ΤΗΝ επομένη της μυστηριώδους εξαφάνισης της Κριστίν, που τον έκανε να μην πιστεύει στα ίδια του τα μάτια, όταν ο κύριος υποκόμης ντε Σανιύ πήγε ξανά στη μαμά-Βαλέριους για να της πει τα νέα, βρέθηκε μπρος σε μια χαριτωμένη σκηνή.
Στο προσκεφάλι της ηλικιωμένης γυναίκας που, καθισμένη στο κρεβάτι της έπλεκε, βρισκόταν η Κριστίν κι έπλεκε δαντέλα. Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί ένα τόσο γοητευτικό πρόσωπο, ένα τόσο τέλειο οβάλ σχήμα προσώπου, ένα τόσο αγνό μέτωπο, ένα τόσο καθαρό βλέμμα πάνω από ένα παρόμοιο παρθενικό εργόχειρο. Τα ζωηρά χρώματα είχαν ξανάρθει στα μάγουλά της. Ο μαβί κύκλος γύρω απ' τα λαμπερά της μάτια είχε εξαφανιστεί. Ο Ραούλ δεν αναγνώριζε πια το τραγικό πρόσωπο της προηγούμενης νύχτας. Αν δεν είχε δει το πέπλο της μελαγχολίας ν' απλώνεται πάνω σ' αυτά τ' αξιολάτρευτα χαρακτηριστικά, σημάδι του αλλόκοτου δράματος που ζούσε τούτο το παιδί, θα μπορούσε να πιστέψει πως, τελικά, η Κριστίν δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με μιαν ακατανόητη και μυστηριώδη ηρωίδα.
Μόλις μπήκε μέσα, σηκώθηκε και χωρίς να δείχνει καμιά συγκίνηση, πλησίασε για να τον χαιρετήσει. Όμως, η έκπληξη του Ραούλ ήταν τέτοια, που τον κάρφωσε στη θέση του, ανίκανο να προφέρει την οποιαδήποτε λέξη, ανίκανο να κάνει την παραμικρότερη κίνηση.
«Λοιπόν, κύριε ντε Σανιύ», είπε απορημένα η μαμά-Βαλέριους, «δεν αναγνωρίζετε πια την Κριστίν μας; Ο καλός της “Άγγελος” το καλό της “πνεύμα”, μας την επέστρεψε!»
«Μητέρα», τη διέκοψε η κοπέλα με κάπως αυστηρό ύφος, ενώ ένα ζωηρό κόκκινο χρωμάτιζε το πρόσωπό της, «μητέρα, νόμιζα πως δε θα ξαναμιλούσαμε ποτέ πια γι' αυτό!… Ξέρετε πολύ καλά πως δεν υπάρχει κανένα πνεύμα της μουσικής!»
«Μα, κόρη μου, δεν σου 'κάνε μαθήματα για τρεις ολόκληρους μήνες;»
«Μητέρα, σας υποσχέθηκα πως μια μέρα θα σας τα εξηγήσω όλα… ελπίζω να μπορέσω… όμως, μέχρι να 'ρθει αυτή η μέρα μου υποσχεθήκατε πως δε θα πείτε τίποτα σχετικά μ' αυτό και πως ούτε θα με ρωτήσετε τίποτα ποτέ!»
«Αν και συ μπορούσες να μου υποσχεθείς πως δε θα μ' εγκαταλείψεις ποτέ πια! Μου το υπόσχεσαι, Κριστίν;»
«Μητέρα, όλ' αυτά δεν ενδιαφέρουν τον κύριο ντε Σανιύ…»
«Κάνετε λάθος, δεσποινίς μου», τη διέκοψε ο νεαρός άντρας, με μια φωνή που προσπαθούσε να την κάνει σταθερή και αποφασιστική, ενώ στην πραγματικότητα έτρεμε. «Ό,τι έχει να κάνει με σας μ' ενδιαφέρει, μ' ενδιαφέρει μάλιστα σε τέτοιο σημείο που τελικά, ίσως καταλάβετε πως πράγματι έτσι συμβαίνει. Δε σας κρύβω πως το οτι σας βρίσκω σήμερα εδώ, πλάι στη θετή μητέρα σας μετά απ' ό,τι συνέβη χτες βράδυ μεταξύ μας, τουλάχιστον μετά απ' ό,τι μπορέσατε να μου πείτε κι απ' ό,τι μπόρεσα να μαντέψω, μου προξενεί μεγάλη έκπληξη και χαρά. Μου ήταν αδύνατον να προβλέψω μια τόσο ξαφνική επιστροφή. Θα χαιρόμουν ιδιαίτερα αν σταματούσατε να επιμένετε να κρατάτε μυστικό κάτι που μπορεί να είναι μοιραίο για σας… Είμαι φίλος σας εδώ και πάρα πολύν καιρό… είναι φυσικό λοιπόν ν' ανησυχώ κι εγώ μαζί με την κυρία Βαλέριους, για την ολέθρια περιπέτειά σας, που θα παραμένει επικίνδυνη όσο δε θα 'χουμε ανακαλύψει τη μηχανορραφία που κρύβεται πίσω της. Πολύ φοβάμαι Κριστίν, πως, τελικά, θα είσαστε εσείς το θύμα όλης αυτής της ιστορίας».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η μαμά-Βαλέριους ανακάθησε ταραγμένη στο κρεβάτι της.
«Μα, τι είναι αυτά που λέτε;» φώναξε. «Ώστε λοιπόν η Κριστίν βρίσκετε σε κίνδυνο;»
«Μάλιστα κυρία», δήλωσε γενναία ο Ραούλ, παρ' όλα τα νοήματα που του 'κανε η Κριστίν.
«Θέε μου!» φώναξε, με κομμένη την ανάσα η καλή κι αφελής γριούλα. «Κριστίν, πρέπει να μου τα πεις όλα! Μα, γιατί δε μου 'χεις πει τίποτα: Γιατί μ' άφηνες να κοιμάμαι ήσυχη; Αλλά για ποιον κίνδυνο πρόκειται κύριε ντε Σανιύ;»
«Ένας απατεώνας προσπαθεί να κοροϊδέψει και να εκμεταλλευτεί την κόρη σας!»
«Ο Άγγελος της μουσικής είναι ένας απατεώνας;»
«Σας είπε και μόνη της πως δεν υπάρχει Άγγελος της μουσικής!»
«Μα τότε; για όνομα του Θεού! Τι υπάρχει τότε;»
είπε απελπισμένα κι αδύναμα η μαμά-Βαλέριους. «Πείτε μου επιτέλους! Θα με πεθάνετε!»
«Κυρία μου, αυτό που υπάρχει γύρω μας, γύρω σας, γύρω απ' την Κριστίν είναι ένα γήινο μυστήριο πολύ φοβερότερο απ' όλα τα φαντάσματα κι απ' όλα τα πνεύματα!»
Η μαμά-Βαλέριους έστρεψε το τρομοκρατημένο της πρόσωπο προς την Κριστίν. Εκείνη, είχε κιόλας πλησιάσει τη θετή της μητέρα και την έσφιγγε στην αγκαλιά της:
«Μην τον πιστεύεις, καλή μου μητέρα…, μην τον πιστεύεις», επαναλάμβανε… προσπαθώντας με τα χάδια της να την παρηγορήσει, γιατί η ηλικιωμένη γυναίκα έκλαιγε με λυγμούς που σου σπάραζαν την καρδιά.
«Τότε, πες μου πως δε θα μ' εγκαταλείψεις ποτέ πια», την ικέτευσε η χήρα του καθηγητή.
Η Κριστίν δεν είπε τίποτα κι ο Ραούλ συνέχισε:
«Να τι πρέπει να κάνετε Κριστίν, να υποσχεθείτε στη μητέρα σας πως ποτέ πια δε θα εξαφανιστείτε μ' αυτόν τον τρόπο… Είναι το μόνο που μπορεί να μας καθησυχάσει… Μπορούμε να σας υποσχεθούμε πως δε θα σας ρωτήσουμε ποτέ πια, τίποτε, αν και σεις μας υποσχεθείτε πως θα ξέρουμε πάντα πού βρίσκεστε…»
«Εγώ δε σας ζητώ να μου υποσχεθείτε τίποτα και δεν πρόκειται να σας υποσχεθώ τίποτα!» είπε περήφανα η κοπέλα. «Είμαι ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω, κύριε ντε Σανιύ. Δεν έχετε κανένα απολύτως δικαίωμα να ελέγχετε τις πράξεις μου και θα σας παρακαλούσα να με απαλλάξετε από το ενδιαφέρον σας! Όσο για το τι έκανα τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες, μόνο ένας άνθρωπος στον κόσμο θα είχε το δικαίωμα να το μάθει: ο άντρας μου! Μόνο, που εγώ δεν έχω άντρα κι ούτε πρόκειται ποτέ να παντρευτώ!»
Αφού τα είπε όλ' αυτά με μεγάλη ένταση, άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του Ραούλ δίνοντας μεγαλύτερη επισημότητα σε όσα είπε. Ο Ραούλ χλόμιασε· όχι μόνο εξαιτίας των όσων είπε η Κριστίν αλλά και γιατί διέκρινε στο δάχτυλο της ένα χρυσό δαχτυλίδι.
«Δεν έχετε σύζυγο κι ωστόσο φοράτε μια βέρα».
Θέλησε να της πιάσει το χέρι αλλά η Κριστίν το τράβηξε βιαστικά.
«Είναι δώρο!» είπε κοκκινίζοντας και προσπαθώντας μάταια να κρύψει την αμηχανία της.
«Κριστίν! Αφού δεν έχετε σύζυγο, τότε το δαχτυλίδι αυτό δεν μπορεί παρά να σας το χάρισε κάποιος που ελπίζει να γίνει σύζυγος σας. Γιατί μας κοροϊδεύετε; Γιατί με βασανίζετε; Αυτό το δαχτυλίδι είναι μια υπόσχεση! κι αυτή η υπόσχεση έγινε αποδεκτή!»
«Αυτό της είπα κι εγώ!» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα.
«Και τι σας απάντησε, κυρία μου;»
«Ό,τι ήθελα απάντησα», φώναξε η Κριστίν απελπισμένη. «Δε νομίζετε κύριε, πώς παρατράβηξε αυτή η ανάκριση;… Όσο για μένα…»
Ο Ραούλ, πολύ συγκινημένος, φοβήθηκε πως θα του 'λεγε κάτι που θα σήμαινε τελειωτική διακοπή των σχέσεών τους. Τη διέκοψε:
«Συγχωρείστε με, δεσποινίς που σας μίλησα μ' αυτόν τον τρόπο… Ξέρετε πολύ καλά τι είναι αυτό που με κάνει να συμπεριφέρομαι έτσι, που με κάνει να μπερδεύομαι σε πράγματα που δε με αφορούν! Αφήστε με όμως να σας πω τι είδα… και πιστέψτε με Κριστίν, έχω δει πολλύ περισσότερα απ' ό,τι νομίζετε…ή, τέλος πάντων, νομίζω πως έχω δει, γιατί, μα την αλήθεια, αυτό που μου συνέβη με κάνει ν' αμφιβάλλω για τα ίδια μου τα μάτια…»
«Τι είδατε λοιπόν, κύριε, ή έστω, τι νομίσατε ότι είδατε;»
«Είδα την έκσταση σας στο άκουσμα του ήχου της φωνής, Κριστίν! της φωνής που ερχόταν, έβγαινε απ' τον τοίχο, ή από κάποιο καμαρίνι ή από κάποιον άλλον διπλανό χώρο… ναι… την έκσταση σας!…
«Κι αυτό, είναι κάτι που πραγματικά με εκπλήσσει!… Βρίσκεστε κάτω από μια πολύ επικίνδυνη επιρροή. Αυτή η φωνή σας έχει σαγηνεύσει επικίνδυνα!… Φαίνεται όμως πως, παρ' όλη τη γοητεία, και σεις τελικά αντιληφθήκατε την απάτη, γιατί σήμερα μας είπατε πως δεν υπάρχει Άγγελος της μουσικής… Τότε λοιπόν Κριστίν, γιατί τον ακολουθήσατε ξανά; Γιατί σηκωθήκατε λαμποκοπώντας ολόκληρη σαν ν' ακούσατε πραγματικά αγγέλους;… Α!… αυτή η φωνή είναι πολύ επικίνδυνη, Κριστίν. Ακόμη και γω ο ίδιος όσο την άκουγα είχα παρασυρθεί σε τέτοιο βαθμό που σας είδα να εξαφανίζεστε μπρος στα μάτια μου δίχως να μπορώ να καταλάβω πώς!… Κριστίν! Κριστίν! Για όνομα του Θεού… Στ' όνομα του πατέρα σας, που βρίσκεται στον ουρανό και που τόσο σας αγαπούσε, που αγαπούσε και μένα, Κριστίν, πείτε μας, για το καλό σας, για το καλό όλων μας, σε ποιον ανήκει αυτή η φωνή! Εμείς θα σας σώσουμε ακόμη και παρά τη θέληση σας!… Ελάτε, Κριστίν! Πείτε μας το όνομα αυτού του ανθρώπου… Αυτού του ανθρώπου που είχε το θράσος να σας χαρίσει μια βέρα!».
«Κύριε ντε Σανιύ», δήλωσε ψυχρά η κοπέλα «δεν πρόκειται να το μάθετε ποτέ!…»
Εκείνη τη στιγμή, άκουσαν τη διαπερχστική φωνή της μαμά — Βαλέριους που ξάφνου, βλέποντας την εχθρότητα της Κριστίν προς τον υποκόμη, πήρε το μέρος της.
«Κύριε υποκόμη, αν η Κριστίν αγαπά αυτόν τον άνθρωπο, αυτό είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, κάτι που δε σας αφορά!»
«Αλίμονο, κυρία…» συνέχισε ταπεινά ο Ραούλ, που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του… «Αλίμονο! Πραγματικά πιστεύω πως η Κριστίν τον αγαπά… Όλα αυτό δείχνουν. Όμως δεν είναι μόνο αυτό που με απελπίζει… αυτό που πάνω απ' όλα με φοβίζει και μ' απελπίζει είναι πως αυτός ο άνθρωπος που αγαπά η Κριστίν δεν είναι καθόλου άξιος για την αγάπη της!»
«Αυτό μόνον εγώ μπορώ να το κρίνω, κύριε!» είπε η Κριστίν κοιτώντας τον Ραούλ κατάματα και δείχνοντας του το οργισμένο της πρόσωπο.
«Όταν κάποιος, για να γοητεύσει μια νέα κοπέλα», συνέχισε ο Ραούλ νιώθοντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, «χρησιμοποιεί τόσο ρομαντικά μέσα…»
«Τότε, ή αυτός θα είναι ένας άθλιος ή η κοπέλα ηλίθια!… Αυτό δε θέλετε να πείτε;…»
«Κριστίν!»
«Ραούλ, γιατί καταδικάζετε έναν άνθρωπο που δεν έχετε δει ποτέ, που κανείς δεν ξέρει, που δε γνωρίζετε απολύτως τίποτα γι' αυτόν;…»
«Όχι, Κριστίν… όχι… Ξέρω… τουλάχιστον ξέρω τ' όνομά του που δε θέλετε να μου αποκαλύψετε… Ο Άγγελος σας δεσποινίς, ονομάζεται Ερίκ!…»
Η Κριστίν προδόθηκε. Έγινε κάτασπρη σαν χαρτί. Είπε τραυλίζοντας σχεδόν:
«Ποιος σας το είπε;»
«Εσείς η ίδια!»
«Πώς είναι δυνατόν;»
«Χτες το βράδυ, όταν τον σκεφτόσασταν και λυπόσασταν γι' αυτόν, το βράδυ του χορού. Μόλις μπήκατε στο καμαρίνι σας είπατε «Καημένε Ερίκ!». Κι όμως Κριστίν, κάπου εκεί υπήρχε ένας καημένος Ραούλ, ο καημένος ο Ραούλ που άκουσε τι είπατε».
«Είναι η δεύτερη φορά που κρυφακούτε, κύριε ντε Σανιύ!»
«Δεν ήμουν πίσω απ' την πόρτα. Ήμουν μέσ' στο καμαρίνι! Ήμουν στο μπουντουάρ σας, δεσποινίς».
«Δυστυχισμένε!» αναστέναξε η κοπέλα που το πρόσωπο της είχε αλλοιωθεί από ανείπωτο τρόμο… «Δυστυχισμένε! Θέλετε λοιπόν να σας σκοτώσουν;»
«Ίσως!»
Ο Ραούλ πρόφερε αυτό το «ίσως» με τόση αγάπη κι απελπισία που η Κριστίν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα λυγμό.
Τότε πήρε τα χέρια του στα δικά της και τον κοίταξε με όλη την αγνή, βαθιά τρυφερότητα που ένιωθε γι' αυτόν κι ο νέος άντρας, κάτω απ' αυτό της το βλέμμα, αισθάνθηκε κιόλας τον πόνο του να λιγοστεύει.
«Αυτό το μυστήριο είναι λοιπόν τόσο τρομερό;» «Δεν υπάρχει τρομερότερο στον κόσμο όλο!»
Η σιωπή έπεσε βαριά ανάμεσά τους. Ο Ραούλ ήταν εξαντλημένος.
«Ορκιστείτε μου πως δε θα κάνετε τίποτα για να “μάθετε”», επέμεινε η Κριστίν… «Ορκιστείτε μου πως αν εγώ δε σας καλέσω, δε θα ξαναμπείτε ποτέ πια στο καμαρίνι μου…»
«Μου υπόσχεστε όμως πώς θα με καλέσετε;».
«Σας το υπόσχομαι».
«Πότε;»
«Αύριο».
«Τότε σας ορκίζομαι να κάνω ό,τι θέλετε!»
Αυτά ήταν τα τελευταία τους λόγια.
Της φίλησε τα χέρια κι έφυγε βλαστημώντας τον Ερίκ και δίνοντας υπόσχεση στον εαυτό του πως θα κάνει υπομονή.