Οι Οδοιπόροι κι ο Πλάτανος

Κάποτε, είχαν ξεκινήσει μερικοί χωρικοί για να πάνε στην πολιτεία, να τελειώσουν κάτι δουλειές τους.

Ήτανε καλοκαίρι, ο ήλιος έκαιγε κι ο δρόμος περνούσε όλο από κάμπους, με πολύ λιγοστά δέντρα.

Οι οδοιπόροι είχαν κουραστεί, ήταν καταϊδρωμένοι και δεν έβλεπαν την ώρα να φτάσουν σε κανένα δέντρο, να ξεκουραστούν στον ίσκιο του. Τέλος, είδαν από μακριά έναν μεγάλο πλάτανο.

– Εκεί θα 'χει παχύ ίσκιο, είπε ένας τους.

– Και θα χει και νερό σίγουρα, πρόσθεσε άλλος.

Και τάχυναν το βήμα τους, ώσπου έφτασαν κάτω από το θεόρατο πλάτανο.

Πραγματικά, εκεί από κάτω ήταν ίσκιος παχύς, γιατί το φύλλωμα του πλάτανου ήταν πολύ πυκνό και δεν το περνούσαν οι αχτίνες του ήλιου κι έκανε και πολλή δροσιά, γιατί στη ρίζα του έβγαινε νερό πεντακάθαρο και κρύο.

Οι οδοιπόροι κάθισαν, έφαγαν, ξεδίψασαν κι έπειτα ξάπλωσαν λίγη ώρα για να ξεκουραστούν κι έπειτα να συνεχίσουν το δρόμο τους.

Εκεί που ήταν ξαπλωμένοι και κοιτούσαν τα κλαδιά και τα φύλλα του πλάτανου, λέει ένας απ' αυτούς.

– Κρίμα, ένα τόσο μεγάλο δέντρο να είναι άχρηστο κι ανώφελο στους ανθρώπους. Ούτε καρπούς βγάζει, ούτε ρετσίνι…

Τότε ο πλάτανος έγειρε την κορφή του και τους είπε πειραγμένος:

– Είσαστε πολύ αχάριστοι, σεις οι άνθρωποι. Κάθεστε κάτω από τον ίσκιο μου, ξεκουράζεστε από τη ζέστη κι από το δρόμο και με κατηγορείτε πως είμαι ένα δέντρο άχρηστο κι ανώφελο.

Μήπως δεν είχε δίκιο ο καημένος ο πλάτανος να πειραχτεί με την αχαριστία τους;

Загрузка...