Ένα αγριογούρουνο κι ένα άγριο άλογο ζούσανε στο ίδιο μέρος.
Μόλο που είχανε πιάσει φιλίες από τότε που ήταν μικρά ακόμα, δεν μπορούσαν να μονοιάσουν κι όλο μάλωναν. Γιατί το αγριογούρουνο είχε τη συνήθεια, όταν έτρωγε, να τσαλαπατάει με τα πόδια του το χόρτο του λιβαδιού και να σκάβει με το ρύγχος του το χώμα, τόσο, που το άγριο άλογο αηδίαζε και δεν μπορούσε να βοσκήσει.
– Δεν μπορείς να μάθεις να τρως ευγενικά; του έλεγε.
Αλλά το αγριογούρουνο δεν άλλαζε τρόπους.
Το ίδιο γινότανε και με το νερό. Όταν πήγαιναν στην πηγή, να ξεδιψάσουν, το αγριογούρουνο τσαλαβουτούσε με τα πόδια του, σκάλιζε με το ρύγχος του και το κρυσταλλένιο νερό της πηγής γινότανε λάσπη.
– Δεν μπορείς να μάθεις να πίνεις πιο ευγενικά; του έλεγε.
Αλλά το αγριογούρουνο δεν άλλαζε συνήθειες.
Το άγριο άλογο, που δεν μπορούσε πια ν' ανεχθεί αυτή την κατάσταση, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια ενός κυνηγού, γιατί μόνο του, δεν μπορούσε να τα βάλει με το αγριογούρουνο.
– Ευχαρίστως να σε βοηθήσω, του είπε ο κυνηγός. Αλλά, για να μπορέσω να σκοτώσω το αγριογούρουνο, πρέπει να σου βάλω χαλινάρι και να σε καβαλικέψω.
Το άγριο άλογο δέχτηκε.
Ο κυνηγός το σέλωσε, του 'βαλε χαλινάρι, το καβαλίκεψε, κυνήγησε το αγριογούρουνο και το σκότωσε.
Έπειτα, όμως, πήρε το άγριο άλογο και το 'κλείσε στο στάβλο
του.
Το καημένο το άγριο άλογο, που είχε συνηθίσει να ζει ελεύθερο, απελπίστηκε και μετάνιωσε γιατί, πάνω στο θυμό του, και για να γλιτώσει από το αγριογούρουνο, έπεσε σε παντοτινή σκλαβιά.