Μια μέρα ένας τόνος έπαιζε στη θάλασσα με κάτι άλλους συντρόφους του.
Ήταν ο πιο μεγάλος κι ο πιο δυνατός απ' όλους και καμάρωνε για τη γυαλιστερή του ράχη, που έλαμπε στον ήλιο και για την ευλύγιστη ουρά του, που τον βοηθούσε να πλέει τόσο γρήγορα πάνω στα νερά, ώστε οι άλλοι τόνοι, που δεν ήταν τόσο μεγαλόσωμοι, ούτε τόσο δυνατοί όσο αυτός, δεν μπορούσαν να τον φτάσουν.
Ήτανε καλοκαίρι, ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό κι έκανε τη θάλασσα ν' αστράφτει, σάμπως να είχε σκορπίσει μυριάδες διαμαντάκια πάνω στην επιφάνειά της. Κι ο μεγάλος τόνος ήταν ευχαριστημένος και περήφανος για την ομορφιά του και τη δύναμή του κι έπαιζε με τους άλλους τόνους, κοπάδι ολόκληρο, που του κάκου προσπαθούσαν να τον φτάσουν.
Ξαφνικά, οι μικρότεροι τόνοι, που βρίσκονταν στην άκρη του κοπαδιού, σκόρπισαν τρομαγμένοι κι οι άλλοι τους μιμήθηκαν, αφήνοντας τον μεγάλο τόνο ολομόναχο. Γύρισε εκείνος πίσω του και τι να δει: ένα μεγάλο δελφίνι είχε πέσει πάνω στο κοπάδι των τόνων, το είχε σκορπίσει και τώρα χυμούσε απάνω του για να τον φάει.
Ο μεγάλος τόνος έκανε μια βουτιά, ξανανέβηκε στην επιφάνεια της θάλασσας, εκατό μέτρα πιο μακριά, αλλά το δελφίνι τον κυνηγούσε πάντοτε. Άρχισε τότε να σχίζει τα νερά με τέτοια γρηγοράδα, ώστε δεν πρόφτασε να κρατηθεί κι έπεσε πάνω σε μιαν αμμουδιά. Το δελφίνι, που τον κυνηγούσε να τον φάει, έπλεε κι αυτό τόσο γρήγορα, ώστε βρέθηκε στην αμμουδιά κι άρχισε να ανοιγοκλείνει απελπισμένο το στόμα του, γιατί δεν μπορούσε ν' ανασάνει.