14 ΕΝΑ ΚΑΙΡΙΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΤΡΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΠΑΚΤΩΝ

Ο ΡΑΟΥΛ και η Κριστίν έτρεξαν μ' όλη τους τη δύναμη. Τώρα, ήθελαν να φύγουν μακριά από τη στέγη όπου βρίσκονταν τα πυρακτωμένα, μαύρα σαν κάρβουνα μάτια, που φαίνονται μόνο στη βαθιά νύχτα. Σταμάτησαν μόνο όταν έφτασαν στο όγδοο πάτωμα, κατεβαίνοντας προς το έδαφος. Εκείνο το βράδυ δεν είχε παράσταση και οι διάδρομοι της Όπερας ήταν έρημοι.

Ξαφνικά, μια παράξενη φιγούρα πετάχτηκε μπρος στους δυο νέους κλείνοντάς τους το δρόμο:

«Όχι! Δεν μπορείτε να περάσετε από δω!»

Η φιγούρα τους έδειξε έναν άλλο διάδρομο, απ' όπου θα μπορούσαν να πάνε στα παρασκήνια.

Ο Ραούλ ήθελε να σταματήσει και να ζητήσει εξηγήσεις.

«Πηγαίνετε! Πηγαίνετε γρήγορα!…» διέταξε αυτή η συγκεχυμένη μορφή πούταν καλυμμένη από κάτι σαν ρόμπα, ενώ στο κεφάλι της φορούσε ένα μυτερό σκούφο.

Η Κριστίν τραβούσε ήδη τον Ραούλ για να φύγουν, τον πίεζε μάλιστα να τρέξουν:

«Μα, ποιος είναι; Ποιος είναι αυτός εδώ;» ρωτούσε ο νέος άντρας και η Κριστίν απάντησε:

«Είναι ο Πέρσης!…»

«Και τι κάνει εδώ…»

«Κανείς δεν ξέρει!… Αυτός βρίσκεται πάντα στην Όπερα!»

«Τούτο που με αναγκάζετε να κάνω είναι δειλία, Κριστίν», είπε ο Ραούλ που ήταν πολύ ταραγμένος. «Με αναγκάζετε να το βάλω στα πόδια, κι είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που κάνω κάτι τέτοιο».

«Μπα!» απάντησε η Κριστίν που είχε αρχίσει να ηρεμεί, «νομίζετε πως ξεφύγαμε από τη σκιά της φαντασίας μας;»

«Αν, πραγματικά, αυτό που είδαμε εκεί πάνω ήταν ο Ερίκ, θα 'πρεπε να τον καρφώσω πάνω στη λύρα του Απόλλωνα, όπως καρφώνουν τις κουκουβάγιες στους τοίχους των κτημάτων μας, στη Βρετάνη και το ζήτημα θα είχε λήξει».

«Καλέ μου Ραούλ, θα 'πρεπε πρώτα ν' ανεβείτε μέχρι τη λύρα του Απόλλωνα. Δε θάταν και πολύ εύκολη ανάβαση…»

«Κι όμως, τα πυρακτωμένα, μαύρα σαν κάρβουνο μάτια έμοιαζαν νάναι μια χαρά εκεί πάνω».

«Ε! Να τώρα, που και σεις, σαν και μένα, αρχίσατε να τον βλέπετε παντού… όμως μετά πρέπει να σκεφτεί κανείς και να πει: αυτό που νόμισα πως ήταν πυρακτωμένα, μαύρα σαν κάρβουνα μάτια, σίγουρα, στην πραγματικότητα δεν ήταν άλλο από τις χρυσαφένιες λάμψεις δυο αστεριών που κοιτούσαν την πόλη πίσω απ' τις χορδές της λύρας».

Η Κριστίν κατέβηκε ακόμη ένα πάτωμα. Ο Ραούλ την ακολούθησε. Είπε:

«Αφού είσαστε αποφασισμένη να φύγετε, σας διαβεβαιώνω πως το καλύτερο που 'χετε να κάνετε είναι να φύγετε τώρα αμέσως. Γιατί να περιμένετε μέχρι αύριο; Σκεφτείτε πως μπορεί να μας άκουσε απόψε!…»

«Μα όχι!… Δεν είναι δυνατόν!… Σας είπα πως δουλεύει τον Θριαμβεύοντα Δον Ζουάν του και δεν έχει καιρό ν' ασχοληθεί με μας».

«Είσαστε τόσο λίγο σίγουρη, που δε σταματάτε ούτε στιγμή να κοιτάτε πίσω σας».

«Πάμε στο καμαρίνι μου».

«Καλύτερα να συναντηθούμε έξω απ' την Όπερα».

«Ποτέ πριν φύγουμε!… Θα μας φέρει κακοτυχιά να μην κρατήσουμε το λόγο μας. Του έχω υποσχεθεί πως δεν πρόκειται να συναντηθούμε αλλού εκτός από δω».

«Πρέπει, λοιπόν, να του είμαι ευγνώμων που σας επέτρεψε έστω αυτό!… Ξέρετε, Κριστίν», είπε πικρόχολα ο Ραούλ, «πως ήταν πολύ θρασύ εκ μέρους σας να παίξετε μαζί μου αυτό το παιχνίδι των αρραβώνων».

«Μα, αγαπητέ μου, το 'κανα εν γνώσει του. Μου είπε: Σας έχω εμπιστοσύνη, Κριστίν. Ο κύριος Ραούλ ντε Σανιύ είναι ερωτευμένος μαζί σας και πρέπει να φύγει. Ας γίνει κι αυτός λοιπόν το ίδιο δυστυχισμένος με μένα!…»

«Και τι σημαίνει αυτό, σας παρακαλώ;»

«Μάλλον εγώ θα 'πρεπε να ρωτήσω εσάς, αγαπητέ μου φίλε. Είναι λοιπόν δυστυχισμένος όποιος αγαπά;»

«Ναι, Κριστίν, είναι δυστυχισμένος κανείς όταν αγαπά και δεν είναι σίγουρος πως αγαπιέται».

«Για τον Ερίκ το λέτε αυτό;»

«Το λέω και για τον Ερίκ και για μένα», είπε ο νέος άντρας κουνώντας το κεφάλι μ' ένα σκεφτικό κι απογοητευμένο ύφος.

Φτάσανε στο καμαρίνι της Κριστίν.

«Γιατί πιστεύετε πως είσαστε περισσότερο ασφαλής σ' αυτό το καμαρίνι απ' όσο στο θέατρο;» ρώτησε ο Ραούλ. «Αφού εσείς μπορείτε να τον ακούτε μέσα απ' τους τοίχους, προφανώς κι αυτός μπορεί ν' ακούει εμάς».

«Όχι! Μου έδωσε το λόγο του πως δε θα βρίσκεται πίσω απ' τους τοίχους του καμαρινιού μου και του έχω εμπιστοσύνη. Το καμαρίνι μου και το δωμάτιό μου στο διαμέρισμα της Λίμνης είναι δικά μου, απόλυτα δικά μου και τόποι ιεροί, απαραβίαστοι γι' αυτόν».

«Κριστίν, πώς μπορέσατε και βγήκατε απ' αυτό εδώ το καμαρίνι και βρεθήκατε στο σκοτεινό διάδρομο; Θέλετε να δοκιμάσουμε να επαναλάβουμε τις ίδιες κινήσεις;»

«Είναι επικίνδυνο φίλε μου, γιατί ίσως ο καθρέφτης με πάρει ξανά και αντί να φύγουμε, θα βρεθώ αναγκασμένη ν' ακολουθήσω ως το τέλος το μυστικό πέρασμα που οδηγεί στις όχθες της λίμνης και να φωνάξω τον Ερίκ».

«Μα θα σας ακούσει;»

«Ο Ερίκ θα μ' ακούσει απ' όπου κι αν τον φωνάξω… Μου το 'χει πει ο ίδιος. Είναι ένα πολύ περίεργο πνεύμα. Δεν πρέπει να πιστεύετε Ραούλ πως πρόκειται για ένα συνηθισμένο άνθρωπο που διασκεδάζει με το να μένει κάτω απ' τη γη. Κάνει πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορεί να κάνει. Γνωρίζει πράγματα που οι ζωντανοί αγνοούν».

«Προσέξτε, Κριστίν… είσαστε έτοιμη να επινοήσετε ένα φάντασμα».

«Όχι, δεν είναι φάντασμα. Είναι ένας άνθρωπος τ' ουρανού και της γης, αυτό είν' όλο».

«Πώς μιλάτε γι' αυτόν… Είσαστε πάντα αποφασισμένη να τον εγκαταλείψετε;»

«Ναι. Αύριο».

«Θέλετε να σας πω γιατί θα 'θελα να σας δω να φεύγετε απόψε το βράδυ;»

«Πείτε μου, φίλε μου».

«Γιατί αύριο δε θάστε πια αποφασισμένη για τίποτα!»

«Τότε λοιπόν, θα με πάρετε παρά τη θέληση μου!… Έτσι δεν έχουμε συμφωνήσει;»

«Εδώ λοιπόν, αύριο το βράδυ! Τα μεσάνυχτα θα βρίσκομαι στο καμαρίνι σας», είπε ο νέος άντρας σκυθρωπός. «Ό,τι κι αν γίνει θα κρατήσω την υπόσχεση μου. Λέτε πως, αφού παρακολουθήσει την παράσταση, θα πάει να σας περιμένει στην τραπεζαρία της Λίμνης;»

«Ναι, αυτό το ραντεβού δώσαμε».

«Και πώς θα πηγαίνατε εκεί, Κριστίν, αφού λέτε πως δεν ξέρετε να βγείτε από το καμαρίνι σας “μέσ' απ' τον καθρέφτη”;»

«Μα, πηγαίνοντας κατευθείαν στη λίμνη».

«Μέσα απ' τα υπόγεια; Από τις σκάλες και τους διαδρόμους που χρησιμοποιούν οι τεχνικοί και οι άλλοι εργάτες; Τότε, όλοι θα γνώριζαν το μυστικό σας. Όλος ο κόσμος θα ακολουθούσε την Κριστίν Ντααέ που θα 'φτάνε τελικά στις όχθες της λίμνης με συνοδεία».

Η Κριστίν έβγαλε από ένα μπαούλο ένα τεράστιο κλειδί και το έδειξε στον Ραούλ.

«Τι είναι αυτό;» τη ρώτησε.

«Είναι το κλειδί του υπόγειου κιγκλιδώματος της οδού Σκριμπ».

«Καταλαβαίνω, Κριστίν. Οδηγεί κατευθείαν στη λίμνη. Θέλετε να μου δώσετε αυτό το κλειδί;»

«Ποτέ!» απάντησε έντονα. «Αυτό θα ήταν προδοσία!»

Ξαφνικά, ο Ραούλ είδε την Κριστίν ν' αλλάζει χρώμα. Μια νεκρική χλομάδα απλώθηκε στο πρόσωπό της.

«Ω, Θεέ μου!» φώναξε… «Ερίκ, Ερίκ! λυπηθείτε με!…»

«Πάψτε!» τη διέταξε ο νέος άντρας… «Δεν είπατε πως δεν μπορεί να μας ακούσει;»

Όμως η συμπεριφορά της τραγουδίστριας γινόταν ολοένα και πιο ακατανόητη. Έτριβε νευρικά τα δάχτυλά της και συνέχιζε να επαναλαμβάνει μ' ένα χαμένο ύφος:

«Ω, Θεέ μου! Ω, Θεέ μου!»

«Μα τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ραούλ.

«Το δαχτυλίδι».

«Τι έγινε με το δαχτυλίδι; Σας παρακαλώ, Κριστίν, ελάτε στα συγκαλά σας!»

«Το χρυσό δαχτυλίδι που μου είχε δώσει».

«Α! Ώστε ο Ερίκ σας έδωσε αυτό το χρυσό δαχτυλίδι;»

«Μα, το ξέρετε ήδη Ραούλ! Αυτό όμως που δεν ξέρετε είναι το τι μου είπε όταν μου το έδωσε: “Σας δίνω την ελευθερία σας Κριστίν, υπό έναν όρο όμως: πως θα φοράτε αυτό το δαχτυλίδι. Όσο το φοράτε δε θα κινδυνεύετε από τίποτα και ο Ερίκ θα είναι πάντα φίλος σας. Αν όμως κάποτε το βγάλετε, τότε αλίμονο σε σας Κριστίν… Γιατί ο Ερίκ θα σας εκδικηθεί!…” Φίλε μου, φίλε μου! Το δαχτυλίδι δεν το φοράω πια!… Αλίμονο μας!…»

Μάταια ψάξανε παντού να βρουν το δαχτυλίδι. Δε βρήκαν τίποτα! Η Κριστίν δεν μπορούσε να ησυχάσει.

«Πρέπει να το 'χασα εκεί ψηλά, την ώρα που σας φίλησα, κάτω απ' τη λύρα του Απόλλωνα», σκέφτηκε τρέμοντας ολόκληρη. «Το δαχτυλίδι πρέπει να γλίστρησε απ' το δάχτυλο μου και να 'πεσε στην πόλη! Πώς είναι δυνατόν να το ξαναβρούμε τώρα; Πόσοι κίνδυνοι μας απειλούν, Ραούλ! Α! Πρέπει να φύγουμε! Να φύγουμε!»

«Ναι, πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως», επέμεινε ακόμη μια φορά ο Ραούλ.

Εκείνη δίστασε. Για μια στιγμή, ο Ραούλ νόμισε πως θα συμφωνούσε… Όμως, τα μάτια της ανοιγόκλεισαν και είπε:

«Όχι, αύριο!»

Μ' αυτά τα λόγια έφυγε εγκαταλείποντάς τον σε πλήρη σύγχυση, συνεχίζοντας να τρίβει τα δάχτυλά της, ελπίζοντας προφανώς πως το δαχτυλίδι θα εμφανιζόταν ξαφνικά.

Όσο για τον Ραούλ, γύρισε σπίτι του, πολύ ανήσυχος μετά απ' όλα αυτά που άκουσε.

«Αν δεν καταφέρω νκ τη σώσω απ' τα χέρια αυτού του τσαρλατάνου», μονολόγησε φωναχτά, «είναι χαμένη. Πρέπει να τη σώσω!»

Έσβυσε τη λάμπα και μέσα στο σκοτάδι ένιωσε την επιθυμία να καταραστεί τον Ερίκ. Φώναξε τρεις φορές δυνατά: «Τσαρλατάνε!… Τσαρλατάνε!… Τσαρλατάνε!…»

Όμως, ξαφνικά ανασηκώθηκε, λες και κάποιος τον έσπρωξε. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει στους κροτάφους του. Δυο μάτια σαν πυρακτωμένα κάρβουνα έλαμψαν στην άκρη τον κρεβατιού του. Τον κοιτούσαν επίμονα, τρομερά μέσα στη μαύρη νύχτα.

Ο Ραούλ ήταν γενναίος, ωστόσο έτρεμε. Άπλωσε το χέρι του ψηλαφώντας αβέβαια προς το κομοδίνο. Βρήκε το κουτί με τα σπίρτα κι άναψε το κερί. Τα μάτια εξαφανίστηκαν. Χωρίς καμιά σιγουριά σκέφτηκε:

«Η Κριστίν μου είπε πως τα μάτια του φαίνονται μόνο στο σκοτάδι. Τα μάτια του εξαφανίστηκαν με το φως, αυτός όμως μπορεί νάναι ακόμη εδώ».

Σηκώθηκε, έψαξε. Κοίταξε προσεχτικά γύρω του, κάτω απ' το κρεβάτι του λες κι ήταν μικρό παιδί. Αισθάνθηκε γελοίος. Είπε φωναχτά:

«Τι να πιστέψει και τι να μην πιστέψει κανείς μ' ένα τέτοιο παραμύθι; Πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η φαντασία; Τι να είδε; Τι νόμισε ότι είδε;»

Πρόσθεσε ανατριχιάζοντας:

«Και εγώ; Τι να είδα άραγε; Είδα πραγματικά τα πυρακτωμένα μαύρα μάτια του; Έλαμψαν στ' αλήθεια ή μόνο στη φαντασία μου; Να, που δεν είμαι πια βέβαιος για τίποτα! Σίγουρα, δεν μπορώ να πάρω όρκο τι ήταν αυτό που είδα!»

Ξάπλωσε. Το σκοτάδι απλώθηκε ξανά.

Τα μάτια εμφανίστηκαν πάλι.

«Ω!» αναστέναξε ο Ραούλ. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του τα κοίταξε κι αυτός με τη σειρά του όσο πιο θαρραλέα μπορούσε. Αφού έμεινε σιωπηλός, προσπαθώντας να επιστρατεύσει όλο του το κουράγιο, φώναξε:

«Είσαι εσύ, ο Ερίκ; Άνθρωπος, πνεύμα ή φάντασμα! Εσύ είσαι;»

Σκέφτηκε λίγο.

«Αν είναι αυτός… θα πρέπει να βρίσκεται στο μπαλκόνι!»

Τότε σηκώθηκε κι έτσι όπως ήταν, με τα νυχτικά, έτρεξε σ' ένα μικρό έπιπλο και ψηλαφώντας, βρήκε και πήρε το πιστόλι του. Ωπλισμένος τώρα, άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έκανε πολύ κρύο. Ο Ραούλ έριξε μια γρήγορη ματιά στο έρημο μπαλκόνι και γύρισε μέσα κλείνοντας την πόρτα. Ξάπλωσε ξανά κρυώνοντας, ακούμπησε το πιστόλι πάνω στο κομοδίνο ώστε να μπορεί εύκολα να το πάρει αν χρειαστεί.

Για μια φορά ακόμη έσβυσε το κερί. Τα μάτια ήταν πάντα εκεί, στην άκρη του κρεβατιού ή μήπως πίσω απ' το τζάμι της μπαλκονόπορτας, δηλαδή στο μπαλκόνι;

Να τι ήθελε να μάθει ο Ραούλ. Ήθελε ακόμη να μάθει αν αυτά τα μάτια ανήκαν σε μια ανθρώπινη ύπαρξη… ήθελε να τα μάθει όλα…

Τότε, υπομονετικά, ψύχραιμα, δίχως να ταράξει τη νύχτα, που τον έζωνε, ο νέος άντρας πήρε το πιστόλι του και σημάδεψε.

Είδε δυο χρυσαφένια αστέρια που εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν με μια παράξενη, ακίνητη λάμψη. Σημάδεψε λίγο πιο κάτω απ' τ' άστρα. Μα, βέβαια! Αν αυτά τα δυο αστέρια ήταν τα μάτια του και αν κάτω απ' αυτά τα μάτια υπήρχε ένα μέτωπο, κι αν ο Ραούλ δεν ήταν αδέξιος…

Ο πυροβολισμός αντήχησε τρομερός μέσα στην ησυχία του σπιτιού…

Ενώ απ' τους διαδρόμους ακούγονταν βήματα που πλησίαζαν, ο Ραούλ, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με το χέρι τεντωμένο, έτοιμος να πυροβολήσει ξανά, σημάδευε…

Αυτή τη φορά, τα δυο άστρα είχαν εξαφανιστεί.

Φως, κόσμος, ο κόμης Φιλίπ φοβερά ανήσυχος…

«Τι συνέβη Ραούλ;»

«Συνέβη, πως μάλλον ονειρεύτηκα», απάντησε ο νεαρός. «Πυροβόλησα δυο άστρα που δε μ' άφηναν να κοιμηθώ».

«Παραλογίζεσαι;… Υποφέρεις!… Σε παρακαλώ Ραούλ… πες μας τι έγινε;…» είπε ο κόμης και πήρε το πιστόλι.

«Όχι! Όχι! δεν παραλογίζομαι!… άλλωστε δε θ' αργήσουμε να μάθουμε την αλήθεια…»

Σηκώθηκε, φόρεσε μια ρόμπα, έβαλε τις παντούφλες του, πήρε ένα κερί από έναν υπηρέτη, άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι.

Ο κόμης διαπίστωσε πως το τζάμι είχε διαπεραστεί από μια σφαίρα στο ύψος του ανθρώπου. Ο Ραούλ είχε σκύψει απ' το μπαλκόνι φέγγοντας με το κερί…

«Ω, Ω!» έκανε… «αίμα… αίμα… Εδώ… εκεί… κι άλλο αίμα! Τόσο το καλύτερο… Ένα φάντασμα που αιμορραγεί… είναι λιγότερο επικίνδυνο!» γέλασε σαρκαστικά…

«Ραούλ! Ραούλ! Ραούλ!»

Ο κόμης τον τράνταξε λες και τράνταζε έναν υπνοβάτη για να ξυπνήσει από τον επικίνδυνο ύπνο του.

«Μα, αδελφέ μου, δεν κοιμάμαι!» διαμαρτυρήθηκε ο Ραούλ χάνοντας την υπομονή του. «Κι εσείς βλέπετε το αίμα. Νόμιζα πως ονειρευόμουν και πως είχα πυροβολήσει δυο αστέρια. Να όμως που δεν ήταν δυο αστέρια, αλλά τα μάτια του Ερίκ! Να το αίμα του!…»

Ξαφνικά, ανήσυχος, πρόσθεσε:

«Όμως ίσως, τελικά, δεν έκανα καλά που πυροβόλησα και η Κριστίν είναι ικανή να μη μου το συγχωρέσει ποτέ!… Τίποτα απ' όλ' αυτά δε θα 'χε συμβεί αν είχα φροντίσει να κλείσω τις κουρτίνες πριν κοιμηθώ».

«Ραούλ, μήπως τρελάθηκες ξαφνικά; Ξύπνα επιτέλους!»

«Πάλι τα ίδια! Καλά θα κάνετε αδελφέ μου, αντί να μου λέτε να ξυπνήσω, να με βοηθήσετε να βρω τον Ερίκ… γιατί, τελικά, ένα φάντασμα που αιμορραγεί είναι οπωσδήποτε κάτι που μπορεί να βρεθεί…»

Ο καμαριέρης του κόμη είπε:

«Είναι αλήθεια, κύριε, υπάρχει αίμα στο μπαλκόνι».

Ένας υπηρέτης έφερε μια λάμπα και με τη βοήθειά της μπόρεσαν να εξετάσουν τα πάντα. Το αιμάτινο χνάρι ακολουθούσε τη ράμπα του μπαλκονιού, προχωρούσε μέχρι το λούκι και σκαρφάλωνε πάνω του.

«Φίλε μου», είπε ο κόμης Φιλίπ, «πυροβόλησες μια γάτα».

«Ατυχία!» είπε ο Ραούλ μ ένα σαρκαστικό γέλιο που αντήχησε πολύ δυσάρεστα στ' αφτιά του κόμη· «δεν είναι διόλου απίθανο. Με τον Ερίκ, δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται».

Ο Ραούλ είχε αρχίσει να μονολογεί. Απαντούσε μ' έναν απόλυτα προσωπικό τρόπο στις ανησυχίες του, μ' έναν τρόπο που στους άλλους μπορεί να φαινόταν παράλογος, αλλά που σε σχέση με τις σκέψεις του ήταν απόλυτα συνεπής και λογικός. Μιλούσε μ' έναν τρόπο που έμοιαζε πολύ με τις εκμυστηρεύσεις της Κριστίν Ντααέ, οι οποίες, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ρεαλιστικές και λογικές, έμοιαζαν παράλογες και μεταφυσικές. Πάντως, ο μονόλογος του Ραούλ δεν καθησύχαζε διόλου τον αδελφό του, που νόμιζε πως ο νεαρός είχε χάσει τα λογικά του. Στο ίδιο συμπέρασμα κατάληξε και ο ανακριτής, όπως μπορούμε να δούμε και στη σχετική αναφορά.

«Ποιος είναι ο Ερίκ;» ρώτησε ο κόμης σφίγγοντας το χέρι του αδελφού του.

«Είναι ο αντίζηλός μου! κι αν δεν πέθανε τόσο το χειρότερο». Με μια του κίνηση έδιωξε τους υπηρέτες.

Η πόρτα του δωματίου ξανάκλεισε. Οι δυο Σανιύ έμειναν μόνοι. Οι άνθρωποι όμως δεν απομακρύνονται τόσο γρήγορα κι έτσι ο καμαριέρης του κόμη μπόρεσε ν' ακούσει τον Ραούλ να λέει με έμφαση:

«Απόψε το βράδυ! απόψε το βράδυ θ' απαγάγω την Κριστίν Ντααέ!»

Αυτή η φράση επαναλήφτηκε στη συνέχεια και στον ανακριτήν κύριο Φορ. Όμως, ποτέ δε μαθεύτηκε τι άλλο ειπώθηκε ανάμεσα στα δυο αδέλφια.

Οι υπηρέτες είπαν πως δεν ήταν η πρώτη φορά που τα δυο αδέλφια μαλώνανε.

Συχνά, πίσω απ' τους τοίχους άκουγαν φωνές και πάντα το όνομα μιας ηθοποιού, της Κριστίν Ντααέ.

Το πρωί, ο Φιλίπ έδωσε εντολή να πάνε να παρακαλέσουν τον αδελφό του, να έρθει να προγευματίσει το γραφείο του. Ο Ραούλ πήγε, σκυθρωπός και σιωπηλός. Η σκηνή ήταν σύντομη.

Ο κόμης: Διάβασε τούτο δω!

Ο Φιλίπ απλώνει στον αδελφό του μια εφημερίδα: την «Επόκ». Του δείχνει τον ακόλουθο τίτλο:

Ο υποκόμης, με φωνή που μόλις ακούγεται, διαβάζει:

«Ένα μεγάλο γεγονός στη συνοικία μας. Αρραβωνιάστηκαν η δεσποινίς Κριστίν Ντααέ, λυρική καλλιτέχνις, και ο υποκόμης Ραούλ ντε Σανιύ. Αν πιστέψουμε τα κουτσομπολιά των παρασκηνίων, λέγεται πως ο κόμης Φιλίπ δήλωσε πως για πρώτη φορά ένας Σανιύ δεν επρόκειτο να κρατήσει την υπόσχεση του. Όμως, καθώς ο έρωτας είναι παντοδύναμος, και στην Όπερα αυτό ισχύει περισσότερο απ' οπουδήποτε αλλού, αναρωτιέται κανείς με ποιον τρόπο είναι δυνατόν ο κόμης Φιλίπ να εμποδίσει τον υποκόμη, τον αδελφό του, να οδηγήσει στην εκκλησία τη νέα Μαργαρίτα. Λένε πως τα δυο αδέλφια λατρεύονται, όμως ο κόμης μπορεί να κάνει λάθος αν ελπίζει ότι η αδελφική αγάπη μπορεί να υπερνικήσει τον Έρωτα!»

Ο κόμης (Θλιμμένος): Βλέπεις Ραούλ, μας έχεις γελοιοποιήσει!… Αυτή η μικρή σου 'χει πάρει τα μυαλά με τις ιστορίες της για το φάντασμα.

(Επομένως, καταλαβαίνουμε πως ο υποκόμης είχε διηγηθεί στον αδελφό του τα όσα του είχε πει η Κριστίν).

Ο υποκόμης: Αδελφέ μου, αντίο!

Ο κόμης: Μα, είναι γεγονός; Φεύγεις απόψε; (Ο υποκόμης δεν απαντά)… μαζί της;… Μα, δεν είναι δυνατόν να κάνεις μια τέτοια ανοησία!… (Ο υποκόμης μένει σιωπηλός). Θα σ' εμποδίσω!

Ο υποκόμης: Αντίο, αδελφέ μου!

(Φεύγει).

Αυτή τη σκηνή τη διηγήθηκε στον ανακριτή ο ίδιος ο κόμης, που δεν ξανάδε τον αδελφό του Ραούλ, παρά μόνο το ίδιο βράδυ στην Όπερα, λίγα λεπτά πριν την εξαφάνιση της Κριστίν Ντααέ.

Πραγματικά, όλη την ημέρα ο Ραούλ την αφιέρωσε στις προετοιμασίες της απαγωγής.

Τα άλογα, το αμάξι, ο αμαξάς, οι προμήθειες, οι αποσκευές, τα απαραίτητα χρήματα, η διαδρομή — δεν έπρεπε να πάρουν το σιδηρόδρομο για να καταφέρουν να ξεφύγουν απ' το φάντασμα — όλ' αυτά τον κράτησαν απασχολημένο μέχρι τις εννιά το βράδυ.

Στις εννιά, ένα είδος ταξιδιωτικής άμαξας, με τις κουρτίνες τραβηγμένες πάνω στα ερμητικά κλειστά παράθυρα, ήρθε κοντά στη Ροτόντα. Είχε δυο γερά άλογα και έναν αμαξά που δεν μπορούσες εύκολα να ξεχωρίσεις το πρόσωχό του, έτσι τυλιγμένο όπως ήταν στο κασκόλ του. Μπρος απ' αυτήν την άμαξα υπήρχαν τρία μικρότερα αμάξια. Αργότερα, από την ανάκριση, διαπιστώθηκε πως ανήκαν στην Καρλότα, που είχε έρθει ξαφνικά στο Παρίσι, στη Σορέλι και στον κόμη Φιλίπ ντε Σανιύ. Από την ταξιδιωτική άμαξα δεν κατέβηκε κανείς. Ο αμαξάς έμεινε στη θέση του. Το ίδιο έκαναν και οι τρεις άλλοι αμαξάδες.

Μια σκιά, τυλιγμένη σ' ένα μεγάλο μαύρο παλτό και με το κεφάλι καλυμμένο από ένα μαύρο μαλακό καπέλο πέρασε απ' το πεζοδρόμιο ανάμεσα στη Ροτόντα και τ' αμάξια. Φάνηκε να κοιτάζει προσεχτικά την ταξιδιωτική άμαξα. Πλησίασε τ' άλογα, μετά τον αμαξά… μετά απομακρύνθηκε χωρίς να πει τίποτα. Αργότερα, η ανάκριση κατάληξε πως επρόκειτο για τον υποκόμη Ραούλ ντε Σανιύ. Όσο για μένα, δε συμφωνώ, δεδομένου ότι εκείνο το βράδυ, όπως και όλα τ' άλλα βράδια, ο υποκόμης ντε Σανιύ φορούσε ένα μάλλον ψηλό καπέλο, το οποίο και βρήκαν αργότερα. Η γνώμη μου είναι πως επρόκειτο για το φάντασμα μάλλον, που γνώριζε τα πάντα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Λες κι ήταν σημαδιακό, έπαιζαν τον Φάουστ. Η αίθουσα ήταν από τις πιο λαμπρές. Η συνοικία έδινε τον καλύτερό της εαυτό. Εκείνη την εποχή τα μέλη της Όπερας δε νοίκιαζαν και δεν επινοικιάζανε τις θέσεις τους ούτε στους χρηματιστές, ούτε στους εμπόρους, ούτε στους ξένους! Αντίθετα, σήμερα μπορεί να δει κανείς στο κατ' όνομα και μόνο θεωρείο του μαρκήσιου κάποιον έμπορο παστού χοιρινού, πράγμα που ο έμπορος παστού χοιρινού δικαιούται απολύτως εφόσον πληρώνει το θεωρείο του μαρκήσιου. Παλιότερα, κάτι τέτοιο δε γινόταν σχεδόν ποτέ. Τα θεωρεία της Όπερας ήταν σαλόνια όπου κανείς μπορούσε να συναντήσει κοσμικούς ανθρώπους που, μερικές φορές, αγαπούσαν τη μουσική.

Όλοι αυτοί οι ωραίοι άνθρωποι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, χωρίς τούτο να σημαίνει πως συναναστρέφονταν ο ένας τον άλλον. Πάντως, το κάθε πρόσωπο εκεί είχε ένα όνομα και οπωσδήποτε το όνομα του κόμη ντε Σανιύ ήταν γνωστό σε όλους.

Το πρωινό δημοσίευμα της Επόκ πρέπει να είχε τη σχετική του απήχηση, γιατί όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στο θεωρείο όπου ο κόμης ντε Σανιύ, φαινομενικά ήρεμος κι αδιάφορος, καθόταν ολομόναχος. Το γυναικείο στοιχείο αυτής της λαμπρής σύναξης ήταν φοβερά περίεργο και η απουσία του υποκόμη έδινε λαβή σε ψιθύρους πίσω απ' τις βεντάλιες. Το κοινό υποδέχτηκε την Κριστίν Ντααέ μάλλον ψυχρά. Αυτό, το τόσο ειδικό κοινό, δεν ήταν δυνατόν να της συγχωρέσει το ότι κοίταξε τόσο ψηλά.

Η ντίβα, κατάλαβε την κακή διάθεση ενός μέρους του κοινού και ταράχτηκε.

Οι θαμώνες, που παρίσταναν τους γνώστες των ερώτων του υποκόμη, δεν παράλειψαν να χαμογελάσουν με νόημα σε ορισμένα μέρη του ρόλου της Μαργαρίτας. Ακριβώς μ' αυτό το πνεύμα γύρισαν και κοίταξαν θρασύτατα προς το θεωρείο του Φιλίπ ντε Σανιύ, όταν η Κριστίν τραγούδησε τη φράση: «Θα 'θελα πολύ να μάθω ποιος είναι αυτός ο νέος, αν είναι κάποιος μεγάλος άρχοντας και ποιο είναι τ' όνομά του».

Με το σαγόνι του ακουμπισμένο στη παλάμη του ο κόμης δε φαινόταν να δίνει σημασία σ' αυτές τις εκδηλώσεις του κόσμου. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στη σκηνή· όμως την έβλεπε; Έμοιαζε τόσο απόμακρος…

Όσο πέρναγε η ώρα η Κριστίν ένιωθε όλο και πιο ανασφαλής. Έτρεμε. Βάδιζε στην καταστροφή… Ο Κάρολους Φόντα αναρωτήθηκε μήπως ήταν άρρωστη, κι αν θα μπορούσε ν' αντέξει ως το τέλος της σκηνής του κήπου. Στην αίθουσα, ο κόσμος θυμήθηκε το τραγικό συμβάν της Καρλότα και το ιστορικό πια «κουάξ» που, προς το παρόν τουλάχιστον, είχε διακόψει την καριέρα της στο Παρίσι.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, έκανε την εμφάνισή της η Καρλότα, σ' ένα από τα μπροστινά θεωρεία. Ήταν μια εμφάνιση που δημιούργησε ταραχή. Η καημένη η Κριστίν σήκωσε τα μάτια προς αυτόν τον καινούργιο πόλο συγκινήσεων. Αναγνώρισε την αντίζηλό της. Της φάνηκε πως την είδε να γελά σαρκαστικά. Αυτό την έσωσε. Τα ξέχασε όλα. Για μια ακόμη φορά θριάμβευσε.

Από κείνη τη στιγμή και μετά, τραγούδησε μ' όλη της την ψυχή. Προσπάθησε να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό και τα κατάφερε. Στην τελευταία πράξη, όταν άρχισε να καλεί τους αγγέλους και ν' ανυψώνεται, παράσυρε μαζί της όλον τον κόσμο που ριγούσε κι ένιωθε σαν ν' απόκτησε φτερά…

Σ' αυτό το υπεράνθρωπο κάλεσμα, στο κέντρο του αμφιθέατρου, ένας άντρας σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος μπρος την ηθοποιό λες και μ' αυτήν την κίνηση εγκατέλειπε τη γη… Ήταν ο Ραούλ.

Άγγελοι αγνοί! Άγγελοι ακτινοβόλοι Άγγελοι αγνοί! Άγγελοι αντινοβόλοι.

Η Κριστίν, με τα χέρια απλωμένα, το λαιμό της αγκαλιασμένο, τυλιγμένο στη δόξα των μαλλιών της πούχαν λυθεί κι έπεφταν πάνω στους γυμνούς της ώμους, άφηνε τη θεία κραυγή:

Οδηγήστε την ψυχή μου στους ουρανούς!

Εκείνη τη στιγμή, η αίθουσα ξαφνικά σκοτείνιασε. Αυτό κράτησε τόσο λίγο που οι θεατές μόλις που πρόφτασαν να φωνάξουν τρομαγμένοι. Αμέσως, η αίθουσα ξανά φωτίστηκε.

…Όμως, η Κριστίν Ντααέ δεν ήταν πια εκεί!… Τι είχε απογίνει;… Τι θαύμα ήταν αυτό;… Όλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν. Η συγκίνηση ήταν στο αποκορύφωμά της, το ίδιο μεγάλη τόσο στη σκηνή όσο και στην αίθουσα. Από τα παρασκήνια οι άνθρωποι κατευθύνονταν στο μέρος όπου μόλις πριν λίγο τραγουδούσε η Κριστίν. Η παράσταση διακόπηκε μέσα σε πλήρη σύγχυση.

Τι έγινε; Πού μπορεί να πήγε η Κριστίν; Πώς εξαφανίστηκε; Ποια μάγια την εξαφάνισαν μπρος σε χιλιάδες θεατές και μέσα απ' την αγκαλιά του Κάρολους Φόντα; Τελικά, θα μπορούσε κανείς ν' αναρωτηθεί μήπως εισακούστηκε η φλογερή προσευχή της και ήρθαν οι άγγελοι στ' αλήθεια να την πάρουν και να οδηγήσουν στους ουρανούς το σώμα και ψυχή της…

Ο Ραούλ, που εξακολουθούσε νάναι όρθιος στο αμφιθέατρο άφησε μια κραυγή. Ο κόμης Φιλίπ χώθηκε στο θεωρείο του. Ο κόσμος κοιτούσε τη σκηνή, κοιτούσε τον κόμη, κοιτούσε τον Ραούλ κι αναρωτιόταν μήπως αυτό το αλλόκοτο γεγονός είχε κάποια σχέση με το πρωινό δημοσίευμα της Επόχ. Όμως, ο Ραούλ εγκατέλειψε βιαστικά τη θέση του, ο κόμης εξαφανίστηκε από το θεωρείο του και την ώρα που κατέβαζαν τις κουρτίνες τα μέλη έτρεξαν προς τα παρασκήνια. Το κοινό περίμενε μιαν ανακοίνωση μέσα σε απερίγραπτη αγωνία. Μιλούσαν όλοι μαζί. Όλοι παρίσταναν πως ήξεραν τι έγινε. Μερικοί έλεγαν: α Έπεσε μέσα σε μια καταπακτή». Άλλοι: «Τη σήκωσαν ψηλά με σχοινιά. Η δυστυχισμένη, ίσως είναι θύμα κάποιου καινούργιου τρικ της νέας διοίκησης». Άλλοι ακόμα: «Πρόκειται για απαγωγή. Η σύπτωση της εξαφάνισης και της συσκότισης αυτό δείχνουν».

Τελικά, οι κουρτίνες σηκώθηκαν αργά και ο Κάρολους Φόντα προχώρησε μέχρι το πόντιουμ του διευθυντή ορχήστρας και ανήγγειλε με μια σοβαρή και θλιμμένη φωνή:

«Κυρίες και κύριοι, μόλις συνέβη ένα παράδοξο γεγονός, που μας έχει βυθίσει στην πιο βαθιά ανησυχία. Η συνάδελφός μας Κριστίν Ντααέ, εξαφανίστηκε μπρος στα μάτια μας, δίχως να μπορούμε να καταλάβουμε πότε, πώς και γιατί!»

Загрузка...