Το Κουνούπι και το Λιοντάρι

Μια μέρα, ένα κουνούπι στάθηκε αντίκρυ σ' ένα λιοντάρι και του είπε θαρρετά:

– Γιατί είσαι τόσο φαντασμένο και νομίζεις πως είσαι ο βασιλιάς όλων των ζώων και πως όλοι σε φοβούνται, ακόμα κι οι άνθρωποι; Εγώ, είμαι ένα μικρό κουνούπι κι ωστόσο δεν σε φοβάμαι.

– Εσύ δεν με φοβάσαι; ρώτησε γελώντας το λιοντάρι.

– Ναι, δεν σε φοβάμαι, ξαναείπε το κουνούπι. Άλλωστε, ποια είναι η δύναμή σου, που καυχιέσαι γι' αυτήν; Ξέρεις και γρατσουνάς με τα νύχια σου και ξέρεις και δαγκώνεις με τα δόντια σου. Το ίδιο κάνει και μια γυναίκα, όταν μαλώνει με τον άντρα της. Εγώ, όμως, είμαι πιο δυνατό από σένα, κι αν δεν το πιστεύεις, έλα να πολεμήσουμε.

Το λιοντάρι τίναξε περιφρονητικά την ουρά του, αλλά δεν το πέτυχε. Και το κουνούπι, όλο ζουζούνιζε κοντά στ' αυτί του:

– Έλα να πολεμήσουμε και θα δεις ότι θα σε νικήσω. Δεν κρατήθηκε πια το λιοντάρι και του είπε:

– Έλα λοιπόν να πολεμήσουμε, αφού το θέλεις. Τότε το κουνούπι όρμησε απάνω του και το τσίμπησε στα ρουθούνια, εκεί που δεν υπήρχαν καθόλου τρίχες.

Το λιοντάρι πόνεσε, έβγαλε τη γλώσσα του, για ν' αρπάξει το κουνούπι, αλλ' εκείνο του ξέφυγε κι έπειτα κόλλησε πάλι απάνω στα ρουθούνια του.

Το λιοντάρι έγλειφε με τη γλώσσα τα πληγωμένα του ρουθούνια, χτυπούσε μανιασμένα τον αέρα με την ουρά του, πηδούσε σαν τρελό, αλλά το κουνούπι το τσιμπούσε ολοένα.

Έπειτα πέταξε πιο πέρα κι άρχισε να ζουζουνίζει χαρούμενο:

– Είδες πως δεν αξίζει τίποτα η δύναμή σου μπροστά στη δική μου; του έλεγε ειρωνικά.

Αλλά το λιοντάρι, που το έτσουζαν τα τσιμπήματα του κουνου-πιού, δεν είχε όρεξη να συνεχίσουν τη συζήτηση, μόνο έφυγε τρέ-χοντας, για να χώσει το μουσούδι του στην κρύα πηγή, μήπως αλα-φρώσουν οι πόνοι που ένιωθε.

Τότε πέταξε και το κουνούπι, περήφανο για την επιτυχία του.

Κι ήτανε τόσο περήφανο κι ευχαριστημένο που νίκησε το λιοντάρι, ώστε δεν πρόσεχε πού πετούσε κι έπεσε απάνω στο απλωμένο δίχτυ μιας αράχνης.

Από το δίχτυ εκείνο δεν μπόρεσε πια να ξεφύγει. Και καθώς η αράχνη πήγε κοντά του, για να το φάει, το δυστυχισμένο το κου-νούπι άρχισε να κλαίγεται και να τα βάζει με τη μοίρα του:

– Είμαι άτυχο! έλεγε. Νίκησα το βασιλιά των ζώων και τώρα θα με φάει ένα τιποτένιο ζωύφιο, μια αράχνη!

Загрузка...