Κάποτε, ένας γάιδαρος κι ένας πετεινός το είχαν σκάσει από το υποστατικό όπου ζούσαν κι είχανε μπει σ' ένα μεγάλο, άγριο δάσος.
Εκεί το χόρτο ήτανε πυκνό και τρυφερό κι ο γάιδαρος ήτανε κατενθουσιασμένος.
– Εδώ μπορώ να βόσκω όλη την ημέρα και να μην τελειώσει το χορτάρι! είπε.
– Και το χώμα είναι μαλακό κι έχει σκουλήκια άφθονα! πρόσθεσε κι ο πετεινός, που δεν πρόφταινε να τσιμπάει με το ράμφος του.
Οι δυο φίλοι ήταν λοιπόν κατενθουσιασμένοι και πίστευαν πως, από δω κι εμπρός, θα ζούσαν χωρίς καμιά στενοχώρια.
Βόσκοντας ο γάιδαρος και τσιμπώντας σκουλήκια ο πετεινός, προχώρησαν μέσα στο δάσος και, ξαφνικά, αντίκρισαν ένα λιοντάρι.
Ο πετεινός πέταξε αμέσως πάνω σ' ένα δέντρο κι άρχισε να φωνάζει μ' όλη του τη δύναμη:
– Κουκουρίκου! Κουκουρίκου!
Το λιοντάρι, που τρομάζει όταν ακούει λάλημα πετεινού, το 'βαλε αμέσως στα πόδια.
– Με είδε εμένα και με φοβήθηκε! φώναξε τότε ο γάιδαρος. Τώρα θα δει τι θα του κάνω!
Και βάλθηκε να κυνηγήσει το λιοντάρι.
Αλλ' όταν έφτασαν αρκετά μακριά, τόσο που δεν ακουγότανε πια το λάλημα του πετεινού, το λιοντάρι στράφηκε ξαφνικά κι έπεσε απάνω στο γάιδαρο να τον φάει.
«Αλίμονο μου!», σκέφτηκε τότε εκείνος, καθώς τον δάγκανε άγρια το λιοντάρι. «Αφού κανένας πρόγονός μου δεν ήτανε πολεμιστής, τι μου ήρθε να τα βάλω με το λιοντάρι;»