15 ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΙΑΣ ΠΑΡΑΜΑΝΑΣ

Η ΟΧΛΑΓΩΓΙΑ στη σκηνή είναι απερίγραπτη. Καλλιτέχνες, τεχνικοί, χορεύτριες, κομπάρσοι, χορωδοί, μέλη, όλοι τριγυρνούν και ρωτούν, φωνάζουν, σπρώχνονται. «Τι έγινε;» «Πού πήγε;» «Την απήγαγαν!» «Την απήγαγε ο υποκόμης ντε Σανιύ!» «Όχι ο κόμης!» «Α! Να η Καρλότα! Αυτή θα τα 'κάνε όλα!» «Όχι! είναι το φάντασμα!»

Μερικοί γελούν, ειδικά μετά την προσεκτική έρευνα που έγινε στις παγίδες και στα σανίδια και που απέκλεισε το ενδεχόμενο του ατυχήματος.

Μέσα σ' αυτό το θορυβώδες πλήθος ξεχωρίζει μια παρέα τριών προσώπων που μιλούν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, κάνοντας απελπισμένες κινήσεις. Είναι ο Γκαμπριέλ, ο δάσκαλος του τραγουδιού, ο Μερσιέ, ο· διαχειριστής και ο Ρεμί, ο γραμματέας. Έχουν αποτραβηχτεί σε μια γωνιά, στο σημείο όπου η σκηνή επικοινωνεί με το φαρδύ διάδρομο του φουαγιέ του χορού. Εκεί, πίσω από τα τεράστια σκηνικά, συζητούν:

«Χτύπησα, αλλά δεν απάντησε κανείς! Μάλλον έχουν φύγει απ' το γραφείο τους. Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρουμε γιατί πήραν μαζί τους τα κλειδιά».

Αυτά τα είπε ο Ρεμί, ο γραμματέας και δεν υπάρχει αμφιβολία πως αναφερόταν στους διευθυντές, οι οποίοι μετά το τελευταίο διάλειμμα είχαν δώσει εντολή να μην τους ενοχλήσει κανείς, για κανένα λόγο. «Δεν είμαστε εδώ για κανέναν».

«Παρ' όλ' αυτά», καταλήγει ο Γκαμπριέλ… «δεν απαγάγει κανείς μια τραγουδίστρια επί σκηνής κάθε μέρα!…»

«Τους το είπατε αυτό;»

«Επιστρέφω αμέσως», είπε ο Ρεμί και εξαφανίστηκε τρέχοντας. Σ' αυτό το σημείο φτάνει ο διευθυντής σκηνής.

«Λοιπόν, κύριε Μερσιέ, θα 'ρθείτε; Τι κάνετε εδώ εσείς οι δυο; Κύριε διαχειριστά, σας χρειάζονται».

«Δε θέλω να δω τίποτα, ούτε θέλω να ξέρω τίποτε πριν τον ερχομό του ανακριτή», δηλώνει ο Μερσιέ. «Έστειλα να φωνάξουν τον Μιφρουά! Να δούμε τώρα πότε θα 'ρθει!»

«Και γω σας λέω πως πρέπει να κατεβείτε αμέσως στο μηχανοστάσιο».

«Όχι πριν έρθει ο αστυνόμος…»

«Εγώ πήγα ήδη στο μηχανοστάσιο…»

«Α! και τι είδατε;»

«Ε, δεν είδα κανέναν. Ακούτε; Κανέναν!»

«Και τι θέλετε να κάνω;»

«Μα, είναι φανερό, διάβολε!» απαντά ο διευθυντής που δεν έχει σταματήσει να πασπατεύει με φρενίτιδα ένα κομμάτι γούνα. «Αν υπήρχε κάποιος στο μηχανοστάσιο θα μπορούσε να μας πει πώς έγινε η συσκότιση. Όμως, ο Μοκλέρ δε βρίσκεται πουθενά! Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό;»

Ο Μοκλέρ ήταν ο διευθυντής φωτισμού, που βρισκόταν στην Όπερα συνέχεια, μέρα και νύχτα.

«Ο Μοκλέρ δε βρίσκεται πουθενά;» επαναλαμβάνει ξαφνιασμένος ο Μερσιέ. «Καλά κι οι βοηθοί του;»

«Δε βρίσκονται πουθενά! Ούτε ο Μοκλέρ ούτε οι βοηθοί του! Κανένας ηλεκτρολόγος δεν υπάρχει, πουθενά! Για φανταστείτε», ουρλιάζει ο διευθυντής σκηνής, «όλ' αυτά να είναι δουλειά της μικρής! Και τι σημαίνει πάλι αυτή η απουσία των διευθυντών;… Απαγόρεψα να πλησιάσουν τα φώτα, έβαλα ένα πυροσβέστη να φυλάει το μηχανοστάσιο! Δεν έκανα καλά;»

«Ναι, ναι, καλά κάνατε… και τώρα ας περιμένουμε τον αστυνόμο».

Ο διευθυντής απομακρύνεται ανασηκώνοντας τους ώμους του, θυμωμένος, βρίζοντας αυτές τις «βρεγμένες γάτες» που μένουν ήσυχες σε μια γωνιά, τη στιγμή που όλο το θέατρο έχει γίνει άνω κάτω.

Ωστόσο, ο Γκαμπριέλ και ο Μερσιέ δεν ήταν καθόλου ήσυχοι. Μόνο που… μόνο που να, μόλις είχαν λάβει μια εντολή που τους ακινητοποιούσε. Δεν έπρεπε να ενοχλήσουν τους διευθυντές για κανέναν απολύτως λόγο. Ο Ρεμί παρέβη αυτή την εντολή, αλλά δεν κατάφερε τίποτα.

Νάτον που επιστρέφει από τη νέα του εκστρατεία με το πρόσωπο κατατρομαγμένο.

«Τι έγινε λοιπόν; Καταφέρατε να τους μιλήσετε;» ρωτάει ο Μερσιέ.

Ο Ρεμί απαντά:

«Τελικά, ο Μονσαρμέν μου άνοιξε την πόρτα. Τα μάτια του είχαν βγει απ' τις κόχες τους. Για μια στιγμή, φοβήθηκα πως θα με χτυπούσε. Δεν μπόρεσα ν' αρθρώσω ούτε λέξη και ξέρετε τι μου είπε;… ή μάλλον τι μου φώναξε; “Μήπως έχετε καμιά παραμάνα;” “Όχι”, του είπα. “Ε, τότε αδειάστε μας τη γωνιά”. Πρόλαβα να του πω πως στο θέατρο συνέβη κάτι το τρομερό… Φωνάζει: “Θέλω μια παραμάνα. Μπορείτε να μου δώσετε μια παραμάνα; Δώστε μου αμέσως μια παραμάνα!” Ένας μικρός του γραφείου που τον άκουσε — άλλωστε φώναζε σαν τρελός — ήρθε με μια παραμάνα, του την έδωσε και ο κύριος Μονσαρμέν μόλις την πήρε μου 'κλείσε την πόρτα κατάμουτρα! Αυτό είν' όλο!»

«Καλά, και δεν προλάβατε να του πείτε πως η Κριστίν Ντααέ…»

«Θα 'θελα να δω εσάς τι θα κάνατε στη θέση μου!… Ο άνθρωπος άφριζε απ' το κακό του… Δε σκεφτόταν τίποτα άλλο εκτός από την παραμάνα του… Νομίζω πως αν δεν του τη φέρνανε θα 'πέφτε κάτω ξερός!… Πάντως, σίγουρα όλ' αυτά δεν είναι διόλου φυσιολογικά και μου φαίνεται πως οι διευθυντές μας έχουν τρελαθεί!…»

Ο κύριος Ρεμί, ο γραμματέας, δεν είναι διόλου ευχαριστημένος.

«Μα, αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί! Δεν έχω συνηθίσει να μου συμπεριφέρονται μ' αυτόν τον τρόπο!»

Ξάφνου, ο Γκαμπριέλ λέει:

«Νομίζω πως πρόκειται για ένα ακόμη χτύπημα του Φ. τ. Ο.»

Ο Ρεμί γελά σαρκαστικά. Ο Μερσιέ αναστενάζει, μοιάζει έτοιμος ν' αρχίσει μιαν εξομολόγηση… μα, αφού κοίταξε τον Γκαμπριέλ που του έκανε νόημα να σωπάσει, παράμεινε σιωπηλός.

Στο μεταξύ, ο Μερσιέ, που νιώθει πως έχει κάποια αυξημένη ευθύνη, στο βαθμό που η ώρα περνά και οι διευθυντές δεν εμφανίζονται, δεν κρατιέται και λέει: «Ε, λοιπόν, θα πάω εγώ ο ίδιος να τους φωνάξω».

Ο Γκαμπριέλ όμως πολύ σκυθρωπός και σοβαρός τον σταματά.

«Σκεφτείτε τι πάτε να κάνετε, Μερσιέ! Ίσως μένουν στο γραφείο τους γιατί έτσι πρέπει να κάνουν! Το Φ. τ. Ο. παίζει σε πολλά ταμπλό!»

Όμως, ο Μερσιέ δεν τον ακούει και κουνάει το κεφάλι του.

«Τόσο το χειρότερο! Εγώ θα πάω! Αν με είχατε ακούσει απ' την αρχή, τώρα θα τα 'χαμε ήδη πει όλα στην αστυνομία!» λέει και φεύγει.

«Όλα, ποια όλα;» ρωτάει ο Ρεμί. «Τι θα λέγαμε στην αστυνομία; Α! Δε μιλάτε, Γκαμπριέλ!… Συμμετέχετε και σεις στο μυστικό! Ε, λοιπόν, καλά θα κάνατε να μ' ενημερώσετε και μένα, αν δε θέλετε να βάλω τις φωνές και να σας πάρω για τρελούς! Τελείως τρελούς!»

Ο Γκαμπριέλ γουρλώνει τα μάτια του σαν χαζός και μοιάζει να μην καταλαβαίνει τίποτα απ' αυτό το ξέσπασμα του κυρίου γραμματέα.

«Για ποιο μυστικό μιλάτε; Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε», μουρμουρίζει.

Ο Ρεμί απελπίζεται.

«Σήμερα το βράδυ ο Ρισάρ κι ο Μονσαρμέν συμπεριφερόντουσαν παράξενα».

«Δεν το πρόσεξα», λέει ο Γκαμπριέλ ενοχλημένος.

«Είσαστε ο μόνος!… Νομίζετε μήπως πως δεν τους είδα;… και πως και ο κύριος Παραμπίζ, ο διευθυντής της Τράπεζας Πίστεως, δεν είδε κι αυτός τίποτα; Και πως ο πρεσβευτής της Μπορντερί, για στολίδια τα 'χει τα μάτια του;… Μα, κύριε δάσκαλε της μουσικής, απόψε όλα τα μέλη έδειχναν με το δάχτυλο τους διευθυντές μας!»

«Τι έκαναν λοιπόν οι διευθυντές μας απόψε;» ρωτάει αφελέστατα ο Γκαμπριέλ.

«Τι έκαναν; Μα εσείς ξέρετε καλύτερα απ' τον καθένα τι έκαναν! Είσασταν εκεί!… και τους παρατηρούσατε, μαζί με τον Μερσιέ!… κι είσασταν οι μόνοι που δε γελούσατε…»

«Δεν καταλαβαίνω!»

Ο Γκαμπριέλ, ψυχρός κι απόμακρος απλώνει τα χέρια και τ' αφήνει να ξαναπέσουν, κίνηση που προφανώς σημαίνει πως δεν ενδιαφέρεται για την υπόθεση… Ο Ρεμί συνεχίζει.

«Τι είναι αυτή η καινούργια μανία;… Τώρα δε θέλουν ούτε να τους πλησιάζουμε;»

«Πώς; Δε θέλουν να τους πλησιάζουμε;»

«Δε θέλουν να τους αγγίζουμε;»

«Πραγματικά, παρατηρήσατε πως δε θέλουν να τους αγγίζουμε; Να, κάτι πολύ παράξενο, μα την αλήθεια!»

«Συμφωνείτε λοιπόν! Καιρός ήταν! Και περπατάνε προς τα πίσω!»

«Προς τα πίσω! Προσέξατε πως οι διευθυντές μας περπατάνε προς τα πίσω! Μα, νόμιζα πως μόνο τα καβούρια προχωρούν έτσι!»

«Μη γελάτε Γκαμπριέλ! Μη γελάτε!»

«Δε γελάω», διαμαρτυρήθηκε ο Γκαμπριέλ που έχει πάρει πολύ σοβαρό ύφος.

«Μπορείτε να μου εξηγήσετε σας παρακαλώ Γκαμπριέλ, εσείς που είσαστε φίλος των διευθυντών, γιατί στο διάλειμμα του “κήπου”, μπροστά στο φουαγιέ, ενώ προχωρούσα απλώνοντας το χέρι μου προς τον κύριο Ρισάρ, ο κύριος Μονσαρμέν με πλησίασε και μου ψιθύρισε σιγά στ' αφτί: “Απομακρυνθήτε! Απομακρυνθήτε! Κυρίως μην αγγίζετε τον κύριο διευθυντή!…”

Μήπως έχει καμιά κολλητική αρρώστια και δεν το ξέρω;»

«Απίστευτο!»

«Και δεν είναι μόνο αυτό. Λίγα λεπτά αργότερα, όταν ο πρεσβευτής της Μπορντερι πήγε κι αυτός να πλησιάσει τον κύριο Ρισάρ, δεν πρόσεξε τον κύριο Μονσαρμέν που πετάχτηκε ανάμεσά τους και δεν τον ακούσατε που φώναξε: “Κύριε πρεσβευτά, σας εξορκίζω μην αγγίξετε τον κύριο διευθυντή!”»

«Καταπληκτικό!… Και τι έκανε ο Ρισάρ εκείνη την ώρα;»

«Τι έκανε; Μα, είδατε πολύ καλά τι έκανε! Έκανε μισή στροφή γύρω απ' τον εαυτό του. Χαιρετούσε μπροστά του, τη στιγμή που δε βρισκόταν κανείς μπροστά του! και μετά απομακρυνόταν προχωρώντας προς τα πίσω».

«Προς τα πίσω;»

«Κι ο Μονσαρμέν πίσω απ' τον Ρισάρ έκανε κι αυτός μισή στροφή γύρω απ' τον εαυτό του, δηλαδή περπάτησε πίσω απ' τον Ρισάρ, έκανε γρήγορα έναν μισό κύκλο κι αποχώρησε κι αυτός περπατώντας ανάποδα! Μ' αυτόν τον τρόπο, έφτασαν μέχρι τη σκάλα της διοίκησης, ανάποδα… περπατώντας ανάποδα!… Τέλος πάντων! Αν δεν είναι τρελοί, μπορείτε να μου πείτε τι σημαίνουν όλ' αυτά;»

«Μήπως δοκίμαζαν κάποια φιγούρα του μπαλέτου;» λέει, χωρίς μεγάλη σιγουριά, ο Γκαμπριέλ.

Ο κύριος Ρεμί, ο γραμματέας, αισθάνεται προσβλημένος απ' αυτό το τόσο χυδαίο αστείο, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. Τα μάτια του στενεύουν, τα χείλια του σουφρώνουν. Σκύβει στ' αφτί του Γκαμπριέλ και του λέει:

«Μην κάνετε τον έξυπνο, Γκαμπριέλ. Εδώ συμβαίνουν πράγματα και θάματα και κανονικά θα 'πρεπε, εσείς κι ο Μερσιέ, ν' αναλάβετε τις ευθύνες σας».

«Τι Θέλετε να πείτε; Τι συμβαίνει;»

«Η Κριστίν Ντααέ δεν είναι η μόνη που εξαφανίστηκε ξαφνικά απόψε το βράδυ».

«Α! μπα!»

«Δεν υπάρχει “Α! μπα!” Μπορείτε να μου πείτε γιατί όταν η κυρά — Ζιρί κατέβηκε μόλις πριν λίγο στο φουαγιέ, ο Μερσιέ την άρπαξε απ' το χέρι και την πήρε βιαστικά μαζί του;»

«Για δες!» λέει ο Γκαμπριέλ, «δεν το 'χα προσέξει».

«Δεν είν' αλήθεια. Το προσέξατε Γκαμπριέλ και μάλιστα τόσο καλά ώστε ακολουθήσατε τον Μερσιέ και την κυρά — Ζιρί μέχρι το γραφείο του Μερσιέ. Από κείνη τη στιγμή και μετά, είδαμε ξανά εσάς και τον Μερσιέ, δεν ξαναείδαμε όμως την κυρά — Ζιρί…»

«Πιστεύετε λοιπόν πως τη φάγαμε;»

«Όχι! Πιστεύω όμως πως την κλειδαμπαρώσατε στο γραφείο, κι όταν κανείς πλησιάζει σ' αυτό το γραφείο ξέρετε τι ακούει; Ακούει κάποιον να λέει: “Α! τους λωποδύτες! Α! τους άθλιους!”»

Σ' αυτήν τη στιγμή αυτής της ιδιόμορφης συζήτησης, φτάνει ο Μερσιέ λαχανιασμένος.

«Να λοιπόν!» λέει με βαριά φωνή… «Αυτό τα ξεπερνάει όλα… Τους φώναξα: “Πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό! Ανοίξτε, είμαι ο Μερσιέ”. Άκουσα βήματα. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Μονσαρμέν. Ήταν πολύ χλομός. Με ρώτησε: “Τι θέλετε;” Του απάντησα: “Απήγαγαν την Κριστίν Ντααέ”. Ξέρετε τι μου είπε τότε; “Τόσο το καλύτερο γι' αυτήν!” και ξανάκλεισε την πόρτα δίνοντάς μου αυτό εδώ».

Ο Μερσιέ ανοίγει το χέρι του. Ο Ρεμί κι ο Γκαμπριέλ κοιτούν.

«Η παραμάνα!» φωνάζει ο Ρεμί.

«Περίεργο! Πολύ περίεργο!» λέει με χαμηλή φωνή ο Γκαμπριέλ που δεν μπορεί να μην ανατριχιάσει.

Ξάφνου, μια φωνή τους κάνει και τους τρεις να γυρίσουν.

«Με συγχωρείτε, κύριοι, μήπως μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκεται η Κριστίν Ντααέ;»

Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, μια τέτοια ερώτηση, σε μια τέτοια στιγμή, θα τους έκανε σίγουρα να σκάσουν στα γέλια… αν δεν αντίκρυζαν αυτήν την τόσο πονεμένη μορφή που έκανε τις καρδιές τους να ραγίσουν. Εκείνος που τους ρωτούσε δεν ήταν άλλος από τον υποκόμη Ραούλ ντε Σανιύ.

Загрузка...