει… την άκουγε!… Πηγαινοερχόταν στη σκηνή σαν τρελός. Α! Πρέπει να κατέβει! Να κατέβει! Να κατέβει… μέσα στα βάραθρα του σκότους που όλα τους τα περάσματα είναι αποκλεισμένα!
Α! τούτο το εύθραυστο εμπόδιο, που κανονικά μπορεί να υποχωρήσει τόσο εύκολα και ν' αφήσει να φανεί το βάραθρο που τον έλκει, αυτές οι σανίδες που τρίζουν κάτω απ' τα βήματά του και που κάτω απ' το βάρος του αντηχούν το θαυμάσιο ήχο του κενού των υπογείων… αυτές οι σανίδες, είναι κάτι παραπάνω από ακίνητες απόψε: μοιάζουν αναλλοίωτες… Μοιάζουν σίγουρες, σταθερές, αμετακίνητες… και να που τώρα, ως και τα σκαλοπάτια που οδηγούν κάτω απ' τη σκηνή είναι απαγορευμένα σ' όλον τον κόσμο!…
«Κριστίν! Κριστίν!…» Τον σπρώχνουν γελώντας… Τον κοροϊδεύουν… νομίζουν πως τα λογικά του σαλέψανε, του καημένου του εγκαταλειμμένου αρραβωνιαστικού, σαλέψανε το λογικά του!…
Άραγε, σε τι ξέφρενο αγώνα δρόμου, ανάμεσα στους διαδρόμους της νύχτας και του μυστηρίου που μόνο αυτός γνωρίζει, ο Ερίκ έσερνε το αθώο παιδί, μέχρι να φτάσουν σ' αυτό το φριχτό καταγώγιο, σ' αυτό το δωμάτιο στυλ «Λουί Φιλίπ» που η πόρτα του ανοίγει στη λίμνη της κόλασης;… «Κριστίν! Κριστίν! Δεν απαντάς! Αχ! νάσαι ακόμη ζωντανή Κριστίν; Μήπως άφησες κιόλας την τελευταία σου πνοή σε μια στιγμή παράφορης φρίκης κάτω απ' τη φλογερή ανάσα του τέρατος;»
Φριχτές σκέψεις διαπερνούν σαν κεραυνοβόλες αστραπές το ταραγμένο μυαλό του Ραούλ.
Ήταν φανερό πως ο Ερίκ είχε καταφέρει να μάθει το μυστικό τους, είχε μάθει πως η Κριστίν τον είχε προδώσει! Τι φοβερή που θάταν η εκδίκηση του!
Τι θάταν αυτό που ο Άγγελος της μουσικής δε θα τολμούσε να εξολοθρεύσει από το ύψος της υπεροψίας του; Η Κριστίν, μέσα στα χέρια αυτού του παντοδύναμου τέρατος, είναι χαμένη!
Ο Ραούλ σκέφτεται τα χρυσαφένια άστρα που την προηγούμενη νύχτα είχαν έρθει στο μπαλκόνι του. Σκέφτηκε πως μάλλον δεν κατάφερε τίποτα με το ανίσχυρο όπλο του!
Σίγουρα, έχει μάτια με υπεράνθρωπες δυνατότητες, που διαστέλλονται στο σκοτάδι και λάμπουν όμοια με τ' άστρα ή με τα μάτια της γάτας. (Όλοι άλλωστε ξέρουν πως υπάρχουν μερικοί άνθρωποι, όπως οι αλμπίνο, που τη μέρα τα μάτια τους μοιάζουν με κουνελιού και τη νύχτα με της γάτας!)
Σίγουρα, ήταν ο Ερίκ αυτός που ο Ραούλ είχε πυροβολήσει την προηγούμενη νύχτα! Μα, πώς μπορούσε νάναι βέβαιος πως δεν τον είχε σκοτώσει; Το τέρας είχε καταφέρει να ξεφύγει από το λούκι σαν τις γάτες και τους σεσημασμένους που — όπως πάλι είναι γνωστό σε όλους! — θα μπορούσαν να σκαρφαλώσουν κάθετα στον ουρανό, ακουμπώντας σ' ένα λούκι.
Δεν υπήρχε αμφιβολία, ότι ο Ερίκ είχε ξεκινήσει να εκδικηθεί τον νέον άντρα, όμως πληγώθηκε και έφυγε για να στραφεί ενάντια στην καημένη την Κριστίν.
Αυτά σκέφτεται, βασανίζοντας φριχτά τον εαυτό του ο δύστυχος ο Ραούλ, καθώς τρέχει προς το καμαρίνι της τραγουδίστριας…
«Κριστίν!… Κριστίν!…» Πικρά δάκρυα καίνε τα βλέφαρά του μόλις βλέπει, σκόρπια πάνω στα έπιπλα τα ρούχα που θα 'παιρνε μαζί της η όμορφη αρραβωνιαστικιά του!… Α! γιατί δεν ήθελε να φύγουν νωρίτερα! Γιατί άργησε τόσο;… Γιατί έπαιξε με την καταστροφή που τους απειλούσε;… με την καρδιά του τέρατος;… Γιατί, ποιο ανώτερο αίσθημα την ώθησε να ρίξει τελική βορά σε τούτη τη δαιμονική ψυχή, εκείνο το ουράνιο τραγούδι;…
Άγγελοι αγνοί, άγγελοι ακτινοβόλοι! Οδηγήστε την ψυχή μου στους ουρανούς!…
Ο Ραούλ, πνιγμένος στ' αναφυλλητά, ξεστομίζοντας κατάρες και βρισιές ψηλαφίζει με αδέξιες παλάμες το μεγάλο καθρέφτη που εκείνο το βράδυ άνοιξε μπροστά του για να μπορέσει η Κριστίν να κατέβει στη σκοτεινή κατοικία της. Ακουμπά, πιέζει, ψηλαφίζει… όμως ο καθρέφτης φαίνεται πως υπακούει μόνο στον Ερίκ… Μήπως οι κινήσεις είναι περιττές μ' έναν τέτοιο καθρέφτη;… Μήπως θα αρκούσε το να προφέρει κάποιες λέξεις;… Όταν ήταν μικρό παιδί του έλεγαν πως υπήρχαν αντικείμενα που υπάκουαν σε ορισμένες λέξεις!
Ξάφνου, ο Ραούλ θυμάται… «ένα κιγκλίδωμα που βγαίνει στην οδό Σκριμπ… Ένας υπόνομος που ξεκινά απ' τη λίμνη και καταλήγει κατευθείαν στην οδό Σκριμπ…» Ναι, η Κριστίν του είχε μιλήσει για όλ' αυτά!… Κι αφού, αλίμονο, ανακάλυψε πως το βαρύ κλειδί δεν ήταν πια στο σεντούκι ξεκίνησε για την οδό Σκριμπ.
Νάτον έξω, να γυροφέρνει τα τρεμάμενα χέρια του πάνω στις κυκλώπειες πέτρες' ψάχνει να βρει κάποιο άνοιγμα… Συναντά κάγκελα… Είναι αυτά που ψάχνει; Είναι αυτά εδώ ή τ' άλλα; Αναστενάζει… Βυθίζει το αδύναμο απογοητευμένο του βλέμμα ανάμεσα στα κάγκελα… Τι βαθιά πούναι η νύχτα εκεί μέσα!… Ακούει!… Τι σιωπή… Γυρνάει γύρω απ' το μνημείο!… Α, να εδώ, κάτι τεράστια κάγκελα! Ένα τεράστιο κιγκλίδωμα!… Είναι η πόρτα της αυλής της διοίκησης!
…Ο Ραούλ τρέχει προς τη θυρωρό: «Συγνώμη, κυρία μου, μήπως μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκεται μια πόρτα με κάγκελα, ναι, μια πόρτα φτιαγμένη από κάγκελα, από σιδερένια κάγκελα… που βγάζει στην οδό Σκριμπ… και που οδηγεί στη λίμνη; Ξέρετε, τη λίμνη; Μα σας μιλάω για τη λίμνη! Την υπόγεια λίμνη… τη λίμνη που βρίσκεται κάτω απ' τη γη, κάτω απ' την Όπερα».
«Κύριε, ξέρω καλά πως υπάρχει μια λίμνη κάτω απ' την Όπερα, όμως δεν ξέρω ποια πόρτα οδηγεί εκεί… δεν έχω πάει ποτέ στη λίμνη!…»
«Και η οδός Σκριμπ, κυρία; Η οδός Σκριμπ; Έχετε πάει ποτέ στην οδό Σκριμπ;»
Γελάει! Σκάει στα γέλια! Ο Ραούλ το βάζει στα πόδια μουγκρίζοντας, πηδάει, σκαρφαλώνει τα σκαλιά, κατεβαίνει άλλα, διασχίζει όλη τη διοίκηση, ξαναβρίσκεται στα φώτα του «πλατό».
Σταματά, η καρδιά του χτυπά, η καρδιά του πάει να σπάσει μέσ' στο λαχανιασμένο στήθος του; Μήπως βρήκαν την Κριστίν Ντααέ; Να μερικοί: τους ρωτάει:
«Συγνώμη κύριοι, μήπως είδατε την Κριστίν Ντααέ;»
Αυτοί γελούν. Την ίδια στιγμή, στη σκηνή ακούγεται ένας περίεργος, πρωτόγνωρος θόρυβος και μέσα σ' ένα πλήθος μαύρων κουστουμιών που τον περιτριγυρίζουν σπρώχνοντας βίαια ο ένας τον άλλον, κάνει την εμφάνισή του ένας πολύ συμπαθητικός άντρας που φαίνεται ιδιαίτερα ήρεμος. Έχει ροδαλό πρόσωπο, με' φουσκωτά μάγουλα, πλαισιωμένο με κατσαρά μαλλιά, και φωτισμένο από δυο απίστευτα ειρηνικά, γαλανά μάτια. Ο κύριος Μερσιέ, ο διαχειριστής, συστήνει το νεοφερμένο στον υποκόμη ντε Σανιύ, λέγοντάς του:
«Ορίστε, κύριε, ο άνθρωπος στον οποίο πρέπει από δω και μπρος ν' απευθύνεστε. Κύριε, σας παρουσιάζω τον αστυνόμο Μιφρουά».
«Α! κύριε υποκόμη ντε Σανιύ! Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω κύριε», είπε ο αστυνόμος. «Αν θέλετε να κάνετε τον κόπο να με ακολουθήσετε… Να δούμε τώρα… πού είναι οι διευθυντές;… πού είναι οι διευθυντές;…»
Καθώς ο διαχειριστής σωπαίνει, ο κύριος Ρεμί, ο γραμματέας, αναλαμβάνει αυτός να πληροφορήσει τον κύριο αστυνόμο πως οι κύριοι διευθυντές βρίσκονται κλεισμένοι στο γραφείο τους και πως ακόμη δεν ξέρουν τίποτα για την απαγωγή.
«Μα, πώς είναι δυνατόν;… Πάμε αμέσως στο γραφείο τους!»
Ο κύριος Μιφρουά, με ολοένα αυξανόμενη συνοδεία, προχωρεί προς τα γραφεία της διοίκησης. Ο Μερσιέ επωφελείται από τη φασαρία για να δώσει ένα κλειδί στον Γκαμπριέλ:
«Όλ' αυτά δε θα βγουν σε καλό», μουρμούρισε… «Πήγαινε λοιπόν να πεις τα νέα στη μαντάμ Ζιρί…»
Ο Γκαμπριέλ απομακρύνεται.
Δεν αργούν να φτάσουν μπρος στην πόρτα των διευθυντών. Μάταια ο Μερσιέ φωνάζει και τους επιπλήττει, η πόρτα δεν ανοίγει.
«Εν ονόματι του νόμου, ανοίξτε!» διατάζει η καθαρή και λίγο ανήσυχη φωνή του κυρίου Μιφρουά.
Τελικά η πόρτα ανοίγει. Όλοι τρέχουν μέσ' στο γραφείο ακολουθώντας τον αστυνόμο.
Ο Ραούλ μπαίνει τελευταίος. Καθώς ετοιμάζεται ν' ακολουθήσει κι αυτός την ομάδα και να μπει στο γραφείο, ένα χέρι ακουμπά στον ώμο του κι ακούει αυτά τα λόγια:
«Τα μυστικά του Ερίκ δεν αφορούν κανέναν!»
Γυρνά πνίγοντας μια κραυγή. Το χέρι που μόλις είχε αγγίξει τον ώμο του, βρίσκεται τώρα στα χείλια κάποιου με χρώμα εβένου, μάτια νεφρίτη, που φορά ένα σκουφί από αστρακάν… Είναι ο Πέρσης!
Ο άγνωστος, παρατείνει αυτήν τη χειρονομία που συστήνει σιωπή και διακριτικότητα και όταν ο υποκόμης, κατάπληκτος πάει να τον ρωτήσει τους λόγους της μυστηριώδους του παρέμβασης, χαιρετά κι εξαφανίζεται.