ΜΕΤΑ απ' αυτά, ο κύριος Ρισάρ δεν ξανασχολήθηκε με τον επιθεωρητή. Συνέχισε να τακτοποιεί διάφορα ζητήματα με το διαχειριστή του που μόλις είχε μπει. Ο επιθεωρητής θεώρησε πως μπορούσε να φύγει κι εντελώς αθόρυβα, εντελώς αθόρυβα, ω Θεέ μου! ω! Θεέ μου! τόσο αθόρυβα… σχεδόν σερνάμενος, οπισθοχωρώντας, πλησίαζε την πόρτα, όταν ο κύριος Ρισάρ, αντιλαμβανόμενος την κίνηση του, τον κάρφωσε επιτόπου μ' ένα βροντερό: «Ακίνητος!»
Με τις φροντίδες του κυρίου Ρεμί βρήκαν την ταξιθέτρια, που ήταν θυρωρός στην οδό ντε Προβένς, δυο βήματα απ' την Όπερα. Δεν άργησε να έρθει.
«Πώς ονομάζεστε;»
«Κυρία Ζιρί. Με γνωρίζετε καλά κύριε διευθυντά. Είμαι η μητέρα της μικρής Ζιρί, της μικρής Μεγκ, τέλος πάντων!»
Αυτά ειπώθηκαν μ' ένα ύφος αυστηρό και επίσημο που αμέσως εντυπωσίασε τον κύριο Ρισάρ. Κοίταξε τη μαντάμ Ζιρί: ξεθωριασμένο σάλι, παλιά παπούτσια, παλιό φόρεμα από ταφτά, καπέλο στο χρώμα της στάχτης. Από τη στάση του κυρίου διευθυντή ήταν ολοφάνερο πως δε θυμόταν καθόλου την κυρία Ζιρί, ούτε τη μικρή Ζιρί, ούτε καν τη μικρή Μεγκ! Όμως, η μαντάμ Ζιρί ήταν τόσο περήφανη, που πίστευε πως δεν ήταν δυνατόν να μη γνωρίζει κανείς μια τόσο διάσημη ταξιθέτρια! (Νομίζω πως απ' τ' όνομα της βγήκε η έκφραση της αργκό των παρασκηνίων «ζιρίς». Παράδειγμα: κάποιος καλλιτέχνης κάνει παρατήρηση σ' έναν άλλον ότι φλυαρεί και περιαυτολογεί, τότε ο άλλος θα του πει «όλ' αυτά είναι ζιρίς»). Αυτή η ταξιθέτρια λοιπόν, φανταζόταν πως την ήξερε όλος ο κόσμος.
«Δε σας γνωρίζω!» είπε ο κύριος διευθυντής… «Αλλά, αυτό, μαντάμ Ζιρί, δεν μ' εμποδίζει να θέλω να μάθω τι ακριβώς σας συνέβη χτες το βράδυ κι αναγκαστήκατε, εσείς και ο κύριος επιθεωρητής, να φωνάξετε την αστυνομία…»
«Και γω ήθελα να σας δω, για να σας πω για τα χτεσινά, μόνο και μόνο για να μην τραβήξετε και εσείς αυτά που τράβηξαν οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ… Κι αυτοί στην αρχή δεν ήθελαν να μ' ακούσουν…»
«Δε σας ζητώ τίποτ' απ' όλ' αυτά. Θέλω μόνο να μάθω τι σας συνέβη χτες βράδυ!»
Η μαντάμ έγινε κατακόκκινη από αγανάκτηση. Κανείς ποτέ δεν της είχε μιλήσει με τέτοιο ύφος. Σηκώθηκε να φύγει, μαζεύοντας τη φούστα της και κουνώντας με αξιοπρέπεια τα φτερά του καπέλου της που είχε το χρώμα της στάχτης. Όμως, αλλάζοντας γνώμη, ξανακάθησε και είπε με τραχιά φωνή:
«Αυτό που συνέβη ήταν ότι ενοχλήσατε το φάντασμα!»
Σ' αυτό το σημείο, καθώς ο κύριος Ρισάρ ήταν έτοιμος να βγει εκτός εαυτού, επενέβη ο κύριος Μονσαρμέν και συνέχισε αυτός τις ερωτήσεις. Το συμπέρασμα ήταν ότι η μαντάμ Ζιρί έβρισκε απόλυτα φυσικό το γεγονός πως μέσα από ένα άδειο θεωρείο ακούστηκε μια φωνή που έλεγε ότι το θεωρείο ήταν κατειλημμένο. Δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο, που δεν ήταν καθόλου καινούριο γι' αυτήν, παρά μόνο με την παρουσία του φαντάσματος. Τούτο το φάντασμα κανείς δεν μπορούσε να το δει μέσα στο θεωρείο, όμως όλοι μπορούσαν να τ' ακούσουν. Η ίδια, το είχε ακούσει πολλές φορές, και μπορούσαν να την πιστέψουν, γιατί δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Θα μπορούσαν να ρωτήσουν πάνω σ' αυτό, τους κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ και όλους όσους τη γνώριζαν, κι ακόμη τον κύριο Ισίδωρο Σάακ, που το φάντασμα του έχει σπάσει το πόδι!
«Τι είπατε;» τη διέκοψε ο κύριος Μονσαρμέν. «Το φάντασμα έσπασε το πόδι αυτού του δυστυχισμένου του Ισίδωρου Σάακ;»
Η μαντάμ Ζιρί άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. Είχε μείνει κατάπληκτη μπρος σε τέτοια άγνοια. Τελικά, αποφάσισε να πληροφορήσει αυτούς τους δυο δυστυχισμένους άσχετους. Αυτό συνέβη την εποχή των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ, πάντα στο θεωρείο No 5, στη διάρκεια μιας παράστασης του Φάουστ.
Η μαντάμ Ζιρί, ξεροβήχει, δοκιμάζει τη φωνή της… αρχίζει… Θα 'λεγε κανείς πως ετοιμάζεται να τραγουδήσει ολόκληρη την παρτιτούρα του Γκουνό.
«Να, κύριε… Εκείνο το βράδυ, στην πρώτη σειρά ήταν ο κύριος Μανιερά με τη σύζυγό του, οι γλύπτες της οδού Μογκαντόρ και πίσω από την κυρία Μανιερά, ο στενός τους φίλος Ισίδωρος Σάακ. Ο Μεφιστοφελής τραγουδούσε (Η μαντάμ Ζιρί τρχγουδά): — Εσείς που κάνετε την “κοιμωμένη” — και τότε ο κύριος Μανιερά ακούει στο δεξί του αφτί (στο αριστερό ήταν η γυναίκα του) μια φωνή να του λέει: — Α! Α! δεν κάνει η Ζιλί “την κοιμωμένη” —. (Η γυναίκα του ονομάζεται Ζιλί). Ο κύριος Μανιερά γυρνά προς τα δεξιά για να δει ποιος είναι αυτός που του μιλάει έτσι. Κανείς! Τρίβει τ' αφτί του και λέει στον εαυτό του: — Μήπως ονειρεύομαι; — Σ' αυτό το σημείο ο Μεφιστοφελής συνέχιζε το τραγούδι του… Μήπως όμως κάνω τους κυρίους διευθυντές να πλήττουν μ' όλ' αυτά;»
«Όχι! Όχι! Συνεχίστε…»
«Οι κύριοι διευθυντές είναι πολύ καλοί! (Εδώ έχουμε μια γκριμάτσα της μαντάμ Ζιρί). Λοιπόν, ο Μεφιστοφελής συνέχιζε το τραγούδι του (η μαντάμ Ζιρί τραγουδά): - Κατερίνα σας λατρεύω, γιατί αρνιέστε τον εραστή που σας ικετεύει ένα τόσο γλυκό φιλί; — και τότε στο δεξί του αφτί ακούει τη φωνή να του λέει: — Α! Α! μήπως η Ζιλί είναι αυτή που αρνιέται ένα φιλί στον Ισίδωρο; — Γυρνά ξανά, αλλά αυτή τη φορά προς τη μεριά του Ισίδωρου και της γυναίκας του, και τι βλέπει; Τον Ισίδωρο να κρατά το χέρι της γυναίκας του και να το φιλά… έτσι ακριβώς, αγαπητοί κύριοι. (Η μαντάμ Ζιρί σκεπάζει με φιλιά το χέρι της). Μπορείτε βέβαια να φανταστείτε πως όλ' αυτά δεν πέρασαν στο ντούκου! Κλικ! Κλακ! Ο κύριος Μανιερά, που ήταν ψηλός και δυνατός σαν και σας, κύριε Ρισάρ, έδωσε δυο χαστούκια στον κύριο Ισίδωρο Σάακ, που ήταν λεπτός κι αδύνατος σαν τον κύριο Μονσαρμέν, μ' όλο μου τον σεβασμό… Ήταν ένα πραγματικό σκάνδαλο! Στην αίθουσα όλος ο κόσμος φώναξε: “Φτάνει! Φτάνει!… Θα τον σκοτώσει!…” Τελικά, ο κύριος Ισίδωρος Σάακ μπόρεσε να ξεφύγει…»
«Δεν του 'σπασε λοιπόν το πόδι το φάντασμα;» ρωτά ο κύριος Μονσαρμέν, κάπως ενοχλημένος που το παρουσιαστικό του έκανε μια τέτοια εντύπωση στη μαντάμ Ζιρί.
«Του το 'σπασε κύριε», απαντά η μαντάμ Ζιρί με ύφος (γιατί κατάλαβε την πρόθεση του Μονσαρμέν). «Του το 'σπασε για τα καλά, στη μεγάλη κεντρική σκάλα, που την κατέβαινε πολύ γρήγορα, κύριε! Και μα την πίστη μου, τα κατάφερε τόσο καλά που ο καημένος δε θα μπορέσει να ξαναπερπατήσει για πολύν καιρό!…»
«Το φάντασμα σας είπε τι ψιθύρισε στο δεξί αφτί του κυρίου Μανιερά;» ρωτά πάντα μ' ένα κωμικοτραγικό ύφος ο «ανακριτής» Μονσαρμέν.
«Όχι, κύριε! Μου τα είπε ο ίδιος ο κύριος Μανιερά. Να…»
«Μα, για πέστε μου, καλή μου κυρία, εσείς έχετε μιλήσει ποτέ με το φάντασμα;»
«Όπως μιλώ και με σας, καλέ μου κύριε…» «Κι όταν το φάντασμα σας μιλά τι σας λέει;» «Ε, να, μου λέει να του πάω ένα σκαμνάκι!» Μ' αυτά τα λόγια, που πρόφερε με μεγάλη σοβαρότητα, το πρόσωπο της κυρίας Ζιρί μαρμάρωσε. Έγινε κίτρινο, με κόκκινες ρίγες, σαν τις κολόνες που υποστήριζαν την κεντρική σκάλα. Σαν το μάρμαρο που ονομάζεται σαρανκολέν.
Αυτή τη φορά, ο Ρισάρ ξανάβαλε τα γέλια μαζί με τον κύριο Μονσαρμέν και τον Ρεμί, το γραμματέα. Ο επιθεωρητής όμως, που είχε πια πείρα απ' αυτά, ούτε που χαμογέλασε. Ακουμπισμένος στον τοίχο αναρωτιόταν, κουνώντας συνέχεια στην τσέπη του τα κλειδιά του, τι τέλος θα είχε αυτή η ιστορία. Και όσο η μαντάμ Ζιρί συνέχιζε, με τραχύ και καυχησιάρικο ύφος, τόσο περισσότερο φοβότανε πως ο διευθυντής θα ξαναθύμωνε! Και να, που η κυρία Ζιρί, μπροστά στην διευθυντική ιλαρότητα, τολμούσε να γίνεται απειλητική! Πραγματικά απειλητική!
«Αντί να γελάτε με το φάντασμα», φώναξε, «θα 'ταν καλύτερα ν' ακολουθήσετε το παράδειγμα του κυρίου Πολινιύ που μόνος του συνειδητοποίησε…»
«Τι συνειδητοποίησε;» ρωτά ο Μονσαρμέν, που ποτέ δεν είχε διασκεδάσει τόσο πολύ.
«Συνειδητοποίησε την ύπαρξη του φαντάσματος!… Αφού σας το λέω… Σταθείτε!… (Ξαφνικά κρίνοντας πως η στιγμή ήταν κρίσιμη, ηρεμεί). Σταθείτε!… Το θυμάμαι σαν νάταν χτες. Αυτή τη φορά παίζανε Την Εβραία. Ο κύριος Πολινιύ είχε θελήσει να παρακολουθήσει μόνος του την παράσταση, από το θεωρείο του φαντάσματος. Η κυρία Κράους είχε φοβερή επιτυχία. Τραγουδούσε το κομμάτι απ' τη δεύτερη πράξη:
(Η μαντάμ Ζιρί αρχίζει να σιγοτραγουδά):
Κοντά σ' αυτόν που αγαπώ Θέλω να ζήσω και να πεθάνω Και ο θάνατος ακόμη δεν μπορεί να μας χωρίσει.
«Μάλιστα, μάλιστα…», παρατηρεί μ' ένα χαμόγελο αποδοκιμασίας ο κύριος Μονσαρμέν.
Όμως, η μαντάμ Ζιρί συνεχίζει να σιγοτραγουδά, κουνώντας πέρα δώθε τα φτερά του καπέλου της που είχε το χρώμα της στάχτης:
Ας φύγουμε! Ας φύγουμε! Εδώ χαμηλά στους ουρανούς, Έτσι κι αλλιώς μας περιμένει και τους δυο η ίδια μοίρα.
«Μάλιστα, μάλιστα, καταλαβαίνουμε!» επαναλαμβάνει ο Ρισάρ… ανυπόμονος… «λοιπόν, λοιπόν;» «Λοιπόν, εκείνη τη στιγμή ο Λεοπόλντ φωνάζει:
“Πάμε να φύγουμε!” και ο Ελεάζερ τους σταματά ρωτώντας τους: “Πού πάτε;” Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο κύριος Πολινιύ, που τον παρατηρούσα απ' το βάθος ενός πλαϊνού θεωρείου που ήταν άδειο, ο κύριος Πολινιύ λοιπόν, σηκώθηκε όρθιος και έφυγε στητός σαν άγαλμα και μόλις που πρόλαβα να τον ρωτήσω, όπως ο Ελεάζερ: “πού πάτε;”. Αυτός όμως δεν μου απάντησε. Ήταν κατάχλομος! Σαν νεκρός! Τον κοιτούσα ενώ κατέβαινε τις σκάλες… αυτός δεν έσπασε το πόδι… Περπατούσε σαν υπνοβάτης, σαν να ζούσε ένα φοβερό εφιάλτη… Ούτε την έξοδο δεν μπορούσε να βρει… αυτός που πληρωνόταν για να ξέρει την Όπερα απ' έξω κι ανακατωτά!»
Αυτά είπε η μαντάμ Ζιρί και σταμάτησε για να δει την εντύπωση που προκάλεσαν τα λόγια της. Η ιστορία του Πολινιύ έκανε τον κύριο Μονσαρμέν να κουνήσει το κεφάλι του πέρω δώθε.
«Όλ' αυτά δε μου λένε τίποτα, ούτε για τις συνθήκες ούτε για τον τρόπο που εμφανίζεται το φάντασμα και μάλιστα σας ζητά να του πάτε ένα μικρό σκαμνάκι!» είπε, κεραυνοβολώντας τη μαντάμ Ζιρί με το βλέμμα του.
«Ναι… αλλά είναι μετά απ' αυτό το βράδυ… γιατί μετά απ' αυτό το βράδυ δεν ξαναενοχλήσαμε το φάντασμα μας… ποτέ πια δεν προσπαθήσαμε να του στερήσουμε το θεωρείο του. Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ έδωσαν εντολή να του το παραχωρούν σε όλες τις παραστάσεις. Έτσι λοιπόν, όταν ερχότανε μου ζητούσε το σκαμνάκι του…»
«Χμ! χμ! ένα φάντασμα που ζητά ένα μικρό σκαμνάκι. Είναι λοιπόν θηλυκού γένους το φάντασμά σας, είναι μια γυναίκα — φάντασμα;» ρώτησε ο κύριος Μονσαρμέν.
«Όχι, το φάντασμα είναι άντρας».
«Πώς το ξέρετε;»
«Έχει αντρική φωνή! Ω! έχει μια τόσο γλυκιά φωνή! Να σας πω πώς γίνεται: Όταν έρχεται στην Όπερα, συνήθως έρχεται στη μέση της πρώτης πράξης, χτυπά τρεις φορές απαλά την πόρτα του θεωρείου No 5. Την πρώτη φορά που άκουσα αυτά τα χτυπήματα, ενώ ήξερα πολύ καλά πως το θεωρείο ήταν άδειο, ξαφνιάστηκα κι ήμουν τρομερά περίεργη να δω τι συνέβαινε! Ανοίγω την πόρτα, κοιτάζω: κανείς! και μετά, να που ακούω μια φωνή να μου λέει: “Κυρία Ζιλ” (είναι το όνομα του μακαρίτη του άντρα μου), “μπορώ να έχω ένα σκαμνάκι, σας παρακαλώ;” Μ' όλο το σεβασμό που σας έχω, κύριε διευθυντά, είχα γίνει κατακόκκινη σαν ντομάτα… Η φωνή όμως συνέχιζε: “Μην τρομάζετε μαντάμ Ζιλ, είμαι εγώ, το φάντασμα της Όπερας!!!” Κοίταξα προς το μέρος απ' όπου ερχόταν η φωνή. Ήταν μια φωνή τόσο ζεστή, τόσο οικεία, που δε με φόβιζε πια καθόλου. Η φωνή, κύριε διευθυντά, ήταν καθισμένη στην πρώτη πολυθρόνα της πρώτης δεξιάς σειράς. Δεν έβλεπα κανέναν στην πολυθρόνα, αλλά θα μπορούσε να πάρει κανείς όρκο πως κάποιος ήταν κρυμμένος εκεί και μιλούσε, κάποιος μάλιστα που, μα την πίστη μου, ήταν πάρα πολύ ευγενικός».
«Το θεωρείο που βρίσκεται δεξιά από το No 5 ήταν κατειλημμένο;» ρώτησε ο κύριος Μονσαρμέν.
«Όχι. Τόσο το θεωρείο No 7 όσο και το θεωρείο No 3, τα δυο διπλανά θεωρεία δηλαδή, ήταν άδεια εκείνη την ώρα. Η παράσταση μόλις είχε αρχίσει».
«Λοιπόν, τι κάνατε τότε;»
«Έφερα ένα σκαμνάκι. Προφανώς δεν το ήθελε για τον εαυτό του, ήταν για κάποια κυρία! Αυτή όμως ούτε την είδα ούτε την άκουσα ποτέ…»
Πώς; Τι; Τώρα; λοιπόν, το φάντασμα έχει και γυναίκα! Το διπλό βλέμμα των κυρίων Μονσαρμέν και Ρισάρ πήγε από τη μαντάμ Ζιρί στον επιθεωρητή που, πίσω από την ταξιθέτρια, κουνούσε πέρα δώθε τα χέρια του προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή των προϊσταμένων του. Κουνούσε κυκλικά τα δάχτυλα του χεριού του πλάι στο μέτωπο του, για, να κάνει, χωρίς αμφιβολία, τους διευθυντές να καταλάβουν πως η μαντάμ Ζιρί δεν έστεκε καλά στα λογικά της. Ο κύριος Ρισάρ σκέφτηκε πως καλά θα έκανε να ξεφορτωθεί τον επιθεωρητή που κρατούσε στην υπηρεσία του έναν τρελό.
Η καλή γυναίκα, παραδομένη εντελώς στο φάντασμα της συνέχιζε, εκθειάζοντας τη γενναιοδωρία του.
«Στο τέλος του θεάματος, μου δίνει πάντα σαράντα σαντίμια, καμιά φορά εκατό, καμιά φορά μέχρι και δέκα φράγκα! Αυτό το έκανε όταν είχε μέρες να έρθει. Μόνο που… από τότε που ξανάρχισαν να το ενοχλούν δεν μου δίνει πια τίποτε…»
«Να μας συγχωρείτε, καλή μας κυρία… (καινούριο ταρακούνημα του φτερού του καπέλου, που είχε το χρώμα της στάχτης, μπρος σ' αυτήν την αναπάντεχη οικειότητα). Συγνώμη!… Μα, με ποιον τρόπο σας δίνει τα χρήματα το φάντασμα;» ρώτησε ο κύριος Μονσαρμέν, που από τη φύση του ήταν περίεργος.
«Μα, δεν είναι και τόσο δύσκολο! Μου τ' αφήνει πάνω στο τραπεζάκι του θεωρείου. Τα βρίσκω εκεί, μαζί με το πρόγραμμα, που πάντα του δίνω. Μερικά βράδια μάλιστα, βρίσκω και λουλούδια στο θεωρείο, φαντάζομαι κάποιο τριαντάφυλλο που θα γλίστρησε απ' το κορσάζ της ντάμας του… γιατί είμαι σίγουρη πως μερικές φορές πρέπει να έρχετε με κάποια κυρία. Μια άλλη φορά είχαν ξεχάσει μια βεντάλια».
«Α! Α! Το φάντασμα ξέχασε μια βεντάλια; Τι την κάνατε;»
«Του την έδωσα την επόμενη φορά που ήρθε;»
Σ' αυτό το σημείο ακούστηκε ο επιθεωρητής να λέει:
«Δεν τηρήσατε τους κανονισμούς, μαντάμ Ζιρί. Θα σας βάλω πρόστιμο».
«Πάψτε ηλίθιε!» (Μπάσα φωνή του κυρίου Ρισάρ).
«Του πήγατε λοιπόν τη βεντάλια! Και τι έγινε;»
«Ε, τι να γίνει κύριε διευθυντά… την πήραν… Στο τέλος της παράστασης δεν ήταν πια εκεί. Στη θέση της είχαν αφήσει ένα κουτί μ' εγγλέζικες καραμέλες, που μ' αρέσουν τόσο πολύ… Ήταν κι αυτό μια από τις τόσες ευγενικές χειρονομίες του φαντάσματος…»
«Εντάξει, κυρία Ζιρί… Μπορείτε να πηγαίνετε».
Η μαντάμ Ζιρί έφυγε χαιρετώντας τους δυο διευθυντές με σεβασμό και με μια αξιοπρέπεια που δεν την εγκατέλειπε ποτέ. Όσο γι' αυτούς, δήλωσαν στον κύριο επιθεωρητή πως ήταν αποφασισμένοι να στερηθούν των υπηρεσιών αυτής της τρελής γριάς, και του έδωσαν το ελεύθερο.
Μόλις, με τη σειρά του, έφυγε και ο επιθεωρητής, διαβεβαιώνοντας για την απόλυτη αφοσίωσή του στο ίδρυμα, οι κύριοι διευθυντές ειδοποίησαν το διαχειριστή να εξοφλήσει και τον κύριο επιθεωρητή.
Όταν έμειναν μόνοι, οι κύριοι διευθυντές είχαν ακριβώς την ίδια σκέψη, την οποία και αντάλλαξαν μεταξύ τους, μια σκέψη που ήρθε ταυτόχρονα στο νου και των δύο: να πάνε να ρίξουν μια ματιά στο θεωρείο No 5.
Δε θ' αργήσουμε να τους ακολουθήσουμε.