Κάποτε, δυο φίλοι ξεκίνησαν για κάποια δουλειά τους και περπατούσαν συζητώντας.
Εκεί που βάδιζαν, μέσα σ' ένα δάσος, ο ένας απ' αυτούς πρόσεξε πως κάτι γυάλιζε ανάμεσα στα χόρτα. Έσκυψε να δει τι ήτανε και σήκωσε ένα τσεκούρι ολοκαίνουριο.
– Βρήκαμε ένα τσεκούρι! φώναξε χαρούμενος ο σύντροφος του.
Εκείνος όμως, που είχε βρει το τσεκούρι ταράχτηκε και του λέει:
– Να μη λες βρήκαμε ένα τσεκούρι, μόνο να λες: βρήκες ένα τσεκούρι.
Αλλά, καθώς προχωρούσαν, αντάμωσαν τρεις – τέσσερις λοτόμους, που είχανε χάσει το καινούριο τους τσεκούρι κι έψαχαν να το βρουν. Όταν είδαν τους δυο οδοιπόρους, που ο ένας τους κρατούσε το τσεκούρι, έπεσαν απάνω τους θυμωμένοι.
– Χαθήκαμε! φώναξε εκείνος που είχε βρει το τσεκούρι και το κρατούσε στα χέρια του.
Γυρίζει τότε ο φίλος του και του λέει:
– Να μη λες χαθήκαμε, να λες: χάθηκα! Ούτε όταν βρήκες το τσεκούρι μ' ήθελες για σύντροφο σου, ούτε τώρα που θα σου το πάρουν και θα φας και ξύλο θέλω να μ' έχεις σύντροφό σου!